Υποχρεώσεις του Γάμου και Διαζύγιο
«Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν.»—Γεν. 2:24.
1. Ποιος κανών του γάμου πρέπει να επικρατή μεταξύ των Χριστιανών, όπως καταδεικνύεται από ποια εδάφια;
ΓΙΑ τους ακολούθους του ο Ιησούς Χριστός ετοποθέτησε τον γάμο εκεί που ο Θεός τον άρχισε στον κήπο της Εδέμ. Ο Θεός έδωσε στον τέλειον άνδρα Αδάμ μια σύζυγο, κάνοντας τον μονόγαμον. Ο Χριστιανός που δικαιώνεται ή ανακηρύττεται δίκαιος ενώπιον του Θεού δεν μπορεί να έχη περισσότερες από μια γυναίκα εν ζωή. Στην εκκλησία οι επίσκοποι, που είναι πνευματικώς «πρεσβύτεροι», και οι διακονικοί υπηρέται μπορούν να είναι «μιας γυναικός άνδρες» μόνο. Είναι οι άνδρες που πρέπει ν’ ακολουθηθούν ως παραδείγματα του ποιμνίου, και επομένως όλα τα άλλα νυμφευμένα άτομα του ποιμνίου μπορούν να έχουν μόνο μια γαμήλιο σύντροφο εν ζωή. (1 Τιμ. 3:1, 2, 12· Τίτον 1:5-7) Οι Χριστιανοί πρέπει να προσκολλώνται στους γαμηλίους συντρόφους των με πιστότητα, με αγάπη, παραμένοντας έτσι στον γάμο συνδεδεμένοι με τον Θεό.
2. Από ποιον μόνο μπορεί ένας άνδρας να αντλή σεξουαλική ευχαρίστησι;
2 Αυτό δεν επιτρέπει σ’ έναν άνδρα να διαπράττη μοιχεία ή να έχη σεξουαλικές σχέσεις με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Πρέπει να είναι ικανοποιημένος και να αντλή ευχαρίστησι από τις σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του μόνο, καθώς είναι γραμμένο: «Πίνε ύδατα εκ της δεξαμενής σου, και πηγάζοντα εκ του φρέατός σου. Διά τι να εκχέωνται έξω αι πηγαί σου, και τα ρυάκια των υδάτων σου εις τας οδούς; Σου μόνου ας ήναι αυτά, και ουχί ξένων μετά σου· η πηγή σου ας ήναι ευλογημένη· και ευφραίνου μετά της γυναικός της νεότητός σου. Ας ήναι εις σε ως έλαφος ερασμία, και δορκάς κεχαριτωμένη· ας σε ποτίζωσιν οι μαστοί αυτής εν παντί καιρώ· ευφραίνου πάντοτε εις την αγάπην αυτής. Και δια τι, υιέ μου, θέλεις θέλγεσθαι υπό ξένης, και θέλεις εναγκαλίζεσθαι κόλπον αλλοτρίας;» (Παροιμ. 5:15-20, ΜΑΜ) Η διάπραξις μοιχείας κάνει τον ένοχον υποκείμενον σε αποκοπή από την κοινωνία του Νέου Κόσμου.
3. (α) Τι ο νόμος του Θεού προνοούσε να λαμβάνη μια σύζυγος από τον σύζυγό της; (β) Πώς ο νόμος αυτός επροστάτευε τα γαμήλια δικαιώματα ενός ανδρός;
3 Ο Θεός εδημιούργησε τα φύλα ιδιαίτερα για να γεμίση με κατοίκους τη γη με το να γεννηθούν τέκνα (Γεν. 1:27, 28) Στον νόμο του για τον Ισραήλ ο Θεός προνοούσε το να έχη μια γυναίκα από τον άνδρα της «την τροφήν αυτής, τα ενδύματα αυτής, και το προς αυτήν χρέος του γάμου», αμείωτα. Τούτο σημαίνει ότι αυτή έχει το δικαίωμα, να έχη τέκνα αν τα επιθυμή. (Έξοδ. 21:10, 11) Αυτό κατεδεικνύεται από τον Θείον νόμον του ανδραδελφικού γάμου, σύμφωνα με τον οποίον ο ανδράδελφος ήταν υποχρεωμένος να νυμφευθή την χήρα για να της δώση ένα παιδί και έτσι ν’ αναστήση το όνομα του νεκρού αδελφού του και να μην αφήση την χήρα του αδελφού του άτεκνη. (Δευτ. 25:5-10) Ένας άνδρας είχε επίσης το δικαίωμα να έχη τέκνα από τη σύζυγό του. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν ερχόταν σ’ αυτόν η πρόσκλησις στον στρατό του Ισραήλ, αν ήταν απλώς μνηστευμένος για να νυμφευθή μια κόρη, δεν μπορούσε να στρατολογηθή παρά αφού θα ετελείωνε η μνηστεία και αυτός θα ενυμφεύετο πλήρως. Ακόμη και τότε δεν μπορούσε να στρατολογηθή παρά αφού θα είχε ζήσει ένα έτος μαζί της ως νυμφευμένος άνδρας και θα είχε την ευκαιρία να έχη ένα τέκνο από τη σύζυγό του και να το δή και να το απολαύση. (Δευτ. 20:1-5, 7· 24:5) Η αξίωσις της συζύγου πάνω στον άνδρα προηγείτο της αξιώσεως του στρατού, προς χάριν της και προς χάριν του οικογενειακού ονόματος. Ο σύζυγος έπρεπε να της δώση το «χρέος του γάμου». Αυτή έπρεπε να του δώση το χρέος της.
4. Τι μπορούν να προτιμήσουν να κάμουν τα Χριστιανικά ζεύγη, και αυτό χωρίς επίκρισι;
4 Μετά τον μεγάλο κατακλυσμό ο Ιεχωβά Θεός επανέλαβε στον Νώε και στην οικογένειά του την εντολή να έχουν τέκνα. Αλλά τώρα δεν βαρύνει τους Χριστιανούς εντολή αναπαραγωγής. Αλλιώς, κανείς Χριστιανός δεν έπρεπε να παραμένη άγαμος και άτεκνος. Επομένως, καμμιά Χριστιανική υποχρέωσις δεν υπάρχει τώρα πριν από τη μάχη του Αρμαγεδδώνος να έχουν οι Χριστιανοί τέκνα. Μερικά Χριστιανικά ζεύγη, για να διατηρηθούν όσο το δυνατόν ελεύθερα για την άμεση υπηρεσία του Θεού, δηλαδή το κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του, μπορεί να προτιμούν να παραμείνουν άτεκνα, αποφεύγοντας έτσι υποχρεώσεις γονέων και διατηρούμενα δίχως βάρη. Αν ήταν τώρα σε ισχύν μια εντολή αναπαραγωγής από τον Θεό, όλα τα νυμφευμένα μέλη της κοινωνίας του Νέου Κόσμου θα προτιμούσαν να έχουν τέκνα αμέσως και δεν θα το ανέβαλλαν αυτό για μετά τον Αρμαγεδδώνα, αν είναι δυνατόν. Ο Αδάμ και η Εύα, μολονότι ήσαν κάτω από την αρχική εντολή αναπαραγωγής που είχε δοθή από τον Θεό, δεν είχαν τέκνα στον κήπο της Εδέμ εφ’ όσον χρόνον ήσαν εκεί. Δεν εξεδιώχθησαν για την παράλειψί τους να συλλάβουν τέκνα αμέσως. Κανένα νυμφευμένο ζεύγος δεν πρέπει να επικρίνεται επειδή αρνείται ή παραλείπει να έχη τέκνα τώρα πριν από τον Αρμαγεδδώνα.
5. Ποιες κακές αντιλήψεις επροκάλεσαν τους γάμους με σεξουαλική αποχή, και γιατί αυτοί ποτέ δεν είχαν επιτυχία;
5 Αυτό δεν σημαίνει ότι τα νυμφευμένα ζεύγη δεν πρέπει να δίδουν αμοιβαίως τη σεξουαλική οφειλή. Δεν σημαίνει ότι, προτού νυμφευθούν, πρέπει να κάμουν μια συμφωνία και να αναλάβουν μια κοινή ευχή ενώπιον του Θεού να ζουν μια άγαμη ζωή ακόμη και μετά τον γάμο, μη έχοντας σεξουαλικές σχέσεις, αλλ’ απλώς απολαμβάνοντας ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Κάνεις δεν πρέπει να νομίζη ότι αυτό είναι ανύψωσις του γάμου σ’ ένα πνευματικό επίπεδο και διατήρησίς του σε μια εξυψωμένη, μη σαρκική θέσι, και έτσι να υποτιμά τον γάμο των άλλων που έχουν σεξουαλικές σχέσεις. Αν ένα νυμφευμένο ζεύγος δεν θέλη ν’ αποδίδη τις γαμήλιες οφειλές, τότε ο άνδρας και η γυναίκα δεν πρέπει να νυμφευθούν καθόλου και όχι να υποβάλλουν τον σύντροφο σε αποστέρησι εκείνου που είναι φυσικό και ποθείται φυσικώς. Με την αποχή δεν θέτουν τον γάμο των σ’ ένα επίπεδο υψηλότερο και αγιώτερο από τον γάμο των άλλων. Δεν μπορούν να μεταβάλουν την έντιμη σεξουαλική διάταξη του Θεού. Για τούτο οι γάμοι με σεξουαλική αποχή ποτέ δεν είχαν επιτυχία.
