Μήπως Διεπράξατε την Ασυγχώρητη Αμαρτία;
ΑΠΟ καιρό σε καιρό η Εταιρία Σκοπιά λαμβάνει επιστολές από αφιερωμένους Χριστιανούς, που είναι θλιμμένοι, αποθαρρημένοι και γεμάτοι αγωνία. Έχουν υπερβολική αίσθησι ενοχής κι αισθήματα άκρας αναξιότητος και ισχυράς αυτο-καταδίκης. Κατατρυχόμενοι από μια ένοχη συνείδησι, διερωτώνται αν υπάρχη κάποια ελπίδα γι’ αυτούς. Με λίγα λόγια, αισθάνονται ότι έχουν διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία.
Ότι υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα, όπως η ασυγχώρητη αμαρτία, οι Γραφές το δείχνουν καθαρά. Ο Χριστός είπε σε μια περίπτωσι: «Πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους· η κατά του Πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους.» Με την ίδια διάθεσι, ένας από τους ακολούθους του έγραψε: «Αδύνατον είναι οι άπαξ φωτισθέντες» πλήρως, «και έπειτα παραπεσόντες, αδύνατον να ανακαινισθώσι πάλιν εις μετάνοιαν, ανασταυρούντες εις εαυτούς τον Υιόν του Θεού.» «Εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως.» Ναι, όπως άλλος Βιβλικός συγγραφεύς λέγει, «είναι αμαρτία θανάσιμος», και δεν πρόκειται να προσευχηθούμε γι’ αυτή.—Ματθ. 12:31· Εβρ. 6:4-6· 10:26, 27· 1 Ιωάν. 5:16.
Φυσικά, μόνον ο Θεός ο ίδιος, που είναι ο Κριτής, γνωρίζει αν ένας ωρισμένος Χριστιανός έχει διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία ή όχι. Αλλά το πιθανώτερο στην προκειμένη περίπτωσι είναι το εξής: αυτό τούτο το γεγονός, ότι ο Χριστιανός έχει τόση αγωνία και βαριά αναταραχή σχετικά με αυτή, είναι ένδειξις ότι δεν έχει διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία, ειδικά μάλιστα αν είναι συντετριμμένος από λύπη και μετανοή γι’ αυτήν.
Μια σύντομη εξέτασις Γραφικών παραδειγμάτων ασυγχώρητων αμαρτιών και αμαρτιών που εσυγχωρήθησαν, θ’ απεδεικνύετο διαφωτιστική και παρηγορητική. Απ’ αυτά θα καταφανή ότι δεν έχει τόση σπουδαίοτητα το είδος της αμαρτίας, όση το ελατήριον ή η κατάστασις της καρδιάς, ο βαθμός της αμελείας και της εκουσιότητος που περιλαμβάνονται και που καθορίζουν κατά πόσον είναι συγχωρητή ή όχι. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι είναι αυτός που εκουσίως ασκεί την αμαρτία, αφού εγνώρισε την αλήθεια, εκείνος του οποίου οι αμαρτίες είναι ασυγχώρητες. Υποβοηθητική, επίσης, θα είναι η εξέτασις του τι μπορεί να κάνη ένας που διέπραξε την αμαρτία, για να ανακτήση την πνευματική του ισορροπία ή ευστάθεια και τη χαρά του Ιεχωβά.
Η αμαρτία της κατά του Ιησού εναντιώσεως του Ιουδαϊκού κλήρου την εποχή εκείνη ήταν ασυγχώρητη αμαρτία. Είδαν στον Ιησού το πνεύμα του Θεού εν ενεργεία, καθώς αυτός αγαθοποιούσε, εκτελώντας θαύματα προς ευλογίαν του ανθρώπου και προς τιμήν του Θεού· όμως, για λόγους ιδιοτελείς, απέδωσαν με κακεντρέχεια αυτή τη δύναμι στον Βεελζεβούλ, στον Σατανά τον Διάβολο. Με αυτό εβλασφήμησαν το άγιο πνεύμα του Θεού, που είναι αμαρτία μη δυναμένη να συγχωρηθή, «ούτε εν τούτω τω αιώνι, ούτε εν τω μέλλοντι.»—Ματθ. 12:22-32.
