Χριστιανική Μεγαλωσύνη Προέρχεται από Πρόθυμη Υπηρεσία
«Όστις θέλει να γείνη μέγας εν υμίν, ας ήναι υπηρέτης [διάκονος, Κείμενον] υμών.»—Ματθ. 20:26.
1. Πώς η ζωή του Ιησού βρίσκεται σε αντίθεσι με τη ζωή πολλών ατόμων σήμερα;
Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ βρίσκεται στην καρδιά της αληθινής Χριστιανοσύνης. Ο Υιός του Θεού, όταν ήταν στη γη, είπε ότι «δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, [διακονηθήναι, Κείμενον] αλλά δια να υπηρετήση [διακονήσαι, Κείμενον] και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» (Ματθ. 20:28) Η ζωή του βρίσκεται σε έντονη αντίθεσι με την ιδιοτελή, φιλόδοξη στάσι πολλών σημερινών ανθρώπων που μένουν απαθείς στις ανάγκες των άλλων. Ο Ιησούς, με μια ζωή ανιδιοτελούς υπηρεσίας, έθεσε το τέλειο υπόδειγμα για να το μιμηθούν όλοι οι πραγματικοί ακόλουθοί του. Η ζωή τους, όπως ήταν και η δική του, πρέπει να διακρίνεται από την υπηρεσία και το πνεύμα του να δίνουν.
2, 3. (α) Τι διακρίνει τη λέξι ‘διακονώ’ που είναι στο Κείμενον του Ματθαίου 20:28 σε σύγκρισι με άλλα ρήματα που σχετίζονται με υπηρεσία; (β) Γιατί πρέπει να εξετάσωμε την έννοια της λέξεως ‘διακονώ’;
2 Ο Βιβλικός συγγραφεύς Ματθαίος όταν παρέθεσε αυτά τα λόγια του Ιησού χρησιμοποίησε το ρήμα ‘διακονώ’ που μεταφράζεται ‘υπηρετώ.’ Αυτή η λέξις είναι ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν και άλλα Ελληνικά ρήματα που αναφέρονται στην υπηρεσία και προσθέτουν το καθένα τον δικό του τόνο ή έμφασι σε μια ωρισμένη μορφή υπηρεσίας. Ένα ρήμα μπορεί να τονίζη την υποταγή που περιλαμβάνεται στην υπηρεσία ενός δούλου (δουλεύω· Κολ. 3:24), ένα άλλο ρήμα σημαίνει την ιερότητα της θρησκευτικής υπηρεσίας (λατρεύω· Ματθ. 4:10), και ένα άλλο σημαίνει τη δημοσία φύσι της υπηρεσίας που προσφέρεται (λειτουργώ· Πράξ. 13:2). Το ρήμα διακονώ, όμως, δίνει έμφασι στην πολύ προσωπική φύσι της υπηρεσίας που προσφέρεται στον άλλον. Μια αυθεντία λέγει ότι σ’ αυτό το ρήμα υπάρχει «μια πιο έντονη συγγένεια με την έννοια της υπηρεσίας που γίνεται από αγάπη.»—Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης, (στην Αγγλική), Τόμος Β΄, σελ. 81.
3 Τι περιλαμβάνει λοιπόν η Χριστιανική διακονία; Μήπως περιορίζεται σε ενέργειες όπως είναι το κήρυγμα του Λόγου του Θεού, η μαθήτευσις των άλλων ή η εξυπηρέτησις αποκλειστικά των πνευματικών αναγκών εκείνων που είναι στην εκκλησία; Τι δείχνει η υπό εξέτασιν λέξις διακονώ;
ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
4. Πώς η Γραφή κατάλληλα δείχνει τη βασική έννοια της λέξεως διακονώ την οποία εξετάζομε;
