Η Θέσις της Εκκλησίας Στην Αληθινή Λατρεία
«Ταύτα σοι γράφω . . . δια να εξεύρης πώς πρέπει να πολιτεύεσαι εν τω οίκω του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.»—1 Τιμ. 3:14, 15.
1. Ποια διοργανωτική ανάπτυξις που παρατηρείται ειδικά σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα, έφερε, επίσης, τη λατρεία του Ιεχωβά στο προσκήνιον;
Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ αιών παρέστη μάρτυς της αναπτύξεως οργανώσεων σε εθνική και διεθνή κλίμακα που δεν έχει ακουσθή προηγουμένως. Οργανώσεις που αντιπροσωπεύουν διάφορες επιχειρήσεις, εργατικά, γεωργικά, καταναλωτικά, πολιτικά ή θρησκευτικά συμφέροντα, αγωνίζονται να συνδυάσουν τις δυνάμεις των έτσι ώστε να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή των ανθρώπων. Ανάμεσα σε όλες αυτές ενεφανίσθη μια γοργά αυξανόμενη, δυναμική κοινωνία Χριστιανών ανδρών και γυναικών που έχουν ένα σκοπό, και αυτός είναι να δώσουν μαρτυρία για το όνομα, τις θείες ιδιότητες και τον σκοπό του Δημιουργού, Ιεχωβά Θεού. Η κοινωνία αυτή, γνωστή ως η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά, γρήγορα πλησιάζει το ένα εκατομμύριον, αλλά δεν είναι το μέγεθος ή ο αριθμός εκείνος που κάνει τόση εντύπωσι. Η κοινωνία αυτή αντιπροσωπεύει άνδρες και γυναίκες από όλες τις χώρες και από όλες τις εθνικές, φυλετικές, οικονομικές και άλλες ομάδες, άτομα που ζουν σε 179 τουλάχιστον χώρες, που είναι ενωμένα σε διδασκαλία, σε πίστι, σε διαγωγή και στη νομιμοφροσύνη των προς τον Ιεχωβά και τον ανάσσοντα Βασιλέα του, Χριστό Ιησού.
2. Για ποιον από τους τρεις ενοποιητικούς παράγοντας σχετικά με τους μάρτυρας του Ιεχωβά διατυπώνεται ενίοτε αντίρρησις; Για ποιους λόγους;
2 Όλο τούτο αποτελεί απόδειξι της ενοποιητικής δυνάμεως του αγίου πνεύματος και του λόγου του Θεού. Αλλά, άτομα που γνωρίζουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά, παρατηρούν ένα πολύ ζωτικό παράγοντα σ’ αυτή την ενότητα και αυτός είναι η οργάνωσις. Μια εκτεταμένη οργάνωσις φανερώνεται στον τρόπο, με τον οποίον οι μάρτυρες του Ιεχωβά ενωμένοι εκτελούν το έργο του κηρύγματός των, διοργανώνουν μεγάλες συνελεύσεις και διατηρούν τους ίδιους κανόνες διαγωγής στις 21.008 εκκλησίες των παγκοσμίως. Ενίοτε μερικά άτομα γίνονται επιφυλακτικά όταν βλέπουν μια μεγάλη οργάνωσι συνδεδεμένη με την πνευματική λατρεία του Θεού. Κατά καιρούς ακούει κανείς αντιρρήσεις όπως ότι υπάρχει κίνδυνος στο να ενταχθή κανείς σε οργάνωσι ή υπάρχει κίνδυνος να υπηρετήται ή ακόμη να λατρεύεται μια οργάνωσις αντί του Θεού. Μερικοί ερωτούν, «Δεν θα τείνη μια εκτεταμένη οργάνωσις να σβήση την ελεύθερη ροή του πνεύματος του Θεού και την αυθόρμητη εκδήλωσι αγάπης μεταξύ αφιερωμένων Χριστιανών;»
3. (α) Γιατί ο Ιησούς δεν εσχημάτισε μια εκκλησία όταν ήταν στη γη; (β) Πώς γνωρίζομε ότι ήταν σκοπός του Θεού γι’ αυτόν να οικοδομήση μια εκκλησία;
3 Επειδή η εκκλησία σήμερα είναι πάρα πολύ συνδεδεμένη με τη λατρεία του Ιεχωβά, είναι ζωτικό να εύρωμε τις Βιβλικές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα που ανήκουν στην εκκλησία. Θα είναι καλό να εξετάσωμε το Γραφικό υπόμνημα όσον αφορά τη Χριστιανική εκκλησία στις ημέρες των αποστόλων. Είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζουν μερικοί, ότι ο Ιησούς δεν οικοδόμησε μια οργάνωσι ή εκκλησία όταν ήταν στη γη· αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι η Χριστιανική εκκλησία ήταν μια ανθρώπινη ιδέα των αποστόλων. Ο Ιησούς εγεννήθη κάτω από ένα υφιστάμενο σύστημα πραγμάτων, που είχε ιδρυθή από τον Πατέρα του μέσω του Μωυσέως. Αυτό ίσχυε ακόμη, και συνεπώς, αν ο Ιησούς εσχημάτιζε μια άλλη οργάνωσι, αυτό θα τον καθιστούσε σχισματικόν. Αλλ’ ο Ιησούς ήλθε να εκπληρώση τον Νόμον με την προσφορά του αίματος της ζωής του και έτσι να θέση το θεμέλιο για να ιδρύση ο Θεός ένα νέο σύστημα πραγμάτων βασισμένο σε μια νέα διαθήκη. Έχοντας τούτο ακριβώς υπ’ όψιν ο Ιησούς είπε ότι θα οικοδομούσε μια εκκλησία επάνω στον εαυτό του ως ακρογωνιαίον λίθον.—Ματθ. 5:17· 16:18· Εβρ. 8:6, 10-13.
