Μετάβασις από τον Θάνατο στη Ζωή
«Έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού· και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής· οι δε πράξαντες τα φαύλα, εις ανάστασιν κρίσεως.»—Ιωάν. 5:28, 29.
1, 2. (α) Πώς ο εκ Ταρσού Σαούλ έφθασε να παρουσιασθή ενώπιον του Ρωμαϊκού δικαστηρίου στην Καισάρεια; (β) Τι έκαμε ως το πραγματικό υπό αμφισβήτησιν σημείο, και πώς;
Σ’ ΕΝΑ Ρωμαϊκό δικαστήριο στη νοτιοδυτική Ασία πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια ένας άνθρωπος εστέκετο κατηγορούμενος από τον λαό της ιδίας του Ιουδαϊκής φυλής. Ήταν ο Σαούλ από την πόλι Ταρσό της Μικράς Ασίας. Ρωμαίοι στρατιώτες τον είχαν απελευθερώσει από μια βιαία οχλοκρατία μέσα στο ναό της Ιερουσαλήμ και από τα χέρια, επίσης, διαπληκτιζομένων δικαστών του Ανωτάτου Σάνχεδριν της Ιερουσαλήμ. Ένδεκα ημέρες μετά την απελευθέρωσί του από το συγκεχυμένο Σάνχεδριν εστέκετο ενώπιον του Ρωμαίου Ηγεμόνος Φήλικος στην παραλιακή πόλι Καισάρεια για να αναιρέση αυτά που οι κατήγοροί του είχαν μόλις ειπεί. Κατά τη διάρκεια της υπερασπίσεώς του ο Σαούλ είπε λόγους, οι οποίοι έχουν παρηγορήσει αναρίθμητα εκατομμύρια σ’ όλη τη γη. Οι λόγοι αυτοί ανεφέρθησαν έκτοτε πολύ συχνά, διότι εκφράζουν με δύναμι την ελπίδα μιας αναστάσεως των νεκρών. Κάνοντας την ανάστασι των νεκρών το πραγματικό υπό αμφισβήτησιν σημείο, ο Παύλος είπε στο δικαστήριο:
2 «Ελπίδα έχων εις τον Θεόν, την οποίαν και αυτοί ούτοι προσμένουσιν, ότι μέλλει να γείνη ανάστασις νεκρών, δικαίων τε και αδίκων. . . . αυτοί ούτοι ας είπωσιν, εάν εύρον εν εμοί τι αδίκημα, ότε παρεστάθην ενώπιον του συνεδρίου· εκτός εάν ήναι περί ταύτης της μιας φωνής, την οποίαν εφώναξα ιστάμενος μεταξύ αυτών, Ότι περί αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερον από σας.»—Πράξ. 24:15-21.
3, 4. (α) Πώς ο Σαούλ έγινε ο απόστολος Παύλος; (β) Πώς ήταν εγγυημένη η ελπίδα του Παύλου για μία ανάστασι νεκρών;
3 Τι υπέροχη ελπίδα είναι αυτή, ότι «μέλλει να γείνη ανάστασις νεκρών, δικαίων τε και αδίκων»! Αυτή η ελπίδα ήταν πραγματικά εγγυημένη από τον πνευματικό Ηγέτη του Σαούλ, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είχε αναστηθή ο ίδιος εκ νεκρών. Ο Σαούλ τον είχε συναντήσει προσωπικώς κατά ένα θαυματουργικό τρόπο, για να λάβη οδηγίες όσον αφορά τη μελλοντική πορεία του στη ζωή. Ο Σαούλ έγινε αμέσως ένας ακόλουθος στα ίχνη του αναστημένου Ιησού Χριστού και αργότερα ένας απόστολος του Χριστού, το δε όνομά του άλλαξε από Σαούλ σε Παύλο. Εξηγώντας το ότι η ανάστασις του Ιησού Χριστού κατέστησε δυνατή την ‘ανάστασι νεκρών, δικαίων τε και αδίκων’ ο απόστολος Παύλος έγραψε:
4 «Διότι εάν δεν ανασταίνωνται νεκροί, ουδ’ ο Χριστός ανέστη. Αλλ’ εάν ο Χριστός δεν ανέστη, ματαία η πίστις σας· έτι είσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. . . . Αλλά τώρα ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών· έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων.»—1 Κορ. 15:16-20.
