«Ημείς Λατρεύομεν Εκείνο το Οποίον Εξεύρομεν»
«Σεις προσκυνείτε [λατρεύετε, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε· ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν.»—Ιωάννης 4:22.
1. (α) Τι έχουν τάσι να λατρεύουν όλοι οι άνθρωποι, και πώς επηρεάζεται ένας ο οποίος ισχυρίζεται ότι αποτελεί εξαίρεσι σ’ αυτό; (β) Όσον αφορά τη λατρεία, ποια ερωτήματα είναι φρόνιμο να θέση ένα άτομο στον εαυτό του;
ΟΛΟΙ οι άνθρωποι έχουν τάσι να λατρεύουν κάποιον ή κάτι, έστω και αν πρόκειται να λατρεύουν τον ίδιο τον εαυτό τους. Το άτομο που λέγει με πικρία, «Εγώ δεν λατρεύω κανένα άτομο ούτε και κάτι» λατρεύει στην πραγματικότητα τον εαυτό του. Κάνει τον εαυτό του έναν ανθρώπινο θεό, αλλά λόγω του εγωισμού του αγνοεί αυτό το γεγονός. Υπερηφανεύεται με την αλαζονική ιδέα ότι δεν προσφέρει λατρεία σε τίποτε, είτε αυτό είναι ζωντανό είτε νεκρό. Αυτό δεν φέρει καμμιά ωφέλεια σ’ αυτόν· δεν αυξάνει την ελευθερία του· δεν ελαφρύνει την ευθύνη του. Αντιθέτως, επιφέρει σ’ αυτόν βλάβη, πιθανόν μάλιστα την αιώνια καταστροφή του. Για ν’ αποδώση κανείς οποιαδήποτε λατρεία, με διαρκή ωφέλεια για τον εαυτό του, είναι καλό να ξέρη τι λατρεύει, να λατρεύη αυτό που ξέρει. Ενεργούμε σοφά όταν θέτωμε στον εαυτό μας το ερώτημα. Λατρεύω εκείνο το οποίο ξέρω; Ή, μήπως θα μπορούσαν να πουν σ’ εμένα ή στους θρησκευομένους ή αθρήσκους συντρόφους μου, «Σεις λατρεύετε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε»; Δηλαδή, λατρεύετε κάτι που δεν ξέρετε.
2. (α) Σχετικά με ποιο σημείο είναι πολύ εύθικτα πολλά άτομα όταν βρίσκονται έξω από το εκκλησιαστικό κτίριό των; (β) Πώς ανταποκρίθηκε και ωφελήθηκε η Σαμαρείτις όταν της είχε λεχθή ότι ελάτρευε εκείνο το οποίο δεν ήξερε;
2 Το ζήτημα της θρησκείας είναι κάτι για το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πολύ εύθικτοι. Όχι μόνο οι ριζοσπαστικοί και οι κομμουνισταί, αλλά μέλη εκκλησιών του «Χριστιανικού κόσμου» ντρέπονται να τους θεωρούν ως θρησκευομένους, όταν βρίσκωνται έξω από τα εκκλησιαστικά κτίριά των. Πολλοί αποκλείουν κάθε συζήτησι μ’ ένα άτομο κάποιας άλλης θρησκείας λέγοντας ξηρά: «Έχω τη δική μου θρησκεία!» Άλλοι, και αυτοί είναι πολλοί, όταν ακούσουν κάποιον να παρουσιάζη ένα θρησκευτικό επιχείρημα, θα πουν: «Η θρησκεία σου είναι αλήθεια για σένα, και η θρησκεία μου είναι αλήθεια για μένα, γι’ αυτό δεν υπάρχει ανάγκη ν’ αλλάξω τη θρησκεία μου.» Αλλά ο καθένας που κρατά αυτή τη στάσι θα κάμη καλά να θέση στον εαυτό του το ερώτημα, θα μου κακοφανή αν κάποιος ο οποίος γνωρίζει τι λέγει μου πη: «Σεις λατρεύετε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε»; Η γυναίκα, στην οποία ελέχθη για πρώτη φορά αυτό από ένα άτομο μιας άλλης θρησκείας, δεν θύμωσε. Και προέκυψε καλό γι’ αυτήν με το ότι δεν της κακοφάνηκε. Δεν έχασε την ευκαιρία να θέση μια άλλη ερώτησι. Μ’ αυτήν διαπίστωσε γιατί εκείνος που της μιλούσε μπορούσε να λέγη αυτό που της είχε πη.
