Πώς του 1ου Αιώνος Γεγονότα Χρονολογούνται στον 20όν Αιώνα
1. Γιατί είναι σπουδαία μια περαιτέρω έρευνα των Βιβλικών χρονολογιών;
ΣΤΑ προηγούμενα άρθρα εδοκιμάσθη και απεδείχθη η αληθινότης της αρχαίας ιστορίας της Βίβλου έως τη δημιουργία του Αδάμ. Εν τούτοις, οποιαδήποτε μελέτη ιστορικών χρονολογιών θα ήταν ασφαλώς ημιτελής αν παρέλειπε να εντόπιση την επιγεία διακονία του Ιησού και των αποστόλων του στο ρεύμα της ιστορίας του ανθρώπου, διότι, πράγματι, κανείς, ο οποίος να είχε πιο βαθιά επίδρασι στη ζωή και στα πεπρωμένα ανθρώπων και εθνών σ’ όλο τον κόσμο, δεν περπάτησε ποτέ επάνω σ’ αυτή τη γη.
2. Τι είναι πρώτα αναγκαίο προτού χρονολογηθούν γεγονότα του πρώτου αιώνος
2 Όπως ετονίσθη ήδη, ούτε το παρόν Γρηγοριανό ημερολόγιό μας, ούτε το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο αντικατέστησε πριν από 400 περίπου χρόνια, είναι καθ’ εαυτό ένα κατάλληλο όργανο για τον εντοπισμό γεγονότων τα οποία αναγράφονται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Αυτό οφείλεται στο ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποίησε ένα τελείως διαφορετικό σύστημα χρονολογήσεως σπουδαίων γεγονότων. Γι’ αυτό, προτού γίνη οποιοσδήποτε συσχετισμός Βιβλικών γεγονότων με ορισμούς των συγχρόνων ημερολογίων, είναι ανάγκη να υπάρχη ένα κοινό σημείον χρόνου στην εκκίνησι, μια καθορισμένη με απόλυτο τρόπο χρονολογία βεβαιωμένη τόσο από την Βίβλο όσο και από την αποδεδεγμένη κοσμική ιστορία. Όταν επιτευχθή αυτό, τότε άλλα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στην Αγία Γραφή μπορούν να χρονολογηθούν σύμφωνα με το πολιτικό ημερολόγιο.
3, 4. (α) Πότε έγινε αυτοκράτωρ ο Τιβέριος Καίσαρ; (β) Ποιο έτος, λοιπόν, άρχισε το έργο του κηρύγματος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής;
3 Μετά τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρος, ο θετός γυιός του, Γάιος Οκτάβιος, μ’ επιτηδειότητα περιώρισε τη δύναμι της Ρωμαϊκής γερουσίας, άλλαξε επιδεξίως την εικόνα της Δημοκρατίας σε εικόνα αυτοκρατορίας, και τελικά εκάθησε με ασφάλεια στο εφίππιον ως πρώτος αυτοκράτωρ της Ρώμης. Το 27 π.Χ., καθώς ετοίμαζε την θεοποίησί του, ο Οκτάβιος ανέλαβε ένα θρησκευτικό τίτλο σεβασμιότητος, τον τίτλο του Αυγούστου. Υπάρχει, επίσης, η ανάμνησίς του από το ότι αυτός αντικατέστησε το όνομα του μηνός Σεξτίλις στο Ιουλιανό ημερολόγιο με το ιδικό του όνομα, και από το ότι εδανίσθη μια ημέρα από τον μήνα Φεβρουάριο για να έχη και ο Αύγουστος μήνας τόσες ημέρες όσες και ο Ιούλιος, ο οποίος είχε λάβει το όνομα από τον προκάτοχο του Ιούλιο Καίσαρα. Αλλά συνέβη ώστε ο Αύγουστος Καίσαρ πέθανε την 19η ημέρα του μηνός που έφερε το όνομα του, του Αυγούστου, του έτους 14 μ.Χ., σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο (17 Αυγούστου, Γρηγοριανό ημερολόγιο). Την ιδία ημέρα τον διεδέχθη ως αυτοκράτωρ ο Τιβέριος, προγονός και γαμβρός του.
4 Η 19η Αυγούστου του έτους 14 μ.Χ. στο Ιουλιανό ημερολόγιο είναι, επομένως, μια καθωρισμένη αναμφισβήτητη χρονολογία στη Ρωμαϊκή ιστορία. Επομένως, κάθε λογική αμφιβολία, όσον αφορά το έτος ενάρξεως του έργου κηρύγματος του Ιωάννου του Βαπτιστού στην έρημο του Ιορδάνου, εξαλείφεται, διότι ο ιστορικός Λουκάς δηλώνει ότι αυτό έλαβε χώρα «εν . . . τω δεκάτω πέμπτω έτει της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος.» (Λουκ. 3:1) Αυτό το ‘δέκατον πέμπτον έτος’ δεν είχε λήξει έως την 16η Αυγούστου του έτους 29 μ.Χ., Γρηγοριανόν ημερολόγιον. Αυτό το έτος, προφανώς την άνοιξι, άρχισε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής το έργο του.