4 Η χρήσις της λέξεως διακονώ από την Αγία Γραφή δείχνει κατάλληλα τη βασική έννοια της προσωπικής υπηρεσίας (που εκφράζει όχι μόνο το ρήμα αλλά και τα σχετικά ουσιαστικά διάκονος [υπηρέτης, λειτουργός] και διακονία [υπηρεσία, λειτουργία του διακόνου].)a Μια παλαιά χρήσις της λέξεως αναφέρεται στις υπηρεσίες που προσφέρονταν σ’ ένα γεύμα. Ο Λουκάς την χρησιμοποιεί μ’ αυτή την έννοια όταν παραθέτη τα λόγια του Ιησού για έναν υπηρέτη που ‘ετοιμάζει το δείπνον του κυρίου του και κατόπιν τον υπηρετεί [διακονεί] ενόσω εκείνος τρώγει το γεύμα του.’ (Λουκ. 17:7-10) Στα εδάφια Λουκάς 12:35-38 ο Ιησούς έδωσε στους μαθητάς του μια παραβολή στην οποία ο κύριος, που παρίστανε τον Ιησού, αντήλλαξε ρόλους με τους δούλους του οι οποίοι περίμεναν πιστά τον ερχομό του από το γαμήλιο συμπόσιό του. Ο Ιησούς είπε τα εξής για τον κύριο της παραβολής: «Θέλει περιζωσθή και καθίσει εις την τράπεζαν, και ελθών εις το μέσον θέλει υπηρετήσει [διακονήσει, Κείμενον] αυτούς.»b
5, 6. (α) Πώς ορισμένες Χριστιανές γυναίκες ασχολήθηκαν στη διακονία αυτού του είδους; (β) Τι δείχνουν όλα αυτά ως προς την έκτασι της εννοίας της Γραφικής λέξεως που εξετάζεται;
5 Εν τούτοις, στην έννοια αυτού του όρου δεν περιλαμβάνεται μόνο η προσφορά υπηρεσίας σ’ ένα γεύμα, αλλά και όλες οι υπηρεσίες ομοίας προσωπικής φύσεως. Η Αγία Γραφή αναφέρει ωρισμένες Χριστιανές γυναίκες οι οποίες ‘διακονούσαν,’ ή ‘υπηρετούσαν’ τον Ιησούν και τους αποστόλους του από τα υπάρχοντά τους, τόσο στη Γαλιλαία όσο και στην Ιερουσαλήμ. (Λουκ. 8:1-3· Ματθ. 27:55· Μάρκ. 15:41) Αυτές μπορεί να έκαναν ψώνια και να παρασκεύαζαν φαγητά, να επιδιώρθωναν και να έπλυναν τα ενδύματα, ή να έκαμαν άλλες υπηρεσίες παρομοίας φύσεως, χρησιμοποιώντας ακόμη και δικά τους χρήματα ή υλικά υπάρχοντα για να προμηθεύουν τα αναγκαία υλικά.
6 Βλέπομε λοιπόν ότι ο όρος ‘διακονώ’ δεν περιορίζεται σε καθαρά «θρησκευτική» δράσι αλλά περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία υπηρεσίας.
ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΓΚΗ
7. Γιατί μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός αποδίδουν πραγματική σπουδαιότητα σ’ αυτό το είδος υπηρεσίας, και δεν το υποτιμούν;
7 Ποτέ δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλωμε ότι ο Ιεχωβά Θεός και ο Υιός του Ιησούς Χριστός δίνουν πραγματική σπουδαιότητα σ’ αυτό το είδος υπηρεσίας. Ο Ιησούς δοκίμασε προσωπικά τις ανθρώπινες ανάγκες όπως είναι η πείνα και η δίψα. Αυτός ασφαλώς εξετίμησε πολύ το γεγονός ότι ύστερα από νηστεία, σαράντα ημερών «άγγελοι προσήλθον και υπηρέτουν [διηκόνουν, Κείμενον] αυτόν.» (Ματθ. 4:11) Ο Ιησούς, σε μια παραβολή που έδωσε προς το τέλος της επιγείου διακονίας του, περιέγραψε την κρίσι που θα έκανε σε δύο τάξεις ατόμων, μιας τάξεως ομοίας με «πρόβατα,» και της άλλης ομοίας με «ερίφια.» Τα «πρόβατα,» που επιδοκιμάσθηκαν κι ευλογήθηκαν, βοήθησαν τους αδελφούς του Χριστού όταν τους είδαν να βρίσκωνται σε ανάγκη. Αλλά τα «ερίφια,» που κατακρίθηκαν, είδαν αυτούς τους αδελφούς του Χριστού να πεινούν και να διψούν, να έχουν ανάγκη φιλοξενίας ή καταλύματος, να στερούνται ρουχισμού ή να είναι ασθενείς ή σε φυλακή και δεν τους εβοήθησαν [δεν τους ‘υπηρέτησαν’ δεν τους ‘διηκόνησαν,’ Κείμενον].—Ματθ. 25:31-46.