4. Ποια συμβουλή του Ιησού προς τους αποστόλους του δείχνει ότι θα υπήρχε μια ωργανωμένη διάταξις μεταξύ των;
4 Με αυτή την εκκλησία στον νου ο Ιησούς εχρησιμοποίησε μια ευκαιρία να διδάξη στους αποστόλους του την αρχή της διοργανωτικής ηγεσίας ή εποπτείας που θα εφηρμόζετο. Όταν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης εζήτησαν να έχουν τις πιο υψηλές θέσεις στη Βασιλεία μετά τον Ιησού, αυτός απήντησε: «Εξεύρετε ότι οι νομιζόμενοι άρχοντες των εθνών, κατακυριεύουσιν αυτά και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτά. Ούτως όμως δεν θέλει είσθαι εν υμίν· αλλ’ όστις θέλει να γείνη μέγας εν υμίν, θέλει είσθαι υπηρέτης υμίν· και όστις εξ υμών θέλει να γείνη πρώτος, θέλει είσθαι δούλος πάντων.» (Μάρκ. 10:42-44) Αυτό δεν εσήμαινε ότι δεν θα υπήρχε οργάνωσις, αλλά μάλλον ότι η διάταξις για οργάνωσι μεταξύ των ακολούθων του Ιησού, θα διεμορφώνετο με τον τρόπο του Ιεχωβά.—Ματθ. 5:45, 48.
5. Τι περιελαμβάνετο στην ευθύνη, με την οποίαν ο Ιησούς επεφόρτισε τους αποστόλους του σύμφωνα με το Ματθαίος 28:19, 20 και Ιωάννης 21:15-17;
5 Ο Ιησούς, λίγο πριν από την ανάληψί του στον ουρανό, διέταξε τους μαθητάς του να πορευθούν και να κάμουν μαθητάς από όλα τα έθνη, διδάσκοντάς τους όλα όσα τους είχε διατάξει. (Ματθ. 28:19, 20) Τούτο θα περιελάμβανε το να διδάξουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους την αρχή οργανώσεως που θα επικρατούσε, καθώς και την ανάγκη να είναι σε ενότητα με τον Χριστό, όπως τα κλήματα σε μια άμπελο. (Ιωάν. 15:4-7· 17:20, 21) Ο Ιησούς περαιτέρω έδειξε ότι οι απόστολοι εκείνοι, τους οποίους είχε διδάξει και εκπαιδεύσει με λόγο και παράδειγμα, θα είχαν θετικές ευθύνες να διδάξουν και εποπτεύσουν την πευματική αύξησι άλλων που θα άκουαν και θα εδέχοντο τη διδασκαλία των. Αυτοί δεν θα εδιδάσκοντο απλώς μερικές διδασκαλίες και ύστερα ν’ αφεθούν ν’ ακολουθήσουν την πορεία των ως ανεξάρτητοι πιστοί, αλλά θα εφέροντο σε ενότητα, θα συνηθροίζοντο σε μια εκκλησία, σαν πρόβατα σε μια μάνδρα. Ο Ιησούς διώρισε τους αποστόλους ως ποιμένας με την εντολή του: «Βόσκε τα αρνία μου», «Ποίμαινε τα πρόβατά μου», «Βόσκε τα πρόβατά μου». Αυτό επεφόρτισε τους αποστόλους μ’ ένα μεγάλο βαθμό ευθύνης να φροντίζουν για όλους εκείνους που θα συνηθροίζοντο.—Ιωάν. 10:1-17· 21:15-17.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΟΡΦΗ
6, 7. Πώς η πρώτη εκκλησία άρχισε να λαμβάνη μορφή μετά την Πεντηκοστή, και πώς εποιμαίνετο ή επωπτεύετο;
6 Ότι επρόκειτο να συνάξουν μαθητάς σε επικοινωνία μαζί τους κατεδείχθη την Πεντηκοστή έπειτα από λίγες ημέρες. Οι απόστολοι, μόλις έλαβαν το άγιο πνεύμα ως απόδειξι ότι είχε ιδρυθή η νέα εκκλησία, εκήρυξαν και συνήθροισαν πολλά άτομα. Οι πρώτες τρεις χιλιάδες πιστοί δεν εδέχθησαν απλώς κάποια νέα διδασκαλία και έπειτα ν’ ακολουθήσουν το δρόμο τους. Είχαν ανάγκη να παραμένουν μαζί και να ωφελούνται από την επίβλεψι των αποστόλων. Διαβάζομε: «Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχαίς.»—Πράξ. 2:42.