5. Πώς ο Λουκάς μάς επιβεβαιώνει πότε άρχισε τη διακονία του ο Ιωάννης ο Βαπτιστής;
5 Ο Λουκάς, προλαμβάνοντας ίσως ότι άνταγωνισταί θα επετίθεντο εναντίον αυτού του σπουδαίου γεγονότος, το ενίσχυσε πέραν από κάθε ιστορική σκιά αμφιβολίας. Αφού λέγει ότι αυτό συνέβη ‘το δέκατον πέμπτον έτος της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος,’ ο Λουκάς προσθέτει ότι αυτό ήταν την ίδια εποχή που έξη άλλοι σπουδαίοι άρχοντες ήσαν εν ενεργεία, δηλαδή, «ότι ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε της Ιουδαίας [27 έως 37 μ.Χ.], και τετράρχης της Γαλιλαίας ήτο ο Ηρώδης [έως το 40 μ.Χ.], Φίλιππος δε ο αδελφός αυτού τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας [έως το 34 μ.Χ.], και ο Λυσανίας τετράρχης της Αβιληνής, επί αρχιερέων Άννα και Καϊάφα [18 έως 36 περίπου μ.Χ.].» (Λουκ. 3:1, 2) Μ’ αυτή τη σειρά αρχόντων οι οποίοι ήσαν όλοι εν ενεργεία ταυτοχρόνως το δέκατο πέμπτο έτος της ηγεμονίας του Τιβερίου θα ήταν αδύνατο γι’ αυτούς που αμφιβάλλουν ν’ αποδείξουν από την Ρωμαϊκή και την Ιουδαϊκή ιστορία ότι η διακονία του Ιωάννου δεν άρχισε το έτος 29 μ.Χ.
ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΕΤΩΝ
6. Ποιο άλλο πολύ σπουδαίο γεγονός συνέβη το έτος 29 μ.Χ.;
6 Το έτος 29 μ.Χ. είναι ενδιαφέρον όχι απλώς διότι αυτό ήταν το έτος που άρχισε ο Ιωάννης να εξαγγέλλη: «Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών [ή, του Θεού],» αλλά, ακόμη πιο σημαντικά, διότι εκείνος τον οποίον ο Θεός θα έχριε γι’ αυτή τη βασιλεία ευρίσκετο στο κατώφλι. (Ματθ. 3:2) Ο Ιωάννης ως πρόδρομος ήταν έξη περίπου μήνες μεγαλύτερος του Ιησού. (Λουκ. 1:34-38) Έπεται, λοιπόν, ότι το βάπτισμα και το χρίσμα του Ιησού έλαβαν χώρα το φθινόπωρο εκείνου του ιδίου έτους, 29 μ.Χ., εφόσον ο Ιησούς ήταν τότε «ως τριάκοντα ετών.» (Λουκ. 3:23) Με την ευκαιρία εκείνη ο Ιωάννης εβεβαίωσε ότι ο Ιησούς έγινε τότε ο Κεχρισμένος, ή Χριστός, διότι εχρίσθη με το άγιο πνεύμα του Θεού.—Ιωάν. 1:32-34.
7. (α) Πότε, σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ, επρόκειτο να έλθη ο Μεσσίας; (β) Πόσο μακρά επρόκειτο να είναι αυτή η περίοδος αναμονής;
7 Το ότι η έναρξις του έργου διδασκαλίας αυτού του Κεχρισμένου έγινε το φθινόπωρο του 29 μ.Χ. επιβεβαιώνεται από την μακράς εκτάσεως προφητεία του εδαφίου Δανιήλ 9:25, το οποίο εν μέρει λέγει: «Από της εξελεύσεως της προσταγής του να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ, έως του Χριστού [του Κεχρισμένου] του Ηγουμένου, θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά, και εβδομάδες εξήκοντα δύο.» Αν οι επτά και οι εξήντα δύο εβδομάδες, δηλαδή, εξήντα εννέα εβδομάδες, επρόκειτο να είναι κατά γράμμα από επτά ημέρες η καθεμιά, τότε η περίοδος αναμονής για την εμφάνισι του Μεσαίου θα αποτελείτο μόνο από 483 κατά γράμμα εικοσιτετράωρες ημέρες, δεκαέξη περίπου μήνες! Μάλλον, αυτές οι εβδομάδες ήσαν προφητικές. Γι’ αυτό, ακολουθώντας τον κανόνα της Γραφής «εκάστης ημέρας λογιζόμενης δι’ έν έτος,» αντιπροσωπεύουν 483 έτη (69, εβδομάδες—ετών, όχι εβδομάδες ημερών).—Αριθμ. 14:34· Ιεζ. 4:6.
8. Πώς γνωρίζομε ότι η προσταγή για την εκ νέου ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ δεν είχε εκδοθή το 537 π.Χ., ή το έβδομο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου;
8 Πότε, λοιπόν, εξεδόθη ‘η προσταγή του να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ’; Όχι το 537 π.Χ., διότι, το διάταγμα του Κύρου το έτος εκείνο δεν ήταν για την αποκατάστασι και την εκ νέου οικοδόμησι της πόλεως, αλλά μόνο για να «οικοδομήση τον οίκον [ή ναόν] του Ιεχωβά . . . εν Ιερουσαλήμ.» (Έσδρας 1:2, 3, ΜΝΚ) Ούτε αυτό έγινε το 468 π.Χ., το έβδομο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου Α΄, βασιλέως της Περσίας, όταν ο Έσδρας μετέβη στην Ιερουσαλήμ με ειδική επιστολή από τον βασιλέα. Πουθενά σ’ εκείνη την επιστολή δεν εξουσιοδοτεί ούτε διατάσσει την εκ νέου ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ· αυτή η επιστολή επραγματεύετο μόνο ζητήματα που ανήκουν στις υπηρεσίες του ναού στην Ιερουσαλήμ.—Έσδρας 7:1-27.
