Εκπλήρωσις της Νέας Εντολής της Αγάπης
«Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους.»—Ιωάνν. 13:34.
1. Σύμφωνα με το επιχείρημα του αποστόλου Παύλου, τι είδους αγάπη εξέφρασε ο Θεός προμηθεύοντας το αντίλυτρο;
Η ΒΑΣΙΣ για το μέγιστο δώρο του Θεού προς το ανθρώπινο γένος ήταν αγάπη που στηρίζεται σε αρχές, όχι στοργή. Αυτό υποστηρίζει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του 5:7-10, λέγοντας: «Διότι μόλις υπέρ δικαίου θέλει αποθάνει τις· επειδή υπέρ του αγαθού ίσως και τολμά τις να αποθάνη. Αλλ’ ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών . . . Διότι, εάν εχθροί όντες [όχι φίλοι] εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή δια της ζωής αυτού.» Όχι, δεν ήταν συμπάθεια αυτό που ο Ιεχωβά Θεός εξέφρασε προς το ατελές, αμαρτωλό ανθρώπινο γένος με το δώρον του Υιού του. Ποιες ιδιότητες είχαν αυτοί, για τις οποίες να αισθανθή συμπάθεια; Αλλά εξήσκησε αγάπη, ένα βασισμένο σε αρχές, ανιδιοτελές ενδιαφέρον για την ευημερία τους και τις ανάγκες τους. Έκαμε προμήθεια για την υψίστη ανάγκη των, επρομήθευσε το μέσον με το οποίον θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μ’ αυτόν, την Πηγή της ζωής, με την απολυτρωτική θυσία του Υιού του.
2, 3. (α) Γιατί υπάρχει ανάγκη αυτής της βασισμένης σε αρχές αγάπης για να εκτελεσθή η εντολή του κατά Ματθαίον 24:14, και πώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά εκδηλώνουν αυτή την αγάπη; (β) Πώς ο Ιησούς διέφερε από τους συγχρόνους φιλανθρώπους;
2 Το ότι είμεθα Χριστιανοί ακόλουθοι του Υιού του Θεού απαιτεί αυτό το είδος της αγάπης σήμερα. Δίχως αυτό η προφητεία του Ιησού ότι «θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη» πριν από το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων, δεν θα εξεπληρώνετο ποτέ. Ο Ιησούς προειδοποίησε τους φορείς αυτού του ευαγγελίου ότι «θέλουσι σας παραδώσει εις θλίψιν, και θέλουσι σας θανατώσει· και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών δια το όνομά μου.»—Ματθ. 24:9, 14.
3 Σήμερα σε 194 χώρες και νήσους οι μάρτυρες του Ιεχωβά κομίζουν το ευαγγέλιον της Βασιλείας και το κάνουν αυτό από ανιδιοτελή αγάπη. Τι άλλο θα τους ωθούσε να εξακολουθούν να πηγαίνουν στους ανθρώπους στις πόλεις των, στις κωμοπόλεις των και στα χωριά των, χρησιμοποιώντας τον χρόνο των και την ενέργειά των, και όμως σε τόσο πολλά σπίτια αντιμετωπίζοντας εναντιώσεις και ύβρεις; Δεν έχουν τον εύκολο τρόπο που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι φιλάνθρωποι, οι οποίοι στρώνουν τον δρόμο τους με στοργή προς τους ανθρώπους μέσω χρηματικών δώρων, τροφίμων ή έργων που κάνουν έκκλησι προς τα ανθρώπινα σαρκικά συμφέροντα των ανθρώπων. Είναι αλήθεια ότι σε δύο περιπτώσεις ο Χριστός Ιησούς έκαμε να πολλαπλασιασθή τροφή θαυματουργικά προς όφελος του πλήθους, που είχε ελθεί από μακριά να τον ακούση. Αλλά δεν το έκαμε αυτό έργο του κι έδειξε ότι δεν ήθελε «Χριστιανούς του ρυζιού» μεταξύ των ακολούθων του. Σ’ ένα τέτοιο πλήθος είπε: «Με ζητείτε, ουχί διότι είδετε θαύματα, αλλά διότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε. Εργάζεσθε μη δια την τροφήν την φθειρομένην, αλλά δια την τροφήν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, την οποίαν ο Υιός του ανθρώπου θέλει σας δώσει.» Και εξακολούθησε να λέγη ισχυρές αλήθειες από τις οποίες πολλοί ‘εσκανδαλίσθησαν’ (ΜΝΚ) με αποτέλεσμα ότι «πολλοί των μαθητών αυτού εστράφησαν εις τα οπίσω, και δεν περιεπάτουν πλέον μετ’ αυτού.» Αγαπούσαν την τροφή που φθείρεται, και όχι την αλήθεια την «μένουσαν εις ζωήν αιώνιον.»—Ιωάν. 6:25-27, 60, 66.
