Ποιοι Γεννώνται και Πάλι;
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ο ίδιος εισήγαγε το θέμα της νέας ή «άνωθεν» γεννήσεως. Είναι ένα θέμα, το οποίον, καθ’ όλους τους αιώνας, λίγο μόνο έγινε καταληπτό. Πολλοί θρησκευτικοί διδάσκαλοι σήμερα εμμένουν στην άποψι ότι, αν δεν ‘ξαναγεννηθή’ κανείς, δεν υπάρχει σωτηρία. Με άλλους λόγους, το να ‘ξαναγεννηθή’ κανείς, λέγουν, αποτελεί τον μόνο τρόπο σωτηρίας. Οι υποστηρικταί της διδασκαλίας αυτής πρόθυμα υποδεικνύουν τους λόγους του Ιησού, που είπε ένα βράδυ στον Νικόδημο: «Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού.» (Ιωάν. 3:3) Μήπως εδώ εννοούσε ο Ιησούς ότι όποιος ελπίζει για ζωή είναι ανάγκη να ‘γεννηθή πάλιν’; Τι σημαίνει πραγματικά το να ‘ξαναγεννηθούμε’;
Για να καταλάβωμε τι σημαίνει το να ‘ξαναγεννηθούμε’ πρέπει να γνωρίσωμε ποιοι ‘ξαναγεννιώνται’. Σημειώστε προσεκτικά ότι ο Ιησούς, συζητώντας αυτό το ζήτημα, δεν είπε ότι όλοι όσοι θα αποκτούσαν αιώνια ζωή έπρεπε να ‘ξαναγεννηθούν’. Μάλλον, εκείνο που είπε ήταν ότι αν δεν ‘ξαναγεννηθή’ κανείς δεν θα μπορούσε να ιδή την «βασιλείαν του Θεού.» Τώρα η βασιλεία του Θεού είναι ουράνια. Ο Ιεχωβά έθεσε ως σκοπόν του όπως αποτελή η Βασιλεία το πρωτεύον ή κυβερνών μέρος της παγκοσμίου του οργανώσεως. Ο Ιεχωβά, επίσης, έθεσε ως σκοπόν του, όπως ένας περιωρισμένος αριθμός ατόμων, που θα ελαμβάνοντο μέσα από το ανθρώπινο γένος, βασιλεύσουν με τον Χριστόν Ιησούν ως συμβασιλείς. Γι’ αυτό το υπέρτατο προνόμιο πρέπει ν’ αναστηθούν και να λάβουν πνευματικά σώματα, αφού, όπως είπε ο απόστολος, «σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν.» Το ότι ο Πατήρ έθεσε όριον στον αριθμό εκείνων που θα συμβασιλεύσουν με τον Υιόν του στην ουράνια βασιλεία καταφαίνεται από τους λόγους του Ιησού: «Μη φοβού, μικρόν ποίμνιον· διότι ο Πατήρ σας ευδόκησε να σας δώση την βασιλείαν.» Ο ακριβής αριθμός του «μικρού ποιμνίου» εκείνων που ο Πατήρ ηυδόκησε να είναι κληρονόμοι της Βασιλείας, δεν ήταν γνωστός ώσπου ο Χριστός, δι’ αγγέλου, απεκάλυψε ότι είναι 144.000 «οι ηγορασμένοι από της γης.» Αυτό το «μικρόν ποίμνιον» των 144.000 κληρονόμων της Βασιλείας, είναι, λοιπόν, εκείνοι από το ανθρώπινο γένος που ‘γεννώνται πάλιν’.—1 Κορ. 15:50· Λουκ. 12:32· Αποκάλ. 14:1-3.