8, 9. (α) Πώς οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος, έδειξαν ότι κατανοούσαν πολύ καλά τη σπουδαιότητα να βοηθούν στις φυσικές ανάγκες των αδελφών τους; (β) Πώς ο απόστολος Παύλος έδειξε το ενδιαφέρον του να γίνεται αυτή η βοήθεια με κατάλληλο τρόπο;
8 Οι αληθινοί μαθηταί του Ιησού στη διάρκεια του πρώτου αιώνος μ.Χ. αποδείχθηκαν «προβατοειδείς» ως προς τη στάσι και τις ενέργειές των. Όταν οι Χριστιανοί της Μακεδονίας και της Αχαΐας έμαθαν ότι οι αδελφοί των στην Ιουδαία ήσαν σε ανάγκη, έστειλαν ‘βοήθειαν’ [διακονίαν, Κείμενον]. (Πράξ. 11:29· 12:25) Ανεγνώριζαν ότι οι Ιουδαίοι αδελφοί τούς είχαν προσφέρει πολύτιμη πνευματική υπηρεσία και ότι είχαν ένα αντίστοιχο ‘χρέος’ και είδαν ότι ήταν κατάλληλο «να υπηρετήσωσιν αυτούς και εις τα σωματικά.» (Ρωμ. 15:25-27) Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα αξιέπαινη ενέργεια από μέρους των αδελφών της Μακεδονίας. Μολονότι κι’ αυτοί οι ίδιοι ήσαν πτωχοί, εν τούτοις απεδείχθησαν γενναιόδωροι σε μεγάλο βαθμό, όπως λέγει ο Παύλος: «Υπήρξαν κατά δύναμιν, μαρτυρώ τούτο, και υπέρ δύναμιν αυτοπροαίρετοι, παρακαλούντες ημάς μετά πολλής παρακλήσεως να δεχθώμεν την χάριν και την κοινωνίαν τής διακονίας τής εις τους αγίους.» (2 Κορ. 8:2-4) Τι ισχυρό παράδειγμα ανιδιοτελούς υπηρεσίας για μας σήμερα!
9 Ο απόστολος Παύλος έδειξε πολύ ενδιαφέρον στο να γίνη αυτή η βοήθεια μ’ ένα καλό τρόπο, ώστε να «μη προσάψη τις εις ημάς μώμον εν τη αφθονία ταύτη τη διακονουμένη υφ’ ημών,» ούτε από εκείνους που έκαμαν τη δωρεά ούτε από εκείνους που θα ελάμβαναν τη βοήθεια. Γι’ αυτόν το λόγο, διορίσθηκαν και άλλοι να ταξιδεύουν με τον Παύλο και τον Τίτον (τον οποίον ο Παύλος απεκάλεσε ‘κοινωνόν και συνεργόν του’).—2 Κορ. 8:19-23.
10. Τι καλά αποτελέσματα προέρχονται από αυτή την ανιδιοτελή υπηρεσία των αναγκών των άλλων, όπως δείχνουν τα εδάφια 2 Κορ. 9:1, 11-14;
10 Αργότερα ο ίδιος ο Παύλος απήλαυσε μια τέτοια παρηγορητική υπηρεσία από ανθρώπους όπως ο Ονησίφορος και ο Ονήσιμος όταν αυτοί τον ‘υπηρετούσαν’ και τον ‘διακονούσαν’ σε καιρούς δοκιμασίας. (2 Τιμ. 1:16-18· Φιλήμ. 10-13) Όταν έγραψε στους Κορινθίους, ετόνισε σ’ αυτούς πόσο καλά αποτελέσματα φέρνει αυτή η φιλάγαθη και ανιδιοτελής υπηρεσία προς αίνον του Ιεχωβά και για την προώθησι των αγαθών νέων. Για την παροχή βοηθείας [διακονίας, Κείμενον] προς τους Ιουδαίους αδελφούς, είπε τα εξής: «Πλουτιζόμενοι κατά πάντα εις πάσαν ελευθεριότητα, ήτις εργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν εις τον Θεόν. Διότι η διακονία της υπηρεσίας ταύτης ουχί μόνον προσαναπληροί τας στερήσεις των αγίων, αλλά και περισσεύει δια πολλών ευχαριστιών προς τον Θεόν· επειδή δοκιμάζοντες την διακονίαν ταύτην δοξάζουσι τον Θεόν δια την υποταγήν τής εις το ευαγγέλιον του Χριστού ομολογίας σας και δια την ελευθεριότητα της προς αυτούς και προς πάντας μεταδόσεως, και δια της υπέρ υμών δεήσεως αυτών, οίτινες σας επιποθούσι δια την προς εσάς υπερβάλλουσαν χάριν του Θεού.»—2 Κορ. 9:1, 11-14.