4, 5. Τι δείχνει ότι ο Ιησούς δεν ανεφέρετο σε μια γενική αγάπη προς τον πλησίον όταν έδωσε τη νέα του εντολή περί αγάπης;
4 Άλλοι από τους μαθητάς του παρέμειναν μαζί του μέχρι τέλους της διακονίας του. Την τελευταία του μαζί τους νύχτα είπε: «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους.» (Ιωάν. 13:34) Πώς μπορεί να λεχθή ότι αυτή ήταν μια ‘νέα εντολή’;
5 Ο Νόμος, ο οποίος είχε δοθή στον Ισραήλ μέσω του Μωυσέως πριν από δεκαπέντε περίπου αιώνες, ανέφερε: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» (Λευιτ. 19:18) Μολονότι η ιστορία του έθνους εκείνου έδειξε ότι απέτυχαν οικτρά να φέρουν σε πέρας αυτόν τον νόμο, εν τούτοις αυτός εξακολουθούσε να υπάρχη στον νομικό τους κώδικα σε όλη τη διάρκεια των αιώνων εκείνων. Επομένως, απλώς η αγάπη προς τον πλησίον δεν ήταν, ασφαλώς, μια νέα εντολή. Ο Ιησούς ανέφερε αυτόν τον νόμο όταν απήντησε σ’ ένα Ιουδαίο Νομομαθή, ο οποίος ζήτησε να του ειπή την μεγαλύτερη εντολή του Νόμου. Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.” . . . Και δευτέρα ομοία, αύτη, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» (Μάρκ. 12:29-31, ΜΝΚ) Μολονότι η διαθήκη του νόμου με τον Ισραήλ είχε εκπληρωθή και τεθή κατά μέρος μετά τον θάνατο του Ιησού και την ίδρυσι μιας νέας διαθήκης, εν τούτοις οι αρχές των δύο αυτών μεγάλων εντολών μετεφέρθησαν αμέσως και στη νεο-ιδρυθείσαν Χριστιανική εκκλησία. (Ρωμ. 12:1, 2· 13:8-10· Ιάκ. 2:8) Για να καταλάβωμε τι εσήμαινε η νέα εντολή του Ιησού, θα κάμωμε καλά να ιδούμε πρώτα τι απαιτούσαν αυτές οι προηγούμενες εντολές.
ΔΙΑΝΟΙΑ, ΚΑΡΔΙΑ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΙΣ
6. Η αγάπη του Θεού με όλη μας τη διάνοια τι απαιτεί από μας;
6 Πώς περιλαμβάνει τα πάντα το να πούμε ότι οφείλομε ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά με όλη μας τη διάνοια, την καρδιά, την ψυχή και τη δύναμι! (Μάρκ. 12:30· Ματθ. 22:37) Η διάνοια είναι η έδρα της νοημοσύνης, και το ν’ αγαπούμε τον Θεό με όλη μας τη διάνοια ασφαλώς απαιτεί τη χρησιμοποίησι από μέρους μας όλης της νοημοσύνης μας για να μάθωμε για τον Δημιουργό μας και τους σκοπούς του και τις αρχές του, και έπειτα νοημόνως να εφαρμόσωμε τη γνώσι αυτή σε όλα τα πράγματα της ζωής σε αρμονία με το θέλημά του. Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνη μ’ ένα εθιμοτυπικό τρόπο ζωής, με τελετουργίες εκτελούμενες με μηχανικό τρόπο ή επανάληψι προσευχών και αίνου που μάθαμε από μνήμης, με πράγματα που δεν απαιτούν την εξάσκησι περισσοτέρας νοημοσύνης από όση θα μπορούσε να χρησιμοποιήση ένα μικρό παιδί. Ασφαλώς ο Πάνσοφος Θεός, ο οποίος εδημιούργησε αυτό το απέραντο και θαυμαστό σύμπαν με όλο το μεγαλείο και την ποικιλία του, δεν θα εδέχετο ποτέ μια τέτοια περιωρισμένης εκτάσεως εκδήλωσι ως αξία να ονομασθή αληθινή αγάπη γι’ αυτόν. Η αγάπη προς τον Θεό με όλη τη διάνοια απαιτεί να «μεταμορφόνεσθε δια της ανακαινίσεως του νοός σας, ώστε να δοκιμάζητε τι είναι το θέλημα του Θεού το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.»—Ρωμ. 12:2.
