Γιατί Πολλοί Αμφιβάλλουν για την Ύπαρξι του Σατανά
Στα σύγχρονα βιβλία περί θρησκείας υπάρχει μια συγκεκριμένη τάσις, ή ν’ αγνοήται ο Σατανάς τελείως ή να εισάγεται αμφιβολία για την ύπαρξί του ως πνευματικού όντος. Γιατί;
ΑΠΟ τη Γένεσι ως την Αποκάλυψι ο λόγος του Θεού βεβαιώνει την προσωπικότητα του Σατανά ή Διαβόλου. Μολονότι αναφέρεται ως ο Όφις στην αφήγησι της Γενέσεως, δεν χρειάζεται να θεωριολογήσωμε ως προς το ποιος είναι αυτός ο όφις, διότι αυτό είναι καταφανές απ’ την Αποκάλυψι 12:7-9. Εκεί μας λέγεται ότι «ο πλανών την οικουμένην όλην» είναι «ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος, και ο Σατανάς.» Ναι, ο Πειραστής της Εδέμ δεν ήταν απλώς μια «κακή ώθησις» πεφυτευμένη στον Αδάμ από τον Θεό, όπως θα μας έκαναν να πιστεύωμε ωρισμένοι Ιουδαίοι κλασικοί του δευτέρου αιώνος μ.Χ. Δεν ήταν άλλος από τον Σατανά, ή Διάβολο τον ίδιον.1
Κατόπιν πάλιν, στον Ιώβ, κεφάλαια 1 και 2, ο Σατανάς καθαρά φαίνεται ότι είναι ένα πνευματικόν ον, που ενεφανίσθη στην παρουσία του Θεού μαζί με άλλους πνευματικούς υιούς κι ο οποίος διεξήγαγε συνομιλία με τον Θεό, προκαλώντας Τον όσον αφορά την ακεραιότητα του Ιώβ. Επίσης, αναγινώσκομε για την κατηγορία του εναντίον του αρχιερέως Ιησού στις ημέρες του Ζαχαρία. Ο Παύλος αποκαλεί τον Σατανάν ‘θεόν του παρόντος συστήματος πραγμάτων,’ ο οποίος ‘ετύφλωσε τας διανοίας των απίστων’. Ο Πέτρος χαρακτηρίζει τον Σατανάν ‘ως λέοντα ωρυόμενον, περιερχόμενον και ζητούντα τίνα να καταπίη’. Ο δε Ιούδας, μαθητής κι ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, μας λέγει ότι ο Σατανάς είχε μια διαφιλονείκησι με τον Μιχαήλ εν σχέσει με το σώμα του Μωυσέως. Ασφαλώς καμμιά απρόσωπη αρχή κακού, όπως πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι ο Σατανάς, δεν θα μπορούσε να λεχθή ότι κάνει αυτά τα πράγματα!—2 Κορ. 4:4, ΜΝΚ· 1 Πέτρ. 5:8· Ιουδ. 9.
Ιδιαίτερα καθορίζει την προσωπικότητα του Σατανά η Γραφική αναγραφή περί του Ιησού. Στην έρημο ο Σατανάς προσέφερε στον Ιησούν όλα τα βασίλεια του κόσμου, αν ο Ιησούς ‘έπιπτε και προσεκύνει’ τον Σατανάν. Μπορούσε μια αφηρημένη αρχή να διεκδική όλα τα βασίλεια του κόσμου και να τα προσφέρη στον Ιησούν; Μπορούσε ο Ιησούς να πέση και να την προσκυνήση; Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε τον πιστό, στοργικό κι ευπειθή Υιόν του Θεού πειραζόμενον από άπιστες σκέψεις που εγεννώντο στην ίδια του διάνοια;—Ματθ. 4:9.