7 Καθώς εκήρυτταν οι απόστολοι και άλλοι Χριστιανοί πιστοί, το άγγελμα διεδίδετο σε πολλές χώρες και χιλιάδες άτομα συνηθροίζοντο. Οπουδήποτε ευρίσκοντο—στην Ιερουσαλήμ, στις περιφέρειες της Ιουδαίας και της Σαμαρείας, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στη Ρώμη, ή σε άλλους τόπους—επικοινωνούσαν με τους ομοίους των πιστούς και εγίνοντο εκκλησίες. (Πράξ. 8:1· 11:22· 13:1· 14:23, 26, 27· 16:5· Ρωμ. 16:5· Κολ. 4:16· 1 Θεσ. 1:1· Φιλήμ. 1:2) Οι απόστολοι εγνώριζαν ότι αυτοί μόνο δεν μπορούσαν να ποιμάνουν κατάλληλα αυτό το γοργά αυξανόμενο ποίμνιο, και γι’ αυτό εξεπαίδευαν ωρίμους και με προσόντα ανθρώπους, εκείνους που ήσαν αρκετά έμπειροι στη διδασκαλία, και τους διώριζαν ως υποποιμένας, ως επισκόπους και διακονικούς βοηθούς για να φροντίζουν για τις πνευματικές ανάγκες όλων όσοι ανήκαν στις εκκλησίες. Σημειώνομε ότι η εκκλησία της Αντιοχείας είχε τις υπηρεσίες ‘προφητών και διδασκάλων’. (Πράξ. 13:1· 14:23· Τίτον 1:5-9· Φιλιππησ. 1:1) Εφόσον οι απόστολοι και πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ ήσαν οι πιο ώριμοι και πεπειραμένοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά και είχαν εξουσιοδοτηθή από τον Ιησού να υπηρετούν ως ποιμένες, ήταν απλώς λογικό να γίνουν ένα κυβερνών σώμα για όλες τις νέες εκκλησίες, οι δε πείρες που είχαν στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμεύσουν ως πρότυπο ή παράδειγμα για να το ακολουθήσουν οι άλλες.—Πράξ. 8:14-17· 16:4, 5· 1 Θεσ. 2:14· 1:6, 7· Εβρ. 6:12.
8, 9. (α) Τι θεωρούν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος ότι είναι η εκκλησία; (β) Ποια πρέπει να είναι η διάθεσις όλων στην εκκλησία προς τους επισκόπους, σύμφωνα με το Εβραίους 13:7, 17;
8 Όλες οι εκκλησίες στην Ιουδαία, στη Σαμάρεια και αργότερα στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στη Ρώμη, στη Βαβυλώνα και σε άλλα μέρη, πραγματικά αποτελούσαν τη μία εκκλησία του Θεού. (Πράξ. 9:31) Αυτή ήταν μια ωργανωμένη διάταξις οικοδομημένη από το πνεύμα του Θεού. Μακριά από το να είναι μια ανθρώπινη οργάνωσις, αποκαλείται από τον Πέτρο το «ποίμνιον του Θεού», προτρέπει δε αυτός τους πρεσβυτέρους να ‘ποιμάνουν’ το ποίμνιο αυτό επιμελώς. Ο απόστολος Παύλος ετόνισε ότι αυτή ήταν διάταξις του Θεού όταν είπε στους επισκόπους της Εφέσου: «Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς, και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το πνεύμα το άγιον σας έθεσεν επισκόπους, δια να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού.» Η εκκλησία ήταν του Θεού, οι δε επίσκοποι ήσαν υπεύθυνοι να διδάσκουν και εκπαιδεύουν και επιβλέπουν εκείνους που ήσαν εμπιστευμένοι σ’ αυτούς.—1 Πέτρ. 5:1-4· Πράξ. 20:28· Τίτον 1:9· 2:15.
