Η Κατανόησις του Χρόνου μια Βοήθεια στους Αληθινούς Λάτρεις
1. Γιατί η κατανόησις του χρόνου είναι βοηθητική στην καθημερινή μας ζωή;
ΣΤΗΝ καθημερινή μας ζωή αντιμετωπίζομε συχνά την ανάγκη να γνωρίζωμε τι ώρα είναι. Είναι η ώρα να σηκωθούμε το πρωί; η ώρα για να πάμε στην εργασία; η ώρα για φαγητό; η ώρα να ετοιμασθούμε για να παρευρεθούμε στη συνάθροισι; η ώρα για να κοιμηθούμε; Επανειλημμένως κάθε μέρα οι περισσότεροι από μας έχομε κάποια ανάγκη να υπολογίσωμε τον χρόνο για να μετακινηθούμε από μια μορφή της καθημερινής μας δράσεως σε μια άλλη. Είναι όπως το αναφέρει η Γραφή στο βιβλίο Εκκλησιαστής, κεφάλαιο 3, εδάφιο 1: «Χρόνος είναι εις πάντα, και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.» Αν δεν το εκάναμε σκοπό μας να ενδιαφερώμεθα για τον χρόνο, η ζωή μας θα μπορούσε ν’ αποδιοργανωθή πολύ γρήγορα. Θα μπορούσαμε εύκολα να σπαταλήσωμε πάρα πολύ χρόνο και να μη δαπανούμε αρκετόν χρόνο σε παραγωγική δράσι, δράσι, η οποία συντηρεί τη σωματική και την πνευματική μας ζωή.
2. Σχετικά με τους σκοπούς του Ιεχωβά, πώς η κατανόησις του χρόνου αποτελεί ενθάρρυνσι;
2 Εκτός από την ανάγκη να ρυθμίσωμε τη ζωή μας κατάλληλα, η κατανόησις των ζητημάτων που περιλαμβάνουν χρόνο μπορεί ν’ αποβή πηγή μεγάλης ενθαρρύνσεως για τους Χριστιανούς, εφόσον πολλοί σκοποί του Θεού για τη γη και τον άνθρωπο περιλαμβάνουν τον παράγοντα χρόνο. Σχετικά με μερικά γεγονότα που προελέχθησαν στη Βίβλο, ο Ιεχωβά έχει αποκαλύψει τον παράγοντα χρόνο που περιελαμβάνετο ως μια βοήθεια για τους αληθινούς λάτρεις. Ότι αυτό το είδος αποκαλύψεως εμπνέει τους αληθινούς λάτρεις το παρετήρησε ο Ιησούς όταν ανεφώνησε: «Δοξάζω σε, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά εις νήπια.»—Ματθ. 11:25.
ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΙ
3. Ποια αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά περιελαμβάνοντο στη χρονική περίοδο που αφορούσε την ερήμωσι του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ;
3 Ένα παράδειγμα ενθαρρύνσεως που πηγάζει από την κατανόησι του χαρακτηριστικού του χρόνου σχετικά με την προφητεία αφορούσε τον καιρό που ο Ιούδας και η Ιερουσαλήμ παρέμειναν σε κατάστασι ερημώσεως επί εβδομήντα έτη. Εξαιτίας της αποστασίας των οι Ιουδαίοι παρέμειναν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, την παγκόσμιο δύναμι της εποχής εκείνης. Κάτω από την έμπνευσι του αγίου πνεύματος του Θεού ο προφήτης Ιερεμίας είχε προείπει αυτή την εβδομηκονταετή περίοδο. Σχετικά με τον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ, καθώς και για άλλα γειτονικά έθνη, ο Ιερεμίας επροφήτευσε: «Πάσα αυτή η γη θέλει είσθαι εις ερήμωσιν, και θάμβος· και τα έθνη ταύτα θέλουσι δουλεύσει τον βασιλέα της Βαβυλώνος εβδομήκοντα έτη.» (Ιερεμ. 25:11) Αλλά εκτός από αυτή την ερήμωσι ο λόγος του Θεού μέσω του Ιερεμίου προείπε και κάτι άλλο· μια αποκατάστασις θα ελάμβανε χώραν όταν θα εξέπνεε αυτή η περίοδος χρόνου: «Διότι ούτω λέγει Ιεχωβά· Ότι αφού πληρωθώσιν εβδομήκοντα έτη εν Βαβυλώνι, θέλω επισκεφθή υμάς, και θέλω εκτελέσει προς υμάς τον λόγον μου τον αγαθόν, να επαναφέρω υμάς εις τον τόπον τούτον.»—Ιερεμ. 29:10, ΜΝΚ.
