Κάνετε Ευγνώμονα Χρήσι του ‘Δηναρίου’
«Και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ώραν μισθωθέντες, έλαβον ανά έν δηνάριον.»—Ματθ. 20:9.
1. Ποιοι από το 1919 έκαμαν ευγνώμονα χρήσι του ‘δηναρίου,’ και σε συμφωνία με ποιο προφητικό κανόνα συνέβη αυτό;
ΠΟΙΟΙ είναι εκείνοι οι οποίοι έκαμαν ευγνώμονα χρήσι αυτού του πολυτίμου ‘δηναρίου’; Είναι οι «έσχατοι» επί της γης που οι πρώτης-τάξεως θρησκευτικοί ηγέται του «Χριστιανικού κόσμου» θα περίμεναν! Αξιόπιστα στοιχεία από το έτος 1919 το αποδεικνύουν αυτό. Μολονότι αυτό ήταν αντίθετο προς εκείνο που ανεμένετο γενικώς, ήταν ωστόσο σε πλήρη συμφωνία με τον κανόνα που έχει προφητικώς τεθή από μακρού: «Ούτω θέλουσιν είσθαι οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι.»—Ματθ. 20:16.
2. Εκείνο που έλαβε χώρα πού βρίσκει το πρότυπό του, και πώς το να εξετάσωμε αυτό το πρότυπο μας βοηθεί να εννοήσωμε πώς εφηρμόσθη ο κανών στην εποχή μας;
2 Αυτό που έλαβε χώρα στην εποχή μας βρίσκει το πρότυπό του σ’ εκείνο που έλαβε χώρα πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια. Εκείνο που συνέβη τότε εξεπλήρωνε αυτόν τον κανόνα σχετικά με την αντιστροφή στις θέσεις που έχουν οι πρώτοι και οι έσχατοι. Επίσης, εκείνη η εκπλήρωσις ήταν μια εξεικόνισις εκείνου που θα ελάμβανε χώρα στην εποχή μας ως μια διπλή εκπλήρωσις αυτού του προφητικού κανόνος. Φυσικά, αν εξετάσωμε πώς ελειτούργησε αυτός ο κανών την πρώτη φορά που εφηρμόσθη, αυτό θα μας βοηθήση να εννοήσωμε τι συνέβη στην εφαρμογή αυτού του κανόνος στην εποχή μας που συμβαίνουν παράδοξα και εκπληκτικά γεγονότα. Έτσι θα μπορέσωμε να ιδούμε ποιοι είναι εκείνοι που οι θέσεις τους ανετράπησαν, σύμφωνα με τον κανόνα. Ας γυρίσωμε λοιπόν πίσω στις σελίδες της ιστορίας.
3, 4. (α) Ποιο ήταν το πρόβλημα του πλουσίου νέου άρχοντος ο οποίος έδραμε να συναντήση τον Ιησού στην Περαία; (β) Τι είπε ο Ιησούς για την αγαθότητα, και ποιες εντολές είπε στο νέο να τηρή;
3 Επλησίαζε το Ιουδαϊκό πάσχα του έτους 33 μ.Χ. Ο μέγας Κήρυξ της βασιλείας του Θεού, Ιησούς Χριστός, ευρίσκετο καθ’ οδόν γι’ αυτή την εορτή στην Ιερουσαλήμ, αλλά την εποχή εκείνη ήταν στην ανατολική όχθη του Ποταμού Ιορδάνου στην περιοχή που ελέγετο Περαία. Ένας νέος ήλθε τρέχοντας σ’ αυτόν. Ήταν ένας πλούσιος και επίσης άρχων μεταξύ των Ιουδαίων. Ως ένας άρχων, ήταν μεταξύ των πρώτων ή εξεχόντων του λαού του, ειδικώς εφόσον ως άρχων ήταν ένας ευσυνείδητος τηρητής του Νόμου της διαθήκης του Θεού με το έθνος του Ισραήλ. Ποιο ήταν το πρόβλημά του; Το εξής, όπως το απεκάλυψαν τα λόγια του προς τον Ιησού: «Διδάσκαλε, τι αγαθόν ποιήσω ίνα σχω ζωήν αιώνιον;» (Κείμενον) Απαντώντας ο Ιησούς έδειξε ότι ο Θεός είναι πράγματι η ενσωμάτωσις του αγαθού, της γενναιοδωρίας. Είπε στον νεαρό άρχοντα: «Τι με ερωτάς περί του αγαθού; είς έστιν ο αγαθός.» (Κείμενον) Ο Ιησούς εννοούσε τον Ιεχωβά Θεό.
4 Αφού ο Ιησούς υπενθύμισε στον πλούσιο νέο άρχοντα ποιος είναι ο Αγαθός, επροχώρησε για να πη: «Αλλ’ εάν θέλης να εισέλθης εις την ζωήν, φύλαξον τας εντολάς.» Ο πλούσιος νέος άρχων ερώτησε τον Ιησού: «Ποίας;» Ο Ιησούς ανεφέρθη τότε στις Δέκα Εντολές όπως είχαν δοθή στο έθνος Ισραήλ μέσω του προφήτου Μωυσέως. Του είπε: «Το “Μη φονεύσης· Μη μοιχεύσης· Μη κλέψης· Μη φευδομαρτυρήσης. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα·” και “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σε αυτόν”.»
5. Όπως εδήλωσε ο Ιησούς, πώς μπορούσε ο νεανίας να γίνη τέλειος;
5 Ο πλούσιος νεαρός άρχων απήντησε: «Πάντα ταύτα εφύλαξα εκ νεότητός μου· τι μοι λείπει έτι;» Ο Ιησούς υπέδειξε σ’ αυτόν ότι όλες οι καλές προσπάθειές του για την τήρησι του Νόμου δεν του έφεραν ανθρωπίνη τελειότητα, με το να του απαντήση: «Εάν θέλης να ήσαι τέλειος, ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντά σου, και δος εις πτωχούς· και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ· και ελθέ ακολούθει μοι.» Έτσι θα μοίραζε τα χρήματα στους πτωχούς οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να του ανταποδώσουν και κατόπιν θα ήρχετο για να γίνη ένας μαθητής του Ιησού. Αντί να εξακολουθή να είναι ένας πολύ εκτιμώμενος πλούσιος, ένας από τους προύχοντας μεταξύ των Ιουδαίων, θα άλλαζε την κατάστασί του και θα εγίνετο από υλική άποψι πτωχός ακόλουθος του γενικά περιφρονημένου Ιησού.
6. Στην αντίδρασι του νεανίου σ’ αυτό, τι είπε ο Ιησούς για τους πλουσίους;
6 Αυτό ήταν μια πολύ υψηλή δαπάνη για να κερδίση την τελειότητα για την οποία ωμίλησε ο Ιησούς. «Ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον, ανεχώρησε λυπούμενος· διότι είχε κτήματα πολλά. Και ο Ιησούς είπε προς τους μαθητάς αυτού, Αληθώς σας λέγω, ότι δυσκόλως θέλει εισέλθει πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. Και πάλιν σας λέγω, Ευκολώτερον είναι να περάση κάμηλος δια τρυπήματος βελόνης, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.»
