Κεφάλαιον 5
Γιατί ο Θεός Επιτρέπει τα Παθήματα στη Γη;
1, 2. Από πού είχε την αρχή του το ανθρώπινο γένος, και τι είδους αρχή ήταν αυτή;
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ απόδειξις και η Βίβλος πιστοποιούν ότι όλοι οι άνθρωποι προήλθαν από ένα αρχικό ζεύγος. Κατόπιν, μετά τον Κατακλυσμό, σχηματίσθηκαν τρεις κύριοι κλάδοι της ανθρώπινης οικογένειας, από τους απογόνους των τριών γιων του Νώε.—Γένεσις 3:20· 9:18, 19.
2 Ο απόστολος Παύλος είπε: «[Ο Θεός] έκαμεν εξ ενός αίματος (ενός ανδρός, ΜΝΚ) παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης.» (Πράξ. 17:26) Αυτός ο άνδρας ο Αδάμ και η σύζυγός του Εύα, δημιουργήθηκαν τέλειοι, όπως είναι όλα τα έργα του Θεού.—Δευτερονόμιον 32:4· Γένεσις 2:18, 21-23.
3. Πώς ήταν ο Αδάμ, τον καιρό που δημιουργήθηκε, σε σύγκρισι με τους αγγέλους;
3 Ο Αδάμ ήταν γιος του Θεού, ένα καλά καταρτισμένο μέλος της οικογένειας του Θεού, πλασμένος λίγο μόνο κατώτερος από τους αγγέλους. (Λουκάς 3:38) Οι άγγελοι είναι πνευματικά πλάσματα με μεγαλύτερη δύναμι και ικανότητα από τους ανθρώπους. (2 Πέτρου 2:11) Αλλά πουθενά η Βίβλος δεν λέγει ότι οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερη ηθική ικανότητα. Όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη ως άνθρωπος, γεννημένος από μια γυναίκα, η ηθική του ακεραιότης ήταν ίση μ’ εκείνη οποιουδήποτε μέλους της παγκόσμιας οικογένειας του Θεού στον ουρανό και στη γη.—Ψαλμός 8:4, 5· Εβραίους 2:6-9· 7:26.
4, 5. Πώς ήλθαν πάνω σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή οι ασθένειες, οι στενοχώριες και τα παθήματα;
4 Πώς, λοιπόν, η ατέλεια και τα συναφή της παθήματα, ασθένειες και διαμάχες, έγιναν η μερίδα της ανθρώπινης φυλής; Η Βίβλος εξηγεί ότι, χωρίς να φταίξουν καθόλου, όλοι οι άνθρωποι μετά τον Αδάμ και την Εύα, γεννήθηκαν ατελείς. Η Γραφή λέγει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους επειδή πάντες ήμαρτον.»—Ρωμαίους 5:12.
5 Σύμφωνα με τους νόμους της γενετικής, τα παιδιά κληρονομούν τις τάσεις και τα χαρακτηριστικά, καθώς επίσης και τα ελαττώματα από τους γονείς τους. Αλλά πώς ο τέλειος Αδάμ έγινε ελαττωματικός, ατελής, αμαρτωλός; Γιατί επετράπησαν από τότε οι στενοχώριες και τα παθήματα;
Η ΚΑΛΗ ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ
6. Από ποια άποψι ο Αδάμ δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού;
6 Ο Αδάμ δημιουργήθηκε ‘κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού.’ (Γένεσις 1:26) Αυτό σημαίνει ότι είχε ηθικές ιδιότητες και ικανότητα για πνευματικά πράγματα. Μπορούσε να γνωρίζη και να μαθαίνη για τον Θεό και μπορούσε να έχη τη σχέσι ενός γιου με τον Θεό. Είχε δυνάμεις λογικεύσεως και το χάρισμα της συνειδήσεως—το αίσθημα του δικαίου και του αδίκου. Ο Αδάμ ήταν σε θέσι ν’ αντιπροσωπεύη τον Θεό στη γη με το ν’ αντανακλά τη δόξα του Θεού—τις καλές του ιδιότητες—σ’ εκείνους που επρόκειτο να γεννηθούν.
7. (α) Πώς ο Θεός εφρόντισε για τις ανάγκες του Αδάμ που ήταν νεοφερμένος στη γη; (β) Πώς θα μπορούσε ν’ ανταποκριθή ο Αδάμ;
7 Ο Θεός επικοινωνούσε με τον Αδάμ, πιθανώς κάθε μέρα. Σύμφωνα με το Γένεσις 3:8 (ΜΝΚ) «προς το δειλινόν» ο Αδάμ και η Εύα «ήκουσαν την φωνήν Ιεχωβά του Θεού.» Το ότι αναφέρεται μια συγκεκριμένη περίοδος στη διάρκεια της ημέρας, υπονοεί ότι αυτός μπορεί να ήταν ο συνηθισμένος χρόνος που ο Θεός επικοινωνούσε με τον άνθρωπο. Ναι, ο Ύψιστος διέθετε χρόνο να διδάσκη τον Αδάμ, που ήταν νεοφερμένος στη γη. (Γένεσις 1:28-30) Αυτός ο πρώτος άνθρωπος χρειαζόταν τη βοήθεια και τη διδασκαλία του Θεού για να μπορή να ασκή κατάλληλη εξουσία πάνω στην κατώτερη δημιουργία. Ο Αδάμ είχε πλήρη ικανότητα για πνευματική ανάπτυξι και για να καλλιεργήση αγάπη. Καθώς θα προχωρούσε σε γνώσι, θα μπορούσε ν’ αναπτύξη ισχυρότερη εκτίμησι και αγάπη για τον Δημιουργό του. (1 Ιωάννου 4:7, 8) Μπορούσε να δημιουργήση μια ακόμη πιο στενή σχέσι μαζί Του.