7. Η διανοητική αποδοχή της υποχρεώσεώς μας να υπηρετήσωμε τον Θεό και η υπακοή μας επάνω σ’ αυτή τη βάσι είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν αληθινή αγάπη γι’ αυτόν; Γιατί;
7 Η καρδιά είναι μια εκδηλωτικά ανιδιοτελής, γεμάτη φιλαλληλία ιδιότης ενός ατόμου, το εργοστάσιο παραγωγής της στοργής και των ελατηρίων ενός ατόμου, της συνειδήσεως και της ηθικής διαγωγής. Ο φιλάγαθος Θεός μας με την τελεία καρδιά δεν θα μας επιτρέψη ποτέ να προσφέρωμε σ’ αυτόν υπακοή και υπηρεσία απλώς από ένα αίσθημα υποχρεώσεως ή ανάγκης να κάνωμε εκείνο που τον ευαρεστεί. Μια εκδήλωσις με μισή καρδιά όπως αυτή θα έδειχνε ότι δεν ενδιαφέρεται κανείς παρά μόνον για ένα πράγμα: ν’ αποκομίση οφέλη από τον Θεό, ακριβώς όπως ένας ο οποίος εργάζεται για κάποιον με μόνο ενδιαφέρον τον μισθό που θα λάβη. Ένας που αγαπά τον Ιεχωβά Θεό με όλη του την καρδιά θα κάνη το θέλημα του Δημιουργού του, όχι μόνον επειδή γνωρίζει ότι οφείλει να το κάνη και διότι η ίδια η ζωή του εξαρτάται από το αν θα το κάνη αυτό, αλλά, επίσης, διότι θέλει να το κάνη, φλέγεται από την επιθυμία να το κάνη. Μια ισχυρή από την καρδιά στοργή τον υποκινεί να ευαρεστήση τον ουράνιο Πατέρα του.—1 Ιωάν. 5:3.
8. Πώς μπορούμε ν’ αγαπούμε τον Θεό ‘εξ όλης της ψυχής μας’;
8 Το ν’ αγαπάτε τον Θεό με όλη σας την ψυχή ισοδυναμεί με το να πήτε ότι θα τον αγαπάτε με την ίδια τη ζωή σας σαν ένα νοήμον πλάσμα. Αυτό, βέβαια, αποκλείει το να είμεθα απλώς ένας πιστός της Κυριακής, ένας μιας ημέρας την εβδομάδα λάτρης του Θεού, ή ένας που λατρεύει τον Θεό σε ωρισμένες περιόδους στη διάρκεια του έτους. Η ζωή και ο χρόνος είναι αχώριστα για μας· όσο ζούμε, έχομε χρόνο στη διάθεσί μας και, όταν πεθάνωμε, ο χρόνος έληξε για μας, τουλάχιστον ωσότου ο ουράνιος Πατέρας μας θεωρήση κατάλληλο να μας αφυπνίση στη ζωή και πάλι με ανάστασι. Αν αγαπούμε τον Θεό με όλη μας την ψυχή, τότε ολόκληρη η ζωή μας θα περιστρέφεται γύρω από την εκτέλεσι του θελήματός του. Δεν θα σκεπτώμεθα ότι μπορούμε να κρατήσωμε το πρώτο ήμισυ για τον εαυτό μας και να δώσωμε το δεύτερο ήμισυ, την γεροντική μας ηλικία, σ’ αυτόν.—Εκκλησ. 12:1.