6, 7. Ποιες ασυνέπειες περιλαμβάνουν οι γάμοι με σεξουαλική αποχή και ποια συμβουλή δίνει ο Παύλος σχετικώς;
6 Οι άλλοι δεν εξευτελίζουν την έγγαμη ζωή των με την επικοινωνία, αλλ’ ακολουθούν μια έντιμη, δίκαιη πορεία. Δεν είναι κατάλληλο ο γάμος να περιορίζεται στη λεγομένη «Πλατωνική φιλία» επειδή απλώς το τέλος του κόσμου είναι πολύ πλησίον. Αν ένα μνηστευμένο ζεύγος νομίζη ότι οι φυσικές σχέσεις είναι ασελγείς, τότε γιατί και να νυμφεύεται καν; Γιατί ένα άτομο να έχη πάντοτε τόσο πλησίον ένα άλλο του αντιθέτου φύλου, στην πιο στενή ιδιωτική σχέσι; Αν δεν είναι καλό ή πνευματικώς εποικοδομητικό το να εγγίση κανείς μια γυναίκα, γιατί να ζη σε τόση οικειότητα μαζί της ακόμη και σε γάμο με σεξουαλική αποχή; Να είσθε φυσικοί, να είσθε φυσιολογικοί, να μην είσθε ψευδώς ιδεαλιστικοί. Να μην είσθε όπως μερικές Ιρλανδές Καθολικές κόρες για τις οποίες μιλούν οι εφημερίδες, και οι οποίες νυμφεύονται αλλ’ αρνούνται να δώσουν στο σύζυγό τους ό,τι του οφείλεται επειδή θέλουν να μιμηθούν τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού και να παραμείνουν «αειπάρθενοι», Ο απόστολος Πέτρος τις διδάσκει να μη χειρίζωνται ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο την έγγαμη ζωή τους, αλλά ν’ αναγνωρίζουν τον σύζυγό τους ως «κύριόν» των. (1 Πέτρ. 3:5, 6) Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος μια φορά τουλάχιστον διώρθωσε τον απόστολο Πέτρο, έγραψε:
7 «Περί δε των όσων μοι εγράψατε, καλόν είναι εις τον άνθρωπον να μη εγγίση εις γυναίκα. Δια τας πορνείας όμως ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα, και εκάστη ας έχη τον εαυτής άνδρα. Ο ανήρ ας αποδίδη εις την γυναίκα την οφειλομένην εύνοιαν· ομοίως δε και η γυνή εις τον άνδρα. Η γυνή δεν εξουσιάζει το εαυτής σώμα, αλλ’ ο ανήρ· ομοίως δε και ο ανήρ δεν εξουσιάζει το εαυτού σώμα, αλλ’ η γυνή. Μη αποστερείτε αλλήλους, εκτός εάν ήναί τι εκ συμφώνου προς καιρόν, δια να καταγίνησθε εις την νηστείαν και εις την προσευχήν· και πάλιν συνέρχεσθε επί το αυτό, δια να μη σας πειράζη ο Σατανάς δια την ακράτειάν σας. Λέγω δε τούτο κατά συγγνώμην, ουχί κατά προσταγήν.»—1 Κορ. 7:1-7.
8. Γιατί είναι σπουδαία η πιστότης στον γάμο; (β) Ποια συμβουλή δίδει ο Πέτρος στους συζύγους;
8 Η αιώνια ζωή ενός νυμφευμένου ατόμου εξαρτάται από την πιστότητά του στο συμβόλαιο του γάμου του. Ο Ιεχωβά, συνοδευόμενος από τον Άγγελον της διαθήκης του, είναι τώρα στον πνευματικό του Χριστιανικό ναό και προειδοποιεί ότι επλησίασε για κρίσι και θα είναι μάρτυς σπεύδων εναντίον των μοιχών. (Μαλαχ. 3:1, 2, 5) Ο απόστολος Πέτρος λέγει ότι ένας Χριστιανός σύζυγος πρέπει να μεταχειρίζεται τη σύζυγό του με κατανόησι και ως συναθλήτρια στον αγώνα δρόμου για αιώνια ζωή στον νέο κόσμο. Τα λόγια του είναι: «Οι άνδρες ομοίως, συνοικείτε με τας γυναίκάς σας εν φρονήσει, αποδίδοντες τιμήν εις το γυναίκειον γένος ως εις σκεύος ασθενέστερον, και ως εις συγκληρονόμους της χάριτος της ζωής, δια να μη εμποδίζωνται αι προσευχαί σας.» (1 Πέτρ. 3:7) Συνεπώς, ένας Χριστιανός δεν θα κάμη κατάχρησι της συζύγου του είτε φυσικώς είτε πνευματικώς. Αν δεν βοηθή τη σύζυγό του και τα τέκνα του ν’ αποκτήσουν ζωή στον νέο κόσμο, πώς θα μπορούσε ν’ αναμένεται ότι θα βοηθήση τους έξω ν’ αποκτήσουν ζωή;
9. Πώς πρέπει ν’ αγαπούν οι άνδρες τις συζύγους των, και ποιοι είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να το δείξουν αυτό;
9 Ο Ιησούς Χριστός αγαπά την «νύμφη» του, που πρόκειται να είναι «σύζυγός» του. Οι νυμφευμένοι ακόλουθοί του πρέπει επίσης ν αγαπούν τοις συζύγους των. «Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκάς σας, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν, και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής, . . . και σεις οι καθένα, έκαστος την εαυτού γυναίκα ούτως ας αγαπά ως εαυτόν· η δε γυνή ας σέβηται τον άνδρα.» (Εφεσ. 5:25, 33) Σε μερικούς πρώην ειδωλολάτρας μπορεί να φαίνεται παράξενη η εντολή ν’ αγαπούν τη σύζυγό τους, αλλ’ ο Χριστιανός διατάσσεται να την αγαπά. Πρέπει να την αγαπά με έργα καθώς και με λόγια και να ενδιαφέρεται «πώς να αρέση εις την γυναίκα» όσο μπορεί πιο ευσυνείδητα. (1 Κορ. 7:33) Πρέπει να κάθεται μαζί της στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, πρέπει να μελετά τη Γραφή στο σπίτι μαζί της και να οικοδομή μια ενότητα πνευματικών συμφερόντων μαζί της. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο στην αρχή ή ασυνήθιστο.
10. Πώς μπορούν οι σύζυγοι ν’ αυξήσουν την ευτυχία ο ένας του άλλου, και ποια κοινή κατοχή πρέπει να προκαλή αγάπη μεταξύ των;
10 Αλλά καθώς ένας σύζυγος αρχίζει να δείχνη αγάπη εκδηλώνοντάς την σε μικρά πράγματα και σημειώνει την ευχαρίστησι της συζύγου του γι’ αυτό, θα διαπιστώση ότι του αρέσει να εκδηλώνεται έτσι. Θα θέλη να το κάνη αυτό κάπως συχνότερα και να το διευρύνη. Θα γίνη φυσιολογικό, φυσικό γι’ αυτόν το να ενεργή έτσι. Θα κατανοήση περισσότερο ότι αυτό είναι εκδήλωσις του πνεύματος του Θεού, ο καρπός του οποίου είναι αγάπη. Εξ άλλου, καμμιά σύζυγος ας μην κατακρίνη τον σύζυγό της, λέγοντας : «Δεν μ’ αγαπάς. Ποτέ δεν το δείχνεις.» Ας σημειώνη αυτή τις μικρές, διστακτικές εκδηλώσεις της αγάπης του γι’ αυτήν και κατόπιν ας φανερώνει ειλικρινή ευχαρίστησι και ας εκδηλώνη την εκτίμησί της γι’ αυτό, για ν’ αυξήση την ευτυχία του. Η κοινή κατοχή της αληθείας και η ομοιότης των αφιερώσεών των στον Θεό και η ελπίδα των ν’ αποκτήσουν ζωή μαζί αιωνίως στον νέο κόσμο, πρέπει να προκαλέση συμπάθεια και αγάπη μεταξύ των. Αυτό θα είναι πολύ υποβοηθητικό ανάμεσα στις δυσκολίες της έγγαμης ζωής σήμερα.
11. (α) Τι απαιτεί ο λόγος του Θεού από τις συζύγους, και ποιο αποτέλεσμα είχε η παραμέλησις τούτου; (β) Ποιος είναι ο σκοπός όλης της Γραφικής νουθεσίας προς τα νυμφευμένα ζεύγη;
11 Η γυναίκα ας δείχνη βαθύ σεβασμό για τον σύζυγό της, αναγνωρίζοντάς τον στον γάμο ως κεφαλή της. (1 Κορ. 11:3) «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας ως εις τον Κύριον· διότι ο ανήρ είναι κεφαλή της γυναικός, καθώς και ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός είναι σωτήρ του σώματος. Αλλά καθώς η εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν, ούτω και αι γυναίκες ας υποτάσσωνται εις τους άνδρας αυτών κατά πάντα.» (Εφεσ. 5:21-24· επίσης Τίτον 2:3-5) Εκτός από αυτό το παράδειγμα της Χριστιανικής εκκλησίας έναντι του Ιησού Χριστού, η Χριστιανή σύζυγος έχει το ακόμη υψηλότερο παράδειγμα της υποταγής και υπακοής της παγκοσμίου οργανώσεως του Θεού προς τον Κύριον Ιεχωβά. (Ησ. 54:5) Είναι ενδιαφέρον για μια σύζυγο να σημειώση τις συστάσεις της τρίτης Βασιλικής Επιτροπής της Μεγάλης Βρεττανίας περί Γάμου και Διαζυγίου, της 20ης Μαρτίου 1956. Μεταξύ των παραγόντων που αναφέρεται ότι συμβάλλουν στην άνοδο της αναλογίας των διαζυγίων στη Βρεττανία είναι «η νέα θέσις των γυναικών ως ίσων μάλλον παρά κατωτέρων στη γαμήλιο συμβίωσι.» Είναι πολύ λογικό το να περιμένωμε ότι η παραμέλησις της πανσόφου διατάξεως του Θεού για τον ανθρώπινο γάμο θα ωδηγούσε σε ανωμαλίες και στο ναυάγιο ολοένα περισσοτέρων γάμων. Ο σκοπός όλης της νουθεσίας του λόγου του Θεού προς τα νυμφευμένα ζεύγη είναι, όχι μόνο να οδηγηθούν στο να κάμουν τη συζυγική ζωή τους πιο απολαυστική και υποβοηθητική στην απόκτηση αιωνίου ζωής, αλλά και να τα κρατήση να ζουν μαζί, να τα βοηθήση ν’ αποφύγουν το διαζύγιο.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 21ης Μαρτίου 1956.
ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΛΥΣΕΩΣ: ΝΟΜΙΜΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΙΚΟΙ
12, 13. (α) Για ποιους διαφόρους λόγους επιτρέπουν οι ανθρώπινοι νόμοι το διαζύγιο; (β) Αλλά ποια είπε ο Ιησούς ότι είναι η μόνη βάσιμη αιτία;
12 Από τους νόμους των κρατών και εθνών σήμερα χορηγείται διαζύγιο για πολλούς λόγους. Άτομα που έχασαν ή κατέστρεψαν την αγάπη τους για τον γαμήλιο σύντροφό τους προσπαθούν να επιληφθούν οποιωνδήποτε νομίμων λόγων που μπορούν για να διαρρήξουν τον δεσμό του γάμου, όπως είναι η διανοητική σκληρότης, η οκνηρία, η άρνησις των συζυγικών δικαιωμάτων, η μέθη, η παραφροσύνη, η ανίατος νόσος, η εγκατάλειψις, η στειρότης, η σοδομία, η κτηνωδία, η εγκληματικότης, το ασυμβίβαστον του χαρακτήρος, η αλλαγή θρησκείας και ούτω καθεξής, εκτός της μοιχείας. Αλλά είναι άρα γε όλοι αυτοί οι νόμιμοι λόγοι Γραφικώς ορθοί, βάσιμοι για τον Χριστιανό; Ο Ιησούς Χριστός είναι ο από τον Ιεχωβά δοθείς Σύμβουλος για μας. Οι Ιουδαίοι Φαρισαίοι κάποτε τον εδοκίμασαν με την έξης ερώτησι: «Συγχωρείται εις τον άνθρωπον να χωρισθή την γυναίκα αυτού δια πάσαν αιτίαν;» Ο Ιησούς δεν απήντησε σ’ αυτούς που έθεσαν την ερώτησι με το ν’ αναφερθή στους νόμους του Ρωμαίου Καίσαρος όσον αφορά το διαζύγιο. Ανεφέρθη στον υπέρτερον νόμο του Υψίστου Θεού και έδειξε ότι δεν υπάρχει παρά ένας λόγος διαζυγίου-ή μοιχεία ή ηθική απιστία.
13 «Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς, Δεν ανεγνώσατε ότι ο πλάσας απ’ αρχάς άρσεν και θήλυ έπλασεν αυτούς; Και είπεν, “Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν;” Ώστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη. Λέγουσι προς αυτόν, Δια τι λοιπόν ο Μωυσής προσέταξε να δώση έγγραφον διαζυγίου, και να χωρισθή αυτήν; Λέγει προς αυτούς, Διότι ο Μωυσής δια την σκληροκαρδίαν σας συνεχώρησεν εις εσάς να χωρίζησθε τας γυναίκάς σας· απ’ αρχής όμως δεν έγεινεν ούτω. Σας λέγω δε, ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, εκτός δια πορνείαν, και νυμφευθή άλλην, γίνεται μοιχός· και όστις νυμφευθή γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός.» (Ματθ. 19:3-9) «Και εν τη οικία πάλιν οι μαθηταί αυτού ηρώτησαν αυτόν περί του αυτού. Και λέγει προς αυτούς, Όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, και νυμφευθή άλλην, πράττει μοιχείαν εις αυτήν. Και εάν γυνή χωρισθή τον άνδρα αυτής και συζευχθή με άλλον, μοιχεύεται.» (Μάρκ. 10:10-12) «Πάς όστις χωρίζεται την γυναίκα αυτού και νυμφεύεται άλλην, μοιχεύει και πας όστις νυμφεύεται κεχωρισμένην από ανδρός, μοιχεύει.»—Λουκ. 16:18.
14, 15. Σε ποια αμαρτία εναντίον του σώματος ενός ατόμου καταλήγει η μοιχεία, και πώς ο λόγος του Θεού θεωρεί έναν μοιχόν;
14 Η μοιχεία είναι ελλιπής αγάπης και είναι παράβασις της εντολής του Θεού. (Ρωμ. 13:8-10· Έξοδ. 20:14· Πράξ. 21:25) Ο μοιχός είναι ήδη νυμφευμένος και συνεζευγμένος ως μία σάρκα με τον νόμιμο σύντροφό του. Αλλ’ η μοιχεία είναι χωρισμός εκείνου το οποίον ο Θεός συνέζευξε. Ο μοιχός αποσύρεται από τον νόμιμο σύντροφό του και γίνεται μία σάρκα μ’ ένα τρίτο πρόσωπο. Τρεις δεν κάνουν μία σάρκα, αλλά δύο γίνονται μία σάρκα. Ένα άτομο πρέπει να γίνη μία σάρκα με ένα μόνο άλλο και όχι με δύο ή περισσότερα. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος προς τους κεχρισμένους Χριστιανούς που ήσαν μέλη του πνευματικού σώματος ή εκκλησίας του Χριστού, έγραψε: «Δεν εξεύρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να λάβω λοιπόν τα μέλη του Χριστού, και να κάμω αυτά μέλη πόρνης; Μη γένοιτο! Ή δεν εξεύρετε ότι ο προσκολλώμενος με την πόρνην, είναι έν σώμα; διότι “θέλουσιν είσθαι,” λέγει, “οι δύο εις σάρκα μίαν.” Όστις όμως προσκολλάται με τον Κύριον, είναι έν πνεύμα. Φεύγετε την πορνείαν· παν αμάρτημα το οποίον ήθελε πράξει ο άνθρωπος, είναι εκτός του σώματος· ο πορνεύων όμως αμαρτάνει εις το ίδιον αυτού σώμα. Ή δεν εξεύρετε, ότι το σώμα σας είναι ναός του αγίου πνεύματος του εν υμίν, το οποίον έχετε από Θεού;»—1 Κορ. 6:15-19.
15 Πολλοί από εκείνους στους οποίους απηυθύνοντο τα λόγια αυτά ήσαν νυμφευμένα άτομα. Το να έχουν σεξουαλική σχέσι με τους νυμφευμένους συντρόφους των δεν τους απεμάκρυνε από το να είναι μέλη του σώματος του Χριστού, διότι η σύζυγος ενός άτομου είναι η ίδια του σάρκα και αυτός ενώνεται με ό,τι είναι δικό του. Αλλ’ όταν οι νυμφευμένοι Χριστιανοί διαπράττουν μοιχεία ή οι άγαμοι Χριστιανοί διαπράττουν πορνεία, ακόμη και με μια θρησκευτική πόρνη ναού, κάνουν κάτι που ο Θεός και ο Χριστός δεν το επιδοκιμάζουν. Παίρνουν τα σώματά τους που ανήκουν στον Χριστό και γίνονται μία σάρκα με μια αμαρτωλή, μια ανήθικη, μια πόρνη. Όταν ένας Χριστιανός διαπράττη μοιχεία ή πορνεύη, αμαρτάνει στο ίδιο του σώμα. Κάνει κακή χρήσι του σώματός του, η οποία αντιτίθεται στον κύριό του Χριστό. Ο μοιχός Χριστιανός αμαρτάνει επίσης στη σύζυγό του, η οποία κατάλληλα είναι μία σάρκα μαζί του. Διασπά την ενότητά του μαζί της, βλάπτοντας έτσι τον εαυτό του, μισώντας τον εαυτό του επειδή μισεί τη σύζυγό του, της οποίας απορρίπτει την σάρκα. Ένας κεχρισμένος Χριστιανός δεν μπορεί να θεωρή τον εαυτό του ως μέλος του σώματος του Χριστού και να γίνεται “μία σαρξ” μ’ ένα παράνομο πρόσωπο, έναν πόρνο ή μια πόρνη, διότι ο Ιησούς δεν έχει σχέσι ή ενότητα μ’ ένα τέτοιο ακάθαρτο πρόσωπο. Αν ο Χριστιανός δεν μετανοήση και αναμορφωθή από την ανήθικη πορεία του, δείχνει ότι προτιμά την ενότητα, όχι με τον Χριστό, αλλά με το ανήθικο άτομο, και επομένως παύει να είναι σε ενότητα με τον Χριστό. Δεν είναι ένα εν πνεύματι με τον Χριστό. Παύει να είναι μέλος της παρθένου τάξεως που είναι μνηστευμένη με τον Χριστό. Ένας αποδεδειγμένος μοιχός ή πόρνος δεν είναι Χριστιανός. Δεν είναι μάρτυς του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός δεν καθιστά μάρτυράς του τους μοιχούς ή τους πόρνους.—1 Κορ. 5:11-13.
16. Τι μόνο διαρρηγνύει την ένωσι του γάμου, και, συνεπώς, ποιο είδος διαζυγίου δεν ελευθερώνει ένα άτομο για να νυμφευθή πάλι;
16 Αφού αυτή η σεξουαλική ένωσις μ’ ένα παράνομο πρόσωπο κάνει ένα νυμφευμένο άτομο μία σάρκα με κάποιον που βρίσκεται έξω από την ένωσι του γάμου, αποτελεί ακριβώς μοιχεία που πραγματικά διαλύει την ένωσι του γάμου, θραύοντας τον ζυγό με τον οποίον ο Θεός έκαμε το νυμφευμένο ζεύγος μία σάρκα. Για τούτο ο Ιησούς είπε ότι μόνο μοιχεία είναι ο λόγος για τον οποίον ο Θεός επιτρέπει διαζύγιο. Αν η μοιχεία δεν έχη διασπάσει τον ζυγό του γάμου, δεν θα ήταν κατάλληλο ένα διαζύγιο ή δεν θα ίσχυε πράγματι ενώπιον του Θεού. Τα δικαστήρια διαζυγίων του κόσμου τούτου, όταν εκδίδουν απόφασι διαζυγίου για λόγους άλλους εκτός από μοιχεία, δεν χωρίζουν πραγματικά εκείνο που συνέδεσε ο Θεός. Τα διεζευγμένα άτομα είναι ακόμη μία σάρκα το ένα με το άλλο, είναι ακόμη σύζυγοι. Έτσι κανένας δεν είναι ελεύθερος να νυμφευθή πάλι, διότι το να νυμφευθή πάλι θα εσήμαινε ότι διαπράττει μοιχεία. Ένας άνδρας που χωρίζει τη γυναίκα του για λόγους άλλους εκτός από μοιχεία, την εκθέτει σε μοιχεία μ’ ένα νέο γάμο και εκθέτει επίσης τον εαυτό του με όμοιο τρόπο. Ένας άνδρας που νυμφεύεται μια γυναίκα μη χωρισμένη για μοιχεία που διέπραξε η ίδια ή ο σύζυγός της, διαπράττει μοιχεία μαζί της, διότι ενώνεται με σάρκα που ανήκει ακόμη σε άλλον άνδρα.