8. Γιατί ήταν ουσιώδες να μάθη ο Αδάμ πολλά για τα φυτά και τα ζώα;
8 Η Αγία Γραφή δεν λέγει πόσο χρόνο απασχολήθηκε ο Θεός για να δώση οδηγίες στον γιο του. Αλλ’ ήταν ουσιώδες να μάθη ο Αδάμ, μεταξύ των πρώτων πραγμάτων, για τα φυτά και τα ζώα, αφού επρόκειτο να γίνη ο έμπειρος καλλιεργητής και εκπαιδευτής των παιδιών του στην τέχνη της κηπουρικής και στη φροντίδα για τα κατοικίδια ζώα. (Γένεσις 2:15,19) Αυτό προφανώς θα χρειαζόταν κάποιο χρονικό διάστημα.
9. Τι ανέθεσε ο Θεός στον Αδάμ να κάμη σύμφωνα με το Γένεσις 2:19,20, και πώς μπορούσε ο Αδάμ να το εκτελέση κατάλληλα;
9 Ο Αδάμ κατοικούσε στην Εδεμική παραδεισένια κατοικία που ο Θεός είχε φτιάξει γι’ αυτόν. Αυτή η κατοικία ήταν πιθανώς μια μεγάλη περιοχή γύρω στην οποία ο Αδάμ μπορούσε να κινήται. Έτσι, ο Αδάμ μπορούσε να παρατηρή τα ζώα στο περιβάλλον τους, μ’ όποιον τρόπο ο Θεός θα τον βοηθούσε να το κάνη. Ο Αδάμ θα μπορούσε τότε να τα ονομάση ανάλογα με τις συνήθειες και τα χαρακτηριστικά τους. Δεν υπήρχε καμμιά ανάγκη να βιασθή.—Γένεσις 2:8, 19, 20.
10. Με την εκπαίδευσι που έλαβε ο Αδάμ, τι μπορούσε να κάμη, αλλά σε τι έπρεπε να είναι προσεκτικός;
10 Μολονότι ο Αδάμ μπορούσε να λύση προβλήματα που θα εγείροντο μέσα στα πλαίσια της γνώσεώς του, έπρεπε ωστόσο ν’ αποβλέπη στον Θεό ως τον Σχεδιαστή και Οδηγό για το πώς ακριβώς επρόκειτο να ‘κυριεύση την γην.’ Η ακαλλιέργητη γη έξω από τον κήπο της Εδέμ, έπρεπε να γίνη «κατοικία» για δισεκατομμύρια ανθρώπους που επρόκειτο να γεννηθούν. Και όπως ακριβώς ένας οικοδόμος ακολουθεί τα σχέδια του αρχιτέκτονος, έτσι κι ο άνθρωπος έπρεπε ν’ ακολουθή πιστά τις σοφές οδηγίες του Θεού για να διαμορφώση τη γη σε μια ωραία κατοικία για τη μεγαλύτερη άνεσι και απόλαυσι της ανθρώπινης φυλής.—Λουκάς 16:10.
11. Πώς χειρίσθηκε ο Αδάμ την ευθύνη του στην αρχή και ποια καθήκοντα ήσαν ενώπιόν του;
11 Πώς χειρίσθηκε ο Αδάμ τα πράγματα με τα οποία τον είχε ευλογήσει ο Θεός; Για ένα διάστημα τα χειρίσθηκε καλά, καθοδηγώντας τη σύζυγό του όπως ακριβώς είχε μάθει από τον Θεό. (Παράβαλε Γένεσις 2:16,17, με Γένεσις 3:2,3.) Ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός τους, διότι αυτός τους είχε δημιουργήσει. Ο Αδάμ και η Εύα έπρεπε να τον εμπιστεύωνται και να τον υπακούουν ως Υπέρτατο Άρχοντα, για να εξακολουθούν να έχουν κατάλληλη σχέσι με τον Θεό. Καθώς θα επεξέτειναν την οικογένειά τους για να γεμίση τη γη, η υποταγή στη διακυβέρνησι του Θεού θα ήταν ουσιώδης για να υπάρχη τάξις και αρμονία. Ο Αδάμ και η Εύα θα μπορούσαν να διδάσκουν και να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους ώστε, και αυτά με τη σειρά τους, να φέρουν δόξα στον Θεό.
‘ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ’
12. Ποια προοπτική είχαν ο Αδάμ και η Εύα, σύμφωνα με το Γένεσις 2:17;
12 Ο Θεός είχε πει στον Αδάμ ότι μπορούσε να τρώγη ελεύθερα από κάθε δένδρο του κήπου εκτός από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. (Γένεσις 2:17) Ζωή αιώνια είχε τεθή ενώπιον αυτού του ζεύγους και των απογόνων τους, που εξηρτάτο μόνο από την υπακοή τους. Θα ήταν όνειδος για ολόκληρη την οικογένεια του Θεού στον ουρανό και στη γη ν’ αποδειχθή ο Αδάμ τόσο ασεβής ώστε να μην υπακούση στον Θεό.
13, 14. (α) Γιατί ήταν απόλυτα ορθό και κατάλληλο να υπακούη ο Αδάμ στον Θεό; (β) Τι παρέλειψε ο Αδάμ να κάμη σχετικά με τα καλά πράγματα που είχε και ποια διάθεσι ανέπτυξε;
13 Ο Θεός είχε δώσει στον Αδάμ τα πάντα για την απόλαυσί του. Ο Αδάμ δεν έκαμε μόνος του τη γη να παράγη τα ωραία πράγματα που έτρωγε. Δεν δημιούργησε αυτός την όμορφη σύντροφό του Εύα. Δεν έφτιαξε αυτός το σώμα του, με τις ικανότητες ν’ απολαμβάνη τα πράγματα που είχε. Αλλά, μολονότι ο Αδάμ αγαπούσε και απελάμβανε την όμορφη ζωή που τόσο στοργικά του είχε δοθή, δεν ακολούθησε ωστόσο την οδό της υπακοής.
