Τα Οφέλη της Υποταγής στις Εξουσίες
1. Πώς μπορεί ένα άτομο να ταχθή εναντίον της διατάξεως του Θεού όσον αφορά τις εξουσίες, και τι δεν εμποδίζει ο Θεός να συμβή σ’ ένα άτομο που ενεργεί έτσι;
ΠΟΙΟΣ άνθρωπος θέλει εν γνώσει του να ταχθή εναντίον της διατάξεως του Θεού; Ένα άτομο μπορεί να το πράξη αυτό με το να εναντιωθή στην εξουσία που επιτρέπει ο Θεός ν’ ασκούν άνθρωποι υψηλής θέσεως επάνω στη γη. Η εναντίωσις δεν αποβαίνει προς όφελος ενός ατόμου. Ο απόστολος Παύλος λέγει στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:2: «Ώστε (ένεκα των όσα είπε ο Παύλος στο πρώτο εδάφιο, όπως εξετέθησαν ανωτέρω) ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν, εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού· οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις εαυτούς καταδίκην.» Εφόσον αυτή η εναντίωσις σημαίνει εναντίωσι στη διαταγή του Θεού, ο Θεός δεν εμποδίζει το να υποστή ο εναντιούμενος κρίσιν τιμωρίας τώρα στα χέρια της εξουσίας.
2. Γιατί ο Ιησούς δεν εναντιώθηκε στην εξουσία επάνω στη γη, και πώς ανταμείφθηκε γι’ αυτό;
2 Ο Ιησούς εγνώριζε καλά τη θεία διαταγή. Ο Ιησούς λοιπόν δεν ηναντιώθη στην επίγεια εξουσία, μολονότι αυτό εσήμαινε τον θάνατόν του. Δεν ηναντιώθη στο ότι ο Θεός εχορήγησε εξουσία στον Ρωμαίο κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ να τον θανατώση. Η εξουσία του κυβερνήτου ήταν περιωρισμένη, όπως ο ίδιος ο Ιησούς είπε στον κυβερνήτη, διότι η εξουσία του Θεού είναι υπερτάτη και απόλυτος. (Ιωάν. 19:10, 11· Λουκ. 20:20) Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν προσέφυγε στον Καίσαρα. Παρέδωσε τον εαυτό του στη διαταγή του Θεού, σαν ένα πειθήνιο αρνί, για να εκπληρώση την προφητεία του Ησαΐα 53:6, 7. (Πράξ. 8:32, 33) Αλλ’ η καταδίκη του θανάτου που υπέστη ο Ιησούς δεν έγινε επειδή αυτός ηναντιώθη στην «εξουσία»· ωφείλετο στο ότι οι συκοφάνται του υπερίσχυσαν του κυβερνήτου, ο οποίος ήθελε να παρεμποδίση μια θρησκευτική οχλαγωγία. Ο Ιησούς, επειδή δεν ηναντιώθη στη διάταξι του Θεού περί των «υπερεχουσών εξουσιών» στη γη, αντημείφθη. Ανεστήθη από τον θάνατο σε ουράνια ζωή και του εδόθη βασιλική έδρα στα δεξιά του Θεού στον ουρανό.
3. (α) Επειδή έκανε τι εθανατώθη ο Ιησούς, και όμως τι είπε κατόπιν στους μαθητάς του να κάνουν; (β) Γιατί τα Βιβλικό κήρυγμα δεν σημαίνει ότι τασσόμεθα εναντίον της διατάξεως του Θεού;
3 Ο Ιησούς εκήρυττε τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού, κι εθανατώθη επειδή τα εκήρυττε. Ο Ιησούς εγνώριζε ότι αυτό ήταν ορθόν, μολονότι η Ρωμαϊκή «εξουσία» τον εθανάτωσε επειδή εκήρυττε τη βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό, μετά την ανάστασί του από τους νεκρούς, ενεφανίσθη στους μαθητάς του και τους είπε να συνεχίσουν αμέσως το κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. Αυτό το κήρυγμα, που του εστοίχισε την επίγεια ζωή του, δεν ήταν παράλειψις υποταγής στις «υπερέχουσες εξουσίες» του κόσμου τούτου. Αυτές οι «υπερέχουσες εξουσίες» δεν μπορούν να εξαλείψουν την εντολή του Θεού δια του Χριστού να κηρυχθούν τ’ αγαθά νέα της σωτηρίας. Υποταγή λοιπόν στις κοσμικές εξουσίες δεν σημαίνει κατασιώπησιν του κηρύγματος του λόγου του Θεού. Αυτό το κήρυγμα δεν είναι εναντίωσις στη διαταγή του Θεού για τις κοσμικές εξουσίες. Κήρυγμα σημαίνει κατάλληλη υπακοή στον Θεό, από τον οποίον προέρχεται κάθε εξουσία.