Ο Ιησούς επιστοποίησε ότι είδε «τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα.» Σαφώς δεν θα μπορούσε να έχη πέσει η αρχή του κακού, διότι από τη δημιουργία υπήρχε ως μία κακή αρχή, μολονότι αδρανής. Επίσης, ο Ιησούς είπε στους εχθρούς του ότι ήσαν από τον πατέρα των τον Διάβολον, ο οποίος ήταν «απ’ αρχής ανθρωποκτόνος» ως Σατανάς, και «ψεύτης, και ο πατήρ . . . του ψεύδους.» Ο Ιησούς, όταν κατηγορήθη ότι εκβάλλει δαιμόνια με την εξουσία του Σατανά, δεν αρνήθηκε την ύπαρξι του Σατανά, αλλ’ είπε: «Αν ο Σατανάς τον Σατανάν εκβάλλη, διηρέθη καθ’ εαυτού.» Ναι, όλες αυτές οι παραπομπές, επίσης, δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία ως προς την ύπαρξι, την προσωπικότητα, του Σατανά.—Λουκ. 10:18· Ιωάν. 8:44· Ματθ. 12:26.
ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, παρ’ όλη την αναμφισβήτητη αυτή Γραφική μαρτυρία, πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί, καθώς και Ιουδαίοι, αμφιβάλλουν για την ύπαρξι του Σατανά ή Διάβολου. Λαμβάνουν την άποψι ότι κανείς ποτέ δεν είδε τον Σατανά και γι’ αυτό πρέπει να είναι απλό επινόημα της φαντασίας. Ή ότι Σατανάς είναι απλώς η αρχή του κακού, ή οι κακές εξωθήσεις του ανθρώπου προσωποποιημένες.
Ένας διδάκτωρ της θεολογίας της Οξφόρδης λέγει: «Μπορεί να υπάρχουν κι άλλες πνευματικές επιρροές πέραν της ανθρωπίνης σφαίρας, επιρροές όπως αυτές που ανεγνωρίσθηοαν αρκετά αδρά στην αρχαία πίστι σε δαίμονες και στον Σατανά. . . . Ό,τι κι αν νομίσωμε γι’ αυτό το θεωριολογικό ζήτημα,» κλπ.2 Σύμφωνα δε μ’ ένα λαϊκό Προτεσταντικό σύγγραμμα: «Το όλον ζήτημα είναι περικλεισμένο σε μυστήριο. . . . Αυτές οι περικοπές [όσον αφορά τον Σατανά] αφήνουν πολλά ανεξήγητα και η εικασία ενταύθα είναι ανωφελής.»3
Σύμφωνα μ’ έναν από τους κυριωτέρους θεολόγους των Ηνωμένων Πολιτειών μάς λέγονται τα εξής: «Αλλ’ ο Νίμπουρ δεν δέχεται τη Βιβλική δοξασία περί Διαβόλου, είτε ως μύθον είτε ως δόγμα, ή ως μια εξωτερική αρχή ‘κακού προηγουμένου κάθε ανθρωπίνης ενεργείας.’ Απλώς χρησιμοποιεί τον Σατανάν ως παράδειγμα, μια εξεικόνισι του πώς ενεργεί το στασιαστικό θέλημα του ανθρώπου.»4 Και για να παραθέσωμε κατ’ ευθείαν απ’ αυτόν: «Η ιδέα τού ν’ αποδίδεται προσωπικότης στο κακόν μπορεί να είναι επιστημονικώς μωρά αλλά στηρίζεται σε μια φυσική πλάνη. Όταν οι τυφλές και απρόσωπες δυνάμεις της φύσεως ζωοποιούνται στον άνθρωπο προσλαμβάνουν την ομοιότητα της προσωπικότητος.»5
ΓΙΑΤΙ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΥΝ;
«Μερικοί άνθρωποι αμφιβάλλουν για την ύπαρξι του Σατανά, διότι αυτός είναι αόρατος στα ανθρώπινα μάτια, αλλ’ αυτό μήπως έχει νόημα; Όχι, δεν έχει. Η Αγία Γραφή, η λογική και τα φυσικά γεγονότα σαφώς τονίζουν ότι Θεός υπάρχει, αλλά κανένας άνθρωπος δεν τον είδε ποτέ, ούτε και μπορεί, πραγματικά, να τον ιδή. (Έξοδ. 33:20· Ιωάν. 1:18) Ο λόγος του Θεού μάς λέγει, επίσης, για πνευματικά όντα, διάφορα είδη αγγέλων που εκτελούν τις εντολές του Θεού, που είναι όλοι αόρατοι στα ανθρώπινα μάτια. Αφού παραδεχόμεθα ότι οι δίκαιες αυτές πνευματικές προσωπικότητες ή οντότητες υπάρχουν, μήπως θα ήταν δύσκολο να πιστέψωμε πώς υπάρχουν, επίσης, και άδικα, πονηρά πνευματικά όντα;