14 Τελικά ο Αδάμ έφθασε στο σημείο να θέση τα υποτιθέμενα συμφέροντά του πάνω από τα συμφέροντα του ουράνιου Πατέρα του. Σκέφθηκε περισσότερο τις άμεσες επιθυμίες του παρά την οικογένεια του Θεού και τους απογόνους που επρόκειτο ν’ αποκτήση. Ακόμη και οι ατελείς άνθρωποι περιφρονούν τον άνθρωπο που είναι προδότης της οικογενείας του και που πωλεί τα παιδιά του στη δουλεία και στο θάνατο. Κι αυτό ακριβώς έκανε ο Αδάμ.—Ρωμαίους 7:14.
15, 16. (α) Ήταν δέντρο πραγματικό «το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού»; (β) Ποια άλλα ερωτήματα εγείρονται σχετικά μ’ αυτό το δέντρο;
15 Τι είδους αμαρτία διέπραξε ο Αδάμ; Η αμαρτία του είχε σχέσι με το ‘ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού.’ Πολλές εικασίες έχουν γίνει γι’ αυτό το δένδρο. Ήταν ένα πραγματικό δένδρο; Ποια ήταν η ‘γνώσις’ και ποιο το ‘καλόν και το κακόν’; Γιατί ο Θεός έβαλε ένα τέτοιο δένδρο στο κήπο;
16 Η Βίβλος δείχνει ότι το δένδρο ήταν πραγματικό, διότι αναφέρει ότι ήταν ένα από τα καρποφόρα δένδρα του παραδείσου. (Γένεσις 2:9) Τι ήταν η ‘γνώσις’ που αντιπροσώπευε το δένδρο; Η Καθολική Βίβλος της Ιερουσαλήμ κάνει ένα κατάλληλο σχόλιο σε μια υποσημείωσι για το Γένεσις 2:17:
17. Τι ήταν η «γνώσις» που αντιπροσώπευε το δέντρο, σύμφωνα με μια υποσημείωσι της Καθολικής «Βίβλου της Ιερουσαλήμ»;
17 «Αυτή η γνώσις είναι ένα προνόμιο που ο Θεός κρατεί για τον εαυτόν του και την οποίαν ο άνθρωπος αμαρτάνοντας, σφετερίστηκε. [Γένεσις 3:5, 22] Συνεπώς δεν σημαίνει παντογνωσία, την οποία ο ξεπεσμένος άνθρωπος δεν κατέχει· ούτε είναι η ηθική διάκρισις, διότι ο αναμάρτητος άνθρωπος την είχε ήδη και ο Θεός δεν μπορούσε να την αρνηθή σ’ ένα λογικό ον. Είναι η εξουσία ν’ αποφασίζη ο ίδιος τι είναι καλό και τι είναι κακό και να ενεργή ανάλογα, μια αξίωσις για πλήρη ηθική ανεξαρτησία με την οποίαν [αξίωσι] ο άνθρωπος αρνείται ν’ αναγνωρίση τη σχέσι του, ότι είναι δημιούργημα. Η πρώτη αμαρτία ήταν μια επίθεσις εναντίον της κυριαρχίας του Θεού, ένα αμάρτημα υπερηφανείας.»
18. (α) Τι συμβόλιζε το δέντρο; (β) Ποια απόφασι έπρεπε πρώτα να πάρη για να αμαρτήση ένας τέλειος άντρας, με το να φάγη από το «δένδρον της γνώσεως»
18 Το δένδρο ήταν, στην πραγματικότητα, σύμβολο του οριστικού ορίου—η οροθετική γραμμή—δηλαδή το έσχατο όριο της κατάλληλης κυριότητος του ανθρώπου. Ήταν ορθό και κατάλληλο, ναι, ήταν ουσιώδες, να πληροφορήση ο Θεός τον Αδάμ γι’ αυτό το όριο. Το να φάγη ένας τέλειος άνθρωπος απ’ αυτό το δένδρο, αυτό θα έδειχνε ότι το έκανε με εσκεμμένη συγκατάθεσι της θελήσεώς του. Θα έδειχνε ότι είχε πάρει εκ των προτέρων την απόφασι ν’ αποτραβηχθή από την υποταγή στη διακυβέρνησι του Θεού και να γίνη ανεξάρτητος κάνοντας ό,τι ήταν «καλό» ή «κακό» σύμφωνα με τις δικές του αποφάσεις.
Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΤΑΙ
19. Τι έφερε η εκούσια αμαρτία του Αδάμ σ’ αυτόν και στα παιδιά του, σύμφωνα με την αρχή του εδαφίου Ρωμαίους 1:28;
19 Έτσι ο άνθρωπος ακολούθησε ένα δρόμο ανεξάρτητο από τον Θεό. Ο Θεός δεν παρενέβη στην ελεύθερη θέλησι του Αδάμ. Αλλ’ η εσφαλμένη εκλογή του Αδάμ έφερε σ’ αυτόν και στα παιδιά του κάθε είδους στενοχώρια, προβλήματα ανθρωπίνως άλυτα.—Ρωμαίους 1:28.
20. Πώς η εσφαλμένη πράξις του Αδάμ ήγειρε ένα ερώτημα που περιελάμβανε όλο το ανθρώπινο γένος;
20 Αλλά το ζήτημα περιελάμβανε περισσότερα από τον απλό στασιασμό του Αδάμ και της συζύγου του. Ο στασιασμός του επίγειου γιου του Θεού ήγειρε το ερώτημα: Θα υπήρχε κανείς από την επίγεια οικογένεια του Θεού, ο οποίος, χρησιμοποιώντας την ελεύθερη θέλησί του, θα προτιμούσε να είναι νομιμόφρων στη διακυβέρνησι του Θεού και θα παρέμενε κανείς νομιμόφρων στον Θεό κάτω από πίεσι ή κάτω από τον πειρασμό να κερδίση κάτι μέσω ανυπακοής; Έτσι, η ακεραιότης και η πιστότης κάθε ανδρός και γυναικός που επρόκειτο να έλθη σε ύπαρξι, θα ήταν ένα ζήτημα αμφιβολίας στις διάνοιες όλων των πλασμάτων του Θεού στον ουρανό και στη γη.