Παρομοίως, η αμαρτία του Ιούδα ήταν ασυγχώρητη, επειδή ήταν ιδιοτελής με εσκεμμένο τρόπο. Πράγματι, το ότι επρόδωσε τον Κύριόν του ήταν απλώς το αποκορύφωμα μιας υποκριτικής πορείας και ανεντιμότητος. Είχε γίνει κλέπτης, διαρπάζοντας το θησαυρό που ήταν εμπιστευμένος στη φροντίδα του. Όταν είδε τη Μαρία να χρίη τον Ιησούν με πολύτιμο άρωμα, ο Ιούδας παρεπονέθη και ο Ιησούς τον απεστόμωσε. Τότε ο Ιούδας, από ιδιοτελές πείσμα, μετέβη στους άρχοντας και διεπραγματεύθη να προδώση τον Ιησούν αντί τριάκοντα αργυρίων. Δεν είναι παράδοξο ότι ο Ιησούς είπε πώς θα ήταν προτιμότερο να μην είχε γεννηθή ο Ιούδας, και τον εχαρακτήρισε ως ‘υιόν της απωλείας’. Όταν ο Ιούδας είδε τις συνέπειες του φαύλου του έργου, ένοιωσε τύψεις, αλλά ήταν ανίκανος να αναζωογονηθή προς μετάνοιαν ένεκα της συνεχούς του ιδιοτελούς πορείας και της εσκεμμένης εκουσιότητος της πράξεώς του.—Ματθ. 26:6-16· Μάρκ. 14:21· Ιωάν. 12:1-8· 17:12.
Τέτοιες ασυγχώρητες αμαρτίες στέκονται σ’ εντυπωσιακή αντίθεσι προς εκείνες που ο Θεός πράγματι συνεχώρησε. Έτσι η θλιβερή αμαρτία του Δαβίδ συνεχωρήθη—αν και όχι χωρίς τιμωρία, ας μη το λησμονούμε αυτό—ένεκα των μακρών του ετών πιστής υπηρεσίας, διότι η μετάνοιά του ήταν ειλικρινής και λόγω της διαθήκης του Θεού με αυτόν. Για παρομοίους λόγους η αμαρτία του Πέτρου που απηρνήθη τον Κύριόν του εσυγχωρήθη. Ήταν τίμιος στην υπηρεσία του Κυρίου του—όχι όπως ο Ιούδας—και η αμαρτία του ωφείλετο στην αδυναμία της σαρκός, κι έτσι παρεχωρήθη σ’ αυτόν μετάνοια και συγχώρησις επίσης.—2 Σαμ. 12:7-14· Ψαλμ. 51:1-19· Ματθ. 19:27· 26:69-75.
ΙΚΕΣΙΑ ΓΙΑ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙ
Έχοντας υπ’ όψιν τα προηγούμενα παραδείγματα αμαρτιών που συνεχώρησε ο Θεός κι εκείνων που δεν συνεχώρησε, ο Χριστιανός, που ειλικρινά μετανοεί, μπορεί να προσέλθη στον Θεό και με εμπιστοσύνη και να τον ικετεύση για συγχώρησι, και τούτο για ωρισμένους ορθούς Γραφικούς λόγους:
Μπορεί να κάμη ικεσία με βάσι την κληρονομημένη αμαρτία, όπως έκαμε και ο Δαβίδ: «Ιδού, . . . εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου.» Μπορεί να κάμη ικεσία για συγχώρησι, επίσης, με βάσι το παρελθόν υπόμνημά του πιστής υπηρεσίας. Επί πλέον, μπορεί να παρακαλέση βασιζόμενος στο έλεος του Θεού: «Συ είσαι Θεός συγχωρητικός, ελεήμων και οικτίρμων.» Το όνομα του Θεού είναι μια άλλη βάσις για ικεσία: «Ένεκεν του ονόματός σου, ω Ιεχωβά, συγχώρησον την ανομίαν μου, διότι είναι μεγάλη.» Στενά συνδεδεμένη με τα προηγούμενα είναι μια άλλη δικαιολόγησις που ο Δαβίδ έκαμε: «Ελευθέρωσόν με από αιμάτων, Θεέ . . . Η γλώσσα μου θέλει ψάλλει εν αγαλλιάσει την δικαιοσύνην σου.» Και ιδιαιτέρως, η απολυτρωτική θυσία του Ιησού είναι βάσις για να ικετεύση ένας Χριστιανός τον Θεό να τον συγχωρήση: «Δια του οποίου έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτημάτων.»—Ψαλμ. 51:5· Νεεμ. 9:17· Ψαλμ. 25:11, ΜΝΚ· 51:14· Εφεσ. 1:7.