3. Πότε και πού συνήντησε η Σαμαρείτις τον άνθρωπο ο οποίος της έκαμε αυτή τη δήλωσι;
3 Αυτή η γυναίκα ήταν μια γυναίκα της Μέσης Ανατολής, μέλος ενός επαρχιακού ομίλου που ήσαν γνωστοί ως Σαμαρείται. Ήλθε σ’ αυτόν τον καλά πληροφορημένο άνθρωπο ο οποίος εκάθητο κοντά σ’ ένα βαθύ πηγάδι πλησίον της πόλεως Σιχάρ μια μεσημβρινή ώρα. Ήταν το έτος 30 μ.Χ., λίγο μετά τον εορτασμό του Πάσχα από τους Σαμαρείτας στο γειτονικό Όρος Γαριζίν, όπου κάποτε υπήρχε ένας Σαμαρειτικός ναός. Υπάρχει και σήμερα μια μικρή παροικία Σαμαρειτών στο Όρος Γαριζίν, και στο ναό τους έχουν ένα αρχαίο αντίγραφο της Πεντατεύχου (των πρώτων πέντε βιβλίων της Αγίας Γραφής που έγραψε ο προφήτης Μωυσής), το οποίο ισχυρίζονται ότι είναι το πιο παλαιό αντίγραφο που υπάρχει σήμερα. Επίσης, εκεί κοντά υπάρχει ένα βαθύ πηγάδι, που λέγουν ότι είναι αυτό το ίδιο πηγάδι στο οποίο η Σαμαρείτις συνήντησε εκείνον τον άνθρωπο. Στα αριστερά αυτού του πηγαδιού έχουν ανεγείρει ένα κυγκλίδωμα επάνω στο οποίο υπάρχει το τετραγράμματον, τα τέσσερα γράμματα του Εβραϊκού αλφαβήτου τα οποία αντιπροσωπεύουν το όνομα του Θεού του Μωυσέως, δηλαδή, Ιεχωβά ή Γιαχβέ. Όλο αυτό φυλάγεται τώρα μέσα σ’ ένα προστατευτικό κτίριο, και οι περιηγηταί το επισκέπτονται.
4, 5. (α) Γιατί ήταν αξιοσημείωτο ότι άρχισε μια συνομιλία στο πηγάδι; (β) Οι παρατηρήσεις εκείνου του ανθρώπου οδήγησαν τη γυναίκα να εγείρη ποιο θρησκευτικό πρόβλημα;
4 Αυτός ο άνθρωπος απεδείχθη ότι ανήκε σε μια φυλή με την οποία δεν είχαν τότε σχέσι οι Σαμαρείται, κι’ εν τούτοις αυτός άρχισε συζήτησι μ’ αυτή τη Σαμαρείτιδα, πράγμα που την έκαμε ν’ απορή. Αυτή η έλλειψις θρησκευτικής προκαταλήψεως της είχε κάμει εντύπωσι. Πολύ κατάλληλα εκεί, σ’ ένα πηγάδι, που κατά την κοινή γνώμη είχε εκσκαφή από τον πατριάρχη Ιακώβ, τον προπάππο του Μωυσέως, αυτός ο άνθρωπος της ωμίλησε για κάτι νέο, ένα «ύδωρ ζων,» που όταν θα το έπινε ένα άτομο δεν θα διψούσε ξανά. Απεκάλυψε σ’ αυτήν γεγονότα της πιο ιδιωτικής ζωής της. Αυτό την έκαμε να τον ρωτήση σχετικά μ’ ένα θρησκευτικό πρόβλημα εκείνης της εποχής. Είπε σ’ αυτόν τα εξής:
5 «Κύριε, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Οι πατέρες ημών εις τούτο το όρος προσεκύνησαν [ελάτρευσαν, ΜΝΚ]· και σεις λέγετε ότι εν τοις Ιεροσολύμοις είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνώμεν [να λατρεύωμεν, ΜΝΚ].»—Ιωάννης 4:1-20.