11. (α) Με τι τρόπους η στοχαστική φροντίδα μας για τις φυσικές ανάγκες των άλλων συμβάλλει στην επέκτασι της αγνής λατρείας; (β) Ποιος είναι ένας τρόπος να δείξωμε αγάπη στο όνομα του Θεού, σύμφωνα με το εδάφιο Εβρ. 6:10;
11 Το άγγελμα της βασιλείας του Θεού αποκτά νόημα για τους ανθρώπους όταν βλέπουν το αποτέλεσμα που έχει στις προσωπικότητες εκείνων που το δέχονται καθώς και τη γενναιοδωρία και την αγάπη για τον πλησίον που προκαλεί. Αυτή η στοχαστική υπηρεσία και δωρεά στους άλλους όχι μόνο τους κάνει να αισθάνωνται ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που δίνουν αλλά κάνει να υπερχειλίζη και η ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεό. Δείχνει ότι η αληθινή Χριστιανοσύνη είναι ο καλύτερος δρόμος της ζωής, είναι η αληθινή λατρεία ενός αγαθού και στοργικού Θεού. (Παράβαλε Ιάκωβος 1:26, 27· 2:14-17· 1 Ιωάν. 3:16-18) Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, ότι ο Παύλος μπορούσε να γράψη στους εξ Εβραίων Χριστιανούς που έστειλαν βοήθεια στους αδελφούς των και να τους διαβεβαιώση ότι «δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση το έργον σας και τον κόπον της αγάπης την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού υπηρετήσαντες [διακονήσαντες] τους αγίους και υπηρετούντες [και διακονούντες].—Εβρ. 6:10· παράβαλε με 10:32-34· 1 Κορ. 16:15, 16.
12, 13. (α) Με ποια έννοια μπορούν οι κοσμικές κυβερνήσεις να περιγραφούν ως ‘διάκονοι’ του Θεού; (β) Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της υπηρεσίας των και της υπηρεσίας που προσφέρουν οι μαθηταί του Ιησού;
12 Επειδή η έννοια των λέξεων που σημαίνουν υπηρεσία επεξετάθη για να συμπεριλάβη όχι μόνο τους ‘διακονούντας εν ταις τραπέζαις’ αλλά και κάθε είδος προσωπικής υπηρεσίας, μπορεί να εφαρμοσθή ακόμη και σε κοσμικές κυβερνήσεις. Γι’ αυτόν το λόγο και οι ‘ανώτερες εξουσίες’ του παρόντος συστήματος πραγμάτων αποκαλούνται ‘υπηρέται’ [‘διάκονοι,’ Κείμενον] του Θεού με μια ειδική έννοια. Στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:4 ο θεόπνευστος απόστολος λέγει για την κυβερνητική εξουσία: «Ο άρχων είναι του Θεού υπηρέτης [διάκονος] εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν φοβού· διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν· επειδή του Θεού υπηρέτης [διάκονος] είναι, εκδικητής δια να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν.» Ο Θεός επιτρέπει σ’ αυτά τα πολιτικά συστήματα να παραμένουν επί ένα χρονικό διάστημα και να προσφέρουν ωρισμένες υπηρεσίες που ωφελούν τον λαόν του στη γη και οι οποίες συμβάλλουν στο να υπάρχη ένα μέτρο τάξεως και προστασίας από την παρανομία. Μ’ αυτή την έννοια ο άρχων είναι «διάκονος» του Θεού.
13 Αλλ’ αυτές οι κοσμικές κυβερνήσεις δεν υπηρετούν από αγάπη προς τον Θεό ή προς τους αληθινούς μαθητάς του Υιού του. Αντιθέτως, προσφέρουν αυτές τις δημόσιες υπηρεσίες αδιακρίτως προς όφελος όλων των πολιτών που είναι κάτω από την εξουσία τους. Οι υπηρεσίες των, επομένως, δεν αποτελούν αμοιβή που δίδεται σ’ εκείνους οι οποίοι υπηρετούν τον Ιεχωβά Θεό από αγάπη προς αυτόν και προς τον πλησίον τους.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΖΩΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
14, 15. (α) Ενώ η φροντίδα για τις υλικές ανάγκες των άλλων αποτελεί ζωτική μορφή της Χριστιανικές διακονίας, ποια άλλη μορφή είναι ακόμη πιο ζωτική; (β) Πώς το δείχνει αυτό η αφήγησις στις Πράξεις 6:1-4;
14 Από όσα εξετάσαμε μέχρι τώρα γίνεται φανερό ότι το να φροντίζουμε για τις φυσικές και υλικές ανάγκες των άλλων, ιδιαίτερα των Χριστιανών αδελφών μας, αποτελεί ζωτικό μέρος της Χριστιανικής διακονίας. Κανείς μας δεν πρέπει ποτέ να θεωρή σαν κάτι το «υποτιμητικό» το να υπηρετή ταπεινά μ’ αυτούς τους τρόπους, ή να υποτιμά τη σπουδαιότητα που έχει αυτή η διακονία ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, υπάρχει και μια πιο ζωτική μορφή διακονίας την οποία οι γνήσιοι Χριστιανοί πολύ θα ενδιαφέρωνται να προσφέρουν. Ποια είναι αυτή; Είναι να διακονούν τις άμεσες πνευματικές ανάγκες των άλλων.
