Ερωτήσεις Από Αναγνώστας
● Ένας άνδρας διαζευγνύεται τη σύζυγό του για αντιγραφικούς λόγους. Αφού χορηγηθή το διαζύγιο, γίνεται γνωστό στη σύζυγο και στην εκκλησία ότι λίγο πριν από το διαζύγιο ο άνδρας έγινε ένοχος μοιχείας. Θα ελευθέρωνε μια τέτοια πράξις μοιχείας είτε τον άνδρα είτε τη γυναίκα Γραφικώς να ξανανυμφευθούν;
Σ’ αυτή την περίπτωσι το κρίσιμο ερώτημα, σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές, είναι, Ποιος διαζευγνύει ποιον, και για ποιους λόγους; Ποιος έχει το δικαίωμα να διαζευγνύη; Σύμφωνα με τις Γραφές η ηθική κατάστασι του συζύγου δεν χρησιμεύει ως ο αποφασιστικός παράγων που του παρέχει το δικαίωμα να διαζευχθή τη σύζυγό του. Αντιθέτως, η ηθική κατάστασις εκείνου που υφίσταται τη διάζευξι είναι εκείνη που καθορίζει το δικαίωμα του διαζευγνύοντος να επιφέρη τη διάλυσι των δεσμών του γάμου. Σύμφωνα με τις θεόπνευστες Γραφές ο ακάθαρτος γαμήλιος σύντροφος είναι εκείνος που του δίδεται το έγγραφο του διαζυγίου από τον καθαρό, αμοίχευτο, αθώο γαμήλιο σύντροφο. Η γλώσσα του Δευτερονομίου 24:1-4 είναι αλάνθαστη από αυτή την άποψι.
Αυτός ο νόμος του Δευτερονομίου ήταν εκείνος που υπεβλήθη σε συζήτησι από τους Φαρισαίους, όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 19:3-9. Ο Ιησούς είπε στους Φαρισαίους ότι ο Θεός δεν είχε δώσει στον πρώτον άνδρα Αδάμ το δικαίωμα να διαζευχθή τη σύζυγό του Εύα για οποιουσδήποτε λόγους. Απαντώντας οι Φαρισαίοι ανεφέρθησαν σ’ αυτόν τον νόμο του Δευτερονομίου με την ερώτησι: «Δια τι λοιπόν ο Μωϋσής προσέταξε να δώση έγγραφον διαζυγίου, και να χωρισθή αυτήν;» Αυτός ο Μωσαϊκός νόμος ειδικά αναφέρει την ακαθαρσία της συζύγου που απεπέμφθη, όχι κάποια ακαθαρσία του συζύγου της, του διαζευγνύοντος ή αποπέμποντος. Ο Ιησούς έδειξε τον κατάλληλο σεβασμό για τους περιορισμούς στο δικαίωμα να διαζευγνύη κανείς τον γαμήλιο σύντροφο, όταν είπε: «Ο Μωυσής δια την σκληροκαρδίαν σας συνεχώρησεν εις εσάς να χωρίζησθε τας γυναίκας σας· απ’ αρχής όμως δεν έγεινεν ούτω. Σας λέγω δε, ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, εκτός δια πορνείαν, και νυμφευθή άλλην, γίνεται μοιχός· και όστις νυμφευθή γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός.» Αφού ο Ιησούς ακολουθούσε εδώ την παραπομπή στον Μωσαϊκό νόμο, μιλούσε για τη διάζευξι μιας συζύγου για λόγους άλλους παρά για τη δική της πορνεία, τη δική της μοιχεία, τη δική της ακαθαρσία, και όχι του συζύγου της. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς ο Ιωσήφ ο από Ναζαρέτ εσκέφθη να διαζευχθή ιδιωτικώς τη μνηστή του Μαρία, επειδή ενόμιζε ότι υπήρχε ακαθαρσία σ’ αυτήν· και μόνο θεία επέμβασις εμπόδισε αυτό το διαζύγιο. Επομένως ο ένοχος είναι εκείνος που πρέπει να αποπεμφθή. Ο ένοχος δεν είναι εκείνος που πρέπει να κάμη τη διάζευξι.
