Θρησκευτικές Διαθέσεις Όταν Ο Κύριος Εκήρυττε
1. Τι επίστευαν και έπρατταν οι Εσσαίοι;
ΕΚΤΟΣ από τη γεμάτη ζήλο δράσι του Ιωάννου του Βαπτιστού, υπήρχε ένας αριθμός Ιουδαϊκών ομίλων που διεμόρφωναν θρησκευτικές διαθέσεις στην Παλαιστίνη όταν ο Ιησούς άρχισε τη διακονία του. Ένας απ’ αυτούς τους ομίλους ήσαν οι Εσσαίοι, που δεν αναφέρονται στα θεόπνευστα συγγράμματα των αποστόλων και μαθητών του Ιησού. Επίστευαν ότι η ευσέβεια απαιτούσε να τιμωρούν το σώμα, να νηστεύουν και να ζουν αυστηρά, και έτσι καταφρονούσαν κάθε τι που αποτελούσε ευχαρίστησι της σαρκός. Απεμονώνοντο σε μικρές κοινότητες. Οι Εσσαίοι δεν αποτελούσαν έναν μεγάλο θρησκευτικό όμιλο που αντιμετώπιζε τον Ιησούν στο κήρυγμά του, μολονότι εσχάτως φέρθηκαν σε προεξέχουσα θέσι λόγω της ανευρέσεως των Ρόλων της Νεκράς Θαλάσσης μερικών βιβλίων της Γραφής.
2. Για ποιο πράγμα ενδιεφέροντο οι Ζηλωταί, και σε ποια περίπτωσι φαίνεται έκδηλη η επιρροή των;
2 Έπειτα υπήρχε ο όμιλος των Ζηλωτών ή Εθνικιστών. Αυτοί ήθελαν να εγερθή ένας Ιουδαίος για να τους οδηγήση σε επανάστασι εναντίον της Ρώμης και να θραύση τον ζυγό της Ρώμης και τον αποσπάση από τους τραχήλους των. Η Γαλιλαία ήταν ένα θερμοκήπιο στασιασμών, εκεί δε είχε αναπτυχθή ο Ιησούς. Ένας από τους μαθητάς του Ιησού ωνομάζετο «ο Ζηλωτής», και πιθανώς ήταν μέλος της ομάδος των Ζηλωτών. Εν τούτοις, δεν διήγειρε το εθνικιστικό πνεύμα της αυτοδιοικήσεως μόλις ο Ιησούς διέθρεψε θαυματουργικά πέντε χιλιάδες ανθρώπους. «Οι άνθρωποι λοιπόν, ιδόντες το θαύμα το οποίον έκαμεν ο Ιησούς, έλεγον, Ότι ούτος είναι αληθώς ο προφήτης ο μέλλων να έλθη εις τον κόσμον. Ο Ιησούς λοιπόν γνωρίσας ότι μέλλουσι να έλθωσι, και να αρπάσωσιν αυτόν δια να κάμωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος.» Οι εθνικισταί αυτοί ήθελαν να τον εγκαταστήσουν ως βασιλέα, συνεπώς να τον φέρουν σε αντίθεσι με τη διοίκησι της Ρώμης. Ήθελαν να στρατολογήσουν τον Ιησούν, με τις θαυματουργικές του δυνάμεις, για τους δικούς των ιδιοτελείς σκοπούς. Αλλ’ ο Ιησούς σταθερά αρνήθηκε να παρεκκλίνη από το έργο που ο ουράνιος Πατήρ του τον είχε αποστείλει να κάμη. Καθώς επιστοποίησε ενώπιον του Πιλάτου: «Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν.»—Ιωάν. 6:14, 15· 18:37· Λουκ. 6:15· Πράξ. 1:13.
3. Ποιοι ήσαν οι Σαδδουκαίοι, και πώς έβλεπαν τη Ρώμη, τις Εβραϊκές Γραφές και την παράδοσι;
3 Ένας τρίτος όμιλος ήσαν οι Σαδδουκαίοι, στους οποίους περιελαμβάνοντο γραμματείς και μέλη του Σανχεδρίν καθώς και οι δύο αρχιερείς που ήσαν επίσης μέλη του. ( Ιωάν. 11:47· Πράξ. 5:17· 22:30· 23:6) Αυτοί δεν ενδιεφέροντο για την έλευσι ενός Μεσσία, αλλ’ ενδιεφέροντο να διατηρούν την κρατούσα κατάστασι. Είχαν μια ενεργό συμφωνία με τη Ρώμη. Έπρεπε να χειρίζωνται τις υποθέσεις του ναού, τις ιερατικές υπηρεσίες, τη συλλογή των δεκάτων, τις συνεισφορές που εγίνοντο στον ναό, την πώλησι των προς θυσίαν ζώων στην Αυλή των Εθνών, και την εργασία αργυραμοιβών που εγίνετο εκεί. Οι Σαδδουκαίοι δεν εδέχοντο ούτε όλες τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές ούτε τις παραδόσεις των Φαρισαίων· πραγματικά, επίστευαν μόνο στον νόμο του Μωυσέως.
