Η Συνείδησί σας και η Εργασία Σας
1. Γιατί η εργασία του Χριστιανού είναι ένας ζωτικός τομεύς για την άσκησι της συνειδήσεως του;
ΤΙΣ περισσότερες από τις ώρες της ημέρας τις περνούμε στην εργασία. Ασφαλώς ένας Χριστιανός επιθυμεί να έχη αγαθή συνείδησι όσον αφορά την εργασία που κάνει, ‘πράττοντας τα πάντα εις δόξαν Θεού.’ (1 Κορ. 10:31) Εσάς σας επιτρέπει η εργασία σας να το κάνετε αυτό;
2, 3. (α) Ποια εργασία είναι καταφανώς εσφαλμένη, και μπορεί ο Χριστιανός ο οποίος έχει αναλάβει, μια τέτοια εργασία ν’ αποφύγη την ευθύνη; (β) Πώς συμβαίνει ώστε ωρισμένα είδη εργασίας που αυτά καθ’ εαυτά δεν είναι εσφαλμένα, μπορούν, ωστόσο, να εγείρουν ερωτήματα συνειδήσεως;
2 Είναι καταφανές ότι κάθε εργασία που κυρίως και με άμεσο τρόπο απαιτεί από κάποιον να κάμη πράξεις οι οποίες ή καταδικάζονται με συγκεκριμένο τρόπο από τον Λόγο του Θεού ή βρίσκονται εκτός αρμονίας με τις αρχές του είναι εσφαλμένη. Ο Χριστιανός δεν μπορεί απλώς να ρίξη την ευθύνη για το εσφαλμένο στον εργοδότη του. Αλλά τι θα γίνη αν η εργασία αυτή καθ’ εαυτήν δεν είναι ασυμβίβαστη με τον Λόγο του Θεού, αλλ’ αποτελεί μέρος μιας επιχειρήσεως η οποία επιδιώκει σκοπούς ασυμβίβαστους με τον Λόγο του Θεού; Τι γίνεται τότε;
3 Ως ένα απλό παράδειγμα μπορεί να λεχθή ότι το να υπηρετή κανείς ως οδηγός αυτοκινήτου και να οδηγή ένα αυτοκίνητο είναι αυτό καθ’ εαυτό μια κατάλληλη εργασία. Αλλά πώς θα μπορούσε ένα άτομο που ομολογεί ότι είναι Χριστιανός να υπηρετή ως οδηγός αυτοκινήτου σε μια συμμορία ληστών τραπέζης; Ή πώς θα μπορούσε ένας Χριστιανός να επιτρέψη στον εαυτό του να είναι ταυτισμένος μ’ ένα οίκο ανοχής με το να υπηρετή ως θυρωρός του ή ως υπηρέτρια; Εξ άλλου, όμως, υποθέστε ότι έχετε ένα δρομολόγιο διανομής γάλακτος ή εφημερίδων θα μπορούσε η εκ μέρους σας διανομή του γάλακτος ή των εφημερίδων σ’ ένα τέτοιο κακόφημο οίκο να σας κάμη μέτοχο μιας ανήθικης εργασίας;
4. (α) Όταν ένα άτομο ή μια επιχείρησις ασχολήται σε κακές πράξεις, σημαίνει μήπως ότι όλες οι υπηρεσίες που προσφέρονται σ’ αυτό το άτομο ή την επιχείρησι κάνουν κατ’ ανάγκην εκείνον που προσφέρει την υπηρεσία συνένοχο των κακών αυτών πράξεων; (β) Ποιο παράδειγμα δίνει ο ίδιος ο Θεός σ’ εμάς όσον αφορά την παροχή ωρισμένων υπηρεσιών σε άδικους ανθρώπους χωρίς να γίνεται συνένοχος στις πράξεις των;
4 Είναι σαφές ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του να είναι κανείς συνένοχος σε κακές πράξεις και απλώς να είναι κάποιος ο οποίος προσφέρει ωρισμένες υπηρεσίες απ’ αυτές που προσφέρονται συνήθως σ’ όλους τους ανθρώπους, χωρίς διάκρισι υπέρ ή εναντίον κανενός, Έχομε ένα παράδειγμα σ’ αυτόν τον ίδιο τον Θεό όσον αφορά την προμήθεια υπηρεσίας για προσωπικές ανάγκες χωρίς να λαμβάνη υπ’ όψιν την δικαιοσύνη ή την έλλειψι δικαιοσύνης εκ μέρους των ανθρώπων. Όπως ετόνισε ο Ιησούς στους μαθητάς του, ο Ιεχωβά Θεός «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους.» (Ματθ. 5:45) Ο Παύλος, επίσης, λέγει ότι ο Δημιουργός Θεός «δίδει εις πάντας [χωρίς διάκρισι] ζωήν και πνοήν και τα πάντα.» (Πράξ. 17:25) Επειδή ο Θεός επιτρέπει να πέφτη βροχή επάνω στους αγρούς των πονηρών, μήπως αυτό σημαίνει ότι συμμετέχει στην ενοχή για τις κακές πράξεις των; Όταν, παραδείγματος χάριν, ο Θεός ενέδυσε τους αμαρτωλούς Αδάμ και Εύα, μήπως μ’ αυτό επέτρεπε να τον κατηγορήσουν ότι συμμετείχε ή τους υποστήριζε στην κακή τους πράξι; Αντιθέτως, η πράξις του ήταν απλώς μια πράξις παρ’ αξίαν αγαθότητος.—Γεν. 3:21.
5, 6. (α) Πώς οι Χριστιανοί μπορούσαν προφανώς να προσφέρουν υπηρεσίες στον οίκο του Καίσαρος και ωστόσο να διατηρούν αγαθή συνείδησι; (β) Πώς όμοιες περιστάσεις μπορούν να υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή;
5 Στην επιστολή του προς τους Χριστιανούς στους Φιλίππους, ο Παύλος στέλνει χαιρετισμούς από τους Χριστιανούς αδελφούς των «εκ της οικίας του Καίσαρος.» (Φιλιππ. 4:22) Προφανώς αυτοί ήσαν υπηρέται στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα χωρίς το υπόμνημα να διευκρινίζη αν αυτοί ήσαν δούλοι ή ελεύθεροι. Ίσως προσέφεραν ανθρώπινες υπηρεσίες εκεί, όπως να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν και όμοιες εργασίες, για την αυτοκρατορική οικογένεια και το προσωπικό. Όπως έχομε δει, οι ανθρώπινες κυβερνήσεις εκτελούν μερικές υπηρεσίες οι οποίες είναι νόμιμες στα όμματα του Θεού, μολονότι είναι επίσης ένοχοι άλλων καταδικαστέων πράξεων. (Ρωμ. 13:1-5) Οποιαδήποτε κι’ αν ήταν η ειδική εργασία που έκαναν αυτοί οι Χριστιανοί στον οίκο του Καίσαρος, μπορούσαν προφανώς να την κάνουν χωρίς να αισθάνωνται ότι συμμετέχουν στην πολιτική, στη θρησκεία ή στις στρατιωτικές ενέργειες και τα σχέδια του Νέρωνος.