4. Γιατί ο Θεός μάς άφησε να φερθούμε ενώπιον κυβερνητών και βασιλέων λόγω του κηρύγματος της Βασιλείας;
4 Αν διωκώμεθα επειδή κηρύττομε τον λόγον του Θεού, αυτό δεν σημαίνει ότι εναντιούμεθα στην κοσμική εξουσία. Όταν εμείς οι κήρυκες φερώμεθα ενώπιον βασιλέων, ηγεμόνων και κριτών επειδή κηρύττομε τ’ αγαθά νέα, ο Θεός το επιτρέπει αυτό για να δοθή σ’ αυτούς μαρτυρία και για να επωφεληθούμε κι εμείς από τη βοήθεια που μπορούν να δώσουν οι εξουσίες αυτές, αν είναι δυνατόν. Ο Ιησούς λοιπόν δεν είπε στους ακολούθους του να παύσουν να κηρύττουν όταν διωχθούν και φερθούν ενώπιον αρχόντων. (Λουκ. 12:11, 12) Αυτός μας είπε να χρησιμοποιήσωμε την περίπτωσι αυτή για να διαδώσωμε τη μαρτυρία της Βασιλείας ώστε να φθάση στις «υπερέχουσες εξουσίες», δίνοντας μαρτυρία, χωρίς να φοβούμεθα. Πρέπει να μεταστρέφωμε την περίπτωσι αυτή σε ευκαιρία για μας, για να τους δώσωμε μαρτυρία. Ο Ιησούς είπε: «Και ενώπιον έτι ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε φερθή ένεκεν εμού, προς μαρτυρίαν εις αυτούς και εις τα έθνη.»—Ματθ. 10:18.
5. Πώς οι απόστολοι εξήγησαν το ότι δεν υπήκουαν στο Ιουδαϊκό δικαστήριο, και έτσι με ποιόν ήσαν σε συμφωνία;
5 Ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι του Χριστού εξήγησαν γιατί δεν υπήκουσαν στη διαταγή του Ιουδαϊκού Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ, λέγοντας: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» Αυτή δεν ήταν περίπτωσις αδίκου εναντιώσεως σ’ εκείνο το Ιουδαϊκό Δικαστήριο, το οποίον ακόμη λειτουργούσε και είχε την αναγνώρισι της Ρωμαϊκής κυβερνήσεως. (Πράξ. 5:29) Οι απόστολοι εγνώριζαν ότι ο Θεός ο ίδιος θα κατέστρεφε το δικαστήριο εκείνο. Έτσι, δεν συνώμοσαν ούτε ενήργησαν στασιασμό εναντίον του, ακόμη και στη Χριστιανική εκκλησία. Δεν διήγειραν πολιτική ενέργεια εναντίον του δικαστηρίου, ακόμη και μεταξύ του λαού. Σε δύο σημεία ήσαν σε αρμονία με τον Θεό: (1) Στο να υποτάσσονται στην εξουσία που άφησε ο Θεός να υπάρχη, και (2) στο να υπακούουν στην εντολή του Θεού να κηρύττουν.