4. Πώς απήντησε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους για την ανάστασι, και γιατί;
4 Επομένως, οι Σαδδουκαίοι ήσαν εκείνοι που ήλθαν στον Ιησού ν’ αντιτείνουν για την ανάστασι, επειδή ενόμιζαν ότι ο Νόμος του Μωυσέως δεν έδινε βάσι για μια τέτοια διδασκαλία. Ο Ιησούς τους αντιμετώπισε πάνω στη δική τους βάσι, αναφέροντας περικοπή από τα συγγράμματα του Μωυσέως: «Περί δε των νεκρών, ότι ανίστανται, δεν ανεγνώσατε εν τη βίβλω του Μωυσέως, πώς είπε προς αυτόν ο Θεός επί της βάτου, λέγων, “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, και ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ”; Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζώντων· σεις λοιπόν πλανάσθε πολύ.» (Μάρκ. 12:18-27) Αυτό εσήμαινε ότι οι άνθρωποι εκείνοι που ήσαν νεκροί θα ζούσαν πάλι με ανάστασι. Όπως ακριβώς μερικοί που ζούσαν αποξενωμένοι από τον Θεό εχαρακτηρίζοντο ως νεκροί από την άποψι του Θεού, έτσι και αυτοί οι νεκροί οι επιδοκιμασμένοι εθεωρούντο ζώντες από την άποψί του.—Εφεσ. 2:1· 1 Τιμ. 5:6· Λουκ. 20:38.
5. Ποια γνώσις περί των Σαδδουκαίων θα τους προσδιώριζε ως εκείνους που εκραύγασαν, «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα»;
5 Οι Σαδδουκαίοι, λόγω της ενεργού συμφωνίας που είχαν με η Ρώμη, δεν ήθελαν να διεγείρη κάποιος ταραχή που θα μπορούσε να φέρη εκεί Ρωμαϊκές λεγεώνες για να επιβάλουν περιορισμούς. Ήθελαν ν’ απαλλαγούν από τον Ιησούν. Ο ίδιος ο Πιλάτος το εγνώριζε αυτό, και είπε στον Ιησούν: «Το έθνος το ιδικόν σου και οι αρχιερείς [Σαδδουκαίοι] σε παρέδωκαν εις εμέ.» Πολύ λογικά αυτοί θα ήσαν εκείνοι που θα έκαναν την περίπτωσί του ζήτημα νομιμοφροσύνης προς τον Καίσαρα: «Εάν τούτον απολύσης, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· πας όστις κάμνει εαυτόν βασιλέα, αντιλέγει εις τον Καίσαρα.» Και όταν ο Πιλάτος ερώτησε αν έπρεπε να σταυρώση τον βασιλέα των, οι αρχιερείς ή Σαδδουκαίοι ήσαν εκείνοι που εκραύγασαν: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα.»—Ιωάν. 18:35· 19:12-16.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ
6. Ποιοι ήσαν οι γραμματείς;
6 Μερικοί από τους γραμματείς ήσαν Σαδδουκαίοι, αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήσαν Φαρισαίοι, και γι’ αυτό ασφαλώς ο Ιησούς μιλούσε τόσο συχνά για τους γραμματείς και Φαρισαίους μαζί, όπως αναγράφεται στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο του Ματθαίου. Οι ιερατικοί γραμματείς ανεγίνωσκαν, αντέγραφαν, εδίδασκαν και ερμήνευαν τον νόμον. Έδειχναν πώς έπρεπε να εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή.—Ματθ. 23:2, 13, 15, 23, 25, 27, 29.