15 Η αφήγησις που αναγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων 6:1-4 δείχνει καθαρά τη σχετική σπουδαιότητα της διακονίας των υλικών αναγκών των άλλων σε σύγκρισι με τη διακονία των πνευματικών των αναγκών. Ένα πρόβλημα είχε ανακύψει μετά την Πεντηκοστή του έτους 33 μ.Χ. επειδή, λόγω κάποιας μεροληψίας, μερικές χήρες «παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία» [στην καθημερινή διανομή τροφίμων]. Οι απόστολοι, όταν το πληροφορήθηκαν, «προσκαλέσαντες το πλήθος των μαθητών, είπον· Δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού και να διακονώμεν εις τραπέζας.» Εκάλεσαν λοιπόν τους αδελφούς να εκλέξουν επτά άνδρας «μαρτυρουμένους,» δηλαδή με καλή υπόληψι, ώστε οι απόστολοι, με την εξουσία που είχαν να κάνουν διορισμούς ‘να καταστήσουν αυτούς επί της χρείας ταύτης· ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και τη διακονία του Λόγου.’
16. Έλαβαν οι απόστολοι την θέσι που περιγράφεται επειδή η προμήθεια τροφίμων σ’ εκείνες τις χήρες αποτελούσε εξωεκκλησιαστικό έργον;
16 Η φροντίδα για την παροχή τροφίμων σ’ αυτές τις χήρες που παρεβλέποντο αποτελούσε βέβαια ένα αναγκαίο μέρος της Χριστιανικής διακονίας. Δεν αποτελούσε λοιπόν μια εξωεκκλησιαστική ενέργεια, αλλά είχε μια πνευματική άποψι. Τα λόγια του μαθητού Ιακώβου στην επιστολή Ιακώβου 1:26, 27 τονίζουν ότι αυτό αποτελεί θετικό μέρος της καθαρής ‘θρησκείας.’ Ωστόσο οι απόστολοι ανεγνώρισαν ότι θα έδειχνε έλλειψι ορθής κρίσεως από μέρους των το να δαπανούν τον χρόνο τους στον τρόπο παροχής αυτών των υλικών προμηθειών αντί ν’ ασχολούνται με πράγματα απολύτως πνευματικής φύσεως, ιδιαίτερα με την παροχή πνευματικής τροφής και καθοδηγίας στους αδελφούς από τον Λόγο του Θεού.
17. Πώς οι εκκλησίες σε άλλα μέρη ακολουθούσαν την ηγεσία της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ σε τέτοια ζητήματα;
17 Καθώς εδημιουργούντο εκκλησίες σε μέρη έξω από την Ιερουσαλήμ, ετηρείτο αυτή η αρχή. Η μεγαλύτερη προσοχή εδίδετο στη διακονία των άμεσων πνευματικών αναγκών χωρίς να παραβλέπεται ή να παραλείπεται να δίδεται η κατάλληλη σπουδαιότης σε φυσικά ή υλικά πράγματα. Διωρίζοντο πρεσβύτεροι για να υπηρετούν ως πνευματικοί ποιμένες και επίσκοποι στις εκκλησίες. (Πράξ. 20:17, 28) Και για να είναι δυνατόν να προσηλώνωνται οι πρεσβύτεροι στην εποικοδόμησι και την παροχή συμβουλών στους αδελφούς, υπήρχαν ομάδες βοηθών κάτω από την επίβλεψί των για να αναλαμβάνουν καθήκοντα που δεν ήσαν τόσο άμεσα πνευματικά.—Φιλιππ. 1:1.
18. Μπορούσε απλώς οποιοσδήποτε να υπηρετή ως διάκονος στην εκκλησία; Πώς δείχνει αυτό ότι η υπηρεσία που εκτελούσαν οι διάκονοι δεν ήταν ασήμαντη ενώπιον του Θεού;
18 Ο απόστολος Παύλος, αφού εδίδαξε τον Τιμόθεο ποια είναι τα προσόντα εκείνων που θα διωρίζοντο ως πρεσβύτεροι, προχώρησε και είπε: «Οι διάκονοι [βοηθοί, διακονικοί υπηρέται] ωσαύτως πρέπει να ήναι σεμνοί, ουχί δίγλωσσοι, ουχί δεδομένοι εις οίνον πολύν, ουχί αισχροκερδείς, έχοντες το μυστήριον της πίστεως μετά καθαράς συνειδήσεως. Και ούτοι δε ας δοκιμάζωνται πρώτον, έπειτα ας γίνωνται διάκονοι, εάν ήναι άμεμπτοι. . . . Διότι οι καλώς διακονήσαντες αποκτώσιν εις εαυτούς βαθμόν καλόν και πολλήν παρρησίαν εις την πίστιν την εις τον Ιησούν Χριστόν.»—1 Τιμ. 3:8-13.