Αν ένας Χριστιανός που αμάρτησε αισθάνεται ότι δεν έχει τη δύναμι να προσευχηθή, διότι η αμαρτία του τον έκαμε πνευματικώς ασθενή, τότε τι; «Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και ας προσευχηθώσιν επ’ αυτόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον εν τω ονόματι του Ιεχωβά. Και η μετά πίστεως ευχή θέλει σώσει τον πάσχοντα, και ο Ιεχωβά θέλει εγείρει αυτόν· και αμαρτίας αν έπραξε, θέλουσι συγχωρηθή εις αυτόν.»—Ιακ. 5:14, 15, ΜΝΚ.
Ακόμη και όταν η αμαρτία είναι τόσο σοβαράς φύσεως, ώστε ν’ απαιτή αποκοπή από την επικοινωνία, αυτό δεν σημαίνει ότι η αμαρτία είναι ασυγχώρητη. Εν τούτοις, για να εξασφαλίση ένας τη συγχώρησι του Θεού, πρέπει να συμμορφωθή με τους κανόνες του, ομολογώντας επίσης την αμαρτία του σ’ εκείνους που έχουν υπεύθυνη θέσι στην εκκλησία του και προθύμως υποτάσσοντας τον εαυτό του στην τιμωρία. Το ότι τέτοιες αμαρτίες είναι δυνατόν να συγχωρηθούν, γίνεται κατάδηλο από τα λόγια του αποστόλου Παύλου σχετικά μ’ έναν τέτοιον πεπλανημένο: «Αρκετόν είναι εις τον τοιούτον αυτή η επίπληξις η υπό των πλειοτέρων. Ώστε το εναντίον, πρέπει μάλλον να συγχωρήσητε αυτόν, και να παρηγορήσητε, δια να μη καταποθή ο τοιούτος υπό της υπερβαλλούσης λύπης.»—2 Κορ. 2:6-8.
Συχνά μια κατάστασις φυσικής καταπτώσεως, οφειλομένη ίσως σε υπερευαισθησία συνειδήσεως, είναι στο βάθος της αγωνίας επειδή ένας έχει τάχα διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία. Συνεπώς, ποτέ να μην αφήνετε τον Διάβολο να σας αποθαρρύνη, ώστε να εγκαταλείψετε την προσπάθεια να υπηρετήτε τον Θεό και να κάνετε ό,τι είναι ορθό, επειδή φαντάζεσθε ότι έχετε διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία. Οι οδοί του Ιεχωβά Θεού είναι όχι μόνο δίκαιες αλλ’ επίσης σοφές και, προ παντός, στοργικές. Ασφαλώς, αν δεν ευαρεστήται στον θάνατο του πονηρού, δεν έχει καμμιά ευχαρίστησι στην απώλεια ενός δούλου του. Εξακολουθείτε, λοιπόν, να τρέφεσθε με τον Λόγο του Θεού, ειδικά με τέτοιες παρηγορητικές περικοπές όπως ο Ψαλμός 103, να συναναστρέφεσθε τους Χριστιανούς αδελφούς σας και να συμμετέχετε στο έργο του Θεού στο βαθμό των ικανοτήτων σας και των ευκαιριών σας. Ενεργώντας έτσι, θα γίνετε ισχυροί στην πίστι, ελπίδα και αγάπη και θα ελευθερωθήτε από οιονδήποτε φόβο του ότι έχετε διάπραξει, την ασυγχώρητη αμαρτία.—1 Κορ. 13:13.