6, 7. (α) Πώς οι θρησκευτικές οργανώσεις του «Χριστιανικού κόσμου» υπήρξαν ένοχες εναντιώσεως στη διάταξι του Θεού; (β) Πώς η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υπήρξε ένοχη τούτου, και αυτό παρά ποιες αξιώσεις της;
6 Οι θρησκευτικές οργανώσεις του «Χριστιανικού κόσμου» υπήρξαν ένοχοι εναντιώσεως στη Θεία διαταγή. Πώς; «Με το να εναντιώνονται στις επιτετραμμένες εξουσίες μάλλον παρά να υποτάσσονται σ’ αυτές. Πώς; «Με το να αναμιγνύωνται στην πολιτική και να προσπαθούν να φθάσουν στην κορυφή του Κράτους και να κυριαρχούν επάνω σ’ αυτό.
7 Κάθε αναγνώστης της ιστορίας γνωρίζει πώς οι Ρωμαιοκαθολικοί, από τον πάπα και κάτω, προσεπάθησαν να είναι ανώτεροι στη γη από τις «υπερέχουσες εξουσίες» ή «ανώτερες εξουσίες». (Dy· AV) Προσεπάθησαν να διευθύνουν τις πολιτικές «ανώτερες «εξουσίες» αντί «να υποτάσσονται σ’ αυτές ως αληθείς Χριστιανοί. Επί αιώνες εμαίνετο η πάλη μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των κρατών του «Χριστιανικού κόσμου». Αυτοί επέβαλαν τον κανόνα των σε μερικά κράτη κι έκαμαν το Κράτος να εκτελέση θρησκευτικούς αιρετικούς χάριν αυτών. Διήγειραν επαναστάσεις εναντίον μη Καθολικών κρατών και ωδήγησαν σε ανατροπές κυβερνήσεων που δεν είχαν την επιδοκιμασία της εκκλησίας των. Επέφεραν γάμον ή ένωσιν Εκκλησίας και Πολιτείας. Σ’ αυτή την ένωσι ηγωνίσθησαν να παίξουν τον ρόλο ανδρός ώστε να είναι η κεφαλή μάλλον παρά τον ρόλο γυναικός η οποία πρέπει να υποτάσσεται στον άνδρα. Κι ωστόσο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ισχυρίζεται ότι είναι η Νύμφη του Χριστού και ότι υποτάσσεται στις διαταγές του, όπως οι διαταγές του Χριστού που εδόθησαν μέσω του Παύλου στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:1, 2, και μέσω του Πέτρου στην επιστολή 1 Πέτρ. 2:13-17, 21-24. Τώρα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία λαμβάνει μια κατάλληλη κρίσι.
8. Ποια είναι η λέξις του Ελληνικού κειμένου που ο Παύλος χρησιμοποιεί αντί της λέξεως «καταδίκη» εδώ, και τι δείχνει αν η λέξις περιορίζεται σε μια μέλλουσα ημέρα κρίσεως;
8 Η κρίσις ή καταδίκη που λαμβάνει ο εναντιούμενος στην εξουσία δεν είναι μέλλουσα κρίσις στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού., Είναι μια κρίσις που εκτελείται τώρα από την άρχουσα «εξουσία» του κόσμου. Για την «κρίσι» ο Παύλος εχρησιμοποίησε τη λέξι κρίμα (Κείμενον), η οποία δεν είναι η λέξις που χρησιμοποιείται ομοιόμορφα στην έκφρασι «η ημέρα της κρίσεως», στην οποία χρησιμοποιείται η λέξις «κρίσις». Η λέξις κρίμα μπορεί να σημαίνη οποιαδήποτε ατομική κρίσι, οποτεδήποτε, από οποιαδήποτε πλευρά, ανθρώπινη ή θεία. Δεν περιορίζεται ορθά σε μια κρίσι μελλοντικής ημέρας κρίσεως μετά τον Αρμαγεδδώνα. Έτσι, το εδάφιον Λουκάς 24:20 (Κείμενον) ομιλεί για το κρίμα ή «καταδίκην θανάτου» που εξετελέσθη στον Ιησούν από τον Ρωμαίο κυβερνήτη. Το δε εδάφιον 1 Κορινθίους 6:7 (Κείμενον) ομιλεί για κρίματα, δηλαδή, «κρίσεις» ή «δίκες» προς αλλήλους.—Yg· Ro· NW.