17. (α) Γιατί μια χήρα ή ένας χήρος είναι ελεύθεροι να ξανανυμφευθούν; (β) Τι μπορούν να κάμουν άτομα που ανεκηρύχθησαν κατά νόμον χήρες ή χήροι, και ποια ωστόσο ευθύνη πρέπει ν’ αποδεχθούν;
17 Ο θάνατος διαλύει ένα γάμο. Επομένως, ένας χήρος ή μία χήρα είναι ελεύθεροι να ξανανυμφευθούν. «Η ύπανδρος γυνή είναι δεδεμένη δια του νόμου με τον άνδρα ζώντα· εάν δε αποθάνη ο ανήρ, απαλλάττεται από του νόμου του ανδρός. Άρα λοιπόν, εάν, ζώντος του ανδρός, συζευχθή με άλλον άνδρα, θέλει είσθαι μοιχαλίς· εάν όμως αποθάνη, ο ανήρ, είναι ελευθέρα από του νόμου, ώστε να μη ήναι μοιχαλίς, εάν συζευχθή με άλλον άνδρα.» (Ρωμ. 7:2, 3) Ο σύζυγος ή η σύζυγος ενός άτομου μπορεί να έγινε γνωστό ότι πέθανε στον πόλεμο ή σε μια καταστροφή, αλλά μπορεί να μην κατεγράφη επισήμως ως νεκρός ή μπορεί να μην είναι πρόχειρα τα ληξιαρχικά βιβλία για να επιβεβαιώσουν τον θάνατο. Ή ο γαμήλιος σύντροφος ενός άτομου μπορεί να εξηφανίσθη και να είναι απών επί τόσον καιρό, ώστε ο νόμος της χώρας τον προσδιορίζει νεκρόν. Με τούτο ένα άτομο ανακηρύττεται κατά νόμον χήρος ή χήρα. Ένα τέτοιο άτομο μπορεί ευσυνείδητα να ξανανυμφευθή. Νυμφευόμενο πάλι, αναλαμβάνει την ευθύνη για την έκβασι, και πρέπει να ζήση με πλήρη υποταγή στις νέες υποχρεώσεις. Ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά γεγονότα και κρίνει σύμφωνα μ’ αυτά, και αποφασίζει αν το ξανανυμφευμένο πρόσωπο είναι κατάλληλο για ζωή στον νέο κόσμο ή όχι. Αν ένας σύντροφος που κατά νόμον ανεκηρύχθη νεκρός εμφανισθή και πάλι και θέλη να του αποδοθή ο νόμιμος σύντροφός του, το ζήτημα θα πρέπη να τακτοποιηθή νομίμως. Υπό τέτοιες περιστάσεις, οποιοσδήποτε νυμφεύεται ένα άτομο που μόνο κατά νόμον ανεκηρύχθη χήρος ή χήρα, κάνει ένα ριψοκίνδυνο βήμα και πρέπει να είναι πρόθυμο ν’ αντιμετωπίση οποιαδήποτε τροπή των γεγονότων.
ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΣ, ΑΚΑΘΑΡΣΙΑ, ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ, ΑΛΛΑΓΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
18. (α) Πώς διαφέρουν ο θείος νόμος και οι ανθρώπινοι νόμοι όσον αφορά την ανικανότητα ως λόγον διαζυγίου; (β) Όσον αφορά την τεχνητή εισαγωγή σπέρματος;
18 Ο Ραββινικός νόμος των Ιουδαίων ετόνιζε το καθήκον της συζυγικής πράξεως. Επέτρεπε στη γυναίκα να διαζευχθή τον σύζυγό της, ο οποίος, λόγω της φυσικής του ανικανότητος, δεν μπορούσε να της δώση την οφειλή αυτή επί μια περίοδο έξη μηνών. Ομοίως ένας σύζυγος μπορούσε να διαζευχθή τη σύζυγό του λόγω της ανικανότητός της να τεκνοποιή. Αλλ’ απλήν ανικανότητα από μέρους του συζύγου δεν την ανεγνώριζε ο Ιησούς ως λόγον διαζυγίου. Η γαμήλιος διαδικασία που εξετελέσθη νομίμως ενώπιον μαρτύρων έκαμε τον γάμο και δεσμευτικόν και έγκυρον, όπως τον έκαμε και στην Εδέμ για τον Αδάμ και την Εύα. Όταν ένας άνδρας είναι ανίκανος σήμερα, το νυμφευμένον ζεύγος, μέσα στην επιθυμία που έχει ν’ αποκτήση τέκνα, μπορεί να συμφωνήση όπως η γυναίκα δεχθή το σπέρμα ενός άλλου ανδρός με τεχνητή εισαγωγή του σπέρματος. Μερικά δικαστήρια έκριναν ήδη ότι η τεχνητή εισαγωγή σπέρματος είναι μοιχεία και ότι τα τέκνα που παράγονται με τέτοια μέσα είναι νόθα. Η Βρεττανική Βασιλική Επιτροπή περί Γάμου και Διαζυγίου συνέστησε τελευταίως ως λόγον διαζυγίου την αποδοχή από τη γυναίκα τεχνητής εισαγωγής σπέρματος από ένα σπερμοδότην χωρίς τη συναίνεσι του συζύγου. Ένα τέτοιο διαζύγιο θα ήταν σύμφωνο με τη Γραφή. Αλλά και όταν ο σύζυγος συνήνεσε, θα υπήρχαν λόγοι για αποκοπή από την επικοινωνία της εκκλησίας και του ανδρός και της γυναικός. Γιατί; Διότι αυτό αποτελεί κατ’ ουσίαν διάπραξιν μοιχείας, τόσο δε ο άνδρας όσο και η γυναίκα συνήνεσαν στην εκτέλεσι της ανηθίκου πράξεως. Ο σύζυγος έδωσε πραγματικά τη γυναίκα σ’ έναν άλλον άνδρα για να λάβη το σπέρμα της συνουσίας, η δε σύζυγος έδωσε τον εαυτό της σ’ έναν άνδρα, όχι τον σύζυγό της, για να γίνη η μητέρα ενός παιδιού από τον άλλον αυτόν άνδρα με τον οποίον δεν ήταν μία σάρκα. Αυτή είναι μια μοιχευτική πορεία, το γεγονός δε ότι ο σύζυγος υιοθετεί το τέκνον δεν αναιρεί το γεγονός ότι συνήνεσε στη μοιχευτική χρήσι της συζύγου του.—Λευιτ. 15:16-18, 32, 33· 19:20· Αριθμ. 5:12, 13.
19. Ποια Γραφικά παραδείγματα δείχνουν ότι η στειρότης δεν είναι λόγος διαζυγίου;
19 Ούτε η στειρότης μιας γυναικός αποτελεί αληθινόν λόγον διαζυγίου. Ο Αβραάμ δεν διεζεύχθη τη Σάρρα λόγω της στειρότητός της επί πολλά χρόνια, ακόμη και πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, ούτε ο Ισαάκ τη Ρεβέκκα, ούτε ο Ιακώβ τη Ραχήλ, ούτε ο ιερεύς Ζαχαρίας την Ελισάβετ.a Οι γυιοι του Νώε δεν διεζεύχθησαν τις συζύγους των λόγω στειρότητος στη διάρκεια όλων των ετών που η κιβωτός ήταν υπό κατασκευήν και έως δύο έτη μετά τον κατακλυσμό. (Γέν. 6:18· 11:10) Ούτε ο Ιεχωβά διεζεύχθη την «γυναίκα» του, την παγκόσμια οργάνωσί του, λόγω της στειρότητός της ή αποτυχίας να γεννήση τον Μεσσία επί τέσσερες χιλιάδες χρόνια και πλέον.—Ησ. 54:1-13.
20. (α) Πώς θεωρεί ο λόγος του Θεού τις ρυπαρές διαστροφές του φύλου; (β) Γιατί, όμως, δεν είναι αυτές βάσιμοι λόγοι διαζυγίου με σκοπό νέο γάμο;
20 Η Σοδομία (ή αφύσικη επικοινωνία ενός άρρενος μ’ έναν άλλον άρρενα σαν με μια θήλεια), ο Λεσβιασμός (ή ομοφυλόφιλες σχέσεις μεταξύ γυναικών), και η αφύσικη σεξουαλική σχέσις ανδρός ή γυναικός μ’ ένα ζώο δεν αποτελούν Γραφικούς λόγους διαζυγίου. Είναι ρυπαρές, ακάθαρτες πράξεις, ο δε νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ κατεδίκαζε σε θάνατο εκείνους που διέπραπαν τέτοιες κακές πράξεις, εκβάλλοντάς τους από τη συναγωγή του Θεού. Αλλά οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν μοιχεία με το αντίθετο φύλον και δεν κάνουν το ακάθαρτο άτομο μία σάρκα μ’ ένα άλλο του αντιθέτου φύλου. (Ρωμ. 1:26-32) Συνεπάγονται όμως οι πράξεις αυτές μια ποινή αποκοπής από την επικοινωνία της εκκλησίας. Θα κρατήσουν ένα Χριστιανό έξω από την ουράνια βασιλεία και έξω από τον νέο κόσμο του Θεού, και τούτο σημαίνει ότι τέτοια άτομα θα καταστραφούν σαν κτήνη και θ’ αποστερηθούν κάθε μέλλουσα ζωή. «Το φρόνημα της σαρκός είναι θάνατος», «είναι έχθρα εις τον Θεόν επειδή εις τον νόμον του Θεού δεν υποτάσσεται, αλλ’ ουδέ δύναται. Όσοι δε είναι της σαρκός, δεν δύνανται να αρέσωσιν εις τον Θεόν.» Δεν μπορούν να αποκτήσουν το βραβείο της αιωνίου ζωής απ’ αυτόν. (Ρωμ. 8:6-8· 1 Κορ. 6:9, 10· Γαλ. 5:19-21) Τέτοιες ρυπαρές πράξεις όταν γίνωνται από ένα σύντροφο μπορεί να κάμουν τη ζωή ανυπόφορη για το αγνό νυμφευμένο πρόσωπο και αποτελούν λόγους για αποχωρισμό μόνο, αν και μερικά δικαστήρια χορηγούν διαζύγιο για τέτοιους λόγους. Ο αποχωρισμός αυτός δεν ελευθερώνει ένα άτομο για να ξανανυμφευθή, αν το έπραπε δε αυτό, θα έμπαινε σε μοιχεία. Ο Παύλος γράφει: «Εις δε τους νενυμφευμένους παραγγέλλω, ουχί εγώ, αλλ’ ο Κύριος, να μη χωρισθή η γυνή από του ανδρός αυτής. Αλλ’ εάν και χωρισθή, ας μένη άγαμος, ή ας συνδιαλλαγή με τον άνδρα· και ο ανήρ να μη αφίνη την εαυτού γυναίκα.» (1 Κορ. 7:10, 11) Μόνο αν ο ένας από το αποχωρισμένο ζεύγος διέπραξε μοιχεία κάτω από την πίεσι του αποχωρισμού, θα υπήρχε Γραφική βάσις για τον αθώο να αποκτήση διαζύγιο και να είναι ελεύθερος να ξανανυμφευθή.