7. Σ’ αυτό, ποια ερώτησι έθεσαν οι μαθηταί, και τι απήντησε ο Ιησούς για τη δυνατότητα να εισέλθη ένας στη βασιλεία του Θεού;
7 Ώστε, λοιπόν, αν ένας που τηρούσε τον νόμο όπως αυτός ο νεαρός άρχων, που ήταν ένας από τους προύχοντας της χώρας, δεν μπορούσε να εισέλθη στη βασιλεία του Θεού, ποιος άλλος θα μπορούσε, ειδικώς, απλοί, συνήθεις άνθρωποι, όπως οι δώδεκα απόστολοι του Ιησού, όπως ο Σίμων Πέτρος ο πρώην αλιεύς; Δεν είναι περίεργο ότι υπήρξε έκπληξις! «Ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού, εξεπλήττοντο σφόδρα, λέγοντες. Τις λοιπόν δύναται να σωθή; Εμβλέψας δε ο Ιησούς είπε προς αυτούς, Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον είναι, παρά τω Θεώ όμως τα πάντα είναι δυνατά.» Αυτό αλήθευε, όχι μόνο διότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, αλλά επίσης διότι είναι ο Αγαθός, γενναιόφρων, στοργικός.
8. Όσον αφορά εκείνους οι οποίοι, έχουν αφήσει όλα για ν’ ακολουθήσουν τον Ιησού, τι τους είπε αυτός ότι θα λάβουν, και κατόπιν ποιον κανόνα εξήγγειλε;
8 Ο πλούσιος νεαρός άρχων είχε αρνηθή ν’ αφήση όλα τα υλικά πράγματα και ν’ ακολουθήση τον Ιησού ως ένας από τους μαθητάς του, αλλά ο Σίμων Πέτρος και οι άλλοι, από τους δώδεκα αποστόλους το είχαν κάμει αυτό, και είχαν ήδη αποκομίσει μερικές πείρες με τον Ιησού. Αλλά ποια θα ήταν η τελική έκβασις; Ο Σίμων Πέτρος ήταν ανήσυχος να μάθη. «Τότε αποκριθείς ο Πέτρος, είπε προς αυτόν, ιδού, ημείς αφήκαμεν πάντα και σοι ηκολουθήσαμεν· τι λοιπόν θέλει είσθαι εις ημάς; Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς, Αληθώς σας λέγω, ότι σεις οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθήση ο Υιός του ανθρώπου επί του θρόνου της δόξης αυτού, θέλετε καθίσει και σεις επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και πας όστις αφήκεν οικίας, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει, και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει. Πολλοί όμως πρώτοι θέλουσιν είσθαι έσχατοι, και έσχατοι πρώτοι.»—Ματθ. 19:16-30· Μάρκ. 10:17-31· Λουκ. 18:18-30.
9, 10. (α) Πώς εφαρμόσθηκε ο κανών αυτός στον πλούσιο νεαρό άρχοντα; (β) Πώς θα εφαρμοζόταν αυτός ο κανών σχετικά με τους μαθητάς του Ιησού;
9 Έτσι έχετε τον προφητικό κανόνα εφαρμοσμένο απ’ αυτή την άποψι. Ο πλούσιος νεαρός άρχων ήταν από τους προύχοντας μεταξύ των Ιουδαίων. Επί πλέον, ήταν ένας πιστός τηρητής των εντολών του Θεού όπως περιλαμβάνονται στη διαθήκη του Νόμου στην οποία είχε εισέλθει το έθνος του Ισραήλ με τον Θεό. Ήταν, επομένως, ένας πολλά υποσχόμενος νέος· μπορούσαν ν’ αναμένωνται πολλά απ’ αυτόν.
10 Αλλά με το ότι τηρούσε το Νόμο προσπαθούσε ν’ αυτοδικαιωθή, να λάβη αξία για τον εαυτό του ως ένας δίκαιος Ιουδαίος. Ήταν επίσης υλιστής. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις ήταν ευκολώτερο να περάση μια κάμηλος από την τρύπα μιας βελόνης ραψίμματος παρά να εισέλθη αυτός στη βασιλεία του Θεού και να καθίση σ’ ένα θρόνο με τον Ιησού Χριστό, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Σε αντίθεσι με αυτόν, ο Πέτρος και οι όμοιοι με αυτόν μαθηταί ήσαν οι τελευταίοι που ένας αυτοδικαιούμενος Ιουδαίος θα μπορούσε να φαντασθή ότι θα κερδίσουν ένα θρόνο στη βασιλεία του Θεού. Εν τούτοις οι μαθηταί του Ιησού Χριστού, οι οποίοι ανήκαν στους ανθρώπους της γης, τους αμ χα-αρέτς, όπως τους αποκαλούσαν οι ανώτεροι Ιουδαίοι-Φαρισαίοι, θα εκέρδιζαν μια εξέχουσα θέσι, δηλαδή, ένα θρόνο στη βασιλεία του Θεού. Θα υπήρχαν στο μελλοντικό σύστημα πραγμάτων. Εκτός τούτου, στην παρούσα περίοδο χρόνου θα ελάμβαναν εκατό φορές περισσότερα από εκείνα που άφησαν, μαζί με διωγμούς, φυσικά. (Μάρκ. 10:29, 30· Λουκ. 18:29, 30) Τι αντιστροφή των πραγμάτων ήταν αυτή!
11. Τι συνέδεσε ο Ιησούς με τον κανόνα που ανεφέρθη, και γιατί στο τέλος επανέλαβε τον κανόνα;
11 Αλλά, είναι αυτός ο τρόπος που εννοούσε ο Ιησούς όταν είπε: «Πολλοί όμως πρώτοι θέλουσιν είσθαι έσχατοι, και έσχατοι πρώτοι»; Ναι, διότι αμέσως προχώρησε στο να περιγράψη αυτό τον προφητικό κανόνα με μια παραβολή. Συνέδεσε αυτή την παραβολή με τον κανόνα που ανεφέρθη με το ν’ αρχίση την παραβολή που ακολούθησε αμέσως με τον σύνδεσμο «διότι.» Είπε: «Διότι η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με άνθρωπον οικοδεσπότην, όστις εξήλθεν άμα τω πρωί δια να μισθώση εργάτας δια τον αμπελώνα αυτού· αφού δε συνεφώνησε μετά των εργατών προς έν δηνάριον [την Ρωμαϊκή δραχμή] την ημέραν, απέστειλεν αυτούς εις τον αμπελώνα αυτού.» (Ματθ. 19:30 έως 20:2) Το γεγονός ότι η παραβολή έχει σκοπό να εξεικονίση τον προφητικό κανόνα αποδεικνύεται περαιτέρω από το ότι ο Ιησούς ετερμάτισε την παραβολή και κατόπιν προσέθεσε τα εξής λόγια: «Ούτω θέλουσιν είσθαι οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι.»—Ματθ. 20:16.
