Κεφάλαιον 6
Το Πνεύμα που Επιστρέφει στον Θεό
ΔΕΝ πρέπει να υπάρχη αμφισβήτησις στη διάνοια οποιουδήποτε ειλικρινούς ερευνητού ότι αυτό που η Γραφή χαρακτηρίζει ως «ψυχή» δεν είναι κανένα αθάνατο μέρος του ανθρώπου που συνεχίζει μια συνειδητή ύπαρξι μετά θάνατον. Εν τούτοις υπάρχουν άτομα, που όταν τους δείχνουν τις συντριπτικές αποδείξεις τι είναι πράγματι η ψυχή, παρουσιάζουν άλλα επιχειρήματα προσπαθώντας να υποστηρίζουν την πεποίθησι ότι υπάρχει κάτι μέσα στον άνθρωπο που εξακολουθεί να ζη μετά θάνατον.
Ένα Γραφικό εδάφιο που χρησιμοποιείται συχνά είναι το Εκκλησιαστής 12:7 ΜΝΚ, που λέγει τα εξής: «Και επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψη εις τον αληθινόν Θεόν όστις έδωκεν αυτό.» Ο Μεθοδιστής θεολόγος Άνταμ Κλαρκ, στο Σχολιολόγιόν του γράφει τα εξής γι’ αυτό το εδάφιο: «Εδώ ο σοφός (Σολομών) κάνει μια πολύ φανερή διάκρισι μεταξύ του σώματος και της ψυχής: αυτά τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα· δεν είναι ύλη και τα δύο. Το σώμα, που είναι ύλη, επιστρέφει στο χώμα, στην πηγή του· αλλά το πνεύμα, που είναι άυλον, επιστρέφει στον Θεό.» Ομοίως, Ένα Καθολικό Σχολιολόγιο της Αγίας Γραφής λέγει: «Η ψυχή επιστρέφει στον Θεό.» Και τα δύο αυτά σχολιολόγια υπονοούν ότι η ψυχή και το πνεύμα είναι το ίδιο.
Ενδιαφέρει, όμως, να σημειωθή ότι άλλοι Ρωμαιοκαθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι λόγιοι παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική άποψι. Στο «Γλωσσάριον Βιβλικών Θεολογικών Όρων» που υπάρχει στην Καθολική Νέα Αμερικανική Βίβλο (εκδοθέν υπό Π. Ι. Κένεντυ και Υιών, Νέα Υόρκη, 1970), διαβάζομε τα εξής: «Όταν η λέξις ‘πνεύμα’ χρησιμοποιήται σε αντιπαραβολή με τη λέξι ‘σαρξ,’ . . . ο σκοπός δεν είναι να γίνη διάκρισις μεταξύ ενός υλικού και ενός άυλου μέρους του ανθρώπου . . . ‘Πνεύμα’ δεν σημαίνει ψυχή.» Στον Εκκλησιαστή 12:7 αυτή η μετάφρασις δεν χρησιμοποιεί τη λέξι «πνεύμα,» αλλά τη φράσι «πνοή ζωής.» Η Προτεσταντική Βίβλος του Ερμηνευτού παρατηρεί τα εξής ως προς τον συγγραφέα του βιβλίου Εκκλησιαστής: «Ο Κοέλεθ δεν εννοεί ότι η προσωπικότης του ανθρώπου εξακολουθεί να υπάρχη.» Λόγω των διαφόρων αυτών πορισμάτων, μπορούμε μήπως να είμεθα βέβαιοι τι ακριβώς είναι το πνεύμα και με ποια έννοια επιστρέφει αυτό στον Θεό;
Στον Εκκλησιαστή 12:1-7 τα αποτελέσματα του γήρατος και του θανάτου παριστάνονται με ποιητική γλώσσα. Μετά τον θάνατο, το σώμα τελικά αποσυντίθεται και γίνεται πάλι μέρος του χώματος της γης. Το «πνεύμα,» εξ άλλου, «επιστρέφει στον αληθινό Θεό.» Ο θάνατος λοιπόν του ανθρώπου συνδέεται με την επιστροφή του πνεύματος στον Θεό, πράγμα που δείχνει ότι η ζωή του ανθρώπου με κάποιον τρόπο εξαρτάται απ’ εκείνο το πνεύμα.
