Θαρραλέα Εγκαρτέρησις στην Υπηρεσία του Θεού
1, 2. Πώς μπορούμε να ωφεληθούμε από την αναγραφή της ζωής ανδρών πίστεως που βρίσκεται στη Γραφή;
Η ΓΡΑΦΗ, εκτός από το θάρρος που μεταδίδει σ’ εμάς με το να μας πληροφορή για τη μεγαλωσύνη του Θεού και να μας γνωρίζη το θέλημά του, περιλαμβάνει κι έναν άλλον τρόπο με τον οποίον μας δίνει θάρρος για να πράξωμε το θείο θέλημα. Πώς συμβαίνει αυτό; Με την αναγραφή της ζωής ανδρών πίστεως. Έτσι, όχι μόνο περιγράφουν οι Γραφές για μας τα όσα ο Θεός απαιτεί από εκείνους που είναι δούλοι του, αλλά και παρέχουν παραδείγματα πραγματικής ζωής για τον τρόπο με τον οποίο θεοσεβή άτομα εκέρδισαν την εύνοιά του. Μπορούμε να δούμε τι έκαμαν όταν αντιμετώπιζαν καταστάσεις όμοιες με τις δικές μας, και πώς ο Ιεχωβά τους ευλόγησε. Με αυτόν τον τρόπο θα ενθαρρυνθούμε για να ενεργήσωμε θαρραλέα, μην υποχωρώντας από την υπηρεσία του Θεού.
2 Ο απόστολος Παύλος υπέδειξε αυτή την πηγή ενθαρρύνσεως όταν έγραφε: «Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα· αποβλέποντες εις τον Ιησούν τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως.» (Εβρ. 12:1, 2) Καθώς διαβάζομε, λοιπόν, στη Γραφή για τη ζωή αυτού του μεγάλου νέφους μαρτύρων των προχριστιανικών χρόνων καθώς και για τη ζωή του Ιησού Χριστού και των πρώτων Χριστιανών, ας ωφεληθούμε προσωπικώς από το παράδειγμά των και ας παρακινηθούμε να προχωρήσωμε θαρραλέα στον αγώνα που είναι μπροστά μας.
3. Ποιοι είναι εκείνοι που ο Ιεχωβά χρησιμοποιεί ως δούλους του;
3 Πολλά, εν τούτοις, είναι τα άτομα, που, αντί να μπουν στον αγώνα, όταν βλέπουν την ευθύνη της υπηρεσίας του Θεού να ανοίγεται μπροστά τους, διστάζουν να προχωρήσουν. Ίσως αισθάνονται ότι είναι ανάξιοι· ίσως φρονούν ότι δεν έχουν τα προσόντα· μπορεί να φοβούνται ότι θ’ αποτύχουν να ζήσουν σύμφωνα με ό,τι ο Θεός απαιτεί. Αν αυτή είναι η κατάστασίς σας, κυττάξτε γύρω εκείνους, των οποίων το υπόμνημα διεφύλαξε ο Θεός στη Γραφή για τη διδασκαλία σας. Ποιους ο Θεός εξέλεξε να τον υπηρετήσουν; «Βλέπετε την πρόσκλησίν σας, αδελφοί, ότι είσθε ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς. Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τους σοφούς· και τα ασθενή του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τα ισχυρά· και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξέλεξεν ο Θεός, και τα μη όντα, δια να καταργήση τα όντα. Διά να μη καυχηθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού.» (1 Κορ. 1:26-29) Ο Θεός δεν χρησιμοποιεί εκείνους που είναι σοφοί στα δικά των μάτια, αλλά εκείνους που αποβλέπουν σ’ αυτόν για καθοδηγία. Αυτός δεν ευνοεί εκείνους που έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, αλλά εκείνους που έχουν πίστι σ’ αυτόν. Δεν τον ευαρεστεί εκείνος, που ενεργεί καλύτερα από κάποιον άλλον, αλλά εκείνος που αποβλέπει με προσωπικό ενδιαφέρον για την πρόοδο των Χριστιανών αδελφών του. Εκείνοι που υπηρετούν τον Ιεχωβά είναι όσοι τον αγαπούν αρκετά για να θέλουν να πράττουν το θέλημά του.—Ψαλμ. 25:4, 5, 9, 12· Φιλιππησ. 2:4.
4. Αναφέρατε παραδείγματα που δείχνουν τι είδους άτομα υπηρέτησαν τον Ιεχωβά και είχαν την επιδοκιμασία του.