19, 20. (α) Ποια ειδική χρήσις της λέξεως «διάκονος» (υπηρέτης) εγίνετο στην πρώτη εκκλησία; (β) Ποιο ερώτημα τώρα εγείρεται ως προς τη σχέσι μεταξύ αυτών των εκκλησιαστικών «υπηρετών» και εκείνων που διορίζονται ως πρεσβύτεροι;
19 Με τον ίδιο τρόπο που η λέξις πρεσβύτερος, η οποία απλώς σημαίνει έναν άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας, κατέληξε ν’ αποτελή τον προσδιορισμό ενός ανθρώπου με εκκλησιαστικό διορισμό υπηρεσίας, έτσι και η λέξις διάκονος, που σημαίνει απλώς «υπηρέτης,» κατέληξε να προσδιορίζη έναν άνθρωπο με κάποιον άλλο εκκλησιαστικό διορισμό. Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης, Τόμος Β΄, σελ. 89, σχολιάζοντας τις διάφορες χρήσεις της Ελληνικής λέξεως διάκονος κάτω από την επικεφαλίδα «Β. Ο Διάκονος ως Εκκλησιαστικός Λειτουργός,» λέγει τα εξής:
«1. Μπορεί να γίνη διάκρισις μεταξύ όλων αυτών των γενικών χρήσεων και της χρησιμοποιήσεως της λέξεως διάκονος ως ‘οριστικού προσδιορισμού του ατόμου που έχει ειδικό λειτούργημα’ στην εξελισσόμενη σύνθεσι της εκκλησίας. Αυτή η διάκρισις βρίσκεται σε μερικά εδάφια όπου η [Λατινική] Βουλγάτα χρησιμοποιεί την ξένη λέξι diaconus αντί της [Λατινικής] minister που χρησιμοποιεί σε άλλα εδάφια (βλέπε Φιλιππ. 1:1· 1 Τιμ. 3:8, 12).
«Μέλη της [Χριστιανικής] κοινότητος που καλούνται διάκονοι λόγω της τακτικής των δράσεως βρίσκομε για πρώτη φορά στην επιστολή προς Φιλιππησίους 1:1, όπου ο Παύλος στέλνει χαιρετισμούς σε όλους τους αγίους των Φιλίππων συν επισκόποις και διακόνοις [Κείμενον]. Ήδη σ’ αυτή τη φράσι ανακύπτει ένα οριστικό σημείο για την κατανόησι της υπηρεσίας, δηλαδή, ότι οι διάκονοι είναι συνδεδεμένοι με τους επισκόπους και αναφέρονται μετά απ’ αυτούς. Έτσι στον καιρό αυτής της επιστολής υπήρχαν δύο συνεργαζόμενες υπηρεσίες.
«. . . η περιγραφή της υπηρεσίας αποτελεί εδώ ένα οριστικό προσδιορισμό.»
20 Αυτοί οι αδελφοί, λοιπόν, ήσαν διωρισμένοι ως εκκλησιαστικοί «υπηρέται,» οι οποίοι ταπεινά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των αδελφών των με το να εκτελούν ωρισμένα καθήκοντα. Μήπως αυτό έδινε στους αδελφούς που ήσαν «πρεσβύτεροι» το δικαίωμα να κρατούν μια ανώτερη στάσι απέναντι των (δηλαδή απέναντι εκείνων που ήσαν διωρισμένοι να υπηρετούν ως διάκονοι) σαν να ήσαν οι πρεσβύτεροι οι «προϊστάμενοι» των;
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΑΝΩΤΕΡΗ ΣΤΑΣΙ
21. Γιατί δεν υπάρχει λόγος να θεωρή τον εαυτό του κάθε πρεσβύτερος σαν «ανώτερον» από εκείνους που υπηρετούν ως διακονικοί «υπηρέται»;
21 Όχι, διότι αυτό βέβαια δεν θα συμφωνούσε με τη συμβουλή του Ιησού και με την αρχή που εδίδαξε στους αποστόλους του. Στην πραγματικότητα, όλοι εκείνοι που υπηρετούσαν ως «πρεσβύτεροι» ήσαν επίσης υπηρέται των αδελφών τους, περιλαμβανομένων κι εκείνων που εκαλούντο εκκλησιαστικοί «υπηρέται» («διακονικοί υπηρέται,» ΜΝΚ). Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ‘ήλθε όχι για να υπηρετηθή, αλλά για να υπηρετήση.’ Ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος είπε ότι ο Ιησούς «έγεινε διάκονος της περιτομής υπέρ της αληθείας του Θεού.» (Ματθ. 20:28· Ρωμ. 15:8) Ο Παύλος εχαρακτήρισε τον εαυτόν του (καθώς και τους συνεργάτες του, τον Τιμόθεο και άλλους) ως υπηρέτας [διακόνους, Κείμενον]. (Εφεσ. 3:7· Κολ. 1:23) Μ’ αυτό δεν εννοούσε ότι αποτελούσε μέρος ενός σώματος εκκλησιαστικών υπηρετών «διακονικών υπηρετών» ή «διακόνων» σε μια ωρισμένη εκκλησία, αλλ’ αντιθέτως ότι αυτός είχε διορισθή να υπηρετή προς όφελος της Χριστιανικής εκκλησίας ως σύνολον. Μιλώντας γι’ αυτή την εκκλησία είπε τα εξής: «Της οποίας εγώ έγεινα υπηρέτης [διάκονος, Κείμενον] κατά την οικονομίαν του Θεού την εις εμέ δοθείσαν δια σας, δια να εκπληρώσω το κήρυγμα του λόγου του Θεού.»—Κολ. 1:24-26.
