Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Είναι κατάλληλο για ένα Χριστιανό να δέχεται ιατρική περίθαλψι που περιλαμβάνει ορόν παρασκευασμένον από αίμα;—Γερμανία.
Η Αγία Γραφή είναι σαφής ως προς την υψηλή εκτίμησι του Θεού για το αίμα, τονίζοντας ότι το θεωρεί ως αντιπροσωπεύον την ψυχή ή ζωή. (Λευιτ. 17:11, 12, 14) Σύμφωνα μ’ αυτό λοιπόν, η θεία εντολή που είχε δοθή στον κοινό πρόγονό μας Νώε έλεγε: «Κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει.» (Γεν. 9:4) Ο Νώε και οι απόγονοί του, περιλαμβανομένων και όλων μας, δεν έπρεπε να συντηρούν τη ζωή τους χρησιμοποιώντας αίμα ως τροφή. Η σπουδαία αυτή άποψις επανελήφθη μάλιστα, δείχνοντας την εφαρμογή της στους αληθινούς λάτρεις σήμερα, διότι ελέχθη στους Χριστιανούς: «Να απέχητε από . . . αίματος, και πνιχτού.» (Πράξ. 15:29) Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να εγκρίνωμε τις πολλές σύγχρονες ιατρικές μεθόδους που χρησιμοποιούν αίμα. Και έχομε τονίσει κατ’ επανάληψιν ότι η αποδοχή μεταγγίσεως αίματος θα ήταν αναμφισβήτητα αντίθετη με τη Βιβλική απαγόρευσι της χρήσεως ή βρώσεως αίματος για τη συντήρησι της ζωής ενός ατόμου.
Μερικοί Χριστιανοί, όμως, πιέσθηκαν μερικές φορές να δεχθούν ενέσεις ορού παρασκευασμένες από μικρή ποσότητα κλάσματος αίματος. Για να εκτιμηθή αυτό το ζήτημα είναι υποβοηθητικό να κατανοήσωμε τι ακριβώς είναι οι οροί, και γιατί χρησιμοποιούνται. Υποβοηθητικό επίσης είναι να καταλάβωμε πώς οι οροί διαφέρουν από τα εμβόλια.
Στην ομαλή πορεία της ζωής οι άνθρωποι έρχονται σ’ επαφή με ιούς ή μικρόβια που προξενούν ασθένειες. Λόγου χάριν, ένας άνθρωπος μπορεί κάποτε να πάθη παρωτίτιδα, ιλαρά ή φυματίωσι. Το σώμα για να καταπολεμήση την επίθεσι ή προσβολή των ιών ή των μικροβίων, παράγει ουσίες που λέγονται αντισώματα, τα οποία αποσκοπούν να εξουδετερώσουν ή να μειώσουν τη βλάβη που προξενούν τα παθογόνα αυτά μικρόβια. Ένας που έχει αυτά τα αντισώματα στο αίμα του για μια συγκεκριμένη νόσο είναι προσωρινώς ή μονίμως ασφαλής από προσβολή αυτής της νόσου.
Οι επιστήμονες, για να παράσχουν προληπτική προστασία, παρεσκεύασαν εμβόλια που διεγείρουν το σώμα ενός ανθρώπου να παραγάγη αντισώματα εναντίον ωρισμένων νόσων. Η ευλογιά, η πολιομυελίτις, ο τέτανος, η χολέρα, η λύσσα, ο τυφοειδής πυρετός και κίτρινος πυρετός είναι μερικές από τις νόσους για τις οποίες παρασκευάσθηκαν εμβόλια. Αυτά τα εμβόλια προωρισμένα να κάμουν ένα άτομο απρόσβλητο απ’ αυτές τις ασθένειες, δεν παρασκευάζονται από αίμα. (Για λεπτομέρειες, βλέπε «Ξύπνα!» 8 Μαρτίου 1966, σελίδες 14 και 15.) Συχνά, εμβολιασμοί που δεν γίνονται από αίμα, απαιτούνται όταν τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο ή όταν ταξιδεύουν περιηγηταί ή ιεραπόστολοι σε ξένες χώρες. Ο σκοπός είναι να διεγερθή η παραγωγή αντισωμάτων από πριν για να προληφθή η προσβολή του ατόμου από ωρισμένη νόσο, αν εκτεθή σ’ αυτήν.