9, 10. (α) Μπορούμε ν’ αγαπούμε τον Ιεχωβά Θεό «εξ όλης της δυνάμεως» μας κι εν τούτοις να εργαζώμεθα για τις σωματικές ανάγκες τις δικές μας ή της οικογενείας μας; Πώς; (β) Γιατί είναι γνησία αγάπη προς τον Θεό μια τέτοια στενά φιλική έκφρασις;
9 Η χρησιμοποίησις όλης της δυνάμεώς μας για ν’ αγαπούμε τον Θεό θα σημαίνη μια ενεργό υπηρεσία προς αυτόν, καταβολή πραγματικής προσπαθείας να κάνωμε το ευάρεστο σ’ αυτόν θέλημά του. Μολονότι δύναμις μπορεί κατάλληλα να χρησιμοποιηθή για να κερδηθούν τα προς το ζήν, για την περιποίησι του σπιτιού, ή ακόμη και για κατά καιρούς αναψυχή, εν τούτοις ο Ιεχωβά Θεός θα έχη πάντοτε προτεραιότητα δικαιώματος στις ζωτικές μας δυνάμεις. Γράφοντας σε άτομα, τα οποία είχαν ήδη αφιερώσει τη ζωή τους στον Θεό, ο απόστολος είπε: «Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, να παραστήσητε τα σώματά σας θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον εις τον Θεόν, ήτις είναι η λογική σας λατρεία.» Δεν είναι μήπως πολύ λογικό, εφόσον ο Ιεχωβά κάνει ώστε «πάντα συνεργούσι προς το αγαθόν εις τους αγαπώντας τον Θεόν», να προσπαθούμε να κάνωμε, όπως όλα τα έργα μας συντελούν προς αίνον του και προς το καλό όλων των άλλων οι οποίοι τον αγαπούν;—Ρωμ. 12:1· 8:28.
10 Τι θα μπορούσε να είναι πιο στενά φιλικό από αυτή την αγάπη που λέγει η Γραφή ότι πρέπει να έχωμε για τον Θεό; Μπορούμε να εξετάσωμε το μέρος που παίζουν χωριστά η διάνοια, η καρδιά, η ψυχή και η δύναμις στο να την εκφράσουν, εν τούτοις στην πραγματικότητα όλα αυτά πρέπει να συνδυασθούν για να είναι η αγάπη γνησία. Περιλαμβάνει τότε το όλον μας, δίχως ν’ αφεθή τίποτε έξω.
ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
11. Με ποιους τρόπους μπορούμε να ‘αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας’;
11 Ο Ιησούς είπε ότι οφείλομε ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας, όχι αντί του εαυτού μας, αλλά σαν τον εαυτό μας, κάνοντας γι’ αυτόν ό,τι θα θέλαμε να κάνη κι εκείνος για μας. Δεν αναμένομε, ούτε και θα θέλαμε, να μας προμηθεύουν άλλοι όλα τ’ αναγκαία χωρίς καμμιά προσπάθεια από μέρους μας. Η ζωή θα έχανε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της, αν περιμέναμε οι άλλοι να μας περιποιούνται σε όλα. Εκτιμούμε, όμως, τη γενναιοδωρία, τη μετάδοσι καλών πραγμάτων, όχι απλώς φυσικών, υλικών πραγμάτων, αλλά ακόμη περισσότερο των πραγμάτων εκείνων που ικανοποιούν τις διανοητικές και πνευματικές μας ανάγκες, που διεγείρουν τη συζήτησι, οικοδομητικών λόγων ενθαρρύνσεως. Εκτιμούμε την προστασία από βλάβη, ή τις προειδοποιήσεις, όταν είμεθα απληροφόρητοι για έναν κίνδυνο, την καθοδήγησι, όταν έχωμε αμφιβολίες, τη συμβουλή, όταν βρισκώμαστε σε σύγχυσι. Εκτιμούμε, όμως, επίσης, όταν άλλοι δεν μας αποστερούν το δικαίωμα να λάβωμε εμείς τις τελικές αποφάσεις ή ν’ ασκήσωμε τη δική μας κρίσι σε προσωπικά ζητήματα, όταν έχωμε στη διάθεσί μας τα γεγονότα. Δεν θα θέλαμε να επεμβαίνουν άλλοι στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας μας μέσω κλοπής ή κακής χρήσεως δικών μας πραγμάτων, και ακόμη λιγώτερο θα θέλαμε να επεμβαίνουν ιδιοτελώς ανάμεσα σ’ εμάς και τα πρόσωπα που αγαπούμε: γαμηλίους συντρόφους, μέλη της οικογενείας ή φίλους. Θέλομε όλα αυτά τα πράγματα και προνόμια για τον εαυτό μας. Πρέπει να θέλωμε ν’ απολαμβάνη, επίσης, και ο πλησίον μας παρόμοια πράγματα και πρέπει να κάνωμε κάθε τι που μπορούμε για να βλέπομε ότι αυτό γίνεται. Όπως ο Ιησούς το διετύπωσε, «διότι ούτος είναι ο νόμος και οι προφήται.»—Ματθ. 7:12.