6. Τι είχε πει εκείνος ο άνθρωπος σχετικά με τη λατρεία του λαού της και τη λατρεία του δικού του λαού, και σχετικά με τη μελλοντική λατρεία;
6 Η απάντησις εκείνου του ανθρώπου στην ερώτησί της ήταν η εξής: «Γύναι, πίστευσόν μοι, ότι έρχεται ώρα, ότε ούτε εις το όρος τούτο, ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θέλετε προσκυνήσει [λατρεύσει, ΜΝΚ] τον Πατέρα. Σεις προσκυνείτε [λατρεύετε, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε· ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν· διότι η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων. Πλην έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί [λάτρεις, ΜΝΚ] θέλουσι προσκυνήσει [λατρεύσει, ΜΝΚ] τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας [λατρεύοντας, ΜΝΚ] αυτόν. Ο Θεός είναι Πνεύμα· και οι προσκυνούντες [λατρεύοντες, ΜΝΚ] αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι [λατρεύωσι, ΜΝΚ].»—Ιωάν. 4:21-24.
7, 8. (α) Ποιος απεδείχθη ότι ήταν εκείνος ο άνθρωπος στο φρέαρ, και πώς το διεπίστωσε η γυναίκα; (β) Σε ποιο συμπέρασμα σχετικά με τον άνθρωπο Ιησού είχαν φτάσει οι άνδρες της Σιχάρ, και γιατί αυτό ήταν ορθό;
7 Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος ο οποίος ωμιλούσε με τόση εξουσία σ’ εκείνη τη Σαμαρείτιδα; Η γυναίκα έδειξε ότι επίστευε στον Μεσσία, τον οποίο οι Ελληνόφωνοι Ιουδαίοι αποκαλούσαν Χριστόν, και απέβλεπε σ’ αυτόν τον Μεσσία ή Χριστόν για την τελική τακτοποίησι όλων των ζητημάτων λατρείας. Γι’ αυτό είπε: «Εξεύρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, θέλει αναγγείλει εις ημάς πάντα.» Αλλά το ζήτημα του τόπου και τρόπου λατρείας του θείου Πατρός είχε ήδη λεχθή σαφώς σ’ αυτή την Σαμαρείτιδα, διότι αυτός ο άνθρωπος της είπε: «Εγώ είμαι, ο λαλών σοι.» Αν εκείνη η γυναίκα έζησε τρία χρόνια ακόμη, τότε θα έμαθε τα περαιτέρω γεγονότα, τ’ αδιάψευστα γεγονότα, που απεδείκνυαν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πράγματι ο Μεσσίας, ο από πολύν καιρό υποσχεμένος Κεχρισμένος του Θεού. Αλλά το προσωπικό του όνομα στη γη ήταν Ιησούς, που σημαίνει «Σωτηρία του Ιεχωβά.» Γι’ αυτό ωνομάζετο Ιησούς Χριστός.—Ιωάννης 4:25, 26.