4, 5. Πώς η γνώσις αυτού του χαρακτηριστικού του χρόνου ενεθάρρυνε τους Ιουδαίους;
4 Σύμφωνα με τον Λόγον του Ιεχωβά, ήλθε η Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία. Η γη του Ιούδα παρέμεινε έρημη. Τα χρόνια περνούσαν. Τελικά, ύστερ’ από εξήντα οκτώ χρόνια, οι συνδυασμένες στρατιές των Μήδων και Περσών κατέλαβαν την υπερβεβαία για τον εαυτό της Βαβυλώνα, και εισήλθαν στην πόλι, της οποίας οι πύλες είχαν αφεθή από απροσεξία ανοικτές. Χωρίς καμμιά σχεδόν μάχη η Βαβυλών ανετράπη. Έτσι, οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν μέσα στην πόλι, δεν υπέστησαν την ερήμωσι μιας μακράς πολιορκίας. Ένας από τους Ιουδαίους εκείνους, οι οποίοι έζησαν σ’ αυτή τη μακρόχρονη αιχμαλωσία ήταν ο Δανιήλ, ένας πιστός λάτρης του Θεού. Τώρα περιήλθε κάτω από τη διακυβέρνησι του Δαρείου του Μήδου βασιλέως της Μηδο-Περσικής Αυτοκρατορίας που υπέταξε τη Βαβυλώνα.—Δαν. 5:31.
5 Ο Δανιήλ εγνώριζε την προφητεία του Ιερεμίου. Είχε, επίσης, κατανόησι του χρόνου, διότι, ήταν σε θέσι να τον μετρήση και να τον υπολογίση με ακρίβεια. Με ποιο αποτέλεσμα; Στο κεφάλαιο 9, εδάφια 1 και 2, του βιβλίου του Δανιήλ (ΜΝΚ) διαβάζομε: «Εν τω πρώτω έτει του Δαρείου, του υιού του Ασσουήρου, εκ του σπέρματος των Μήδων, όστις εβασίλευσεν επί το βασίλειον των Χαλδαίων, εν τω πρώτω έτει της βασιλείας αυτού, εγώ ο Δανιήλ ενόησα εν τοις βιβλίοις τον αριθμόν των ετών, περί των οποίων ο λόγος του Ιεχωβά έγεινε προς Ιερεμίαν τον προφήτην, ότι ήθελον συμπληρωθή εβδομήκοντα έτη εις τας ερημώσεις της Ιερουσαλήμ.» Πόσο ενθαρρυντικό πρέπει να ήταν για τον Δανιήλ και τους άλλους Ιουδαίους αιχμαλώτους, να μπορούν να διακρίνουν ότι ο χρόνος της αιχμαλωσίας των είχε σχεδόν λήξει και ότι ο χρόνος που προελέχθη για την απελευθέρωσι και την αποκατάστασί των ήταν πλησίον!
6, 7. Πώς η κατανόησις των ‘καιρών των εθνών’ εβοήθησε τους αληθινούς λάτρεις;
6 Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα διακρίσεως ενός καιρού εκπληρώσεως σκοπών του Ιεχωβά και ενθαρρύνσεως που προέκυψε περιλαμβάνει την χρονική περίοδο που ανέφερε ο Ιησούς σχετικά με ‘την συντέλειαν του αιώνος’ [‘το τέλος του συστήματος πραγμάτων,’ ΜΝΚ]. Όπως αναγράφεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφάλαιο 21, εδάφιο 24, ο Ιησούς είπε: «Και η Ιερουσαλήμ θέλει είσθαι πατουμένη υπό εθνών, εωσού εκπληρωθώσιν οι καιροί των εθνών.» Με το να έχουν κατανόησι του τι ήσαν αυτοί οι «καιροί των εθνών,» και με το να είναι σε θέσι να καταμετρήσουν και υπολογίσουν το μήκος του χρόνου που περιελαμβάνετο, οι δούλοι του Θεού στη γη θα μπορούσαν να διακρίνουν πότε επρόκειτο να εγκαθιδρυθή στον ουρανό η βασιλεία του Θεού. Αυτό το θαυμαστό γεγονός θα συνέπιπτε με το τέλος των ‘καιρών των εθνών,’ και την έναρξι του ‘εσχάτου καιρού.’—Δαν. 11:27, 40· Ματθ. 24:3· 2 Τιμ. 3:1.