4 Ο Μωυσής ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Αν και είχε ένα μειονέκτημα στη γλώσσα και ήταν ηλικίας ογδόντα ετών όταν εκλήθη για υπηρεσία, ανταπεκρίθη. (Έξοδ. 4:10-12· 7:7) Ο Γεδεών, αν και ήταν ‘ο μικρότερος εν τω οίκω του πατρός του’, ήταν πρόθυμος να υπηρετήση, και ο Ιεχωβά τον υπεστήριξε. (Κριτ. 6:15, 16) Ο Αμώς ήταν μόνο ένας βοσκός και ένας που εσύναζε συκάμινα, αλλά έγινε προφήτης του Θεού. (Αμώς 7:14, 15) Έπειτα ήσαν ο Πέτρος και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, αλιείς από τη Γαλιλαία. Ήσαν άνθρωποι «αγράμματοι και ιδιώται», αλλά ο Ιησούς τούς εξέλεξε να είναι μεταξύ των αποστόλων του. (Ματθ. 4:18-22· Πράξ. 4:13) Ολίγοι, όπως ο Παύλος, είχαν σημαντική εκπαίδευσι. Αλλ’ άλλοι είχαν ένα σκοτεινό παρελθόν, έχοντας ενασχοληθή στο έγκλημα και στη χαλαρή ζωή. Όταν, όμως, αφιερώθησαν στον Θεό για να τον υπηρετήσουν, είτε ήσαν κατά κόσμον σοφοί είτε πονηροί, άφησαν πίσω τα πράγματα εκείνα και ανέλαβαν νέα ζωή στην υπηρεσία του Θεού.—Φιλιππησ. 3:4-8· 1 Κορ. 6:9-11.
5. Ποιες σκέψεις πρέπει να βοηθήσουν ένα άτομο να λάβη την ορθή άποψι για συμμετοχή στην υπηρεσία του Ιεχωβά;
5 Εκείνο που έχει σπουδαιότητα δεν είναι το τι υπήρξατε προτού λάβετε γνώσιν του θείου θελήματος, αλλά το τι είσθε τώρα. Έχετε σταθερή πίστι στον Ιεχωβά Θεό και στον λόγον του; Τον αγαπάτε με όλη σας την καρδιά; Έχετε ζωηρή επιθυμία για ζωή στον δίκαιο νέο του κόσμο; (Εβρ. 11:6· Μάρκ. 12:29, 30· 2 Πέτρ. 3:13, 14) Τότε δεν υπάρχει λόγος να διστάζετε. Μην απέχετε από το να υπηρετήτε τον Θεό επειδή, από μια ανθρώπινη άποψι, φρονείτε ότι θα ήταν δυνατόν ν’ αποτύχετε. Μάλλον εξετάστε γιατί ο Ιεχωβά χρησιμοποιεί εμάς τους ανθρώπους με όλες μας τις αδυναμίες. «Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον εις οστράκινα σκεύη», γράφει ο απόστολος Παύλος, «δια να ήναι η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού, και ουχί εξ ημών.» (2 Κορ. 4:7) Θαρραλέα, λοιπόν, με εμπιστοσύνη στον Θεό, μιμηθήτε το παράδειγμα του Τελειωτού της πίστεώς μας, του Ιησού, με το να βαπτισθήτε για συμβολισμό της αφιερώσεώς σας στον Ιεχωβά Θεό, και να συμμετάσχετε στο έργο του κηρύγματος που ο Θεός έδωσε στους δούλους του να εκτελέσουν.
ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
6. Για ποια δράσι εξεπαίδευσε ο Ιησούς όλους εκείνους που έγιναν ακόλουθοί του;
6 Αυτή είναι μια υποχρέωσις που βαρύνει τους ώμους όλων όσοι δέχονται την παρ’ αξίαν χάριν του Θεού. Πόσο ισχυρά εντυπώνεται σ’ εμάς καθώς μελετούμε τις αφηγήσεις του Ευαγγελίου της ζωής του Χριστού! Ο Ιησούς προσεκάλεσε, «Έλθετε οπίσω μου, και θέλω σας κάμει αλιείς ανθρώπων.» Είπε, «Ακολούθει μοι.» «Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς, και μάθετε απ’ εμού.» Και τι θα έκαναν αυτοί οι ακόλουθοί του; Θα μετείχαν στο έργο που εκτελούσε ο ίδιος Ιησούς ‘κηρύττοντας και λέγοντας’: «Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» (Ματθ. 4:19· 9:9· 11:28, 29· 4:17) Ως μαθηταί του εδιδάχθησαν απ’ αυτόν και γρήγορα έγιναν επαρκώς πεπειραμένοι στη διακονία για να σταλούν μόνοι των. Πρώτα, ο Ιησούς απέστειλε τους δώδεκα με τις οδηγίες: «Και υπάγοντες κηρύττετε λέγοντες, Ότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» (Ματθ. 10:5, 7) Αργότερα προσδιώρισε εβδομήντα άλλους και τους απέστειλε με όμοια εντολή.—Λουκ. 10:1-11.