7. Τι επίστευαν οι Φαρισαίοι;
7 Οι Φαρισαίοι, που ήσαν οι θρησκευτικοί υποστηρικταί της παραδόσεως, ενόμιζαν ότι η σωτηρία απεκτάτο μόνο μέσω τηρήσεως των παραδόσεων ή του λεγομένου προφορικού νόμου. Απέβλεπαν στην έλευσι του Μεσσία με τον δικό τους τρόπο. Εδέχοντο όλες τις Εβραϊκές Γραφές, αλλά σ’ αυτές προσέθεταν προφορικές παραδόσεις. Ήθελαν να μένουν χωριστοί από τους Ρωμαίους επειδή ενόμιζαν ότι αποτελούσε μόλυνσι το να έχουν οποιαδήποτε σχέσι μ’ αυτούς. Ήταν επίσης κάτι μολυσματικό στη διάνοιά τους το να έχουν κάποια σχέσι με τον κοινό λαό, ο οποίος δεν τηρούσε τις προφορικές παραδόσεις.
8. Γιατί οι Φαρισαίοι ήσαν εκείνοι που παρεπονέθησαν για το ότι οι μαθηταί του Ιησού δεν ένιπταν τα χέρια τους πριν από το φαγητό;
8 Αφού οι Φαρισαίοι αγαπούσαν την παράδοσι, δεν εκπλησσόμεθα ότι ήσαν εκείνοι που παρεπονέθησαν στον Ιησού για τους μαθητάς του: «Δεν νίπτονται τας χείρας αυτών, όταν τρώγωσιν άρτον.» Το παράπονο δεν εβασίζετο σε υγιείς λόγους, αλλά υπερήσπιζε τις παραδόσεις, οι οποίες, όπως είπε ο Ιησούς, ‘ηκύρωναν την εντολήν του Θεού’. (Ματθ. 15:1-6· Μάρκ. 7:1-8) Η παράδοσις του νιψίματος των χεριών ανεπτύχθη με τον καιρό. Αρχικά ήταν ένα τελετουργικό νίψιμο πριν από τα γεύματα. Κατόπιν το νίψιμο ελάμβανε χώραν πριν από τα γεύματα και μετά απ’ αυτά, και αργότερα οι πιο αυστηροί λάτρεις ενίπτοντο και ενδιάμεσα μετά από κάθε φαγητό. Για κάποιες τροφές τα χέρια έπρεπε να βυθισθούν εντελώς, και για άλλα είδη τροφών έπρεπε να χυθή ειδικό νερό επάνω στα χέρια από τον καρπό του χεριού και κάτω. Αυτό το νερό εθεωρείτο τώρα ακάθαρτο, ώστε αν εχύνετο ξανά στα χέρια, έπρεπε τα χέρια να πλυθούν πάλι για να αφαιρεθή το ακάθαρτο νερό. Το Ταλμούδ εκθέτει την ποινή της παραλείψεως: «Εκείνος που ολίγο εκτιμά το νίψιμο των χεριών θα χαθή από τη γη.» Ήσαν πολυάσχολοι νίπτοντας τα χέρια τους, αλλά ποτέ δεν φρόντιζαν να καθαρίσουν την καρδιά τους!
9. Γιατί οι Φαρισαίοι παρεπονέθησαν για το ότι οι μαθηταί του Ιησού αποσπούσαν στάχυα το σάββατο, και ποιοι ήσαν μερικοί από τους κανονισμούς των για το σάββατο;
9 Ποιοι θα παρεπονούντο για ανθρώπους που αποσπούσαν στάχυα κι έτρωγαν το σάββατο; Ο Ματθαίος 12:2 απαντά: «Οι δε Φαρισαίοι ιδόντες, είπον προς αυτόν, Ιδού, οι μαθηταί σου πράττουσιν ό,τι δεν συγχωρείται να πράττηται το σάββατον.» Οι παραδόσεις των για το σάββατο ήσαν εκείνες που τους υπεκίνησαν να αντιτείνουν. Το σάββατο ήταν ένα λεπτό θέμα, και στο Ταλμούδ υπάρχουν δύο μεγάλοι τόμοι για τους κανονισμούς του σαββάτου. Παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσατε να δαγκάνετε τα νύχια των δακτύλων σας το σάββατο. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να κυττάξη στον καθρέφτη, διότι θα ήταν δυνατόν να δη μια γκρίζα τρίχα των μαλλιών της και να την αποσπάση, και αυτό θα ήταν εργασία. Δεν μπορούσατε να φορήτε τεχνητά δόντια, επειδή θα ήταν δυνατόν να μετακινηθούν και να πέσουν έξω, το να τα πάρετε δε θα ήταν να βαστάζετε φορτίο το σάββατο. Ένα έμπλαστρο θα μπορούσε να τεθή σε μια πληγή μόνο αν την εμπόδιζε να χειροτερέψη· αν έφερνε καλυτέρευσι στην πληγή, τούτο θα ήταν παράνομο έργο. Ένα σπασμένο κόκκαλο δεν μπορούσε να τύχη περιποιήσεως το σάββατο, εκτός αν η ίδια η ζωή του ατόμου ήταν σε κίνδύνο. Δεν μπορούσατε να φάτε το αυγό που γέννησε μια όρνιθα το σάββατο. Η εξαίρεσις ήταν αν η όρνιθα δεν διετηρείτο για να γεννά, αλλά επαχύνετο για να φαγωθή· τότε το αυγό της μπορούσε να φαγωθή, διότι έπρεπε να θεωρήται απλώς ως κομμάτι της όρνιθας, το οποίον είχε αποσπασθή απ’ αυτή!