Στο κείμενο της πρωτοτύπου γλώσσης του εδαφίου Εκκλησιαστής 12:7, η Εβραϊκή λέξις που μεταφράζεται «πνεύμα» ή «πνοή ζωής» είναι ρούαχ. Ενώ η ζωή μας εξαρτάται από την αναπνευστική ενέργεια, η λέξις «πνοή» (όπως πολλοί μεταφρασταί συχνά αποδίδουν την λέξι ρούαχ) δεν είναι πάντοτε ένα κατάλληλο συνώνυμο της λέξεως «πνεύμα.» Επίσης, η Εβραϊκή λέξις νεσαμάχ μεταφράζεται επίσης ως «πνοή.» (Βλέπε Γένεσις 2:7 και Πράξεις 17:25.) Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι οι μεταφρασταί, χρησιμοποιώντας τη λέξι «πνοή» ως εναλλακτική απόδοσι της λέξεως «πνεύμα,» δείχνουν ότι η λέξις της πρωτοτύπου γλώσσης εφαρμόζεται σε κάτι που δεν έχει προσωπικότητα, αλλά είναι ουσιώδες για τη συνέχισι της ζωής.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Το γεγονός ότι η ζωή του ανθρώπου εξαρτάται από το πνεύμα (ρούαχ) εκτίθεται σαφώς στην Αγία Γραφή. Διαβάζομε: «Σηκώνεις [Ιεχωβά] την πνοήν [πνεύμα], ρούαχ αυτών, αποθνήσκουσι και εις το χώμα αυτών επιστρέφουσιν.» (Ψαλμός 104:29, ΜΝΚ) «Το σώμα χωρίς πνεύματος είναι νεκρόν.» (Ιακώβου 2:26) Επομένως, το πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί το σώμα.
Αλλ’ αυτή η ζωοποιητική δύναμις δεν είναι απλώς η αναπνοή. Γιατί; Διότι η ζωή παραμένει στα κύτταρα του σώματος για μια βραχεία περίοδο μετά την παύσι της αναπνοής. Γι’ αυτόν τον λόγο οι προσπάθειες αναζωογονήσεως μπορούν να επιτύχουν, όπως επίσης και όργανα του σώματος μπορούν να μεταμοσχευθούν από το ένα άτομο στο άλλο. Αλλ’ αυτά τα πράγματα πρέπει να γίνωνται γρήγορα. Μόλις παύση η δύναμις της ζωής από τα κύτταρα του σώματος, οι προσπάθειες παρατάσεως της ζωής είναι μάταιες. Όλη η πνοή στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αναζωογονήση ούτε και ένα μόνο κύτταρο. Το «πνεύμα,» αν το δούμε έτσι, πρέπει να είναι μια αόρατη δύναμις της ζωής, που είναι ενεργός σε κάθε ζωντανό κύτταρο του ανθρωπίνου σώματος.
Μήπως αυτή η δύναμις της ζωής είναι ενεργός μόνο στον άνθρωπο; Εκείνο που εκτίθεται στην Αγία Γραφή μπορεί να μας βοηθήση να φθάσωμε σ’ ένα λογικό συμπέρασμα πάνω σ’ αυτό. Σχετικά με την καταστροφή ανθρώπων και ζώων σ’ ένα παγκόσμιο κατακλυσμό, η Αγία Γραφή εκθέτει τα εξής: «Πάντα όσα είχον πνοήν [νεσαμάχ] της δυνάμεως [ρούαχ,] ζωής εις τους μυκτήρας αυτών, απέθανον.» (Γένεσις 7:22, ΜΝΚ) Στο βιβλίο Εκκλησιαστής 3:19 τονίζεται το ίδιο βασικό σημείο εν σχέσει με τον θάνατο: «Το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και έν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή [πνεύμα, Μετάφρ. Ο΄, ρούαχ] είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ’ ουδέν το κτήνος.» Επομένως, ο άνθρωπος δεν είναι ανώτερος από τα ζώα όταν πρόκειται για το πνεύμα που ζωοποιεί το σώμα του. Το ίδιο αόρατο πνεύμα ή δύναμις ζωής είναι κοινό στον άνθρωπο και στα ζώα.