21. (α) Γιατί οι διανοητικές ασθένειες ή τα ανίατα ή αηδή σωματικά νοσήματα δεν αποτελούν λόγους διαζυγίου; (β) Μάλλον, οι συνθήκες αυτές παρέχουν ευκαιρία για να εκδηλωθή τι;
21 Αν ο γαμήλιος σύντροφος ενός άτομου στην πορεία του χρόνου γίνη παράφρων ή προσβληθή από ανίατο ή αηδή νόσο, τούτο δεν αποτελεί αληθινή βάσι για λήψι διαζυγίου. Σ’ αυτή την περίπτωσι ο ατυχής σύντροφος πρέπει να τύχη περιποιήσεως όπως ακριβώς ένα μέλος του σώματός μας που υπέστη βλάβη ή όπως το παιδί που αποκτήσαμε με τον σύντροφό μας. Ο σύντροφος πρέπει να τύχη περιποιήσεως με κατάλληλη φροντίδα και όχι ν’ αποκοπή από τη συγγένεια με νόμιμο διαζύγιο. Παρά την ασθένεια, ο άρρωστος σύντροφος παραμένει μία σάρκα με τον υγιή και αξίζει πλήρη προσοχή και πιστότητα όπως η ίδια μας σάρκα. Αυτό δείχνει αγάπη για τη σάρκα μας και συμβάλλει στην ελάφρυνσι της τρομερής καταστάσεως, μάλλον παρά στη χειροτέρευσί της. «Ούτω χρεωστούσιν οι άνδρες να αγαπώσι τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα. Όστις αγαπά την εαυτού γυναίκα, εαυτόν αγαπά· διότι ουδείς εμίσησε ποτέ την εαυτού σάρκα, αλ’ εκτρέφει και περιθάλπει αυτήν, καθώς και ο Κύριος την εκκλησίαν. Επειδή μέλη είμεθα του σώματος αυτού. . . . “Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν”.» (Εφεσ. 5:28-31) Ο πιστός σύντροφος δεν θα εγκαταλείψη τον άλλον στη διάρκεια ασθενείας είτε διανοητικής είτε σωματικής. Από τον νόμον του Θεού δεν είναι ελεύθερος ο υγιής να το πράξη αυτό. Η σύζυγος του Νεεμάν δεν ήταν ελευθερωμένη απ’ αυτόν επειδή ήταν λεπρός, του οποίου η τρομερή ασθένεια μόνο με θαύμα του Παντοδυνάμου Θεού μπορούσε να θεραπευθή. (2 Βασ. 5:1-4, 8-14) Σ’ ένα γάμο οι σύντροφοι συνήθως υπόσχονται ότι παίρνουν ο ένας τον άλλον ‘για καλύτερες συνθήκες ή και για χειρότερες’.
22-24. (α) Γιατί μια αλλαγή ή διαφορά θρησκείας δεν αποτελεί λόγον χωρισμού ή διαζυγίου; (β) Ποια συμβουλή δίνει ο Παύλος. στους συντρόφους που βρίσκονται κάτω από τέτοιες περιστάσεις, και τι πρέπει να καθορίση αν ένας Χριστιανός πρέπει να εγκαταλείψη τον άπιστο σύντροφό του ή όχι;
22 Μερικά δικαστήρια θεωρούν ως λόγον διαζυγίου την αλλαγή θρησκείας εκ μέρους του ενός συντρόφου. Σύμφωνα με τον Θεό και τον Χριστό αυτό δεν είναι ορθόν. Αυτή η κατά νόμον περίπτωσις προϋποθέτει ότι, κατά τον γάμο, και ο σύζυγος και η σύζυγος ήσαν μέλη του ιδίου θρησκευτικού συστήματος, έτσι ώστε τώρα η αλλαγή θρησκείας από τον ένα δημιουργεί μια οικιακή δυσχέρεια σ’ ένα πάρα πολύ ζωτικό σημείο. Εκείνος που αλλάσσει θρησκεία, με το ν’ αποδέχεται τη νέα, γίνεται άπιστος προς τη θρησκεία του άλλου συντρόφου. Μολονότι αυτό μπορεί να είναι πικρή πείρα για τον σύντροφο που διατηρεί την προηγούμενη θρησκεία, δεν αποτελεί όμως πραγματικό λόγο για να χωρισθή από τον άλλον είτε με νόμιμη ενέργεια είτε με κοινή συναίνεσι. Σχετικά με τούτο ο Παύλος γράφει:
23 «Εάν τις αδελφός έχει γυναίκα άπιστον, και αυτή συγκατανεύη να συνοική μετ’ αυτού, ας μη αφίνη αυτήν. Και γυνή ήτις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συγκατανεύει να συνοική μετ’ αυτής, ας μη αφίνη αυτόν. Διότι ο ανήρ ο άπιστος ηγιάσθη δια της γυναικός· και η γυνή η άπιστος ηγιάσθη δια του ανδρός· επειδή άλλως τα τέκνα σας ήθελον είσθαι ακάθαρτα· αλλά τώρα είναι άγια. Εάν δε ο άπιστος χωρίζηται, ας χωρισθή. Ο αδελφός ή η αδελφή δεν είναι δεδουλωμένοι εις τα τοιαύτα· ο Θεός όμως προσεκάλεσεν ημάς εις ειρήνην. Διότι τι εξεύρεις, γύναι, αν μέλλης να σώσης τον άνδρα; ή τι εξεύρεις, άνερ, αν μέλλης να σώσης την γυναίκα;»—1 Κορ. 7:12-16.
24 Επομένως, διαφορά θρησκείας, είτε πριν από το γάμο είτε μόνο αφότου ενυμφεύθη ένα ζεύγος, δεν αποτελεί αιτία για να χωρισθή το ζεύγος αυτό. Δεν αποτελεί βάσιν για διαζύγιο που θα ελευθέρωνε τους νυμφευμένους για να νυμφευθούν άλλους. Αν ο σύζυγος πιστέψη και έλθη στην αλήθεια του Θεού προτού το πράξη αυτό η σύζυγός του, πρέπει να μείνη προσκολλημένος στη σύζυγό του αν η αλλαγή της θρησκείας του δεν την ενδιαφέρη ή ακόμη και αν αντιτείνη. Το ζήτημα είναι, Θέλει αυτή να εξακολουθήση να ζη μαζί του υπό τις συνθήκες που η αποδοχή της αληθείας εκ μέρους του θα τις κάμη πραγματικά καλύτερες συνθήκες; Αν ναι, τότε δεν πρέπει να την αφήση. Η παραμονή μαζί της του δίνει την ευκαιρία να μιλή για την αλήθεια μαζί της, ή τουλάχιστον να ζη την αλήθεια ενώπιόν της, και πιθανόν με την πορεία αυτή να την βοηθήση να δεχθή την αλήθεια και ν’ αποκτήση σωτηρία για ζωή στον νέο κόσμο του Θεού. Η ευκαιρία αυτή αληθεύει επίσης για τη σύζυγο που πιστεύει στην αλήθεια και όμως εξακολουθεί να μένη με τον σύζυγό της.
25. Πώς θεωρεί ο Θεός τα τέκνα τέτοιων γάμων, και πώς πρέπει ο πιστός σύντροφος να μεταχειρίζεται τον άπιστο;
25 Αφού ο άπιστος είναι ακόμη ‘μία σάρκα’ με τον πιστό, ο άπιστος γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο αποκτά κάποια αναγνώρισι από τον Ιεχωβά Θεό. Ο Θεός θεωρεί τα τέκνα τους, όχι ως ακάθαρτα, αλλ’ ως άγια, και ο πιστός θα προσπαθήση να τα αναθρέψη με αληθινή αγιότητα ώστε, στην ηλικία της κατανοήσεως, να μπορέσουν κι αυτά από δική τους εκλογή ν’ αφιερωθούν στον Θεό μέσω του Χριστού. Ο άπιστος δεν γίνεται αυτομάτως άγιος ή ένας από τους αγιασμένους του Θεού, αλλ’ ο πιστός σύντροφος έχει αφιερώσει τα πάντα στον Θεό και μεταχειρίζεται τον άπιστον από αυτή την άποψι. Ο αγιασμένος πιστός θα μεταχειρίζεται, συνεπώς, τον άπιστο όπως ο Θεός θα ήθελε να γίνεται αυτό, και όλο τούτο θα είναι προς την κατεύθυνσι της υποβοηθήσεως του απίστου να δη και να δεχθή την αλήθεια και να έλθη επίσης σε σχέσι με τον Θεό.
26. (α) Τι μπορεί να καταστήση αναγκαίο η άδικη μεταχείρισις, αλλά γιατί αυτό δεν είναι λόγος διαζυγίου με δικαίωμα νέου γάμου; (β) Ποια πρέπει να είναι η διάθεσις των αποχωρισμένων συντρόφων, όπως διετυπώθη με τα λόγια του Λάβαν;
26 Αν ο άπιστος δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτή την αγιασμένη μεταχείριση και πάλι δεν υπάρχει αιτία για να εγκαταλειφθή. Το βήμα προς τον χωρισμό πρέπει να γίνη από τον άπιστον. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό το βήμα μπορεί να είναι μια κατ’ ουσίαν εγκατάλειψις με τη μεταχείρισι του πιστού από τον άπιστον τόσο άσχημα ώστε να είναι σχεδόν ανυπόφορο το να εξακολουθήσουν να ζουν μαζί. Αλλά, όπως στην περίπτωσι που ακόμη και ομόπιστοι θα μπορούσαν να χωρισθούν ο ένας από τον άλλον για κάποια ασυμφωνία, ο πιστός πρέπει να παραμείνη άγαμος ώσπου ο άπιστος που απεχώρησε να διαπράξη ανηθικότητα και έτσι να παράσχη λόγους για κατάλληλο διαζύγιο. (1 Κορ. 7:10, 11 ) Η διάθεσις του πιστού προς τον αποχωρισμένον σύντροφον μπορεί να είναι όμοια μ’ εκείνη που διετυπώθη με τα λόγια του Λάβαν προς τον Ιακώβ όσον αφορά την μη παραβίασι της ενώσεως του γάμου: «Ας επιβλέψη ο Ιεχωβά αναμέσον εμού και σου, όταν αποχωρισθώμεν ο είς από του άλλου.» (Γέν. 31:49, ΜΝΚ) Ο Ιεχωβά Θεός παρατηρεί αν υπάρχη κάποια παραβίασις της διαθήκης του γάμου. Παρατηρεί ποιος είναι ο ένοχος σύντροφος και καθορίζει αν υπάρχη Γραφικός λόγος για διαζύγιο για να ελευθερώση έναν για νέο γάμο. Ο λόγος αυτός πρέπει να είναι, όχι η λεγόμενη «πνευματική μοιχεία», αλλά η σωματική μοιχεία.