12. Πώς η παραβολή αυτή έφθασε να σημαίνη κάτι στους μαθητάς;
12 Αφού η παραβολή του αμπελώνος παρέστη ανάγκη να λεχθή λόγω των τότε περιστάσεων και των πειρών του Ιησού Χριστού, είναι προφανές ότι η παραβολή αυτή είχε μια εκπλήρωσι στις ημέρες των δώδεκα αποστόλων, στους οποίους ο Ιησούς εξέθεσε τον κανόνα και έκαμε μια εξεικόνισί του. Αλλιώς, η παραβολή δεν θα εσήμαινε τίποτε γι’ αυτούς και δεν θα είχε καμμιά απήχησι ο κανών στην προσωπική τους περίπτωσι. Πώς, όμως, είχε απήχησι σύμφωνα με την παραβολή του Ιησού;
Ο «ΑΜΠΕΛΩΝ»
13, 14. (α) Ποιος ήταν ο «οικοδεσπότης» της παραβολής, και τι ήταν ο «αμπελών»; (β) Σχετικά με την ταυτότητα του αμπελώνος, ποια προφητεία του Ησαΐα είναι πιθανόν να είχε ο Ιησούς υπ’ όψιν;
13 Ο «οικοδεσπότης» της παραβολής του αμπελώνος είναι ο Ιεχωβά Θεός, ο Ιδιοκτήτης του μεγάλου συμβολικού αμπελώνος. Ο αμπελών είναι το έθνος Ισραήλ, που ήταν τότε σε εθνικό συμβόλαιο με τον Ιεχωβά Θεό μέσω της διαθήκης του Νόμου στην οποία ο προφήτης Μωυσής είχε μεσιτεύσει στο Όρος Σινά το έτος 1513 π.Χ.
14 Ο Ιησούς, όταν μιλούσε γι’ αυτόν τον συμβολικό αμπελώνα, ασφαλώς είχε υπ’ όψι τα λόγια του Ησαΐα 5:1-4, 7 (ΜΝΚ), όπου ο Ιεχωβά Θεός λέγει: «Θέλω ψάλει εις τον ηγαπημένον μου άσμα του αγαπητού μου περί του αμπελώνος αυτού. Ο ηγαπημένος μου είχεν αμπελώνα επί λόφου παχύτατου. Και περιέφραξεν αυτόν, και συνήθροισεν εξ αυτού τους λίθους, και εφύτευσεν αυτόν με τα πλέον εκλεκτά κλήματα, και έκτισε πύργον εν τω μέσω αυτού, και κατεσκεύασεν έτι ληνόν εν αυτώ· και περιέμενε να κάμη σταφύλια. . . . Και τώρα, κάτοικοι Ιερουσαλήμ, και άνδρες Ιούδα, κρίνατε, παρακαλώ, αναμέσον εμού και του αμπελώνος μου. Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνα μου, και δεν έκαμον εις αυτόν; . . . Αλλ’ ο αμπελών του Ιεχωβά των δυνάμεων είναι ο οίκος του Ισραήλ, και οι άνδρες Ιούδα το αγαπητόν αυτού φυτόν.»
15. (α) Πού εφύτευσε ο Ιεχωβά την άμπελο την οποία εξήγαγε από την Αίγυπτο; (β) Πώς κυκλοφορούσε εκεί το Ρωμαϊκό δηνάριο, και ποια αξία είχε τότε;
15 Ο Ιησούς δυνατόν να είχε, επίσης, υπ’ όψιν τον Ψαλμό 80:8-11, στον οποίον ο ψαλμωδός Ασάφ απευθύνεται στον Ιεχωβά Θεό που απελευθέρωσε το έθνος Ισραήλ από τη δουλεία της Αιγύπτου και λέγει: «Άμπελον εξ Αιγύπτου μετεκόμισας· εξεδίωξας έθνη, και εφύτευσας αυτήν [στην Παλαιστίνη]. Ητοίμασας τόπον έμπροσθεν αυτής, και βαθέως ερρίζωσας αυτήν και εγέμισε την γην. Εσκεπάσθησαν τα όρη υπό της σκιάς αυτής, και αι αναδενδράδες αυτής ήσαν ως αι υψηλαί κέδροι. Εξέτεινε τα κλήματα αυτής έως θαλάσσης και τους βλαστούς αυτής έως του ποταμού [Ευφράτου].» Στην εποχή του Ιησού οι Ιουδαίοι κατείχαν ακόμη τη Θεόδοτη χώρα τους, αλλ’ υποκείμενη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι, το Ρωμαϊκό δηνάριο άρχισε να κυκλοφορή σε όλη τη χώρα, το δε δηνάριο αυτό ήταν περίπου ίσο με 17 σεντς της Αμερικής ή με 5 Ελληνικές δραχμές. Στην εποχή του Ιησού αυτό το χρηματικό ποσόν είχε τόση αξία ώστε επληρώνετο ως μισθός για την εργασία μιας ημέρας δώδεκα ωρών. Συνεπώς, στην εκπλήρωσι της παραβολής του Ιησού το «δηνάριον» εξεικονίζει μια αξία όχι μικρή.
16. Ποια θα ήταν η αμοιβή των για την υπηρεσία των ως καρποφόρου αμπελώνος του Ιεχωβά Θεού;
16 Ο Ιεχωβά Θεός έφερε εργάτας στον αμπελώνα του για να εργασθούν εκεί φέρνοντάς τους στη διαθήκη του Νόμου της οποίας μεσίτης ήταν ο Μωυσής και αναθέτοντας σε διαφόρους τα καθήκοντά των. Ποια θα ήταν η πληρωμή ή αμοιβή για εκείνους που υπηρετούσαν ως ο καρποφόρος αμπελών του Ύψιστου Θεού; Ο Ιεχωβά Θεός το ανέφερε αυτό στον καιρό που επρότεινε αυτή τη διαθήκη του Νόμου στους προπάτορες των Ιουδαίων της εποχής του Ιησού, διότι ο Θεός είπε: «Τώρα λοιπόν, εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι, ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον.» (Έξοδ. 19:5, 6) Οι Ιουδαίοι λοιπόν, τηρώντας τη διαθήκη του Νόμου όχι μόνο θ’ αποκτούσαν αιώνια ζωή ως ανθρώπινα πλάσματα, αλλά και θα εγίνοντο «βασίλειον ιεράτευμα» για χρήσι από μέρους του Θεού στο να ευλογηθή όλο το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους.