9 Όλοι εκείνοι που ήσαν στις εκκλησίες ώφειλαν να σέβωνται αυτή την ποιμαντική διάταξι ως προερχόμενη από τον Θεό και να υποτάσσωνται σ’ αυτήν. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους Εβραίους: «Πείθεσθε εις τους προεστώτάς σας, και υπακούετε· διότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών σας, ως μέλλοντες να αποδώσωσι λόγον· δια να κάμνωσι τούτο μετά χαράς, και μη στενάζοντες· διότι τούτο δεν σας ωφελεί.» Κανείς, λοιπόν, δεν θα μπορούσε δικαιωματικά ν’ απορρίψη τη συμβουλή ή έλεγχο ενός επισκόπου λέγοντας, «Υπηρετώ τον Θεό. Δεν έχω καμμιά ευθύνη απέναντί σου, ούτε συ έχεις κάποια υπεροχή απέναντί μου.» Οι επίσκοποι πρέπει ν’ αποδώσουν λόγον, και χάριν της εκκλησίας αυτό πρέπει να γίνη με χαρά. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά θα ήταν επιβλαβής στους ανεξαρτήτους, ιδιοτελείς κακοποιούς.—1 Πέτρ. 2:13, 14· Εβρ. 13:7, 17.
10, 11. (α) Ποιες αποδείξεις φανερώνουν ότι η ορατή, επίγεια εκκλησία ήταν «ο οίκος του Θεού»; (β) Ποια σπουδαιότητα αποδίδει ο Παύλος στην εκκλησία εν σχέσει με την αλήθεια;
10 Μερικά άτομα σ’ εκείνες τις αρχαίες ημέρες μπορεί να έκαναν τους εξής συλλογισμούς: «Η εκκλησία δεν είναι εξίσου σπουδαία όσο ο Λόγος και το Πνεύμα. Θ’ ακολουθήσω τα δύο αυτά, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι ανάγκη να ενωθώ με μια εκκλησία ή να υπαχθώ σε μια οργάνωσι.» Άλλοι μπορεί να υπεστήριζαν ότι η αληθινή εκκλησία του Θεού είναι μια αόρατη, πνευματική ένωσις και δεν χρειάζεται έκφρασι μέσω μιας ορατής εκκλησίας. Αλλά όταν ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο για τον διορισμό επισκόπων στην εκκλησία, και μιλούσε θετικά για την ορατή διάταξι της εκκλησίας επάνω στη γη και όχι για κάποια ουράνια πνευματική διάταξι, προσέθεσε: «Ταύτα σοι γράφω . . . δια να εξεύρης πώς πρέπει να πολιτεύησαι εν τω οίκω του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.» Ναι, αυτή η επίγεια, ορατή εκκλησία ωνομάζετο «οίκος Θεού», η «εκκλησία του Θεού του ζώντος», και, μακριά από το να είναι μικροτέρας σπουδαιότητος, ήταν «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας».—1 Τιμ. 3:1-15· Εβρ. 3:4, 6.
11 Όχι οι χωριστές εκκλησίες, αλλά η σύνθετη εκκλησία των ακολούθων του Χριστού παρωμοιάζετο προς ένα ανθρώπινο σώμα που έχει μέλη πολλά, τα οποία είναι ανάγκη να συνεργάζωνται το ένα με το άλλο. Στην ορατή εκκλησία θα εμάθαιναν οι Χριστιανοί να συνεργάζωνται ο ένας με τον άλλον. (1 Κορ. 12:4-30) Για μια ορατή εκκλησία έγραψε ο Παύλος όταν έλεγε: «Ο Θεός έθεσε τα μέλη έν έκαστον αυτών εις το σώμα, καθώς ηθέλησεν», διότι κατόπιν αναφέρει αποστόλους, προφήτας, διδασκάλους, χαρίσματα ιαμάτων, είδη γλωσσών, και ούτω καθεξής, που όλα είχαν να κάμουν με τη διακονία και τα έργα της εκκλησίας επάνω στη γη και όχι με μια πνευματική ή ουράνια κατάστασι.—1 Κορ. 12:18, 28.