7. (α) Στη ζωή του Ιησού, πόσο σπουδαίο ήταν το κήρυγμα; (β) Πώς, λοιπόν, έφθασαν οι μαθηταί του να θεωρούν αυτό το έργο;
7 Ο Ιησούς ήταν τόσο πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτό το έργο του κηρύγματος, ώστε αργότερα είπε στον Κυβερνήτη Πιλάτο, ότι η κατ’ εξοχήν αιτία για την οποίαν είχε γεννηθή, ο σκοπός για τον οποίον είχε έλθει στον κόσμο, ήταν ‘να μαρτυρήση εις την αλήθειαν’. (Ιωάν. 18:37) Με κατανόησι, εκείνοι, που ήσαν μαθηταί του, είχαν μια όμοια αίσθησι επειγούσης ανάγκης εν σχέσει με τούτο, τόσον ώστε, όταν διετάχθησαν από τους επισήμους να παύσουν να κηρύττουν, απήντησαν: «Αν ήναι δίκαιον ενώπιον του Θεού, να ακούωμεν εσάς μάλλον παρά τον Θεόν, κρίνατε· διότι ημείς δεν δυνάμεθα να μη λαλώμεν όσα είδομεν και ηκούσαμεν.» (Πράξ. 4:19, 20) Ήξεραν καλά ότι, λίγο προτού αναχωρήση απ’ αυτούς, ο Ιησούς είχε ειπεί: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη.» Και τα τελευταία του λόγια προς αυτούς προτού αναληφθή στον ουρανό ήσαν: «Θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία, και έως εσχάτου της γης.» (Ματθ. 28:19, 20· Πράξ. 1:8) Ήταν αλάνθαστα σαφές σ’ αυτούς ότι το να είναι κανείς ακόλουθος του Ιησού εσήμαινε να είναι κήρυξ.
8. Όταν έγραψε στους Κορινθίους, τι είπε ο απόστολος Παύλος σχετικά με την ευθύνη του Χριστιανού ως κήρυκος;
8 Τόσο έντονα ησθάνετο ο απόστολος Παύλος την υποχρέωσι που βαρύνει όλους όσοι ακολουθούν τα ίχνη του Ιησού Χριστού, ώστε έγραψε στους ομοίους του Χριστιανούς στην Κόρινθο: «Διότι εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω. Επειδή εάν κάμνω τούτο εκουσίως, έχω μισθόν· εάν δε ακουσίως, είμαι εμπεπιστευμένος οικονομίαν.» (1 Κορ. 9:16, 17) Ο καθένας από μας οφείλει να αισθάνεται αυτό το ίδιο βάρος ευθύνης. Σε τούτο πρέπει να κάμωμε όπως ο Παύλος ενεθάρρυνε εκείνους τους Κορινθίους Χριστιανούς: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.» (1 Κορ. 11:1) Αν κρατούμε τα μάτια μας εντατικά συγκεντρωμένα στον Ιησούν και σ’ εκείνους που ήσαν πιστοί μιμηταί του, θα αισθανώμεθα την ίδια επείγουσα ανάγκη για τη διακήρυξι των αγαθών νέων που ησθάνοντο και αυτοί.
ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟΝ
9. Πόσο σπουδαία είναι η υπομονή στη διακονία;
9 Ο Ιησούς παρέμεινε στο έργο του ώσπου μπόρεσε να αναφέρη στον Πατέρα του: «Εγώ σε εδόξασα επί της γης· το έργον ετελείωσα το οποίον μοι έδωκας δια να κάμω.» (Ιωάν. 17:4) Και αυτή πρέπει να είναι η απόφασις όλων όσοι είναι ακόλουθοί του. Απαιτείται εγκαρτέρησις, υπομονή. Δεν είναι αρκετό απλώς ότι είχατε πίστι, ή ότι έχετε συμμετάσχει στο έργο του κηρύγματος. «Έχετε χρείαν υπομονής, δια να κάμητε το θέλημα του Θεού, και να λάβητε την επαγγελίαν.» (Εβρ. 10:36) Πόσο ανόητο θα ήταν να χάση κανείς την επαφή με την αλήθεια και να γλιστρήση πάλι στις κατευθύνσεις του παλαιού κόσμου, σαν χοίρος που επιστρέφει στο κύλισμά του στο βόρβορο! «Ας μη αποκάμνωμεν δε πράττοντες το καλόν· διότι εάν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ.»—Γαλ. 6:9.