9. Σε ποιους οι κοσμικές εξουσίες εκτελούν κρίσι ή καταδίκη για ενοχή, και τι πρέπει να πράξη η εκκλησία για κάποιο ένοχο μέλος;
9 Οι κοσμικές εξουσίες αποδίδουν κρίση και τιμωρούν άτομα, είτε μέσα στην εκκλησία είναι είτε έξω απ’ αυτήν, αν παραβαίνουν νόμους ευπρεπείας και τάξεως. Οι παραβάται δεν δικαιούνται να παραπονεθούν για την ποινή, όπως ετόνισε ο Παύλος με τα λόγια του ενώπιον της έδρας της κρίσεως του Καίσαρος. (Πράξ. 25:11) Γι’ αυτό η Χριστιανική εκκλησία δεν μπορεί να προστατεύση κανένα από τα μέλη της αν κάνουν κλοπές, λαθρεμπόρια, διγαμίες, φόνους, λιβέλλους, απάτες, και λοιπά. Η εκκλησία πρέπει να εκδίδη τα ένοχα αυτά μέλη για τιμωρία από τις κοσμικές εξουσίες. Εφόσον οι ένοχοι παραβαίνουν τους νόμους της χώρας κι έτσι εναντιώνονται στην «εξουσία», λαμβάνουν στάσι εναντίον της θείας διατάξεως.
10. Ως ποιό σημείο μπορεί να ενεργήση μια εκκλησία για ένα μέλος που παραβαίνει τον νόμο, και γιατί;
10 Η Χριστιανική εκκλησία δεν έχει διαταγές από τον Θεό και δεν δικαιούται να προστατεύση αυτούς τους εναντιουμένους και παραβάτας του νόμου από την δέουσα ποινή της «εξουσίας» της χώρας. Δεν μπορούμε να παρεμποδίσωμε, να εναντιωθούμε ή να κατακρίνωμε την εκτέλεσι του κρίματος ή κρίσεως με το να βοηθούμε ή προστατεύωμε τους παραβάτας των νόμων. Αν το επράτταμε αυτό θα εθέταμε και τη Χριστιανική εκκλησία επίσης σε αντίθεσι στη θεία διαταγή. Η εκκλησία εκτός από το ν’ αφήση το κρίμα ή «κρίσιν» να λάβη την πορεία του στα ένοχα μέλη που επιφέρουν μομφή στον λαό του Θεού, μπορεί και ν’ αποκόψη από την επικοινωνία αυτούς τους παραβάτας του νόμου. Η εκκλησία δεν θέλει να είναι άξια κρίματος ή «κρίσεως» μαζί με τους παραβάτας του νόμου τασσόμενη ή συνεργαζόμενη μαζί τους και εναντιούμενη στην κοσμική «εξουσία». Κι αυτή επίσης δεν θέλει μομφή.
ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
11. Στην προς Ρωμαίους επιστολή 13:3, ποιοι είναι οι εννοούμενοι άρχοντες, και ποια είναι τα ‘αγαθά έργα’, για τα οποία αυτοί δεν αποτελούν αντικείμενον φόβου;
11 Το εδάφιον Ρωμαίους 13:3, συνεχίζοντας την παραπάνω σκέψι, προχωρεί και λέγει: «Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής.» Οι άρχοντες που νοούνται εδώ δεν είναι οι αόρατοι άρχοντες του κόσμου τούτου, οι οποίοι είναι ο Σατανάς ή Διάβολος και οι δαίμονες του, κατά τα εδάφια Ιωάννης 12:31· 14:30· Εφεσίους 2:2· 6:12. Εκείνοι που νοούνται εδώ με τη λέξι «άρχοντες» είναι ορατοί, επίγειοι, ανθρώπινοι. Αύται οι άρχοντες δεν είναι φόβος των «καλών έργων». Αυτό δεν σημαίνει την κήρυξί των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού, μολονότι αυτό είναι το καλύτερο έργον που θα μπορούσαμε να κάμωμε. Τα «καλά έργα» σημαίνουν τις καλές πράξεις τις οποίες οι νόμοι των «υπερεχουσών εξουσιών» διατάσσουν για τον καθένα και τις οποίες ο λαός γενικά εκτελεί.