Ο «ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ»
10. Ποιοι ήσαν οι αμ χα-αρέτς, και πώς εθεωρούντο από τους θρησκευτικούς Ιουδαίους;
10 Η Εβραϊκή έκφρασις αμ χα-αρέτς σημαίνει «λαός της γης [ή, χώρας.» (Ιερεμ. 1:18) Οι άνθρωποι αυτοί ετύγχανον τέτοιας μεταχειρίσεως σαν να ήσαν ακάθαρτοι κάτω από τα πόδια των Φαρισαίων, και, φυσικά, οι Σαδδουκαίοι δεν είχαν καμμιά σχέσι μαζί τους, επειδή καταφρονούσαν όλους. Οι αμ χα-αρέτς ήσαν πτωχοί εργάται, οι οποίοι δεν εγνώριζαν τον Νόμον ούτε τις παραδόσεις ή δεν τα τηρούσαν. Δεν απήγγελλαν τις τυπικές προσευχές, δεν είχαν τελετουργικά κράσπεδα στο ενδύματά των ούτε φορούσαν φυλακτήρια στις αφιερώσεις, ούτε εξεπαίδευαν τα τέκνα των στις παραδόσεις, όπως έκαναν οι λεπτολόγοι Ιουδαίοι. Εμισούντο από τους Ραββίνους, οι οποίοι τους προέγραφαν από την κοινότητα. Ένας ραββίνος τούς ηρνείτο κάθε ελπίδα αναστάσεως, και ο Ραββίνος Χιλλέλ είπε: «Κανείς από τους αμ χα-αρέτς δεν είναι αληθινά θρησκευτικός.» Ένας καλός Ιουδαίος δεν θα άφηνε την θυγατέρα του να νυμφευθή έναν απ’ αυτούς. Η άποψίς των ήταν: «Κανείς ας μη συναναστρέφεται αμαρτωλούς ούτε για να τους φέρη κοντά στο Τορά.» Όταν οι θρησκευόμενοι αντέτειναν στο ότι ο Ιησούς συνανεστρέφετο αμαρτωλούς, ασφαλώς περιελάμβαναν αυτή την τάξι.
11. Τι αισθήματα είχε ο Ιησούς για τους αμ χα-αρέτς;
11 Ο Ιησούς έδειξε ενδιαφέρον γι’ αυτή την τάξι των αμαρτωλών αμ χα-αρέτς. Ο Ιησούς είπε, όταν οι αυτοδικαιωνόμενοι Φαρισαίοι αντέτειναν στο να συναναστρέφεται αυτούς τους ταπεινούς: «Δεν ήλθον δια να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν.» Ο Ιησούς ειλκύετο προς αυτούς: «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη δι’ αυτούς, διότι ήσαν εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.» Αυτοί οι επί μακρόν αγνοούμενοι άνθρωποι ανταπεκρίθησαν στο κήρυγμα του Ιησού· δεν ήσαν αδιάφοροι για τον νόμον του Ιεχωβά. Ήσαν οι ανεφάρμοστες παραδόσεις των πρεσβυτέρων εκείνες που δεν μπορούσαν να τηρήσουν αυτοί οι εργαζόμενοι άνθρωποι.—Ματθ. 9:13, 36.