5. Πώς ο Παύλος ετόνισε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Αθηνών, ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού;
5 Επειδή ο Θεός είχε υπ’ όψι του μια ημέρα κρίσεως για όλο το ανθρώπινο γένος, ανέστησε από τους νεκρούς τον Υιό του Ιησού Χριστό. Ο απόστολος Παύλος ετόνισε αυτό τον σκοπό του Θεού με αυτά τα λόγια ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στας Αθήνας: «Προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:22-31.
6. Πώς ο απόστολος Πέτρος, επίσης, στην Καισάρεια ετόνισε τη μελλοντική εξουσία ως κριτού του Ιησού Χριστού;
6 Σε μια ιδιωτική κατοικία στην Καισάρεια ο συναπόστολος του Παύλου, ο Πέτρος, ετόνισε, επίσης, τη μελλοντική εξουσία ως κριτού του Ιησού Χριστού, όταν είπε στον Ιταλό Εκατόνταρχο Κορνήλιο: «Τούτον ο Θεός ανέστησε την τρίτην ημέραν, και έκαμεν αυτόν να εμφανισθή, ουχί εις πάντα τον λαόν, αλλ’ εις μάρτυρας τους προδιωρισμένους υπό του Θεού, εις ημάς, οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν μετ’ αυτού αφού ανέστη εκ νεκρών· και παρήγγειλεν εις ημάς να κηρύξωμεν προς τον λαόν, και να μαρτυρήσωμεν, ότι αυτός είναι ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών· εις τούτον πάντες οι προφήται μαρτυρούσιν, ότι δια του ονόματος αυτού θέλει λάβει άφεσιν αμαρτιών πας ο πιστεύων εις αυτόν.»—Πράξ. 10:40-43.
7. (α) Ποιος είναι ο Υπέρτατος Κριτής, και γιατί διώρισε έναν άλλο κριτή επί του ανθρωπίνου γένους; (β) Σε αρμονία με αυτό, ποιον σκοπό εξυπηρετεί η ανάστασις νεκρών;
7 Ο παντοδύναμος Θεός, ο οποίος ανέστησε τον Υιόν του Ιησού Χριστό που απέθανε ως ένας μάρτυς, είναι ο Υπέρτατος Κριτής του ουρανού και της γης. Εις Εβραίους 12:23, διαβάζομε ότι είναι ‘Θεός κριτής πάντων.’ Ο Θεός έχει το δικαίωμα να διορίζη άλλους κριτάς, και διώρισε τον Υιό του Ιησού Χριστό να είναι ο μέλλων κριτής ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους διότι απέθανε θυσιαστικά γι’ αυτό. Όταν ήταν εδώ στη γη ως άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός εκάλεσε την προσοχή στον διορισμό του από τον ουράνιο Πατέρα του ως κριτού του ανθρωπίνου γένους. Ετόνισε ότι επρόκειτο να έλθη μία ημέρα κρίσεως, κατά την οποία θα υπηρετούσε ως κριτής διωρισμένος από τον Θεό Πατέρα του, μολονότι θα ήταν ανάγκη ν’ αναστηθή εκ νεκρών για να εγκαταστήση ένα δικαστήριο και να φέρη σε πέρας αυτό το έργο κρίσεως απέναντι όλων. Επομένως η ανάστασις νεκρών, δικαίων και αδίκων, ήταν ακριβώς το μέσον γι’ αυτόν τον σκοπό.
