Η Άποψις της Βίβλου
Είναι η Εκδήλωσις Προσωποληψίας Αμαρτία;
ΣΥΜΦΩΝΑ με τη Βίβλο αμαρτία είναι κάτι που δεν εναρμονίζεται με την προσωπικότητα, τους νόμους, τις οδούς και το θέλημα του Θεού. Επειδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, η αποτυχία του να τιμήση αυτή την εικόνα κατάλληλα, είναι αμαρτία. (Γεν. 1:26, 27· Ρωμ. 3:23) Μήπως η επίδειξις προσωποληψίας αμαυρώνει την αντανάκλασι της ομοιότητος της δόξης του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου; Οπωσδήποτε την αμαυρώνει, διότι «δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός.»—Πράξ. 10:34.
Έτσι, οι Χριστιανοί πρέπει να φυλάγωνται από την επίδειξι προσωποληψίας. Είναι μια αμαρτία στην οποία μπορούν εύκολα να παγιδευθούν. Στην πραγματικότητα, στον πρώτο αιώνα υπήρχαν πιστοί που είχαν ενδώσει σ’ αυτή την αμαρτία. Ο Χριστιανός μαθητής Ιάκωβος έγραψε: «Αδελφοί μου, μη έχετε με προσωποληψίας την πίστιν του δεδοξασμένου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Διότι εάν εισέλθη εις την συναγωγήν σας άνθρωπος έχων χρυσούν δακτυλίδιον με λαμπρόν ένδυμα, εισέλθη δε και πτωχός με ρυπαρόν ένδυμα, και επιβλέψητε εις τον φορούντα το ένδυμα το λαμπρόν και είπητε προς αυτόν, Συ κάθου εδώ καλώς· και προς τον πτωχόν είπετε, Συ στέκε εκεί ή κάθου εδώ υπό το υποπόδιόν μου· δεν εκάμετε άρα διάκρισιν εν εαυτοίς και εγείνετε κριταί πονηρά διαλογιζόμενοι;»—Ιακ. 2:1-4.
Εξετάστε τι είπε εδώ ο Ιάκωβος. Θα μπορούσε ένα άτομο να παραμένη σταθερό στην πίστι που βασίζεται στον Ιησού Χριστό και ταυτόχρονα να επιδεικνύη προσωποληψία στους ανθρώπους; Αυτό είναι αδύνατο, διότι ο Ιησούς Χριστός «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Επίσης, είναι θέλημα του Θεού «να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας.» (1 Τιμ. 2:3-6) Έτσι, ήταν αντίθετο με τη Χριστιανική πίστι να εκδηλώνη ένας πιστός με τις πράξεις του ότι ο πλούσιος άξιζε περισσότερο από τον πτωχό ν’ ακούση τα «αγαθά νέα.»
Ωστόσο, αυτό είναι εκείνο που έκαναν μερικοί Χριστιανοί. Αν ένας πλούσιος άνθρωπος ερχόταν σε μια από τις συναθροίσεις τους, κατέβαλλαν ειδικές προσπάθειες για να τον καλοδεχθούν και να τον οδηγήσουν σ’ ένα ωραίο, άνετο κάθισμα. Ωστόσο, όταν ένας φτωχός με κουρελιασμένα ρούχα παρακολουθούσε μια συνάθροισι, ουσιαστικά τον περιφρονούσαν. Του έλεγαν στην πραγματικότητα: ‘Κάθησε όρθιος εκεί που είσαι. Ή, αν προτιμάς να καθήσης, κάθησε στο πάτωμα.’ Αυτός που έλεγε αυτά τα λόγια είχε πολύ λίγο σεβασμό για τον φτωχό, ώστε δεν το θεωρούσε τίποτε να του πη να σταθή όρθιος ή να καθήση σ’ ένα χαμηλότερο επίπεδο από ένα υποπόδιο. Πώς ο μαθητής Ιάκωβος απεκάλεσε τα άτομα εκείνα που έκαναν τέτοιες κοινωνικές διακρίσεις; Ήσαν «κριταί πονηρά διαλογιζόμενοι.»
Με το να μην καλοδεχθούν τον πτωχό, δεν του συμπεριεφέροντο ως ένα άτομο για το οποίο ο Χριστός πέθανε και που είχε το δικαίωμα να έλθη σε «επίγνωσιν της αληθείας.» Μετρούσαν την αξία του με βάσι τα αποκτήματά του. Οπωσδήποτε αυτό ήταν κακό· ήταν σε πλήρη αντίθεσι με την άποψι που ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός έχουν για τους ανθρώπους. Παρέβαινε επίσης το πνεύμα της διδασκαλίας του Χριστού ότι όλα τα μέλη της εκκλησίας είναι «αδελφοί,» με μια ίση πρόσοδο ενώπιον του Θεού.—Ματθ. 23:8.
Επίσης, ο μαθητής Ιάκωβος έδειξε ότι η επίδειξις προσωποληψίας στους πλουσίους ήταν αδικαιολόγητη. Διαβάζομε: «Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της βασιλείας, την οποίαν υπεσχέθη προς τους αγαπώντας αυτόν; Σεις όμως ητιμάσατε τον πτωχόν. Δεν σας καταδυναστεύουσιν οι πλούσιοι και αυτοί σας σύρουσιν εις κριτήρια; Αυτοί δεν βλασφημούσι το καλόν όνομα με το οποίο ονομάζεσθε;»—Ιακ. 2:5-7.