Με μια έννοια, το πνεύμα ή η δύναμις της ζωής που ενεργεί και στα ζώα και στον άνθρωπο θα μπορούσε να παραβληθή με μια ροή ηλεκτρονίων ή με ηλεκτρικό ρεύμα που τροφοδοτεί μια μηχανή ή μια συσκευή. Το αόρατο ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να χρησιμοποιηθή στην εκτέλεσι διαφόρων λειτουργιών, αναλόγως του τύπου της μηχανής ή της συσκευής που ενεργοποιείται. Οι θερμάστρες μπορούν να παραγάγουν θερμότητα, οι ανεμιστήρες να παραγάγουν άνεμο, οι υπολογισταί να λύσουν προβλήματα και οι συσκευές τηλεοράσεως να αναπαραγάγουν πρόσωπα, φωνές και άλλους ήχους. Η ίδια αόρατη δύναμις, που παράγει ήχο σε μια συσκευή, μπορεί να παραγάγη θερμότητα σε μια άλλη ή μαθηματικούς υπολογισμούς σε μια άλλη. Λαμβάνει, όμως, ποτέ το ηλεκτρικό ρεύμα τα συχνά πολύπλοκα χαρακτηριστικά των μηχανών ή των συσκευών στις οποίες λειτουργεί ή ενεργεί; Όχι, παραμένει απλώς ηλεκτρισμός—απλώς μια δύναμις ή μορφή ενεργείας.
Ομοίως, τόσο οι άνθρωποι όσο και τα ζώα ‘έχουν το αυτό πνεύμα,’ την ίδια δύναμι που ενεργεί. Το πνεύμα ή η δύναμις της ζωής, που κάνει ικανό τον άνθρωπο να εκτελή λειτουργίες της ζωής, διόλου δεν διαφέρει από το πνεύμα που καθιστά ικανά τα ζώα να κάνουν το ίδιο. Αυτό το πνεύμα δεν διακρατεί τα χαρακτηριστικά των κυττάρων του νεκρού σώματος. Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωσι των εγκεφαλικών κυττάρων, το πνεύμα δεν διακρατεί τις πληροφορίες που εναποτίθενται εκεί και δεν συνεχίζει την ενέργεια της σκέψεως ανεξάρτητα απ’ αυτά τα κύτταρα. Η Βίβλος μάς λέγει: «Το πνεύμα αυτού [ρούαχ] εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.»—Ψαλμός 146:4.
Έτσι, λοιπόν, η επιστροφή του ρούαχ ή πνεύματος στον Θεό απλώς δεν μπορούσε να σημαίνη τη συνέχισι της συνειδητής υπάρξεως. Το πνεύμα δεν συνεχίζει τις ανθρώπινες λειτουργίες της σκέψεως. Είναι μόνο μια δύναμις ζωής που δεν έχει συνειδητή ύπαρξι ανεξάρτητα από το σώμα.
ΠΩΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Πώς, λοιπόν, αυτή η αόρατη, ή απρόσωπη δύναμις ή το πνεύμα επιστρέφει στον Θεό; Μήπως επιστρέφει στην κατά γράμμα παρουσία του στον ουρανό;
Ο τρόπος με τον οποίον η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί τη λέξι «επιστρέφω» δεν απαιτεί σε κάθε περίπτωσι να σκεπτώμεθα μια πραγματική κίνησι από τον ένα τόπο στον άλλο. Παραδείγματος χάριν, στους απίστους Ισραηλίτας ελέχθη: «Επιστρέψατε προς εμέ και θέλω επιστρέψει προς εσάς, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων.». (Μαλαχίας 3:7, ΜΝΚ) Προφανώς αυτό δεν εσήμαινε ότι οι Ισραηλίται έπρεπε να εγκαταλείψουν τη γη και να έλθουν ακριβώς στην παρουσία του Θεού. Ούτε εσήμαινε ότι ο Θεός θα εγκατέλειπε τη θέσι του στους ουρανούς και θα άρχιζε να κατοική στη γη με τους Ισραηλίτας. Μάλλον, η «επιστροφή» του Ισραήλ στον Ιεχωβά εσήμαινε την μεταστροφή από μια εσφαλμένη πορεία και τη συμμόρφωσι και πάλι με τη δίκαιη οδό του Θεού. Η επιστροφή του Ιεχωβά προς τον Ισραήλ εσήμαινε την ευνοϊκή στροφή της προσοχής του προς τον λαό του και πάλι. Και στις δύο περιπτώσεις η επιστροφή εσήμαινε μια στάσι, όχι μια κατά γράμμα κίνησι από μια γεωγραφική θέσι σε άλλη.
Το γεγονός ότι η επιστροφή κάποιου δεν απαιτεί πραγματική κίνησι θα μπορούσε να παρασταθή μ’ αυτό που συμβαίνει σε μια μεταβίβασι εργασίας ή ιδιοκτησίας από ένα άτομο σ’ ένα άλλο. Λόγου χάριν, σε μια ωρισμένη χώρα η διοίκησις των σιδηροδρόμων θα μπορούσε να μεταβιβασθή από μια ιδιωτική επιχείρησι στην κυβέρνησι. Όταν λάβη χώρα μια τέτοια μεταβίβασις, τα κεφάλαια των σιδηροδρόμων καθώς και όλα τα αρχεία μπορούν να παραμείνουν εκεί που είναι. Εκείνο που αλλάζει είναι η εξουσία.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωσι του πνεύματος ή της δυνάμεως της ζωής. Στον θάνατο δεν είναι ανάγκη να γίνη πραγματική κίνησις από τη γη προς το ουράνιο βασίλειο για να επιστρέψη το πνεύμα στον Θεό.