12. Πώς η έκκλησις του Παύλου στο δικαστήριο της Καισαρείας δείχνει αν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήσαν έως τότε «φόβος» στο κήρυγμα;
12 Όταν ο Παύλος έγραψε την επιστολή του στους Χριστιανούς της Ρώμης το έτος 56, ήταν ακόμη άρχων ο Αυτοκράτωρ Νέρων. Σ’ αυτόν λοιπόν τον Ρωμαίον αυτοκράτορα έκαμε προσφυγή ο Παύλος. Γιατί ο Παύλος έκαμε προσφυγή σ’ αυτόν τον ειδωλολάτρη άρχοντα, ο οποίος κατείχε αυτοκρατορική εξουσία; Για να διατηρήση την ελευθερία, ακόμη και στο Ιουδαϊκό έδαφος, για την κήρυξι των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. (Πράξ. 25:8-12· 26:1-7) Εκείνο τον καιρό λοιπόν ο Αυτοκράτωρ Νέρων δεν ήταν «φόβος» για το εξαίρετο έργον της κηρύξεως της βασιλείας του Θεού. Ο προηγούμενος αυτοκράτωρ, Κλαύδιος (51-54 μ.Χ.), είχε εξορίσει τους φυσικούς Ιουδαίους από τη Ρώμη, περιλαμβανομένου και του Ακύλα και της Πρισκίλλης. Αλλά η ενέργεια αυτή του Αυτοκράτορος Κλαυδίου δεν ήταν εναντίον των Χριστιανών, μολονότι οι Χριστιανοί θα ήταν δυνατόν να συγχυσθούν με τους Ιουδαίους λόγω της πηγής της θρησκείας των.—Πράξ. 11:28· 18:2· Ιωάν. 4:22.
13. Έως τότε ο διωγμός των Χριστιανών εγίνετο κυρίως από ποιους, και παρ’ ότι ήταν τι απελύθη ο Παύλος από τη φυλακή στους Φιλίππους;
13 Η πυρκαϊά της Ρώμης δεν είχε γίνει ακόμη, δηλαδή, στο έτος 64, η οποία, ενώ έγινε τυχαίως, κατέληξε στον διωγμό των Χριστιανών από τότε εκ μέρους των Εθνικών κατά ένα οργανωμένο τρόπο. Ο Παύλος ήταν έτσι σε θέσι να κάμη προσφυγή στον Αυτοκράτορα Νέρωνα υπέρ της Χριστιανικής διακονίας που παρημπόδιζαν οι Ιουδαίοι στην περίπτωσι του Παύλου. Έως τώρα ο διωγμός των Χριστιανών προήρχετο κυρίως από τους Ιουδαίους. Αυτό που συνέβη στον Παύλο και στον Σίλα στους Φιλίππους της Μακεδονίας ωφείλετο κυρίως στο ότι οι δύο αυτοί ιεραπόστολοι κατηγορήθησαν από εκβιαστάς στους Εθνικούς πολιτικούς άρχοντας οπότε κι ο Παύλος κι ο Σίλας επίσης εστιγματίσθησαν ως Ιουδαίοι. Σ’ αυτή την περίπτωσι ο Παύλος πραγματικά ανεφέρθη στη Ρωμαϊκή του υπηκοότητα και απεφυλακίσθη παρά το ότι ήταν ένας δραστήριος Χριστιανός.—Πράξ. 16:19-21, 37-39.