8. Μετά το θαύμα του Ιησού στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, γιατί οι Ιουδαίοι τον κατηγόρησαν ως παραβάτη του νόμου και βλάσφημο;
8 Στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Ιησούς είχε θεραπεύσει στιγμιαίως ένα Ιουδαίο, ο οποίος κατέκειτο ασθενής επί τριάντα οκτώ έτη. Επειδή ο Ιησούς είχε κάμει αυτό το καλό έργο με τη βοήθεια του Θεού την ημέρα του Ιουδαϊκού Σαββάτου, τον κατεδίωξαν. Εις απάντησιν ο Ιησούς είπε: «Ο Πατήρ μου εργάζεται έως τώρα, και εγώ εργάζομαι.» Οι επικριταί Ιουδαίοι βρήκαν σφάλμα στα λόγια αυτά, διότι διαβάζομε: «Δια τούτο λοιπόν μάλλον εζήτουν οι Ιουδαίοι να θανατώσωσιν αυτόν, διότι ουχί μόνον παρέβαινε το σάββατον, αλλά και πατέρα εαυτού έλεγε τον Θεόν, ίσον με τον Θεόν κάμνων εαυτόν.» Ή, όπως αποδίδει τους λόγους αυτούς μια άλλη μετάφρασις, «κάμνων εαυτόν ίσον με την θεότητα.»—Ιωάν. 5:17, 18· Η Καινή Διαθήκη—Μία Εκτεταμένη Μετάφρασις (Βούεστ).
ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΡΑ
9, 10. Τι είπε έπειτα ο Ιησούς το οποίον εκάλεσε την προσοχή στο διορισμό του ως κριτού υπό τον Θεό;
9 Σε συσχέτισι με αυτό ο Ιησούς εκάλεσε την προσοχή στον διορισμό του ως κριτού υπό τον Θεό. Η αφήγησις αυτού, όπως εδόθη από τον απόστολο του Ιησού, τον Ιωάννη τον υιό του Ζεβεδαίου, λέγει:
10 «Απεκρίθη λοιπόν ο Ιησούς και είπε προς αυτούς, Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Δεν δύναται ο Υιός να πράττη ουδέν αφ’ εαυτού, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα πράττοντα τούτο· επειδή όσα εκείνος πράττη, ταύτα και ο Υιός πράττει ομοίως. Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν, και δεικνύει εις αυτόν πάντα όσα αυτός πράττει· και μεγαλήτερα τούτων έργα θέλει δείξει εις αυτόν, δια να θαυμάζητε σεις. Επειδή καθώς ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ούστινας θέλει ζωοποιεί. [Γιατί;] Επειδή ουδέ κρίνει ο Πατήρ ουδένα, αλλ’ εις τον Υιόν έδωκε πάσαν την κρίσιν· δια να τιμώσι πάντες τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα. Ο μη τιμών τον Υιόν, δεν τιμά τον Πατέρα τον πέμψαντα αυτόν. Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι ο ακούων τον λόγον μου, και πιστεύων εις τον πέμψαντά με, έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν δεν έρχεται, αλλά μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν.»—Ιωάν. 5:19-24.
11. Πώς ο Θεός είχε αναστήσει νεκρούς ανθρώπους πριν από την Κοινή Χρονολογία μας, και ποια ανάστασι έκαμε το έτος 33 .X.;
11 Πριν από τον Ιησού, ο Θεός, μέσω των αγίων προφητών είχε αναστήσει νεκρούς ανθρώπους, παραδείγματος χάριν, τους υιούς δύο μητέρων. Σχετικά με αυτό διαβάζομε, εις Εβραίους 11:35: «Έλαβον γυναίκες τους νεκρούς αυτών.» Τώρα, ύστερ’ από δύο χρόνια, αφότου ο Ιησούς ελάλησε τους λόγους, εις Ιωάννην 5:19-24, ήλθε ο καιρός του Θεού ν’ αναστήση από τους νεκρούς τον ίδιο τον Υιό του Ιησού Χριστό, την δεκάτη έκτη ημέρα του Ιουδαϊκού σεληνιακού μηνός Νισάν το έτος 33 της Κοινής Χρονολογίας μας.