Αναμφιβόλως, οι δεισιδαιμονίες και οι γελοίες παρανοήσεις, που διατηρούν ή είχαν υποστηρίξει πολλοί περί του Σατανά, δικαιολογούν εν μέρει άλλους που αμφιβάλλουν για την ύπαρξί του. Στους Σκοτεινούς Αιώνες ο Σατανάς συχνά εξεικονίζετο ως τράγος. Στους νεωτέρους χρόνους εικονίζεται συνήθως ως άνθρωπος με ερυθρά εφαρμοστά στο σώμα του ενδύματα, με κέρατα, με αιχμηρή ουρά κι ένα δίκρανο στα χέρια του. Αλλ’ απλώς το γεγονός ότι η Γραφική διδασκαλία περί Σατανά έχει διαστρεβλωθή δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για την αμφισβητήση της υπάρξεώς του. Ούτε το γεγονός ότι πολλές μη Χριστιανικές θρησκείες προσωποποιούν την αρχή του κακού αποτελεί επιχείρημα εναντίον της υπάρξεως του Σατανά.
Άλλοι είναι πρόθυμοι ν’ αμφισβητήσουν την ύπαρξι του Σατανά επειδή αστοχούν να εννοήσουν την προέλευσι του Σατανά και την αιτία, για την οποία ο Θεός ηνέχθη τον Σατανά επί τόσον καιρό. Έτσι, ο Ράυνολδ Νίμπουρ λέγει περαιτέρω: «Η ιδέα στην Εβραϊκή μυθολογία, ότι ο Σατανάς είναι ένας στασιαστής εναντίον του Θεού κι ωστόσο τελικά υπό την κυριαρχία του, εκφράζει το παράδοξο γεγονός ότι αφ’ ενός το κακόν είναι κάτι περισσότερο από την έλλειψι τάξεως, και αφ’ ετέρου ότι εξαρτάται από την τάξι.»5
Και τι θα λεχθή γι’ αυτούς τους διαφόρους λόγους αμφισβητήσεως της υπάρξεως του Σατανά; Μήπως δεν έχουν πραγματικά τη βάσι των σε μια αστοχία παραδοχής της Βίβλου ως του λόγου του Θεού; Αν έχωμε πίστι ότι η Αγ. Γραφή είναι Θεόπνευστη, τότε μήπως δεν θα παραδεχθούμε τις σαφείς της δηλώσεις ως αληθείς, ασχέτως του αν εννοούμε όλα τα καθέκαστα ή όχι; Ασφαλώς! Τότε θα συμφωνήσωμε με τον Ιησούν, που είπε γι’ αυτήν: «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια»· και με τον Παύλο που έγραψε: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν»· και με τον Πέτρο επίσης, που λέγει ότι «υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.»—Ιωάν. 17:17· 2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 1:21.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΑΝΤΑ
Αλλ’ ο λόγος του Θεού μάς δίνει τα καθέκαστα εν σχέσει με την ύπαρξι του Σατανά. Απαντά ικανοποιητικά σε οτιδήποτε ερώτημα που μπορεί να έχη ένας ειλικρινής, απροκατάληπτος εκζητητής της αληθείας περί του Σατανά. Μας διαβεβαιώνει ότι όλα τα έργα του Θεού είναι τέλεια και ότι οι οδοί αυτού είναι δικαιοσύνη. (Δευτ. 32:4) Επομένως, δεν θα ήταν δυνατόν να δημιουργήση κανένα πονηρό πνευματικό πρόσωπο. Η Γραφή, επίσης, μας λέγει ότι ο Θεός εδημιούργησε πολλά δίκαια πνευματικά πλάσματα, αγγέλους, μεταξύ των οποίων ήταν ένας τον οποίον ο Θεός δώρισε ως ‘χερούβ δια να επισκιάζη’, δηλαδή φύλακα άγγελον του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους. Αυτός εφιλοδόξησε να λατρεύεται όπως ο Θεός ο ίδιος κι έτσι παρεκίνησε τον Αδάμ και την Εύα να παρακούσουν. Υπεκίνησε ανταρσίαν κι έτσι επροκάλεσε την παγκόσμια κυριαρχία του Ιεχωβά Θεού.—Γεν. 3:1-7· Ιεζ. 28:12-16.