12. Πώς αυτή η γνώσις καθιστά σαφέστερη την κατάστασι που αναφέρεται στο κατά Λουκάν 15:1-10;
12 Με αυτή τη γνώσι της καταστάσεως, μπορούμε καλύτερα να κατανοήσωμε την αφήγησι στο κατά Λουκάν 15:1-10. «Επλησίαζον δε εις αυτόν πάντες οι τελώναι και οι αμαρτωλοί, δια να ακούωσιν αυτόν. Και διεγόγγυζον οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς, λέγοντες, Ότι ούτος αμαρτωλούς δέχεται, και συντρώγει μετ’ αυτών.» Απαντώντας σε τούτο ο Ιησούς μίλησε για έναν άνθρωπο με εκατό πρόβατα· όταν ένα από τα πρόβατα παραπλανηθή, αφήνει τα ενενήντα εννέα για να εύρη το ένα που χάθηκε και χαίρει πολύ για την ανάκτησί του. Κατόπιν ο Ιησούς είπε χαρακτηριστικά: «Σας λέγω ότι ούτω θέλει είσθαι χαρά εν τω ουρανώ δια ένα αμαρτωλόν μετανοούντα, μάλλον παρά δια εννενηκονταεννέα δικαίους, οίτινες δεν έχουσι χρείαν μετανοίας.» Έλαβε την άποψι των Φαρισαίων, ότι ήσαν δίκαιοι και ήσαν ασφαλείς στην ποίμνη του Θεού. Θα ζητούσε, λοιπόν, αυτός τους απολωλότας, τους αμαρτωλούς, και είπε ότι θα ήταν περισσότερη χαρά για την ανάκτησι ενός αμαρτωλού παρά για ενενήντα εννέα αυτοδικαιωμένους ανθρώπους που ενόμιζαν ότι δεν είχαν ανάγκη σωτηρίας. Για να κάμη το ίδιο σημείο δυο φορές ισχυρό, προσέθεσε την παραβολή της γυναικός με τις δέκα δραχμές, η οποία έχασε τη μία και ερεύνησε επιμελώς ώσπου τη βρήκε και χάρηκε πολύ γι’ αυτή τη μία που έκαμε πλήρη τη σειρά των κερμάτων της. Η χαμένη δραχμή, το χαμένο πρόβατο, που περιλαμβάνουν την τάξι των αμ χα-αρέτς, που είναι χαμένη και το γνωρίζουν και ζητούν σωτηρία, είναι εκείνα που ενδιέφεραν τον Ιησού και έφερναν χαρά στον Ιεχωβά όταν ανεκτώντο. Ο Θεός δεν ενδιεφέρετο για τους αυτοδικαιωμένους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι δεν μετανοούσαν ως προς τη συναίσθησι των αμαρτιών.
13. Ποιες παράλογες απόψεις είχαν οι Φαρισαίοι για τις παραδόσεις των και τον λόγον του Θεού;
13 Γιατί να βρίσκουν χαρά ο Ιεχωβά και ο Ιησούς στους υποστηρικτάς της παραδόσεως; Οι παραδόσεις των γραμματέων και Φαρισαίων ακύρωναν τον λόγον του Θεού, αλλ’ αυτοί απέδιδαν τόση σημασία σ’ αυτές τις παραδόσεις, ώστε εγίνονται γελοίοι. Έλεγαν ότι ο γραπτός νόμος ήταν σαν νερό, αλλά οι παραδόσεις ήταν σαν κρασί. Έλεγαν ότι ο Θεός δαπανούσε όλη τη μέρα μελετώντας τον γραπτό λόγο και όλη τη νύχτα μελετώντας τις προφορικές παραδόσεις. Μπορείτε να το φαντασθήτε αυτό;
ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΚΡΙΤΩΝ
14. Πώς οι γραμματείς και οι Φαρισαίαι έδεναν βαριά φορτία στους ώμους των ανθρώπων, και με ποιον τρόπο εμπόδιζαν τον λαό να εισέλθη στη Βασιλεία;
14 Είναι μήπως παράδοξο ότι ο Ιησούς είπε τα δηκτικά λόγια που αναγράφονται στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο του Ματθαίου; «Δένουσι φορτία βαρέα και δυσβάστακτα, και επιθέτουσιν επί τους ώμους των ανθρώπων· δεν θέλουσιν όμως ουδέ δια του δακτύλου αυτών να κινήσωσιν αυτά.» Τα φορτία αυτά ήσαν οι προφορικές παραδόσεις που ήσαν δυσβάστακτες στο να τηρηθούν, και αυτοί δεν ήθελαν να αφαιρέσουν ούτε ένα μικρό κανονισμό για να κάμουν την τήρησι ευκολώτερη. Είχαν ορίσει τους εαυτούς των ως διδασκάλους του λαού, αλλ’ αντί να κατευθύνουν την προσοχή των ανθρώπων στη βασιλεία του Θεού, τους απεθάρρυναν επιμένοντας σε δυσβάστακτες παραδόσεις. Κατόπιν, όταν ο Ιησούς έπραξε εκείνο που αυτοί παρέλειπαν να πράξουν, εξεμάνησαν κι εζήτησαν να στρέψουν τον λαό εναντίον του. Ορθώς ο Ιησούς είπε: «Κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· επειδή σεις δεν εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίνετε να εισέλθωσιν.»—Ματθ. 23:4, 13.
