«Ο Λόγος ο σος Αλήθεια Εστί»
Ποιος Ήταν ο Ιησούς Χριστός;
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι σήμερα πιστεύουν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς ένας σοφός άνθρωπος. Άλλοι, όμως, υποστηρίζουν ότι ήταν ο Θεός εν σαρκί. Συμφωνεί άραγε καμμιά απ’ αυτές τις απόψεις με το τι λέγει ο Λόγος του Θεού για τον Χριστό;
Η γνώμη ότι ο Ιησούς ήταν ένας άνθρωπος όπως κάθε άλλος άνθρωπος δεν είναι νέα. Ο λαός της Ναζαρέτ, λόγου χάριν, τον θεωρούσε απλώς σαν ένα μαραγκό του τόπου των. Δεν μπορούσαν ακριβώς να καταλάβουν γιατί αυτός απ’ όλους τους ανθρώπους θα έπρεπε να προικισθή με μεγάλη σοφία και να μπορή να εκτελή θαύματα. Σχετικά με την ανταπόκρισί τους στις διδασκαλίες του στη συναγωγή, μια ημέρα Σαββάτου, διαβάζομε: «Και πολλοί ακούοντες εξεπλήττοντο, και έλεγον, Πόθεν εις τούτον ταύτα; Και τις η σοφία η δοθείσα εις αυτόν, ώστε και θαύματα τοιαύτα γίνονται διά των χειρών αυτού; Δεν είναι ούτος ο τέκτων, ο υιός της Μαρίας, αδελφός δε του Ιακώβου και Ιωσή και Ιούδα και Σίμωνος; Και δεν είναι αι αδελφοί αυτού, ενταύθα παρ’ ημίν;»—Μάρκ. 6:2, 3.
Ακόμη και πολλοί από τους ίδιους τους συγγενείς του Ιησού, τουλάχιστον για λίγο χρονικό διάστημα, τον θεωρούσαν σαν ένα απλό άνθρωπο. Δεν το θεώρησαν για τίποτε να προσπαθήσουν να τον διορθώσουν ή να τον συμβουλέψουν. Σε μια περίπτωσι μαζεύτηκε τόσο πολύ πλήθος στο σπίτι που βρισκόταν ο Ιησούς, ώστε ήταν αδύνατον να γευματίσουν. «Και ότε ήκουσαν οι συγγενείς αυτού, εξήλθον διά να πιάσωσι αυτόν· διότι έλεγον Ότι είναι έξω εαυτού.»—Μάρκ. 3:20, 21· Ιωάν. 7:3, 4.
Οι συγγενείς του Ιησού, όπως ακριβώς και ο λαός της Ναζαρέτ, έβλεπαν τα πράγματα από ανθρώπινη άποψι. Δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι η σοφία και τα θαύματα του Ιησού υποστήριζαν την αξίωσί του ότι είχε προανθρώπινη ύπαρξι στους ουρανούς και ότι ήταν ο άμεσος αντιπρόσωπος του Πατέρα Του. Είχε εκκενωθή από την ουράνια δόξα του και ο ουράνιος Πατέρας είχε μεταβιβάσει τη ζωή του στη μήτρα της Ιουδαίας Παρθένου Μαρίας. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε ως ένας τέλειος ανθρώπινος υιός του Θεού. (Φιλιππ. 2:5-7) Στην Καπερναούμ της Γαλιλαίας, λόγου χάριν, έκαμε υπαινιγμό γι’ αυτό λέγοντας: «Παν ό,τι μοι δίδει ο Πατήρ, προς εμέ θέλει έλθει· και τον ερχόμενον προς εμέ δεν θέλω εκβάλει έξω· διότι κατέβην εκ του ουρανού, ουχί διά να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε είναι το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός, παν ό,τι μοι έδωκε, να μη απολέσω ουδέν εξ αυτού, αλλά να αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα.»—Ιωάν. 6:37-39.
Αν και οι ακροαταί του ήσαν εξοικειωμένοι με τη σοφία και τα θαύματά του, «εγόγγυζον . . . περί αυτού ότι είπεν, ‘Εγώ είμαι ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού’· και έλεγον, ‘Δεν είναι ούτος Ιησούς ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πώς λοιπόν λέγει ούτος, ότι «εκ του ουρανού κατέβην»;’» (Ιωάν. 6:41, 42) Στην πραγματικότητα, με τα λόγια τους εννοούσαν ότι η αξίωσις του Ιησού ήταν ψευδής. Αλλά τα συμπεράσματά τους ήσαν τελείως ασυνεπή με τα θαύματά του και την ανώτερη σοφία που παρείχαν αναμφισβήτητη απόδειξι θείας υποστηρίξεως, όπως το εξέφρασε πολύ καλά ένας άνθρωπος τον οποίον ο Ιησούς εθεράπευσε από τυφλότητα. «Εξεύρομεν δε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει· αλλ’ εάν τις ήναι θεοσεβής, και κάμνη το θέλημα αυτού, τούτον ακούει. Εκ του αιώνος δεν ηκούσθη, ότι ήνοιξε τις οφθαλμούς γεγεννημένου τυφλού. Εάν ούτος δεν ήτο παρά Θεού, δεν ηδύνατο να κάμη ουδέν.»—Ιωάν. 9:31-33.