Αλλά το χάρισμα ή δώρον της υπάρξεως ως νοήμονος πλάσματος, που απελάμβανε άλλοτε το νεκρό άτομο, τώρα επανέρχεται στον Θεό. Εκείνο που χρειάζεται για να ζωοποιήση το άτομο, δηλαδή το πνεύμα ή η δύναμις της ζωής, είναι στα χέρια του Θεού.—Ψαλμός 31:5· Λουκάς 23:46.
Η κατάστασις θα μπορούσε να παραβληθή με την κατάστασι ενός κατηγορουμένου ο οποίος λέγει στον δικαστή, ‘Η ζωή μου είναι στα χέρια σου.’ Εννοεί μ’ αυτό ότι από τον δικαστή εξαρτάται αν θα συνεχισθή η ζωή του. Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα εκλογής σ’ αυτό το ζήτημα. Δεν είναι στα χέρια του.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωσι ενός νεκρού ανθρώπου. Αυτός δεν έχει καμμιά εξουσία στο πνεύμα του ή στη δύναμι της ζωής. Αυτή έχει επιστρέψει στον Θεό με την έννοια ότι από τον Θεό εξαρτάται η μέλλουσα προοπτική ζωής του ατόμου. Στον Θεό ανήκει ν’ αποφασίση αν θα αποκαταστήση το πνεύμα ή τη δύναμι της ζωής στον αποθανόντα.
Αποκλείει, όμως, αυτό κατ’ ανάγκην κάθε δυνατότητα ζωής μετά θάνατον; Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να εξετασθή;
ΤΙ ΘΑ ΛΕΧΘΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙ Ή ΤΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΙ;
Εκατομμύρια άνθρωποι διαφόρων θρησκευτικών πεποιθήσεων, είτε Χριστιανοί είναι είτε μη Χριστιανοί, πιστεύουν ότι οι άνθρωποι είχαν ζήσει πριν από την παρούσα ζωή τους και θα εξακολουθήσουν να ζουν μετά τον θάνατό τους. Μολονότι οι αντιλήψεις των διαφέρουν πολύ, εν τούτοις όλοι πιστεύουν ότι κάποιο μέρος του ανθρώπου αναγεννάται ή μετενσαρκώνεται σ’ ένα άλλο σώμα.
Το βιβλίο Εγχειρίδιο του Βουδδισμού, παρουσιάζοντας μια σειρά επιχειρημάτων για την πίστι στην αναγέννησι, λέγει τα εξής: «Κάποτε λαμβάνομε παράδοξες πείρες που δεν μπορούν αλλιώς να εξηγηθούν παρά με την αναγέννησι. Πόσο συχνά συναντούμε άτομα που μας είναι τελείως ξένα και όμως εσωτερικά αισθανόμεθα ότι μας είναι πολύ γνωστά! Πόσο συχνά επισκεπτόμεθα τόπους και έχομε την εντύπωσι ότι το περιβάλλον τους μας είναι τελείως γνωστό;»
Συνέβη αυτό σ’ εσάς ποτέ; Μετά τη συνάντησί σας μ’ ένα πρόσωπο, είχατε ποτέ το αίσθημα ότι γνωρίζατε αυτό το πρόσωπο από πολύν καιρό; Πώς μπορεί να εξηγήση κανείς αυτή την πείρα;
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων. Ίσως, μετά από λίγη σκέψι μπορεί να διαπιστώσατε ότι το πρόσωπο που συναντήσατε είχε φυσικά χαρακτηριστικά και εξωτερικά έμοιαζε μ’ ένα συγγενή ή φίλο.
Επίσης, μπορεί να έχετε ζήσει σε κάποια πόλι ή να έχετε ιδεί εικόνες αυτής της πόλεως. Κατόπιν, όταν επισκεφθήτε μια άλλη πόλι, μπορεί να παρατηρήσατε ωρισμένες ομοιότητες ώστε να είχατε το αίσθημα ότι το περιβάλλον πραγματικά δεν ήταν ξένο ή άγνωστο σ’ εσάς.