10. Πώς πρέπει να αισθάνεται ένας Χριστιανός διάκονος όταν οι άνθρωποι στον τομέα του δεν θέλουν να προσέξουν τα αγαθά νέα;
10 Είναι αλήθεια ότι δεν θ’ ανταποκριθούν όλοι στο κήρυγμά σας των αγαθών νέων. Σε πολλά μέρη ένας κήρυξ των αγαθών νέων μπορεί να πάη από σπίτι σε σπίτι επί ώρες χωρίς να μπορέση να δώση τίποτε περισσότερο από την πιο σύντομη παρουσίασι του αγγέλματος. Οι άνθρωποι μπορεί να μη δέχωνται τα Γραφικά έντυπα που τους προσφέρει, και αυτός μπορεί να έχη τάσι ν’ αποθαρρυνθή. Αλλ’ αν έχη ευσυνείδητα προετοιμάσει την παρουσίασί του και κάνη σοβαρή προσπάθεια να διεγείρη το ενδιαφέρον των ατόμων εκείνων για τον λόγον του Θεού, υπάρχει μήπως αιτία να συμπεράνη ότι η διακονία του είναι άκαρπη; Όχι. «Δεν είναι μαθητής ανώτερος του διδασκάλου, ουδέ δούλος ανώτερος του κυρίου αυτού.» (Ματθ. 10:24) Δεν επρόσεχαν όλοι τον Ιησούν. Οι άνθρωποι στην πατρίδα του δεν τον επίστευαν. Όταν εταξίδεψε στη χώρα των Γεργεσηνών, δεν έγινε δεκτός από τον όχλο, αλλά «παρεκάλεσαν να μεταβή από των ορίων αυτών.» Στην Ιερουσαλήμ κατηγορήθη ως δαιμονιζόμενος. (Ματθ. 8:34· Λουκ. 4:16, 28, 29· Ιωάν. 8:52) Άλλοι από τους δούλους του Θεού συνήντησαν όμοια ανταπόκρισι.
11. Όταν εκήρυτταν ο Σαμουήλ και ο Νώε, πώς έγινε δεκτό το άγγελμα;
11 Ο Σαμουήλ ήταν προφήτης του Θεού στον Ισραήλ, και ο λαός τον οποίον διακονούσε ήσαν εκείνοι που είχαν ξεχωρισθή από τον Θεό ως ειδικό απόκτημά Του, αλλά και αυτοί ακόμη δεν επρόσεχαν πάντοτε. Ο Σαμουήλ δεν ήταν αδιάφορος για την κατάστασι. Όταν ο λαός αγνόησε την καλή του συμβουλή και εζήτησε βασιλέα, αυτός προφανώς έλαβε μια αίσθησι προσωπικής αποτυχίας, αλλ’ ο Ιεχωβά τον διώρθωσε, λέγοντας: «Δεν απέβαλον σε, αλλ’ εμέ απέβαλον από του να βασιλεύω επ’ αυτούς.» (1 Σαμ. 8:7) Το κήρυγμα που ανετέθη στον Νώε ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Τόσο είχε εκτραπή ο άνθρωπος από ό,τι είναι ορθόν, ώστε οι Γραφές λέγουν ότι «πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας. Και μετεμελήθη ο Ιεχωβά ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γης· και ελυπήθη εν τη καρδία αυτού.» (Γεν. 6:5, 6, ΜΝΚ) Οι άνθρωποι δεν ήσαν διατεθειμένοι να προσέξουν την προειδοποίησι του Νώε. Μετά το κήρυγμά του επί σαράντα έως πενήντα χρόνια, κανείς δεν είχε ανταποκριθή εκτός από την οικογένειά του. Μόνο αυτός και η σύζυγός του, οι τρεις γυιοί του και οι γυναίκες των, εμπήκαν στην κιβωτό. Οι υπόλοιποι «δεν ενόησαν». (Ματθ. 24:39) Μήπως είχε ο Νώε αποτύχει ως κήρυξ; Καθόλου! Πράγματι, συνιστάται σ’ εμάς ως ‘κήρυξ δικαιοσύνης’, τον οποίον ο Θεός διεφύλαξε όταν κατέστρεψε τον πονηρό εκείνο κόσμο. Ο Νώε έδειξε υπομονή.—2 Πέτρ. 2:5.