22, 23. (α) Πώς ένα άτομο δείχνει ότι είναι ένας αληθινός υπηρέτης του άλλου; (β) Πώς ο απόστολος Παύλος απέδειξε ότι ήταν ένας γνήσιος διάκονος του Θεού και του Χριστού;
22 Για να είναι κανείς «υπηρέτης» ενός άλλου θα έπρεπε να υπομένη ταπεινά κάτω από δυσχέρειες και να εγκαρτερή σε δυσάρεστες συνθήκες. Η προθυμία ενός ατόμου, να το κάμη αυτό ή όχι, θα έδειχνε τη γνησιότητα της υπηρεσίας του σ’ εκείνο που υπηρετούσε. Επειδή μερικοί ήσαν διατεθειμένοι να υποτιμήσουν την αξία του Παύλου σε σύγκρισι με άλλους, αυτός απέδειξε ότι ήταν ένας αξιόπιστος υπηρέτης του Χριστού και του Θεού. Στους Χριστιανούς της Κορίνθου, όπου υπήρχαν μερικοί από τους δυσφημιστάς του, έγραψε τα εξής: «Εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως υπηρέται [διάκονοι, Κείμενον] Θεού, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν ραβδισμοίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις.»—2 Κορ. 6:4, 5.
23 Για κείνους που δεν τον εκτιμούσαν όσο έπρεπε, ρώτησε, «Υπηρέται [διάκονοι, Κείμενον] του Χριστού είναι;» και κατόπιν επροχώρησε για να πη, «πλειότερον εγώ· εις κόπους περισσότερον, εις πληγάς καθ’ υπερβολήν, εις φυλακάς περισσότερον, εις θανάτους πολλάκις. Υπό των Ιουδαίων πεντάκις έλαβον πληγάς τεσσαράκοντα παρά μίαν· τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθοβολήθην, τρις εναυάγησα, εν ημερονύκτιον εν τω βυθώ έκαμον· εις οδοιπορίας πολλάκις, εις κινδύνους ποταμών, κινδύνους ληστών, κινδύνους εκ του γένους, κινδύνους εξ εθνών, κινδύνους εν πόλει, κινδύνους εν ερημία, κινδύνους εν θαλάσση, κινδύνους εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίας πολλάκις, εν πείνη και δίψη, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι.»—2 Κορ. 11:23-27.
24. Πώς ο απόστολος μάς βοηθεί έτσι να έχωμε την ορθή άποψι όταν εξετάζωμε τη γνησιότητα της υπηρεσίας μας;
24 Αυτή πράγματι ήταν μια αληθινή απόδειξις για τη γνησιότητα της διακονίας του! Δεν ήταν απαρίθμησις εντυπωσιακών επιτευγμάτων για τα οποία μπορούσε να καυχηθή ως άνθρωπος, όπως είναι η κατασκευή μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων· δεν ήταν αγόρευσις για τη συγκέντρωσι μεγάλου πλήθους για να τον ακούση να ομιλή· δεν υπήρχε καύχησις για τη θαυμαστή επέκτασι που είχε επιτευχθή στη διάδοσι των αγαθών νέων. Αντιθέτως, ήταν μια εξιστόρησις ταπεινής διακονίας, όπως ενός διακόνου, ο οποίος, χωρίς κανένα κομπασμό βγαίνει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, αψηφώντας θύελλες, δυσχέρειες και κίνδυνους, για να εκπληρώση κάποιο θέλημα για το οποίο τον απέστελλε ο κύριος του. Μπορούμε να σκεπτώμεθα το παράδειγμα του Παύλου όταν εξετάζωμε τη γνησιότητα της υπηρεσίας μας προς τον Θεό. Μπορούμε επίσης να ενθυμούμεθα ότι ο Παύλος επέστησε την προσοχή μας και στις συστατικές επιστολές του, δηλαδή, τους Χριστιανούς μαθητάς που ήσαν απόδειξις της διακονίας του.—2 Κορ. 3:1-3.