8 Αυτά ήσαν νέα πράγματα! Και, επειδή είχαν έλθει να συναντήσουν αυτόν τον άνθρωπο οι δώδεκα σύντροφοί του φέρνοντας τροφές για το γεύμα των, η Σαμαρείτις άφησε την υδρία της στο φρέαρ, επέστρεψε στη Σιχάρ και είπε στους κατοίκους της: «Έλθετε να ίδητε άνθρωπον, όστις μοι είπε πάντα όσα έπραξα· μήπως ούτος είναι ο Χριστός;» Οι Σαμαρείται βγήκαν από την πόλι και πήγαν να ιδούν και ν’ ακούσουν. Παρέμεινε αυτός ο άνθρωπος μαζί των δύο μέρες. Σε ποιο συμπέρασμα είχαν φθάσει; Ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν ο Μεσσιανικός Σωτήρ όχι μόνο των Ιουδαίων, οι οποίοι δεν είχαν τότε σχέσεις με τους Σαμαρείτας, αλλά είπαν στη γυναίκα: «Δεν πιστεύομεν πλέον διά τον λόγον σου· επειδή ημείς ηκούσαμεν, και γνωρίζομεν, ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου.» (Ιωάν. 4:28-30, 39-42) Ύστερ’ από τρία χρόνια τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν απέδειξαν ότι οι Σαμαρείται είχαν δίκαιο: Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Σωτήρ όλου του ανθρωπίνου γένους. Ήξερε τι έλεγε στη Σαμαρείτιδα.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ «ΞΕΡΩ;»
9. Με ποιους θα μας περιελάμβανε ο Ιησούς αν ήταν σήμερα στη γη—με τους λάτρεις που ξέρουν ή με τους λάτρεις που δεν ξέρουν, και γιατί είναι σπουδαίο να λάβωμε απόφασι σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα;
9 Υποθέστε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν προσωπικώς στη γη σήμερα και έλεγε σ’ ένα ωρισμένο θρησκευτικό όμιλο: «Σεις προσκυνείτε [λατρεύετε, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε· ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν.» Θα περιελάμβανε και εσάς μαζί με τον εαυτό του όταν έλεγε: «Ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν»; Ή θα σας περιελάμβανε μαζί με τον θρησκευτικό όμιλο που δεν ήξεραν τι ελάτρευαν; Οι απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις είναι μεγάλου ενδιαφέροντος για μας σήμερα οπότε μας επιβάλλεται η ανάγκη να λάβωμε μια νοήμονα απόφασι σχετικά με το ποιον ή τι θα λατρεύσωμε. Ένα άτομο μπορεί να εξαπατά τον εαυτό του με το να λέγη με ισχυρογνώμονα υπερηφάνεια και εμπιστοσύνη στον εαυτό του: «Δεν λατρεύω κανένα, δεν λατρεύω τίποτε! Δεν φοβούμαι ούτε Θεό ούτε άνθρωπο.» Αλλά με την πάροδο του χρόνου τα αποκαλυπτικά γεγονότα θα έλθουν σε φως για να καταδείξουν ποιον ή τι ένα άτομο λατρεύει.
10. Ποιο είδος Θεού ομολογούν πολλοί ότι λατρεύουν σήμερα, και ποιος ισχυρίζονται ότι είναι ο Θεός της Βίβλου;
10 Πολλοί ισχυρίζονται ότι λατρεύουν, όχι τον Βούδδα, ούτε έναν από τα 330.000.000 θεούς των Ινδών, ούτε τον Αλλάχ των Μωαμεθανών, ούτε τον Θεό των συγχρόνων Ιουδαίων, αλλά ένα άλλο είδος Θεού, έναν ανώνυμο Θεό που δεν έχει φυλετικές ή εθνικές σχέσεις. Αυτός ο Θεός μπορεί να λατρεύεται από τον καθένα χωρίς φυλετικούς ή εθνικούς δεσμούς που να τον κάνουν να προσκόπτη. Πολλοί σήμερα ισχυρίζονται ότι αυτός ο ανώνυμος Θεός είναι ο Θεός της Αγίας Γραφής.
11, 12. (α) Γιατί εκείνοι που λατρεύουν όπως ελάτρευε ο Ιησούς λατρεύουν εκείνο που ξέρουν; (β) Γιατί οι Σαμαρείται δεν ήξεραν τι ελάτρευαν και πώς η σωτηρία προήρχετο από τους Ιουδαίους;
11 Σαφώς, λοιπόν, το ερώτημα για τον καθένα μας είναι, Μήπως λατρεύω εκείνο το οποίον δεν ξέρω, όπως ακριβώς έκαναν οι Σαμαρείται πριν από δεκαεννέα αιώνες; Ή, όπως ο Μεσσίας, λατρεύω εκείνο το οποίον ξέρω; Αν λατρεύωμε εκείνο που εγνώριζε ο Μεσσίας στη γη, θα σημάνη σωτηρία για μας, επειδή το είπε ο ίδιος ο Μεσσίας. Αυτός εγνώριζε τον ουράνιο Πατέρα για τον οποίον ωμίλησε στη Σαμαρείτιδα. Σε απόδειξι τούτου είπε: «Ουδέ τον Πατέρα γινώσκει τις ειμή ο Υιός, και εις όντινα θέλει ο Υιός να αποκαλύψη αυτόν.» (Ματθ. 11:27) «Με γνωρίζει ο Πατήρ, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα.»—Ιωάν. 10:15.