12. Κατά την ανάστασι του Υιού του Ιησού Χριστού, ποια εξουσία έδωσε σ’ αυτόν ο Θεός και τι ήταν τότε ικανός να κάμη, όπως είπε ανωτέρω;
12 Με αυτή την ανάστασι ο Θεός έκαμε τον Υιό του Ιησού Χριστό ζώντα για πάντα στους ουρανούς, περιβάλλοντάς τον με αθανασία και αφθαρσία ως ένα πνευματικόν Υιό του Θεού. (Αποκάλ. 1:5, 18· 1 Πέτρ. 3:18, 19) Τότε ο Θεός έδωσε στον Υιό του δύναμι να χορηγή ζωή, έτσι ώστε μπορούσε να ζωοποιή εκείνους που ήθελε να ζωοποιήση, ανοίγοντας το δρόμο γι’ αυτούς να ζήσουν για πάντα στην ερχομένη δικαία διάταξι πραγμάτων του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο ο Υιός θα εμιμείτο τον ουράνιο Πατέρα του με το να πράττη όλα εκείνα, που ο Πατήρ δείχνει σ’ αυτόν ότι πρέπει να γίνουν, προς όφελος του νεκρού ανθρωπίνου γένους. Αυτά τα μελλοντικά έργα του Υιού του Θεού θα είναι μεγαλύτερα από εκείνα που έκαμε όταν ήταν στη γη, μεγαλύτερα από το ότι εθεράπευσε τον άνθρωπο, ο οποίος κατέκειτο ασθενής επί τριάντα οκτώ χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο Θεός ο ουράνιος Πατήρ τον διώρισε να είναι κριτής.
13. (α) Όσον αφορά την σχέσιν του μεγαλυτέρου, πώς στέκουν ο Θεός και ο Υιός του απέναντι αλλήλων; (β) Γιατί πρέπει να τιμούμε τον Υιό ακριβώς όπως τιμούμε τον Πατέρα;
13 Ο Αποστέλλων είναι μεγαλύτερος του αποστελλομένου. Το είπε ο ίδιος ο Ιησούς. (Ιωάν. 13:16) Ο Θεός ο Μεγαλύτερος έστειλε τον Υιό του τον Μικρότερο, γι’ αυτόν δε τον λόγο ο Ιησούς είπε, επίσης: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου.» (Ιωάν. 14:28) Ο Πατήρ ο Μεγαλύτερος διώρισε τον Υιό τον Μικρότερο κριτή, εμπιστευόμενος όλη την κρίσι όσον αφορά το ανθρώπινο γένος στον Υιό, ο οποίος απέθανε θυσιαστικά γι’ αυτό. Αν εμείς οι άνθρωποι σεβώμεθα την εξουσία του Πατρός να διορίζη, οφείλομε να τιμούμε εκείνον τον οποίον διορίζει ως κριτή. Ακριβώς, όπως οφείλομε να τιμούμε τον Θεό Πατέρα, ο οποίος είναι ο «Κριτής πάντων», έτσι οφείλομε να τιμούμε τον Υιό, τον οποίο διορίζει για να κρίνη το ανθρώπινο γένος. Βεβαίως, αν δεν τιμούμε τον Υιό ως τον διωρισμένο κριτή του Θεού, δεν τιμούμε τον Θεόν Πατέρα, ο οποίος περιέβαλε τον Υιό του με εξουσία κριτού. Δεν μπορούμε να ισχυριζώμεθα ότι τιμούμε τον Θεό Πατέρα και συγχρόνως να αγνοούμε τον Υιό ως κριτή.
14. (α) Τι εξαρτάται από το ν’ αποδώσωμε μ’ αυτόν τον τρόπο τιμή; (β) Αφού ακούσωμε τους λόγους του Ιησού, σε ποιόν πρέπει να πιστεύσωμε για ζωή;
14 Η αιωνία ζωή μας εξαρτάται από το να τιμούμε έτσι τον Υιό ως κριτή κατά τον ίδιο τρόπο που τιμούμε τον ουράνιο ‘Πατέρα, ο οποίος τον απέστειλε.’ Σήμερα, μέσω της γραπτής αφηγήσεως του Ιωάννου στην Αγία Γραφή, ακούμε τους λόγους του Ιησού σχετικά με αυτό. Αν, αφού τ’ ακούσωμε αυτά, κάνωμε όπως είπε ο Ιησούς, δηλαδή, ‘πιστεύωμε εις τον πέμψαντα αυτόν’, θα έχωμε αιώνια ζωή. Τη ζωή αυτή θα την απολαύσωμε στην υποσχεμένη δικαία τάξι πραγμάτων του Θεού κάτω από τη βασιλεία του.