Αποτελεί, λοιπόν, χονδροειδή διαστρέβλωσι των Γραφών το να διευρύνωμε την εφαρμογή των λόγων του Ιησού στο Ιωάννου 3:3 για να τους κάμωμε να περιλάβουν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Αυτό συμβαίνει επειδή η μεγίστη πλειονότης των ανθρώπων που τυγχάνουν σωτηρίας δεν θα αποτελέσουν μέρος της «βασιλείας του Θεού», αλλά θα ζουν επάνω στη γη κάτω από τη διακυβέρνησι της βασιλείας του Θεού. Διότι ο Ιησούς, εκτός από το «μικρόν ποίμνιον» των κληρονόμων της Βασιλείας, έχει και τα «άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης»· δηλαδή, δεν είναι από το μικρόν ποίμνιον. Ο αριθμός αυτών των «άλλων προβάτων» δεν είναι περιωρισμένος. Σήμερα, ένας «πολύς όχλος» από αυτά τα «άλλα πρόβατα» συνήχθη στην κοινωνία του Νέου Κόσμου του Ιεχωβά: «Όχλος πολύς, τον οποίον ουδείς ηδύνατο να αριθμήση, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών.» Αυτός ο «πολύς όχλος» ανθρώπων δεν είναι ‘γεννημένοι πάλιν’, ούτε και είναι ανάγκη να ‘ξαναγεννηθούν’, διότι αποκτούν αιώνια ζωή επάνω στη γη.—Ιωάν. 10:16· Αποκάλ. 7:9.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΝΕΑΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Γιατί, τώρα, όσοι είναι από τους 144.000 κληρονόμους της Βασιλείας πρέπει να ‘ξαναγεννηθούν’; Διότι ως ανθρώπινα πλάσματα εγεννήθησαν από τον Αδάμ. Ο Αδάμ δεν μπορούσε να γεννήση κανένα για μια ουράνια κληρονομία. Αυτός είχε μόνον επίγειες ελπίδες. Επίσης, όταν ο Αδάμ εγέννησε τέκνα, αυτά εγεννήθησαν αμαρτωλά. Τα τέκνα, λοιπόν, του Αδάμ εκληρονόμησαν αμαρτία και θάνατο. Γι’ αυτό, οι 144.000 έπρεπε να γεννηθούν από ένα πατέρα διαφορετικόν από τον Αδάμ, έναν ουράνιον πατέρα που μπορεί να δώση πνευματική ζωή και πνευματική κληρονομία. Μόνον ο Ιεχωβά μπορεί να το κάμη αυτό. Οι 144.000 κληρονόμοι της Βασιλείας, γεννημένοι από τον Θεό, γίνονται πνευματικοί υιοί του Θεού: «Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού· οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν.»—Ιωάν. 1:12, 13.
Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος που ‘εγεννήθη πάλιν’. Αυτό το γεγονός ήταν σε αρμονία με τον κανόνα του Θεού σχετικά με τον Υιόν του: «Δια να γείνη αυτός πρωτεύων εις τα πάντα.» Πότε ‘εγεννήθη πάλιν’ ο Ιησούς; Μήπως στον καιρό της ανθρωπίνης του γεννήσεως; Όχι, αλλά μετά από τριάντα χρόνια, στον καιρό του βαπτίσματός του, το 29 μ.Χ. Μετά το βάπτισμα του Ιησού, που ήταν μια πράξις που εσυμβόλιζε την αφιέρωσι του Ιησού στον Ιεχωβά, ήλθε επάνω του το πνεύμα του Θεού, και μια φωνή από τους ουρανούς έλεγε: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην.» Ο Ιησούς ήταν τώρα ένας γεννημένος από το πνεύμα Υιός του Θεού· ήταν ‘γεννημένος πάλιν’. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν γέννησις από τη μήτρα μιας ανθρωπίνης παρθένου. Η γέννησις αυτή είχε ήδη παρέλθει και είχε εκπληρώσει τον σκοπό της. Αλλά τώρα ο Ιεχωβά εγέννησε τον Ιησούν ‘εκ του πνεύματος’, για να γίνη πνευματικός υιός του Θεού με ουράνια δόξα εν όψει. Ήταν η πρώτη φορά που εγίνετο ένα τέτοιο πράγμα επάνω στη γη.—Κολ. 1:18· Ματθ. 3:17.