12 Τον καιρό που τα είπε αυτά τα λόγια, το έθνος που ελάτρευε στο ναό της Ιερουσαλήμ ευρίσκετο σ’ ένα ιερό συμβόλαιο ή διαθήκη με τον Ιεχωβά Θεό μέσω του μεσίτου του, του προφήτου Μωυσέως. Ο Θεός δεν ήταν σε εθνική διαθήκη με τους Σαμαρείτας, ακόμη κι’ αν αυτοί ισχυρίζοντο ότι κατείχαν την Πεντάτευχο, τα πέντε βιβλία της Αγίας Γραφής που είχαν γραφή από τον Μωυσή. Επειδή απέρριψαν το υπόλοιπον των θεοπνεύστων Αγίων Γραφών, δεν ελάτρευαν στο σωστό όρος και δεν εγνώριζαν κατάλληλα τον Ιεχωβά Θεό που απεκαλύφθη μέσω όλων αυτών των θεοπνεύστων συγγραμμάτων. Ορθά, λοιπόν, ο Ιησούς μπορούσε να λέγη στους Σαμαρείτας: «Σεις προσκυνείτε [λατρεύετε, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε.» Ομιλώντας όμως για τον εαυτό του και το έθνος, του οποίου ήτο ένα επίγειο μέρος, ο Ιησούς μπορούσε να λέγη: «Ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν· επειδή η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων.» (Ιωάν. 4:22) Αυτό ήταν αληθές, εφόσον ο Ιησούς όταν ήταν εν σαρκί ήταν ένας περιτετμημένος Ιουδαίος, και μάλιστα όπως οι Σαμαρείται της Σιχάρ είπαν σχετικά μ’ αυτόν, «Ημείς . . . γνωρίζομεν ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου.»—Ιωάν. 4:42.
13. Πώς πολλά φυλετικώς προκατειλημμένα άτομα μπορεί ν’ αντιδράσουν στη δήλωσι του Ιησού, και ποιο ερώτημα είναι πιθανόν να θέσουν;
13 Πολλά φυλετικώς προκατειλημμένα άτομα σήμερα μπορεί να προσκόπτουν στη δήλωσι του Ιησού: «Η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων.» ‘Μπορεί να ρωτήσουν, Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε τον Ιουδαϊσμό, να περιτμηθούμε και να πηγαίνωμε στην Ιουδαϊκή συναγωγή και να κάνωμε ταξίδια προσκυνητού στην Ιερουσαλήμ αν επιθυμούμε να λατρεύωμε τον αληθινό Θεό;’
14. Ποια λόγια του Ιησού προς τη Σαμαρείτιδα απαντούν σ’ αυτό το ερώτημα;
14 Τι μαθαίνομε απ’ ό,τι είπε ο Μεσσίας στη Σαμαρείτιδα; Ακούστε: «Γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα, ότε ούτε εις το όρος τούτο [το Γαριζίν] ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θέλετε προσκυνήσει [λατρεύσει, ΜΝΚ] τον Πατέρα. . . . Πλην έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί [λάτρεις, ΜΝΚ] θέλουσι προσκυνήσει [λατρεύσει, ΜΝΚ] τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας [λατρεύοντες ΜΝΚ] αυτόν. Ο Θεός είναι πνεύμα και οι προσκυνούντες [λατρεύοντες, MNK] αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι [λατρεύωσι, ΜΝΚ].»—Ιωάν. 4:21-24.