15. Από τι και προς τι μεταβαίνει ένας ο οποίος ακούει και πιστεύει;
15 Παρατηρήστε το αξιοσημείωτο πράγμα σχετικά με αυτούς, οι οποίοι έτσι λαμβάνουν αιώνια ζωή διότι ακούουν τους λόγους του Ιησού με πίστι και υπακοή και έπειτα πιστεύουν στον Πατέρα ο οποίος τον απέστειλε. Ο Ιησούς λέγει για τον καθένα από αυτούς: «Εις κρίσιν δεν έρχεται, αλλά μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν.» (Ιωάν. 5:24) Υπάρχει μια ειδική πνευματική έννοια, με την οποίαν ένας, που ακούει και πιστεύει, μεταβαίνει εκ του θανάτου στη ζωή τώρα στη διάρκεια αυτού του παρόντος καιρού ασκήσεως πίστεως.
16. Τι έθεσε ο Ιησούς ως μια αντίθεσι στη μετάβασι ενός από τον θάνατο στη ζωή, και τι είδους είναι αυτή;
16 Ας σημειώσωμε εδώ ότι ο Ιησούς τοποθετεί τη λέξι «κρίσιν» ως μια αντίθεσι στην ‘μετάβασιν ενός εκ του θανάτου εις την ζωήν.’ Λόγω αυτού του γεγονότος, είναι προφανές ότι η λέξις «κρίσις», όπως χρησιμοποιείται εδώ από τον Ιησού, σημαίνει μια αντίθετη κρίσι, μια καταδικαστική κρίσι, μια καταδίκη ένας ατόμου σε αιώνιο θάνατο. Αυτό εξηγεί γιατί η μετάφρασις της Γραφής από τον Δρα Ιάκ. Μόφφατ λέγει: «Δεν θέλει υποστή καταδικαστικήν κρίσιν, έχει ήδη μεταβή εκ του θανάτου εις την ζωήν.» Επίσης, στο μακρινό παρελθόν, στο έτος 1611 η Εξουσιοδοτημένη Μετάφρασις της Βίβλου, όπως ενεκρίθη από τον Βασιλέα Ιάκωβο της Αγγλίας, έλεγε: «Δεν θέλει έλθει εις καταδίκην· αλλά μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν.»a
17. Για ποιους ιδιαιτέρως μιλούσε ο Ιησούς στο Ιωάννης 5:24, και πώς το Ματθαίος 19:27-29 έχει σχέσι με αυτούς;
17 Πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια, όταν ο Ιησούς Χριστός είπε αυτά τα γεμάτα σημασία λόγια, μιλούσε ιδιαιτέρως για την εκκλησία των πιστών, την οποία ο Θεός ο ουράνιος Πατήρ επρόκειτο να λάβη μέσ’ από τους ανθρώπους για να γίνουν συμμέτοχοι κριταί με τον Ιησού Χριστό στους ουρανούς. Σχετικά με αυτή την εκκλησία των συμμετόχων κριτών είπε ο Ιησούς στους αποστόλους του: «Αληθώς σας λέγω, ότι σεις οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί του θρόνου της δόξης αυτού, θέλετε καθίσει και σεις επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και πας όστις αφήκεν οικίας, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει, και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει.» (Ματθ. 19:27-29) Θα υπάρξουν, φυσικά, περισσότεροι από δώδεκα συμμετόχους κριτάς με τον Ιησού Χριστό στην ουρανία βασιλεία του.