17. (α) Ποια σχέσι είχε ο Ιησούς με την διαθήκη του Νόμου, και πώς εσημάνθη από αυτήν; (β) Γιατί ήταν κατάλληλο να ομιλή ο Ιησούς για τον ουράνιο Πατέρα του ως ένα Αμπελουργό;
17 Ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού από τον ουρανό, γεννήθηκε στο Ιουδαϊκό έθνος και κάτω από τη διαθήκη του Νόμου. Ήταν ο μόνος Ιουδαίος, που ετήρησε τέλεια τον Νόμο. Γι’ αυτό, δεν κατεδικάσθη από τον Νόμο της διαθήκης εκείνης, όπως κατεδικάσθησαν όλοι οι άλλοι Ιουδαίοι, αλλ’ εσημάνθη απ’ εκείνον τον Νόμο ως ένας τέλειος άνθρωπος, χωρίς καμμιά απολύτως αμαρτία, ένας που δεν είχε χάσει το δικαίωμα της αιωνίου ζωής. Επειδή ετήρησε τέλεια εκείνη τη διαθήκη του Νόμου, ήταν άξιος να είναι βασιλεύς και ιερεύς κατά ένα επίγειο τρόπο. Επειδή, εκ γενετής, ανήκε στον Ιουδαϊκό «αμπελώνα» που είχε φυτευθή από τον Ιεχωβά Θεό, ήταν πολύ κατάλληλο να παραβάλη ο Ιησούς τον ουράνιο Πατέρα του, Ιεχωβά Θεό, με ένα αμπελουργό, λέγοντας στους αποστόλους του: «Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, και ο Πατήρ μου είναι ο γεωργός. Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, εκκόπτει αυτό· και παν το φέρον καρπόν, καθαρίζει αυτό, δια να φέρη πλειότερον καρπόν. Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα.» (Ιωάν. 15:1, 2, 5) Εν τούτοις, ανόμοια με τους ατελείς Ιουδαίους υπό τη διαθήκη του Νόμου, ο Ιησούς και τα «κλήματά» του αποτελούν μια πνευματική άμπελο, που δεν αμελεί να φέρη πολύ καρπό στον μεγάλο Γεωργό Ιεχωβά Θεό, για να δοξασθή.
18-20. (α) Μήπως εκείνοι οι οποίοι εμισθώθησαν πρώτοι στον «αμπελώνα» ζούσαν την εποχή του Μωυσέως, ή σε τίνος εποχή; (β) Ποιοί ήσαν συγκεκριμένα εκείνοι οι οποίοι εμισθώθησαν πρώτοι, και ποια λόγια του Ιησού δείχνουν ότι θεωρούσαν τον εαυτό τους ότι ήσαν αυτοί οι πρώτοι;
18 Οι Ιουδαίοι της εποχής του Ιησού εφέρθησαν στη διαθήκη του Νόμου γενεαλογικά από τους πατέρας των, τους οποίους ο Ιεχωβά Θεός εξήγαγε από την Αίγυπτο κι εγκατέστησε στην Παλαιστίνη. Επειδή η παραβολή του Ιησού περί του αμπελώνος είχε την πρώτη εκπλήρωσί της στις ημέρες των δώδεκα αποστόλων του Ιησού, δεν μπορούσε να εφαρμόζεται στους αρχαίους εκείνους προπάτορες με τους οποίους προσωπικά είχε γίνει η διαθήκη του Νόμου μέσω του Μωυσέως. Συνεπώς, εκείνοι τους οποίους εμίσθωσε ο μέγας Οικοδεσπότης «άμα τω πρωί» για να εργασθούν δώδεκα ώρες στον «αμπελώνα» του δεν μπορούσαν να είναι οι Ιουδαίοι προπάτορες του δεκάτου έκτου αιώνος π.Χ. Οι εργάται, λοιπόν, που μισθώθηκαν στην ανατολή του ηλίου δηλαδή κατά την έκτη πρωινή ώρα εξεικόνιζαν Ιουδαίους που ζούσαν στις ημέρες των αποστόλων.
19 Το ότι ήσαν δωδεκάωροι εργάται, θα εσήμαινε ότι ήσαν ολοχρόνιοι εργάται στα πράγματα του Θεού, ανόμοια με τους αποστόλους Πέτρον, Ανδρέαν, Ιάκωβο και Ιωάννη, οι οποίοι ήσαν αλιείς ως την άνοιξι του έτους 30 μ.Χ. Οι ολοήμεροι λοιπόν, εκείνοι εργάται θα εξεικόνιζαν τους θρησκευτικούς ηγέτας, του έθνους Ισραήλ, όπως λόγου χάριν τους αρχιερείς Άνναν και Καϊάφαν, και τους υφιερείς, καθώς και τους Λευίτας του ναού, τους επισήμους γραμματείς, τους των αιρέσεων των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και τους γνώστας του Νόμου του Μωυσέως. Επειδή αυτοί, ήσαν συνεχώς ενασχολημένοι στην Ιουδαϊκή ιερουργία του Ισραήλ, αυτοί θα ήσαν οι πρώτοι που εμισθώθησαν. Θα ήσαν, επίσης, οι πρώτιστοι ή εκείνοι που κατείχαν την πρώτη θέσι στον λαό του έθνους. Το ότι θεωρούσαν έτσι τον εαυτό τους καταφαίνεται από τα λόγια του Ιησού:
20 «Επί της καθέδρας του Μωυσέως εκάθησαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι· και αγαπώσι τον πρώτον τόπον εν τοις δείπνοις, και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς, και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς, και να ονομάζωνται υπό των ανθρώπων, Ραββί, Ραββί.»—Ματθ. 23:2, 6, 7.
21, 22. (α) Ποιοι, λοιπόν, ήσαν οι ημιχρόνιοι εργάται; (β) Πώς η παραβολή του Ιησού έδειξε ότι ήταν αβέβαιο ποιον μισθό θα έπαιρναν οι ημιχρόνιοι εργάται;
21 Ανέμεναν πλήρη αμοιβή για την εργασία μιας ολόκληρης ημέρας, και με αυτή τη βάσι συνεφώνησαν να υπηρετήσουν στον αμπελώνα του Ιεχωβά, στο έθνος Ισραήλ. Όλοι οι άλλοι που φέρθηκαν στην υπηρεσία του Ιεχωβά Θεού ύστερ’ απ’ αυτούς, ή σε βαθμό χαμηλότερο απ’ εκείνο των ολοχρονίων εργατών, θα ήσαν απλώς ημιχρόνιοι εργάται. Η πιθανότης, λοιπόν του να λάβουν πλήρη αμοιβή δεν έγινε βεβαιότης. Γι’ αυτό και η παραβολή του Ιησού περί του αμπελώνος λέγει για τον Οικοδεσπότη:
22 «Και εξελθών περί την τρίτην ώραν, είδεν άλλους ισταμένους εν τη αγορά αργούς. Και προς εκείνους είπεν, Υπάγετε και σεις εις τον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιον θέλω σας δώσει. Και εκείνοι υπήγον. Πάλιν εξελθών περί την έκτην και εννάτην ώραν έκαμεν ωσαύτως. Περί δε την ενδεκάτην ώραν εξελθών, εύρεν άλλους αργούς, και λέγει προς αυτούς, Δια τι ίστασθε εδώ όλην την ημέραν αργοί; Λέγουσι προς αυτόν, Διότι ουδείς εμίσθωσεν ημάς. Λέγει προς αυτούς, Υπάγετε και σεις εις τον αμπελώνα.»—Ματθ. 20:3-7.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ Ή ΤΗΣ «ΕΝΔΕΚΑΤΗΣ ΩΡΑΣ» ΕΡΓΑΤΑΙ
23. Ποιοι ήσαν οι εργάται της ενδέκατης ώρας, και γιατί κανείς δεν τους είχε μισθώση πριν από εκείνη την ώρα;
23 Εκείνοι που εμισθώθησαν την ενδεκάτην ώρα, δηλαδή την πέμπτη περίπου απογευματινή ώρα (μία ώρα πριν από τη δύσι του ηλίου), ήσαν οι τελευταίοι που μισθώθηκαν. Από τους θρησκευτικούς ηγέτας του έθνους Ισραήλ, τους εξεικονιζομένους από τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας εθεωρούντο οι τελευταίοι, τους οποίους θα χρησιμοποιούσε ο Θεός στην υπηρεσία του. Αυτοί θα ήσαν οι λιγώτερο πιθανοί να κληθούν στην υπηρεσία του Θεού. Ως την ενδεκάτη, λοιπόν, εκείνη ώρα, καθ’ όσον αφορά τους θρησκευτικούς ηγέτας του Ισραήλ, ‘ουδείς τους εμίσθωσε.’ Η καταφρονητική στάσις των θρησκευτικών ηγετών στον ταπεινό εκείνο λαό προδόθηκε με το να πουν: «Μήπως τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν [τον Ιησούν], ή εκ των Φαρισαίων; Αλλ’ ο όχλος ούτος, όστις δεν γνωρίζει τον νόμον, είναι επικατάρατοι.» (Ιωάν. 7:48, 49) Ήσαν πρόθυμοι να εργασθούν στην υπηρεσία του Θεού, αλλ’ ένεκα των τυφλωμένων θρησκευτικών ηγετών δεν τους ελέχθησαν τα ορθά πράγματα που έπρεπε να πράττουν ούτε ωρίσθησαν να εργασθούν γι’ αυτά. Αφού εδαπάνησαν σχεδόν όλη τη μέρα, έπρεπε ν’ αποβλέπουν στο να έλθη κάποιος που διέκρινε πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην υπηρεσία του Θεού κι ο οποίος θα τους διώριζε σε κάποια υπηρεσία στον θρησκευτικόν «αμπελώνα» του Θεού.