15. (α) Έδειχναν τα λόγια του Ιησού τι επρόκειτο να συμβή, και πώς αυτό συνέβη έως σήμερα; (β) Τι λοιπόν έχει σημασία σχετικά με τους αληθινούς λάτρεις;
15 Αυτά τα λόγια υπεδείκνυαν ότι μια ριζική μεταβολή επρόκειτο να λάβη χώραν. Σαράντα χρόνια αργότερα η πόλις Ιερουσαλήμ κατεστράφη από τις Ρωμαϊκές στρατιές υπό τον Στρατηγό Τίτον και ο ναός της για τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού δεν αποκατεστάθη εκεί έως σήμερα. Η πόλις που εκτίσθη εκεί τον επόμενο αιώνα από τους ειδωλολάτρας Ρωμαίους έγινε τελικά μια «Χριστιανική» πόλις όπου άνθρωποι του «Χριστιανικού κόσμου» πήγαιναν για προσκύνημα. Ακόμη αργότερα έγινε μια Μωαμεθανική πόλις, όπου οι Μωαμεθανοί ελάτρευαν στο τέμενος που εκτίσθη στο μέρος που ήταν πρώτα ο Ιουδαϊκός ναός. Σήμερα αυτό το τέμενος υπάρχει ακόμη και ολόκληρη η Ιερουσαλήμ βρίσκεται τώρα πλήρως στα χέρια των Ιουδαίων που αποτελούν τη Δημοκρατία του Ισραήλ. Αλλά όλο αυτό δεν έχει σχέσι με τους ‘αληθινούς προσκυνητάς.’ Δεν οφείλουν να λατρεύουν τον Ιεχωβά Θεό στην επίγεια Ιερουσαλήμ ή σε κάποια άλλη επίγεια πόλι, που θεωρείται ότι είναι ιερή από διαφόρους θρησκευομένους, και από τις οποίες η Πόλις του Βατικανού δεν εξαιρείται. Ένας ειδικός τόπος επάνω στη γη δεν έχει γι’ αυτούς αξία. Αυτό που πρέπει να κάνουν χωρίς αποτυχία, σύμφωνα με ό,τι είπε ο Ιησούς στη Σαμαρείτιδα, είναι να λατρεύουν τον ουράνιο Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία. Αυτός είναι πνεύμα· είναι Πνεύμα, όχι περιωρισμένος σε κάποια επίγεια τοποθεσία.
16. Πώς είπε ο Ιησούς ότι πρέπει να λατρεύεται ο ουράνιος Πατήρ, και γιατί αυτό είναι αναγκαίο;
16 Η λατρεία του ουρανίου Πατρός, που είναι πνευματικός, δεν γίνεται, συνεπώς, μέσω φυσικής, σωματικής επαφής μαζί του. Μάλλον, αντί να εξαρτώμεθα από την παρουσία και την χρήσι ορατών ή υλικών πραγμάτων και γεωγραφικών τοποθεσιών, ο αληθινός λάτρης πρέπει να έχη την ορθή στάσι που χρησιμοποιεί πίστι μάλλον παρά όψι και αφή· πρέπει να έχη τη διάθεσι και την παρόρμησι της γνησίας λατρείας άσχετα με την τοποθεσία ή τα αντικείμενα γύρω του. Δεν πρέπει μόνο να δείχνη ειλικρίνεια και εγκαρδιότητα στη λατρεία του, αλλά, επίσης, να έχη την αλήθεια. Ο ουράνιος Πατέρας αποβλέπει σ’ εκείνους που ζητούν την αλήθεια απ’ Αυτόν και που τον λατρεύουν σύμφωνα με την αλήθεια, όχι σύμφωνα με τις αντιφατικές διδασκαλίες και παραδόσεις των εκατοντάδων θρησκευτικών δογμάτων του «Χριστιανικού κόσμου» και άλλων θρησκευτικών συστημάτων. Χωρίς την αλήθεια τι είδους ιδέα θα μπορούσε να έχη ένα άτομο για το τι λατρεύει ως Θεόν; Οι ιδέες για τον Θεό μπορούν να ποικίλλουν κατά εκατομμύρια τρόπους!