Οι πιστοί προς τους οποίους απηύθυνε τα λόγια του γνώριζαν ότι η πλειονότης εκείνων που είχαν αποδεχθή τη Χριστιανική πίστι είχαν προέλθει από την πτωχή τάξι. Όπως ο απόστολος είχε γράψει ενωρίτερα στους Κορινθίους, αυτό θα μπορούσε να γίνη αντιληπτό. «Επειδή βλέπετε,» είπε ο Παύλος, «την πρόσκλησίν σας, αδελφοί, ότι είσθε ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολύ δυνατοί, ου πολύ ευγενείς.» (1 Κορ. 1:26) Σε αντίθεσι με πολλούς πτωχούς και λυπημένους που είχαν μια πραγματική επιθυμία για τον Θεό και που ανεγνώριζαν την εξάρτησί τους απ’ αυτόν, οι πλούσιοι γενικά εμπιστεύοντο στα πλούτη τους. Επειδή οι πτωχοί είχαν την ορθή άποψι σχετικά με τα πνευματικά πράγματα, ο Ιεχωβά Θεός έκρινε κατάλληλο να τους ενδυναμώση. Στον κόσμο, οι πτωχοί δεν είχαν τίποτε—ούτε αξιοπρέπεια, ούτε επιρροή, ούτε εξοχότητα. Αλλά ο Ιεχωβά Θεός τούς ευνόησε με ανεκτίμητα πνευματικά πλούτη, κάνοντας τους πλούσιους στην πίστι, και καθιστώντας τους κληρονόμους της ουρανίου βασιλείας. Έτσι, ήταν αδικαιολόγητο για τους Χριστιανούς να προσβάλλουν τους πτωχούς, οι οποίοι μπορεί να ήρχοντο σε μια συνάθροισι, και να τους κοιτάζουν ως ακατάλληλους για να έχουν ένα κάθισμα.
Ομοίως, το να συμπεριφέρεται κάποιος καλύτερα στον πλούσιο ήταν αδικαιολόγητο. Σαν τάξις, οι πλούσιοι δεν άξιζαν τέτοια μεταχείρισι, διότι οι πράξεις των δεν τους συνιστούσαν ως καλούς ανθρώπους. Ήσαν καταπιεστικοί, τραχείς και ψυχροί. Ήσαν μεταξύ εκείνων που ήγειραν διωγμούς κατά της Χριστιανοσύνης, βλασφημώντας το όνομα του Χριστού.
Η μεροληπτική μεταχείρισις, επίσης, των ατόμων παρεβίαζε τη νέα εντολή που έδωσε ο Ιησούς Χριστός στους ακολούθους του. Ο Υιός του Θεού δήλωσε: «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ σας ηγάπησα και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, αν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάν. 13:34, 35) Ο Ιησούς Χριστός έδειξε μια αυτοθυσιαστική αγάπη. Πρόθυμα προσέφερε τη ζωή του χάριν των άλλων. Έτσι, μολονότι ο Νόμος που εδόθη μέσω του Μωυσέως απαιτούσε να αγαπά κανείς τον πλησίον του ως σεαυτόν η νέα εντολή πράγματι απαιτούσε περισσότερα. Εξετάζοντας το ζήτημα μ’ αυτή την έννοια, το να προσβάλη ένας Χριστιανός έναν πτωχό αποτελούσε σοβαρή παραβίασι του νόμου της αγάπης.
Ο μαθητής Ιάκωβος έδωσε έμφασι σ’ αυτό το σημείο, λέγοντας: «Εάν μεν εκτελήτε τον νόμον τον βασιλικόν κατά την γραφήν, θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν καλώς ποιείτε· εάν όμως προσωποληπτήτε, κάμνετε αμαρτίαν και ελέγχεσθε υπό του νόμου ως παραβάται.» (Ιακ. 2:8, 9) Για τους Χριστιανούς που βρίσκονται κάτω από τη νέα εντολή να δείχνουν αγάπη, η αγάπη τους αυτή προς ένα πτωχό θα ήταν αξιέπαινη, μολονότι δεν εκπληρώνεται εντελώς η υποχρέωσίς τους σ’ αυτόν. Ωστόσο, με το να προσβάλουν τον πτωχό, θα παρέβλεπαν τον ‘βασιλικό νόμο,’ τον νόμο του μεγάλου Βασιλέως Ιεχωβά, ο οποίος είναι επίσης ένας έξοχος νόμος. Με βάσι αυτόν τον νόμο, όλοι εκείνοι που έδειχναν προσωποληψία ήσαν αμαρτωλοί.
Συνεπώς, αν επιθυμούμε να στεκώμεθα επιδοκιμασμένοι ενώπιον του Θεού και του Χριστού, πρέπει να βγάλωμε από τις καρδιές μας κάθε τάσι προς επίδειξι προσωποληψίας. Η κοινωνική θέσις ενός ατόμου, η εκπαιδευτική του κατάρτισις ή η οικονομική του υπόστασις δεν πρέπει να επηρεάζουν την κρίσι μας γι’ αυτόν ως άτομο. Ούτε θα πρέπει να ταπεινώνωμε κάποιον σε άλλους, άσχετα με το πόσο χαμηλά μπορεί να φαίνεται ότι είναι. Αν ο Ύψιστος Θεός θεωρή ένα άτομο άξιο της αγάπης του, ποιοι είμαστε εμείς να λέμε ότι ένα τέτοιο άτομο δεν αξίζει την αγάπη μας; Αυτό θα ήταν στην πραγματικότητα πολύ κακό. Ένα άτομο που θα ενεργούσε έτσι θα έδειχνε ότι νομίζει ότι είναι μεγαλύτερος από τον Θεό.