Πώς Είναι ο Θεός και ο Χριστός “Εν”;
«Εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα.» (Ιωάν. 10:30) Αυτά τα λόγια που εξέφρασε ο Ιησούς Χριστός εξώργισαν τους συμπατριώτας του. Εθεώρησαν τη δήλωσί του ως βλάσφημη και ήσαν έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν. (Ιωάν. 10:31-33) Γιατί έγινε αυτό; Μήπως ο Ιησούς Χριστός ισχυρίσθηκε ότι ήταν ο ίδιος ο Θεός, ίσος με τον Πατέρα του;
Τα συμφραζόμενα των λόγων του Ιησού που αναγράφονται στην αφήγησι της Γραφής αποκαλύπτουν εκείνο που αυτός εννοούσε. Μια ομάς Ιουδαίων τον περιεκύκλωσε, ζητώντας να τους πη καθαρά αν αυτός ήταν πραγματικά ο Χριστός. Ο Ιησούς, απαντώντας, τους είπε: «Σας είπον, και δεν πιστεύετε. Τα έργα τα οποία εγώ κάμνω εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρούσι περί εμού. Αλλά σεις δεν πιστεύετε· διότι δεν είσθε εκ των προβάτων των εμών. Καθώς σας είπον, τα πρόβατα τα εμά ακούουσι την φωνήν μου, και εγώ γνωρίζω αυτά· και με ακολουθούσι. Και εγώ δίδω εις αυτά ζωήν αιώνιον· και δεν θέλουσιν απολεσθή εις τον αιώνα, και ουδείς θέλει αρπάσει αυτά εκ της χειρός μου. Ο Πατήρ μου όστις μοι έδωκεν αυτά, είναι μεγαλύτερος πάντων· και ουδείς δύναται να αρπάση εκ της χειρός του Πατρός μου. Εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα.»—Ιωάν. 10:25-30.
Η ΕΝΟΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΤΗΣ
Σαφώς ο Ιησούς Χριστός δεν ισχυρίζετο ότι ήταν ίσος με τον Πατέρα του. Ο ίδιος εδήλωσε ότι ενεργούσε όχι εν ονόματί του, αλλά εν ονόματι του Πατρός του. Ανεγνώριζε την ανώτερη θέσι και εξουσία του Πατρός του, ομολογώντας ότι τα «πρόβατα» του είχαν δοθή από τον Πατέρα του. Είπε με έμφασι ότι ο ‘Πατήρ του είναι μεγαλύτερος πάντων.’ Ταυτόχρονα ο Πατήρ και ο Υιός είναι «εν» σε σκοπό ως προς την σωτηρίαν των «προβάτων.» Δηλαδή, και οι δύο εξίσου ενδιαφέρονται για τα «πρόβατα» μη αφήνοντας κανένα να τα αρπάση από το χέρι τους.
Το γεγονός ότι ο Ιησούς ανεφέρετο—όχι σε μια ισότητα θεότητος—αλλά σε ενότητα σκοπού και ενεργείας, επιβεβαιώνεται από την προσευχή του που αναγράφεται στο 17 κεφάλαιον του Ιωάννου. Ο Ιησούς είπε: «Εφανέρωσα το όνομά σου εις τους ανθρώπους τους οποίους μοι έδωκας εκ του κόσμου. Ιδικοί σου ήσαν, και εις εμέ έδωκας αυτούς, και τον λόγον σου εφύλαξαν. Τώρα εγνώρισαν ότι πάντα όσα μοι έδωκας παρά σου είναι. . . . δεν παρακαλώ περί του κόσμου, αλλά περί εκείνων τους οποίους μοι έδωκας, διότι ιδικοί σου είναι. Και τα εμά πάντα σα είναι, και τα σα εμά. . . . και δεν είμαι πλέον εν τω κόσμω, αλλ’ ούτοι είναι εν τω κόσμω και, εγώ έρχομαι προς σε. Πάτερ άγιε, φύλαξον αυτούς εν τω ονόματί σου, τους οποίους μοι έδωκας, δια να ήναι εν καθώς ημείς.»—Ιωάν. 17:6-11.