Δεν είναι, λοιπόν, λογικό να συμπεράνωμε ότι το αίσθημα που έχομε ότι γνωρίζομε ανθρώπους και τόπους, που για πρώτη φορά τους βλέπομε, δεν προέρχεται από το ότι έχομε ζήσει ήδη κάποτε, αλλά είναι αποτέλεσμα πείρας της παρούσης ζωής; Πραγματικά, αν όλοι οι άνθρωποι είχαν ζήσει πολλές φορές, δεν θα το ήξεραν όλοι αυτό; Γιατί, λοιπόν, εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν ούτε την ελάχιστη αίσθησι ή σκέψι ότι έχουν ζήσει και μια άλλη φορά; Επίσης, πώς μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αποφεύγη τα λάθη που έκαμε στην προηγούμενη ζωή του αν δεν μπορεί ούτε να τη θυμηθή; Σε τι θα ωφελούσε αυτή η προηγούμενη ζωή;
Μερικοί δίνουν την εξήγησι ότι ‘η ζωή θα ήταν ένα βάρος αν οι άνθρωποι ήξεραν τις λεπτομέρειες της προηγούμενης ζωής των.’ Έτσι το εκφράσθηκε ο Μαχάτμα Κ. Γκάντι, λέγοντας: «Είναι καλωσύνη της φύσεως που δεν ενθυμούμεθα τις περασμένες γεννήσεις. Πού έγκειται άλλωστε το καλό του να γνωρίζωμε λεπτομερώς τις αναρίθμητες γεννήσεις που περάσαμε; Η ζωή θα ήταν ένα βάρος αν φέρναμε ένα τόσο τεράστιο φορτίο αναμνήσεων. Ένας έξυπνος άνθρωπος σκοπίμως λησμονεί πολλά πράγματα, όπως ένας δικηγόρος λησμονεί τις νομικές υποθέσεις και τις λεπτομέρειές των μόλις αυτές παρέλθουν.» Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα εξήγησις, αλλά στηρίζεται σε στερεό θεμέλιο;
Μολονότι η ικανότης μας να επαναφέρωμε στη μνήμη μας πολλά πράγματα που έχομε δοκιμάσει μπορεί να είναι περιωρισμένη, η διάνοιά μας βέβαια δεν είναι εντελώς άγραφη ως προς αυτά. Ένας δικηγόρος μπορεί να λησμονήση τις ακριβείς λεπτομέρειες ωρισμένων υποθέσεων, αλλά η πείρα που απέκτησε με τον χειρισμό αυτών των υποθέσεων γίνεται ένα μέρος του αποθέματος των γνώσεών του. Ασφαλώς αυτός θα είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα αν λησμονούσε πραγματικά τα πάντα. Έπειτα, τι είναι εκείνο που προξενεί στους ανθρώπους πιο μεγάλη ενόχλησι—μια αδύνατη μνήμη ή μια καλή μνήμη; Μήπως ένας ηλικιωμένος που έχει καλή μνήμη του αποθέματος των γνώσεών του και της πείρας του δεν είναι σε καλύτερη θέσι από έναν άλλον ο οποίος σχεδόν έχει λησμονήσει τα πάντα;
Πραγματικά, τι είδους «καλωσύνη» ήταν αυτή αν χρειαζόταν να μάθωμε και πάλι πράγματα που ήδη είχαμε μάθει σε μια προηγούμενη ύπαρξί μας; Μήπως θα το θεωρούσατε ως «καλωσύνη της φύσεως» αν κάθε δέκα χρόνια της ζωής σας ξεχνούσατε σχεδόν όλα όσα ξέρατε και έπρεπε ν’ αρχίσετε να μαθαίνετε πάλι μια γλώσσα για ν’ αρχίσετε κατόπιν να οικοδομήτε ένα απόθεμα γνώσεων και πείρας, απλώς και μόνον για να τα χάσετε πάλι από τη μνήμη σας; Δεν θα ήταν μάταιο αυτό; Δεν θα προκαλούσε αυτό τρομερές απογοητεύσεις; Γιατί, λοιπόν, να φαντάζεσθε ότι αυτό συμβαίνει κάθε εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια; Μπορείτε να φαντασθήτε ότι ένας στοργικός Θεός θα μπορούσε να κάμη αυτή την αναγέννησι ένα μέρος του σκοπού του για την ανθρωπότητα;