21. Ποιο ζήτημα πολύ μεγαλύτερο από το ζήτημα της ανθρώπινης ακεραιότητος, ήγειρε η αμαρτία του Αδάμ;
21 Αυτό το ζήτημα, όμως, ήταν υποδεέστερο ή δευτερεύον εν σχέσει μ’ ένα πολύ μεγαλύτερο ζήτημα—αμφισβήτησι που είχε σχέσι με τη δικαιωματική κυριαρχία ή εξουσία του Θεού—όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις ύστερα από 2.500 περίπου χρόνια. Μια περιγραφή του ζητήματος που προέκυψε βρίσκεται σ’ αυτά που συνέβησαν στην πραγματική ζωή του ανθρώπου Ιώβ, η εξιστόρησις των οποίων διαφυλάχθηκε προς όφελός μας.
22. Πώς το βιβλίο του Ιώβ δείχνει ότι η ακεραιότης και η νομιμοφροσύνη κάθε ανθρώπου έγινε στην πραγματικότητα θέμα αντιλογίας;
22 Το βιβλίο του Ιώβ αποκαλύπτει ότι ο υποκινητής της αμφισβητήσεως ήταν ένας ουράνιος άγγελος του Θεού. Αυτός ο άγγελος εμφανίσθηκε ενώπιον του Υψίστου, και με αναίδεια κατηγόρησε τον αφοσιωμένο δούλο του Θεού Ιώβ, λέγοντας ότι η νομιμοφροσύνη του στον Θεό στηριζόταν μόνο στην ιδιοτέλεια. Ο Θεός επέτρεψε σ’ αυτόν τον πνευματικό γιο να φέρη μια δοκιμασία μεγάλων παθημάτων στον Ιώβ. Μολονότι ο Ιώβ αποδείχθηκε πιστός σ’ αυτή τη δοκιμασία, ο στασιαστής κατηγόρησε ακόμη τον Ιώβ ότι είχε κακή καρδιά. Ο Ιεχωβά του είπε: «Έβαλες τον νουν σου επί τον δούλον μου Ιώβ, ότι δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού· και έτι κρατεί την ακεραιότητα [άμεμπτη στάσι, πιστότητα] αυτού, αν και με παρώξυνας κατ’ αυτού, διά να εξολοθρεύσω αυτόν άνευ αιτίας.» Ο άγγελος απάντησε: «Δέρμα υπέρ δέρματος, και πάντα όσα έχει ο άνθρωπος θέλει δώσει υπέρ της ζωής αυτού· πλην τώρα έκτεινον την χείρα σου και έγγισον τα οστά αυτού και την σάρκα αυτού, δια να ιδής εάν δεν σε βλασφημήση κατά πρόσωπον»—Ιώβ 2:2-5.
23. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα για τον Ιώβ με το να παραμείνη πιστός κάτω από δοκιμασίες και παθήματα;
23 Ο Θεός άφησε τον Ιώβ να δοκιμασθή, γνωρίζοντας ότι θα παρέμενε πιστός. Και ο Ιώβ στην πραγματικότητα δεν έχασε με το να υποφέρη για λίγο. Διότι, στο τέλος της δοκιμασίας, ο Θεός αντήμειψε τον Ιώβ πέρα από ό,τι είχε απολαύσει προηγουμένως και του έδωσε ακόμη 140 έτη ζωής.—Ιώβ 42:12-16· παράβαλε με Εβραίους 11:6.
24. (α) Ποιος ήταν στην πραγματικότητα εκείνος που υποκίνησε και προώθησε τον στασιασμό εναντίον του Θεού; (β) Ήταν επομένως ο Αδάμ και η Εύα δικαιολογημένοι;
24 Αυτή η ενόρασις ενός αοράτου, ουράνιου περιστατικού, μας βοηθεί να κατανοήσωμε το πραγματικό ζήτημα σχετικά με το γιατί επέτρεψε ο Θεός το κακό. Υποκινητής του στασιασμού ήταν ο προκλητικός άγγελος που είναι γνωστός ως Σατανάς ο Διάβολος. Ωστόσο και το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, που πήρε το μέρος του Σατανά όταν αρχικά έθεσε σε ενέργεια την πρόκλησι, έσφαλε εκουσίως, χωρίς δικαιολογία.
25, 26. (α) Άφησε ο Θεός, κατά ένα άδικο τρόπο, τον Αδάμ εκτεθειμένο στην επίθεσι, αφού ο Σατανάς ο Διάβολος ήταν εκείνος που αμφισβήτησε τη νομιμοφροσύνη του Αδάμ; (β) Τι συλλογισμό μπορεί να έκαμε ο Σατανάς, όταν ετοιμαζόταν να επιτεθή στην Εύα;
25 Ο Θεός είχε δώσει στον Αδάμ κάθε αναγκαία οδηγία και ευκαιρία για να γίνη πλήρως ικανός να παραμείνη νομιμόφρων στο Θεό, διότι ο Θεός δεν θα άφηνε ποτέ ένα δούλο Του εκτεθειμένο και ανυπεράσπιστο σε μια επίθεσι. (1 Κορινθίους 10:13) Συνεπώς, ο Αδάμ, επειδή ήταν εντελώς ελεύθερος να ασκή τη θέλησί του, θα μπορούσε να παραμείνη σταθερός και να δείξη νομιμοφροσύνη και πιστότητα. Δεν υπήρχαν παράγοντες πέραν από τον έλεγχό του που θα τον έκαναν ν’ αμαρτήση, όπως συμβαίνει σήμερα με το ατελές ανθρώπινο γένος. Η αμαρτία του ήταν εντελώς εκουσία και εσκεμμένη.