7 Αυτή η περίοδος χρόνου απεδείχθη ότι ήταν διαρκείας 2.520 ετών. Άρχισε με την πτώσι της Ιερουσαλήμ το έτος 607 π.Χ. Συνεπληρώθη το έτος 1914, και ο λαός του Θεού στη γη μπόρεσε μάλιστα να υπολογίση τη χρονολογία ακόμη προτού έλθη, μολονότι οι λεπτομέρειες του τι ακριβώς θα συνέβαινε δεν ήσαν σαφείς. Αλλά με το να είναι σε θέσι να εκτιμήσουν την χρήσι των μορφών του χρόνου από τον Ιεχωβά, οι λάτρεις του στη γη αντελήφθησαν ότι οι ‘έσχατες ημέρες’ που προελέχθησαν στον Λόγο του Θεού είχαν πράγματι αρχίσει. Και το γεγονός ότι ο ‘έσχατος καιρός’ είχε αρχίσει εσήμαινε ότι η βασιλεία του Θεού είχε εγκαθιδρυθή στους ουρανούς υπό τον Χριστόν. Όλ’ αυτά απεδείχθη ότι ήσαν μεγάλη ενθάρρυνσις στη διάρκεια των κρισίμων εκείνων ετών, ιδιαιτέρως όταν οι αληθινοί λάτρεις υφίσταντο διωγμό. Και πόσο ενθαρρυντικό είναι αυτό για τους αληθινούς λάτρεις σήμερα, διότι γνωρίζομε ότι, το φθινόπωρο του 1967 μ.Χ., είχαν παρέλθει, πενήντα τρία χρόνια αφότου άρχισαν οι ‘έσχατες ημέρες’ αφότου έληξαν οι «καιροί των εθνών»! Αυτό σημαίνει ότι το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων θα έλθη πολύ γρήγορα. Όπως είπε ο Ιησούς, το τέλος θα ήρχετο στην ίδια γενεά, η οποία είδε την αρχή των ‘εσχάτων ημερών’ το 1914.—Ματθ. 24:34.
Ο ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
8. Με ποιόν άλλο τρόπο η κατανόησις του χρόνου αποδεικνύεται πολύτιμη:
8 Η κατανόησις του χρόνου αποδεικνύεται πολύτιμη και από μια άλλη άποψι, επίσης. Οι Χριστιανοί είναι ανάγκη να γνωρίζουν, όχι μόνο τι να κάμουν, αλλά και πότε να το κάμουν. Οι δούλοι, του Θεού θέλουν ασφαλώς να πράττουν το ορθό στον κατάλληλο καιρό. Μπορεί ένας να λάβη μια πορεία ενεργείας τον κατάλληλο καιρό, αλλ’ αυτό μπορεί να ήταν χωρίς ωφέλεια αν η πορεία ενεργείας ήταν εσφαλμένη. Επίσης, μπορεί ακόμη ν’ αποδειχθή άκαρπο το ότι έχει λάβει ένας μια ωρισμένη πορεία ενεργείας, η οποία κανονικώς θα μπορούσε να θεωρηθή ορθή, αν αυτή ελήφθη σε εσφαλμένο χρόνο. Κανείς δεν θα μπορούσε να φέρη αντίρρησι για την ορθότητα του να κοιμάται ένα άτομο κατά μέσον όρο οκτώ περίπου ώρες την ημέρα. Αλλά τι μπορεί να λεχθή αν αυτές οι οκτώ ώρες συνέπιπταν τον καιρό που έπρεπε να εργάζεται; Ασφαλώς, τότε, αυτό δεν θα ήταν ορθό. Το να θέτη ένας κατά μέρος χρόνο για την ανάπαυσι και αναψυχή της οικογενείας, μπορεί να είναι οικοδομητικό. Αλλ’ αν αυτό συνέπιπτε πάντοτε το βράδυ που θα ώφειλαν να παρευρίσκωνται σε μια Χριστιανική συνάθροισι, τότε δεν θα ήταν ορθό.
9. Μολονότι ο χρόνος ήταν κατάλληλος, ποια εσφαλμένη πορεία ακολούθησε ο Ισραήλ;
9 Όταν το έθνος Ισραήλ ωδηγήθη έξω από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά είπε στον λαό του ότι θα κατελάμβανε την γη Χαναάν, μια χώρα όπου θα έρρεε γάλα και μέλι. (Έξοδ. 3:15-17) Αφού, όμως, κατεσκόπευσε τη χώρα, ο λαός, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, αρνήθηκε να εισέλθη διότι φοβήθηκε τους κατοίκους. Εγόγγυσαν και θέλησαν να επιστρέψουν στην Αίγυπτο. Ήταν ο κατάλληλος καιρός να εισέλθουν στη Γη της Επαγγελίας, ιδιαιτέρως διότι είχαν την απόδειξι ότι ο Θεός ήταν μαζί των. Αλλά οι Ισραηλίται ενήργησαν εσφαλμένα. Δεν ήθελαν να εισέλθουν. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά απεφάσισε ότι αυτή η στασιαστική γενεά θα περιεπλανάτο επί μια χρονική περίοδο σαράντα ετών στην έρημο, ωσότου, εκτός από λίγους, θ’ απέθνησκαν. Η νέα γενεά ήταν εκείνη η οποία θα εισήρχετο στη Γη της Επαγγελίας.—Αριθμ. 13:31-33· 14:1-4, 28-34.