Η ΝΕΑ ΕΝΤΟΛΗ
12, 13. (α) Η νέα εντολή του Ιησού περί αγάπης εσήμαινε να την εκφράσουν με ποιόν ειδικό τρόπο; (β) Πώς ο Ιησούς έδειξε εξαιρετική αγάπη στη διάρκεια του ιεραποστολικού του έργου επάνω στη γη;
12 Εφόσον επί αιώνες ο Νόμος και οι Προφήται ενεθάρρυναν αυτή την αγάπη προς τον πλησίον με την έννοια του να επιδεικνύεται ένα γενικό ενδιαφέρον για την ευημερία του, έπεται ότι ο Ιησούς πρέπει να εννοούσε κάτι άλλο, όταν είπε στους μαθητάς του ότι τους έδιδε «εντολήν καινήν». Τι; Οι λόγοι του μας το εξηγούν: ν’ αγαπούν αλλήλους «καθώς εγώ σας ηγάπησα.» Ακόμη κι εκείνοι δεν είχαν εκτιμήσει πλήρως τι ακριβώς εσήμαινε αυτό, σύντομα, όμως, το έμαθαν.—Ιωάν. 13:34.
13 Όπως οι μαθηταί του αργότερα κατενόησαν, ο Ιησούς είχε αφήσει την κατοικία του για να είναι μαζί τους, ναι, άφησε τον Πατέρα του, τους αδελφούς του, τους στενοτέρους συντρόφους και τους θερμοτέρους φίλους του, και όλα τα αγαθά και προνόμια του. Όλα αυτά ευρίσκοντο στο ουράνιο βασίλειο, από όπου είχε ελθεί μ’ ένα ιεραποστολικό διορισμό με το να παραιτηθή από την πνευματική ζωή του ως «Λόγος του Θεού» και να γεννηθή σαν ένας άνθρωπος σ’ έναν κοινό σταύλο. (Ιωάν. 1:14· Λουκ. 2:7) Ήταν πράγματι μια ριζική αλλαγή, απείρως μεγαλύτερη από εκείνη, που θα μπορούσε να δοκιμάση ένας, εγκαταλείποντας την πιο προοδευτική, την πιο πλούσια χώρα σήμερα και έπειτα πηγαίνοντας στην πιο καθυστερημένη, στην πιο εξαθλιωμένη από δυστυχία χώρα επάνω στη γη. Αλλά η αγάπη του δεν έφθασε στο αποκορύφωμά της εκεί· αυτό ήταν μόλις η αρχή. Μολονότι έγινε ένας τέλειος άνθρωπος, αναμάρτητος, ανώτερος από κάθε άποψι από εκείνους που τον περιέβαλλαν, έζησε και εργάσθηκε, έφαγε, έπιε και κοιμήθηκε μεταξύ ανθρώπων που ήσαν ατελείς, αμαρτωλοί, ασθενείς και θνήσκοντες. Αν τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του μπορούσαν να θεωρηθούν «φυσιολογικά», τα τελευταία τριάμισυ χρόνια ασφαλώς δεν ήσαν. Είχε αγαπήσει τους πλησίον του σαν τον εαυτό του καθ’ όλα εκείνα τα χρόνια, τώρα, όμως, τους αγαπούσε μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Από το ένα άκρον της Παλαιστίνης ως το άλλο τους εδίδασκε ακούραστα και δαπανούσε τη δύναμί του προς χάριν τους και προς χάριν της αληθείας της σχετικής με τους σκοπούς του Πατρός του. Όταν δεν εδίδασκε τα πλήθη, εξεπαίδευε τους μαθητάς του· μολονότι κατά καιρούς οι ερχόμενοι προς αυτόν ήσαν τόσο πολλοί ώστε «ουδέ να φάγωσιν ηυκαίρουν.»—Μάρκ. 6:31.