6 Το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή. Υπάρχουν πολλές πράξεις που μπορούμε να κάνωμε για άλλους οι οποίες προσφέρονται σ’ αυτούς απλώς ως συνανθρώπους μας, χωρίς να ενδιαφερώμεθα για τη δικαιοσύνη ή την αδικία τους. Όπως στο απλό παράδειγμα μας, η πώλησις γάλακτος σε μια πόρνη λογικώς δεν θ’ αποτελούσε αιτία να θεωρήται κανείς ως μέτοχος της ανηθικότητός της, δεν είν’ έτσι; Ούτε και το να προσληφθή κανείς από ένα πολιτικό για να του διδάξη μουσική θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσουν λογικώς ως έναν ο οποίος υποστηρίζει την πολιτική δραστηριότητα του εργοδότου του.
7, 8. Πώς ο Λόγος του Θεού εκδηλώνει μια λογική και ρεαλιστική άποψι, και πώς αυτό πρέπει να μας καθοδηγή στην εφαρμογή Γραφικών αρχών σε ζητήματα συνειδήσεως;
7 Μολονότι αμετακίνητα σταθερός υπέρ της δικαιοσύνης, ο Ιεχωβά Θεός είναι επίσης λογικός. (Ιακ. 3:17) Είναι τελείως ρεαλιστικός στην εκτίμησι των πραγμάτων και στις απαιτήσεις του από εκείνους οι οποίοι επιθυμούν να τον ευαρεστούν. Αυτό φαίνεται από τα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου στα εδάφια 1 Κορινθίους 5:9, 10. Αφού υπενθυμίζει τις προηγούμενες οδηγίες του στους Χριστιανούς στην Κόρινθο να ‘μη συναναστρέφωνται με πόρνους,’ ο Παύλος κατόπιν λέγει: «Και ουχί διόλου με τους πόρνους του κόσμου τούτου η με τους πλεονέκτας ή άρπαγας ή ειδωλολάτρας· επειδή τότε πρέπει να εξέλθετε από του κόσμου.» Μολονότι οι Χριστιανοί προσπαθούν ν’ αποφεύγουν ‘κακές συναναστροφές οι οποίες φθείρουν τα καλά ήθη,’ δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν ερημίται, απομονωμένοι σε σπήλαια, σε ερήμους ή σε νησιά. Γιατί όχι; Η αποστολή των να υπηρετούν ως το «φως του κόσμου» απαιτεί να είναι ‘εν τω κόσμω, αλλά να μη είναι εκ του κόσμου.’ (1 Κορ. 15:33· Ματθ. 5:14-16· Ιωάν. 15:19· 17:15-18) Το ν’ απαιτή απ’ αυτούς να εκπληρώσουν την αποστολή τους και ταυτοχρόνως να παραμείνουν χωρισμένοι σε απόλυτο βαθμό θα εσήμαινε να απαιτή απ’ αυτούς αντιφατικά πράγματα. Ο Θεός δεν το κάνει αυτό. Ούτε κι’ εμείς πρέπει να είμεθα παράλογοι στην εφαρμογή των αρχών του Λόγου του Θεού, προσπαθώντας να ωθήσωμε κάθε αρχή στο τελευταίο όριό της και να επιβάλωμε την εφαρμογή ως ένα ακρότατο σημείο και κατόπιν να επιμένωμε να το κάνουν και όλοι οι αδελφοί μας αυτό.—Φιλιππ. 4:5.
8 Με αυτά τα σημεία υπ’ όψιν ας εξετάσωμε ωρισμένους τρόπους ενεργείας για να δούμε αν αυτοί απορρίπτωνται από τη Βίβλο ως οριστικά αντιχριστιανικοί ή αν βρίσκωνται μέσα στην περιοχή όπου η ατομική συνείδησις πρέπει να καθορίση τι θα κάμη ο Χριστιανός, ή ως ποιο βαθμό η συνείδησις έχει θέσι στο ζήτημα αυτό.
ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
9, 10. Αναφέρει η Γραφή μια συγκεκριμένη εντολή όσον αφορά τα τυχερά παιχνίδια, και γιατί μπορεί να εγερθούν αντιρρήσεις εναντίον της κατατάξεως των σε μια μορφή «αρπαγής»;
9 Τα τυχερά παιχνίδια δεν αναφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο στη Γραφή. Ποια λοιπόν, πρέπει να είναι η στάσις του Χριστιανού απέναντι σ’ αυτά;
10 Μερικοί μπορεί να τα συνδέουν με την αρπαγή που αναφέρεται στο εδάφιο 1 Κορινθίους 6:10. Εν τούτοις μερικοί μπορεί να φέρουν αντίρρησι ότι η λέξις «αρπάζω» περιέχει τη βασική ιδέα χρησιμοποιήσεως δυνάμεως, απειλής ή άλλης πιέσεως (όπως με την κατάχρησι επισήμου εξουσίας) για να επιτευχθή κάτι από ένα απρόθυμο άτομο. Μολονότι άτομα που χάνουν χρήματα στα τυχερά παιχνίδια δεν ευαρεστούνται να τα χάσουν, συνήθως παίζουν προθύμως αναγνωρίζοντας πλήρως ότι διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν χρήματα. Έτσι, λοιπόν, αν τα τυχερά παιχνίδια δεν είναι αρπαγή, με ποια βάσι θα μπορούσε ένας Χριστιανός ν’ αρνηθή να τα επιδοκιμάση;
11, 12. (α) Ποιες Γραφικές αρχές παρέχουν τη βάσι να υψώση φωνή η συνείδησις σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια; (β) Ποια υπήρξε η επίδρασις των τυχερών παιχνιδιών στους ανθρώπους, όπως δείχνει η ιστορία;
11 Υπάρχουν περισσότεροι από ένα Γραφικό λόγο για να το κάμη αυτό. Τα τυχερά παιχνίδια ασφαλώς αξίζει να θεωρούνται ως μια μορφή «αρπαγής,» και η αρπαγή καθώς και η πλεονεξία συνδέονται με την ειδωλολατρία στο Λόγο του Θεού. (1 Κορ. 6:9, 10· Κολ. 3:5) Βρίσκεται σε σύγκρουσι με το βασικό Γραφικό κανόνα ότι πρέπει ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας, και ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάμη έντιμη παραγωγική εργασία για ν’ αποκομίση κέρδος. Ποια παραγωγικότης προκύπτει από τα τυχερά παιχνίδια; Η ιστορία των δείχνει ότι σχεδόν με αναπόφευκτο τρόπο συντελούν στο έγκλημα με τον ένα ή τον άλλο λόγο. Και γιατί; Διότι είναι άστοργα. Παροτρύνουν σε ιδιοτέλεια και καλλιεργούν έλλειψι ενδιαφέροντος για τους άλλους. Ο παίχτης θέλει τα χρήματα των άλλων χωρίς να δώση σ’ αυτούς καμμιά πραγματική υπηρεσία σε αντάλλαγμα. Μολονότι μερικοί μπορεί να κατατάσσουν τα τυχερά παιχνίδια στην αναψυχή, η απόδειξις δείχνει ότι αρκετά συχνά δημιουργούν έντασι, ανησυχία, μνησικακία και ακόμη και φονικό θυμό.