Σημειώστε ότι οι σκέψεις που διατυπώθηκαν από τον Ιησού σ’ αυτή την προσευχή είναι όμοιες με τις λέξεις του που αναγράφονται στο 10 κεφάλαιον του Ιωάννου. Στο κεφάλαιον 17, ο Ιησούς πάλι ανεγνώρισε ότι οι μαθηταί του, τα «πρόβατά» του, του δόθηκαν από τον Πατέρα. Το είδος λοιπόν της ενότητος που αναφέρεται και στα δυο αυτά κεφάλαια είναι το ίδιο. Από την προσευχή του Ιησού μπορούμε να διακρίνωμε ότι ο Ιησούς και ο Πατήρ του είναι «εν» με την ίδια έννοια που μπορούν να είναι «εν» και οι αληθινοί ακόλουθοί του. (Ιωάν. 17:11) Προφανώς οι πιστοί μαθηταί του Ιησού Χριστού ποτέ δεν θα μπορούσαν να γίνουν μέρος ενός τρισυπόστατου Θεού. Εν τούτοις, μπορούσαν να είναι ένα σε σκοπό και δράσι. Άλλο ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ποτέ δεν ισχυρίσθηκε ισότητα με τον Πατέρα του είναι το ότι, στην προσευχή του, εχαρακτήρισε τον Πατέρα του ως τον μόνον αληθινόν Θεόν και τον εαυτό του ως απεσταλμένον του Πατρός του.—Ιωάν. 17:3, 8.
Αλλά κάποιος θα μπορούσε να εγείρη αντίρρησι ισχυριζόμενος ότι ‘Όταν ο Ιησούς είπε ότι «εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα,» οι Ιουδαίοι το εξέλαβαν ότι αυτός ήταν ο Θεός, ο δε Ιησούς δεν το αρνήθηκε αυτό.’ Αλλά είναι πραγματικά έτσι; Γιατί να μην εξετάσωμε την αφήγησι;
Η Καθολική Βίβλος της Ιερουσαλήμ λέγει: «Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιησούς, ‘Πολλά καλά έργα έδειξα εις εσάς εκ του Πατρός μου· διά ποίον έργον εξ αυτών με λιθοβολείτε;’ Απεκρίθησαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες, ‘Περί καλού έργου δεν σε λιθοβολούμεν, αλλά περί βλασφημίας, και διότι συ άνθρωπος ων, κάμνεις σεαυτόν Θεόν’. Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιησούς, ‘Δεν είναι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, «εγώ είπα θεοί είσθε;» Εάν εκείνους είπε θεούς, προς τους οποίους έγεινεν ο λόγος του Θεού, και δεν δύναται να αναιρεθή η γραφή· εκείνον τον οποίον ο Πατήρ ηγίασε, και απέστειλεν εις τον κόσμον, σεις λέγετε, ότι βλασφημείς, διότι είπον, Υιός του Θεού είμαι; Εάν δεν κάμνω τα έργα του Πατρός μου, μη πιστεύετε εις εμέ· αλλ’ εάν κάμνω, αν και εις εμέ δεν πιστεύητε, πιστεύσατε εις τα έργα· διά να γνωρίσετε και πιστεύσητε, ότι ο Πατήρ είναι εν εμοί, και εγώ εν αυτώ.»—Ιωάν. 10:32-38.
Γιατί λοιπόν οι άπιστοι Ιουδαίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς έκαμε τον εαυτό του «Θεόν»; Προφανώς διότι ο Ιησούς απέδωσε στον εαυτό του δυνάμεις που επίστευαν οι Ιουδαίοι ότι ανήκαν αποκλειστικά στον Πατέρα. Παραδείγματος χάριν, ο Ιησούς είπε ότι θα έδινε «αιώνιο ζωή» στα «πρόβατα.» Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανένας άνθρωπος να το κάμη. Εν τούτοις, εκείνο που παρέβλεψαν οι άπιστοι Ιουδαίοι ήταν ότι ο Ιησούς ανεγνώριζε ότι έλαβε τα πάντα από τον Πατέρα του, τα δε καλά έργα που έκανε απεδείκνυαν ότι είχε σταλή από τον Πατέρα του. Έκαμαν σφάλμα να συμπεράνουν ότι αυτός βλασφήμως έκαμε τον εαυτό του Θεόν.