Ο ένοχος δεν αναμένεται να ενοχοποιήση τον εαυτό του και έπειτα με βάσι τη δική του αυτοενοχοποίησι να διαζευχθή τον αθώο γαμήλιο σύντροφο. Ο αθώος γαμήλιος σύντροφος που ενοχοποιεί τον ένοχον πρέπει να κάμη τη διάζευξι. Επομένως, αν ο διεζευγμένος αποδειχθή ότι είναι ο αθώος σύντροφος, τότε, αυτός ο αθώος, αμοίχευτος, διεζευγμένος σύντροφος είναι εκτεθειμένος σε ανηθικότητα. Καθώς λέγει ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 5:32: «Όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, παρεκτός λόγου πορνείας, κάμνει αυτήν να μοιχεύηται· και όστις λάβη γυναίκα κεχωρισμένην, γίνεται μοιχός.» Επομένως, το δικαίωμα της καθαρής, αθώας, αμοίχευτης γαμηλίου συντρόφου αξίζει προστασία, και γι’ αυτόν τον λόγο μια αντιγραφική διάζευξίς της δεν είναι εν τάξει. Για πολύ προσωπικούς λόγους μια σύζυγος μπορεί να προτιμήση να παραβλέψη την ανηθικότητα του συζύγου της, και μπορεί να εξακολουθήση να του παρέχη τη γαμήλια οφειλή και να λαμβάνη τη γαμήλια οφειλή απ’ αυτόν. Γιατί; Για τον λόγο ακριβώς ότι ο γάμος δεν έχει διαλυθή λόγω της μοιχείας από μέρους του συζύγου της. Αυτή έχει νόμιμο και Γραφικό δικαίωμα να εξακολουθή να ζη μαζί του. Δεν γίνεται αυτομάτως ακάθαρτη με το να συνεχίση να έχη σεξουαλικές σχέσεις μαζί του μετά τη διάπραξι εκ μέρους του μοιχείας.
Αν ένας μοιχός σύζυγος δεν αποκαλύπτη τη μοιχεία του στην αθώα σύζυγό του, αλλά την ειδοποιή για τον σκοπό του να ζητήση διαζύγιο, τότε, αν αυτή συναινή σ’ αυτό το διαζύγιο χωρίς να γνωρίζη για τη μοιχεία του, αλλ’ απλώς με την ιδέα να χωρισθή νομίμως απ’ αυτόν με κοινή συναίνεσι κάτω από τον νόμο, μπαίνει σε ενέργεια διαζυγίου μαζί του επάνω σ’ αυτή τη βάσι. Αυτός προμηθεύει το διαζύγιο με τη συναίνεσί της και χωρίς τον ανταγωνισμό της. Έτσι συμφωνούν και οι δύο σ’ αυτό το διαζύγιο επάνω σε μια αντιγραφική βάσι, η οποία δεν τους ελευθερώνει για νύμφευσι εκ νέου. Όλο εκείνο που θέλουν είναι να ελευθερωθούν ο ένας από τον άλλον, και αυτό ακριβώς αποκτούν με το αντιγραφικό αλλά νόμιμο διαζύγιο. Και οι δύο πρέπει να υποστούν τις συνέπειες αυτού του τύπου αντιγραφικού διαζυγίου. Τούτο, φυσικά, αποστερεί εκείνην της Γραφικής εξουσιοδοτήσεως να ξανανυμφευθή. Εν τούτοις, ο υποκριτικός, μοιχός σύζυγος εδέσμευσε και αυτός επίσης τον εαυτό του, και ενώ έχει εκθέσει εκείνην σε μοιχεία, μπορεί να εύρη ότι είναι ακόμη δυσκολώτερο για τον εαυτό του ν’ αντισταθή σε μοιχεία μετά το διαζύγιο παρ’ ότι είναι για κείνην, εφόσον διέπραττε μοιχεία άγνωστη σ’ αυτήν προτού προμηθεύση το διαζύγιο. Λόγω απλώς της αγνοίας της συζύγου, η Χριστιανική εκκλησία δεν είναι δικαιολογημένη να θέση κατά μέρος τον κανόνα του Ιησού ότι ένας σύζυγος, αν πραγματικά επιθυμή ν’ απαλλαγή από τη σύζυγό του επάνω σε μια Γραφική βάσι, πρέπει να το κάμη αυτό παίρνοντας διαζύγιο απ’ αυτήν εξαιτίας της ακαθαρσίας της, της μοιχείας της. Αλλιώς, ο σύζυγος, αν μάλιστα ο ίδιος ήταν μοιχός πριν από το διαζύγιο, δεν είναι κατόπιν ελεύθερος να ξανανυμφευθή· αυτή δε, ακόμη και αν ενυμφεύθη εκ νέου νομίμως, εισέρχεται έτσι σε μοιχεία.