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
12. Με ποια έννοια οι πρώτοι Χριστιανοί επρόκειτο να είναι ως ξένοι, και με ποια έννοια ως ένας ωργανωμένος όμιλος;
12 Ποιος ήταν ο σκοπός της εκκλησίας; Να εκπαιδεύση και ενώση όλους τους πιστούς. Οι Χριστιανοί δεν επρόκειτο να είναι ένα μεγάλο, μη αναγνωρίσιμο, μη συνδεδεμένο πλήθος ατόμων, που το καθένα τους θα είχε τις δικές του ιδέες και αφοσιώσεις, και που θα κρατούσαν τον εαυτό τους χωρισμένο από τον κόσμο και θα ζούσαν σαν διασκορπισμένοι αλλοδαποί σε μια ξένη χώρα. Μολονότι θα ζούσαν ως ξένοι και πάροικοι σ’ αυτόν τον παλαιό κόσμο, οι Χριστιανοί επρόκειτο να είναι ως ‘λίθοι ζώντες, οικοδομημένοι εις οίκον πνενματικόν’, «έθνος άγιον, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός». Με άλλα λόγια, είχαν ανάγκη να είναι συναθροισμένοι και συναρμοσμένοι για να λατρεύουν ως όμιλος, ως εκκλησία, και αυτό μ’ έναν απτό τρόπο.—1 Πέτρ. 2:5-11.
13. Πώς τρεις εικόνες, που χρησιμοποιούνται από τον απόστολο Παύλο στην προς Εφεσίους επιστολή του, δείχνουν ότι οι Χριστιανοί πρέπει να είναι ενοποιημένοι μ’ ένα απτό τρόπο;
13 Μια όμοια εξεικόνισις της διατάξεως της εκκλησίας εχρησιμοποιήθη από τον Παύλο στην εξήγησι του πώς, τόσο οι Ισραηλίται, όσο και οι μη Ισραηλίται, ενώθηκαν εν Χριστώ, έγιναν μια ενότης με κοινούς σκοπούς, υποχρεώσεις και ταυτότητα. «Άρα λοιπόν δεν είσθε πλέον ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακραγωνιαίου λίθου αυτού του Ιησού Χριστού· εν τω οποίω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αυξάνεται εις ναόν άγιον εν τω Ιεχωβά.» (Εφεσ. 2:19-21, ΜΝΚ) Ο Παύλος εδώ χρησιμοποιεί τρεις διαφορετικές εικόνες ατόμων ή πραγμάτων ωργανωμένων μαζί για να εξυπηρετήσουν έναν κοινό σκοπό. Πρώτον, «συμπολίται των αγίων», που δείχνει μια κοινή συμμετοχή σε ωρισμένα δικαιώματα, προνόμια και ευθύνες και ταυτότητα που δίνει αυτή η πολιτογράφησις. Με την εικόνα «οικείοι του Θεού» ο Παύλος δείχνει τον τρόπο που όλοι οι πιστεύοντες Χριστιανοί ωργανώθησαν ως μια οικογενειακή μονάδα. Σε κάθε οικογένεια υπάρχει μια οριστική διάταξις πραγμάτων, και όλοι πρέπει να σέβωνται την κεφαλή της οικογενείας και να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες του οίκου. Ο Παύλος, παραβάλλοντας τους Χριστιανούς προς λίθους οικοδομής ‘συναρμολογουμένους’, ‘εποικοδομουμένους’, δείχνει την ανάγκη μιας εκκλησίας. Μέσα στο πλαίσιο της εκκλησίας οι «λίθοι» αυτοί θα μπορούσαν να διαμορφωθούν, να λειανθούν και να προσαρμοσθούν. Μόνο όταν είναι ενωμένοι στην εκκλησία ως σώμα ανθρώπων και δεν ζητούν απομόνωσι, θα μπορούσαν να είναι ναός Θεού, και να υπηρετούν για την προαγωγή της αληθινής λατρείας, ενώ εκπαιδεύονται για τα μελλοντικά των υπουργήματα στην ουράνια οργάνωσι της Βασιλείας.—1 Κορ. 3:16, 17· 6:19· 2 Κορ. 6:16.