Πολλοί οι οποίοι παραδέχονται τη δοξασία της αναγεννήσεως πιστεύουν ότι εκείνοι που διάγουν κακή ζωή θα ξαναγεννηθούν σε μια κατώτερη κοινωνική τάξι ή ως έντομα, πτηνά ή κτήνη. Και όμως πώς συμβαίνει να υπάρχη τόσο μεγάλη ανθρώπινη πληθυσμιακή έκρηξις σ’ ένα καιρό που το έγκλημα και η βία αυξάνουν σε πρωτοφανή κλίμακα; Επίσης, γιατί ακόμη και αυτοί που ανήκουν στην κατώτερη τάξι υπερέχουν όταν τους δίδεται ευκαιρία εκπαιδεύσεως; Παραδείγματος χάριν, η εφημερίς Τάιμς της Νέας Υόρκης στις 26 Οκτωβρίου ανέγραψε ότι ένα κορίτσι δεκαέξη ετών κατώτερης κοινωνικής τάξεως ήταν το πιο έξυπνο κορίτσι του σχολείου στο Καλλιπασίμ της Ινδίας. Ήταν εξυπνότερο από ένα κορίτσι της ανωτάτης τάξεως των Βραχμάνων. Πώς θα μπορούσε να εξηγηθή αυτό; Δεν είναι αλήθεια ότι η δοξασία της αναγεννήσεως ή μετενσαρκώσεως δεν μπορεί να δώση ικανοποιητικές επεξηγήσεις γι’ αυτά τα πράγματα;
Σκεφθήτε, επίσης, τους καρπούς που παράγονται απ’ αυτή τη διδασκαλία. Δεν απεστέρησε αυτή πολλούς ανθρώπους από μια αξιοπρεπή υπόστασι, αναγκάζοντάς τους ν’ ασκήσουν δουλικά επαγγέλματα κάτω από άσχημες συνθήκες εργασίας, με μικρή πιθανότητα βελτιώσεως της τύχης των στη ζωή μέσω εκπαιδεύσεως;
ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΓΡΑΦΗ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙ;
Φυσικά, μερικοί μπορεί να ισχυρισθούν ότι τα λογικά συμπεράσματα δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα αναγεννήσεως. Η απάντησίς των στα ανωτέρω επιχειρήματα θα μπορούσε να είναι η εξής: ‘Και η Αγία Γραφή ακόμη διδάσκει την αναγέννησι. Αυτό είναι ένα από τα πολλά πράγματα που δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως οι άνθρωποι.’
Αφού αυτοί που πιστεύουν στην αναγέννησι φέρουν και τη Γραφή στη συζήτησι, πρέπει να εξετάσωμε τι λέγει γι’ αυτό το ζήτημα. Τι Γραφική απόδειξις ακριβώς υπάρχει για την πίστι στην αναγέννησι; Το βιβλίο Τι Είναι ο Βουδδισμός; απαντά: «Για τον Χριστιανό αναγνώστη θα λέγαμε ότι [η δοξασία της αναγεννήσεως] παρουσιάζεται καθαρά σε περικοπές των διδασκαλιών του Χριστού που σώζονται ακόμη. Λάβετε υπ’ όψιν, για παράδειγμα, τις πολύ διαδεδομένες σημερινές φήμες ότι ο Ιησούς ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Ιερεμίας ή ο Ηλίας που επανήλθαν (Ματθαίος 16:13-16). Ακόμη και ο Ηρώδης φαίνεται ότι ενόμισε πως αυτός ήταν ‘ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που αναστήθηκε εκ νεκρών’.»
Τι θα λεχθή γι’ αυτά τα επιχειρήματα; Ισχυρίσθηκε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ότι ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Ιερεμίας ή ο Ηλίας; Όχι, αυτοί οι ισχυρισμοί έγιναν από ανθρώπους που δεν παρεδέχοντο τον Ιησούν όπως ήταν πραγματικά, δηλαδή, ο υποσχεμένος Μεσσίας ή Χριστός. Ο Ιησούς απλώς δεν μπορούσε να ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, διότι όταν ήταν περίπου τριάντα ετών ηλικίας, ο Ιησούς, που ήταν νεώτερος, βαπτίσθηκε από τον Ιωάννη, που ήταν μεγαλύτερος. (Ματθαίος 3:13-17· Λουκάς 3:21-23) Ο βασιλεύς Ηρώδης κατέληξε στο παράλογο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς ήταν ο Ιωάννης αναστημένος εκ νεκρών, λόγω του αισθήματος μεγάλης ενοχής επειδή είχε εκτελέσει τον Ιωάννη.