26 Ωστόσο, ο εχθρός του Θεού, ο στασιαστικός πνευματικός γιος, αναζητούσε ευκαιρία για να αρχίση ανταρσία στο σύμπαν. Ήθελε να χρησιμοποιήση τον Αδάμ και την Εύα ως όργανα για να προωθήση την αμφισβήτησί του για την κυριαρχία του Θεού. Η αφήγησις της Βίβλου μας εξιστορεί πώς επετέθη πρώτα στη γυναίκα. Ο Σατανάς είχε πεποίθησι ότι αν υπερνικούσε την Εύα, θα μπορούσε ν’ ασκήση μεγάλη πίεσι πάνω στον Αδάμ.
ΣΤΑΣΙΑΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
27. Μολονότι στην Εύα μίλησε ένα φίδι, πώς γνωρίζουμε ότι το φίδι ήταν στην πραγματικότητα απλώς το όργανο του Διαβόλου;
27 Πώς ετέθη σε ενέργεια η αμφισβήτησις της κυριαρχίας του Θεού, που είχε κατά νουν ο Διάβολος; Η αφήγησις της Βίβλου μάς λέγει ότι μίλησε στην Εύα ένα ταπεινό ζώο του αγρού, ένα φίδι. Φυσικά, ένα ζώο δεν μπορεί να μιλήση μόνο του. Στην πραγματικότητα, ο ομιλητής ήταν ο Σατανάς ο Διάβολος, που χρησιμοποίησε το φίδι. Λόγω της απάτης του και της χρήσεως του φιδιού, ο Θεός τον ωνόμασε «ο όφις ο αρχαίος,» [δηλαδή ο απατεών]. (Αποκάλυψις 12:9) Ο Ιησούς τόνισε ότι ο Σατανάς ήταν ο υποκινητής της προκλήσεως της παγκόσμιας κυριαρχίας του Θεού όταν είπε ότι ο Διάβολος ήταν «ο πατήρ αυτού του ψεύδους» και ανθρωποκτόνος από την αρχή της στασιαστικής του πορείας στην Εδέμ. (Ιωάννης 8:44) Η Βιβλική αφήγησις λέγει τα εξής για το πρώτο ψεύδος και τον στασιασμό:
28. Από την αφήγηση που υπάρχει στο Γένεσις 3:1-5: (α) Πώς η ερώτησις του Σατανά στην Εύα υπονοούσε ότι ο Θεός κατακρατούσε κάτι απ’ αυτήν που έπρεπε να το έχη; (β) Αγνοούσε η Εύα τον νόμο του Θεού να μη φάγη από το «δένδρον της γνώσεως»;
28 «Ο δε όφις ήτο το φρονιμώτερον πάντων των ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Ιεχωβά ο Θεός· και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου; Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν διά να μη αποθάνητε. Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.»—Γένεσις 3:1-5.
29, 30. Πώς θεωρούσε η Εύα τον καρπό του «δένδρου της γνώσεως» πριν από το ψέμα του Σατανά και πώς το είδε ύστερ’ απ’ αυτό;
29 Ως εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα είχε υπακούσει στην απαγόρευσι να μη φάγη από το ‘δένδρο της γνώσεως’ για το οποίο μίλησε το φίδι. Είχε κάθε είδους τροφή και δεν της έλειπε τίποτα. Κατανοούσε ότι το να φάγη από το δένδρο θα έφερνε κακά αποτελέσματα. Όχι ότι ο καρπός ήταν δηλητηριώδης, αλλ’ ο Θεός είχε ειπεί ότι η βρώσις του θα έφερνε την καταδίκη σε θάνατο. Τώρα, αν ένα άτομο δη στο δάσος μερικά φυτά, όπως το τοξικόδενδρο, ή τον καρπό ωρισμένων δένδρων που είναι επικίνδυνος όταν φαγωθή, θα νοιώση την έλξι ή ώθησι να πάρη και να φάγη απ’ αυτά; Όχι, δεν θα νοιώση καμμιά τέτοια έλξι. Αυτό συνέβη με την Εύα. Αλλά τώρα το ψέμα του Σατανά έκαμε το δένδρο ελκυστικό. Η Εύα πίστεψε στα λόγια του, που ειπώθηκαν μέσω ενός ταπεινού όφεως, περισσότερο απ’ τα λόγια του Δημιουργού της. Διαβάζομε:
30 «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν, και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν· και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε.»—Γένεσις 3:6.
Η ΕΥΑ ΕΞΗΠΑΤΗΘΗ
31. Τι συλλογισμό μπορεί να έκαμε η Εύα όταν της μίλησε το φίδι;
31 Γιατί η Εύα δεν έμεινε άναυδη και γιατί δεν ετράπη σε φυγή όταν το φίδι, κατά παράδοξο τρόπο, της μίλησε; Η Βίβλος δεν λέγει. Είναι πιθανόν να είδε το ερπετό στο δένδρο και οι κινήσεις του τράβηξαν ίσως την προσοχή της. Ήξερε ότι ήταν ένα πολύ φρόνιμο ζώο. Έτσι, ίσως το φίδι να είχε φανή πολύ συνετό και όταν μίλησε, φάνηκε να έχη ιδιαίτερη σοφία.
32, 33. (α) Ποια ελευθερία νόμισε η Εύα ότι θα της έδιδε ο καρπός όταν θα τον έτρωγε; (β) Πώς η Εύα, με το να προτρέξη από τον σύζυγό της, στην πραγματικότητα έχασε την ελευθερία;
32 Εν πάση περιπτώσει, το ψέμα που ελέχθη μέσω αυτού του ζώου την έπεισε ότι δεν θα πέθαινε αν έτρωγε τον καρπό. Αντιθέτως πίστεψε ότι θα αποκτούσε ειδικές δυνάμεις—ώστε να είναι σαν τον Θεό, ελεύθερη και ανεξάρτητη να κρίνη μόνη της ποια πορεία ν’ ακολουθήση. Δεν θα εξηρτάτο από κανένα ούτε θα υπέκειτο σε κανένα. Ασφαλώς, εγκατέλειψε την υποταγή στο σύζυγό της ο οποίος της είχε μεταβιβάσει την εντολή του Θεού. Προχώρησε και πήρε τον καρπό χωρίς να τον συμβουλευτή.