12 Μια γυναίκα που εργάσθηκε σ’ ένα καζίνο αναφέρεται ότι είπε: «Τα τυχερά παιχνίδια σκληρύνουν αυτούς που ασχολούνται μ’ αυτά. Ύστερ’ από εργασία ενός περίπου χρόνου στο καζίνο, εκείνος που διευθύνει το παιχνίδι δεν συγκινείται πια από το θέαμα ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους είναι άρρωστοι διανοητικώς και παίζουν χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη συντήρησι του εαυτού των και των οικογενειών των. Μια από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες τραγωδίες του κόσμου—το ναυάγιο αμέτρητων ανθρωπίνων ψυχών λόγω της απληστίας του ανθρώπου για εύκολο χρήμα και της γοητείας του για την ψευδή θεά, της Τύχης—δεν επηρεάζει πια [τον διευθύνοντα το παιχνίδι].»
13. Τι δείχνει ότι αυτό που κάνουν οι Γραφές να συνδέουν την απληστία και την αρπακτικότητα με την ειδωλολατρία ισχύει επίσης και για τα τυχερά παιχνίδια;
13 Ναι, τα τυχερά παιχνίδια υποδαυλίζουν επίσης τη δεισιδαιμονία, διότι, οι παίκται, ως μια τάξις, είναι μεταξύ των πιο δεισιδαιμόνων ανθρώπων. Το χρήμα γίνεται είδωλο και η Τύχη θεά. Στο εδάφιο Ησαΐας 65:11 ο Λόγος του Θεού μιλεί γι’ αυτούς που εγκαταλείπουν αυτόν και ετοιμάζουν τράπεζαν εις τον Γάδην (τον θεόν της Καλής Τύχης ΜΝΚ) και τους κάμνοντας σπονδήν εις τον Μένιν (τον θεόν της Ειμαρμένης, ΜΝΚ).»
14. Σε αντίθεσι με την άπληστη πορεία του παίκτου, ποια παρότρυνσις γίνεται στους Χριστιανούς;
14 Ασφαλώς όλ’ αυτά βρίσκονται σε άμεση αντίθεσι με την παρότρυνσι του αποστόλου στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης ‘να φιλοτιμούνται και να ησυχάζουν . . . και να εργάζωνται με τας ιδίας αυτών χείρας,’ για να μπορούν ‘να περιπατούν με ευσχημοσύνη προς τους έξω και να μη έχουν χρείαν μηδενός.’ (1 Θεσσ. 4:11, 12) Ναι, υπάρχουν ακόμη κανόνες ευπρεπείας στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους όσον αφορά το να κάνη κανείς έντιμη και παραγωγική εργασία, και ο Χριστιανός θέλει να ‘συνιστά εαυτόν εις πάσαν ανθρωπίνην συνείδησιν’ και σ’ αυτό το ζήτημα καθώς και σε άλλα.—2 Κορ. 4:2.
ΧΡΗΣΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΙΒΛΑΒΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
15-17. (α) Ποια συνήθεια που περιλαμβάνει τη χρήσι καρύδας του βετέλ υπάρχει σε μερικές περιοχές της γης; (β) Ποια επίδρασι έχει αυτό σ’ εκείνον που τη χρησιμοποιεί, και πώς οι αρχές σε μερικές χώρες βλέπουν αυτή τη συνήθεια;
15 Ένα άλλο ζήτημα που δημιουργεί ενδιαφέρον σε πολλά μέρη της γης είναι η χρήσις και η παραγωγή υλικών που καταλήγουν σε επιβλαβή εθισμό. Στην Ινδία, στις Φιλιππίνες και στη Μαλαισιακή περιοχή, παραδείγματος χάριν, μια αρχαία και δημοφιλής συνήθεια είναι το μάσημα της καρύδας τον βετέλ, που είναι επίσης γνωστή ως καρύδα της αρέκας που είναι ο σπόρος ενός φοινικόδεντρου. Μικρά κομμάτια της καρύδας του βετέλ τα τυλίγουν μέσα σ’ ένα φύλλο που το έχουν αλείψει με ασβέστη και τα μασούν. Η καρύδα του βετέλ χρωματίζει το σάλιο του ανθρώπου σε βαθυκόκκινο χρώμα και μαυρίζει τα δόντια, και γενικά προκαλεί την καταστροφή τους. Πολλοί απ’ αυτούς που έχουν τη συνήθεια να μασούν καρύδα του βετέλ χάνουν τα δόντια τους νωρίς, ακόμη και στα είκοσι πέντε χρόνια τους. Σύμφωνα με την Αμερικανική Εγκυκοπαιδεία (1956, Τόμ. 20, σελ. 573), το μάσημα της καρύδας του βετέλ παράγει, «ένα αίσθημα όμοιο με το μάσημα του καπνού.» Στην Ινδία, πράγματι, μέσα στην «τσίκλα» της καρύδας αναμιγνύουν και καπνό, και το μίγμα αυτό είναι γνωστό ως παν.
16 Η εφημερίς Ίβνινγκ Νιους της Βομβάης στο τεύχος της τής 4ης Απριλίου 1972, μας λέγει ότι το περιοδικό Έξτρα Φαρμακόπια, μια έκδοσις της Φαρμακευτικής Εταιρίας της Μεγάλης Βρεττανίας, κατατάσσει την καρύδα του βετέλ στα «ναρκωτικά.» Γι’ αυτό το Ινδικό δικαστήριο εξέδωσε απόφασι ότι η καρύδα του βετέλ δεν πρέπει να κατατάσσεται στην κατηγορία των «τροφών.»
17 Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλά άτομα που έχουν χρησιμοποιήσει και καπνό και καρύδα του βετέλ λέγουν ότι από τα δύο, διεπίστωσαν ότι η συνήθεια της καρύδας του βετέλ είναι πιο δύσκολο να εγκαταλειφθή. Στη διάρκεια της Ιαπωνικής κατοχής της Ταϊβάν, είχε γίνει μια ανεπιτυχής προσπάθεια για την κατάργησι αυτής της συνήθειας. Πολλοί ιατροί της Ταϊβάν θεωρούν ότι υπάρχει δεσμός μεταξύ αυτής της συνήθειας και του υψηλού βαθμού καρκίνου του στόματος και του προσώπου στην Ταϊβάν.