25. Πώς ο Παύλος εξεδήλωσε την ταπεινότητά του γράφοντας στην Κόρινθο, όπου είχε εργασθή επιμελώς;
25 Ο Παύλος ποτέ δεν έκαμε το σφάλμα να εξυψωθή ούτε εζήτησε ν’ αποβλέπουν οι άλλοι σ’ αυτόν με σεβασμό σαν να ήταν ‘αρχηγός’ των. Στους Κορινθίους, ανάμεσα στους οποίους είχε μοχθήσει ενάμισυ έτος, είπε τα εξής για τον εαυτόν του και για ένα συνεργάτη του: «Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται [διάκονοι, Κείμενον] δια των οποίων επιστεύσατε, και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξησεν. Ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο Θεός ο αυξάνων. . . . Του Θεού είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή.»—1 Κορ. 3:5-9.
26. Πώς μπορούμε να επιδιώξωμε να είμεθα μεγάλοι και ωστόσο να είμεθα απηλλαγμένοι από ιδιοτελή φιλοδοξία και υπερηφάνεια;
26 Το να επιδιώκωμε βέβαια να είμεθα μεγάλοι μ’ αυτό τον τρόπο, όχι αποκτώντας ανωτερότητα, γόητρο ή εξουσία, αλλά με το να προσφέρωμε ταπεινή υπηρεσία, αποτελεί ένα επιθυμητό στόχο. Είναι απόδειξις όχι φιλοδοξίας ή υπερηφανείας ή ιδιοτελείας αλλά απόδειξις αγάπης, αγάπης για τον Θεό και αγάπης για τον πλησίον. Είθε όλοι μας σήμερα να επιζητούμε τέτοιου είδους μεγαλείο, προς αίνο του Ιεχωβά Θεού ο οποίος εθέσπισε αυτό τον κανόνα του μεγαλείου, και προς τιμή του Υιού του, ο οποίος έδωσε το παράδειγμα γι’ αυτό όσο κανένας άλλος. Αν επιζητούμε τη Χριστιανική «μεγαλωσύνη» θ’ αποκομίζωμε μεγαλειώδη οφέλη τόσον εμείς όσο και οι άλλοι. Ο Θεός θα μας δώση άφθονο το πνεύμα του που θα συμβάλη στο να υπάρχη μια θαυμαστή ενότητα και αρμονία μεταξύ μας, όπως εξηγεί το επόμενο άρθρο.
[Υποσημειώσεις]
a Κατά τους λεξικογράφους, ο όρος διάκονος προέρχεται από την πρόθεσι δια, που σημαίνει «δια μέσου,» και από τη λέξι κόνις, που σημαίνει «σκόνη,» κι επομένως περιγράφει ένα δούλον που είναι σκονισμένος επειδή εκτελεί κάποιο καθήκον ή θέλημα για τον κύριο του.
b Βρίσκομε και άλλα παραδείγματα αυτού του είδους υπηρεσίας που προσέφεραν οι «υπηρέται.» [διάκονοι, Κείμενον] στην αφήγησι για το γαμήλιο συμπόσιο που έγινε στην Κανά (Ιωάννης 2:1-9), όταν η πεθερά του Πέτρου «υπηρέτει, [διηκόνει, Κείμενον] αυτούς,» (Ματθ. 8:14, 15), και στην περίπτωσι της Μάρθας που «ενησχολείτο εις πολλήν υπηρεσίαν» [διακονίαν, Κείμενον].—Λουκ. 10:40· Ιωάν. 10:40· Ιωάν. 12:2.
[Εικόνα στη σελίδα 141]
Η Ελληνική λέξις διακονώ τονίζει την προσωπική φύσι μιας υπηρεσίας που αποδίδεται σε άλλον
[Εικόνα στη σελίδα 142]
Η Χριστιανική διακονία περιλαμβάνει και τη φροντίδα για τις υλικές ανάγκες των Χριστιανών που στερούνται· αυτή η προσφορά φέρνει αίνον στον Θεό
[Εικόνα στη σελίδα 144]
Οι πρώτοι Χριστιανοί εφρόντιζαν κυρίως να εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες των άλλων