Το γεγονός ότι οι άπιστοι Ιουδαίοι διαλογίσθηκαν εσφαλμένα είναι επίσης φανερό από άλλα περιστατικά. Ο Ιησούς, όταν ρωτήθηκε ενώπιον του Σάνχεδριν, συκοφαντήθηκε ψευδώς ότι εβλασφήμησε, όχι διότι ισχυρίσθηκε ότι είναι «Θεός ο Υιός,» αλλ’ επειδή είπε ότι είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού του ζώντος. (Ματθ. 26:63-68· Λουκ. 22:66-71) Επίσης, σε μια προγενέστερη περίπτωσι, ωρισμένοι Ιουδαίοι συνέλαβαν την ιδέα ότι ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του ίσον με τον Θεόν και ήθελαν να τον θανατώσουν ως βλάσφημον. Γι’ αυτό το εδάφιον Ιωάννης 5:18 μάς λέγει: «Διά τούτο λοιπόν μάλλον εζήτουν οι Ιουδαίοι να θανατώσουν αυτόν, διότι ουχί μόνον παρέβαινε το σάββατον, αλλά και Πατέρα εαυτού έλεγε τον Θεόν, ίσον με τον Θεόν κάμνων εαυτόν.» Σημειώστε ότι ο Ιησούς δεν είπε ότι ήταν ο ίδιος ο Θεός αλλά ότι εκαλούσε ‘τον Θεόν Πατέρα του.’ Οι άπιστοι συμπατριώται του Ιησού, όμως, έφεραν αντίρρησι στον ισχυρισμό του γι’ αυτή τη σχέσι του με τον Πατέρα του, γι’ αυτή την ιδιαίτερη ιδιότητα του Υιού. Και ακριβώς όπως είχαν άδικο να χαρακτηρίσουν τον Ιησούν ως παραβάτη του Σαββάτου, επίσης άδικο είχαν και στον ισχυρισμό τους ότι ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του ίσον με τον Θεόν επειδή ‘έλεγε ότι ο Θεός ήταν Πατήρ του.’
ΟΧΙ ΑΙΩΝΙΟΣ ΟΠΩΣ Ο ΠΑΤΗΡ ΤΟΥ
Η συμφωνία ή η ενότης την οποία απελάμβανε ο Ιησούς με τον Πατέρα του είναι φυσικά πολύ μεγαλύτερη και πιο μεγαλειώδης από εκείνην της σχέσεως οποιουδήποτε Πατρός με τον υιόν του. Ακόμη και πριν από την δημιουργία του φυσικού σύμπαντος ο Πατήρ και ο Υιός ήσαν «εν.»
Ο Ιησούς, σχετικά με την προανθρώπινη ύπαρξί του, είπε στους απίστους Ιουδαίους: «Πριν γίνη ο Αβραάμ εγώ είμαι.» (Ιωάν. 8:58) Μήπως ο Ιησούς απεκαλύπτετο έτσι ότι είναι ο Ιεχωβά; Δεν είπε ο Θεός στον Μωυσή: «Εγώ είμαι ο Ων· Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ· ο Ων με απέστειλε προς εσάς»; (Έξοδ. 3:14) Πολλές μεταφράσεις χρησιμοποιούν την έκφρασι «Είμαι» στο εδάφιον Ιωάννης 8:58 και στην Έξοδο 3:14. Αλλά εκφράζουν την ίδια σκέψι και τα δύο εδάφια;
Όχι. Γνωρίζομε ότι δεν εκφράζουν την ίδια σκέψι, επειδή στην Έξοδο 3:14 η Ελληνική Μετάφρασις των Εβδομήκοντα (μετάφρασις από την οποία συχνά παρέθεταν οι απόστολοι τον πρώτον αιώνα μ.Χ.) λέγει, εγώ ειμί ο Ων, «Εγώ είμαι ο Υπάρχων.» Αυτό πολύ διαφέρει από την απλή χρήσι των λέξεων εγώ ειμί (είμαι) του εδαφίου 8:58. Το ρήμα ειμί στο εδάφιο Ιωάννης 8:58, είναι προφανώς στον ιστορικό ενεστώτα, διότι ο Ιησούς μιλούσε για τον εαυτό του σε σχέσι με το παρελθόν του Αβραάμ. Πολλές μεταφράσεις το δείχνουν αυτό στην απόδοσί τους. Παραδείγματος χάριν, η Μία Αμερικανική Μετάφρασις λέγει: «Πριν γεννηθή ο Αβραάμ εγώ υπήρχα.»