9. Ποια γεγονότα συνέβησαν το εικοστό έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, τα οποία το σημειώνουν ως τον καιρό που εξεδόθη η διαταγή για την εκ νέου ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ;
9 Αλλά το εικοστό έτος του Αρταξέρξου 1 ανεφέρθη στον Νεεμία ότι η πόλις της Ιερουσαλήμ ήταν «εν θλίψει μεγάλη» και ότι «το τείχος της Ιερουσαλήμ καθηρέθη, και αι πύλαι αυτής κατεκαύθησαν εν πυρί.» Έτσι, όταν παρουσιάσθηκε η ευκαιρία, ο Νεεμίας έφερε αυτά τα ζητήματα υπό την προσοχή του βασιλέως, και παρεκάλεσε: «Εάν ήναι αρεστόν εις τον βασιλέα . . . να με πέμψης εις τον Ιούδαν, εις την πόλιν των τάφων των πατέρων μου, και να ανοικοδομήσω αυτήν.» Επί πλέον, ο Νεεμίας εσυνέχισε, «Εάν ήναι αρεστόν εις τον βασιλέα, ας μοι δοθώσιν επιστολαί . . . επιστολή προς τον Ασάφ τον φύλακα του βασιλικού δάσους, δια να μοι δώση ξύλα να κατασκευάσω τας πύλας του φρουρίου του ναού, και το τείχος της πόλεως, και τον οίκον εις τον οποίον θέλω εισέλθει.»—Νεεμ. 1:2, 3· 2:5-8.
10. Ποια εποχή του έτους εξεδόθη το διάταγμα για την εκ νέου ανοικοδόμησι της πόλεως της Ιερουσαλήμ; Αλλά πότε άρχισε να ισχύη;
10 Αυτή η επίκλησις προς τον βασιλέα είχε γίνει την άνοιξι του έτους, τον μήνα Νισάν, αλλά ωσότου να συνταχθούν οι επιστολές και να κάμη ο Νεεμίας το μεγάλο ταξίδι των 900 περίπου μιλίων, από τα Περσικά ανάκτορα στα Σούσα, 400 και πλέον μίλια ανατολικώς της Βαβυλώνος στην Ιερουσαλήμ, και ωσότου να παραδώση τις επιστολές του βασιλέως στους κυβερνήτας «πέραν του ποταμού» Ευφράτου, ήταν το τέλος του σεληνιακού μηνός Ταμούζ (δεκάτου μηνός) όταν ο Νεεμίας έφθασε στην κατεστραμμένη πόλι. Καθώς λέγει, «Και ήλθον εις Ιερουσαλήμ.» (Νεεμ. 2:9-11) Ώστε στο τελευταίο ήμισυ του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου άρχισε να έχη ισχύ η διαταγή για «να ανοικοδομηθή,» δηλαδή, στις 3, ή 4 του μηνός Αβ του 455 π.Χ., και τότε άρχισε ο υπολογισμός των 69 εβδομάδων της προφητείας.—Νεεμ. 2:11 έως 6:15.
11. Ποιο έτος ανέβη στον θρόνο ο Αρταξέρξης; Ώστε πότε ήταν το εικοστό έτος της βασιλείας του;
11 Έχει εξακριβωθή από αρμόδιες αυθεντίες ότι ο Αρταξέρξης 1 άρχισε να βασιλεύη το 474 π.Χ. Ο Έλλην ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε στη διάρκεια της εποχής του Αρταξέρξου, λέγει ότι ο Στρατηγός Θεμιστοκλής διέφυγε από την Ελλάδα στην Ασία όταν ο Αρταξέρξης «είχε προσφάτως ανέλθει επί του θρόνου,» και όχι στη διάρκεια της βασιλείας του πατρός του Ξέρξου. Ο Έλλην βιογράφος του πρώτου αιώνος μ.Χ, Πλούταρχος, και ο Ρωμαίος ιστορικός του πρώτου αιώνος π.Χ. Νέπως, υποστηρίζουν και οι δύο τον Θουκυδίδη σ’ αυτό το σημείο. Ο Στρατηγός Θεμιστοκλής με την άφιξί του στην Έφεσο (στη Μικρά Ασία) ζήτησε από τον Αρταξέρξη ένα χρόνο άδεια για να μάθη την Περσική γλώσσα προτού εμφανισθή ενώπιον του βασιλέως. Η άδεια του εδόθη, η εμφάνισις έγινε, και, σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό του πρώτου αιώνος μ.Χ. Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Θεμιστοκλής πέθανε το 471 π.Χ. Σε αρμονία μ’ αυτό, η άφιξίς του στην Ασία, όπως αναφέρει ο Ιερώνυμος στον Ευσέβιο, συνέβη το 473, πράγμα που θέτει τον Αρταξέρξη στο θρόνο το 474. Αυτό σημαίνει ότι το εικοστό έτος της βασιλείας του βασιλέως αυτού συμπίπτει η επικαλύπτει το 455 π.Χ. Βασιζόμενος σ’ αυτή και σε άλλες ιστορικές αποδείξεις ο διανοούμενος Έρνστ Ουμ. Χένγκστενμπεργκ (1802-1869) λέγει στο σύγγραμμά του Χριστολογία της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο μετεφράσθη από τη Γερμανική υπό του Ρώυλ Κείθ, Τόμος 2, σελίς 389: «Το εικοστό έτος του Αρταξέρξου είναι το έτος 455 προ Χριστού. . . .» Και μ’ αυτό συμφωνούν ο Αρχιεπίσκοπος Άσσερ καθώς και άλλοι.
12. Εξηγήστε πώς αυτή η πληροφορία σχετικά με τη βασιλεία του Αρταξέρξου βοηθεί στον καθορισμό του χρόνου του βαπτίσματος του Ιησού.
12 Έτσι, με την έκδοσι και την εφαρμογή του περιφήμου διατάγματος του Αρταξέρξου για την εκ νέου ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ στερεωμένου με ασφάλεια στο έτος 455 π.Χ., τα 483 έτη αναμονής ως την εμφάνισι του Μεσαίου έφθασαν το τελευταίο ήμισυ του 29 μ.Χ.a Με όλα αυτά τα γεγονότα, ασφαλώς δεν στερούμεθα αποδείξεων όσον αφορά το πότε συνέβη το βάπτισμα και το χρίσμα του Ιησού.