Εκείνος που ζητεί το διαζύγιο, άσχετα με την προσωπική του ηθικότητα πριν από το διαζύγιο, καθορίζει τους λόγους ή όρους του διαζυγίου. Αν τώρα το δικαστήριο χορηγήση το διαζύγιο υπ’ αυτούς τους όρους, τότε το διαζύγιο εφαρμόζεται υπ’ αυτούς τους όρους και φέρει σ’ εκείνον που χωρίζει τις αντίστοιχες συνέπειες.
Τι τώρα αν η αθώα σύζυγος ανακαλύπτη μετά το διαζύγιο, στο οποίο συνήνεσε ή συγκατετέθη, ότι ο σύζυγός της είχε διαπράξει μοιχεία μία ή δύο φορές πριν από το διαζύγιο, αλλά δεν την είχε πληροφορήσει; Αυτό δεν μεταβάλλει την κατάστασι. Δεν της δίνει το δικαίωμα να κάμη έφεσι για ανατροπή της αποφάσεως του διαζυγίου ή να κάμη έφεσι για αλλαγή των λόγων του διαζυγίου έτσι ώστε να κάμη τους λόγους εκείνους Γραφικούς αντί να είναι αντιγραφικοί. Είναι αλήθεια ότι, αφότου εδόθη το διαζύγιο, αυτή αποκτά νέα γνώσι όσον αφορά την ηθικότητα του πρώην νομίμου συζύγου της πριν από το διαζύγιο. Εν τούτοις, δεν μπορεί να κάμη αυτή τη νέα γνώσι να βαρύνη. Πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι στα δικαστήρια της χώρας, όταν γίνεται έφεσις για την ανατροπή μιας αποφάσεως κατωτέρου δικαστηρίου, καμμιά νέα απόδειξις ή χαρακτηριστικά δεν μπορούν να εισαχθούν στο εφετείον, τα οποία να βαρύνουν στην απόφασί του. Μόνο οι αποδείξεις που υπεβλήθησαν ήδη και επηρέασαν το κατώτερο δικαστήριο μπορούν να εξετασθούν και εξετάζονται από το εφετείον για να φθάση στη δική του απόφασι. Καμμιά ανατροπή ή ακύρωσις της αποφάσεως του κατωτέρου δικαστηρίου δεν επιτρέπεται με βάσι κάποια νέα απόδειξι. Αυτός ο ίδιος περιορισμός ως προς νέες αποδείξεις μετά ένα διαζύγιο εφαρμόζεται και στους επισήμους αντιπροσώπους μιας εκκλησίας, όταν μια αθώα, διεζευγμένη σύζυγος, ένα μέλος της εκκλησίας, φέρνη σε φως ενώπιόν των την απόδειξι της μοιχείας του πρώην νομίμου συζύγου της, πριν από το διαζύγιο.