Αλλά τι θα γίνη αν ένα άτομο εξετέθη προσφάτως σε μια νόσο ή θετικά προσεβλήθη από διφθερίτιδα, τέτανον, λοιμώδη ηπατίτιδα, λύσσα ή άλλη νόσο; Προτού δοθή χρόνος στο σώμα να παραγάγη τα απαιτούμενα αντισώματα, μπορεί ν’ ασθενήση βαριά. Γι’ αυτό οι γιατροί επενόησαν ένα τρόπο αμέσου παροχής αντισωμάτων που θα βοηθούσαν το άτομο ν’ ανθέξη στην επίθεσι της νόσου. Χρησιμοποιούνται οροί ή αντιτοξίνες. Αυτά λαμβάνονται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων που έχουν ήδη αναπτύξει τα αντισώματα για την καταπολέμησι της νόσου. Συνήθως το αίμα τυγχάνει επεξεργασίας και το κλάσμα αίματος (σφαιρίνη γάμμα) που περιέχει τα αντισώματα αποχωρίζεται και μεταβάλλεται σε ορό. Όταν αυτό εισαχθή με ένεσι στον πάσχοντα, του παρέχει προσωρινή παθητική ανοσία.a Αυτό είναι προσωρινό, διότι τα αντισώματα δεν καθίστανται μόνιμο μέρος του αίματός του· όταν αυτά βγουν από το σώμα του, δεν έχει πια ανοσία στη νόσο. Μπορεί έτσι να παρατηρηθή ότι οι οροί (αντίθετα με τα εμβόλια) περιέχουν κλάσμα αίματος, αν και ελάχιστο.
Όπως ελέχθη αρχικά, από πλήρη σεβασμό για ό,τι λέγει η Γραφή για το αίμα, απέχομε να εγκρίνωμε οποιαδήποτε χρήσι αυτού από το σώμα του ανθρώπου ή του ζώου στο οποίον κατά φύσιν ανήκει. Πιστεύομε ότι η χρήσις αίματος από μετάγγισι, ή η χρήσις ενός συστατικού στοιχείου του αίματος για την εκπλήρωσι παρομοίου σκοπού, είναι καταφανώς σε αντίθεσι με τη Γραφική εντολή να «απέχωμε από αίματος.» (Πράξ. 15:20) Τι θα λεχθή λοιπόν για τη χρήσι ορού που περιέχει μόνο ένα ελάχιστο κλάσμα αίματος και χρησιμοποιείται για να παράσχη μια βοηθητική άμυνα εναντίον κάποιας μολύνσεως και που δεν χρησιμοποιείται για τη ζωογονητική λειτουργία που κάνει φυσιολογικά το αίμα;
Πιστεύομε ότι εδώ η συνείδησις κάθε Χριστιανού πρέπει ν’ αποφασίση. Μερικοί μπορεί να νομίζουν ότι η αποδοχή ενός τέτοιου ορού δεν αποτελεί έλλειψι σεβασμού στην ιερότητα της ζωής και στον Θεό ως την Πηγή της ζωής, ότι δεν αποτελεί χλευασμό στο ρητό θέλημα του Θεού για τη χρήσι αίματος για τη διατροφή του σώματος. Αφ’ ετέρου, η συνείδησις άλλων μπορεί ν’ απαιτή την απόρριψι όλων των ορών. Ο καθένας πρέπει ν’ απαντήση στον Θεό ως κριτήν του για τον λόγο της ευσυνείδητης αποφάσεώς του.—1 Κορ. 4:4· 2 Κορ. 5:10.b
Ελπίζομε ότι αυτή η ανασκόπησις των Βιβλικών αρχών θα είναι εξυπηρετική και θα βοηθήση να ιδούμε το αρχικό ζήτημα και τα σχετικά με αυτό ζητήματα μ’ ένα προσεκτικό τρόπο. Μολονότι αποφεύγομε να εγκρίνωμε ή να κατακρίνωμε πράγματα στα οποία πιστεύομε ότι η απόφασις πρέπει ν’ αφεθή στην ατομική συνείδησι, προτρέπομε εν τούτοις όλους να φροντίζουν να τηρούν τη συνείδησί των καθαρή ενώπιον του Θεού, χωρίς να δείχνουν ποτέ εσκεμμένη ασέβεια στον λόγον Του.—1 Πέτρ. 3:16· 1 Τιμ. 1:19.