12. Κάτω από ποιες περιστάσεις εκήρυττε ο Μωυσής, και γιατί εξακολούθησε να το πράττη αυτό;
12 Έχετε, επίσης, υπ’ όψι τον Μωυσή και τον τομέα, στον οποίον είχε διορισθή να κηρύττη. Επανειλημμένως ο Ιεχωβά απέστειλε τον Μωυσή στον Φαραώ για να διακηρύξη τις κρίσεις Του. Αυτές οι επανεπισκέψεις στη βασιλική αυλή έγιναν ασφαλώς όχι επειδή ο Φαραώ επέδειξε καλή θέλησι· δεν υπεκινούντο από κάποια ένδειξι ότι ο Φαραώ θα μπορούσε να ενωθή στη λατρεία του Ιεχωβά. Όχι, αλλά έγιναν παρά την ύπαρξι εναντιώσεως, και με υπακοή στον Ιεχωβά, για να κάμη ο Μωυσής γνωστές τις κρίσεις του Θεού και να διακηρύξη το όνομά Του. «Και θέλουσι γνωρίσει οι Αιγύπτιοι, ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά, όταν εκτείνω την χειρά μου επί την Αίγυπτον, και εξαγάγω τους υιούς Ισραήλ εκ μέσου αυτών», διεκήρυξε ο Ιεχωβά. (Έξοδ. 7:5, ΜΝΚ) Χρειάσθηκε θάρρος για να κηρύξη ο Μωυσής κάτω από περιστάσεις σαν αυτές.
13. Ποιες ήσαν οι πείρες του Ιερεμία στη διακονία, και πώς μπορούμε να ωφεληθούμε απ’ αυτές;
13 Ο Ιερεμίας, επίσης, αντιμετώπισε κακουχίες στη διακονία. Ο Θεός δεν του είπε, ‘Ιερεμία, έχω για σένα έναν καλό τομέα να εργασθής’. Όχι, του είπε: ‘Όταν θα κηρύττης σ’ αυτούς τους ανθρώπους στην Ιερουσαλήμ, θα πολεμήσουν εναντίον σου’. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Όταν ο Ιερεμίας τούς προειδοποίησε ότι ο Ιεχωβά επρόκειτο να επιφέρη καταστροφή στο έθνος για την αποστασία του, αυτοί εγέλασαν και εχλεύασαν και ενέπαιξαν. Πράγματι, κάποτε όταν εκήρυττε κοντά στον ναό, ένας από τους ανθρώπους που προΐσταντο εκεί εξωργίσθη για όσα έλεγε και τον ερράπισε και έπειτα τον εκλείδωσε στο δεσμωτήριο. Αρκετές φορές οι άρχοντες τον είχαν βάλει στη φυλακή. Μια φορά ο Ιερεμίας έγινε τόσο άθυμος γι’ αυτό, ώστε είπε: ‘Δεν θέλω αναφέρει πλέον περί του Θεού’. Αλλά συνήλθε απ’ αυτό. (Ιερεμ. 1:19· 20:1, 2, 9) Έπειτα, όμως, από είκοσι τρία χρόνια, ανέφερε ότι ο λαός στον τομέα δεν ανταπεκρίνετο ακόμη αρκετά. «Κατά τα είκοσι τρία ταύτα έτη . . . ελάλησα προς εσάς, εγειρόμενος πρωί και λαλών· και δεν ηκούσατε.» (Ιερεμ. 25:3, ΜΝΚ) Μολαταύτα, ο Ιερεμίας ήταν ακόμη στο έργον, κηρύττοντας θαρραλέα έπειτα από σαράντα χρόνια. Παρέμεινε σ’ αυτό ως τον καιρό ακριβώς που ο Ιεχωβά επέφερε τα πράγματα για τα οποία είχε αποστείλει τον Ιερεμία να κηρύξη. Τέτοια θαρραλέα παραδείγματα μας διεγείρουν να «τρέχωμεν μεθ’ υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα.»
ΘΑΡΡΑΛΕΟΙ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ
14. Ποια απογοητευτική πείρα έχομε συχνά, όταν επανεπισκεπτώμεθα άτομα που ήσαν στην αρχή πρόθυμα να προσέξουν τα αγαθά νέα, και γιατί;
14 Μεταξύ εκείνων, στους οποίους μιλείτε για τον Θεό και τη βασιλεία του, θα συναντήσετε μερικούς που ακούουν, αλλ’ εν τούτοις πολλοί απ’ αυτούς θα είναι απογοητευτικοί, και είναι καλό να το γνωρίζωμε αυτό. Θα συναντήσετε άτομα, που ακούουν όταν τα συναντάτε για πρώτη φορά, αλλά που δεν δείχνουν καθόλου ενδιαφέρον όταν επιστρέφετε. Ο Ιησούς παρωμοίασε αυτή την κατάστασι με σπόρο, που έπεσε κοντά στο δρόμο και τον άρπαξαν τα πουλιά προτού μπορέση να ριζώση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Διάβολος εχρησιμοποίησε εκείνους που εκδηλώνουν πνεύμα όμοιο με το δικό του για να κακοπαραστήσουν τον λόγον του Θεού και έτσι να καταστρέψουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον υπήρχε. Μην αποθαρρύνεσθε.—Ματθ. 13:3, 4, 19.