18. Ποια όμοια συνήθεια υπάρχει στη Λατινική Αμερική, και ποια είναι η επίδρασίς της;
18 Σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής επικρατεί επίσης κάποια όμοια συνήθεια, η συνήθεια να μασούν φύλλα του δένδρου κόκας με ασβέστη. Επειδή τα φύλλα περιέχουν κοκαΐνη, η συνήθεια αυτή γίνεται εθισμός. Μολονότι κάνει εκείνους που έχουν αυτή τη συνήθεια να μην αισθάνωνται το δυσάρεστο αίσθημα της πείνας ή της κοπώσεως, όπως συμβαίνει με άλλα ναρκωτικά τελικά έχει πολύ επιβλαβή επίδρασι στην υγεία τους καθώς και στις διανοητικές των δυνάμεις.
19. Τι δείχνουν οι σύγχρονες αποδείξεις σχετικά με τη χρήσι του καπνού, με κάπνισμα και μάσημα;
19 Η χρήσις καρύδας του βετέλ και φύλλων κόκας είναι κάπως τοπική. Η χρήσις του καπνού, εξ άλλου, είναι στην ουσία παγκόσμια. Και αυτός, επίσης, είναι ναρκωτικό. Η απόδειξις της δυνάμεως του εθισμού που έχει μπορεί να φανή από το γεγονός ότι η παραγωγή του εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω στα τριάμισυ δισεκατομμύρια τόννους τον χρόνο—παρά τις ιατρικές προειδοποιήσεις για την βλάβη που φέρνει στην ανθρώπινη υγεία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραδείγματος χάριν, κατασκευάζονται ετησίως 576 περίπου δισεκατομμύρια σιγαρέττα και 7 δισεκατομμύρια πούρα. Αλλά, μια επιτροπή που έχει διορισθή από τον γενικό χειρούργο των Ηνωμένων Πολιτειών διεπίστωσε ότι ο κίνδυνος καρκίνου των πνευμόνων ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος στους μετρίους καπνιστάς και είκοσι φορές μεγαλύτερος στους μεγάλους καπνιστάς, απ’ όσο είναι στους μη καπνιστάς. Ο Δρ Τσαρλς Κάμερον της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρίας είπε: «Ο καρκίνος των πνευμόνων παρουσιάζει την πιο γοργή αύξησι που έχει ποτέ παρατηρηθή σε οποιαδήποτε μη μολυσματική νόσο στην ιατρική ιστορία.» Το κάπνισμα αναφέρεται, επίσης ότι συντελεί στις καρδιακές παθήσεις, στη χρονία βρογχίτιδα και στο εμφύσημα. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι πολλές κυβερνήσεις έθεσαν νόμους που απαγορεύουν τη δημοσία διαφήμισι σιγαρέττων.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
20. Εφόσον καμμιά απ’ αυτές τις συνήθειες δεν αναφέρεται στη Γραφή, μήπως αυτό τις απαλλάσσει από το να γίνωνται ζητήματα συνειδήσεως του Χριστιανού;
20 Και πάλι η Γραφή δεν αναφέρει για μάσημα καρύδας του βετέλ, φύλλων κόκας ή για μάσημα καπνού, για χρήσι ταμπάκου ή για κάπνισμα σιγαρέττων. Μερικά άτομα είπαν: «Ώσπου να μου δείξετε κάτι από τη Γραφή σχετικά με τη χρήσι του καπνού [ή ομοίων προϊόντων], εγώ θα συνεχίσω να τον χρησιμοποιώ.» Αλλά δεν θα μπορούσε κάποιος να πη με τον ίδιο τρόπο ότι εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει συγκεκριμένα κάποια απαγόρευσι όσον αφορά το να ρίχνη κανείς τα απορρίμματα του στην αυλή του γείτονα του, δεν υπάρχει τίποτε το εσφαλμένο στο να το κάνη κανείς αυτό;
21, 22. Ποιες Γραφικές αρχές περιλαμβάνονται σαφώς, και ποια ερωτήματα πρέπει να θέση ευσυνείδητα στον εαυτό του ένας ο οποίος έχει αυτές τις συνήθειες;
21 Η Γραφή βεβαίως μας δίνει αρχές που μας καθοδηγούν σ’ αυτό το ζήτημα. Ο θεόπνευστος απόστολος έγραψε στο εδάφιο 2 Κορινθίους 7:1: «Έχοντες λοιπόν, αγαπητοί, ταύτας τας επαγγελίας [το να είμεθα δεκτοί από τον Θεό ως επιδοκιμασμένα τέκνα και δούλοι του], ας καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.»
22 Η «αγιωσύνη» είναι η ιδιότης του να είναι κανείς καθαρός, λαμπρός, ακηλίδωτος και αφοσιωμένος σε ιερές χρήσεις. Μπορεί η χρήσις της καρύδας του βετέλ και η μολυντική επίδρασίς της στο στόμα και τα δόντια εκείνου που την χρησιμοποιεί, ή η μολυντική επίδρασις που είναι αναγνωρισμένο ότι έχουν τα φύλλα της κόκας και του καπνού στο σώμα εκείνου που τα χρησιμοποιεί, να βρίσκονται σε αρμονία μ’ αυτή τη Γραφική σύστασι; Η πιο μεγάλη εντολή είναι να ‘αγαπούμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμι.’ Μπορεί κανείς να πη ότι υπηρετεί τον Θεό με ‘όλη τη δύναμί του’ όταν χρησιμοποιή προϊόντα που καταγγέλλονται ακόμη και από εθνικές κυβερνήσεις ως βλαβερά για την υγεία του; Ή, αν ένας εθισθή στα φύλλα της κόκας, μπορεί να λέγη ότι υπηρετεί τον Ιεχωβά με όλη τη ’διάνοιά του’; Πράγματι, η χρήσις αυτών των πραγμάτων δεν ενεργεί ‘αντίθετα με τη φύσι,’ υποδουλώνοντας το σώμα σε καταχρήσεις για τις οποίες ποτέ δεν ήταν πλασμένο;—Μάρκ. 12:29, 30· Ρωμ. 1:26.
ΑΣ ΜΙΛΗΣΗ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΣΑΣ
23, 24. (α) Μόνο η προσωπική χρήσις επιβλαβών ναρκωτικών εγείρει ζητήματα Χριστιανικής συνειδήσεως; (β) Μήπως το γεγονός ότι αυτά τα φυτικά προϊόντα προέρχονται από τη δημιουργία του Θεού απομακρύνει όλες τις αντιρρήσεις σχετικά με την εμπορική παραγωγή και τη διάθεσί των σήμερα; Δώστε παράδειγμα.