15. Τι δείχνει ότι οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς ενδιεφέροντο μόνο για την εξωτερική εμφάνισι των πραγμάτων;
15 «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί· διότι αποδεκατίζετε το ηδύοσμον, και το άνηθον, και το κύμινον· και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν· ταύτα έπρεπε να πράττητε, και εκείνα να μη αφίνητε. Οδηγοί τυφλοί, οίτινες διυλίζετε τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνετε.» Ήσαν τόσο απασχολημένοι με μικρά πράγματα, ώστε ποτέ δεν έδιναν προσοχή στα βαρύτερα ζητήματα της αληθινής λατρείας. Μολονότι επρόσεχαν την εξωτερική εμφάνισι, παρέλειπαν την εκτέλεσι: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί· διότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και του πινακίου, έσωθεν όμως γέμουσιν εξ αρπαγής και ακρασίας. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και του πινακίου, δια να γείνη και το εκτός αυτών καθαρόν.» Ενδιεφέροντο για τις επιφανειακές εκδηλώσεις, αλλ’ ο Θεός κύτταζε στην καρδιά. Ενώ υπήρχε πολλή εξωτερική ευσέβεια, έλειπαν θλιβερά η δικαιοσύνη και το έλεος και η πιστότης.—Ματθ. 23:23-26.
16. Ποιες εικόνες φέρνουν σε αντιπαραβολή εκείνους που φαίνονται καλοί εξωτερικά μ’ εκείνους που είναι πραγματικά καλοί εσωτερικά;
16 Ένας πολύτιμος λίθος μπορεί να φαίνεται θαμπός, αλλά είναι καλός εσωτερικά. Όταν τον τρίψετε και τον καθαρίσετε, αρχίζει να λάμπη. Ακόμη και αν η τραχεία αγυάλιστη επιφάνεια φαίνεται κοινή, η αξία του εκτείνεται κάτω από την επιφάνεια. Εξ άλλου, μολονότι μια εργασία ασβεστώματος μπορεί να συμβάλλη στην εμφάνισι ενός παλαιού ξυλίνου σπιτιού, αρκεί πάρα πολύ λίγο τρίψιμο για ν’ αρχίσουν να φαίνωνται τα παλαιά σανίδια που είναι αποκάτω. Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Ο Ιεχωβά δεν ενδιαφέρεται για κείνους που φαίνονται ευσεβείς εξωτερικά. Όταν τυγχάνουν κακής μεταχειρίσεως, όταν δεν πηγαίνουν καλά οι υποθέσεις των, ή όταν χρειάζεται ν’ αλλάξουν, τότε βλέπετε τι είναι μέσα τους. Βλέπετε πόσο ευερέθιστοι μπορεί να είναι, και εκδηλώνεται το πραγματικό πρόσωπο που είναι μέσα. Όταν ο Ιεχωβά συνάγη τα πολύτιμα όλων των εθνών, ενδιαφέρεται για άτομα που είναι όμοια με πολυτίμους λίθους. Όσο περισσότερο δοκιμάζονται, καταδιώκονται, ονειδίζονται και καταδυναστεύονται οι Χριστιανοί που έχουν τη δίκαιη καρδιά, τόσο περισσότερο η ακεραιότης των λάμπει, τόσο λαμπρότερα αντανακλούν τη δόξα του Ιεχωβά και τόσο εκθαμβωτικώτερη γίνεται η απ’ αυτούς αναίρεσις του Σατανικού ψεύδους ότι άνθρωποι δεν θα κρατήσουν την πίστι των κάτω από δοκιμασία.—Αγγαίος 2:7, ΑΣ.