14. Πώς θα μπορούσε η εκκλησία να φανερώση τη σοφία του Θεού, όπως αναφέρεται εις Εφεσίους 3:10, 11;
14 Έτσι οι κεχρισμένοι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος επρόκειτο να είναι ενωτικοί, όχι αποχωριστικοί, προσπαθώντας να υπηρετούν τον Θεό ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Αφού η ουράνια διάταξις του Θεού ήταν εύτακτη και αρμονική, ασφαλώς ο συναθροισμένος όμιλος των δούλων του Θεού επάνω στη γη θα κατεδείκνυε αυτή την ίδια αρμονία. Αν η πολυποίκιλη σοφία του Θεού επρόκειτο να γίνη γνωστή μέσω της εκκλησίας, τότε αυτή η εκκλησία είχε ανάγκη να είναι καλά ωργανωμένη, αρμονική, και να μη βλέπη τα μέλη της ν’ αποχωρίζωνται το ένα από το άλλο για να επιδιώξουν τα ίδια τους συμφέροντα.—1 Κορ. 14:33, 40· Εφεσ. 3:10, 11.
15. Ποια ήσαν τα «χαρίσματα» προς την εκκλησία, και ποιος ήταν ο σκοπός τους;
15 Μια καθαρή εικόνα της εκκλησιαστικής οργανώσεως, που ιδρύθη από το πνεύμα του Θεού, και του σκοπού της, σκιαγραφείται στο τέταρτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους επιστολής του Παύλου. Πρώτον, ο Παύλος δείχνει τις ευθύνες που όλοι οι κεχρισμένοι Χριστιανοί έχουν προς τους άλλους σε μια ομάδα, ‘υποφέροντες αλλήλους εν αγάπη, σπουδάζοντες να διατηρούν την ενότητα του πνεύματος’. Κατόπιν, από το εδάφιο 11 και εφεξής, αναφέρει τη διοργανωτική προμήθεια για τούτο, δηλαδή, την εκκλησία με τις διάφορες μορφές εποπτείας και διδασκαλίας ως χαρίσματα από τον Χριστό. «Και αυτός έδωκεν [ως χαρίσματα] άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού· εωσού καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της πίστεως, και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού.» Επομένως, το ότι ήσαν κεχρισμένοι με το πνεύμα δεν μετεμόρφωνε, αυτό καθ’ εαυτό, τους Χριστιανούς αυτούς σε τελειότητα μ’ ένα θαυματουργικό και στιγμιαίο τρόπο. Μάλλον, το πνεύμα τους ωδηγούσε στην εκκλησία, όπου, με τη βοήθεια του πνεύματος, του λόγου και των διοργανωτικών διατάξεων, θα εγίνοντο μιας γνώμης και θα εξεπαιδεύοντο για το διακονικό έργο.—Εφεσ. 4:11-16· 1 Κορ. 1:10.
16. Πως βοηθούσε η εκκλησία σε οικοδομή των ατόμων στην αγάπη;
16 Με την επικοινωνία τους στην εκκλησία οι κεχρισμένοι και συνεισέφεραν και απεκόμιζαν ωφέλεια. Εδώ μ’ ένα πάρα πολύ απτό τρόπο ‘συνηρμολογούντο’, και όχι απλώς με κάποιον αόρατο πνευματικό τρόπο. Στην εκκλησία καθίσταντο ικανοί να συνεργάζωνται «δια πάσης συναφείας των συνεργούντων μελών, κατά την ανάλογον ενέργειαν ενός εκάστου μέρους», πράγμα που κατέληγε στην «αύξησιν του σώματος, προς οικοδομήν εαυτού, εν αγάπη». Η εκκλησιαστική οργάνωσις δεν κατέπνιγε ούτε έσβηνε την έκφρασι της αγάπης ούτε την καθιστούσε μηχανική σαν προσηρμοσμένη σε ικανότητες, αλλά μάλλον εξεπαίδευε και οικοδομούσε όλους στην αγάπη και τους έδινε ευκαιρία να την εξασκούν.—Εφεσ. 4:16· 2 Θεσ. 1:1-3· Ρωμ. 1:9-13.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ
17. Πώς επρόκειτο η εκκλησία να ενοποιή τη διδασκαλία, και πώς αυτό ήταν ευεργετικό;
17 Η εκκλησία, όχι μόνο εχρησίμευε να οικοδομή εκείνους στην αγάπη, αλλά και ενοποιούσε τη σκέψι των και την από μέρους των κατανόησι των Γραφών. Μερικοί από τους Εφεσίους μπορεί να είχαν παραπονεθή ότι η διάταξις αυτή κατέπνιγε την ατομική και ανεξάρτητη σκέψι και τους ανάγκαζε να δέχωνται μόνο τις ιδέες των αποστόλων αντί να είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι ν’ αναπτύσσουν τη δική τους φιλοσοφία επί των πραγμάτων. Αλλά η διάταξις αυτή δεν περιώριζε την έκτασι της κατανοήσεως της εκκλησίας στις στενές απόψεις ενός ή δύο ατόμων. Την επροστάτευε από το να υπόκειται σε «πάντα άνεμον της διδασκαλίας» και στη ‘δολιότητα των ανθρώπων’. Οι πιστοί Χριστιανοί δεν το θεωρούσαν αυτό ως κάποια μέθοδο ‘πλύσεως εγκεφάλου’. Είχαν εξέλθει από τον κόσμο και ήθελαν να απεκδυθούν την παλαιά προσωπικότητα και να ενδυθούν την νέα προσωπικότητα, η οποία εκτίσθη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Το ενοποιημένο διδακτικό πρόγραμμα της εκκλησίας προνοούσε γι’ αυτό.—Εφεσ. 4:14, 17-24.