13, 14. (α) Εφόσον ο Ιησούς εβαπτίσθη το έτος 29 μ.Χ., πότε εγεννήθη; (β) Αλλά πότε λέγουν μερικοί σχολιασταί ότι εγεννήθη ο Ιησούς, και με ποια απόδειξι; (γ) Πώς το έτος που εκυρίευσε ο Ηρώδης την Ιερουσαλήμ μάς βοηθεί να καθορίσωμε το έτος της γεννήσεως του Ιησού;
13 Ο καθορισμός του βαπτίσματος του Ιησού το έτος 29 μ.Χ., όταν ήταν ηλικίας τριάντα ετών, καθορίζει, επίσης, ως χρονολογία της γεννήσεως του το έτος 2 π.Χ., το φθινόπωρο. Ώστε, ο Ιησούς ήταν ηλικίας ενός έτους το φθινόπωρο του έτους 1 π.Χ. Και εφόσον δεν υπήρχε έτος μηδέν, το φθινόπωρο του επομένου έτους, 1 μ.Χ., ήταν ηλικίας δύο ετών, και το φθινόπωρο του 29 μ.Χ. ήταν ηλικίας τριάντα ετών. Μερικοί χρονικογράφοι τοποθετούν τη χρονολογία της γεννήσεως του Ιησού στο 4 π.Χ., ή και ακόμη παλαιότερα στο 6 π.Χ., στηρίζουν δε τα συμπεράσματα των στη μαρτυρία του Ιωσήπου ότι λίγο πριν από τον θάνατο του Ηρώδου έγινε έκλειψις σελήνης. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίον XVII, κεφ. XI, παραγρ. 4) Υπελογίσθη ότι έγινε μια τέτοια έκλειψις στις 13 Μαρτίου του έτους 4 π.Χ., κι έτσι λέγουν ο Σωτήρ εγεννήθη πριν απ’ αυτή τη χρονολογία, για να υπάρξη χρόνος για την εκτέλεσι της διαταγής του Ηρώδου, η οποία διέτασσε τη σφαγή των βρεφών από δύο ετών και κάτω.
14 Εν τούτοις, αυτή η απόδειξις δεν είναι αρκετή για τον εντοπισμό της γεννήσεως του Ιησού στο 4 π.Χ., διότι εκλείψεις σελήνης είναι ένα μάλλον συνηθισμένο φαινόμενο, εφόσον σε πολλά έτη συνέβησαν δύο εποχές εκλείψεως. Πιο σημαντική είναι η δήλωσις του Ιωσήπου ότι ο Ηρώδης πέθανε τριάντα επτά έτη αργότερα αφότου τον έκαμαν βασιλέα οι Ρωμαίοι, (Αρχαιολογία, Βιβλίον XVII, κεφ. VIII, παραγρ. 1) Στην πραγματικότητα, ο Ηρώδης δεν εκυρίευσε την Ιερουσαλήμ για ν’ αρχίση τη βασιλεία του ως βασιλεύς έως το θέρος του 38 π.Χ. Έτσι, αν ο Ιώσηπος εχρονολόγησε τη βασιλεία του Ηρώδου από την εποχή που εκυρίευσε την πόλι και άρχισε πραγματικά να βασιλεύη ως βασιλεύς, και όχι από τότε που η Ρωμαϊκή γερουσία έδωσε τη συγκατάθεσί της τρία χρόνια ενωρίτερα, τότε αυτό μας οδηγεί στο 1 π.Χ. ως το έτος του θανάτου του Ηρώδου. Αυτό εύκολα δικαιολογεί τη γέννησι του Ιησού το φθινόπωρο του 2 π.Χ., την επίσκεψι των Χαλδαίων αστρολόγων, και τη σφαγή των αθώων βρεφών της Βηθλεέμ.—Ματθ. 2:1-18.
15. Αν ο Μεσσίας εκόπη στο μέσον της «εβδομηκοστής εβδομάδος,» ποιο έτος πρέπει να ήταν αυτό στην Κοινή μας Χρονολογία;
15 Το υπόλοιπο της προφητείας του Δανιήλ σχετικά με τις εβδομήντα εβδομάδες ετών επιβεβαιώνει αυτές τις χρονολογίες. Τα εδάφια Δανιήλ 9:26, 27 λέγουν ότι «θέλει εκκοπή ο Χριστός, πλην ουχί δι’ εαυτόν,» γεγονός που συνέβη μετά τις 69 εβδομάδες ετών και στο μέσον, ή «εν τω ημίσει» της 70ής εβδομάδος. Εφόσον αυτή η τελευταία εβδομάδα, η εβδομηκοστή, λογικώς έχει το ίδιο μήκος με όλες τις άλλες εξήντα εννέα, τότε και αυτή είχε μήκος επτά ετών. Ο Μεσσίας, λοιπόν, εκόπη τριάμισυ χρόνια μετά το φθινόπωρο του 29 μ.Χ., «εν τω ημίσει» της επτά ετών μήκους εβδομηκοστής εβδομάδος, ή την άνοιξι του 33 μ.Χ. «Εν τω ημίσει της εβδομάδος θέλει παύσει η θυσία και η προσφορά» επισήμως, διότι τότε ακύρωσε νομίμως τη διαθήκη του Νόμου με τις θυσίες της ‘προσηλώσας αυτήν επί του σταυρού.’ (Δαν. 9:27· Κολ. 2:14) Αυτό επέτρεψε στον Ιησού να περιλάβη στη διακονία του τους τέσσερες ετησίους εορτασμούς του Πάσχα που αναφέρονται στις Γραφές.b
16. Ποια αστρονομικά γεγονότα δίνουν περαιτέρω απόδειξι ότι ο Ιησούς πέθανε το απόγευμα της Παρασκευής, 1 Απριλίου του 33 μ.Χ.;