14. Τι δείχνει ότι ο Ιησούς δεν συνηγορούσε υπέρ του ασκητικού τρόπου ζωής μολονότι προέβη σε αυτοθυσία;
14 Ασκητισμός; Καθόλου. Εδέχθη πολλές προσκλήσεις για γεύματα και ακόμη συμπόσια, καθώς, επίσης, τουλάχιστον για ένα γάμο, και χωρίς αμφιβολία ευχαριστήθη. Εκτιμούσε τα καλά πράγματα που έκαναν γι’ αυτόν. Όταν κάποτε έτρωγε στο σπίτι του φίλου του Λαζάρου, η αδελφή του Λαζάρου Μαρία εχρησιμοποίησε πολύτιμο μύρον αξίας 50 περίπου δολλαρίων για ν’ αλείψη τους πόδας του. Ο Ιούδας εξέφρασε αγανάκτησι και προσποιήθηκε ότι ενδιαφέρεται φιλάγαθα για τους πτωχούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την πώλησι του μύρου. Ο Ιησούς, όμως, του είπε: «Άφες αυτήν· εις την ημέραν του ενταφιασμού μου εφύλαξεν αυτό. Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.» (Ιωάν. 12:1-8) Είτε, όμως, η ανιδιοτελής αγάπη του, που εξεδηλώνετο στη διακονία του, παρώτρυνε άλλους ν’ ανταποκριθούν με αγάπη είτε όχι, η αγάπη του Ιησού εξακολούθησε αμείωτη.
15. (α) Πώς ο Ιησούς ετόνισε την ανάγκη της αγάπης στους μαθητάς του; (β) Η νέα εντολή απαιτούσε ν’ αγαπούν ποιον, και επάνω σε ποιά βάσι;
15 Μήπως απορούμε, λοιπόν, ότι την τελευταία του νύχτα με τους μαθητάς του ετόνισε τόσο πολύ την αγάπη, τη γνησία βασισμένη σε αρχές αγάπη; Τριάντα και πλέον φορές ωμίλησε περί αγάπης και ασκήσεως αγάπης, και τρεις φορές επανέλαβε την εντολή να ‘αγαπούν αλλήλους’. (Ιωάν. 13:34· 15:12, 17) Πώς ήταν δυνατόν ν’ αποδείξουν ότι ήσαν μαθηταί του, αν είχαν έλλειψι τέτοιας αγάπης; Ήταν δική του η εντολή να ‘αγαπούν τον πλησίον τους σαν τον εαυτό τους’; Ώφειλαν να το κάνουν αυτό και το έκαναν, αλλά δεν ήταν αυτή η νέα εντολή, Έπρεπε ν’ αγαπούν αλλήλους, να έχουν αγάπη μεταξύ των ως Χριστιανοί μαθηταί, και μια αγάπη σαν εκείνην που είχε ο Ιησούς γι’ αυτούς ως αγαπητούς μαθητάς, ανθρώπους που αγαπούσαν τον Πατέρα του, που αγαπούσαν την αλήθεια και που αγαπούσαν αυτόν. Τους είπε: «Μεγαλητέραν ταύτης αγάπην δεν έχει ουδείς, του να βάλη τις την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού. Σεις είσθε φίλοι μου, εάν κάμνητε όσα εγώ σας παραγγέλλω.» (Ιωάν. 15:13, 14) Το επόμενο πρωί κατάλαβαν τι εννοούσε.
16. (α) Πώς ο Ιησούς έδειξε την υπερτάτη αγάπη για τους φίλους του; (β) Ποιους λόγους θα έπρεπε να είχαν θυμηθή τότε οι μαθηταί του;
16 Ένας από αυτούς πιθανόν να το έχη ιδεί, έστω και εξ αποστάσεως, ενώ εμείς μπορούμε μόνο να το φαντασθούμε: τα χέρια του συγκρατημένα το ένα επάνω στο άλλο, ωσότου το καρφί τρυπήση και σχίση τη σάρκα για να εμπηχθή κι αυτό στο ξύλο. Το κόκκινο αίμα ν’ αρχίζη να χρωματίζη τα χέρια του, όταν ένα άλλο καρφί τρυπούσε τα πόδια του. Έπειτα το ξύλο ν’ αναστηλώνεται όρθιο και όλο το βάρος του σώματος να στηρίζεται επάνω στα δύο αυτά σημεία. Έξη ώρες αργότερα ήταν νεκρός κι έτσι απηλλάγη από το να του σπάσουν βάναυσα τα σκέλη. Αν όλοι οι μαθηταί του δεν το είδαν αυτό, γρήγορα έμαθαν σχετικά από εκείνους που το είδαν. (Ιωάν. 19:25-27) Αισχύνθηκαν μήπως γι’ αυτόν; Θέλησαν ν’ αρνηθούν ότι είχαν ακολουθήσει αυτόν τον άνθρωπο, πίστεψαν τις διδασκαλίες του, πίστεψαν ότι ήταν ο από τον Θεό διωρισμένος να κυβερνήση στη Βασιλεία Του; Ο Πέτρος τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε θυμηθή τι τους είπε ο Ιησούς όταν τον επετίμησε για τις αισθηματικές αντιρρήσεις του σε προρρήσεις αυτών των ιδίων πραγμάτων. «Όστις θέλει να έλθη οπίσω μου», είπε ο Ιησούς, «ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή. Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος θέλει σώσει αυτήν. . . . Διότι όστις αισχυνθή δι’ εμέ και δια τους λόγους μου εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αισχυνθή δι’ αυτόν, όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων.»—Μάρκ. 8:34-38.