18. Ποια επιχειρήματα εχρησιμοποιήθησαν για να καταδειχθή ότι μια διδακτική εκκλησία δεν ήταν αναγκαία, αλλά τι αποδεικνύει αυτά τα επιχειρήματα ψευδή;
18 Μερικοί που προτιμούσαν να είναι ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε εκκλησία δυνατόν να είχαν υποστηρίξει ότι μπορεί κανείς ν’ αποκτήση ακριβή γνώσι μέσω κοινωνίας με τον Θεό και μέσω του πνεύματός του, και γι’ αυτό μια διδακτική εκκλησία ή οργάνωσις δεν ήταν αναγκαία. Μπορεί να είχαν αναφερθή στο Εφεσίους 1:17, 18 ή 3:16-19, όπου ο Παύλος γράφει για τον Θεό, ότι δίδει στους πιστούς σοφία και επίγνωσι και λέγει ότι ο Χριστός θα κατοικούσε μέσα τους και θα καταλάβαιναν αυτά τα πράγματα διανοητικώς, ή στο 1 Ιωάννου 2:26, 27, όπου ο Ιωάννης γράφει: «Δεν έχετε χρείαν να σας διδάσκη τις. . . . σας διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων.» Αλλά σημειώστε ότι οι εκφράσεις αυτές βρίσκονται σε επιστολές καθοδηγίας, που οι απόστολοι Παύλος και Ιωάννης έστειλαν στις εκκλησίες και που θα εχρησιμοποιούντο να διδάξουν περαιτέρω εκείνους που ήσαν στην εκκλησία. Αν το πνεύμα θα έκανε όλη τη διδασκαλία απ’ ευθείας σε όλα τα αποκυημένα από το πνεύμα άτομα, δεν θα ήταν ανάγκη να γραφούν αυτές οι επιστολές στις εκκλησίες.—1 Ιωάν. 1:3, 4.
19, 20. Ποιες είναι μερικές αλήθειες που έμαθαν οι πρώτοι Χριστιανοί, και πώς τις έμαθαν;
19 Στοχασθήτε για μια στιγμή μερικές από τις ζωτικές αλήθειες που οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί έμαθαν με το να συνδέωνται με την εκκλησία. Η απόφασις των αποστόλων και πρεσβυτέρων που διέμειναν στην Ιερουσαλήμ ως προς τις απαιτήσεις για τους μη Ιουδαίους πιστούς εστάλη με επιστολή στις εκκλησίες. Οι λεπτομέρειες του μυστηρίου του Θεού όσον αφορά την ‘οικονομίαν να συγκεφαλαιώση τα πάντα εν τω Χριστώ’ και να ορίση ανθρώπους των εθνών ως συγκληρονόμους, απεκαλύφθη στις εκκλησίες μέσα στην προς Εφεσίους επιστολή. Οι αλήθειες για την αποστασία, την αποκάλυψι του ανθρώπου της ανομίας, την παρουσία του Χριστού, και το πώς η κραυγή «ειρήνη και ασφάλεια!» θα εσημείωνε το αποκορύφωμα της ημέρας του Ιεχωβά, εξηγήθη σ’ εκείνους που συνεδέοντο με τις εκκλησίες, όπου εμελετήθησαν οι προς Θεσσαλονικείς επιστολές ή αντίγραφα αυτών.—Πράξ. 15:22-35· 16:4, 5· Εφεσ. 3:3-7· 1 Θεσ. 1:1· 4:13-18· 5:1-11· 2 Θεσ. 1:1· 2:2-11.