Οι Γραφές περαιτέρω δείχνουν ότι ο Σατανάς εκαυχήθη ότι ο Θεός δεν μπορούσε να θέση πλάσματα στη γη, τα οποία ο Σατανάς δεν θα μπορούσε να διαφθείρη, εγείροντας έτσι και το ζήτημα, Μπορεί ο άνθρωπος να τηρήση ακεραιότητα; Ένεκα του ζητήματος αυτού ο Ιεχωβά Θεός επέτρεψε στον Σατανά να υπάρχη και άφησε τον Αδάμ και την Εύα να ζήσουν επί ένα χρονικό διάστημα και ν’ αποκτήσουν τέκνα προτού υποστούν την ποινή της αμαρτίας, τον θάνατο. Ο Ιεχωβά Θεός είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να έχη ανθρώπινα πλάσματα στη γη, τα οποία θα τηρούσαν ακεραιότητα, παρ’ όλα όσα θα μπορούσε να κάμη ο Σατανάς, αποδεικνύοντας έτσι τον Σατανά ψεύτη. Γι’ αυτό ο Θεός επέτρεψε να υποφέρουν στα χέρια του Σατανά ο Ιώβ, ο Ιησούς και άλλοι. Όταν άπαξ κατανοήσωμε ότι διεκυβεύετο το επίμαχο ζήτημα της κυριαρχίας του Ιεχωβά καθώς και η ακεραιότης του ανθρώπου, τότε μπορούμε να διακρίνωμε αρκετούς και σημαντικούς λόγους, για τους οποίους ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να παραμείνη ως τον παρόντα καιρό.—Ιώβ, κεφάλαια 1 και 2· Παροιμ. 27:11· Εβρ. 5:8, 9.
Υπονοείται με όλ’ αυτά ότι η ύπαρξις του Σατανά και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες δεν είναι παρά προσωρινή, κι αυτό είναι ακριβώς που τονίζουν οι Γραφές: «Ο δε Θεός της ειρήνης ταχέως θέλει συντρίψει τον Σατανάν.» Ο Ιησούς Χριστός θα «καταργήση . . . τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον.» Ναι, τελικά ο Σατανάς θα ριφθή στη λίμνη του πυρός, στον δεύτερο θάνατο, σύμβολον της ανυπαρξίας.—Ρωμ. 16:20· Εβρ. 2:14· Αποκάλ. 20:10, 14.
Έτσι, οι Γραφές, μαζί με τη λογική, διασαφηνίζουν την προέλευσι του Σατανά, το γιατί ο Θεός επέτρεψε σ’ αυτόν να παραμείνη ως τον παρόντα καιρό και το ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν έχει κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλη για την ύπαρξι του Σατανά.
Προσέξτε λοιπόν την προειδοποίησι: «Εγκρατεύθητε, αγρυπνήσατε· διότι ο αντίδικός σας διάβολος, ως λέων ωρυόμενος, περιέρχεται, ζητών τίνα να καταπίη. Εις τον οποίον αντιστάθητε, μένοντες στερεοί εις την πίστην.»—1 Πέτρ. 5:8, 9.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 Ο Ιουδαϊσμός στους Πρώτους Αιώνες της Χριστιανικής Εποχής, υπό Γ. Φ. Μουρ.
2 Απολύτρωσις και Αποκάλυψις, υπό Χ. Ουήλερ Ρόμπινσον, Δ. Θ.
3 555 Δύσκολες Γραφικές Ερωτήσεις Απαντώμενες, υπό Του Χριστιανού Κήρυκος.
4 Ράυνολδ Νίμπουρ—Η Θρησκευτική Κοινωνική και Πολιτική Του Σκέψις, υπό Κέγκλυ και Μπρέταλ.
5 Η Θεολογία του Ράυνολδ Νίμπουρ, υπό Χανς Χόφμαν.