33 Γι’ αυτό τον λόγο ο απόστολος Παύλος τόνισε την ανάγκη υποταγής εκ μέρους των Χριστιανών γυναικών. Τόνισε ότι η Εύα, με τη σκέψι ότι επετύγχανε απόλυτη ανεξαρτησία, στην πραγματικότητα έκανε το εντελώς αντίθετο και έφερε επάνω της τη μεγαλύτερη θλίψι. Προσπάθησε να κάμη εκείνο για το οποίο δεν ήταν φτιαγμένη. Ο Παύλος είπε: «Ο Αδάμ δεν ηπατήθη, αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.»—1 Τιμόθεον 2:11-14.
Η ΕΛΛΕΙΨΙΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ
34, 35. (α) Αφού ο Αδάμ δεν απατήθηκε, γιατί προσχώρησε στον στασιασμό; (β) Γιατί το πρόβλημα που ηγέρθη από την αμαρτία της Εύας ήταν μεγαλύτερο για τον Αδάμ από τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζε σχετικά με την περιποίησι του κήπου της Εδέμ και πώς έδειξε έλλειψι πίστεως;
34 Αφού ο Αδάμ δεν απατήθηκε, τι τον υποκίνησε να ενωθή με τη σύζυγό του στον στασιασμό; Άφησε την επιθυμία του για τη σύζυγό του Εύα να προηγηθή από την σχέσι του με τον Θεό. Έτσι, όταν είδε τη σύζυγό του, πήρε απ’ αυτήν τον καρπό.—Γένεσις 3:6.
35 Η Βίβλος δεν αναφέρει τα λόγια που αντήλλαξαν ο Αδάμ και η Εύα. Αλλά ξαφνικά βρέθηκε μπρος σ’ ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο Αδάμ μπορεί να είχε ήδη προβλήματα ν’ αντιμετωπίση σχετικά με την εξουσία του πάνω στα ζώα και με την καλλιέργεια του κήπου, αλλ’ αυτή η κατάστασις με την Εύα ήταν κάτι που άγγιζε κατ’ ευθείαν την καρδιά του και δοκίμαζε τη νομιμοφροσύνη του. Μπορεί να διερωτήθηκε: ‘Γιατί να μου συμβή ένα τέτοιο πράγμα τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα, πάνω στην ευτυχισμένη ζωή μου; Γιατί ο Θεός άφησε να συμβή αυτό;’ Δοκιμαζόταν η πίστις του στον Θεό. Έπρεπε να είχε δείξει ανώτερη αγάπη για τον Θεό. Έπρεπε να ξέρη ότι ο Θεός θα ήταν κοντά του—Ψαλμοί 34:15.
36, 37. (α) Πώς, εκτός από την έλλειψι πίστεως ο Αδάμ έδειξε ότι προσπαθούσε να δικαιολογηθή; (β) Αλλ’ ήταν πλήρως υπεύθυνος για τον στασιασμό του;
36 Ασφαλώς ο Θεός θα φρόντιζε για τον γιο του Αδάμ, αν ο Αδάμ είχε αποδειχθή νομιμόφρων. Θα είχε χειρισθή τα ζητήματα για την πλήρη ευτυχία του Αδάμ. (Παράβαλε με Ψαλμό 22:4, 5.) Αλλ’ ο Αδάμ δεν έδειξε τέτοια πίστι. Και επί πλέον, προσπάθησε να δικαιολογηθή, λέγοντας: «Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου και έφαγον.»—Γένεσις 3:12.
37 Στην απάντησι, που έδωσε ο Αδάμ για να δικαιολογηθή, κατηγόρησε τη γυναίκα ως ένοχη. Αλλ’ ο Αδάμ ήταν πλήρως υπεύθυνος και, ως κεφαλή του οίκου του, αυτός ήταν εκείνος με τον οποίον συνεννοείτο άμεσα ο Θεός. Ήταν αξιοκατάκριτος. Στην πραγματικότητα, ο Αδάμ ακολούθησε την πορεία που περιγράφεται στον Ιάκωβο 1:13-15:
38. Πώς ο Ιάκωβος στα εδάφια 1:13-15 περιγράφει την πορεία με την οποία οι τέλειοι άνθρωποι Αδάμ και Εύα κατέληξαν στην αμαρτία;
38 «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας, παρασυρόμενος και δελεαζόμενος· έπειτα η επιθυμία, αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν, η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.»
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΕΝΟΣ ΕΠΛΗΓΗ
39. (α) Με ποιον τρόπο ο Αδάμ πέθανε «καθ’ ην ημέραν» αμάρτησε; (Γένεσις 2:17) (β) Τον επηρέασε σωματικά η απώλεια της πνευματικότητός του και επηρέασε επίσης και τα παιδιά του;
39 Έτσι ο Αδάμ έγινε αμαρτωλός. Σύμφωνα με τη σημασία της Εβραϊκής λέξεως «αμαρτία», ‘αστόχησε ή ξέφυγε από τον στόχο.’ Δεν μπορούσε πια να θεωρηθή τέλειος. Πέθανε πνευματικά κι εκείνη την ίδια μέρα άρχισε επίσης να πεθαίνη και σωματικά. Ο Αδάμ είχε τώρα μια έλλειψι, μια ηθική αδυναμία που τον επηρέαζε επίσης και σωματικά, διότι «το κέντρον του θανάτου είναι η αμαρτία.» (1 Κορινθίους 15:56) Επειδή είχε καταστραφή η πνευματικότης του Αδάμ, οι διανοητικές του λειτουργίες δεν είχαν ισορροπία κι αυτό συντελούσε στην ανισορροπία και φθορά του φυσικού του σώματος. Ο Αδάμ έπρεπε να πεθάνη. (Γένεσις 3:19) Δεν μπορούσε να μεταβιβάση στα παιδιά του πλήρη ηθική ή σωματική δύναμι, διότι δεν την είχε πια για να την μεταδώση. Συνεπώς, «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού,» την οποίαν αντανακλούσε κάποτε στην τελειότητά του ο Αδάμ.—Ρωμαίους 3:23.