20 Οι πρώτοι Χριστιανοί, με το να είναι συνδεδεμένοι με μια εκκλησία, εδιδάχθησαν από τις προς Κορινθίους επιστολές, οι οποίες περιείχαν εξηγήσεις για το δείπνον του Κυρίου, τη λειτουργία των πνευματικών χαρισμάτων και την ανάστασι. Ναι, όλες οι δογματικές εξηγήσεις που βρίσκονται στις επιστολές των αποστόλων ήσαν θεόπνευστη διδασκαλία δοσμένη μέσω μελών του κυβερνώντος σώματος και έφθασαν στους κεχρισμένους Χριστιανούς ατομικώς μέσω της εκκλησίας. Μόνο με το να συνέρχωνται με την εκκλησία μπορούσαν αυτοί να ωφεληθούν από τους ‘καλώς διακονήσαντας’ επισκόπους, τους ‘προσκεκολλημένους εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας’. Και μόνο έτσι μπορούσαν να μάθουν μ’ έναν απτό τρόπο ότι δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα σε Έλληνα ή Ιουδαίον, περιτετμημένον ή μη περιτετμημένον, ξένον, Σκύθην, δούλον, ελεύθερον, άρρεν ή θήλυ.—1 Κορινθίους, κεφάλαια 11-15· 1 Τιμόθεον, κεφάλαιο 3· Κολ. 3:11.
21. Πώς διετήρησε η εκκλησία την ταυτότητά της, και τι αποτέλεσμα είχε τούτο στους πιστούς από πολλές χώρες;
21 Η εκκλησία οικοδομήθη από τον Θεό για να διακηρύξη τις αρετές του, για να φανερώση τη σοφία του. (1 Πέτρ. 2:9) Γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία συνεμορφώθη προς το θέλημα του Θεού· δεν συνεμορφώθη προς το θέλημα και τα έθιμα των διαφόρων ανθρώπων και τις κατευθύνσεις των. (Εφεσ. 4:20-24) Καθώς η εκκλησία αυτή εξηπλώνετο σε πολλές χώρες, διατηρούσε την ταυτότητά της, τις αρχές της λειτουργίας της, την καθαρή της διδασκαλία και την ενότητά της. Αντί να χαρακτηρίζεται και διαμορφώνεται από κάθε άνεμον διδασκαλίας και κάθε είδους διαγωγή, έθεσε το σημείο της σ’ εκείνους που ήσαν συνταυτισμένοι μαζί της. Έπρεπε να τηρήται καθαρή και αγία· για τούτο ανήθικα άτομα απεκόπτοντο από την επικοινωνία. (1 Κορ. 5:13) Έπρεπε να ενώνη ανθρώπους με την αλήθεια του λόγου του Θεού· για τούτα εκείνοι που έφερναν διαίρεσι και ψευδή διδασκαλία απεκόπτοντο επίσης. (Τίτον 3:10· Ρωμ. 16:17) Μ’ αυτόν τον τρόπο η εκκλησία διετήρησε τη διοργανωτική της ταυτότητα και μορφή. Οι αρχές σκέψεως και διαβιώσεως που εδιδάσκοντο μέσω της εκκλησίας εχαρακτήριζαν τους πιστούς βαθιά, επηρεάζοντας την προσωπική τους ζωή, τον γάμο και την οικογενειακή ζωή, και τη σχέσι μεταξύ δούλων και κυρίων.—Κολ. 3:5· Εφεσίους, κεφάλαιο 5.
22. Τι μέρος έπαιξε η πρώτη εκκλησία στην αληθινή λατρεία;
22 Αυτές είναι μόνο μερικές από τις Βιβλικές αποδείξεις που δείχνουν ότι η Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος έπαιξε ζωτικό μέρος στην εκπαίδευσι και εποικοδόμησι των κεχρισμένων Χριστιανών. Ήταν πράγματι ένας στύλος και εδραίωμα της αληθείας. Η εκκλησία απέδειξε ότι ήταν προμήθεια του Θεού για να διδάξη Χριστιανούς πιστούς για την ανάγκη που είχαν ο ένας από τον άλλον, τους έδωσε δε πλήρη ευκαιρία να εκδηλώσουν αγάπη, έλεος και συγχώρησι και να μάθουν σεβασμό για τη θεοκρατική εξουσία. Δεν έσβησε το πνεύμα του Θεού ούτε κατέπνιξε την έκφρασι της αγάπης, αλλά, μάλλον, με τη διδασκαλία και το παράδειγμα ήταν ικανή να οικοδομήση όλα τα μέλη της σε αγάπη και ωριμότητα έτσι ώστε να είναι πάρα πολύ δεκτικά της ενεργείας του αγίου πνεύματος.