Το ότι ο Ιησούς ετόνισε την προανθρώπινη ύπαρξί του δεν θα έπρεπε να είχε εκπλήξει τους Ιουδαίους. Αιώνες πριν από τότε, η προφητεία του Μιχαία είπε για τον Μεσσία: «Και συ, Βηθλεέμ Εφραθά, η μικρά ώστε να είσαι μεταξύ των χιλιάδων του Ιούδα, εκ σου θέλει εξέλθει εις εμέ ανήρ δια να ήναι ηγούμενος εν τω Ισραήλ· του οποίου αι έξοδοι [η αρχή, ΜΝΚ] είναι απ’ αρχής, από ημερών αιώνος.» (Μιχ. 5:2) Έτσι, μολονότι ο Ιησούς υπήρχε πολύν καιρό πριν από τον Αβραάμ, δεν είναι χωρίς αρχή. Αντίθετα με τον Πατέρα του, ο οποίος είναι «από του αιώνος έως του αιώνος,» ο Υιός χαρακτηρίζεται ως έχων ‘αρχήν.’—Ψαλμ. 90:2.
Το γεγονός ακριβώς ότι ο Ιησούς καλείται ο «Υιός του Θεού» αποκαλύπτει ότι αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα και είναι, επομένως, πρωτότοκος και μονογενής υιός. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε: «Εγώ ζω διά τον Πατέρα.» (Ιωάν. 6:57) Αφού ήλθε σε ύπαρξι ο Υιός, χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργήση τα πάντα. (Ιωάν. 1:1-3· Κολ. 1:15-17· Εβρ. 1:2) Ως πρωτότοκος Υιός απελάμβανε ιδιαίτερη ενότητα με τον Πατέρα. Χαρακτηρίζεται στη Γραφή ως ευρισκόμενος «εις τον κόλπον του Πατρός.»—Ιωάν. 1:18.
Τόσο τέλεια αντανακλούσε ο Ιησούς την εικόνα—την προσωπικότητα και τους τρόπους ενεργείας—του Πατρός του, ώστε μπόρεσε να πη στον Φίλιππο: «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα.» (Ιωάν. 14:9) Γι’ αυτό μπορεί ένας να γνωρίση τον Θεόν μόνον μέσω του Υιού. Όπως εξεφράσθη ο Ιησούς: «Πάντα παρεδόθησαν εις εμέ υπό του Πατρός μου· και ουδείς γινώσκει τις είναι ο Υιός, ειμή ο Πατήρ· και τις είναι ο Πατήρ, ειμή ο υιός, και εις όντινα θέλει ο Υιός να αποκαλύψη αυτόν.»—Λουκ. 10:22.
Τι μεγαλειώδης ενότης υπάρχει μεταξύ του Ιεχωβά Θεού και του πρωτοτόκου Υιού του! Αυτοί είναι πάντοτε «εν» σε σκοπό και σε δράσι. Αλλά, όπως τονίζουν καθαρά οι Γραφές, δεν είναι ίσοι. Ο Υιός πάντοτε αναγνωρίζει την ανώτερη θέσι του Πατρός του, υποτασσόμενος στον Πατέρα του ως θεόν του και ευαρεστούμενος να πράττη το θέλημα του Πατρός του. «Και ο πέμψας με,» είπε ο Ιησούς, «είναι μετ’ εμού· δεν με αφήκεν ο Πατήρ μόνον διότι εγώ κάμνω πάντοτε τα αρεστά εις αυτόν.» (Ιωάν. 8:29· 1 Κορ. 11:3) Έτσι, ο Ιησούς αληθινά είναι, όχι «Θεός ο Υιός» ή το «δεύτερον πρόσωπον» ενός τριαδικού Θεού, αλλά ο «Υιός του Θεού.»—Ιωάν. 20:31.