24, 25. (α) Πότε και πώς εκάλεσε ο μέγας Οικοδεσπότης τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας σε υπηρεσία; (β) Πώς εχρησιμοποίησε ο Επιστάτης του Θεού για να στείλη εργάτας στον «αμπελώνα», και επί πόσο καιρό εργάσθηκαν σ’ αυτόν;
24 Η ημέρα εργασίας στον αμπελώνα του Ισραήλ υπό τους όρους της διαθήκης του Μωσαϊκού Νόμου επλησίαζε στο τέλος της. Ο Ιεχωβά Θεός, ο μέγας Οικοδεσπότης και Αμπελουργός το εγνώριζε αυτό, και με εκπροσώπους, τους οποίους έστειλε στο Ισραήλ, εκάλεσε τους εργάτας εκείνους της ενδέκατης ώρας σε υπηρεσία στον «αμπελώνα» του. Την άνοιξι του έτους 29 μ.Χ. έστειλε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή «να ετοιμάση εις τον Ιεχωβά λαόν προδιατεθειμένον.» (Λουκ. 1:13-17, ΜΝΚ) Ύστερ’ από έξη περίπου μήνες, ο μέγας Οικοδεσπότης έστειλε τον Υιόν του Ιησούν, ο οποίος έγινε σαν επιστάτης, προϊστάμενος ή «επίτροπος» ως προς τον Θείον «αμπελώνα.»
25 Ο Ιησούς εδέχθη τους μαθητάς που συνελέγησαν απ’ τον Ιωάννη τον Βαπτιστή κι έκαμε, επίσης, κι άλλη σύναξι μαθητών, τους οποίους ώρισε σε έργον μέσα στον Ισραηλιτικό «αμπελώνα». Παραδείγματος χάριν, εκτός από τους δώδεκα αποστόλους, ο Ιησούς Χριστός έστειλε και εβδομήντα ευαγγελιστάς στο έργον του «αμπελώνος.» Τους ωδήγησε όλους να πορευθούν και να κηρύξουν την ουράνια βασιλεία του Θεού, λέγοντας στον λαό: «Επλησίασεν εις εσάς η βασιλεία του Θεού.» (Λουκ. 9:1-6· 10:1-11) Και γυναίκες ακόμη ήλθαν μαζί με τον Ιησού και τους αποστόλους του στο έργον του κηρύγματος και παρέσχον υποβοήθησι και «διηκόνουν αυτόν από των υπαρχόντων αυτών.» (Λουκ. 8:1-3) Μ’ αυτόν τον τρόπο δαπανούσαν ένα χρονικό διάστημα στην υπηρεσία της βασιλείας του Ιεχωβά, ενόσω το έθνος του φυσικού, περιτετμημένου Ισραήλ ήταν ακόμη ο «αμπελών» του Ιεχωβά Θεού. Αυτοί ήσαν οι τελευταίοι εργάται του αμπελώνος που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιδιοκτήτη, κι εργάσθηκαν στον Ισραήλ ως τον θάνατο του Ιησού το έτος 33 μ.Χ.
26. (α) Στο τέλος του έργου της ημέρας για ποιο πράγμα ήλθε η ώρα, σύμφωνα με το Νόμο του Θεού; (β) Εν πάση περιπτώσει τι θα ελάμβαναν οι ημιχρόνιοι εργάται;
26 Το έργο κάτω από τη διαθήκη του Νόμου στον «αμπελώνα» του φυσικού Ισραήλ έφθασε σε τέλος όπως το έργον μιας δωδεκάωρης ημέρας. Επακολούθησε ο καιρός της πληρωμής των εργατών. Λόγω των άμεσων καθημερινών αναγκών του κοινού λαού, ήταν νόμος του Θεού κάτω από την παλαιά Μωσαϊκή διαθήκη να πληρώνωνται οι εργάται στο τέλος του έργου της ημέρας, όχι στο τέλος της εβδομάδος ή στο τέλος του μηνός. (Λευιτ. 19:13· Δευτ. 24:15) Εκείνοι που εργάσθηκαν ολοχρόνια στον «αμπελώνα» στη διάρκεια των δώδεκα ωρών της ημέρας, ήσαν βέβαιοι ότι θα έπαιρναν ένα «δηνάριον» κατά τη συμφωνία που είχαν κάμει με τον Οικοδεσπότη. Τι θα έπαιρναν οι μετέπειτα, που εργάσθηκαν ένα μέρος της ημέρας; Ό,τι κι αν ελάμβαναν, θα ήταν «ό,τι είναι δίκαιον,» σύμφωνα με ό,τι είχε πει ο Οικοδεσπότης σ’ εκείνους που προσέλαβε στην εργασία την τρίτη ώρα της εργασίμου ημέρας. Συνήθως, οι εργάται που χρησιμοποιήθηκαν μόνο τη δωδέκατη ώρα της ημέρας, θα ανέμεναν να λάβουν πολύ μικρή αμοιβή.