Μόνο ανηθικότης μετά το διαζύγιο είτε από το ένα, είτε και από τα δύο διεζευγμένα πρόσωπα θα έδιδε ισχύν και αποτέλεσμα στο νόμιμο διαζύγιο έτσι ώστε να επιφέρη πραγματική διάλυσι στους δεσμούς του γάμου σύμφωνα με τις Γραφές. Ανήθικες σεξουαλικές σχέσεις έπειτα από ένα διαζύγιο για αντιγραφικούς λόγους προσθέτουν κάτι, όχι προς ανατροπήν της αποφάσεως του διαζυγίου για αντιγραφικούς λόγους, αλλά προς επιβεβαίωσιν του διαζυγίου και για να το κάμουν περισσότερο αποτελεσματικό. Με τη μοιχεία μετά το διαζύγιο έχει εισαχθή κάτι νέο που δεν υπήρχε τον καιρό που έγινε η αγωγή διαζυγίου, όταν οι όροι για την έκδοσι διαζυγίου εξετέθησαν από τον ενδιαφερόμενον με τη συναίνεσι ή συγκατάθεσι του άλλου προσώπου. Έτσι προσετέθη μετά το διαζύγιο ένας νέος παράγων για να κυρώση, όχι να ακυρώση, την απόφασι διαζυγίου. Τούτο είναι αληθινό ακόμη και αν ο ίδιος που προώθησε το διαζύγιο είναι εκείνος που διαπράττει τη μοιχεία μετά το διαζύγιο.
Η μοιχεία πριν από το διαζύγιο δεν διαλύει αφ’ εαυτής τον γαμήλιο δεσμό. Οι σεξουαλικές σχέσεις μπορεί να εξακολουθήσουν μεταξύ των νομίμως νυμφευμένων ακόμη και ύστερα από μια τέτοια πριν από το διαζύγιο μοιχεία. Ώσπου ν’ αποφασισθή και να ληφθή το βήμα αυτό με αγωγή για διαζύγιο, όλες οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ του νομίμως νυμφευμένου ζεύγους, αφότου ο άπιστος σύζυγος διέπραξε μοιχεία, θα ανέτρεπαν τη μοιχεία ως λόγον για να γίνη ενέργεια προς έκδοσιν διαζυγίου εις βάρος του μοιχού συντρόφου.
Εν τούτοις, εκείνος που προώθησε το διαζύγιο, με την μετά το διαζύγιο μοιχεία, εισάγει ένα αποτελεσματικό στοιχείο στην κατάστασι, ένα στοιχείο, στο οποίο αυτός ο ίδιος δεν είχε βασισθή από πριν όταν έκαμε αίτησι για διαζύγιο εις βάρος της αθώας συζύγου του. Τώρα κάνει να βαρύνη η μοιχεία επάνω στο ζήτημα έστω και αν αυτή η μοιχεία είναι από μέρους του. Με την μετά το διαζύγιο μοιχεία του θέτει τώρα στα χέρια της αθώας, διεζευγμένης συζύγου κάτι Γραφικώς έγκυρο για να μπορή να το κρατή και να το εφαρμόζη εναντίον εκείνου που προώθησε το διαζύγιο. Κάτω από τις διάφορες περιστάσεις δεν έχει τώρα ανάγκη να κάμη διευθέτησι για αγωγή διαζυγίου εφόσον υπάρχει ήδη ένα νόμιμο διαζύγιο σε ισχύν, που τους εχώρισε σύμφωνα με τον νόμο. Αλλά τώρα το στοιχείο της μοιχείας κάνει τον χωρισμό Γραφικόν και πραγματικά επιτελεί τη διάλυσι όλων των γαμηλίων δεσμών, και τούτο ενώπιον του Θεού και της Χριστιανικής του εκκλησίας καθώς και ενώπιον του νόμου της χώρας. Όσον αφορά το αντιγραφικό διαζύγιο, το αποτέλεσμα τούτο δεν υπήρχε πριν από το διαζύγιο αυτό εφόσον η γυναίκα ήταν ακόμη η σύζυγος του μοιχού συντρόφου λόγω του υφισταμένου ακόμη τότε νομίμου γάμου.