23 Τι μπορεί, λοιπόν, να λεχθή για το άτομο που καλλιεργεί, ετοιμάζει ή πωλεί τέτοια πράγματα ως μέσα για να κερδίση χρήματα για τη συντήρησί του; Ασφαλώς εδώ περιλαμβάνεται το ζήτημα της συνειδήσεως. Ποιες αρχές πρέπει να μας καθοδηγήσουν;
24 Μερικοί μπορεί να ισχυρισθούν ότι αυτά τα πράγματα είναι όλα μέρος της δημιουργίας του Θεού που έχουν τεθή εδώ στη γη, και ότι επομένως δεν υπάρχει λόγος αντιρρήσεως στο να τα καλλιεργή κανείς. Είναι αλήθεια ότι αποτελούν δημιουργία του Θεού, αλλά πράγματα που είναι καθ’ εαυτά καλά μπορεί να χρησιμοποιούνται με κακό τρόπο. Τα μανιτάρια αποτελούν μέρος της φυτικής δημιουργίας του Θεού αλλά μόνο μερικά είναι βρώσιμα. Αν διαπράξωμε το σφάλμα και φάμε ένα δηλητηριώδες μανιτάρι, αυτό θα προξενήση τον θάνατο μας. Ο Ιεχωβά προμήθευσε ορυκτά και μέταλλα, επίσης, αλλ’ όταν οι άνθρωποι μετατρέπουν το σίδερο σε καταστρεπτικά όπλα για πολιτικούς πολέμους, είναι αυτό καλή χρήσις των προμηθειών του Θεού;
25, 26. (α) Μήπως μόνο ο πωλητής των επιβλαβών αυτών ναρκωτικών φέρει ευθύνη για τη βλάβη που προξενούν στους ανθρώπους; (β) Ποιες ερωτήσεις θα εξετάση ευσυνείδητα ο Χριστιανός σχετικά μ’ αυτό;
25 Σκεφθήτε το ζήτημα των ισχυρών ναρκωτικών, όπως το όπιον και η ηρωίνη. Τα άτομα που έχουν εθισθή σ’ αυτά δεν τα παίρνουν απλώς από τη γη. Πολλά βήματα περιλαμβάνονται σ’ αυτό. Πρέπει να καλλιεργηθούν παπαρούνες, να βγη ο χυμός και να ραφιναρισθή σε σκόνη οπίου. Για να ληφθή απ’ αυτό μορφίνη η ηρωίνη χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Κατόπιν υπάρχει το εμπόριο και η πώλησις αυτών των ναρκωτικών. Στη σειρά αυτών των πραγμάτων πού αρχίζει ή πού σταματά η ευθύνη για την τεράστια βλάβη και το έγκλημα που περιλαμβάνονται στον εθισμό αυτών των ναρκωτικών;
26 Μολονότι ο καπνός, η καρύδα του βετέλ και τα φύλλα της κόκας μπορεί να έχουν βραδύτερη καταστρεπτική επίδρασι απ’ αυτά τα ναρκωτικά, το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθή όσον αφορά την παραγωγή και την πώλησί των. Αυτά τα φυτικά προϊόντα είναι πιθανόν να έχουν και τις νόμιμες χρήσεις τους—η νικοτίνη του καπνού, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιείται ως βάσις ενός εντομοκτόνου—ωστόσο όμως παραμένει γεγονός ότι η νόμιμη χρήσις αποτελεί ένα ελάχιστο τμήμα της όλης χρήσεως. Δεν μπορούμε ποτέ να λησμονήσωμε ότι η δευτέρα μεγίστη εντολή είναι ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας. Αν εκουσίως και εν γνώσει μας συντελούμε σε μια τόσο σοβαρή βλάβη στην υγεία του χάριν κέρδους, αγαπούμε τον πλησίον μας;—Ματθ. 22:39.
27, 28. Μπορεί η χρήσις ωρισμένων δημοφιλών ροφημάτων να περιληφθεί λογικώς στα επιβλαβή ναρκωτικά που περιγράφονται, κι’ έτσι να δημιουργήση τη βάσι για τις ίδιες αντιρρήσεις όσον αφορά την παραγωγή και την πώλησί τους; Αν όχι, ποια διαφορά υπάρχει;
27 Μερικοί μπορεί να ισχυρισθούν ότι και πράγματα όπως το τσάι, ο καφές και ακόμη πιο ιδιαίτερα τα οινοπνευματώδη ποτά, θεωρούνται ότι είναι επιβλαβή στην υγεία. Εν τούτοις, σχετικά με τα οινοπνευματώδη ποτά η Γραφή σαφώς και συγκεκριμένως επιτρέπει τη μέτρια χρήσι τους. (Δευτ. 14:26· Ιωάν. 2:1-10· Παροιμ. 23:29-31· 1 Τιμ. 3:3, 8· 5:23) Αλλά καμμιά τέτοια επιδοκιμασία δεν μπορούμε να βρούμε για τον καπνό, την καρύδα του βετέλ, τα φύλλα κόκας ή για το ζήτημα της μαριχουάνας, του οπίου και άλλων ομοίων προϊόντων.
28 Όσον αφορά τα ροφήματα, όπως είναι το τσάι και ο καφές, θα μπορούσε να τεθή το ερώτημα: «Ύστερ’ από τόσους αιώνες που χρησιμοποιούνται, ποια σαφή απόδειξι έχομε ότι είναι επικίνδυνα, ποιες κυβερνήσεις έχουν φροντίσει να εκδώσουν προειδοποιήσεις υγείας εναντίον τους; Είναι αλήθεια, ότι ένα άτομο που έχει προβλήματα υγείας, όπως έλκος, οποιοδήποτε απ’ αυτά τα ροφήματα μπορεί να είναι επικίνδυνο και, σ’ αυτή την περίπτωσι, πρέπει να τ’ αποφεύγη. Στον διαβητικό η ζάχαρη είναι επικίνδυνη· αλλ’ όχι για τους άλλους ανθρώπους. Για ένα άτομο με υπερβολικό βάρος ακόμη και το ψωμί και οι πατάτες ή το ρύζι μπορεί να είναι επικίνδυνα. (Παράβαλε Παροιμίαι 25:27.) Πρέπει να είμεθα λογικοί, λοιπόν, όταν εξετάζωμε αυτά τα ζητήματα. Μήπως προσπαθούμε να καταπνίξωμε τη φωνή της συνειδήσεως με το να προσπαθούμε να κάνωμε ορθολογισμούς για γεγονότα που έχουν σχέσι με ουσίες που έχουν αποδειχθή ότι είναι, βασικώς επιβλαβείς και επικίνδυνες;
«ΝΑ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΕ ΜΕ ΕΥΣΧΗΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ»
29. Σε αρμονία με το εδάφιο Γαλάτας 6:7, ποια σοβαρά ερωτήματα πρέπει να θέση ένας σχετικά με μια εργασία η οποία τελικά καταλήγει κυρίως στο να επιφέρη βλάβη στο ανθρώπινο γένος;
29 Αυτοί είναι απλώς ελάχιστοι τομείς στους οποίους μπορεί να προκύψουν ζητήματα συνειδήσεως όσον αφορά την εργασία ενός ατόμου. Ωστόσο, σ’ όλα αυτά τα ζητήματα, ο Χριστιανός θα κάμη καλά ν’ αναγνωρίζη ότι «ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει»—με περισσότερους από ένα τρόπους. (Γαλ. 6:7) Τι μπορεί να λεχθή αν η εργασία ενός ατόμου είναι τέτοια, που αντί να οφελή, προξενεί ζημία ή βλάβη στους άλλους; Μολονότι δεν καταδικάζεται με συγκεκριμένο τρόπο στη Γραφή, δεν θα έχη αυτή η εργασία μια κακή, ίσως ακόμη και εξευτελιστική επίδρασι στην καρδιά και στη διάνοια του εργαζομένου; Ίσως μάλιστα να έχη και μια εξασθενητική επίδρασι στη συνείδησί του, που ίσως να του επιτρέπη να δικαιολογή τον εαυτό του για την ενασχόλησί του σε ενέργειες οι οποίες με συγκεκριμένο τρόπο καταδικάζονται στον Λόγο του Θεού.—1 Θεσσ. 4:12.