17. (α) Τι απαιτείται από μας σχετικά με την αλήθεια για να λατρεύωμε τον Θεό; (β) Πώς αυτό το ίδιο το έθνος του Ιησού έδειξε ότι δεν ήσαν μαζί του όσον αφορά το τι αυτός ήξερε;
17 Η αλήθεια για τον Θεό είναι προοδευτική, και ο αληθινός λάτρης πρέπει να δείχνη αγάπη για την αλήθεια με το να συμβαδίζη με την πρόοδό της. Τι θα πούμε για το δικό του κατά σάρκα έθνος του Ιησού; Θα μπορούσε να συνεχίση να λέγη σχετικά μ’ εκείνο το έθνος: ‘Ημείς λατρεύομεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν’; Πώς θα μπορούσε να το κάμη αυτό; Αφού τον άκουσαν να κηρύττη επί τρία περίπου χρόνια το άγγελμα, «Επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών!» οι θρησκευτικοί ηγέται του έθνους, ακολουθούμενοι από τους περισσότερους από τον λαό, έδειξαν ότι διέφεραν απ’ αυτόν ως προς τις ιδέες για τον Θεό. Έδειξαν ότι προτιμούσαν τις θρησκευτικές τους παραδόσεις και διδασκαλίες ανθρώπων από εκείνα που τους απεδείκνυε από τις θεόπνευστες Άγιες Γραφές. Τον κατηγόρησαν για βλασφημία και προσπάθησαν να τον θανατώσουν βιαίως. Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριό τους στην Ιερουσαλήμ τον κατεδίκασε σε θάνατο ως βλάσφημον απέναντι του Θεού. Είπαν μάλιστα στον Ρωμαίο κυβερνήτη Πόντιο Πιλάτο ότι, σύμφωνα με τον δικό τους νόμο, ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθή για βλασφημία. Αλλά για να πείσουν τον Ρωμαίο κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ να ασκήση την εξουσία του και να θανατώση τον Ιησού, τον κατηγόρησαν για πολιτική στάσι. Ακολούθησε ο θάνατος του Ιησού με την εκτέλεσι επάνω σ’ ένα ξύλο. Έτσι δεν ενώθηκαν με τον Ιησού στο να λατρεύσουν εκείνο που αυτός ήξερε!
18. Ποιος είχε απορριφθή από τον Θεό, ο Ιησούς ή το Ιουδαϊκό έθνος, και πώς αποδείχθηκε αυτό;
18 Θα ακολουθήσωμε την ίδια πορεία ενεργείας μ’ εκείνο το αρχαίο έθνος; Όχι, αν θέλωμε να λατρεύωμε τον ίδιο Θεό που ελάτρευε ο Ιησούς, τον Θεό που ήξερε. Ώς αυτή την ημέρα οι απόγονοι εκείνου του έθνους δεν απεκήρυξαν εκείνη τη στάσι που έλαβαν απέναντι του Μεσσίου Ιησού. Απέρριψαν το άγγελμα του Ιησού καθώς και τις αποδείξεις που έδωσε ότι ήταν ο από πολύν καιρό υποσχεμένος Μεσσίας, αλλ’ υποχρεώθηκαν να δεχθούν την εκπλήρωσι της προφητείας του Ιησού ότι η «αγία πόλις» της Ιερουσαλήμ και ο περίφημος ναός της θα κατεστρέφοντο, για να μη ανοικοδομηθούν ποτέ από τους Ιουδαίους. Σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού, η τρομακτική καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της ήλθαν σ’ εκείνη τη «γενεά» στο έτος 70 μ.Χ. (Ματθ. 24:1-34) Έτσι, αν και οι Ιουδαίοι προσπάθησαν με φανατισμό να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά, η Ιερουσαλήμ έπαυσε να είναι ο τόπος λατρείας του μόνου και ζώντος και αληθινού Θεού. Ούτε και αυτός ακόμη ο Ιουδαϊκός ναός δεν βρίσκεται σήμερα εκεί να την συνιστά ως πόλι στην οποία ν’ αποδίδουν ηνωμένη λατρεία σ’ έναν Γνωστό Θεό. Αλλ’ η αλήθεια ότι ο Ιησούς είναι ο πραγματικός Μεσσιανικός προφήτης αυτού του Γνωστού Θεού είναι αποδεδειγμένη από ανεξάλειπτα γεγονότα της ιστορίας. Έτσι, όχι ο Ιησούς, αλλά το έθνος που τον απέρριψε, απερρίφθη από αυτόν τον Γνωστόν Θεόν.