14. Γιατί, λοιπόν, δεν εφοβήθη ο Παύλος να κάμη έκκλησι στον Καίσαρα, και πώς τούτο επεβεβαίωσε ό,τι είπε στην προς Ρωμαίους επιστολή 13:3 για τους άρχοντας;
14 Όταν λοιπόν ο Παύλος ενεφανίσθη ενώπιον του Ηγεμόνος Φήστου, δεν εφοβήθη να επικαλεσθή τον Καίσαρα, διότι ο Παύλος δεν έπραττε κανένα κακό κηρύττοντας τον λόγον του Θεού. Προσέφυγε σ’ αυτό το ανώτατο Ρωμαϊκό δικαστήριο για να υπερασπίση το δικαίωμά του να συνεχίση το κήρυγμά του. Ο Παύλος έγραψε την επιστολή του προς Ρωμαίους πολλά χρόνια προτού φυλακισθή στην Ιερουσαλήμ και στην Καισάρεια και προτού μεταφερθή στη Ρώμη για να προσφύγη προσωπικά στον Καίσαρα Νέρωνα. Ο Παύλος έφθασε στη Ρώμη πρώτα στο έτος 59 μ.Χ., δηλαδή, πέντε έτη πριν από την τυχαία πυρκαϊά της Ρώμης. Ο Παύλος μπορούσε ορθώς να γράψη, στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:3, ότι εκείνοι που άρχουν από υψηλή κοσμική θέσι δεν είναι φόβος ούτε ακόμη στην κήρυξι της Βασιλείας.
15. Ποιος είναι ο νόμιμος σκοπός της διακυβερνήσεως, και πώς ακόμη και ο νομικός κώδιξ του Χαμμουράμπι το δείχνει αυτό;
15 «Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των καλών έργων, αλλά των κακών [έργων]». Αυτό συμβαίνει λόγω της «εξουσίας» που ασκούν οι άρχοντες αυτοί. Ο νόμιμος σκοπός της εξουσίας του άρχοντος είναι ν’ αποθαρρύνη και να περιορίση τα κακά έργα. Ο άρχων πρέπει να ενεργή εναντίον της διαπράξεως του κακού, σύμφωνα με τον νόμο της χώρας. Κάθε δικαιοσύνη που υπάρχει σ’ αυτούς τους νόμους δείχνει το αποτέλεσμα της συνειδήσεως που ενεφύτευσε ο Θεός στον πρώτον άνθρωπο και της οποίας τα υπολείμματα βρίσκονται ακόμη στους ανθρωπίνους νομοθέτας. Με μια δίκαιη πορεία ο άρχων πρέπει να εμπνέη ένα περιοριστικό φόβο σε άτομα τα οποία κλίνουν προς το κακόν. Ακόμη και το προοίμιον του νομικού κωδικός του ειδωλολάτρου βασιλέως Χαμμουράμπι της αρχαίας Βαβυλώνος το έδειχνε αυτό. Στην πρώτη στήλη λέγει: «Εκείνο τον καιρό με ωνόμαζαν Χαμμουράμπι, εξυψωμένον άρχοντα, σεβόμενον τους θεούς, για να επιβάλω τη δικαιοσύνη στη χώρα, να ανατρέψω την πονηρία και το κακό, ν’ ανακουφίσω τους αδυνάτους από την καταδυνάστευσι των ισχυρών, . . . να φωτίσω τη χώρα, και να προαγάγω την ευημερία των ανθρώπων.»a
16. Τι αναμένουν οι άνθρωποι από τους κυβερνήτας των, γιατί ο Θεός τους αφήνει να χειρίζωνται εξουσία, και είναι η κατάχρησις εξουσίας διατεταγμένη από τον Θεό;
16 Το να είναι ένας άρχων φόβος του κακού είναι ένα χαρακτηριστικό όχι μόνο των ανθρώπων της εξουσίας μέσα στην οργάνωσι του Ιεχωβά, αλλά και των «υπερεχουσών εξουσιών» του κόσμου τούτου. Αυτός είναι ο καθωρισμένος σκοπός όλων των ανθρωπίνων αρχόντων κι αυτό είναι εκείνο που ο λαός, οι υπήκοοι των, αναμένουν από τους άρχοντας. Η εμπνέουσα φόβον εξουσία των αρχόντων γενικά χρησιμεύει για τον περιορισμό του κακού. Εφόσον ο Θεός επιτρέπει στους κοσμικούς άρχοντας της γης ν’ ασκούν εξουσία, αυτό γίνεται για ν’ αφεθούν να δουν πόσο πολύ ή πόσο λίγο καλό μπορούν να κάμουν με αυτήν εν συγκρίσει με την υποσχεμένη βασιλεία του Θεού. Η κατάχρησις εξουσίας επάνω στη γη δεν ωρίσθη από τον Θεό· είναι διαβολική. Η δικαιωματική άσκησις εξουσίας προβλέπεται για τον σκοπό του να προκύψουν οφέλη με τον περιορισμό της παρανομίας και της αταξίας.