● Τι απόδειξις υπάρχει ότι εκείνοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται στο εδάφιο Ιωάννης 10:16 ως «άλλα πρόβατα» είναι άτομα που θα ζήσουν στη γη στη νέα τάξι του Θεού;—Ιταλία.
Η ταυτότης των «άλλων προβάτων» μπορεί να προσδιορισθή με την εξέτασι των συμφραζομένων στο φως άλλων Γραφικών εδαφίων.
Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός, και γνωρίζω τα εμά, και γνωρίζομαι υπό των εμών, καθώς με γνωρίζει ο Πατήρ, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και την ψυχήν μου βάλλω υπέρ των προβάτων. Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης· και εκείνα πρέπει να συνάξω· και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου· και θέλει γείνει μία ποίμνη, εις ποιμήν.»—Ιωάν. 10:14-16.
Αυτά τα λόγια αποκαλύπτουν ότι ο Ιησούς θεωρεί ως πρόβατά του μόνον εκείνους που γνωρίζουν την φωνήν του, δηλαδή που αναγνωρίζουν την εξουσία του σ’ αυτούς ως ποιμένος των. Αυτό δείχνει καθαρά ότι η ποίμνη των «προβάτων» που ο Ιησούς αντιπαρέβαλε με τα «άλλα πρόβατα» δεν μπορούσε να είναι το έθνος Ισραήλ, διότι μόνον ένα μικρό υπόλοιπο του έθνους εκείνου ανεγνώρισε τον Ιησού Χριστό ως τον ποιμένα των. Ποια λοιπόν ήσαν τα πρόβατα του ποιμνίου που θα εσχημάτιζαν μια ποίμνη με τα «άλλα πρόβατα»; Μήπως θα ήσαν οι Ιουδαίοι μαθηταί, ενώ τα «άλλα πρόβατα» θα ήσαν τα έθνη που εν καιρώ έγιναν δεκτά ως κεχρισμένοι Χριστιανοί; Μολονότι οι σχολιασταί του Χριστιανικού κόσμου συχνά παρουσιάζουν αυτή την εξήγησι, αυτή δεν εναρμονίζεται με άλλα Γραφικά εδάφια.
Στον καιρό της επιγείου διακονίας του Ιησού, όλοι όσοι τον δέχθηκαν ως ποιμένα τους έγιναν μέλη προοριζόμενα για την ουράνια βασιλεία. Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον· διότι ο Πατήρ σας ηυδόκησε να σας δώση τη βασιλεία.» (Λουκ. 12:32) Άλλες φορές ο Ιησούς Χριστός εχαρακτήρισε αυτό το «μικρόν ποίμνιον» των μαθητών «αδελφούς» του. (Ματθ. 12:49· Μάρκ. 3:34· Λουκ. 8:21· Ιωάν. 20:17) Όταν εν καιρώ οι Εθνικοί έγιναν δεκτοί από τον Θεό, εχρίσθησαν με το άγιο πνεύμα και εκλήθησαν σε ουράνια ζωή, ήσαν επίσης «συγκληρονόμοι του Χριστού», οι «αδελφοί» του. (Γαλ. 3:27-29· Ρωμ. 8:17) Λογικά, λοιπόν, τα «άλλα πρόβατα» θα ήσαν άτομα που δεν είναι αδελφοί του αλλά που έρχονται σε στενή σχέσι μαζί τους.
Τα λόγια του Ιησού Χριστού εν σχέσει με την ερχόμενη Βασιλεία του εν δόξη το επιβεβαιώνουν αυτό. Διαβάζομε τα εξής:
«Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε θέλει καθίσει επί του θρόνου της δόξης αυτού. Και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη· και θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων· και θέλει στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ αριστερών.
»Τότε ο βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών αυτού, Έλθετε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου· διότι επείνασα, και μοι εδώκατε να φάγω· εδίψησα, και με εποτίσατε· ξένος ήμην, και με εφιλοξενήσατε· γυμνός, και με ενεδύσατε· ησθένησα, και με επεσκέφθητε· εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς εμέ. Τότε θέλουσιν αποκριθή προς αυτόν οι δίκαιοι, λέγοντες, Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα, και εθρέψαμεν; ή διψώντα, και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον, και εφιλοξενήσαμεν; ή γυμνόν, και ενεδύσαμεν; πότε δε σε είδομεν ασθενή, ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς, θέλει ειπεί προς αυτούς, Αληθώς σας λέγω, καθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε.»—Ματθ. 25:31-40.