15. Γιατί άλλοι οι οποίοι προσκαίρως εκδηλώνουν σημαντική χαρά για ό,τι μαθαίνουν, αργότερα παύουν να μελετούν με τους μάρτυρας του Ιεχωβά;
15 Άλλοι θα κάμουν κάτι περισσότερο από το ν’ ακούσουν απλώς, όταν τους επισκέπτεσθε· θα δεχθούν με χαρά τον λόγο και αυτό θα σας κάμη να αισθάνεσθε ευχάριστα που μιλήσατε σ’ αυτούς. Μπορεί ακόμη να σας καλωσορίσουν όταν επιστρέφετε μερικές φορές. Εν τούτοις, μερικοί απ’ αυτούς είναι σαν φυτά που φυτρώνουν γρήγορα σε ρηχό έδαφος· οι ρίζες των δεν πηγαίνουν βαθιά. Όταν χλεύη εκσφενδονίζεται επάνω τους από τους συγγενείς των και άλλους συντρόφους, αυτό είναι περισσότερο από ό,τι περιμένουν ν’ αντιμετωπίσουν. Μπορεί να γνωρίζουν ότι τα όσα άκουσαν από τη Γραφή είναι η αλήθεια, και είναι μάλλον απολογητικοί, όταν σας λέγουν ότι φρονούν ότι θα ήταν καλύτερα να διακόψουν τη μελέτη της Γραφής μαζί σας. Αλλά, κυριαρχημένοι από φόβο ανθρώπου και έχοντας αρκετή έλλειψι αγάπης για τον Θεό, ώστε να υποκινηθούν σε υπακοή στις εντολές του, αποστατούν.—Μάρκ. 4:5, 6, 16, 17.
16. Τι άλλο συμπνίγει τον λόγον από τη ζωή των ανθρώπων;
16 Μια άλλη ομάδα, σαν σπόρος που πέφτει ανάμεσα στ’ αγκάθια, μπορεί ν’ αφήνη τον λόγον ν’ αρχίση να βλαστάνη, αλλά είναι τόσο βεβαρημένοι με άλλα ζητήματα, προβλήματα που αποτελούν αιτία ανησυχίας γι’ αυτούς και που αυτοί φρονούν ότι απαιτούν την πρώτη τους προσοχή—μακρές ώρες κοσμικής εργασίας, περιποίησις επισκεπτών και εκζήτησις αναψυχής—ώστε δεν έχουν απλώς καιρό. Μπορεί να είναι ευχάριστοι· δυνατόν να λέγουν ότι επιθυμούν να μπορούσαν να κάθωνται και ν’ ακούουν, αλλ’ απλώς δεν φρονούν ότι μπορούν να έχουν τον χρόνον.—Λουκ. 8:7, 14.
17. Πώς πρέπει να αντιδράσωμε απέναντι τέτοιων πειρών;
17 Θα επιτρέψετε στον εαυτό σας να αθυμήση και ν’ αποθαρρυνθή λόγω αυτών των πειρών; Εφωδιασμένοι με εκ των προτέρων γνώσι για όλα αυτά, αποφύγετε την αποθάρρυνσι. Μάλλον, εμμένοντας στην αλήθεια και ‘καρποφορώντας με υπομονή’, αποδείξτε ότι στην περίπτωσί σας ο λόγος του Θεού έγινε δεκτός σε καρδιά καλή και αγαθή. Με τη γεμάτη ζήλο συνέχισι της διακονίας σας, δείξτε ότι δεν είσθε ένας που μαραίνεται απέναντι του διωγμού ή ένας που εγκαταλείπει την προσδοκία του νέου κόσμου του Θεού για τα υλικά κέρδη του παλαιού κόσμου. Αποδείξτε ότι έχετε το θάρρος να εξακολουθήσετε να πράττετε το θέλημα του Θεού.—Λουκ. 8:8, 15· 2 Τιμ. 4:10, 11.