27. Με ποια σειρά επληρώθησαν οι εργάται της παραβολής πόσο και ποια ήταν η αντίδρασις μερικών;
27 Η ώρα της πληρωμής, λοιπόν, απέβη ώρα εκπλήξεων, κι ετέθη σ’ ενέργεια ο ασυνήθης κανών που εξέφρασε ο Ιησούς. Σημειώστε αυτό το γεγονός, καθώς η παραβολή του Ιησού προχωρεί και λέγει: «Αφού δε έγεινεν εσπέρα, λέγει ο κύριος του αμπελώνος προς τον επίτροπον αυτού, Κάλεσον τους εργάτας, και απόδος εις αυτούς τον μισθόν, αρχίσας από των εσχάτων έως των πρώτων. Και ελθόντες οι περί την ενδεκάτην ώραν μισθωθέντες, έλαβον ανά λεν δηνάριον. Ελθόντες δε οι πρώτοι ενόμισαν ότι θέλουσι λάβει πλειότερα· έλαβον όμως και αυτοί ανά έν δηνάριον. Και λαβόντες, εγόγγυζον κατά του οικοδεσπότου, λέγοντες, Ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν έκαμον, και έκαμες αυτούς ίσους με ημάς, οίτινες εβαστάσαμεν το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα. Ο δε αποκριθείς, είπε προς ένα εξ αυτών, Φίλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησας έν δηνάριον μετ’ εμού; λάβε το σον, και ύπαγε· θέλω δε να δώσω εις τούτον τον έσχατον, ως και εις σε· ή δεν έχω την εξουσίαν να κάμω ό,τι θέλω εις τα εμά; ή ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, διότι εγώ είμαι αγαθός; Ούτω θέλουσιν είσθαι οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι.»—Ματθ. 20:8-16.a
ΕΣΠΕΡΑ ΚΑΙ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
28. Στην πρώτη εκπλήρωσι της παραβολής, πότε ήλθε η «εσπέρα», για να τελειώση το έργο της ημέρας;
28 Στην πρώτη εκπλήρωσι της παραβολής ήλθε η εσπέρα κι ετελείωσε η εργάσιμη μέρα όταν ο Ιησούς Χριστός συνελήφθη τη νύχτα του Πάσχα του έτους 33 μ.Χ. και πέθανε στο ξύλο του μαρτυρίου στον Γολγοθά το απόγευμα της επομένης ημέρας. Ο Ιησούς προφητικά το έδειξε αυτό, όταν, έξη μήνες περίπου πριν από το θάνατό του, είπε στους αποστόλους του: «Δια να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του πέμψαντός με, εωσού είναι ημέρα· έρχεται νυξ, ότε ουδείς δύναται να εργάζηται. Ενόσω είμαι εν τω κόσμω, είμαι φως του κόσμου.» (Ιωάν. 9:3-5) Όταν ο Ιησούς ήταν νεκρός επί τμήματα τριών ημερών (14-16 Νισάν 33 μ.Χ.), δεν μπορούσε να εργασθή ως άνθρωπος στον Ισραηλιτικό «αμπελώνα» του Θεού. (Εκκλησ. 9:5, 10) Ούτε και οι ένδεκα πιστοί απόστολοί του μπορούσαν να εργασθούν, διότι ήσαν διασκορπισμένοι σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Όταν συγκεντρώθηκαν, το έκαμαν αυτό με κλειστές τις θύρες, για τον φόβο των εχθρών Ιουδαίων. (Ιωάν. 16:32· Ματθ. 26:31· Μάρκ. 14:27· Ζαχ. 13:7· Ιωάν. 20:19, 26) Δεν ανέλαβαν κανένα δημόσιο έργο ως την Πεντηκοστή.
29. (α) Με το θάνατο του Ιησού τι έπαυσε να είναι ο φυσικός Ισραήλ, και γιατί; (β) Παρά τη συνέχισι της ευνοίας του στον Ισραήλ επί τριάμισυ ακόμη χρόνια, τι είχε τώρα ο μέγας Ιδιοκτήτης του Αμπελώνος;
29 Ο Ιησούς Χριστός εθανατώθη με υποκίνησι των Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών, των «πρώτων» ανθρώπων του έθνους. Τότε το έθνος Ισραήλ έπαυσε να είναι «αμπελών» του Θεού. Ο θάνατος του Ιησού πάνω στο ξύλο απετέλεσε το μέσον του Θεού για τον τερματισμό της διαθήκης του Νόμου με το έθνος Ισραήλ. Μέσω του θανάτου του ως λυτρωτικής θυσίας κατηργήθη ‘ο Νόμος των εντολών των εν τοις διατάγμασι.’ «Το καθ’ ημών χειρόγραφον συνιστάμενον εις διατάγματα» εξηλείφθη· αφηρέθη με το να καρφωθή, να το πούμε έτσι, στο μαρτυρικό ξύλο του Χριστού, για ν’ ακυρωθή. (Εφεσ. 2:15· Κολ. 2:14) Είναι αληθές ότι ο Ιεχωβά Θεός επί τριάμισυ χρόνια κατόπιν συνέχισε την ειδική εύνοιά του στον φυσικό Ισραήλ, δίνοντάς τους τις πρώτες ευκαιρίες για τη Βασιλεία, αλλά το έθνος έπαυσε ν’ αποτελή «αμπελώνα» Του. Ο Θεός τώρα άρχισε να φυτεύη έναν πνευματικόν «αμπελώνα», στον οποίον ο Υιός του Ιησούς Χριστός ήταν η Άμπελος και οι μαθηταί του ήσαν τα κλήματα. (Ιωάν. 15:1-8) Πράγματι, τότε η δωδεκάωρη μέρα εργασίας του Θείου αμπελώνος του φυσικού Ισραήλ έφθασε στο τέλος της με τον θάνατο του Ιησού στον Γολγοθά.
30. Πότε ήλθε η ώρα της πληρωμής, και πώς εχρησιμοποίησε ο Θεός τον Επιστάτη του για να ενεργήση την πληρωμή;
30 Αφού είναι έτσι, πότε ήλθε η ώρα της πληρωμής; Μήπως στην ανάστασι του Ιησού εκ νεκρών την τρίτη μέρα, 16 Νισάν 33 μ.Χ.; Όχι, μολονότι ο Ιησούς εμφανίσθηκε αποκλειστικά στους μαθητάς του επί σαράντα μέρες από τότε, κάνοντας αυτούς αποκλειστικά μάρτυρας της αναστάσεώς του. (Πράξ. 1:1-8· 10:40-42) Αλλά δεν είχε γίνει δημόσια επίδειξις των ευνοημένων αυτών μαθητών του Ιησού, ακόμη και δέκα μέρες μετά την ανάληψί του στον ουρανό. Κατόπιν ήλθε η εορτή της Πεντηκοστής 33 μ.Χ. και με αυτήν ήλθε κι ο καιρός της πληρωμής. Τότε ήταν που ο κύριος του αμπελώνος, δηλαδή, ο Ιεχωβά Θεός, είπε στον επιστάτη του, τον προϊστάμενον ή «επίτροπόν» του, να πληρώση τους εργάτας. Ο Θεός εχρησιμοποίησε τον δοξασμένο Ιησού Χριστό στον ουρανό επιστάτην ή «επίτροπόν» του, διότι ο Θεός χρησιμοποίησε αυτόν για να εκχύση το άγιο πνεύμα στους εργάτας την Πεντηκοστή. (Ιωάν. 1:32-34· 14:16, 17· 15:26· 16:7· Λουκ. 24:49· Πράξ. 1:4-8· 2:32, 33) Πληρώνοντας την αμοιβή των στους εργάτας ο Ιησούς Χριστός στον ουρανό, ακολούθησε τον ασυνήθη κανόνα που είχε δηλώσει εδώ κάτω στη γη.