10. Γιατί οι προσευχές του Βασιλέως Σαούλ δεν έλαβαν απάντησι;
10 Ένα παράδειγμα του ν’ αναλάβη ένας εκείνο, που κανονικά θα εθεωρείτο η κατάλληλη ενέργεια, αλλά στον εσφαλμένο χρόνο, συνέβη στον Βασιλέα Σαούλ όταν φοβήθηκε τους Φιλισταίους. Το βιβλίο Πρώτον Σαμουήλ κεφάλαιο 28, εδάφιον 6 (ΜΝΚ), δείχνει ότι ο Σαούλ έπραξε εκείνο που σε άλλες περιπτώσεις θα εθεωρείτο ορθό, διότι λέγει: «Ηρώτησεν ο Σαούλ τον Ιεχωβά.» Αλλά, ερώτησε τον Ιεχωβά σ’ εσφαλμένο χρόνο! Αυτό το έκαμε όταν είχε παραβή τις εντολές του Θεού και αφού ο Ιεχωβά είχε αποσύρει το πνεύμα του από τον Σαούλ. (1 Σαμ. 16:14) Ώφειλε να είχε ερωτήσει με προσευχή πολύ προτού σκληρυνθή η καρδιά του ώστε να παραβιάση τις σαφώς διατυπωμένες εντολές του Θεού. Επειδή εστράφη στον Θεό με προσευχή σε εσφαλμένο χρόνο, όταν ήταν πάρα πολύ αργά, αυτό δεν ωφέλησε καθόλου. Όπως προσθέτει το εδάφιο 1 Σαμουήλ 28:6 (ΜΝΚ): «Ο Ιεχωβά δεν απεκρίθη προς αυτόν, ούτε δι’ ενυπνίων, ούτε δια του Ουρίμ, ούτε δια προφητών.»
11. Πώς ευαρεστούν τον Ιεχωβά οι αληθινοί λάτρεις;
11 Έτσι, εφόσον ως δούλοι του Θεού, οι αληθινοί λάτρεις, σήμερα μελετούν τον Λόγο του της αληθείας και κατανοούν τι ο ουράνιος Πατήρ των θέλει να κάμουν και πότε θέλει να το κάμουν, η συμμόρφωσίς των με αυτό το εκπεφρασμένο θέλημα τους καθιστά ικανούς να ευαρεστούν τον Ιεχωβά και να λαμβάνουν την ευλογία του. Αυτό σημαίνει να συμβαδίζουν με το προοδευτικά αποκαλυπτόμενο θέλημα του Ιεχωβά και με την ορατή του οργάνωσι που προοδεύει, συνεργαζόμενοι μαζί της στη δράσι της στα χρόνια που εναπομένουν προτού επέλθη το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
12. (α) Ποια είναι μερικά πράγματα που μπορούμε να γνωρίζωμε σχετικά με τον χρόνο; (β) Τι είναι εκείνο που δεν μπορούμε να γνωρίζωμε;
12 Εφόσον η κατανόησις του χρόνου βοηθεί τους Χριστιανούς με διαφόρους τρόπους, ας βρούμε μερικά πράγματα που μπορούμε να γνωρίζουμε γι’ αυτόν. Διάφορες σπουδαίες σκέψεις είναι οι εξής: (1) Πώς κινείται· (2) πώς να τον μετρήσωμε (3) πώς να τον υπολογίζωμε. Αλλά υπάρχει κάτι σχετικά με τον χρόνο που δεν γνωρίζομε και δεν μπορούμε να γνωρίσωμε; Ναι, δεν γνωρίζομε πού άρχισε ο χρόνος και πού πηγαίνει σ’ όλη την αιωνιότητα. Μόνο ο Ιεχωβά κατέχει αυτή τη γνώσι τώρα, έτσι δεν πρέπει να μας απασχολή αυτό. Θα ήταν ως να προσπαθούσε το μυρμήγκι να κατανοήση την αρχή του ανθρώπου και τον σκοπό του Θεού που έθεσε ανθρώπους στη γη. Μια τέτοια γνώσις υπερβαίνει πολύ την αντίληψι αυτού του μικρού εντόμου.