17. Τι δείχνει την υποκρισία των γραμματέων και Φαρισαίων όσον αφορά τους προφήτας που Ιεχωβά;
17 «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί· διότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών, και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων και λέγετε, Εάν ήμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών, δεν ηθέλομεν είσθαι συγκοινωνοί αυτών εν τω αίματι των προφητών.» Αλλά αυτοί ακριβώς οι υποκριταί ήσαν εκείνοι που εφόνευσαν τον μέγιστον όλων των προφητών, τον Ιησού Χριστό! Έχαιραν να οικοδομούν τάφους για τους προφήτας και να τους στολίζουν για να επισύρουν την προσοχή στα δικά των έργα φιλανθρωπίας, αλλά ουαί στον ζωντανό προφήτη που θα τολμούσε να εκθέση την υποκρισία των!—Ματθ. 23:29, 30.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
18. Τι δείχνει ότι αυτοί οι ίδιοι θρησκευτικοί τύποι ανθρώπων υπάρχουν και σήμερα;
18 Οι ίδιοι τύποι ανθρώπων υπάρχουν και τώρα όπως και στον πρώτον αιώνα. Μερικοί απομονώνονται σε θρησκευτικά οικοδομήματα, νηστεύουν και κακομεταχειρίζονται το σώμα, νομίζοντας ότι ο ασκητισμός αυτός είναι ευσέβεια, όπως έκαναν και οι Εσσαίοι. Μερικοί είναι υπερπατριώται, οι οποίοι αποβλέπουν σε ανθρωπίνους άρχοντας και έθνη ως όργανα του Θεού και θέλουν να αναλάβουν τα ζητήματα στα χέρια των και να φέρουν ειρήνη με τον δικό τους τρόπο, όπως έκαναν και οι Ζηλωταί. Οι Σαδδουκαίοι εδέχοντο μέρος μόνο των Εβραϊκών Γραφών, θέτοντας κατά μέρος το υπόλοιπο, οι δε θρησκευτικοί νεωτερισταί σήμερα κάνουν το ίδιο. Όπως και οι Σαδδουκαίοι, θέλουν να έχουν την εύνοια των κυβερνήσεων ανθρώπων. Αλλ’ αν πρόκειται να περιπατήτε με τον Θεό, δεν μπορείτε ν’ αποτελήτε μέρος του παλαιού κόσμου, όπως αποτελούν οι νεωτερισταί. Επίσης, όπως οι Φαρισαίοι, υπάρχουν σήμερα οι τηρηταί της παραδόσεως. Μερικοί προσκολλώνται σε θρησκευτικές παραδόσεις που εισήχθησαν από την αρχαία ειδωλολατρία, και άλλοι διεμόρφωσαν τις δικές των παραδόσεις επιπρόσθετα σε ό,τι εδανείσθησαν από την ειδωλολατρία. Οι σημερινοί θρησκευτικοί «θεμελιωτισταί» εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Οι παραδόσεις των για την τριάδα, την αθανασία της ψυχής, τον βασανισμό των αμαρτωλών, τη χρήσι ειδώλων, και πολλά άλλα, ακυρώνουν τις απλές αλήθειες της Γραφής, όπως ακριβώς και οι παραδόσεις των γραμματέων και Φαρισαίων.
19. (α) Ποια τάξις ομοιάζει με τους αμ χα-αρέτς, και πώς αντιδρούν οι θρησκευτικοί ηγέται; (β) Ποια πείρα λαμβάνουν αυτοί οι πρώην παραμελημένοι όταν συνταυτίζωνται με την κοινωνία του Νέου Κόσμου;
19 Είναι επίσης παρόντες σήμερα εκείνοι που ομοιάζουν με τους αμ χα-αρέτς ή «λαόν της γης [ή, χώρας]». Είναι ειλικρινείς άνθρωποι που δεν έχουν διδαχθή κατάλληλα από τα θρησκευτικά συστήματα του «Χριστιανικού κόσμου», αλλά πεινούν και διψούν για τη δικαιοσύνη. Κυρίως σ’ αυτούς πηγαίνουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά με αγάπη, και βρίσκουν πολλά ευήκοα ώτα. Όπως ακριβώς οι Φαρισαίοι εχλεύαζαν εκείνους που άκουαν τον Ιησού και έλεγαν: «Μήπως και σεις επλανήθητε; Μήπως τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν, ή εκ των Φαρισαίων; Αλλ’ ο όχλος ούτος, όστις δεν γνωρίζει τον νόμον, είναι επικατάρατοι», έτσι και οι θρησκευτικοί ηγέται σήμερα χλευάζουν εκείνους που ακούουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Λέγουν ότι τους ακούουν μόνο οι ταπεινοί και οι απαίδευτοι. Έχουν άδικο, όπως ακριβώς και οι Φαρισαίοι είχαν άδικο, διότι μερικοί από τους άρχοντας και Φαρισαίους άκουσαν τον Ιησού και τον ακολούθησαν. (Ιωάν. 3:1, 2· Πράξ. 4:36, 37· 6:7) Οι περισσότεροι από εκείνους που ακούουν είναι από αυτή την παραμελημένη τάξι, αλλά όταν αρχίζουν ν’ ακολουθούν τα ίχνη του Ιησού και συνταυτίζωνται με την κοινωνία του Νέου κόσμου, δεν είναι πια παραμελημένοι. Βοηθούνται στοργικά για ν’ αποκτήσουν ακριβή γνώσι του λόγου του Θεού· αν είναι ανάγκη, διδάσκονται ακόμη πώς να διαβάζουν για να μπορούν να μελετούν τη Γραφή. Παρατηρούν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά, όπως και ο Ιησούς, κηρύττουν διαφορετικά. Βασίζονται στην αυθεντία της Γραφής, ανόμοια με τους συγχρόνους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους με την παράδοσί των και τον νεωτερισμό των.—Ιωάν. 7:47- 49.