Αλλά δεν υπάρχουν άμεσες δηλώσεις του Ιησού Χριστού που θεωρούνται ότι υποστηρίζουν πίστι στην αναγέννησι ή τη μετενσάρκωσι; Υπάρχει μία. Σε μια περίπτωσι ο Ιησούς Χριστός συνέδεσε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή με τον αρχαίο Εβραίο προφήτη Ηλία, λέγοντας: «Ήλθεν ήδη ο Ηλίας, και δεν εγνώρισαν αυτόν, αλλ’ έπραξαν εις αυτόν όσα ηθέλησαν· . . . ενόησαν οι μαθηταί, ότι περί Ιωάννου του Βαπτιστού είπε προς αυτούς.» (Ματθαίος 17:12, 13) Όταν είπε ο Ιησούς ότι «ήλθεν ήδη ο Ηλίας» μήπως εννοούσε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ο Ηλίας αναγεννημένος;
Η απάντησις σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να καθορισθή με βάσι αυτά που λέγει η Γραφή ως σύνολον. Πολλοί Ιουδαίοι στον καιρό της επιγείου διακονίας του Ιησού ενόμιζαν ότι ο Ηλίας θα επανήρχετο κατά γράμμα. Και η προφητεία του Μαλαχία υπεδείκνυε τον χρόνο οπότε ο Ιεχωβά Θεός θα έστελνε τον προφήτη Ηλία. (Μαλαχίας 4:5) Αλλά ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν θεωρούσε τον εαυτό του ως τον ίδιο τον Ηλία ή ως μετενσάρκωσι εκείνου του Εβραίου προφήτου. Σε μια περίπτωσι ωρισμένοι Ιουδαίοι τον ερώτησαν, «Ηλίας είσαι συ;» Ο Ιωάννης απήντησε, «Δεν είμαι.» (Ιωάννης 1:21) Είχε προλεχθή, όμως, ότι ο Ιωάννης θα προετοίμαζε την οδόν έμπροσθεν του Μεσσία «εν πνεύματι και δυνάμει Ηλίου.» (Λουκάς 1:17) Όταν λοιπόν ο Ιησούς συνέδεσε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή με τον Ηλία εξηγούσε απλώς πώς η προφητεία εκπληρώθηκε στον Ιωάννη ο οποίος έκαμε ένα έργο σαν εκείνο του αρχαίου Ηλία.
Μια άλλη περικοπή της Γραφής την οποία επικαλούνται όσοι πιστεύουν στη μετενσάρκωσι είναι η προς Ρωμαίους 9:11-13: «Πριν έτι γεννηθώσι τα παιδία [ο Ησαύ και ο Ιακώβ], και πριν πράξωσί τι αγαθόν ή κακόν, δια να μένη ο κατ’ εκλογήν προορισμός του Θεού, ουχί εκ των έργων, αλλ’ εκ του καλούντος, ερρέθη προς αυτήν [την Ρεβέκκαν], ότι ο μεγαλήτερος θέλει δουλεύσει εις τον μικρότερον, καθώς είναι γεγραμμένον [στον Μαλαχία 1:2, 3]: ‘Τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα’.» Δεν δείχνει αυτή η περικοπή ότι η εκλογή του Θεού βασίσθηκε σε ό,τι είχαν κάμει ο Ιακώβ και ο Ησαύ στη διάρκεια της ζωής των που προηγήθηκε της γεννήσεώς των από τη Ρεβέκκα;
Γιατί να μη το ξαναδιαβάσετε; Σημειώστε ότι λέγει συγκεκριμένα ότι η θεία εκλογή έγινε προτού ένας από τους δύο πράξη καλό ή κακό. Η θεία εκλογή, λοιπόν, δεν εξηρτάτο από τα έργα του παρελθόντος που έγιναν σε μια προγενέστερη ζωή.
Πάνω σε ποια βάσι, λοιπόν, θα έκανε ο Θεός εκλογή πριν από τη γέννησι των τέκνων; Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο Θεός μπορεί να διακρίνη το έμβρυο και επομένως γνωρίζει τη γενετική δομή των ανθρώπων πριν από τη γέννησι. (Ψαλμός 139:16) Ο Θεός, ασκώντας την πρόγνωσί του διέγνωσε πώς θα ήσαν βασικά τα δυο παιδιά ως προς την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα κι έτσι μπορούσε να κάμη εκλογή εκείνου που θα ήταν πιο κατάλληλος για την ανώτερη ευλογία. Η ιστορία της ζωής των δύο παιδιών επιβεβαιώνει τη σοφία της θείας εκλογής. Ενώ ο Ιακώβ έδειξε πνευματικό ενδιαφέρον και πίστι στις θείες επαγγελίες, ο Ησαύ εξεδήλωσε υλιστική τάσι και έλλειψι εκτιμήσεως των ιερών πραγμάτων.—Εβραίους 11:21· 12:16, 17.