13. Προς ποια κατεύθυνσι κινείται ο χρόνος;
13 Από τα πράγματα που μπορούμε να γνωρίζωμε σχετικά με το χρόνο, ένα είναι το πώς κινείται. Κινείται μόνο προς μια κατεύθυνσι, προς τα εμπρός. Είναι όπως η κυκλοφορία τροχοφόρων σε μια οδό μονής κατευθύνσεως. Κινείται αδιάκοπα προς αυτή τη μια κατεύθυνσι και κανένα πλάσμα δεν μπορεί ν’ ανατρέψη την πορεία. Γι’ αυτό δεν μπορούμε ν’ ανακτήσωμε το παρελθόν, διότι ποτέ δεν μπορούμε να στραφούμε οπίσω στον χρόνο ώστε να εξαλείψωμε το παρόν ως να μη είχε συμβή ποτέ. Όχι, ο χρόνος προχωρεί προς τα εμπρός, κι εμείς ζούμε πάντα στο παρόν, όχι στο παρελθόν. Γνωρίζομε ότι υπάρχει ένα μέλλον που απέχει ένα λεπτό από το τώρα ή ένα έτος από τώρα και ότι θα προχωρούμε πάντοτε από το παρόν προς το μέλλον, αλλά δεν μπορούμε ποτέ να πάμε προς τα οπίσω.
14, 15. Ποιες μετρήσεις χρόνου επρομήθευσε ο Ιεχωβά;
14 Ένα άλλο χαρακτηριστικό του χρόνου είναι, ο καταφανής ρυθμός της ροής του, δηλαδή, πόσο γρήγορα κινείται από το παρόν προς το μέλλον. Αυτός ο ρυθμός της ροής μπορεί να καταμετρηθή. Πράγματι, ο Ιεχωβά εγνώριζε ότι ο άνθρωπος θα είχε ανάγκη γνώσεως για την καταμέτρησι του χρόνου, ειδικά εφόσον οι σκοποί του περιλαμβάνουν τον παράγοντα χρόνο. Έτσι επρομήθευσε στον άνθρωπο την ικανότητα να το πράττη αυτό, να μετρά τον χρόνο, ικανότητα που δεν έχει η κατωτέρα ζωική κτίσις. Ο Ιεχωβά επρομήθευσε, επίσης, τα μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος θα μπορούσε να μετρά με ακρίβεια τον χρόνο. Το εδάφιο Γένεσις 1:14 λέγει: «Και είπεν ο Θεός, Ας γείνωσι φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού, δια να διαχωρίζωσι την ημέραν από της νυκτός· και ας ήναι δια σημεία, και καιρούς, και ημέρας, και ενιαυτούς.» Έτσι ο Ιεχωβά κατέστησε δυνατόν να μπορή ο άνθρωπος να παρακολουθή τον χρόνο, διότι κάθε φορά που η γη συμπληρώνει ένα κύκλο γύρω από τον ήλιο, παρέρχεται ένα ηλιακό έτος. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου διερχόμεθα τους κύκλους των εποχών. Και κάθε φορά που η γη συμπληρώνει μια στροφή γύρω από τον άξονα της, παρέρχεται μια ημέρα.
15 Η Γραφή, στα εδάφια Δευτερονόμιον 5:13, 14 (ΜΝΚ), ομιλεί για μια άλλη καταμέτρησι του χρόνου: «Έξ ημέρας εργάζου, και κάμνε πάντα τα έργα σου· η ημέρα όμως η εβδόμη είναι σάββατον Ιεχωβά του Θεού σου.» Αυτό εγκαθίδρυσε τον εβδομαδιαίο κύκλο που αποτελείται από επτά ημέρες, τον οποίο κύκλο εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε σήμερα. Εν τούτοις, ακόμη και πριν από τον καιρό εκείνο, αναφέρεται για τον Νώε ότι χρησιμοποιούσε ένα κύκλο επτά ημερών, καθώς κι ένα μήνα τριάντα ημερών.—Γεν. 7:4, 11, 24· 8:4.
16. Ποιές είναι τρεις χρήσεις της λέξεως «ημέρα» στην Αγία Γραφή;
16 Για να κατανοηθή η διαίρεσις του χρόνου που λέγεται ημέρα όπως χρησιμοποιείται στην Βίβλο, πρέπει να προσδιορισθή η ύλη των συμφραζομένων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν διάφορες σημασίες που εφαρμόζονται στη λέξι ημέρα (γιόμ στην Εβραϊκή), όπως χρησιμοποιείται στις Άγιες Γραφές. Μια χρήσις της λέξεως είναι στο εδάφιο Γένεσις 1:5, όπου αναφέρεται: «Και έκάλεσεν ο Θεός το φως, Ημέραν.» Η ημέρα που αναφέρεται εδώ είναι η περίοδος του ημερησίου φωτός των δώδεκα περίπου ωρών. Το εδάφιο Ιωάννης 20:19 αναφέρεται σε μια δευτέρα χρήσι της λέξεως ημέρα, αυτός δε ο χρόνος σημαίνει μια εικοσιτετράωρη περίοδο: «Το εσπέρας λοιπόν της ημέρας εκείνης, της πρώτης της εβδομάδος.» Μια τρίτη χρήσις της λέξεως ημέρα έχει σχέσι με την περίοδο χρόνου που είναι σύγχρονη με κάποιο εξέχον πρόσωπο. Ένα παράδειγμα έχομε στο εδάφιο Ησαΐας 1:1, το οποίο λέγει: «Όρασις Ησαΐου υιού Αμώς, την οποίαν είδε περί του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, εν ταις ημέραις Οζίου, Ιωάθαμ, Άχαζ, και Εζεκίου, βασιλέων Ιούδα.»