31. Την Πεντηκοστή, ποιοι ήσαν οι πρώτοι που θα επληρώνοντο, και πώς κατετάσσοντο ως τότε;
31 Ποιοι, λοιπόν, ήσαν οι πρώτοι που θα επληρώνοντο την Πεντηκοστή; Η έκχυσις του αγίου πνεύματος σ’ εκείνους, που ήσαν εκεί στην Ιερουσαλήμ την Πεντηκοστή εκείνη μέρα των πρωτοκαρπίων της συγκομιδής του σίτου, το απεκάλυψε αυτό. Ήσαν οι «τελευταίοι» που είχαν σταλή στον αμπελώνα του φυσικού Ισραήλ, και οι οποίοι είχαν εργασθή με τον Επιστάτη Ιησού Χριστό. Αυτοί ήσαν, επίσης οι «τελευταίοι», τους οποίους οι θρησκευτικοί ηγέται του έθνους Ισραήλ ανέμεναν ότι θα ελάμβαναν πλήρες ημερομίσθιον, ένα συμβολικό «δηνάριον» από τον μέγαν Οικοδεσπότη και Κύριον του αμπελώνος, τον Ιεχωβά Θεό.
32. Πώς έγινε γνωστή, η απόδειξις του ποιοι από τους εργάτας επληρώθησαν πρώτοι, και ποιοι συνήχθησαν για να παραστούν μάρτυρες αυτού;
32 Αντίθετα στις προσδοκίες των Ιουδαίων, οι πρώτοι που πληρώθηκαν ήσαν οι καταφρονεμένοι δώδεκα απόστολοι του Ιησού Χριστού και το υπόλοιπο της εκκλησίας των 120 μαθητών που συνήλθαν ήσυχα σ’ ένα υπερώο, αποτραβηγμένοι από το πλήθος των Ιουδαίων και προσηλύτων που εώρταζαν την Πεντηκοστή στον ναό της Ιερουσαλήμ. Εν τούτοις, η απόδειξις του ποιος πληρώθηκε πρώτος από τους εργάτας του θείου «αμπελώνος» κατέστη γνωστή από ένα θαύμα. Αυτό συνέβη μαζί με την έκχυσι του αγίου πνεύματος στους 120 μαθητάς, και πάνω από τρεις χιλιάδες Ιουδαίοι και προσήλυτοι πήγαν εκεί να παραστούν μάρτυρες του παραδόξου αυτού θεάματος.—Πράξ. 1:5· 2:1-13, 41.
33. Πώς εξήγησε ο Πέτρος τι παρατηρούσαν να λαμβάνη χώρα, και πόσοι εζήτησαν να ωφεληθούν από τη δωρεά του πνεύματος;
33 Λοιπόν, «άλλοι . . . . χλευάζοντες έλεγον, Ότι είναι μεστοί από γλυκύν οίνον.» Ώστε ο απόστολος Πέτρος ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε κι εξήγησε ότι οι μαθηταί του Χριστού, πλήρεις πνεύματος, δεν ήσαν μεθυσμένοι αλλ’ επρόκειτο για την εκπλήρωσι της προφητείας του Ιωήλ (2:28, 29). Επίσης, ότι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός, εξυψωμένος στα δεξιά του Θεού στους ουρανούς, είχε λάβει το υποσχεμένο άγιο πνεύμα και το εξέχυσε επάνω στους μαθητάς του στη γη σ’ εκπλήρωσι του Ιωήλ 2:28, 29. Τότε και οι δώδεκα απόστολοι εξήγησαν ότι αυτό το υποσχεμένο χάρισμα του αγίου πνεύματος ήταν στη διάθεσι και των λοιπών Ιουδαίων, αν μετανοούσαν κι εβαπτίζοντο στο όνομα του Ιησού Χριστού κι εγίνοντο μαθηταί του. Τρεις χιλιάδες περίπου θεαταί κι ακροαταί το έκαμαν αυτό κι απετέλεσαν μέρος της εκκλησίας του πνευματικού Ισραήλ, του νέου «αμπελώνος» του Θεού.—Πράξ. 2:37-42.
34. Τι ήταν, λοιπόν, το «δηνάριον» και πότε και πού επρόκειτο να χρησιμοποιηθή από τους λήπτας;
34 Έτσι, το συμβολικό «δηνάριον» δεν ήταν το χάρισμα του αγίου πνεύματος αυτό καθ’ εαυτό. Ήταν το προνόμιο που συνώδευε τη λήψι του αγίου πνεύματος, δηλαδή, το προνόμιο του να είναι ένα μέλος του πνευματικού Ισραήλ, εντεταλμένος να προφητεύη σ’ εκπλήρωσι του Ιωήλ 2:28, 29, κεχρισμένος να κηρύττη τ’ αγαθά νέα της Μεσσιανικής βασιλείας του Θεού. Έτσι θα ήσαν καρποφόρα κλήματα της πνευματικής αμπέλου του Ιεχωβά, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Προσελήφθησαν στη νέα διαθήκη, στην οποία ο Ιησούς Χριστός ήταν μεσίτης μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και της εκκλησίας των συμβολικών αυτών κλημάτων. (Ιερεμ. 31:31-34· 1 Τιμ. 2:5, 6· Εβρ. 8:6 έως 9:15) Το συμβολικό «δηνάριον» ήταν, λοιπόν, κάτι που εσήμαινε τη συντήρησί τους, την αιώνια ζωή τους στη νέα διάταξι του Θεού. Ήταν κάτι για να το χρησιμοποιήσουν εδώ στη γη, όχι επάνω στον ουρανό.
35. Τι άκουσαν και είδαν εκείνοι οι οποίοι μισθώθηκαν «άμα το πρωί», και πώς το «δηνάριον» ήταν διαθέσιμο και γι’ αυτούς επίσης;
35 Τι θα λεχθή για κείνους που μισθώθηκαν πρώτοι, «άμα τω πρωί,» ας το πούμε έτσι, για να εργασθούν στον θείον αμπελώνα του φυσικού Ισραήλ; Αυτοί οι «πρώτοι,» οι Ιουδαίοι αρχιερείς, υφιερείς, Λευίται, γραμματείς, νομικοί που κατείχαν τον Μωσαϊκό νόμο, γρήγορα άκουσαν και είδαν ότι οι μαθηταί του Ιησού είχαν πληρωθή για την αργά γενομένη εργασία των στον θείον αμπελώνα του φυσικού Ισραήλ. Τους είδαν να χρησιμοποιούν το συμβολικό «δηνάριον.» Η αμοιβή μιας πλήρους ημέρας ήταν και σ’ αυτών τη διάθεσι, ιδιαίτερα εφόσον ο Ιεχωβά Θεός εξακολουθούσε να πολιτεύεται με το έθνος Ισραήλ αποκλειστικά επί τριάμισυ χρόνια από τότε.