17, 18. (α) Ποιους αγαθούς σκοπούς εξεπλήρωσε ο Ιησούς με τον θάνατό του; (β) Σε ποια θαυμαστή σχέσι μπορούμε τώρα να εισέλθωμε, και πώς;
17 Με τον θάνατό του ο Ιησούς εξεπλήρωσε τον πρώτιστο σκοπό, για τον οποίον ήλθε στη γη: να διεκδικήση το αγαπητό όνομα του Πατρός του. (Ιωάν. 17:6· 18:37) Επρομήθευσε, επίσης, ένα αντίλυτρο για όλο το ανθρώπινο γένος, που θα το εδέχετο και στο οποίο θα μπορούσε να πη: ‘Σεις είσθε φίλοι μου [διότι] κάμνετε όσα εγώ σας παραγγέλλω’. (Ιωάν. 15:14) Εκέρδισε το δικαίωμα να υπηρετήση ως βασιλεύς μιας νέας πρωτευούσης κυβερνήσεως, που θα είχε τον θρόνο της στους ουρανούς, και να υπηρετήση υπέρ των ακολούθων του ως αρχιερεύς του Θεού όχι μη δυνάμενος να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθείς κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας.’—Εβρ. 4:15.
18 Σαράντα ημέρες μετά την ανάστασί του ο Ιησούς επέστρεψε στον οίκο του και πάλι, στο ουράνιο βασίλειο, αλλά ποτέ δεν ελησμόνησε τον ιεραποστολικό του διορισμό όπου υπηρέτησε επί τριάντα τριάμισυ χρόνια. Σήμερα κυβερνά ως βασιλεύς γι’ αυτή τη γη στην εγκαθιδρυμένη βασιλεία του, και μπορούμε και τώρα ακόμη ν’ απολαύσωμε την αγάπη του και την στοργή του, καθώς και του Πατρός του, του Ιεχωβά Θεού, αν κι εμείς δείξωμε ότι είμεθα μαθηταί του, θα χρειασθή αγάπη από μέρους μας.—Ματθ. 25:31-40· Ιωάν. 15:7-10.
19. (α) Ποια ιδιότητα παρετήρησαν οι άνθρωποι του κόσμου έκδηλη μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά, και γιατί αυτή είναι ασυνήθιστη; (β) Γιατί η αληθινή αγάπη τους υποχρεώνει να διάγουν ζωή την οποία πολλοί δεν την θεωρούν ως «φυσιολογική»;
19 Οι πιστοί μαθηταί του Ιησού εξεπλήρωσαν τη νέα εντολή, και σήμερα η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά ειλικρινώς προσπαθεί να την εκπληρώση επίσης. Οι συνελεύσεις των, εθνικές και διεθνείς, τους έφεραν στο προσκήνιο του κόσμου, καθώς επίσης και η από σπίτι σε σπίτι δράσις των τους έφερε σ’ επαφή με μεμονωμένες οικογένειες σ’ εκατομμύρια κατοικίες γύρω στην υδρόγειο. Η ισχυρή των αγάπη προς τον Θεό, προς τον πλησίον και προς αλλήλους έχει σχολιασθή από τις εφημερίδες, από το ραδιόφωνο και στα κινηματογραφικά επίκαιρα σε πολλά έθνη. Διεθνείς προστριβές, εθνικές διχόνοιες, φυλετικές διαφορές εστάθη αδύνατον να διαρρήξουν τον δεσμό της αγάπης των. Διωγμοί και ονειδισμοί δεν τους επίκραναν. (1 Κορ. 13:6, 7) Σε πολλούς η ζωή που ζουν πιθανόν να μη φαίνεται «φυσιολογική» επειδή παρακολουθούν τακτικά τις εκκλησιαστικές των συναθροίσεις τρεις φορές την εβδομάδα και χρησιμοποιούν πολύ από τον ελεύθερο χρόνο τους τα Σαββατοκύριακα και τα βράδια σε Γραφικό εκπαιδευτικό έργο. Αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά γνωρίζουν ότι ο σημερινός κόσμος δεν είναι ένας «φυσιολογικός» κόσμος, ούτε οι καιροί αυτοί «φυσιολογικοί». Η αλάνθαστη εκπλήρωσις των Βιβλικών προφητειών, που χαρακτηρίζει αυτόν τον καιρό ως τον πιο ασυνήθιστο και σημαντικό καιρό της ιστορίας της γης, προμηθεύει συντελεστάς που η αληθινή αγάπη δεν θ’ αγνοήση. Ναι, σήμερα, που ο Αρμαγεδδών μάς ατενίζει κατά πρόσωπον, οφείλομε να λάβωμε υπ’ όψι τη σοβαρή σκέψι ότι εκατομμύρια, ίσως δισεκατομμύρια ανθρώπων πιθανόν σύντομα να φθάσουν σ’ ένα ταχύ και οριστικό τέλος, έτσι ώστε να καταστή αδύνατον να τους πλησιάση οποιαδήποτε εκδήλωσις της αγάπης μας.—Ματθ. 24:34-42.