Σ’ αυτή την περίπτωσι που η Χριστιανική εκκλησία δεν ήταν ιδιωτικώς ειδοποιημένη από πριν για κάποιον άλλο βασικό λόγο διαζυγίου, κάποιον πραγματικά Γραφικό λόγο υποκείμενον στην αγωγή του διαζυγίου, το διαζύγιο έπρεπε να τηρηθή στους όρους διαζυγίου, βάσει των οποίων έκαμε την αγωγή ο ενδιαφερόμενος. Ένα διαζύγιο προσκολλάται στους δικούς του λόγους, όχι σε κάποια φαντασιώδη πιθανότητα του τι θα μπορούσε να είχε γίνει με βάσι μια πληρέστερη γνώσι. Επομένως καμμιά αναδρομική ενέργεια δεν μπορεί να επιτραπή πέρα από το πραγματικό περιεχόμενο των λόγων διαζυγίου με συμφωνία, για τον σκοπό προσαρμογής της εκτάσεως και του αποτελέσματος του διαζυγίου, ώστε να συμφωνούν με πρόσθετη γνώσι ή ανακάλυψι ενοχοποιητικής αποδείξεως. Αυτή η αυστηρά εμμονή στους όρους του διαζυγίου εμποδίζει κάποια συμπαιγνία από μέρους του διεζευγμένου ζεύγους, το οποίο θα μπορούσε να συμφωνήση στο να επινοήση κάτι έγκυρο που θα ήταν δυνατόν να τους ελευθερώση ή να τους απαλλάξη από τους πιεστικούς περιορισμούς που είναι επάνω τους λόγω της αντιγραφικότητος του διαζυγίου των.
Οι σκληρές συνέπειες του αντιγραφικού διαζυγίου βαρύνουν εξίσου επάνω σ’ εκείνον που προώθησε το διαζύγιο καθώς και στο άλλο πρόσωπο που συγκατετέθη. Για τούτο οι σκληρές συνέπειες ενός αντιγραφικού διαζυγίου πρέπει να στέκουν ως προειδοποίησις σε οποιονδήποτε που θα ήθελε πιθανώς να προωθήση ένα τέτοιο διαζύγιο, ώστε να εξετάση πρώτα τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς και τους κινδύνους που θα προέκυπταν από μια τέτοια αντιγραφική πορεία για τον εαυτό του καθώς και τον αθώο γαμήλιο σύντροφό του. Δεν είναι προνόμιο ή υποχρέωσις της Χριστιανικής εκκλησίας να ανακουφίση το διεζευγμένο ζεύγος από τις σκληρές συνέπειες του αντιγραφικού διαζυγίου των. Στην τάσι της για έλεος η Χριστιανική εκκλησία δεν πρέπει να υπερβή ό,τι είναι γραμμένο στον λόγον του Θεού και να αποπειραθή μια ανατροπή της καταστάσεως κάνοντας κάτι που δεν είναι εξουσιοδοτημένη να πράξη. Ένας άνδρας που εκβιάζει ένα αντιγραφικό διαζύγιο γίνεται πολύ υπεύθυνος απέναντι της αθώας, αναξιοπαθούσης συντρόφου εφόσον καθιστά την μετά το διαζύγιο ζωή και πορεία της πολύ σκληρή αναφορικά με την ηθικότητα. Αν η αθώα διεζευγμένη πάρη τον κακό δρόμο, η Χριστιανική εκκλησία δεν είναι κυρίως υπεύθυνη διότι δεν ενέκρινε την εκ νέου νύμφευσί της πριν από τον θάνατο ή την μετά το διαζύγιο μοιχεία του πρώην συζύγου της. Ο ιδιοτελής πρωτουργός του διαζυγίου είναι ο υπεύθυνος, σύμφωνα με τις Γραφές. Όλο εκείνο που μπορεί να κάμη νομίμως η Χριστιανική εκκλησία είναι να την βοηθήση να ορθοποδήση ηθικώς ως Χριστιανή με το να της παράσχη όλη τη δυνατή πνευματική βοήθεια.
Λόγω της προ του διαζυγίου μοιχείας του, ο αμετανόητος, άπιστος σύζυγος θα μπορούσε ν’ αποκοπή από τη Χριστιανική εκκλησία, της οποίας δυνατόν να είναι βαπτισμένο μέλος. Αποκρύπτοντας τη μοιχεία του από τη σύζυγο και την εκκλησία, μπορεί ν’ αναβάλη την αποκοπή του επί ένα διάστημα. Αν, εκτός από την κρυμμένη μοιχεία του επιχειρή να διαζευχθή την αθώα σύζυγό του, δείχνει ότι δεν μετενόησε για τη μοιχεία του. Ούτε έχει τη συγχώρησι της συζύγου του γι’ αυτήν. Επομένως, πρέπει ν’ αποκοπή από την επικοινωνία της εκκλησίας, όταν τα γεγονότα της υποθέσεως γίνουν γνωστά. Στην αδικία που διέπραξε εναντίον της συζύγου του με τη μοιχεία που απέκρυψε απ’ αυτήν προσθέτει σκληρόκαρδα ζημία κάνοντας αγωγή διαζυγίου εναντίον της μέσα στην αθωότητά της. Για την ηθική του ακαθαρσία, για την οποία η υποκριτική του, άστοργη πορεία δείχνει ότι δεν μετενόησε, πρέπει ν’ αποκοπή από την επικοινωνία της Χριστιανικής εκκλησίας με βάσι τις αποδείξεις που ετέθησαν ενώπιον της δικαστικής επιτροπής της εκκλησίας.