Τα «πρόβατα» που αναφέρονται εδώ αποκαλύπτεται ότι διαφέρουν από τους αδελφούς του Χριστού. Εν τούτοις, όπως και οι αδελφοί του Χριστού, τον αναγνωρίζουν ως τον «Κύριόν» των ή ποιμένα των. Επειδή και οι δύο όμιλοι υποτάσσονται σ’ αυτόν, αποτελούν και οι δύο απλώς μια ποίμνη. Τα πρόβατα που αναφέρονται εδώ συνεργάζονται πλήρως με τους αδελφούς του Χριστού, παρέχοντας ενεργό υποστήριξι σ’ αυτούς. Αλλά πώς αυτά τα πρόβατα διαφέρουν από τους αδελφούς του Χριστού;
Αυτό που τους είπε ο Ιησούς Χριστός μάς βοηθεί να κατανοήσωμε ότι πρόκειται για δύο χωριστές τάξεις. Τα λόγια του στα πρόβατα ήσαν: «Κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου.» (Ματθ. 25:34) Αυτό διαφέρει από εκείνο που ελέχθη για τους «αδελφούς» του Χριστού. Η ιδιότης των μελών της ουρανίας βασιλείας που επρόκειτο να κληρονομήσουν αυτοί οι «αδελφοί» είχε προγνωσθή προ «καταβολής κόσμου», δηλαδή προτού υπάρξη ο κόσμος του ανθρωπίνου γένους με τη γέννησι τέκνων από το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, τον Αδάμ και την Εύα. Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους χριστιανούς, αδελφούς του λέγει: «[Ο Θεός] εξέλεξεν ημάς δι’ αυτού προ καταβολής κόσμου.»—Εφεσ. 1:4, 5.
Η διαφορά στο στοιχείο του χρόνου εν σχέσει με τον προκαθορισμό της αμοιβής, δείχνει σαφώς δύο διαφόρους προορισμούς. Εν σχέσει με την κληρονομία των αδελφών του Ιησού, ο απόστολος Πέτρος έγραψε: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις κατά το πολύ έλεος αυτού ανεγέννησεν ημάς εις ελπίδα ζώσαν δια της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εκ νεκρών, εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον, πεφυλαγμένην εν τοις ουρανοίς δι’ ημάς.» (1 Πέτρ. 1:3, 4) Η ουράνια αυτή κληρονομία περιλαμβάνει εξουσίαν, διότι το εδάφιο Αποκάλυψις 5:10 λέγει: «Έκαμες ημάς εις τον Θεόν ημών βασιλείς και θελομεν βασιλεύσει επί της γης.»
Αλλά σε ποιους θα βασιλεύσουν οι αδελφοί του Χριστού; Στο ανθρώπινο γένος της γης. Αυτό συμφωνεί με τα εδάφια Αποκάλυψις 21:3, 4.
Τα «άλλα πρόβατα,» που δεν είναι αδελφοί του Χριστού, προφανώς προορίζονται για τις ευλογίες μιας γης απηλλαγμένης από θλίψι και θάνατο. Αυτή θα είναι η αμοιβή των κάτω από την εξουσία του Ιησού Χριστού και των συγκληρονόμων του. Γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζονται αυτοί ότι ‘κληρονομούν τη βασιλεία την ητοιμασμένην από καταβολής κόσμου.’ Η αρχική Ελληνική λέξις, που σημαίνει βασιλεία, σημαίνει όχι μόνο «κυβέρνησιν,» αλλά μπορεί να αναφέρεται επίσης και στο να «κυβερνάται κανείς από μια βασιλεία.» Επομένως, τα «άλλα πρόβατα» κληρονομούν την κατάστασι του να κυβερνηθούν από τον Βασιλέα Ιησούν Χριστόν και τους συμβασιλείς του, τους «αδελφούς» του. Όταν ο Αδάμ και η Εύα άρχισαν ν’ αποκτούν τέκνα που θα είχαν την ευκαιρία να υπαχθούν στην κυβέρνησι της Βασιλείας, ετέθη σε ισχύ η υπόσχεσις του Θεού γι’ αυτή την κυβέρνησι. Με αυτή την έννοια, η «βασιλεία,» δηλαδή, η κατάστασις του να κυβερνηθή το ανθρώπινο γένος από τη βασιλεία, είχε προετοιμασθή «από καταβολής κόσμου.»