17. Πώς αλλοιώς χρησιμοποιείται η λέξις «ημέρα» στη Γραφή;
17 Η λέξις «ημέρα» μπορεί ν’ αναφέρεται και σε μια μακρά περίοδο χρόνου. Στο εδάφιο 2 Πέτρου 3:8 (ΜΝΚ) παρατηρούμε: «Παρά Ιεχωβά μία ημέρα είναι ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία.» Μια ακόμη πιο μακρά περίοδος μπορεί να περιλάβη αυτή η λέξις, διότι το εδάφιο Έξοδος 20:11 (ΜΝΚ) λέγει: «Διότι εις έξ ημέρας εποίησεν ο Ιεχωβά τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν, και πάντα τα εν αυτοίς· εν δε τη ημέρα τη εβδόμη κατέπαυσε.» Αυτό αναφέρεται στις δημιουργικές περιόδους χρόνου, κάθε μια από τις οποίες, κρίνοντας από την έβδομη ημέρα, φαίνεται να έχη μήκος 7.000 ετών. Εν τούτοις, υπάρχει μια ακόμη πιο μακρά περίοδος χρόνου που μπορεί να προστεθή στη σημασία της Βιβλικής λέξεως «ημέρα,» μια περίοδος, η οποία περιλαμβάνει όλες τις δημιουργικές ημέρες μαζί. Το εδάφιο Γένεσις 2:4 (ΜΝΚ) λέγει: «Αύτη είναι η ιστορία του ουρανού και της γης, ότε εκτίσθησαν αυτά, καθ’ ην ημέραν εποίησεν Ιεχωβά ο Θεός γην και ουρανόν.» Έτσι η λέξις όπως χρησιμοποιείται μ’ αυτή την έννοια καλύπτει προφανώς μια περίοδο χρόνου πολύ πιο μακράν από κάθε δημιουργική ημέρα.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ
18, 19. Ποια βοηθήματα μας βοηθούν να υπολογίζωμε τον χρόνο:
18 Όταν ο άνθρωπος απέκτησε γνώσι του πώς να διαιρή τον χρόνο σε περιόδους, παρουσιάσθηκε η ανάγκη του υπολογισμού του για μακρά χρονικά διαστήματα κι έτσι εισήχθησαν τα ημερολόγια. Ένα τέτοιο ημερολόγιο ήταν το Ιουδαϊκό, ένα άλλο το Ιουλιανό, που εισήγαγε ο Ιούλιος Καίσαρ το έτος 46 π.Χ. Ένα άλλο ακόμη ήταν το Γρηγοριανό, που εισήχθη το 1582 μ.Χ. από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄. Αυτό το ημερολόγιο ήταν πιο ακριβές από το Ιουλιανό και αυτό είναι εκείνο που χρησιμοποιείται τώρα στις περισσότερες χώρες.
19 Για τον υπολογισμό μακρών περιόδων χρόνου, μερικές χρονολογίες που ονομάζονται «απόλυτες χρονολογίες» είναι πολύ πολύτιμες. Αυτές είναι χρονολογίες, οι οποίες απεδείχθησαν αξιόπιστες από την κοσμική ιστορία, πραγματικές χρονολογίες γεγονότων που αναγράφονται, επίσης, στη Βίβλο. Αρχίζοντας από μια από αυτές τις ειδικές χρονολογίες, μπορούμε, χρησιμοποιώντας την αξιόπιστη χρονολογία της ίδιας της Βίβλου, να εξακριβώσωμε πότε συνέβησαν πολλά άλλα Βιβλικά γεγονότα.
20. Πώς υπολογίζονται οι χρονολογίες των Εβραϊκών Γραφών;
20 Για τον υπολογισμό των χρονολογιών των Εβραϊκών Γραφών, η απόλυτη ημερομηνία της 5ης προς την 6η Οκτωβρίου του έτους 539 π.Χ. είναι ουσιώδης. Αυτό ήταν το έτος που οι Μήδοι και οι Πέρσαι ανέτρεψαν την Βαβυλώνα και επεβλήθη οριστικά στην κοσμική ιστορία, όταν ανεκαλύφθη ένα υπόμνημα του Βασιλέως Ναβονίδου, πατρός και συμβασιλέως του Βασιλέως Βαλτάσαρ. Αστό το αξιοσημείωτο πήλινο έγγραφο απέδειξε ότι η Βαβυλών έπεσε στις 5 με 6 Οκτωβρίου του έτους 539 π.Χ. σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Από αυτή τη χρονολογία μπορούν να υπολογισθούν όλες οι άλλες χρονολογίες των Εβραϊκών Γραφών.