Τι, λοιπόν, σημαίνει το να ‘ξαναγεννηθή’ κανείς; Σημαίνει το να λάβη από τον Θεό μια όμοια με γέννησι παροχή δικαιώματος για βλέψεις και ελπίδες πνευματικής ζωής με ανάστασι στον ουρανό. Πώς γίνεται αυτό; Ο Ιησούς μάς διαφωτίζει: «Εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.»—Ιωάν. 3:5.
«ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»
Με αυτή τη φράσι ο Ιησούς περιέγραψε τον τρόπο, με τον οποίον ένας άνθρωπος ‘γεννάται πάλιν’. Δεν θα ήταν λογικό να νομίσωμε ότι το «ύδωρ» είναι κατά γράμμα. Μήπως λοιπόν αναφέρεται στο εν ύδατι βάπτισμα; Όχι. Αντί τούτου, αναφέρεται στην αλήθεια του λόγου του Θεού. Αυτό το ύδωρ της αληθείας έχει μια καθαριστική δύναμι. Γι’ αυτό, ο Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή, κεφ. 5:26, ομιλεί για τον καθαρισμό της εκκλησίας από τον Χριστό «με το λουτρόν του ύδατος δια του λόγου.» Περαιτέρω ο Ιάκωβος δείχνοντας ότι το ύδωρ της αληθείας του Θείου λόγου είναι εκείνο που βοηθεί προς νέαν γέννησιν, γράφει: «Εγέννησεν ημάς δια του λόγου της αληθείας, δια να ήμεθα ημείς απαρχή τις των κτισμάτων αυτού.» Επίσης, ο απόστολος Πέτρος δείχνει τον ρόλο που παίζει ο λόγος του Θεού: «Επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, διά του λόγου του Θεού του ζώντος και μένοντος εις τον αιώνα.» Όσοι γίνονται μέλη των 144.000 κληρονόμων της Βασιλείας, με το να κηρυχθούν σ’ αυτούς τα αγαθά νέα, έρχονται σε νοήμονα επαφή με τον Θεό. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που καθορίζει την ουράνια ελπίδα· μόνο δε με το να φθάσουν να γνωρίσουν τον λόγο του θα μπορούσαν να έχουν αυτή την ελπίδα σχηματισμένη στην καρδιά τους.—Ιακ. 1:18· 1 Πέτρ. 1:23.
Ο απόστολος Πέτρος έφερε το «ύδωρ» ή τον λόγον της αληθείας στον πρώτον εθνικόν προσήλυτον Κορνήλιον. Ο Κορνήλιος, μαζί με την οικογένειά του, το εδέχθη. Η Βιβλική αναγραφή λέγει: «Ενώ έτι ελάλει ο Πέτρος τους λόγους τούτους, επήλθε το πνεύμα το άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον.» Μετά απ’ αυτό είπε ο Πέτρος: «Μήπως δύναται τις να εμποδίση το ύδωρ, ώστε να μη βαπτισθώσιν ούτοι, οίτινες έλαβον το πνεύμα το άγιον καθώς και ημείς;» Στην περίπτωσι, λοιπόν, του Κορνηλίου, που διαφέρει από την περίπτωσι του Ιησού, το εν ύδατι βάπτισμά του ήλθε ύστερα από την ‘εκ νέου γέννησί’ του. Ώστε το εν ύδατι βάπτισμα, αν και είναι ουσιώδες, δεν επιφέρει τη νέα γέννησι, ούτε προηγείται κατ’ ανάγκην της ‘εκ νέου γεννήσεως’ ενός πιστού πλάσματος.—Πράξ. 10:44, 47.