40. (α) Γιατί ο Ιεχωβά Θεός έβγαλε τον Αδάμ έξω από τον κήπο της Εδέμ όταν ο Αδάμ αμάρτησε; (β) Ποια παρόμοια ενέργεια αναλαμβάνουν σήμερα οι Χριστιανικές εκκλησίες όπως δείχνει η 1 Κορινθίους 5:11-13;
40 Επειδή ήταν αμαρτωλός, ο Αδάμ δεν είχε πια δικαίωμα ν’ απολαμβάνη επικοινωνία με τον Ιεχωβά Θεό. Δεν είχε πια δικαίωμα να ζη στον παραδεισιακό κήπο. Ο Θεός προφανώς μίλησε τότε στον πρωτότοκο ουράνιο Υιό του. Ο Ιεχωβά είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον Υιό στο δημιουργικό του έργο. (Κολοσσαείς 1:13, 15, 17) Ο Ιεχωβά είπε: «Ιδού, έγεινεν ο Αδάμ ως εις εξ ημών, εις το γινώσκειν το καλόν και το κακόν και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως·—Όθεν Ιεχωβά ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, διά να εργάζηται την γην εκ της οποίας ελήφθη.» (Γένεσις 3:22,23, ΜΝΚ) Ομοίως σήμερα, οι Γραφές παραγγέλλουν ότι ένα πονηρό ή ανήθικο άτομο, που είναι αμετανόητο, πρέπει ν’ αποκόπτεται από την επικοινωνία και τη συναναστροφή με τη Χριστιανική εκκλησία.—1 Κορινθίους 5:11-13.
41. Αφού όλοι κληρονόμησαν αδυναμία, μπορεί κανείς ν’ αποδώση όλες τις κακές του πράξεις σ’ αυτό το γεγονός; (Ρωμαίους 3:23· 5:12)
41 Τι εσήμαιναν ολ’ αυτά για την ανθρώπινη φυλή; Το αποτέλεσμα ήταν κληρονομημένη αδυναμία. Και όμως κανένας δεν μπορεί ορθά να αποδώση όλες τις κακές του πράξεις σ’ αυτό το γεγονός, διότι στην πραγματικότητα, όλοι μπορεί ν’ αμαρτήσουν εκουσίως κι έτσι φέρνουν ατομική ευθύνη. Η αμαρτία πολλαπλασιάσθηκε στην ανθρώπινη φυλή, ώστε έγινε έκδηλη όλη η κακία της—με όλους τους πόνους και τη λύπη που προκαλεί. Η αμαρτία βασίλεψε σαν βασιλιάς πάνω στο ανθρώπινο γένος, εισχωρώντας σχεδόν σε κάθε σκέψι και ενέργεια· υπάρχει μια ριζωμένη ιδιοτέλεια.—Ρωμαίους 5:14.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΙ
42. (α) Ποια πρόκλησις έγινε σχετικά με την διακυβέρνησι ή κυριαρχία του Θεού; (β) Ποιος ήταν ο ισχυρισμός ή το επιχείρημα του Διαβόλου σχετικά μ’ αυτό;
42 Ευτυχώς ο Θεός, λόγω της παρ’ αξίαν αγαθότητος και αγάπης του για το ανθρώπινο γένος, δεν εγκατέλειψε τους ανθρώπους, ώστε να φθάσουν σε αιώνια εξαφάνισι. Σκεφθήτε, όμως, τη θέσι στην οποία βρισκόταν ο Θεός: Η διακυβέρνησίς του, η κυριαρχία του, αμφισβητήθηκε ως προς την δικαιωματική, δίκαιη και άξια άσκησί της. Κατά τον Διάβολο, ο Ιεχωβά δεν κυβερνούσε με αγάπη. Ισχυρίσθηκε ότι ο λόγος για τον οποίον τα νοήμονα πλάσματα υπήκουαν στον Θεό, δεν ήταν επειδή αγαπούσαν την διακυβέρνησι του Θεού και την προτιμούσαν απ’ όλες τις άλλες. Όχι· αλλ’, όπως ισχυρίσθηκε ο Διάβολος η κυριαρχία του Θεού είχε την υποστήριξι των πλασμάτων μόνο επειδή Αυτός έδινε όλα τα αγαθά σ’ εκείνους που Τον υπάκουαν—δηλαδή ότι κυβερνούσε μέσω κάποιου Είδους δωροδοκίας. (Ιώβ 1:9-11) Επίσης, ο Διάβολος κατηγόρησε τον Θεό ότι κατακρατούσε μερικά πράγματα από τα πλάσματά Του που είχαν δικαίωμα να τα έχουν. Ένα απ’ αυτά τα κατακρατούμενα πράγματα ήταν η πλήρης, ατομική ανεξαρτησία απ’ Αυτόν, το δικαίωμα να ενεργούν ακριβώς όπως τους αρέσει.—Γένεσις 3:5.
43. Γιατί ο Παντοδύναμος Θεός δεν κατέστρεψε τον Διάβολο αμέσως επί τόπου, αλλ’ επέτρεψε να συνεχισθή η πονηρία για ένα διάστημα;
43 Ο Θεός εγνώριζε ότι η διακυβέρνησίς του ήταν δίκαιη. Θα μπορούσε να είχε καταστρέψει τον Διάβολο αμέσως επί τόπου. Αλλ’ αυτό δεν θα τακτοποιούσε το ζήτημα που είχε εγερθή, διότι η αμφισβήτησις του Σατανά, που υποστηρίχθηκε από τον Αδάμ και την Εύα, δεν δυσφήμισε μόνο το όνομα και την κυβέρνησι του Θεού, αλλ’ εκηλίδωσε το όνομα κάθε νοήμονος πλάσματος στο σύμπαν. Έτσι, χάριν του ιδίου του ονόματος ως βασιλέως, και χάριν ολόκληρης της οικογενείας του των πιστών προσώπων που ζούσαν τότε καθώς κι εκείνων που επρόκειτο να ζήσουν στο μέλλον, ο Θεός επέτρεψε να συνεχισθή η πονηρία για ένα περιωρισμένο διάστημα.