30. Πώς πρέπει η συνείδησις και των έξω από τη Χριστιανική εκκλησία να λαμβάνεται υπ’ όψιν όσον αφορά μια τέτοια εργασία;
30 Εκτός αυτού υπάρχει και το ζήτημα της συστάσεως του εαυτού μας στη συνείδησι των άλλων όσον αφορά την ειλικρίνεια. Πριν από λίγον καιρό μερικές θρησκευτικές οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν αντικείμενο επικρίσεως, διότι ενώ ισχυρίζονταν ότι εργάζονται για ειρήνη, είχαν κάμει μεγάλες επενδύσεις σε πολεμικές βιομηχανίες. Αν ένας Χριστιανός λαμβάνη στάσι αντίθετη με μια ωρισμένη ενέργεια που είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές της Γραφής, και ωστόσο κερδίζει τα αναγκαία της ζωής του από μια εργασία η οποία πρωτίστως και βασικώς κατευθύνεται προς την προώθησι και την υποδαύλισι αυτής της ενεργείας, μπορεί να συνιστά τον εαυτό του στη συνείδησι των άλλων; Θα πιστεύσουν ότι είναι ειλικρινής όταν συνηγορή υπέρ των αρχών του Λόγου του Θεού και της υποσχέσεως του για μια νέα τάξι δικαιοσύνης;
31, 32. (α) Ποια ερωτήματα μπορούν να εγερθούν σχετικά μ’ ένα Χριστιανό ο οποίος ασχολείται σε μια τέτοια εργασία όσον αφορά την καταλληλότητα για θέσεις ευθύνης στην εκκλησία; (β) Μήπως το να είναι κανείς «άμεμπτος» σημαίνει ότι ο επίσκοπος ή ο διακονικός υπηρέτης οφείλει, να ευαρεστή τους ατομικούς ενδοιασμούς ή τις πεποιθήσεις του καθενός;
31 Τι θα λεχθή για τον Χριστιανό ο οποίος «ορέγεται επισκοπήν» ή επιθυμεί να υπηρετήση ως διακονικός υπηρέτης σε μια εκκλησία; Αν ασχολήται σε μια εργασία που παράγει πράγματα επιβλαβή για το ανθρώπινο γένος, θα μπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος να θεωρήται άμεμπτος ή ότι «έχει και παρά των έξωθεν μαρτυρίαν καλήν»;—1 Τιμ. 3:1, 7-10· Τίτον 1:6.
32 Αυτές οι απαιτήσεις για Χριστιανούς επισκόπους και διακονικούς υπηρέτας δεν έχουν σχέσι με αβάσιμες ή άδικες κατηγορίες. Σε χώρες που κατέχει η Καθολική Εκκλησία, παραδείγματος χάριν, το διαζύγιο μπορεί να θεωρήται πάντοτε εσφαλμένο, ακόμη και εκεί όπου υπάρχουν θρησκευτικοί λόγοι μοιχείας. Το να επικρίνεται κανείς ως Γραφικώς διαζευγμένος δεν τον καθιστά ακατάλληλο να υπηρετή ως επίσκοπος ή διακονικός υπηρέτης, διότι τέτοιες επικρίσεις είναι αβάσιμες.
33, 34. Μήπως το ότι μια ωρισμένη εργασία γίνεται από πολλούς σ’ ένα ειδικό τομέα ή η γενικά αποδοχή της από τους ανθρώπους σ’ εκείνον τον τομέα απομακρύνει κατ’ ανάγκην τους ενδοιασμούς της συνειδήσεως γι’ αυτήν;
33 Κάποιος θα μπορούσε να πη, ‘Είναι αλήθεια ότι η εργασία που κάνω δεν φέρνει πραγματικά καλό στον πλησίον μου. Αλλά εκεί που ζω η πλειονότης των ανθρώπων ασχολούνται σ’ αυτή την εργασία. Αυτή η εργασία ή παραγωγή είναι η κυριώτερη πηγή για χρήματα στην περιοχή.’ Θα μπορούσε αυτό ν’ αλλάξη τα πράγματα όσον αφορά το ζήτημα της συνειδήσεως του ατόμου;
34 Αν τα τυχερά παιχνίδια, παραδείγματος χάριν, είναι η κυριωτέρα πηγή σε μια ωρισμένη πόλι ή πολιτεία, ίσως οι άνθρωποι εκεί θα έδειχναν πολύ λίγο ενδιαφέρον για το αν ένα άτομο εργάζεται σε μια λέσχη τυχερών παιγνιδιών, μολονότι το άτομο αυτό ομολογεί ότι είναι ένας ειλικρινής ακόλουθος του Ιησού Χριστού. Αλλ’ αυτό καθιστά το ζήτημα ορθό στα όμματα του Θεού; Επί πλέον, ποια είναι η επίδρασις στην συνείδησι και στην καρδιά του ίδιου του ατόμου; Η συνείδησίς του τού επιτρέπει να πλησιάση τον Πατέρα του με «παρρησίαν» σαν να είναι καθαρός από κάθε τι που είναι άξιο της δυσμένειας του Θεού; Τα εδάφια 1 Ιωάννου 3:19-22 λέγουν: «Εκ τούτου γνωρίζομεν ότι είμεθα εκ της αληθείας, και θέλομεν πληροφορήσει τας καρδίας ημών έμπροσθεν αυτού· διότι εάν μας κατακρίνη η καρδία, βεβαίως ο Θεός είναι μεγαλύτερος της καρδίας ημών, και γνωρίζει τα πάντα. Αγαπητοί, εάν η καρδία ημών δεν μας κατακρίνη, έχομεν παρρησίαν προς τον Θεόν· και ό,τι αν ζητώμεν, λαμβάνομεν παρ’ αυτού, διότι φυλάττομεν τας εντολάς αυτού, και πράττομεν τα αρεστά ενώπιον αυτού.» Ασφαλώς αυτή η «παρρησία» είναι κάτι που πρέπει κανείς να το εκτιμά πολύ και να το θεωρή σαν θησαυρό, ναι, ώστε να το υπηρετή με κάθε θυσία.