16 Ορισμένα αστρονομικά γεγονότα επιβεβαιώνουν, επίσης, ότι το 33 μ.Χ. εθανατώθη ο Ιησούς. Αυτό το γεγονός συνέβη στη διάρκεια της εικοσιτετραώρου ημέρας της 14ης Νισάν, η οποία άρχισε στις 6 μ.μ. της Πέμπτης και έληξε στις 6 μ.μ. της Παρασκευής. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς πέθανε το απόγευμα της Παρασκευής περίπου στις 3 μ.μ., «ώραν την ενάτην.» (Μάρκ. 15:34-37) Η επομένη ημέρα του Πάσχα, 15η Νισάν, ήταν πάντοτε ένα σάββατο άσχετα με την ημέρα της εβδομάδος στην οποία συνέπιπτε. (Λευιτ. 23:6, 7) Αν συνέπιπτε να είναι ένα κανονικό εβδομαδιαίο σάββατο, τότε η 15η Νισάν ήταν γνωστή ως ‘μεγάλη ημέρα του σαββάτου,’ όπως συνέβη στην περίπτωσι της εποχής του θανάτου του Ιησού. (Ιωάν. 19:31) Τώρα αστρονομικοί πίνακεςc δείχνουν ότι υπήρχε ακριβώς μια τέτοια Πασχαλινή πανσέληνος τη νύχτα της Πέμπτης, 31 Μαρτίου 33 μ.Χ., Γρηγοριανό ημερολόγιο. Η μόνη άλλη περίπτωσις πανσελήνου τη νύχτα της Πέμπτης τον μήνα Νισάν στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού ήταν το έτος 30 μ.Χ., αλλά αυτό αποκλείεται ως το πιθανόν έτος του θανάτου του, διότι αυτό θα παραχωρούσε στον Μεσσία μόνο μια εξάμηνη διακονία. Επομένως, δεν υπάρχει καμμιά λογική αμφιβολία ότι ο Ιησούς πέθανε το απόγευμα της Παρασκευής, 1 Απριλίου του 33 μ.Χ.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΙΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ 36 μ.Χ. ΚΑΙ ΤΟΥ 49 μ.Χ.
17. Τι συνέβη στη διάρκεια του υπολοίπου της «εβδομηκοστής εβδομάδος,» και πότε έληξε αυτή η εβδομάδα;
17 Το υπόλοιπον της εβδομηκοστής εβδομάδος αφού εθανατώθη ο Μεσσίας στο ξύλο του μαρτυρίου, μια περίοδος τριών και ημίσεως ετών, έφθασε ως το φθινόπωρο του 36 μ.Χ., στη διάρκεια δε αυτού του χρόνου η ειδική πρόσκλησις του Ιεχωβά για την τάξι της ουρανίας Βασιλείας εξακολούθησε ν’ απευθύνεται αποκλειστικά στους Ιουδαίους και στους προσηλύτους των Ιουδαίων, όπως ακριβώς είχε προείπει η προφητεία: «Και θέλει στερεώσει την [Αβρααμιαίαν] διαθήκην εις πολλούς εν μια εβδομάδι.» (Δαν. 9:27) Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τ’ αγαθά νέα της σωτηρίας δεν έφθασαν στους Εθνικούς ως το φθινόπωρο του 36 μ.Χ., όταν στον απόστολο Πέτρο εδόθη το προνόμιο να βαπτίση τον Κορνήλιο και μέλη του οίκου του.—Πράξ. 10:1-11:18.
18. Τι επρόκειτο ν’ αρχίση από το φθινόπωρο του 36 μ Χ.;
18 Τώρα με την έλευσι της φθινοπωρινής εποχής εκείνου του έτους 36 μ.Χ. το έργο κηρύγματος σχετικά με τον Χριστό επρόκειτο να επεκταθή πολύ, μεταξύ των Εθνών. Εδώ βλέπομε, πάλι, ότι ο Μέγας Χρονομέτρης Ιεχωβά, και αυτός ο οποίος κάνει κατάλληλες προμήθειες ακριβώς στον ωρισμένο καιρό για κάθε νέα μορφή του έργου του, είχε ήδη προετοιμάσει κάποιον καλά για να είναι «απόστολος των εθνών,» δηλαδή, τον Σαούλ από την Ταρσό, ο οποίος έγινε ο απόστολος Παύλος.—Ρωμ. 11:13· Γαλ. 2:8, 9.
19. Ήταν ως το έτος 36 προετοιμασμένος ο Παύλος για τον διορισμό που έλαβε;
19 Ο Παύλος δεν ήταν ένας αρχάριος, ο οποίος είχε προσφάτως μεταστραφή το έτος 36. Επειδή ήταν Ιουδαίος, η μεταστροφή του δεν ήταν ανάγκη ν’ αναμείνη ως το έτος 36. Το φως της αληθείας, φαίνεται, ότι τον αφύπνισε το πρώτο έτος μετά το πέρασμα του Ιησού από τη σκηνή την άνοιξι του 33. Τα επόμενα δύο ή δυόμισυ έτη ο Παύλος εργάσθηκε στη Δαμασκό ωσότου παρέστη ανάγκη να διαφύγη μέσα σ’ ένα καλάθι μέσω μιας οπής στο τείχος αυτής της πόλεως. Κατόπιν μετέβη στην Αραβία για λίγο καιρό, και τελικά επέστρεψε στη Δαμασκό λίγο προτού ανεβή στην Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος μάς λέγει ότι τρία έτη μετά την μεταστροφή του επεσκέφθη για πρώτη φορά τον Πέτρο και τον Ιάκωβο στην Ιερουσαλήμ, πράγμα που χρονολογεί αυτό το γεγονός στο 36 μ.Χ. Λέγει: «Έπειτα ήλθον εις τους τόπους της Συρίας και της Κιλικίας.»—Πράξ. 9:23-25· Γαλ. 1:15-21.