44. (α) Πού θα ήμαστε εμείς που ζούμε σήμερα, αν ο Θεός είχε θανατώσει αμέσως τον Αδάμ και την Εύα; (β) Ποια πεποίθησι είχε ο Θεός για τους ανθρώπους που επρόκειτο να γεννηθούν, και αποδείχθηκε αυτή η πεποίθησις δικαιολογημένη;
44 Αν ο Θεός είχε θανατώσει τον Αδάμ και την Εύα αμέσως, κανένας απ’ όσους έζησαν στη γη, δεν θα είχε γεννηθή ποτέ. Μολονότι ο Αδάμ και η Εύα είχαν γίνει κακοί, ο Θεός εγνώριζε ότι δεν θα ήσαν έτσι όλοι τους οι απόγονοι. Πολλοί θα υπηρετούσαν τον Θεό παρ’ όλες τις δοκιμασίες που θα μπορούσε να φέρη ο Διάβολος. Γι’ αυτό ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να συνεχίση να ζη ως ένας παράνομος, κι επέτρεψε στον Αδάμ και την Εύα να γεννήσουν παιδιά. Πολλοί από τους απογόνους των αποδείχθηκαν πιστοί, όπως πιστοποιεί η αφήγησις της Αγίας Γραφής.—Εβραίους, κεφάλαιον 11.
45. (α) Με το να επιτρέψη ο Θεός την πονηρία, ποιος υπέφερε περισσότερο χρόνο; (β) Ποιος στην πραγματικότητα ωφελήθηκε με το ν’ ανεχθή ο Θεός την πονηρία για ένα διάστημα;
45 Μολονότι οι συνθήκες υπήρξαν αντίξοες, η ανθρωπότης υπήρξε ως επί το πλείστον, ευτυχής στο ν’ απολαμβάνη ένα μέτρο ζωής. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι άνθρωποι υπέφεραν συγκριτικά λίγα χρόνια της ζωής τους. Έτσι, παρά τις δυσκολίες, πολλοί άνθρωποι είναι ευτυχείς που γεννήθηκαν. Ωστόσο, ο Ιεχωβά Θεός ανέχθηκε αυτά τα κακά πράγματα, παρατηρώντας την πονηρία και τα παθήματα επί 6.000 περίπου χρόνια. Σαν Πατέρας της παγκοσμίου οικογενείας του, αυτό τον έθλιβε. (Παράβαλε με Ψαλμό 78:40.) Είχε τη δύναμι να σταματήση την πονηρία οποτεδήποτε, αλλά δεν το έκαμε για ένα σκοπό, όχι για προσωπικό του όφελος, αλλά για το όφελος των νοημόνων πλασμάτων του σύμπαντος τώρα και για όλο το μέλλον. (Λουκάς 18:7, 8· Ιώβ 35:6-8) Η παγκόσμια ιστορία και η Αγία Γραφή δείχνουν ότι είναι κοντά ο καιρός που το ζήτημα θα τακτοποιηθή πλήρως.
46. Ποιο όφελος θα προκύψη από το να επιτραπή να δοκιμασθή πλήρως το ζήτημα της κυριαρχίας του Θεού, μολονότι χρειάσθηκαν περίπου 6.000 χρόνια;
46 Υπήρχε μια νομική αιτία για την ενέργεια του Θεού. Επί παραδείγματι, όταν μια υπόθεσις φέρεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου μιας χώρας και εκεί συζητείται και εκδικάζεται πλήρως, η απόφασις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στέκει σαν ένα προηγούμενο για την εκδίκασι των ομοίων ζητημάτων σε κάθε μετέπειτα μεμονωμένη περίπτωσι. Έτσι, επίσης, αυτό το παγκόσμιο ζήτημα, όταν τακτοποιηθή από το Ανώτατο Δικαστήριο του ουρανού, θα χρησιμεύη ως ένα προηγούμενο. Ποτέ πάλι δεν θα επιτραπή να διαταράξη το σύμπαν η πονηρία με όλα τα συνακόλουθα παθήματα της. Μας παρέχεται μια άποψις του Δικαστηρίου του Ιεχωβά στο Δανιήλ 7:9, 10.
47. Παράλληλα με την τακτοποίησι του παγκοσμίου ζητήματος της νομιμότητος της κυριαρχίας του, τι άλλο προέβλεψε ο Θεός;
47 Ο Θεός λοιπόν επέτρεψε την πονηρία και τα παθήματα για την τακτοποίησι του ζητήματος της παγκοσμίου κυριαρχίας του. Και ενώ τακτοποιεί αυτό το ζήτημα, ο Θεός προέβλεψε επίσης για την ανύψωσι της ανθρώπινης φυλής από τη θλιβερή της κατάστασι. Αυτή η προμήθεια θα εξαλείψη κάθε βλάβη που προκάλεσε η βασιλεία της αμαρτίας πάνω στην ανθρώπινη φυλή. Το πώς ο Θεός έκαμε αυτή την προμήθεια, είναι το ενδιαφέρον θέμα που θα εξετάσωμε στο Κεφάλαιο 6.
[Εικόνα στη σελίδα 51]
Με καθοδηγία από τον Θεό, ο Αδάμ έμαθε πώς ν’ ασκή κυριαρχία επί των ζώων.
[Εικόνα στη σελίδα 63]
Όταν μια δικαστική υπόθεσις εκδικάζεται αμερόληπτα, η απόφασις δημιουργεί ένα προηγούμενο. Ομοίως, όταν το ανώτατο δικαστήριο του ουρανού αποφασίση για το παγκόσμιο ζήτημα, θα ωφεληθή όλη η δημιουργία.