ΑΝΑΓΚΗ ΠΙΣΤΕΩΣ
35. Πώς μπορεί να προκύψη δοκιμή πίστεως όταν θέλωμε να είμεθα ευσυνείδητοι σχετικά με την εργασία μας;
35 Είναι αλήθεια ότι το ν’ αγωνιζώμεθα για μια αγαθή συνείδησι ενώπιον του Θεού και να συνιστούμε τους εαυτούς μας στη συνείδησι των άλλων μπορεί ν’ απαιτή μερικές μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας. Πιθανόν να είναι δύσκολο να βρούμε μια εργασία η οποία δεν βρίσκεται σε σύγκρουσι με τη συνείδησί μας. Αυτό θέτει σε δοκιμή την πίστι μας στη δύναμι του Θεού να έλθη σε βοήθειά μας για ανταπόκρισι στις συνετές προσπάθειες μας να τον ευαρεστούμε. Υπάρχει σοβαρός λόγος για τον οποίο η Γραφή συνδέει την πίστι με το ζήτημα της συνειδήσεως. (1 Τιμ. 1:5, 18, 19· 3:8, 9· Εβρ. 10:22) Πιστεύομε πραγματικά ότι ο Ιεχωβά Θεός όχι μόνο υπάρχει, αλλ’ επίσης «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν»;—Εβρ. 11:6.
36, 37. Αν η εξεύρεσις εργασίας η οποία δεν συγκρούεται με τη Χριστιανική συνείδησι φαίνεται σχεδόν αδύνατη, από ποια σύγχρονα και αρχαία παραδείγματα μπορούμε ν’ αντλήσωμε παρηγοριά και διαβεβαίωσι;
36 Σ’ όλη τη γη υπάρχουν χιλιάδες άνδρες και γυναίκες που μπορούν να βεβαιώσουν τη δύναμι, την ικανότητα και την προθυμία του Θεού να έλθη σε βοήθεια εκείνων οι οποίοι αγωνίζονται να διατηρήσουν αγαθή συνείδησι ενώπιον του. Ένα άτομο μπορεί να αισθάνεται ότι το να παραιτηθή από την παρούσα εργασία του για λόγους συνειδήσεως θα τον εγκατέλειπε ουσιαστικά σε μια απελπιστική θέσι. Αλλά σκεφθήτε τι έχουν κάμει άλλοι. Σκεφθήτε τις γυναίκες που ζούσαν σε κατάστασι παλλακίας με εγγάμους άνδρες και είχαν γεννήσει μ’ αυτούς τέκνα προτού γνωρίσουν την αλήθεια του Λόγου του Θεού. Η άρνησίς τους να συνεχίσουν να ζουν σε μια τέτοια κατάστασι παλλακίας εσήμαινε να χάσουν κάθε καταφανές μέσον συντηρήσεως, ακόμη και το σπίτι στο οποίο ζούσαν. Ωστόσο εκατοντάδες γυναίκες έκαμαν αυτό το βήμα με πίστι, και ο Ιεχωβά Θεός φρόντισε γι’ αυτές.
37 Σκεφθήτε επίσης τους πολλούς δούλους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι οποίοι είχαν δεχθή τη Χριστιανοσύνη. Αποτελούσαν ιδιοκτησία των ανθρώπων οι οποίοι τους είχαν αγοράσει, εξαρτώνταν απ’ αυτούς για κάθε προμήθεια της ζωής. Ωστόσο έπρεπε ν’ ασκήσουν τις Χριστιανικές συνειδήσεις των και αν οι κύριοι των τους διέτασσαν να κάνουν πράξεις που παρεβίαζαν τις Χριστιανικές αρχές, αυτοί ηρνούντο, αναγνωρίζοντας τον Θεό και τον Υιό του ως τους ανωτέρους κυρίους των. Αυτό, επίσης, απαιτούσε μεγάλη πίστι πράγματι.—1 Πέτρ. 2:18-20· Εφεσ. 6:5-8· Κολ. 3:22-25.
38. Μολονότι δεν έχουν εγκαταλείψει το παρόν είδος ή τον τύπο της εργασίας των, πώς πολλοί Χριστιανοί χρειάσθηκε να κάμουν μεγάλες αλλαγές για να διατηρήσουν αγαθή συνείδησι;
38 Έπειτα, υπάρχουν, επίσης χιλιάδες ανδρών, οι οποίοι, μολονότι δεν άλλαζαν τον τύπο του επαγγέλματος των, ήσαν υποχρεωμένοι ν’ αλλάξουν τις μεθόδους της εργασίας των ριζικώς ή να παραιτηθούν, διότι οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν επέμεναν να χρησιμοποιούν ανέντιμες μεθόδους σε μια κατά τα άλλα νόμιμη επιχείρισι. Πολλά είδη προσωπικών υπηρεσιών, όπως η επισκευή ραδιοφώνων, αυτοκινήτων, ρολογιών, και όμοιες υπηρεσίες, συχνά περιλαμβάνουν ανεντιμότητα, με το να χρεώνουν υπερβολικά τους πελάτες ή με το να τους χρεώνουν για ανταλλακτικά τα οποία ποτέ δεν έχουν τοποθετήσει ή για εργασία την οποία ποτέ δεν έχουν κάμει. Αυτή είναι μια μορφή κλοπής. Άλλοι άνθρωποι που ασχολούνταν στην πώλησι ειδών, προτού γίνουν αληθινοί Χριστιανοί παρουσίαζαν ως δείγμα άλλη ποιότητα για να εξασφαλίσουν πελάτας. Αυτό είναι ψεύδος και απάτη. Οι Χριστιανοί έχουν ‘απαρνηθή τα κρυπτά της αισχύνης’ και δεν περιπατούν «εν πανουργία» ούτε στην εκκλησία ούτε έξω απ’ αυτήν. (2 Κορ. 4:2) Ακολουθούν την παρότρυνσι: «Όθεν απορρίψαντες το ψεύδος, λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού, . . . ο κλέπτων, ας μη κλέπτη πλέον, μάλλον δε ας κοπιάζη εργαζόμενος το καλόν με τας χείρας αυτού, διά να έχη να μεταδίδη εις τον χρείαν έχοντα.» Η συνείδησίς των τους ωθεί να εγκαταλείψουν τους κακούς τρόπους των για να ‘μη λυπούν το πνεύμα το άγιον του Θεού.’—Εφεσ. 4:25-30.
ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΣ ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ
39-41. (α) Όπως και σ’ όλα τα’ άλλα ζητήματα, την άποψι τίνος επιθυμούμε να διατηρήσωμε όταν θέτωμε σε λειτουργία τη συνείδησι σχετικά με την εργασία; (β) Όταν η εργασία ενός ατόμου εγείρει ζητήματα συνειδήσεως, ποια απόφασι μπορούν να λάβουν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας; Από τη συνείδησι τίνος κατευθύνονται;
39 Και πάλι ας σημειωθή ότι ο Ιεχωβά Θεός είναι ρεαλιστής σε όλες τις απαιτήσεις του. Μας προμηθεύει αρχές οι οποίες δίνουν καλή και σαφή καθοδήγησι· αλλά δεν ωθεί τα πράγματα σε μια αδύνατη ακρότητα, ως το σημείο που θα έπρεπε ‘να εξέλθωμε από του κόσμου’ για να έχωμε αγαθή συνείδησι.—1 Κορ. 5:10.