20. Πότε ελήφθη απόφασις για το ζήτημα της περιτομής από το κυβερνών σώμα της Ιερουσαλήμ;
20 Συνεχίζοντας σ’ αυτή την ιδία επιστολή προς Γαλάτας, ο Παύλος γράφει: «Έπειτα μετά δεκατέσσαρα έτη πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα.» (Γαλ. 2:1) Το δέκατο τέταρτο έτος από το 36 ήταν το 49 μ.Χ., σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής εκείνης να χρησιμοποιούν τακτικούς αριθμούς. Σ’ εκείνη την επίσκεψι στην Ιερουσαλήμ το ζήτημα της περιτομής είχε τεθή ενώπιον του κυβερνώντος σώματος και είχε διευθετηθή.—Πράξ. 15:2-29· Γαλ. 2:3-9.
21, 22. Ποια γεγονότα που αναγράφονται στη Βίβλο συνέβησαν μεταξύ των ετών 41 και 49 μ.Χ.;
21 Υπάρχουν και μερικά άλλα ενδιαφέροντα συμβάντα που αναγράφονται στην Αγία Γραφή και συνέβησαν μεταξύ των ετών 36 και 49 μ.Χ. Παραδείγματος χάριν, όταν ο Κλαύδιος ήταν αυτοκράτωρ και ακριβώς πριν από τον θάνατο του Ηρώδου Αγρίππα Α΄, ο προφήτης Άγαβος, με το πνεύμα του Ιεχωβά και μέσω αυτού, προείπε μια επερχομένη πείνα· ο απόστολος Ιάκωβος είχε θανατωθή από τον Ηρώδη· και ο Πέτρος είχε ελευθερωθή θαυματουργικά από το να έχη την ιδία τύχη μέσω του αγγέλου του Ιεχωβά.—Πράξ. 11:27-12:11.
22 Κοσμικές ιστορίες συμφωνούν ότι αυτά τα γεγονότα συνέβησαν το 44 μ.Χ., εφόσον ο Κλαύδιος είχε ανακηρυχθή αυτοκράτωρ το 41 και ο Ηρώδης Αγρίππας 1 έγινε σκωληκόβρωτος μετά το Πάσχα του 44 μ.Χ. (Πράξ. 12:21-23) Η πείνα που προελέχθη, όμως, δεν ήλθε ως το έτος 46, την εποχή που ο Τιβέριος Αλέξανδρος ήταν επίτροπος της Ρώμης στην Ιουδαία. Έτσι αυτό προσέφερε αρκετό περιθώριο χρόνου, δύο πλήρη έτη, στους Χριστιανούς της Αντιοχείας για να προετοιμασθούν για την κατάστασι επειγούσης ανάγκης και να κάμουν διευθετήσεις για τα μέτρα ανακουφίσεως που αναφέρονται στην αφήγησι. Ύστερ’ από αυτά τα γεγονότα η Γραφή συνεχίζει να ομιλή στο δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο κεφάλαια των Πράξεων για την πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου. Με τη συνοδεία του Βαρνάβα ο Παύλος επεσκέφθη τη νήσο Κύπρο και πολλές πόλεις στη Μικρά Ασία προτού επιστρέψη στην Αντιόχεια της Συρίας. Αυτό το πρώτο ταξίδι απησχόλησε, φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος των ετών 47 και 48, αφήνοντας ωστόσο αρκετό χρόνο στον Παύλο για να επανέλθη στο σπίτι του στην Αντιόχεια προτού κάμη το ταξίδι που ανεφέρθη ανωτέρω στην Ιερουσαλήμ την άνοιξι του 49.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΛΛΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
23, 24. Πότε ξεκίνησε ο Παύλος για την συναρπαστική δευτέρα ιεραποστολική του περιοδεία, και πόσος καιρός του χρειάσθηκε για να φθάση στην Κόρινθο Ελλάδος;
23 Παρατηρήστε τώρα πόσο βοηθητικό είναι το αξιοσημείωτο υπόμνημα της Γραφής στον εντοπισμό της χρονολογίας της ιεραποστολικής περιοδείας του Παύλου στο ημερολόγιό μας, μεταξύ των ετών 49 και 52 μ.Χ. Επανήλθε στην Αντιόχεια την άνοιξι του 49 με την ειδική επιστολή που συνέταξε το κυβερνών σώμα στην Ιερουσαλήμ, ένα αντίγραφο της οποίας διεφυλάχθη για μας. (Πράξ. 15:23-29) Η αφήγησις λέγει ότι «μετά . . . τινας ημέρας,» πιθανώς να ήταν πια θέρος του ιδίου έτους, 49, ο Βαρνάβας επέστρεψε για έργο στην Κύπρο, αλλά ο Παύλος και ο Σίλας ανεχώρησαν για να υπηρετήσουν τις εκκλησίες στη Συρία και την παρακειμένη Κιλικία.—Πράξ. 15:36-41.