● Στη σελίδα 129 του βιβλίου Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ήταν μόνος όταν ο Ιησούς ήλθε σ’ αυτόν για να βαπτισθή. Γιατί γίνεται αυτή η δήλωσις;—Ι. Μπ., Η.Π.Α.
Δεν υπάρχει εδάφιο που κάνει ειδικά αυτή τη δήλωσι, αλλά όλη η Γραφική μαρτυρία στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνσι. Ο Ιεχωβά Θεός έδωσε εντολή στον Ιωάννη τον Βαπτιστή να συστήση τον Ιησούν ως τον Αμνόν του Θεού. Για να μπορέση ο Ιωάννης να προσδιορίση την ταυτότητα του Μεσσία όταν αυτός ήλθε και έτσι πειστικά να τον συστήση στους συντρόφους του Ιουδαίους, ο Ιεχωβά Θεός είπε σ’ αυτόν ότι σε όποιον θα έβλεπε να κατεβαίνη το πνεύμα του Θεού, αυτός θα ήταν ο υποσχεμένος Μεσσίας, εκείνος που θα εβάπτιζε με πνεύμα άγιο.—Ιωάν. 1:29-34.
Έπεται, λοιπόν, ότι αφού αυτό επρόκειτο να είναι ένα σημείο που θα εδίδετο στον Ιωάννη για να τον καταστήση ικανόν να εκτελέση την αποστολή του, δεν θα το έβλεπαν άλλοι εφόσον δεν είχαν τέτοια αποστολή. Πραγματικά, αν ήταν εκεί ένα μεγάλο πλήθος και έβλεπε και άκουε εκείνο που έλαβε χώραν—το άγιο πνεύμα να κατεβαίνη σε σωματική μορφή περιστεράς και να μένη επάνω στον Ιησούν, και τη φωνή του Ιεχωβά από τον ουρανό να διακηρύττη, «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην»—αυτό θα είχε δημιουργήσει τέτοια εντύπωσι ώστε θα είχε διαδοθή μακριά αμέσως, και όλη η Γαλιλαία και η Ιουδαία θα είχαν μάθει γι’ αυτό. Επί πλέον, αν έτσι είχε το πράγμα, ασφαλώς ένας τουλάχιστον από τους συγγραφείς του Ευαγγελίου θα είχε αναγράψει το αποτέλεσμα που είχε αυτό το θαύμα επάνω σ’ εκείνους που υπήρξαν μάρτυρες. Για τούτο, ενώ δεν υπάρχει ειδικό Γραφικό εδάφιο που να δηλώνη με αρκετά λόγια ότι ο Ιωάννης και ο Ιησούς ήσαν μόνοι των τον καιρό του βαπτίσματος του Ιησού, τέτοιο είναι το λογικό συμπέρασμα από τη Γραφική μαρτυρία που δίδεται επάνω σ’ αυτό το θέμα.—Ματθ. 3:16, 17.
Σχετικά με τούτο είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσωμε ότι όταν ο Ιεχωβά ηυδόκησε πάλι να δώση όμοια μαρτυρία για τον Ιησούν, ο Ιησούς επήρε μόνο τρεις από τους προτιμωμένους του αποστόλους μαζί του για να είναι μάρτυρες του θαύματος. Αυτό έγινε στο όρος της μεταμορφώσεως, όταν ο Ιεχωβά ελάλησε όμοια λόγια: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην· αυτού ακούετε.»—Ματθ. 17:1-5.