17. (α) Γιατί οι Χριστιανοί δεν έχουν ‘φόβον της εξουσίας’ όταν κηρύττουν; (β) Ποιο είναι το αγαθόν που η προς Ρωμαίους επιστολή 13:3 λέγει στους Χριστιανούς να πράττουν για να έχουν έπαινο από την εξουσία;
17 Οι κακοποιοί έχουν λόγο να «φοβούνται την εξουσίαν», διότι οι νόμοι και τα διατάγματα της εξουσίας αυτής γενικά δημοσιεύονται και γίνονται γνωστά. Οι κήρυκες και οι διδάσκαλοι των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού δεν φοβούνται, διότι δεν πράττουν κακό, αλλά πράττουν το μεγαλύτερο καλό. Επίσης, όταν το εδάφιον Ρωμαίους 13:3 λέγη: «Πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής [της εξουσίας]», δεν αναφέρεται στην κήρυξι της Βασιλείας. Αναφέρεται στην υπακοή στους καλούς νόμους της χώρας, στους οποίους υπακούουν κι εκείνοι που δεν κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού. Η εξουσία, επαινώντας τα άτομα που είναι νομοταγείς υπήκοοι ή πολίται, προάγει την ευταξία, την ευπρέπεια και γενικά τις ορθές πράξεις. Ωστόσο, ο Ρωμαίος Ηγεμών Φήστος, ομιλώντας στον Βασιλέα Ηρώδη Αγρίππα Β΄, μίλησε ευνοϊκά για τον απόστολο Παύλο.—Πράξ. 25:24-27.
18. Είναι, λοιπόν, ασύνηθες για τους μάρτυρας του Ιεχωβά να λαμβάνουν έπαινο από τους πολιτικούς άρχοντας;
18 Ο Παύλος λοιπόν δεν εφοβείτο την εξουσία επειδή εκήρυττε τον λόγον του Θεού. Ήταν ευτυχής κάνοντας την υπεράσπισί του ενώπιον του Βασιλέως Αγρίππα καθώς και του Κυβερνήτου Φήστου. (Πράξ. 26:1-3· 25:8-11) Σήμερα δεν είναι ασύνηθες στους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά να τυγχάνουν επαίνων από πολιτικούς άρχοντας. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φράνσις Μπιντλ, Γενικός Εισαγγελεύς των Ηνωμένων Πολιτειών, ωμίλησε υπέρ των μαρτύρων του Ιεχωβά για να κατασιγάση την επικρατούσα οχλοχρατία σε σαράντα τέσσερες Αμερικανικές Πολιτείες, η οποία είχε υπσκινηθή από παρωδηγημένους, φανατικούς, προκατειλημμένους ανθρώπους,b Αυτό ήταν επωφελές.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Βαβυλωνιακή Ζωή και Ιστορία, υπό Σερ Ε. Α. Ουάλλις Μπαντζ, Κ. Τ., σελ. 124, έκδοσις 1925 (στην Αγγλική). Επίσης Ισραήλ και Βαβυλών, υπό Β. Λάνσντελ Βαρντλ, Μ.Α., Β.Δ., σελ. 253, 254, έκδοσις 1925 και Ελευθερία στον Αρχαίον Κόσμον, υπό Έρμπερτ Ι. Μύλλερ, Νέα Υόρκη έκδοσις 1961 (στην Αγγλική).
b Βλέπε Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στον Θείο Σκοπό, σελ. 181, 182, έκδοσις 1959 (στην Αγγλική).