20. (α) Όσον αφορά αυτόν τον «φυσιολογικό» τρόπο ζωής, τι απαιτεί από τον καθένα από μας η νέα εντολή; (β) Γιατί είναι τόσο ζωτικό το να μάθωμε και αναπτύξωμε γνησία αγάπη τώρα;
20 Τι θα πούμε για μας ως άτομα; Θα εκπληρώσωμε ατομικώς την εντολή: «Αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα»; Είμεθα διατεθειμένοι να θυσιάσωμε αυτό που ο κόσμος αποκαλεί μια «φυσιολογική» ζωή και ν’ αφοσιωθούμε στο να βοηθήσωμε τους αδελφούς μας και τα ενδιαφερόμενα άτομα, που δείχνουν αγάπη για τη δικαιοσύνη, να κερδίσουν αιώνια ζωή, έστω και με κίνδυνο ή απώλεια της δικής μας ζωής χάριν της δικής των; Κάθε μέρα μερικοί μάρτυρες του Ιεχωβά κάνουν ακριβώς αυτό, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και αλλού. Γιατί όχι; «Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών.» (1 Ιωάν. 3:16) Οφείλομε να μάθωμε την αληθινή αγάπη τώρα και να την μάθωμε καλά ώστε σε μελλοντικές δοκιμασίες, σε καταστάσεις πειρασμού, σε δύσκολες αποφάσεις, η αγάπη θα μας ωθήση να κάνωμε το ορθό και να εγκαρτερήσωμε. Τότε, μολονότι ο κόσμος θα προσπαθήση να εκμεταλλευθή τις συγκινήσεις μας, να διεγείρη τα αισθήματά μας, ή να μας τυφλώση όσον αφορά τις αρχές και τα αληθινά συμφέροντα της ζωής των άλλων, θα βλέπωμε καθαρά ποια είναι η γεμάτη αγάπη ενέργεια που πρέπει να κάμωμε.—Ιάκ. 1:12· 1 Ιωάν. 4:17, 18.
21. Με τη νέα διάταξι του Θεού επί θύραις, για ποια προοπτική μάς βεβαιώνει η αληθινή αγάπη, και τι πρέπει να μας διεγείρη να κάμωμε;
21 Η νέα διάταξις του Θεού είναι επί θύραις και σ’ αυτήν οι επίγειοι υπήκοοί του, με την αγάπη, θα έχουν επιτεύγματα χίλιες φορές πιο θαυμαστά από οτιδήποτε έχει ποτέ επιτύχει η ιδιοτέλεια σ’ αυτή την παρούσα διάταξι. Θα καταστήσουν αυτή τη γη όχι μόνο ένα κατά γράμμα παράδεισο, αλλά κι ένα πνευματικόν παράδεισο, γεμάτον από τους καρπούς του πνεύματος του Θεού, που είναι: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης και εγκράτεια. Με τα συμφέροντα της ζωής σας στην καρδιά μας η προσευχή μας είναι όπως «περισσεύση η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν· δια να διακρίνητε τα διαφέροντα, ώστε να ήσθε ειλικρινείς και απρόσκοποι μέχρι της ημέρας του Χριστού, πλήρεις καρπών δικαιοσύνης, των δια του Ιησού Χριστού, εις δόξαν και έπαινον Θεού.»—Φιλιππησ. 1:9-11.