18. Τι πρέπει να γίνη όταν άλλοι, στους οποίους έχει κανείς εμπιστοσύνη, τον εγκαταλείπουν;
18 Ένας που έχει μια ισορροπημένη άποψι αυτών των πραγμάτων θα ενισχυθή για ν’ αντιμετωπίση και άλλα προβλήματα επίσης. Δεν θ’ αφήση προσωπικά προβλήματα να τον κάμουν ν’ αποθαρρυνθή. Είναι αληθές ότι κατά καιρούς οι σύντροφοί μας, ακόμη και εκείνοι που είναι μέσα στη Χριστιανική εκκλησία, κάνουν πράγματα που μπορούν να μας απογοητεύσουν. Προσπαθούν να κάμουν ό,τι είναι ορθόν, αλλά δεν είναι τέλειοι· κανείς από μας δεν είναι. Τι πρέπει να κάμωμε όταν άλλοι μας εγκαταλείπουν; Παρατηρήστε το υπόδειγμα που ετέθη για μας από τον Ιησού Χριστό, τον Αρχηγό της πίστεώς μας.
19, 20. Σχετικά με τούτο, ποιά πείρα είχε ο Ιησούς, και ποιο παράδειγμα έδωσε, από το οποίο μπορούμε να ωφεληθούμε;
19 Την τελευταία ακριβώς νύχτα της ζωής του ως ανθρώπου, επήγε ο Ιησούς στον κήπο της Γεθσημανή με τους μαθητάς του για να προσευχηθή. Σε λίγο ένας όχλος με μάχαιρες και ξύλα εκινήθη εκεί και τον συνέλαβε. Οι μαθηταί παρέμεναν αρκετά μακριά για να δουν τι συνέβαινε, αλλά, έπειτα, όπως μας λέγει το θείο υπόμνημα, «οι μαθηταί πάντες αφήσαντες αυτόν, έφυγον.» (Ματθ. 26:56) Αργότερα τη νύχτα εκείνη, στην αυλή του αρχιερέως, μια παιδίσκη, βλέποντας τον Πέτρο, είπε ότι ασφαλώς ήταν ένας από τους ακολούθους του Ιησού. Αλλά ο Πέτρος απήντησε: «Γύναι, δεν γνωρίζω αυτόν.» Τρεις φορές συνέβη αυτό, και μάλιστα στην αυλή όπου ο Ιησούς τον είδε αφού ελάλησε ο αλέκτωρ. (Λουκ. 22:55-61) Αλλ’ ο Ιησούς δεν εδίστασε. Δεν επέτρεψε οι ελλείψεις των συντρόφων του να τον κάμουν να ταλαντευθή στην πιστότητά του προς τον Θεό. Απέβλεψε στον Πατέρα του τον εν τοις ουρανοίς και ενεπιστεύθη σ’ αυτόν.
20 Έπειτα στην τρίτη ημέρα, όταν ηγέρθη εκ νεκρών, ο Ιησούς είχε την ευκαιρία, αν ήθελε, να τακτοποιήση λογαριασμούς μ’ εκείνους που τον είχαν εγκαταλείψει, αλλά τι έκαμε; Δεν τους επέπληξε για ό,τι είχαν κάμει. Δεν είπε: ‘Έπειτα από ό,τι εκάματε την προπερασμένη νύχτα, μη μου μιλήσετε ποτέ πλέον. Ετελείωσαν όλα!’ Ούτε τους έστρεψε τα νώτα και ν’ αρνηθή να τους μιλήση. Αντιθέτως, τους εδίδαξε και προσηυχήθη μαζί τους και τους εβοήθησε να γίνουν ισχυροί ώστε να μη διστάσουν πάλι, αλλά ν’ αποδειχθούν θαρραλέοι δούλοι του Θεού. Ενδιεφέρετο περισσότερο για την πιστότητά τους παρά για τα αισθήματά του. Τι θαυμαστό παράδειγμα για να το ακολουθήσωμε!—Λουκ 24:44-50.
«ΣΥΝΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ»
21. Ποια πρέπει να είναι η διάθεσίς μας ως προς την επικοινωνία με την εκκλησία του λαού του Ιεχωβά;
21 Κανείς που θέλει ν’ αποδειχθή πιστός στην υπηρεσία του Θεού δεν θ’ αφήση θιγόμενα αισθήματα ή υλιστικές επιδιώξεις ή διωγμός να τον αποχωρίσουν από την εκκλησία του λαού του Ιεχωβά. Κάθε αληθινός Χριστιανός έχει ανάγκη από αυτή την εποικοδομητική πνευματική επικοινωνία. Στις τακτικές συναθροίσεις της εκκλησίας γίνεται κανείς εξηρτισμένος να υπηρετήση τον Θεό. Εκεί ακριβώς ενισχύεται η πίστις του ώστε να μπορή θαρραλέα να εγκαρτερή στο να πράττη το θείο θέλημα. Οι δούλοι του Θεού σήμερα πρέπει να φρονούν γι’ αυτές τις συναθροίσεις όπως και οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι ήσαν πρόθυμοι, όχι μόνο να ενοχληθούν, αλλά και ν’ αντιμετωπίσουν κίνδυνο για να συνέρχωνται με τους ομοπίστους των. Ακόμη και όταν ο διωγμός ήταν έντονος εναντίον των, όπως όταν ο Βασιλεύς Ηρώδης είχε θανατώσει τον Ιάκωβο και κρατούσε τον Πέτρο στη φυλακή, οι άλλοι δεν εχαλάρωσαν από φόβο την προσέλευσί των στις συναθροίσεις. Ενώ εξασκούσαν τη δέουσα προφύλαξι, συνερχόμενοι πίσω από κλειστές θύρες, συνεκεντρώνοντο ωστόσο μαζί για να προσευχηθούν και να ενισχύσουν ο ένας τον άλλον. Εγνώριζαν ότι είχαν ανάγκη των συναθροίσεων αυτών για να μένουν πνευματικώς ζωντανοί και να έχουν το θάρρος να συνεχίσουν δίνοντας μαρτυρία, όπως τους είχε διδάξει ο Ιησούς. (Πράξ. 12:1-5, 12-17) Η ανάγκη είναι εξίσου μεγάλη σήμερα. Κάθε αληθινός Χριστιανός πρέπει να εκτιμήση αυτό το προνόμιο της επισυναγωγής για διδασκαλία από τον λόγον του Θεού όπως και οι αδελφοί στην Τροία, οι οποίοι, όταν ο Παύλος έκαμε μια σύντομη επίσκεψι σ’ αυτούς παρέμειναν ν’ ακούσουν ό,τι ελέγετο, έστω και αν ο Παύλος μιλούσε συνεχώς όλη τη νύχτα και η συνάθροισις δεν ετελείωσε παρά την αυγή. (Πράξ. 20:7-11) Όταν έχετε την ευκαιρία να συναθροισθήτε με την εκκλησία του λαού του Ιεχωβά, επωφεληθήτε πλήρως απ’ αυτό. Σε τούτο παρακινηθήτε από το παράδειγμα του Δαβίδ, ενός από το μέγα νέφος των προ-Χριστιανικών μαρτύρων του Ιεχωβά, ο οποίος έλεγε: «Ευφράνθην ότε μοι είπον, Ας υπάγωμεν εις τον οίκον του Ιεχωβά.»—Ψαλμ. 122:1, ΜΝΚ.
22. Με ποια μέσα μας βοηθεί ο Ιεχωβά να είμεθα θαρραλέοι, και ποια πρέπει να είναι η απόφασίς μας;
22 Τι θαυμαστή ενθάρρυνσις υπάρχει για όλους όσοι αγαπούν τον Θεό, ώστε να πράττουν το θέλημά του! Με τις Γραφικές αφηγήσεις της ζωής των πιστών του δούλων, ο Ιεχωβά επρομήθευσε ένα θαυμάσιο μέσον διεγέρσεως για όλους όσοι αγαπούν δικαιοσύνη, για να επιληφθούν της ευκαιρίας να είναι κήρυκες της βασιλείας του Θεού, υποδεικνύοντας στους άλλους τους ‘νέους ουρανούς και νέαν γην, όπου θα κατοική δικαιοσύνη’. (2 Πέτρ. 3:13) Μέσω προμηθειών γι’ αυτούς να συνέρχωνται και να κηρύττουν μαζί με συμμάρτυρας, τους βοηθεί να γίνουν ισχυροί και να παραμείνουν στερεοί στην πίστι. Μέσω του λόγου του τους προτρέπει να εγκαρτερήσουν στη διακονία, να επιδοθούν σθεναρά στην υπηρεσία του «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, διότι αι ημέραι είναι πονηραί.» (Εφεσ. 5:15-17) Παρέχει σ’ αυτούς το προνόμιο να τον πλησιάζουν με προσευχή, και με το πνεύμα του τους υποστηρίζει. Αν επωφελήσθε τακτικά από αυτές τις θείες προμήθειες, έχετε κάθε λόγο να είσθε θαρραλέοι· θα μπορέσετε να «στέκεσθε εις έν πνεύμα, συναγωνιζόμενοι εν μια ψυχή δια την πίστιν του ευαγγελίου· και μη φοβιζόμενοι εις ουδέν από των εναντίων· το οποίον εις αυτούς μεν είναι ένδειξις απωλείας, εις εσάς δε σωτηρίας, και τούτο από Θεού.»—Φιλιππησ. 1:27, 28.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Επανειλημμένως ο Ιεχωβά απέστειλε τον Μωυσή στον Φαραώ