27. Γιατί η πνευματική μοιχεία δεν είναι βάσις για Γραφικό διαζύγιο, και γιατί είναι καλό ένας πιστός να εξακολουθήση να ζη μ’ έναν άπιστο;
27 Ο θεόπνευστος Ιάκωβος έγραψε: «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται.» (Ιάκ. 4:4) Αλλ’ αυτή η πνευματικώς μοιχευτική φιλία του κόσμου δεν αποτελεί λόγον διαζυγίου. Γιατί; Διότι αυτή η απλή φιλία δεν κάνει ένα άτομο ‘μία σάρκα’ μ’ ένα άλλο του αντιθέτου φύλου μοιχευτικά. Είναι αλήθεια ότι ένας άπιστος είναι φίλος του κόσμου τούτου. Εν τούτοις, ο απόστολος Παύλος δεν υπεστήριξε εξ αιτίας τούτου ότι ένας πιστός έχει το δικαίωμα και βάσιμη αιτία να εγκαταλείψη τον άπιστο σύντροφο. Αντιθέτως, είναι τελείως κατάλληλο, και εντελώς ηθικό, να εξακολουθήσουν αυτοί να ζουν μαζί αν ο άπιστος συμφωνή μ’ αυτό. Με το να διατηρηθούν έτσι μαζί ως ζεύγος, ο άπιστος θα μπορούσε να βοηθηθή για σωτηρία στον νέο κόσμο, η βοήθεια δε αυτή δεν θα ήταν δυνατή αν ελέγετο ότι οι δύο ζουν μαζί ακατάλληλα και συνεπώς ο πιστός είναι συνεργός πνευματικής μοιχείας μ’ εκείνον που είναι φίλος του κόσμου.
ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΙΣ ΕΝΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ
28. (α) Ποια άδεια δεν δίδει στους συντρόφους ο περιορισμός του διαζυγίου στη μοιχεία; (β) Πώς μερικοί ανθρώπινοι νόμοι είναι μεροληπτικοί σε αντίθεσι με τον νόμον του Θεού;
28 Ο Χριστός περιώρισε στη μοιχεία τους λόγους διαζυγίου που ελευθερώνει ένα άτομο για να ξανανυμφευθή. Αυτό δεν δίδει σε κανένα γαμήλιο σύντροφο την άδεια να καταχράται του άλλου ή να τον παραμελή. Αυτός ο περιορισμός στη μοιχεία τονίζει μόνο τη θεία διάταξι ότι το νυμφευμένο ζεύγος είναι μία σάρκα και πρέπει να εμμένουν μαζί σε αμοιβαία φροντίδα, είτε έλθουν καλύτερες συνθήκες, είτε χειρότερες. Αυτή είναι η απόφασις του αλαθήτου Κριτού στο Ανώτατο Δικαστήριο Γάμου. Σε μερικές χώρες ο νόμος δεν καθιστά τη μοιχευτική διαγωγή του συζύγου νόμιμον λόγον για να τον διαζευχθή η σύζυγος, αλλά καθιστά μόνο την ηθικώς χαλαρή διαγωγή της συζύγου αιτία διαζυγίου επί μοιχεία. Σύμφωνα, όμως, με τον κανόνα του Θεού δια του Χριστού, αν ο σύζυγος είναι ανήθικος, αυτό επιτρέπει σε μια γυναίκα να τον απομακρύνη νομίμως και να ελευθερωθή για να ξανανυμφευθή, χωρίς να γίνη μοιχαλίς μ’ αυτή την πράξι. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς είπε: «Όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού [αντιγραφικώς], και νυμφευθή άλλην, πράττει μοιχείαν εις αυτήν. Και εάν γυνή χωρισθή τον άνδρα αυτής και συζευχθή με άλλον, μοιχεύεται.» (Μάρκ. 10:11, 12) Ο Ιησούς, λοιπόν, δεν έθετε για τους συζύγους ένα κανόνα διαφορετικόν από εκείνον που έθετε για τις συζύγους όταν έλεγε στην επί του όρους ομιλία του: «Ερρέθη προς τούτοις, ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, ας δώση εις αυτήν διαζύγιον. Εγώ όμως σας λέγω, ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, παρεκτός λόγου πορνείας, κάμνει αυτήν να μοιχεύηται· και όστις λάβη γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός.» (Ματθ. 5:31, 32) Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Γι’ αυτόν η μοιχεία του συζύγου είναι εξίσου κακή όσο και η μοιχεία της συζύγου.
29. Γιατί ένας άνδρας δεν μπορεί να κυττάζη μια γυναίκα, που δεν είναι σύζυγός του, με την επιθυμία να έχη σχέσεις μαζί της;
29 Κανείς, λοιπόν, σύζυγος ας μην εποφθαλμιά τη σύζυγο ενός άλλου ανδρός, ούτε ας κυττάζη μια άλλη γυναίκα με επιθυμία να έχη μαζί της σχέσεις που οφείλει αποκλειστικά στη σύζυγό του. Ο γνωστός τύπος του εγγάμου καταστηματάρχου ή ο άνθρωπος του γραφείου ας φυλάγεται για να μην εμπλακή σε έρωτα με την γραμματέα του, νυμφευμένη ή άγαμη, και ας μη ελευθεριάζη μαζί της. Ο Ιησούς είπε: «Ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους, “Μη μοιχεύσης.” Εγώ όμως σας λέγω, ότι πας ο βλέπων γυναίκα δια να επιθυμήση αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού.» (Ματθ. 5:27, 28) Αυτός είναι ήδη ένοχος ενώπιον του Θεού, ο οποίος διαβάζει στην καρδιά. Μολονότι η μοιχεία αυτή είναι στην καρδιά του ανδρός και μολονότι η σύζυγός του δεν μπορεί να τον διαζευχθή γι’ αυτόν τον λόγο, εν τούτοις, το να εποφθαλμιά κανείς κάποιο άλλο πρόσωπο παρά τον γαμήλιο σύντροφό του, αν δεν αναχαιτισθή, οδηγεί σε σωματική μοιχεία.
30, 31. (α) Πότε μπορεί ένας αθώος σύντροφος να συγχωρήση τον άλλον που αμάρτησε; (β) Ποια πορεία πρέπει ν’ ακολουθήση η εκκλησία όταν παρέχεται συγχώρησις; Όταν δεν παρέχεται;
30 Αν ο σύντροφος ενός άτομου διαπράξη μοιχεία, το άτομο αυτό έχει το δικαίωμα να συγχωρήση και να μη ζητήση διαζύγιο, αρκεί ο ένοχος να δείξη την κατάλληλη μετάνοια και να ζητήση ένθερμα συγχώρησι και να υποσχεθή ότι δεν θα επαναλάβη το παράπτωμα, αλλά θα είναι πιστός στην ευχή του γάμου. Αν ο αθώος δεν συγχωρήση τον σύντροφο που έπταισε, τότε ο πταίστης πρέπει ν’ αποκοπή από την επικοινωνία της εκκλησίας και ο αθώος σύντροφος εξουσιοδοτείται από τις Γραφές να λάβη ένα νόμιμο διαζύγιο αν μπορή ή το επιθυμή. Αυτή είναι ιδιωτική υπόθεσις. Σε περίπτωσι που ο σύζυγος συγχωρεί τη σύζυγο, εξακολουθεί να τις δίνη τη γαμήλια οφειλή, εμπιστευόμενος στον Θεό ότι θα την συγχωρήση. Τότε δεν υπάρχει λόγος όπως η σύζυγος, την οποία μεταχειρίζεται ως ‘μία σάρκα’ μαζί του, εκτεθή και τιμωρηθή από τη Χριστιανική εκκλησία με αποκοπή από την επικοινωνία και καταστραφή έτσι η εκ νέου συνένωσις που επέφερε ευσπλαχνικά η συγχώρησις του συζύγου. «Το μίσος διεγείρει έριδας· αλλ’ η αγάπη καλύπτει πάντα τα σφάλματα.» (Παροιμ. 10:12) «Έχετε ένθερμον την εις αλλήλους αγάπην· διότι η αγάπη θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών.» (1 Πέτρ. 4:8) «Αδελφοί, εάν τις μεταξύ σας αποπλανηθή από της αληθείας, και επιστρέψη τις αυτόν, ας εξεύρη ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν από της πλάνης της οδού αυτού, θέλει σώσει ψυχήν εκ θανάτου, και θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών.» (Ιάκ. 5:19, 20) «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε, και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση [και παραδεχθή την αμαρτία του, εκφράση την γεμάτη λύπη μετάνοιά του και ζητήση συγχώρησι], εκέρδησας τον αδελφόν σου.» Αν ο αμαρτωλός αρνηθή ν’ ακούση ακόμη και την εποπτεύουσα επιτροπή της Χριστιανικής εκκλησίας της οποίας είναι μέλος, τότε πρέπει να τεθή εκτός επικοινωνίας, είπε ο Ιησούς.—Ματθ. 18:15-17, 21, 22.
31 Αν ο σύζυγος, μιμούμενος τον Θεό και υπακούοντας στον Χριστό, έχη συγχωρήσει την μετανοημένη σύζυγό του και απέσχε από το να την τιμωρήση νομίμως καθώς θα μπορούσε, πώς η εκκλησία έχει δικαίωμα να την τιμωρήση με αποκοπή από την επικοινωνία και να θέση ένα πνευματικό φραγμό μεταξύ του ανδρός και της συζύγου του, την οποίαν αυτός προσπαθεί να βοηθήση για αναμόρφωσι; Η εκκλησία πρέπει να συνεργασθή στην προσπάθεια αναμορφώσεως. Αλλά τι θα γίνη αν, προτού ο σύζυγος αποφασίση να συγχωρήση τη σύζυγό του, η εκκλησία την αποκόψη από την επικοινωνία; Αν ο σύζυγος την συγχωρήση κατόπιν για Γραφικούς λόγους, αυτό δεν αίρει αυτομάτως την αποκοπή της από την επικοινωνία της εκκλησίας, διότι το ζήτημα βρίσκεται τώρα αμέσως στα χέρια της εκκλησίας. Πρέπει αυτή να διαπραγματευθή απ’ ευθείας με την εποπτεύουσα επιτροπή της εκκλησίας και πρέπει να την ικανοποιήση κάνοντας τα αναγκαία βήματα για να ληφθή πάλι πλήρως στην εκκλησία. (Παραβάλατε με παράγραφον 41, τελευταίες δεκατρείς σειρές.) Ένας παρόμοιος χειρισμός του ζητήματος θα γινόταν αν η πιστή σύζυγος ήταν εκείνη που συνεχώρησε τον άνδρα, όχι κάτω από κάποια πίεσι ή επιμονή ή απειλή από μέρους του, αλλά εξαιτίας της ασφαλούς μετανοίας του και πρωτίστως με τη στοργική επιθυμία να βοηθήση τον σύζυγό της να αναρρώση πνευματικώς. «Η γυνή δεν εξουσιάζει το εαυτής σώμα, αλλ’ ο ανήρ· ομοίως δε και ο ανήρ δεν εξουσιάζει το εαυτού σώμα, αλλ’ η γυνή.» (1 Κορ. 7:4) Συνεπώς, στη διάρκεια του χρόνου που αυτή εδοκίμαζε την ειλικρίνεια και την πληρότητα της μετανοίας του και των προσπαθειών του για αναμόρφωσι, θα εξασκούσε αγρυπνία όσον αφορά τη διαγωγή του και θα τον βοηθούσε να κρατηθή ηθικώς και πνευματικώς καθαρός, κατάλληλος για να ενωθή με τη Χριστιανική εκκλησία.