18. Ποιους θα κρίνη ολόκληρος η εκκλησία των κριτών, και πώς ο Παύλος αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός εις 1 ορινθίους 6:2;
18 Ολόκληρος η εκκλησία των μετόχων θα κρίνη πολύ περισσοτέρους από τις κατά γράμμα δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Υπό τον Ανώτερον Κριτή Ιησού Χριστό θα κρίνουν όλο το ανθρώπινο γένος, τους ζώντας και τους νεκρούς. Πάνω σ’ αυτό το σημείο ο απόστολος Παύλος έγραψε στην εκκλησία: «Δεν εξεύρετε ότι οι άγιοι θέλουσι κρίνει τον κόσμον; Και εάν ο κόσμος κρίνηται από σας, ανάξιοι είσθε να κρίνητε ελάχιστα πράγματα» τώρα; (1 Κορ. 6:2) Έτσι οι συμμέτοχοι κριταί θα είναι πολλοί.
19, 20. (α) Πότε ήταν καιρός για μετάβασι από τον θάνατο στη ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Ιησού στο Ιωάννης 5:25; (β) Ποιοι είναι οι «νεκροί», για τους οποίους μίλησε, και πώς τούτο εξεικονίζεται στο Ματθαίος 8:21, 22;
19 Εν τούτοις, επανερχόμεθα εδώ σε μια εξέτασι των λόγων, τους οποίους είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, που ήθελαν να τον θανατώσουν διότι τους εφαίνετο ως παραβάτης του Σαββάτου και βλάσφημος, ο οποίος έκανε τον εαυτό του ίσον με τον Θεό. Αφού μίλησε περί διαφυγής της κρίσεως και μεταβάσεως από το θάνατο στη ζωή, ο Ιησούς ετόνισε ότι ο καιρός γι’ αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός ήταν τότε επί θύραις. Είπε: «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι,b ότε οι νεκροί θέλουσιν ακούσει την φωνήν του Υιού του Θεού, και οι ακούσαντες θέλουσι ζήσει.»—Ιωάν. 5:25.
20 Ποιοι είναι οι νεκροί αυτοί, οι οποίοι ακούουν τη φωνή του Υιού του Θεού και οι οποίοι, δίνοντας προσοχή σ’ αυτήν, ζουν τώρα; Πολύ λογικά δεν είναι άτομα που είναι ήδη νεκρά στους τάφους. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνη αυτό, διότι ο Ιησούς είπε ότι η ώρα, οπότε οι νεκροί θ’ άκουαν τη φωνή του και θα εζούσαν επειδή θα έδιναν προσοχή σ’ αυτήν, δεν επρόκειτο να έλθη αλλά «ήδη είναι». Δηλαδή, στον καιρό που μιλούσε ο Ιησούς. Εκείνοι, οι οποίοι θέλουσι «ζήσει» τώρα, ήσαν άτομα επί της γης κάποτε νεκρά με μια πνευματική έννοια, μ’ ένα συμβολικό τρόπο, όχι σε πραγματικούς τάφους. Τον καιρό εκείνο, που μιλούσε ο Ιησούς, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ήταν κάτω από την καταδίκη του θανάτου ενώπιον του Θεού του Κριτού όλων. Σ’ αυτό το είδος των πνευματικώς νεκρών ανθρώπων πρέπει ν’ ανεφέρετο ο Ιησούς, όταν είπε στον Ιουδαίο υιό, ο οποίος ήθελε να πάη πρώτα σπίτι του να θάψη τον πατέρα του: «Ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς.» (Ματθ. 8:21, 22) Ο Ιουδαίος έπρεπε ν’ αφήση στους πνευματικώς νεκρούς συγγενείς του να φροντίσουν για τον ενταφιασμό του πατρός του όταν θα ήταν φυσικώς νεκρός και έτοιμος για ενταφιασμό. Με το ν’ ακολουθήση τον Ιησού θα ευρίσκετο στην οδό της αιωνίου ζωής αντί να είναι μεταξύ των πνευματικώς νεκρών, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι ενώπιον του Θεού.