21. (α) Πώς γνωρίζομε ότι η Ιερουσαλήμ έπεσε το 607 π.Χ.; (β) Ποιο πρόβλημα εγείρεται με τους «προσδιωρισμένους καιρούς των εθνών»;
21 Ένας από τους πιο σπουδαίους υπολογισμούς για μακρές περιόδους χρόνου περιλαμβάνει τους «καιρούς των εθνών» που ανεφέρθησαν προηγουμένως. Σύμφωνα με την προφητεία του Ιεζεκιήλ (Ιεζ. 21:25-27), άρχισαν, όταν η τυπική βασιλεία του Θεού η οποία κυβερνούσε στην Ιερουσαλήμ ανετράπη από την Βαβυλώνα. Πότε συνέβη αυτό; Οι κοσμικοί ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτή η ιδία η Βαβυλών έπεσε το 539 π.Χ. στην αρχή του ιδικού μας μηνός Οκτωβρίου. Δύο χρόνια αργότερα, το 537 π.Χ., οι Ιουδαίοι επανεπατρίσθησαν στην Ιερουσαλήμ, τερματίζοντας έτσι την εβδομηκονταετή των περίοδο ερημώσεως της Ιερουσαλήμ. Υπολογίζοντας προς τα οπίσω εβδομήντα χρόνια από το 537 π.Χ. φθάνομε στο έτος 607 π.Χ. Έτσι, η Ιερουσαλήμ είχε εγκαταλειφθή έρημη στις αρχές του Οκτωβρίου του 607 π.Χ. Οι «προσδιωρισμένοι καιροί των εθνών» άρχισαν. Έληξαν με την εγκαθίδρυσι της ουρανίας βασιλείας του Θεού και την αρχή των ‘εσχάτων ημερών.’ Αυτή η περίοδος χρόνου, όπως πολλοί σπουδασταί της Βίβλου γνωρίζουν ήδη, ήταν μήκους 2.520 ετών, όπως αποδεικνύεται στα εδάφια Δανιήλ 4:16, 17, 31, 32 και Αποκάλυψις 11:2, 3· και Ιεζεκιήλ 4:6. Αλλά πώς υπολογίζεται αυτή; Αν απλώς προσθέσωμε 1.914 έτη στα 607 έτη, έχομε 2.521 χρόνια, όχι 2.520 χρόνια.
22. Πόσος χρόνος ήταν μεταξύ του Οκτωβρίου 607 π.Χ. και του τέλους του έτους 1 π.Χ.;
22 Ένας τρόπος ορθού υπολογισμού είναι ο εξής: Αρχίζοντας από το έτος 607 π.Χ., την 1η Οκτωβρίου, υπολογίζομε τρεις ακόμη μήνες ως το τέλος του έτους. Αυτό μας φέρνει στην 1η Ιανουαρίου 606 π.Χ. (οι αριθμοί των προ Χριστού ετών μικραίνουν καθώς πλησιάζουν στην εποχή του Χριστού). Προσθέτοντας τα πλήρη 606 χρόνια φθάνομε στο τέλος του έτους 1 π.Χ., και ως εδώ έχομε ένα σύνολο από 606 χρόνια και τρεις μήνες.