24 Πρέπει επομένως να ήταν άνοιξις, του 50 μ.Χ., όταν ο Παύλος και ο Σίλας, έχοντας ξεκινήσει μέσω της Μικράς Ασίας, διέβησαν στην Ευρώπη για πρώτη φορά. (Πράξ. 16:1-12) Οι επόμενοι έξη μήνες ήσαν ένας πολυάσχολος καιρός καθώς αυτοί οι σκαπανείς εχάραξαν νέα γραμμή και εγκαθίδρυσαν νέες εκκλησίες στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέρροια και στας Αθήνας προτού φθάσουν στην Κόρινθο το φθινόπωρο του έτους 50. Τι έξοχο έτος υπηρεσίας υπήρξε αυτό! Απλώς σκεφθήτε το, σε διάστημα δεκαπέντε περίπου μηνών, αυτοί οι ιεραπόστολοι του πρώτου αιώνος είχαν ταξιδεύσει 1.300 περίπου μίλια, πιθανώς ένα μεγάλο μέρος από αυτά με τα πόδια, και είχαν εγκαθιδρύσει σταθερά πολλές νέες εκκλησίες τις οποίες αποτελούσαν Ιουδαίοι και Εθνικοί.
25. Ποια ιστορική απόδειξις δείχνει ότι ο Παύλος δεν είχε φθάσει στην Κόρινθο ως το τελευταίο τμήμα του έτους 50 μ.Χ.;
25 Το ότι ήταν προς το τέλος του έτους 50 όταν ο Παύλος έφθασε στην Κόρινθο, βεβαιώνεται από την κοσμική ιστορία. Ο Παύλος Ορόσιος, ιστορικός των αρχών του πέμπτου αιώνος, λέγει ότι στις 25 Ιανουαρίου του έτους 50 είχε διατάξει ο Αυτοκράτωρ Κλαύδιος να εγκαταλείψουν όλοι οι Ιουδαίοι τη Ρώμη. Έτσι υπήρχε αρκετός χρόνος για να συσκευάσουν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα τα υπάρχοντα των, να εξεύρουν μεταφορικό μέσον, ν’ αναχωρήσουν στην Κόρινθο, να φθάσουν εκεί και να εγκατασταθούν στο μέρος που επρόκειτο να γίνη η κατοικία των για το επόμενο ένα και ήμισυ έτος, και να ιδρύσουν μια επιχείρησι κατασκευής σκηνών, όλα δε αυτά εύκολα θα εκάλυπταν το χρονικό διάστημα των μηνών ωσότου ο Παύλος φθάση στην Κόρινθο το φθινόπωρο του ιδίου έτους. Καθώς διαβάζομε, ο Παύλος ‘εύρε τινα Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν . . . νεωστί ελθόντα από της Ιταλίας, και Πρίσκιλλαν την γυναίκα αυτού, (διότι ο Κλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσωσι πάντες οι Ιουδαίοι εκ της Ρώμης).’—Πράξ. 18:2.
26. Ποιο εύρημα των αρχαιολόγων επιβεβαιώνει ότι η παραμονή του Παύλου στην Κόρινθο ήταν από το φθινόπωρο του 50 ως την άνοιξι του 52;
26 Ένα άλλο σημείο, στο οποίο η ιστορική ακρίβεια της Βίβλου επιβεβαιώνεται, βρίσκεται στο ίδιο δέκατο όγδοο κεφάλαιο των Πράξεων, εδάφιο 12. «Ότε δε ο Γαλλίων ήτο ανθύπατος της Αχαΐας, οι Ιουδαίοι εσηκώθησαν ομοθυμαδόν κατά του Παύλου, και έφεραν αυτόν εις το δικαστήριον.» Οι αρχαιολόγοι ανεκάλυψαν απόσπασμα μιας επιγραφής, η οποία περιείχε ένα παλίμψηστον του Αυτοκράτορος Κλαυδίου, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Γαλλίων ήταν ανθύπατος της Αχαΐας από το θέρος του 51 ως το θέρος του 52. Μετά την απόρριψι της δίκης αυτής από τον Γαλλίωνα ο Παύλος παρέμεινε στην Κόρινθο «έτι ημέρας ικανάς» προτού αναχωρήση για την Αντιόχεια της Συρίας. (Πράξ. 18:18) Έτσι φαίνεται ότι ο Παύλος έφθασε στην Κόρινθο το φθινόπωρο του 50, εσύρθη ενώπιον του Γαλλίωνος ένα περίπου έτος αργότερα, και ανεχώρησε από εκεί την άνοιξι του 52, όπως λέγει η Γραφή, ύστερ’ από παραμονή δεκαοκτώ μηνών εν όλω. (Πράξ. 18:11) Αυτό του παρεχώρησε αρκετό χρόνο για να φθάση στην Αντιόχεια στα μέσα του θέρους του 52 μ.Χ.
27. Ήταν ο Παύλος ικανοποιημένος ν’ αποσυρθή τώρα που είχε επιστρέψει στην Αντιόχεια;
27 Θα μπορούσε ένας λογικώς να συμπεράνη ότι ο Παύλος ύστερ’ από τόσο πολλά πολυάσχολα χρόνια ολοχρονίου ιεραποστολικής υπηρεσίας, και αφού υπέμεινε όλους τους κινδύνους ενός ταξιδίου του πρώτου αιώνος, θα είχε εγκατασταθή αποτραβηγμένος εδώ στην Αντιόχεια επί ένα αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα για ν’ απολαύση μια καλά κερδισμένη ανάπαυσι. (2 Κορ. 11:26, 27) Αλλά όχι! Ο Παύλος δεν σκέφθηκε καθόλου ν’ αποσυρθή. Σε όλες τις επιστολές του, σε όλη την δράσι του, υπάρχει μια συνεχής και επιβεβλημένη επείγουσα κατάστασις για την προώθησι του έργου με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
28. Αναφέρετε για την τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου, τόσο τους τόπους που επεσκέφθη καθώς και τον χρόνο που εκάλυψε.