32. (α) Ποια πορεία πρέπει ν’ ακολουθήση ο συγχωρών σύζυγος αν δεν θέλη να επακολουθήση εκκλησιαστική ενέργεια; (β) Ποια ενέργεια πρέπει να κάμη η εκκλησία εναντίον εκείνου με τον οποίον διεπράχθη η μοιχεία;
32 Στην περίπτωσι ενός πιστού συζύγου, ασφαλώς μπορεί να αναμένεται ότι αυτός θα θέση σε δοκιμή τη σύζυγό του, επιτηρώντας την προσεκτικά και βοηθώντας την να φυλαχθή από το να επαναλάβη το αμάρτημα, η δε εκκλησία θα βασισθή σ’ αυτόν ότι θα ενεργήση έτσι. Αλλιώς η εκκλησία θα θεωρούσε ότι αυτός δεν προΐσταται κατάλληλα του οίκου του και επομένως δεν έχει τα προσόντα να κατέχη κάποια υπεύθυνη θέσι με πνευματική εποπτεία στην εκκλησία. Και σ’ αυτή την περίπτωσι, επίσης, η εκκλησία θα επενέβαινε, επειδή αυτός δεν διευθύνει με Χριστιανικό τρόπο τις οικιακές υποθέσεις του, και θα ανελάμβανε ενέργεια εναντίον και του ανδρός και της συζύγου. Το άτομο με το οποίο διεπράχθη η μοιχεία μπορεί να είναι μέλος της εκκλησίας. Αν συμβαίνη αυτό, το άτομο εκείνο πρέπει ν’ αποκοπή από την επικοινωνία και έτσι ν’ αποστερηθή από τα προνόμια και τις θέσεις υπηρεσίας και τη Χριστιανική συναναστροφή. Αν, μετά την αποκοπή από την επικοινωνία, το πρόσωπο αυτό δείχνη τον καρπό της μετανοίας και ζητή να επανέλθη στην εκκλησία, μπορεί να αποκατασταθή και να τεθή σε μακρά δοκιμή, επί ένα τουλάχιστον έτος, και τότε, αφού διαπιστωθή ότι έχει καλή συμπεριφορά, μπορεί επισήμως να απαλλαγή από τους περιορισμούς που επεβλήθησαν σ’ αυτό και να ξαναγίνη δεκτό πλήρως.—1 Κορ. 5:1-5, 13· 2 Κορ. 2:5-11.
33. Από ποια κατάλληλη εκκλησιαστική ενέργεια δεν προστατεύει τον ένοχο σύντροφο η συγχώρησις από μέρους του αθώου;
33 Όταν μια εκκλησία αναστέλλη μια ενέργεια αποκοπής από την επικοινωνία λόγω προηγηθείσης συγχωρήσεως από μέρους του αθώου συντρόφου, τούτο δεν σημαίνει ότι ο ένοχος σύντροφος δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποστερηθή από κάποιες ειδικές ευθύνες ή προνόμια υπηρεσίας στην εκκλησία. Το ζήτημα εδώ δεν είναι η αποκοπή από την επικοινωνία, αλλά τα προσόντα για ειδικές θέσεις υπηρεσίας στην εκκλησία. Ο ένοχος σύντροφος, με τη μοιχεία, κακοπαρέστησε την εκκλησία και απεστέρησε προσόντων τον εαυτό του και δεν μπορεί να διατηρηθή σε κάποια αντιπροσωπευτική ή υπεύθυνη θέσι. Η συγχώρησις που έκαμε ο αθώος σύντροφος δεν προστατεύει τον ένοχον σύντροφον από την εξουσία της εκκλησίας να ενεργήση για ν’ απομακρύνη από μια θέσι το αναρμόδιο άτομο και να έχη σε τέτοιες θέσεις άτομα άμεμπτα και που δεν γίνονται πρόσκομμα στους άλλους.
34. Ποια είναι μερικά Ισραηλιτικά παραδείγματα συζύγων που συνεχώρησαν ένοχες συζύγους;
34 Η συγχώρησις ενός ένοχου συντρόφου υπενθυμίζει τον προφήτην Ωσηέ, τον οποίον ο Ιεχωβά ωδήγησε να λάβη πάλι την μοιχαλίδα σύζυγό του και ο οποίος ευπειθώς το έπραξε. (Ωσηέ 1:3-6· 3:1, 2) Πολύν καιρό πριν απ’ αυτό, στις ημέρες των κριτών του Ισραήλ, ένας μη κατονομαζόμενος Λευίτης εταξίδεψε μακριά και πήρε πάλι τη μοιχαλίδα παλλακίδα του, αλλά όχι για να την εκπορνεύση. Στην Γαβαά, πόλι του Βενιαμίν, την παρέδωσε στον όχλο που περιεκύκλωσε επιθετικά το σπίτι όπου διέμενε. Αλλά δεν την παρέδωσε στο έλεος του όχλου επειδή δεν την αγαπούσε. Το έκαμε μόνο για να εμποδίση τη βεβήλωσι του ιερού του αξιώματος ως Λευίτου με βίαιη επιβολή σοδομίας επάνω του. Αυτός δεν επεδοκίμασε τον βιασμό της συζύγου του ή παλλακίδος από τον όχλο. Με αγανάκτησι τον έκαμε ζήτημα που το έφερε ενώπιον ολοκλήρου του έθνους Ισραήλ. Επροκάλεσε τις ένδεκα φυλές του Ισραήλ που υπέστησαν την προσβολή, να τιμωρήσουν την ένοχη πόλι και τη φυλή του Βενιαμίν με πόλεμο, ο οποίος επέφερε σχεδόν την εξάλειψι της ένοχης φυλής. Αυτό εδικαίωσε τις άλλες ένδεκα αδελφές φυλές που υπεστήριξαν την αγνότητα του έθνους.—Κριταί, κεφάλαια 19 και 20.
35. Στην περίπτωσι του Κορινθίου αδελφού που διέπραξε μοιχεία με τη σύζυγο του πατρός του, ποιος σεβασμός δικαιωμάτων παρεκίνησε τον Παύλο να διατάξη την αποκοπή από την επικοινωνία μόνο του ενόχου ανδρός;
35 Στην περίπτωσι μοιχείας που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην 1 Κορινθίους 5:1-13. Ο Παύλος διέταξε να εκβληθή από την εκκλησία μόνον ο ένοχος μοιχείας άνδρας γιατί ήταν σαν ένα φύραμα δηλητηριώδους επιρροής. Αν η γυναίκα ήταν μέλος της εκκλησίας, γιατί ο Παύλος, με την αποστολική του εξουσία, δεν διέταξε επίσης την εκκλησία να αποκόψη από την επικοινωνία την εξίσου ένοχη γυναίκα στην περίπτωσι αυτή; Αυτή ήταν η σύζυγος του πατρός του ενόχου ανδρός, και ο απόστολος Παύλος ήθελε να σεβασθή τη μεταχείρισι που ο σύζυγος θα μπορούσε να κάμη στην ένοχη σύζυγό του. Συνεπώς, ο μετανοημένος και μόνο άνδρας ήταν εκείνος που ο Παύλος αργότερα συνέστησε να αποκατασταθεί από την εκκλησία και να σωθή από τα σχέδια του Σατανά.
36. Γιατί δεν πρέπει να λαμβάνωνται οικονομικές αποζημιώσεις για τη μοιχεία;
36 Αυτή η συγχώρησις ενός γαμήλιου συντρόφου που μετανοεί είναι ριζικά διαφορετική από το ν’ αφήση κανείς μια σύζυγο να διαπράξη μοιχεία και έπειτα να συλλέξη εκείνο που καλείται «συζυγικές αποζημιώσεις» από τον βιαστή της. Μερικοί πολύγαμοι διατηρούν αρκετές παλλακίδες για τον ρητό σκοπό να τις εκπορνεύουν, για να εισπράττουν απλώς «συζυγικές αποζημιώσεις» κατ’ επανάληψιν για την ίδια παλλακίδα. Αυτό είναι χειρότερο από το να εκπορνεύη κανείς την ίδια του θυγατέρα. (Λευιτ. 19:29) Αν ένα άτομο παρέχοντας συγγνώμη δέχεται πάλι έναν πλανημένο σύντροφο, αυτό πρέπει να γίνη χωρίς να εισπράττουν τέτοιες αποζημιώσεις. Η λήψις οικονομικών αποζημιώσεων συγχωρεί τη μοιχεία και την εμπορεύεται. Η συγχώρησις του ενόχου και η μη απαίτησις οικονομικών αποζημιώσεων κρατεί τον αθώον καθαρόν. Τον κάνει να εκτιμήση περισσότερο την αμαρτωλότητα της ακάθαρτης πορείας μάλλον παρά το οικονομικό κέρδος που μπορεί να προέλθη από την φαύλη εκπόρνευσι μιας συζύγου.