40 Σκεφθήτε, για παράδειγμα, ένα άτομο που πιθανόν να εργάζεται σ’ ένα αγρόκτημα προωρισμένο σχεδόν αποκλειστικά για την καλλιέργεια ενός προϊόντος που είναι βασικώς επιβλαβές για την ανθρώπινη χρήσι. Η εργασία του πιθανόν να συνδέεται με άμεσο τρόπο με την παραγωγή ή τη διάθεσι αυτού του προϊόντος. Η συνείδησίς του πιθανόν να τον ωθή ή να μην τον ωθή να εγκαταλείψη αυτή την εργασία. Μολονότι η συνείδησίς του δεν τον ωθεί να την εγκαταλείψη, αν ανήκη σε μια Χριστιανική εκκλησία η συνείδησις των πρεσβυτέρων της εκκλησίας εκείνης μπορεί να μη τους επιτρέπη να τον συστήσουν ως κατάλληλο για πρεσβύτερο ή για διακονικό υπηρέτη στην εκκλησία.
41 Εξ άλλου, το άτομο πιθανόν να εργάζεται σ’ ένα τέτοιο αγρόκτημα, αλλ’ η εργασία του μπορεί να μη σχετίζεται από υλική άποψι με την ανάπτυξι αυτού του προϊόντος, ίσως προσφέροντας υπηρεσίες προσωπικής φύσεως στην οικογένεια του ιδιοκτήτου του αγροκτήματος, ίσως στον καθαρισμό του σπιτιού ή όμοια οικιακή εργασία. Ίσως να νομίζη ότι η εργασία του δεν τον συνδέει με την επιχείρησι η οποία παράγει αυτό το επιβλαβές προϊόν. Το αν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας, με την οποία είναι ταυτισμένο το άτομο, θα τον συστήσουν ως πρεσβύτερο ή διακονικό υπηρέτη ή όχι εξαρτάται από τη δική τους συνείδησι. Θα λάβουν επίσης υπ’ όψιν την επίδρασι που θα έχη αυτή η σύστασις στην εκκλησία ως σύνολον και στην κοινότητα στην οποία βρίσκεται.
42. (α) Μολονότι αγωνιζώμεθα να διατηρήσωμε μια αγαθή συνείδησι, ποιες μάταιες ενέργειες αποφεύγομε, και τι θα κάνωμε σκοπό μας; (β) Σε ζητήματα ‘διαχωριστικής γραμμής’ ποια ισορροπία θα διατηρήσωμε;
42 Συνεπώς, όπως ο απόστολος, όλοι επιθυμούμε ‘να σπουδάζωμεν εις το να έχωμεν άπταιστον συνείδησιν προς τον Θεόν και προς τους ανθρώπους διαπαντός.’ (Πράξ. 24:16) Ταυτοχρόνως οφείλομε να παραδεχθούμε ότι είναι μάταιο να συζητούμε όλες τις δευτερεύουσες διακλαδώσεις ή τις πιθανές εφαρμογές κάθε Γραφικής αρχής ή να προσπαθούμε να χαράξωμε διαχωριστικές γραμμές και να συντάξωμε ένα Ταλμουδικό κώδικα όσον αφορά το τι ακριβώς επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται. Ο Παύλος, δίνοντας οδηγίες στον Τιμόθεο για τη διακονία του στην Έφεσο, έγραψε: «Το δε τέλος της παραγγελίας είναι αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής, και πίστεως ανυποκρίτου· από των οποίων αποπλανηθέντες τινές εξετράπησαν εις ματαιολογίαν, θέλοντες να ήναι νομοδιδάσκαλοι, ενώ δεν νοούσιν ούτε όσα λέγουσιν, ούτε περί τίνων διϊσχυρίζονται.» (1 Τιμ. 1:3-7· παράβαλε 6:3-5.) Όπου η απόφασις είναι ζήτημα της συνειδήσεως του ατόμου, δεν θα προσπαθούμε να επιβάλλωμε τη δική μας συνείδησι στους άλλους, ούτε θα περιφρονούμε τους άλλους ως υπερβολικά σχολαστικούς, ούτε θα σχολιάζωμε ή θα κρίνωμε εκείνους που η συνείδησίς των δεν είναι τόσο περιοριστική όσο η δική μας σε τέτοιες περιπτώσεις ‘διαχωριστικής γραμμής.’—Ρωμ. 14:3, 10.
43. Μολονότι αγωνιζόμεθα να ενεργούμε πάντοτε με αγαθή συνείδησι, αν διαπράξωμε σφάλματα τι μπορούμε να κάμωιμε για να ελευθερωθούμε από μια ένοχη συνείδησι;
43 Θα κάνωμε σφάλματα, θα κάνωμε πράγματα που αργότερα θα μας λυπήσουν—διότι είμεθα ατελείς. Αλλά δεν θα πάσχωμε από μια ένοχη συνείδησι αν είμεθα ταχείς στο να εξομολογηθούμε τα σφάλματά μας στον Θεό και να μεταστραφούμε απ’ αυτά, ζητώντας την συγχώρησι του Ιεχωβά μέσω του Υιού του. Διαβάστε την προσωπική πείρα του Βασιλέως Δαβίδ σ’ αυτό το ζήτημα όπως αναγράφεται στον Ψαλμό 32:1-6. Ευφραίνεσθε γνωρίζοντας ότι η απολυτρωτική θυσία του Υιού του Θεού μπορεί να κάμη εξιλέωσι των αμαρτημάτων μας και να καθαρίση τη συνείδησί μας δίδοντας μας την παρηγορητική διαβεβαίωσι ότι ο Θεός δεν κρατεί αυτά τα σφάλματα εναντίον μας. Έτσι μπορούμε να συνεχίσωμε να τον υπηρετούμε με αγαθή συνείδησι και με όλη τη χαρά, την ικανοποίησι, την ειρήνη της διανοίας και την ελπίδα της αιωνίου ζωής που αυτή φέρνει.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Τα τυχερά παιχνίδια—που έχουν την ρίζα τους στην αρπαγή, συντελούν στο έγκλημα και στην υποδαύλισι της δεισιδαιμονίας. Μπορεί ένας Χριστιανός να ασχολήται σε τέτοιες πράξεις;
[Εικόνα στη σελίδα 19]
Είναι συνεπές να μιλάτε για αγάπη του πλησίον σας κι’ εν τούτοις να παράγετε καπνό που μπορεί να καταστρέψει την υγεία του πλησίον σας;