Όσο για την παράθεσι του αποστόλου Παύλου από τον Μαλαχία για το ότι ο Θεός ‘ηγάπησε τον Ιακώβ’ και ‘εμίσησε τον Ησαύ,’ και αυτό επίσης σχετίζεται με την άποψι του Ιεχωβά γι’ αυτούς βασισμένη στη γενετική τους δομή. Η δήλωσις αυτή, μολονότι ανεγράφη από τον Μαλαχία πολλούς αιώνες μετά από τα χρόνια της ζωής των, επεβεβαίωσε τα όσα είχε πει ο Θεός γι’ αυτά τα παιδιά προτού γεννηθούν.
Ένα ερώτημα που ήγειραν οι μαθηταί του Ιησού αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα που αναφέρεται από μερικούς προς υποστήριξιν της μετενσαρκώσεως. Οι μαθηταί ερώτησαν για έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής: «Τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ώστε να γεννηθή τυφλός;» (Ιωάννης 9:2) Μήπως αποκαλύπτουν αυτά τα λόγια ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είχε ζήσει προηγουμένως;
Όχι! Ο Ιησούς Χριστός δεν έκαμε κανένα υπαινιγμό ότι το παιδί που αναπτύσσεται στην κοιλιά της μητέρας του αμάρτησε προτού γεννηθή. Ο Ιησούς είπε: «Ούτε ούτος ήμαρτεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλά δια να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ.» (Ιωάννης 9:3) Δηλαδή, οι ανθρώπινες ατέλειες και τα μειονεκτήματα, όπως η τυφλότης αυτού του ανθρώπου, αποτελούσαν ευκαιρία να εκδηλωθούν τα έργα του Θεού με τη μορφή μιας θαυματουργικής θεραπείας. Αν δεν εγεννάτο κανένας τυφλός, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να γνωρίσουν ότι ο Θεός μπορεί να δώση την όρασι σ’ έναν που γεννήθηκε τυφλός. Ο Ιεχωβά Θεός, επιτρέποντας να υπάρξη μια αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή, χρησιμοποίησε τις ατέλειες και τα μειονεκτήματα των ανθρώπων για να δείξη τι μπορεί να κάμη γι’ αυτά.
Μολονότι, λοιπόν, μπορεί να υπάρχουν Βιβλικές περικοπές που νομίζουν μερικοί ότι αυτές υποστηρίζουν την ιδέα της αναγεννήσεως, μια πιο προσεκτική εξέτασις αποδεικνύει αλλιώς τα πράγματα. Σε κανένα μέρος της Γραφής δεν βρίσκομε να γίνεται λόγος για αναγέννησι ή μετενσάρκωσι, ότι το πνεύμα ή κάτι άλλο επιζή από τον θάνατο του σώματος. Μερικοί προσπάθησαν να διαβάσουν μέσα στις Άγιες Γραφές την ιδέα της αναγεννήσεως ή μετενσαρκώσεως. Αυτή όμως δεν είναι μια Γραφική δοξασία.
Η Αγία Γραφή τονίζει καθαρά ότι η συνειδητή ύπαρξις δεν συνεχίζεται μέσω μιας ψυχής ή πνεύματος που εγκαταλείπει το σώμα όταν πεθαίνη. Όταν κατεδίκασε τον πρώτον άνθρωπον σε θάνατο λόγω παρακοής, δεν έθεσε ενώπιόν του καμμιά προοπτική αναγεννήσεως ή μετενσαρκώσεως. Στον Αδάμ ελέχθη: «Εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» (Γένεσις 3:19) Ο άνθρωπος επρόκειτο να επιστρέψη στο χωρίς ζωή χώμα της γης.
Μήπως πρέπει, λοιπόν, να εννοήσωμε ότι η παρούσα ζωή είναι το παν; Ή μήπως υπάρχει κάποια προοπτική για μελλοντική ζωή που είναι προσιτή με κάποιον άλλον τρόπο; Μήπως θα χρειασθή με την προοπτική αυτή, οι ζώντες να βοηθήσουν τους νεκρούς, ή μήπως οι νεκροί είναι πέραν πάσης δυνατότητος βοηθείας από τους ζώντας;
[Εικόνα στη σελίδα 51]
Το πνεύμα είναι πολύ όμοιο με το ηλεκτρικό ρεύμα, που ενεργοποιεί διάφορες συσκευές, αλλά δεν λαμβάνει τα χαρακτηριστικά των.