Η μαρτυρία της Αγίας Γραφής συνολικά δείχνει ότι τα «άλλα πρόβατα» είναι άτομα τα οποία θ’ αποκτήσουν ζωή στη γη κάτω από τη διακυβέρνησι της βασιλείας του Θεού από τον Χριστό, είτε αυτά είναι από τον ‘πολύν όχλον’ που θα επιζήση από τη «θλίψι» είτε από τους αναστημένους νεκρούς του ανθρωπίνου γένους.—Πράξ. 24:15.
● Πώς η απαίτησις που εκτίθεται στο Δευτερονόμιο 23:2 επηρεάζει την προοπτική των νόθων τέκνων να γίνουν επιδοκιμασμένοι δούλοι του Θεού;—Η.Π.Α.
Η εντολή που είναι στο Δευτερονόμιο 23:2 αποτελεί μέρος του Μωσαϊκού νόμου και λέγει: «Ο νόθος δεν θέλει εισέλθει εις την συναγωγήν του Ιεχωβά· έως δεκάτης γενεάς αυτού δεν θέλει εισέλθει εις την συναγωγήν του Ιεχωβά.»
Επρόκειτο για έναν σκόπιμο νόμο που επροστάτευε τα κληρονομικά δικαιώματα των νομίμων υιών και των απογόνων των. Απέτρεπε επίσης την πορνεία και τη διάσπασι της οικογενειακής διατάξεως. Φυσικά, αυτός ο νόμος δεν εξέφραζε αιώνια κρίσι εναντίον ατόμων. Μεταξύ εκείνων που θ’ αναστηθούν εκ νεκρών και στους οποίους θα δοθή ευκαιρία να μάθουν το θείο θέλημα στη νέα τάξι του Θεού θα είναι και άτομα που είχαν γεννηθή ως νόθα.—Αποκάλ. 20:13.
Σήμερα ο Ιεχωβά Θεός δεν σχετίζεται με ένα μόνον έθνος ανθρώπων. Ο Μωσαϊκός νόμος με τη διάταξί του που απέκλειε τους νόθους γυιους από το να γίνωνται μέλη της συναγωγής του λαού του δεν είναι δεσμευτικός για τους Χριστιανούς. (Κολ. 2:13, 14) Η ευκαιρία να γίνη κανείς δούλος του Θεού δεν αποκλείεται συνεπώς για κανένα. Ο Χριστιανός απόστολος Πέτρος με θεία αποκάλυψι έμαθε ότι ‘κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να θεωρήται βέβηλος ή ακάθαρτος’ λόγω εθνικότητος. (Πράξ. 10:28) Επομένως, απευθυνόμενος στους πρώτους μη Ιουδαίους που δέχθηκαν τη Χριστιανοσύνη, είπε: «Επ’ αληθείας γνωρίζω, ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.» (Πράξ. 10:34, 35) Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και εκείνοι που γεννήθηκαν ως νόθοι, μπορούν να γίνουν επιδοκιμασμένοι δούλοι του Θεού, εφόσον ζουν σε αρμονία με το θέλημά του.
[Υποσημειώσεις]
a Παρόμοιοι οροί χρησιμοποιούνται για θεραπεία ατόμων που έχουν δηχθή από δηλητηριώδη φίδια ή από μαύρη θηλυκή αράχνη. Επίσης, σε περιπτώσεις ασυμβιβάστου Rh μεταξύ μητρός και νεογεννήτου τέκνου, οι γιατροί μπορεί να πιέσουν τη μητέρα να δεχθή μια ειδική ένεσι ορού. Αν η μητέρα δεν έχη γίνει ακόμη ευαίσθητος στον τύπο αίματος του τέκνου, ο ορός (που έγινε από το αίμα μιας γυναικός που παρήγαγε ήδη τα αντισώματα) θα μπορούσε να δοθή ώστε ο οργανισμός της να μη παραγάγη αντισώματα τα οποία θα ήταν δυνατόν να επιδράσουν δυσμενώς σ’ ένα μελλοντικό τέκνο.
b Βλέπε «Σκοπιάν,» 15ης Μαρτίου 1965, σελ. 170.