20. (α) Ποια πορεία πρέπει σοφά ν’ ακολουθούμε σήμερα, και ποια πρέπει ν’ αποφεύγωμε; (β) Πώς μπορούμε να μετάσχωμε σ’ ένα έργο πνευματικής θεραπείας;
20 Αν είμεθα αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού, πρέπει να βαδίζωμε στα ίχνη του, αποφεύγοντας την υποκρισία και την παράδοσι που ατιμάζει τον Θεό και πιστά κατευθύνοντας την προσοχή ανθρώπων, που έχουν συναίσθησι της πνευματικής των ανάγκης, στη βασιλεία του Θεού. Ποτέ ας μη γίνομε όμοιοι με τους ψευδείς θρησκευομένους της εποχής του Ιησού, οι οποίοι ενδιεφέροντο να εκτελούν τα πράγματα μόνο με το δικό τους τρόπο και οι οποίοι δεν ασκούσαν λατρεία ευπρόσδεκτη στον Ιεχωβά Θεό. Φυσικά, δεν μπορούμε να επαναλάβωμε τα θαύματα θεραπείας και εγέρσεως νεκρών που έκανε ο Ιησούς, αλλά μπορούμε να μετάσχωμε σ’ ένα έργον πνευματικής θεραπείας. Μπορούμε να βάλωμε στη διάνοια την αλήθεια της Γραφής και να την εντυπώσωμε στην καρδιά εκείνου που την αποδέχεται, και η μεταμορφωμένη διάνοια θα κατευθύνη τα πόδια του στην υπηρεσία του Θεού, πόδια που ήσαν άλλοτε χωλά σε ό,τι αφορά το να περιπατούμε με τον Θεό. Μάτια, που ήσαν άλλοτε τυφλά στην αλήθειά του, θα διακρίνουν, αυτιά άλλοτε κωφά στο άγγελμά του θ’ ακούσουν, σώματα άλλοτε λεπρά με πνευματική ασθένεια θα καθαρισθούν· και εκείνοι που ήσαν νεκροί με τις παραβάσεις και τις αμαρτίες μπορούν να εγερθούν σε πνευματική ζωή και δράσι, αποκτώντας πίστι όχι πια νεκρή αλλά αποδεδειγμένα ζωντανή με δράσι και έργα στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
21. Πώς πρέπει ν’ αγωνιζώμεθα ν’ ακολουθούμε πιστά το παράδειγμα που εδόθη από τον Ιησούν;
21 Ο Ιησούς άφησε «παράδειγμα εις υμάς, δια να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού.» (1 Πέτρ. 2:21) Όπως ακριβώς ένας οικοδόμος εξετάζει προσεκτικά τα σχεδιαγράμματά του για όλες τις λεπτομέρειες, έτσι κι εμείς πρέπει να μελετούμε τη διακονία του Ιησού για να τη μιμηθούμε πιστά. Πρέπει να αγωνιζώμεθα να κατανοήσωμε τους ανθρώπους στους οποίους δίνομε μαρτυρία, να αντιληφθούμε τις ανάγκες των, να κάμωμε το άγγελμα ισχυρό και σαφές με κατάλληλες εξεικονίσεις, και να δείξωμε βαθιά αγάπη για τα πρόβατα όπως έδειξε και ο Ιησούς. Πρέπει να είμεθα άφοβοι κηρύττοντας την αλήθεια σε όλους, και πρέπει υπομονητικά να βοηθούμε τους ταπεινούς. Αν προσέχωμε και τον εαυτό μας και τη διδασκαλία μας, τούτο θα καταλήξη στη σωτηρία και ημών των ιδίων και εκείνων που μας ακούουν.—1 Τιμ. 4:16.