37. Τι μπορούν να κάμουν εκείνοι που, προτού έλθουν στην αλήθεια, ενυμφεύθησαν πάλι έπειτα από ένα αντιγραφικό διαζύγιο, και γιατί;
37 Προτού ένα άτομο έλθη σε γνώσι της αληθείας του Θεού και των απαιτήσεών του, μπορεί να διεζεύχθη νομίμως τον σύντροφό του για μη Γραφικούς λόγους και κατόπιν να ενυμφεύθη πάλι. Αν αυτό το άτομο είναι τώρα προσκολλημένο στον νέο γάμο και δέχεται το άγγελμα της Βασιλείας, η Χριστιανική εκκλησία δεν μπορεί να κάμη τίποτε για να μεταβάλη τη γαμήλια υπόστασί του. Πρέπει να δεχθή το άτομο αυτό στην πολιτική κατάστασι που το βρίσκει το άγγελμα του Θεού και να εμπιστευθή στην από τον Θεό συγχώρησι των αδικημάτων που διέπραξε προτού γνωρίση τα πράγματα καλύτερα, των εν αγνοία αμαρτημάτων του. Αλλ’ η Χριστιανική εκκλησία πρέπει να απαιτήση όπως το άτομο αυτό αποδείξη ότι παραμένει πιστό στις υποχρεώσεις του στον δεύτερο νόμιμο γάμο του. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε να πιστέψη ότι η αφιέρωσίς του στον Θεό έγινε δεκτή και δεν θα μπορούσε να του παράσχη το εν ύδατι βάπτισμα.
38. Αν ένας Χριστιανός επιθυμή να διαζευχθή έναν άπιστο αφιερωμένο σύντροφο, τι πρέπει να κάμη πρώτα η εκκλησία;
38 Αν ένας νυμφευμένος Χριστιανός διαπράξη μοιχεία, ο Χριστιανός σύντροφος μπορεί να θέλη να διαζευχθή. Εν τούτοις, για να μην επιφέρη περιττό όνειδος στον λαό του Ιεχωβά με την ακάθαρτη απιστία ενός από τους μάρτυράς του, πρέπει πρώτα η Χριστιανική εκκλησία να αποκόψη από την επικοινωνία το άπιστο μέλος. Κατόπιν ο καθαρός, αθώος σύντροφος μπορεί ν’ ακολουθήση τη δικαστική διαδικασία εναντίον του απίστου ως ενός που δεν είναι τώρα μέλος της εκκλησίας, δεν είναι ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Έτσι δεν υφίσταται δημοσία αισχύνη η θεοκρατική οργάνωσις.
39, 40. (α) Αν ληφθή ένα αντιγραφικό διαζύγιο, τι πρέπει να παρατηρήση η εκκλησία όσον αφορά τους διαζευγμένους και πότε πρέπει να προβή σε ενέργεια; (β) Γιατί μετάνοια έπειτα από ένα αντιγραφικό διαζύγιο δεν ελευθερώνει ένα άτομο για να ξανανυμφευθή;
39 Γενικά, το καθήκον της Χριστιανικής εκκλησίας είναι να σημειώση τον βασικό λόγο του διαζυγίου ενός μέλους ή ενός νυμφευμένου ζεύγους της εκκλησίας. Αν ο λόγος είναι αντιγραφικός, η εκκλησία πρέπει να παρατηρήση την πορεία των διεζευγμένων κατόπιν. Η ανηθικότης ως αίτια ενός διαζυγίου μπορεί να μην αναφέρεται πάντοτε στην αίτησι διαζυγίου ή στη δικαστική απόφασι. Σε μερικές χώρες ο λόγος για την χορήγησι διαζυγίου μπορεί να εκτίθεται ως injures graves et publiques («σοβαρές και δημόσιες προσβολές»). Σχεδόν πάντοτε αυτό σημαίνει μοιχεία· εν τούτοις, για να προστατευθούν οι αθώοι που θα μπορούσαν να επηρεασθούν από μομφή ή δημόσιο όνειδος, ο λόγος του διαζυγίου μπορεί να διατυπωθή έτσι. Η εκκλησία πρέπει να πληροφορηθή την ειδική αιτία. Δεν μπορεί να θέση εκτός επικοινωνίας ένα μέλος επειδή απλώς διεζεύχθη για αντιγραφικούς λόγους, αλλ’ αν το μέλος αυτό νυμφευθή πάλι προ του θανάτου ή της ανηθικότητος του διεζευγμένου συντρόφου, η εκκλησία θα αποκόψη από την επικοινωνία αυτό το μέλος για μοιχευτικό νέο γάμο.
40 Όταν ένας Χριστιανός ζητή απλώς τη συγχώρησι του Θεού για την πορεία που έλαβε με το να διαζευχθή αντιγραφικώς τον σύντροφό του, αυτό δεν τον ελευθερώνει για να ξανανυμφευθή. Η συγχώρησις των αμαρτιών του γενικά δεν ακυρώνει ούτε εκμηδενίζει τον νόμιμο γάμο που διελύθη για αντιγραφικούς λόγους. Δεν μεταβάλλει τη γαμήλια κατάστασί του. Αν την μετέβαλλε, τότε εκείνος που διαζευγνύεται ένα άλλο πρόσωπο για αντιγραφικούς λόγους δεν θα διέπραττε μοιχεία με το να ξανανυμφευθή. Να ενθυμήσθε τούτο: ένας γάμος που διασπάται με αντιγραφικό διαζύγιο είτε πριν αφιερωθή ένα άτομο στον Θεό είτε κατόπιν, δεν διαλύεται πραγματικά ενώπιον του Θεού με το να ζητήσωμε απ’ αυτόν συγχώρησι αμαρτιών όπως ακριβώς και η από τον Θεό συγχώρησις των αμαρτιών ενός εγκληματίου που βρίσκεται στη φυλακή δεν θα ακύρωνε την καταδίκη του σε φυλάκισι και δεν θα τον ελευθέρωνε για να βαδίζη έξω από τις πύλες της φυλακής κατά τη θέλησί του. Επομένως, νέος γάμος χωρίς Γραφική άδεια ή εξουσιοδότησι είναι μοιχευτικός και η εκκλησία θ’ αποκόψη από την επικοινωνία τον πταίστην. Ομοίως, αν ένας Χριστιανός ενυμφεύθη ένα κοσμικό άτομο που ήταν διεζευγμένο για αντιγραφικούς λόγους, ο Χριστιανός αυτός διαπράττει πορνεία και πρέπει ν’ αποκοπή από την επικοινωνία.—Ρωμ. 7:2-4· 1 Κορ. 7:39.
41. (α) Τι κάνει ένας ακατάλληλος νέος γάμος για τον αθώο σύντροφο που παραμένει άγαμος; (β) Ποια ενέργεια πρέπει να γίνη για το άτομο που ξανανυμφεύεται ακατάλληλα, και από τι πρέπει το άτομο αυτό να αποστερηθή πάντοτε κατόπιν;
41 Ενας ακατάλληλος νέος γάμος θα έχη ως αποτέλεσμα να αποκτήση ισχύν ένα διαζύγιο και θα ελευθερώση τον αθώον σύντροφον να συνεχίση ως μέλος της εκκλησίας και να ξανανυμφευθή αν ο αθώος αυτός προτιμά να ξανανυμφευθή. Εν τούτοις, εκείνος που ενυμφεύθη πάλι ακατάλληλα πρέπει να αποκοπή από την επικοινωνία επειδή διέπραξε μοιχεία, και έτσι έρχεται σε επικίνδυνη θέσι που απειλεί την αιωνία του ύπαρξι. «Όστις όμως μοιχεύει με γυναίκα, είναι ενδεής φρενών· απώλειαν φέρει εις την ψυχήν αυτού, όστις πράπει τούτο.» (Παροιμ. 6:32) Μόνο αποκατάστασις στην εκκλησία μπορεί να τον σώση. Αλλά το αντιγραφικά ξανανυμφευμένο πρόσωπο δεν μπορεί να ληφθή πάλι πλήρως στην εκκλησία με απλή μετάνοια. Αυτός, μετά την αποκατάστασι, πρέπει να υποβληθή σε μια αρκετά μακρά περίοδο δοκιμής, τουλάχιστον ένα έτος, για να έχη την ευκαιρία να δείξη τους καρπούς μιας ειλικρινούς μετανοίας μαζί μ’ έναν ορθό σεβασμό του γάμου. Ο νόμιμος νέος του γάμος παραμένει ακόμη σε ισχύν ενώπιον του νόμου της χώρας και πρέπει να υπάρχουν κατάλληλοι νόμιμοι λόγοι για να διαλυθή στο δικαστήριο. Ακόμη και αν η προηγουμένη αντιγραφικά διεζευγμένη σύζυγος πεθάνη ή ξανανυμφευθή αφού αυτός ενυμφεύθη πάλι, δεν αποκαθίσταται με τούτο αυτομάτως. Πρέπει και να μετανοήση, να εξομολογηθή, να κάμη αίτησι για αποκατάστασι και να υποβληθή στην περίοδο δοκιμής. Αν η μετάνοια φέρη τον απαιτούμενο καρπό μιας κατάλληλης εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του στον νέο νόμιμο γάμο και αν έπειτα γίνη πάλι πλήρως δεκτός στην εκκλησία, είναι πάντοτε κατόπιν αναρμόδιος για να κατέχη κάποια επίσημη, παραδειγματική, υπεύθυνη θέσι ή προνόμιο στην εκκλησία. Το ιδιωτικό του παρελθόν στην αλήθεια δεν αποτελεί καλό παράδειγμα.
42. Γιατί είναι ευτυχείς εκείνοι που υποστηρίζουν τις από τον Θεό επιβεβλημένες υποχρεώσεις του γάμου;
42 Ο αληθινός και καθαρός γάμος είναι ένα προνόμιο από τον Ιεχωβά Θεό. Αυτός ο ίδιος τον ερρύθμισε και «δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ». (Ψαλμ. 92:15) Ευτυχισμένοι είναι οι Χριστιανοί που είναι πιστοί στις από τον Θεό επιβεβλημένες υποχρεώσεις του γάμου των. Υποστηρίζουν την αληθινή αξιοπρέπεια και εντιμότητα του θείου αυτού θεσμού. Εγκολπούνται τη Χριστιανική εντολή: «Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας, και η κοίτη αμίαντος· τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός.» (Εβρ. 13:4) Δεν απολαμβάνουν πρωτίστως τις τέρψεις της σαρκικής σχέσεως, αλλά κυρίως τις πνευματικές ευκαιρίες που η στενή αυτή ένωσις των δύο φύλων τούς παρέχει. Αυτό εκπληρώνει την ιδανικότητα του γάμου και κερδίζει την επιδοκιμασία και ευλογία του Θεού. Καθιστά τον γάμο βοήθημα για την απόκτησι σωτηρίας και την υπηρεσία του Υψίστου Θεού. Δικαιώνει τον Ιεχωβά Θεό ο οποίος στοργικά εθέσπισε αυτή την προμήθεια για τη χαρά του ανθρώπου και για την εκπλήρωσι του θείου σκοπού.
[Υποσημειώσεις]