21, 22. (α) Σύμφωνα με το Εφεσίους 2:1, 2, 4-6, ποιοι ήσαν κάποτε μεταξύ τέτοιων πνευματικώς νεκρών ανθρώπων, και με ποιόν τρόπο; (β) Πώς μπόρεσαν να μεταβούν από τον θάνατο στη ζωή;
21 Όσοι γίνονται Χριστιανοί με μια αληθινή πίστι ήσαν κάποτε μεταξύ των πνευματικώς νεκρών ανθρώπων του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος υπενθύμισε στην εκκλησία το γεγονός αυτό, λέγοντας: «Και εσάς όντας νεκρούς δια τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν· εις τας οποίας περιεπατήσατε ποτέ κατά το πολίτευμα του κόσμου τούτου. . . . Ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς, και ενώ ήμεθα νεκροί δια τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού· (κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι)· και συνανέστησε, και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις δια Ιησού Χριστού.»—Εφεσ. 2:1, 2, 4-6.
22 Έτσι επειδή δεν διαπράττουν πια παραβάσεις και αμαρτήματα εναντίον του Θεού, εσήκωσε από αυτούς την καταδίκη του επειδή έδειξαν πίστι στον Χριστό. Τους ήγειρε από πνευματικό θάνατο και τους έδωσε ελπίδα αιωνίου ζωής στην ερχομένη νέα του τάξι.
23. (α) Πώς οι «νεκροί» άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού από τότε; (β) Πώς το 1 Πέτρου 4:5, 6 δείχνει ποιοι είναι αυτοί οι «νεκροί»;
23 Όταν ο Ιησούς ευρίσκετο επί της γης ως άνθρωπος, οι Ιουδαίοι άκουσαν τη φωνή του απ’ ευθείας. Αν επρόσεχαν σε ό,τι είχε να τους πη, θα μπορούσαν να εισέλθουν στο δρόμο της αιωνίου ζωής. Όταν, όμως, απέθανε και ανεστήθη και τελικά ανέβη πάλι στους ουρανούς, μπορούσαν ν’ ακούσουν «την φωνήν του Υιού του Θεού» μόνον εμμέσως. Πώς; Με το ν’ ακούουν τις διδασκαλίες του να κηρύττωνται ή με το να διαβάζουν ό,τι εκήρυξε και εδίδαξε. Ο απόστολος Πέτρος είχε υπ’ όψι του τέτοια πνευματικώς νεκρά άτομα, που άκουσαν τα αγαθά νέα σχετικά με τον Ιησού μέσω κηρύκων, όταν ο Πέτρος έγραψε: «Οίτινες θέλουσιν αποδώσει λόγον εις εκείνον όστις είναι έτοιμος να κρίνη ζώντας και νεκρούς. Επειδή δια τούτο εκηρύχθη το ευαγγέλιον και προς τους νεκρούς, δια να κριθώσι μεν κατά ανθρώπους εν σαρκί, να ζώσι δε κατά Θεόν εν πνεύματι.»—1 Πέτρ. 4:5, 6.
24. Πώς αυτοί οι «νεκροί» γίνονται ζώντες από της απόψεως του Θεού;
24 Με το να δεχθούν τα αγαθά νέα και να περιπατήσουν σύμφωνα με αυτά, γίνονται πνευματικώς ζώντες από της απόψεως του Θεού. Μέσω του πνεύματος που μεταδίδει ζωήν, ο Θεός τους εγείρει από την πνευματικώς νεκρά, καταδικασμένη κατάστασι και τους καθιστά ενεργούς για ν’ ακολουθήσουν στα βήματα του Υιού του ανθρώπου, Ιησού Χριστού.