28 Δεν μας προξενεί, λοιπόν, έκπληξι να διαπιστώσουμε ότι ύστερ’ από λίγο μόνο χρόνο στην Αντιόχεια αυτός ο δραστήριος ιεραπόστολος ξαναπήρε τον δρόμο. «Διατρίψας καιρόν τινα» στην Αντιόχεια ξεκίνησε πιθανώς το φθινόπωρο του 52 για την τρίτη περιοδεία του. Ταξιδεύοντας δια ξηράς αυτή τη φορά διερχόμενος «κατά σειράν την γην της Γαλατίας και την Φρυγίαν, επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς,» έφθασε στην Έφεσο όπου πιθανώς παρέμεινε τα επόμενα δύο και ήμισυ έτη. (Πράξ. 18:23· 19:1-10) Κατόπιν, όπως λέγει, ανεχώρησε απ’ εκεί μετά την εορτή της Πεντηκοστής (τώρα ήταν το έτος 55), μετέβη δια μέσου της Μακεδονίας ως την Κόρινθο, δαπανώντας τον χειμώνα εκεί, προτού χαράξη και πάλι τον δρόμο του δια μέσου των Φιλίππων τον καιρό του Πάσχα της επομένης ανοίξεως. Αυτό κατόπιν παρεχώρησε αρκετό χρόνο στον Παύλο για να φθάση στην Ιερουσαλήμ τον καιρό της Πεντηκοστής του 56 μ.Χ.—1 Κορ. 16:5-8· Πράξ. 20:1-3, 6, 15, 16· 21:8, 15-17.
29. Ποιες χρονολογίες αποδίδονται στις πείρες του Παύλου, από τον καιρό της συλλήψεως του στην Ιερουσαλήμ ως τον θάνατο του στη Ρώμη;
29 Μόλις ο Παύλος είχε φθάσει στην Ιερουσαλήμ επέπεσαν εναντίον του θρησκευτικοί αντίπαλοι, και χάριν ασφαλείας Ρωμαίοι στρατιώται τον προώθησαν κρυφά ως την Καισαρεία. Εκεί παρέμεινε στη φυλακή επί δύο έτη, ωσότου ο Φήλιξ, ο οποίος προσπαθούσε με πονηρία να δωροδοκηθή, αντικατεστάθη από τον ηγεμόνα Φήστον. (Πράξ. 21:27-33· 23:23-35· 24:27) Όσον αφορά το έτος που έγινε ο Φήστος ηγεμών, Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία δίνει σχόλια για τις δύο σχολές κριτικών οι οποίες φιλονικούσαν για το 55 και το 60-61 διαδοχικώς, λέγοντας: «Μπορεί, να λεχθή με πεποίθησι ότι η αλήθεια βρίσκεται μεταξύ των δύο αυτών άκρων, διότι τα επιχειρήματα που παρατίθενται σε κάθε περίπτωσι φαίνονται ολιγώτερο ν’ αποδεικνύουν το ένα άκρον από του ν’ αναιρούν το αντίθετό του.»d Δεχόμεθα επομένως το έτος 58, σε αρμονία με όλα τ’ ανωτέρω γεγονότα, ως τον καιρό που έγινε δεκτή η επίκλησις του Παύλου να έχη ακρόασι από τον Καίσαρα στην υπόθεσί του, και επιβιβάσθηκε για τη Ρώμη. Αφού επέζησε από το πιο διάσημο ναυάγιο της ιστορίας, και παρέμεινε να παραχειμάση στη νήσο Μάλτα, την επομένη άνοιξι, το 59, ο Παύλος έφθασε στη Ρώμη, όπου τα δύο επόμενα έτη παρέμεινε κρατούμενος, κηρύττοντας και διδάσκοντας, ως το έτος 61. (Πράξ. 27:1· 28:1, 11, 16, 30, 31.) Η δευτέρα φυλάκισις του Παύλου στη Ρώμη, η οποία έληξε με την εκτέλεσί του, έγινε πιθανώς τα έτη 64-65 μ.Χ.—2 Τιμ. 1:16· 4:6, 7.
30. Ποιας ωφελείας απεδείχθη ότι είναι αυτή η μελέτη των γεγονότων του πρώτου αιώνος;
30 Αυτή η ανασκόπησις των γεγονότων του πρώτου αιώνος υπήρξε και ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική της πίστεως. Οι συγγραφείς της Βίβλου δεν εγνώριζαν τίποτε για τα σύγχρονα ημερολόγια, κι εν τούτοις η φροντίδα και η ακρίβεια των καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν για να χρονολογήσουν γεγονότα απεδείχθησαν πάρα πολύ βοηθητικές με το ότι υπέδειξαν με ακρίβεια αρχαία συμβάντα στο ρεύμα του χρόνου. Η αρμονία της ιεράς χρονολογίας σε κάθε λεπτομέρεια, η εντιμότης της απέναντι στην αλήθεια, αυξάνουν την εμπιστοσύνη και την πίστι μας στις Άγιες Γραφές, καθώς και την πεποίθησί μας ότι η Αγία Γραφή είναι πράγματι ο Λόγος της Αληθείας του Ιεχωβά.
[Υποσημειώσεις]
a Στον υπολογισμό αυτής της χρονολογίας, δεν υπάρχει έτος «μηδέν» μεταξύ π.Χ. και μ.Χ.
c Βαβυλωνιακή Χρονολογία 626 π.Χ.—μ.Χ. 45, 1942 υπό Πάρκερ και Ντουμπερστάιν, 46 (στην Αγγλική)· επίσης Κανών Εκλείψεων Σελήνης, 1887, υπό Όπολτσερ, Τόμ. ΙΙ, σελ. 344 (στη Γερμανική).
d Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία Έκδοσις 1946, Τόμ. 3, σελ, 528· και Αναλυτικόν Ταμείον για την Αγία Γραφή υπό Γιάγκ, σελ. 342, κάτω από την λέξι «Φήστος.»