23. Πόσος χρόνος ήταν από την έναρξι της Χριστιανικής Χρονολογίας ως τον Οκτώβριο του 1914; Ποιο σύνολο δίνει αυτό στον υπολογισμό μας;
23 Τι έρχεται κατόπιν; Τι έρχεται ύστερ’ από το έτος 1 π.Χ.; Έρχεται, μήπως, το έτος μηδέν; Όχι, διότι οι αρχαίοι λαοί, περιλαμβανομένων και των Ελλήνων και των Ρωμαίων, δεν είχαν αντίληψι του μηδενός. Αν σπουδάσατε Ρωμαϊκούς αριθμούς στο σχολείο, εμάθατε μήπως κάποιο σύμβολο για το μηδέν; Όχι, διότι δεν χρησιμοποιούσαν μηδέν. Το μηδέν εφευρέθη από τους Ινδούς 150 περίπου χρόνια μετά την έναρξι της Χριστιανικής Περιόδου και εισήχθη στην Ευρώπη από τους Άραβας μερικούς αιώνες αργότερα. Έτσι το έτος, που ήρχετο ύστερ’ από το έτος 1 π.Χ., δεν ήταν μηδέν, αλλά 1 μ.Χ., το πρώτο έτος της Χριστιανικής Χρονολογίας. Από την αρχή του έτους εκείνου ως το τέλος του 1918 μ.Χ. έχομε 1.913 πλήρη έτη. Από την 1η Ιανουαρίου ως την 1η Οκτωβρίου 1914 έχομε εννέα επί πλέον μήνες. Προσθέτοντας τα 1.913 έτη και εννέα μήνες στα 606 χρόνια και τρεις μήνες προ Χριστού, έχομε την περίοδο των 2.520 ετών από την 1η Οκτωβρίου 607 π.Χ., ως την 1η Οκτωβρίου 1914 μ.Χ. Αυτή είναι η περίοδος των ‘καιρών των εθνών’ για τους οποίους μίλησε ο Ιησούς. Το ότι αυτός ο υπολογισμός είναι ορθός επιβεβαιώνεται σαφώς από τα πολλά ορατά γεγονότα που προείπε ο Ιησούς και τα οποία συνέβησαν από το 1914. Επομένως, μολονότι αυτός ο υπολογισμός πιθανόν να είναι κάπως δύσκολος, είναι ζωτικό να τον γνωρίζουν οι Χριστιανοί, διότι βοηθεί στον καθορισμό του χρόνου της εγκαθιδρύσεως της βασιλείας του Θεού στους ουρανούς και της ενάρξεως του «εσχάτου καιρού» του παρόντος πονηρού συστήματος πραγμάτων.
24 Πώς γίνεται ο υπολογισμός των χρονολογιών της διακονίας του Ιησού;
24 Για τον υπολογισμό των χρονολογιών των διαφόρων γεγονότων της επιγείου διακονίας του Ιησού, είναι ζωτική η απόλυτη χρονολογία της 19ης Αυγούστου του έτους 14 μ.Χ. Στη χρονολογία εκείνη πέθανε ο Αύγουστος Καίσαρ και τον διεδέχθη ο Τιβέριος Καίσαρ ως αυτοκράτωρ της Ρώμης. Σημειώστε τώρα τι λέγει το 3ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ευαγγελίου: «Εν δε τω δεκάτω πέμπτω έτει της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, . . . έγεινε λόγος Θεού προς Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εν τη ερήμω. Και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύττων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών.» Το δέκατο πέμπτο έτος του Τιβερίου Καίσαρος έληξε κατά το τέλος Αυγούστου του έτους 29 μ.Χ. Ο Ιωάννης, έξη μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού, άρχισε το κήρυγμα του την άνοιξι του έτους εκείνου. Έξη μήνες αργότερα, ή το φθινόπωρο του έτους 29 μ.Χ., εβαπτίσθη ο Ιησούς και άρχισε τη διακονία του.
25. Γιατί μπορούμε να εμπιστευώμεθα στα χαρακτηριστικά του χρόνου που περιέχονται στον Λόγο του Θεού;
25 Ένα γεγονός μεγάλης σπουδαιότητος για τους Χριστιανούς είναι ότι η Αγία Γραφή είναι το μόνο υπόμνημα που παραθέτει με ακρίβεια όλες τις χρονικές περιόδους από την εποχή της δημιουργίας του ανθρώπου, και ακόμη παλαιότερα. Κανένα άλλο έγγραφο δεν το κάνει αυτό. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί μπορούν να έχουν τόση εμπιστοσύνη σε όλα τα ζητήματα της Βιβλικής προφητείας που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά του χρόνου. Ο Ιεχωβά είναι ο Μέγας Χρονομέτρης. Έχει ένα καθωρισμένο χρόνο για κάθε σκοπό. Όταν υπόσχεται ένα νέο σύστημα πραγμάτων, μπορούμε να ευφραινώμεθα με το γεγονός ότι είναι βέβαιο, ότι, ακριβώς στον ωρισμένο καιρό, αυτές οι προφητείες θα εκπληρωθούν. Έτσι οι αληθινοί λάτρεις σήμερα δεν έχουν την ανησυχία των κοσμικών ανθρώπων, διότι γνωρίζουν ότι ο Θεός των, Ιεχωβά, τους καθοδηγεί σε οδούς δικαιοσύνης, και ότι τους πληροφορεί εκ των προτέρων τι ν’ αναμένουν και πότε να το αναμένουν. Όπως αναφέρει το εδάφιο Αμώς 3:7 (ΜΝΚ): «Ιεχωβά ο Θεός δεν θέλει κάμει ουδέν, χωρίς να αποκαλύψη το απόκρυφον αυτού εις τους δούλους αυτού τους προφήτας.»