25. (α) Σε τι δεν έρχονται εκείνοι οι οποίοι μεταβαίνουν από τη μία κατάστασι στην άλλη; (β) Σύμφωνα με τον Ιωάννη, ποιάν ιδιότητα ασκούν ως απόδειξι του ότι έχουν μεταβή από τον θάνατο στη ζωή;
25 Εφ’ όσον απηλλάγησαν από την καταδίκη, ‘εις κρίσιν δεν έρχονται’ αλλά γίνονται πρόσωπα, τα οποία ‘μετέβησαν εκ του θανάτου εις την ζωήν’, καθώς είπε προηγουμένως ο Ιησούς. (Ιωάν. 5:24) Αυτή η μετάβασις από τη νεκρά κατάστασι όσον αφορά τις παραβάσεις και τ’ αμαρτήματα σε πνευματική ζωή περιγράφεται από τον απόστολο Ιωάννη με τα εξής λόγια: «Μη θαυμάζετε, αδελφοί μου, αν ο κόσμος σας μισή. Ημείς εξεύρομεν ότι μετέβημεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς· όστις δεν αγαπά τον αδελφόν, μένει εν τω θανάτω. Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού, είναι ανθρωποκτόνος· και εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ.» Για να μπορέσουν οι Χριστιανοί αδελφοί του να συνεχίσουν να παραμένουν άξιοι αιωνίου ζωής στη νέα τάξι πραγμάτων του Θεού, ο Ιωάννης προσθέτει: «Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.»—1 Ιωάν. 3:13-15, 18.
26. Τι τους υποκινεί να κάνουν μια τέτοια αγάπη, και επομένως από της απόψεως τίνος είναι ζώντες;
26 Αυτή η αγάπη είναι καρπός του πνεύματος του Θεού σ’ αυτούς τους Χριστιανούς, και τους κινεί να υπακούουν στις εντολές του Θεού. Καθώς το 1 Ιωάν. 5:3 μάς υπενθυμίζει: «Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού· και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι.» Εκείνοι, οι οποίοι τηρούν τις εντολές του Θεού, όπως εφαρμόζονται στους ακολούθους του Χριστού, είναι πράγματι ζώντες από της απόψεως του Θεού, πνευματικώς ζώντες τώρα.
[Υποσημειώσεις]
a Το «Κριτικόν και Εξηγητικόν Εγχειρίδιον δια το Ευαγγέλιον του Ιωάννου», του 1884, υπό Χ. Α. Β. Μέγιερ, Δ. Θ., σελίς 183, λέγει στο Ιωάν. 5:24:
«Εδάφιον 24. . . . Η [ζωοποίησις] συμπληρούται εις αυτόν· έχει αιώνια ζωή (3:15), δηλαδή, την υψίστη πνευματική ζωή, η οποία, κατά την είσοδό του στην βασιλεία του Μεσσίου, φθάνει την τελειότητά της σε ένδοξη Μεσσιανική [ζωή]. Λόγω του ότι κατέστη ένας πιστός, μετέβη εκ πνευματικού θανάτου . . . εις αιώνιον ζωήν (την κατ’ εξοχήν ζωή), και δεν έρχεται εις (καταδίκην, παράβαλε 3:18) κρίσιν, διότι έχει ήδη φθάσει σ’ εκείνη την ζωήν. Το αποτέλεσμα τούτου είναι: [θάνατον δεν θέλει ιδεί εις τον αιώνα], 8:51. Εις το τέλειον [μετέβη] βλέπε 3:18· 1 Ιωάννου 3:14.
b Οι λέξεις «και ήδη είναι» δεν βρίσκονται στο πρωτότυπο κείμενο του Σιναϊτικού Ελληνικού χειρογράφου του Τετάρτου Αιώνος. Εν τούτοις βρίσκονται στο παπυρικό χειρόγραφο του Τρίτου Αιώνος, που είναι γνωστό ως Πάπυρος Μπόντμερ 2, στο Βατικανό Χειρόγραφο Αριθ. 1209 του Τετάρτου Αιώνος, στο Αλεξανδρινό Χειρόγραφο του Πέμπτου Αιώνος, στη Λατινική Βουλγάτα κλπ. Επομένως πρέπει να θεωρήσωμε τους λόγους αυτούς ως μέρος του πρωτοτύπου κειμένου.
[Ερωτήσεις Μελέτης]