Σαφώς, λοιπόν, καταφαίνεται ότι υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για την ‘εκ νέου γέννησι’. Αυτά είναι το ύδωρ της αληθείας και το πνεύμα του Θεού. Η γνώσις του Θείου λόγου, αυτή και μόνη, δεν είναι αρκετή. Στη διάρκεια του χρόνου που ήσαν οι μαθηταί με τον Ιησούν, περιλαμβανομένων και των σαράντα ημερών μετά την ανάστασί του, ο Ιησούς τούς εδίδασκε για τη βασιλεία του Θεού. Αυτοί είχαν το ύδωρ της αληθείας. Αλλά η άλλη προϋπόθεσις έλειπε. Διότι έπρεπε ακόμη να γεννηθούν εκ του πνεύματος. Ως τον καιρό της πνευματικής των γεννήσεως ήσαν μόνο πιθανοί υιοί του Θεού. Η γέννησίς των από το πνεύμα δεν έλαβε χώραν πριν από την Πεντηκοστή. Πώς, όμως, πρέπει να νοήσωμε το Ιωάν. 20:22, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς, την ημέρα της αναστάσεώς του, είπε στους μαθητάς του, «Λάβετε πνεύμα άγιον»; Επρόκειτο μόνο για συμβολική πράξι, για προειδοποίησι του τι έμελλε να γίνη αργότερα. Το υποσχεμένο βάπτισμα του πνεύματος του Θεού, η γέννησίς των ως πνευματικών υιών του Θεού, δεν έγινε πριν από την πεντηκοστή ημέρα μετά την ανάστασι του Ιησού.
Αλλά μήπως δεν είχε εκχυθή το πνεύμα του Ιεχωβά επάνω σε πιστούς άνδρας πολύ πριν από την ημέρα της Πεντηκοστής; Είναι αληθές ότι το πνεύμα του Ιεχωβά ήταν εκείνο, λόγου χάριν, που παρεκίνησε τους προφήτας να γράψουν τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Εν τούτοις, κανείς από εκείνους τους ανθρώπους δεν είχε γεννηθή από το πνεύμα για να γίνη υιός του Θεού ούτε εδόθη σ’ αυτούς κάποια όμοια με γέννησι παροχή δικαιώματος για ουράνια ελπίδα. Ο Δαβίδ είχε το πνεύμα του Θεού επάνω του. Εν τούτοις, δεν μετέβη στον ουρανό. Διότι μετά ένδεκα αιώνες ο Πέτρος είπε: «Ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς.» Ο Ηλίας όσον και ο Ελισσαιέ είχαν το πνεύμα του Ιεχωβά, ο Ελισσαιέ μάλιστα «διπλασίαν μερίδα»· και όμως δεν μετέβησαν στον ουρανό. Διότι μετά 900 έτη, ο «εκ του ουρανού καταβάς» είπε: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν, ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου.»—Πράξ. 2:34· Ιωάν. 3:13.
Τότε ποια ήταν η ελπίς εκείνων των προ Χριστού δούλων του Ιεχωβά; Ήταν μια ελπίς ζωής επάνω στη γη υπό τη διακυβέρνησι της ουρανίου βασιλείας. Ώστε ο όρος ‘γεννημένοι πάλιν’ δεν εφαρμόζεται σε κανένα από τους αρχαίους άνδρας πίστεως, ούτε εφαρμόζεται σήμερα στον «πολύν όχλον» των άλλων προβάτων, η ελπίς των οποίων είναι να διαφυλαχθούν ζώντες δια μέσου του επερχομένου πολέμου του Αρμαγεδδώνος για ν’ απολαύσουν ζωή για πάντα επάνω στη γη. Οι μόνοι που ‘γεννώνται πάλιν’ είναι οι 144.000, μαζί με την Κεφαλήν των, τον Χριστόν Ιησούν, οι οποίοι αποτελούν τη Βασιλεία. Τώρα, μόνο ένα υπόλοιπο του ‘γεννημένου εκ του πνεύματος’ «μικρού ποιμνίου» των 144.000 είναι ακόμη στη γη. Αλλ’ αυτοί, μαζί με τους καλής θελήσεως συντρόφους των, διακηρύττουν ενωμένοι τα αγαθά νέα του νέου κόσμου του Θεού, λέγοντας σε όλους τους ακούοντας ότι «πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.»—Πράξ. 2:21, ΜΝΚ.