36. (α) Μέσω τίνος όμως, έπρεπε να δεχθούν το «δηνάριον»; (β) Το να το δεχθούν έτσι θα τους εστοίχιζε ποια πράγματα που απελάμβαναν ως τότε;
36 Εν τούτοις, αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέται έπρεπε να δεχθούν πλήρες ημερομίσθιο, το «δηνάριον,» μέσω του επιστάτου του Θεού, δηλαδή του δεδοξασμένου Ιησού Χριστού. Αλλά για να γίνη αυτό, έπρεπε να κάμουν εκείνο που είχε πει ο Κύριος Ιησούς Χριστός στον πλούσιο νεαρό άρχοντα να κάμη. (Ματθ. 19:21) Θα εσήμαινε την εγκατάλειψι των τιμητικών των θέσεων, της σπουδαιότητός των, της εξουσίας και του υλικού εισοδήματός των στον ναό της Ιερουσαλήμ, στις συναγωγές και στα «σάνχεδριν,» της «καθέδρας του Μωυσέως» όπου εκάθηντο, του να λέγωνται Ραββί και του να έχουν μια θέσι που ανεγνωρίζετο κι επετρέπετο από τη Ρωμαϊκή κυβέρνησι. Αυτά τα πράγματα θα ήσαν γι’ αυτούς σαν μια καλή πληρωμή για τις υπηρεσίες των στον Θείον «αμπελώνα» του Ισραήλ ως την Πεντηκοστή του έτους 33 μ.Χ. Είναι αληθές ότι είχαν συμφωνήσει με τον μέγαν Οικοδεσπότη, τον Κύριον του «αμπελώνος», για τη δωρεά του αγίου πνεύματος σ’ εκπλήρωσι του Ιωήλ 2:28, 29. Αλλά τώρα, για ν’ αφήσουν όλ’ αυτά τα μέχρι τότε θρησκευτικά πλεονεκτήματα στον Ισραήλ και να λάβουν το άγιο πνεύμα που εξεχύθη από τον Ιησού Χριστό και να χρισθούν έτσι για να κάμουν το έργον μαθητών του Ιησού Χριστού μαζί με τους αποστόλους του, ανθρώπους της «τελευταίας» τάξεως, εργάτας της ενδέκατης ώρας, όλ’ αυτά θα τους εστοίχιζαν πολύ.
37. Ήσαν λοιπόν ευχαριστημένοι, να λάβουν μόνο το «δηνάριον», και πώς η στάσις των εξεδηλώθη απέναντι στους «τελευταίους» εργάτας;
37 Στην πληρωμή τους από τον Θεό ζητούσαν περισσότερα από απλώς το άγιο πνεύμα και τα θαυματουργικά του χαρίσματα και τα συνυφασμένα μ’ αυτό προνόμια της Βασιλείας. Ήθελαν συνεπώς περισσότερα από το συμβολικό «δηνάριον.» Γι’ αυτό οι «πρώτοι» εκείνοι εργάται εγόγγυσαν εναντίον του Κυρίου του «αμπελώνος» και δεν έδειξαν προθυμία να δεχθούν απλώς το «δηνάριον» κι έτσι έδειξαν τον ίδιο ακριβώς σκεπτικισμό όπως και ο πλούσιος νεαρός άρχων σε αντίθεσι με την προθυμία του αποστόλου Πέτρου. Ο γογγυσμός και οι αντιρρήσεις των προσέλαβαν τη μορφή του διωγμού εναντίον των μαθητών του Χριστού, των «τελευταίων» εργατών που ενασχολήθηκαν στον «αμπελώνα.»—Ματθ. 20:10-12.
38. Τι δείχνει αν όλοι εκείνοι οι «πρώτοι» εργάται αρνήθηκαν το «δηνάριον», και πού προτίμησαν μερικοί να εξακολουθούν να εργάζωνται;
38 Φυσικά, υπήρχαν μερικοί Λευίται του ναού, όπως ο Ιωσήφ Βαρνάβας από την Κύπρο, που δέχθηκαν το «δηνάριον.» (Πράξ. 4:36, 37) Ακόμη δε και μετά τη φυλάκισι των δώδεκα αποστόλων και τη δίκη των από το Σάνχεδριν της Ιερουσαλήμ για τη χρήσι του ‘δηναρίου’ στην υπηρεσία του Θεού, η δήλωσις που γίνεται στις Πράξεις 6:7 μάς πληροφορεί ότι «ο λόγος του Θεού ηύξανε, και επληθύνετο ο αριθμός των μαθητών εν Ιερουσαλήμ σφόδρα· και πολύ πλήθος των ιερέων υπήκουον εις την πίστιν.» Ακόμη κι ο Σαούλ από την Ταρσό, προσωπικώς φίλος του Ιουδαίου αρχιερέως, εδέχθη το «δηνάριον», μολονότι ήταν Φαρισαίος. (Πράξ. 9:1-22· Φιλιππησ. 3:4-6) Αλλ’ οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους αρχικούς εργάτας, τους θρησκευτικούς ηγέτας του Ιουδαϊσμού εξακολούθησαν να εργάζωνται στα μέχρι τότε θρησκευτικά των προνόμια στον φυσικό Ισραήλ και να λαμβάνουν την τακτική αμοιβή τους γι’ αυτό όπως επέτρεπε ο Νόμος του Μωυσέως, αρνούμενοι το «δηνάριον.»
39. Πόσον καιρό παρέμειναν σ’ αυτό τον τύπο της θρησκευτικής υπηρεσίας, αλλά τι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν οι μαθηταί του Ιησού;
39 Διετήρησαν αυτόν τον τύπο θρησκευτικής υπηρεσίας ως το έτος 70 μ.Χ. Τότε ο ναός των στην Ιερουσαλήμ τούς αφηρέθη. Έχασαν τις θέσεις των εκεί, οι δε Ρωμαίοι ήλθαν κι αφήρεσαν και τη θέσι των και το έθνος των, όχι διότι είχαν δεχθή τον Ιησού Χριστό, αλλά διότι τον απέρριψαν κι αρνήθηκαν το «δηνάριον.» (Ιωάν. 11:47, 48) Ο οφθαλμός των ήταν πονηρός επειδή ο Ιεχωβά Θεός υπήρξε αγαθός στους μαθητάς του Ιησού Χριστού. Όσον αφορά αυτούς τους μαθητάς, περιλαμβανομένου και του αποστόλου Ιωάννου, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν το «δηνάριόν» των για να εκτελέσουν την υπηρεσία βασιλείας του Θεού και ν’ αποκτήσουν την αιώνια ζωή, παρά τον διωγμό.—Μάρκ. 10:29, 30· Αποκάλ. 1:9.
[Υποσημειώσεις]
a Οι λέξεις «διότι πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί», που βρίσκονται στο εδάφιο Ματθαίος 20:16, δεν υπάρχουν στο Σιναϊτικό και το Βατικανό Αριθ. 1209 Βιβλικά χειρόγραφα του Τετάρτου Αιώνος ούτε και στην Έκδοσι Κριτικού Κειμένου, κι επομένως παραλείπονται από τις σύγχρονες μεταφράσεις της Γραφής.
[Εικόνα στη σελίδα 268]
Δηνάριον
[Εικόνα στη σελίδα 269]
«Υπάγετε και σεις εις τον αμπελώνα»
[Εικόνα στη σελίδα 272]
«Έκαστος έλαβε ανά έν δηνάριον»