Η δήλωσις του Ιησού για προανθρώπινη ύπαρξι υπεστηρίχθη όχι μόνον από θαύματα, αλλά και από τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Η προφητεία που αναφέρεται στη Βηθλεέμ, ως το μέρος όπου ο Μεσσίας ή Χριστός επρόκειτο να γεννηθή, έδειχνε επίσης την προανθρώπινη ύπαρξί του: «Και συ, Βηθλεέμ Εφραθά, η μικρά, ώστε να ήσαι μεταξύ των χιλιάδων του Ιούδα, εκ σου θέλει εξέλθει εις εμέ ανήρ διά να ήναι ηγούμενος εν τω Ισραήλ· του οποίου αι έξοδοι είναι απ’ αρχής, από ημερών αιώνος.» (Μιχ. 5:2) Αυτοί οι λόγοι του προφήτου Μιχαία είχαν κατανοηθή καλά από τους Ιουδαίους αρχιερείς και γραμματείς του πρώτου αιώνος μ.Χ. Όταν ρωτήθηκαν πού επρόκειτο να γεννηθή ο Χριστός, απήντησαν, ‘στη Βηθλεέμ’, και προς απόδειξιν ανέφεραν την προφητεία του Μιχαία.—Ματθ. 2:5, 6.
Ώστε, υπήρχε ευρεία μαρτυρία που να βεβαιώνη ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κάτι περισσότερο από ένα συνηθισμένο άνθρωπο. Εκείνοι που επέμειναν στην απόρριψι αυτής της μαρτυρίας έχασαν το προνόμιο να συμμετέχουν στη διακυβέρνησι με τον Χριστό. Οι θρησκευτικοί ηγέται που εσκεμμένα αρνήθηκαν την απόδειξι τής λειτουργίας του πνεύματος του Θεού επάνω στον Ιησού, έχασαν όλες τις προσδοκίες μελλοντικής ζωής. Ο Ιησούς τούς προειδοποίησε: «Όφεις, γεννήματα εχιδνών, πώς θέλετε φύγει από της καταδίκης της γεέννης;» (Ματθ. 23:33) Ως εκ τούτου, το να θεωρή κανείς τον Ιησού σαν ένα απλό άνθρωπο μπορεί να οδηγήση σε σοβαρές συνέπειες. Μπορεί να τυφλώση κάποιον και να μη ενεργήση κατάλληλα για να λάβη την επιδοκιμασία του Θεού.
Αλλά μήπως πρέπει να εννοήσωμε ότι ο Ιησούς ήταν ‘ο Θεός εν σαρκί;’ Για μια αξιόπιστη απάντησι στην ερώτησι αυτή πρέπει να στρέψωμε την προσοχή μας στις ίδιες τις δηλώσεις του Ιησού. Ποτέ δεν βρίσκομε ότι ο Ιησούς μίλησε για τον εαυτό του ως Θεό. Όταν κατηγορήθηκε ότι έκαμε τον εαυτό του ίσα με τον Θεό, ο Ιησούς απήντησε: «Δεν είναι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, «Εγώ είπα. Θεοί είσθε»; Εάν εκείνους είπε θεούς, προς τους οποίους έγεινεν ο λόγος του Θεού, και δεν δύναται να αναιρεθή η γραφή· εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον, σεις λέγετε, Ότι βλασφημείς, διότι είπον, Υιός του Θεού είμαι;»—Ιωάν. 10:34-36.
Ως υιός, ο Ιησούς απέδωσε ανώτερη κυριαρχία, γνώσι και μεγαλειότητα στον Πατέρα του. Εδήλωσε: «Το να καθίσητε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου, δεν είναι εμού να δώσω, ειμή εις όσους είναι ητοιμασμένον υπό του Πατρός μου.» (Ματθ. 20:23) «Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι οι εν ουρανώ ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ.» (Μάρκ. 13:32) «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ο Θεός.» (Μάρκ. 10:18) «Διότι ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου.» (Ιωάν. 14:28) Ο Ιησούς ανεγνώρισε τον Πατέρα του ως Θεό του. Λίγο προ του θανάτου του ανεφώνησε: «Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27:46) Και έπειτα, μετά την ανάστασί του είπε στη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεόν μου και Θεόν σας.» (Ιωάν. 20:17) Τελικά, σε μια αποκάλυψι στον απόστολο Ιωάννη, ο Ιησούς Χριστός ανεγνώρισε τον εαυτό του ως την πρώτη κτίσι του Θεού, λέγων: «Ταύτα λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού.»—Αποκάλ. 3:14, Ιωάν. 1:14, Κολ. 1:15.
Έτσι λοιπόν, η μαρτυρία του Ιησού σχετικά με τον εαυτό του, όταν βρισκόταν στη γη, αποκαλύπτει ότι δεν ήταν απλώς ένας σοφός άνθρωπος, ούτε και ήταν ο Θεός εν σαρκί, αλλά ήταν ο τέλειος ανθρώπινος Υιός του Θεού. Το υπόμνημα σχετικά με τους λόγους του Ιησού χρησιμεύει για να επιβεβαιώση αυτή την αλήθεια. Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Και άλλα πολλά θαύματα έκαμεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, τα οποία δεν είναι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω. Ταύτα δε εγράφησαν διά να πιστεύσητε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντες να έχητε ζωήν εν τω ονόματι αυτού.»—Ιωάν. 20:30, 31.