19. (α) Αν όχι με το Ιουδαϊκό έθνος, με την πορεία ποιων της εποχής εκείνης πρέπει, λοιπόν, να ταυτισθούμε; (β) Με ποιο είδος αγωγού ήλθε η σωτηρία στα Έθνη, και, πότε;
19 Το ότι λοιπόν ο Ιησούς είπε, «η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων,» δεν σημαίνει ότι η αιώνια σωτηρία γίνεται μέσω αυτού του έθνους σήμερα και ότι πρέπει να γίνωμε περιτετμημένοι προσήλυτοι ή μέλη του. Πρέπει να γίνωμε σύντροφοι όχι με το έθνος που απέρριψε τον Μεσσία, αλλά με το Ιουδαϊκό «υπόλοιπο» μερικών χιλιάδων φυσικών Ιουδαίων, οι οποίοι εδέχθησαν τον Μεσσία Ιησού, το 33 μ.Χ., και οι οποίοι έγιναν πιστοί ακόλουθοί του. (Ρωμ. 11:1-7) Μετά την ανάστασί του εκ νεκρών και προτού αναληφθή στον ουρανό, ο Ιησούς συνεκέντρωσε τα πρώτα μέλη των πιστών αυτού του Ιουδαϊκού «υπολοίπου.» Την ημέρα της Πεντηκοστής (6 Σιβάν, 33 μ.Χ.) ο Θεός εχρησιμοποίησε τον Ιησού Χριστό για να εκχύση από τον ουρανό το άγιο πνεύμα σ’ εκείνα τα πρώτα μέλη του Ιουδαϊκού «υπολοίπου.» Έτσι μπορούσαν να λατρεύουν τον Θεό όχι μόνον με το ‘πνεύμα’ της γνησίας λατρείας αλλά και με τη βοήθεια του αγίου πνεύματος του Θεού, καθώς και με την ‘αλήθεια’ που απεκαλύφθη μέσω αυτού του αγίου πνεύματος. (Πράξ. 2:1-47) Αργότερα, το 36 μ.Χ., αυτό το Ιουδαϊκό υπόλοιπο μετέφερε το θείο άγγελμα της σωτηρίας στους Εθνικούς ή μη Ιουδαίους. (Πράξ. 10:1 έως 11:18) Έτσι αυτοί ήσαν ένας αγωγός μέσω του οποίου η σωτηρία ήλθε στους Εθνικούς.
20. (α) Στον κρίσιμο καιρό πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, τι έκαμαν οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, και τους εστέρησε αυτό από ένα τόπο για να λατρεύουν τον Γνωστόν Θεόν; (β) Με ποιους πρέπει να λάβωμε στάσι, αν επιθυμούμε σωτηρία από τον Θεό μέσω του Χριστού;
20 Αργότερα, στον κρίσιμο καιρό πριν γίνη η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, όπως προελέχθη από τον Ιησού, τα μέλη αυτού του Ιουδαϊκού υπολοίπου δεν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ για να εορτάσουν οποιεσδήποτε εορτές, ούτε έμειναν σ’ αυτήν. Μάλλον απέφευγαν και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, ακριβώς όπως ο Ιησούς, ως αληθινός προφήτης, τους είχε προειδοποιήσει να κάμουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν κατεστράφησαν μαζί με την Ιερουσαλήμ και τον ναό της το 70 μ.Χ. (Ματθ. 24:15-22· Λουκ. 21:20-24) Αλλά μ’ αυτό δεν είχαν στερηθή από έναν αληθινό τόπο για να λατρεύουν τον Θεό που εγνώριζαν. Όχι, αλλ’ εξακολούθησαν να τον λατρεύουν στον αληθινό του ναό που δεν είναι καμωμένος με ανθρώπινα χέρια και που ποτέ δεν μπορεί να καταστραφή από ανθρώπινα χέρια. (Εβρ. 8:1, 2) Γι’ αυτό το Ιουδαϊκό «υπόλοιπο» ο Ιησούς μπορούσε να εξακολουθή να λέγη μετά την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. τα λόγια του προς τη Σαμαρείτιδα: «Ημείς προσκυνούμεν [λατρεύομεν, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον εξεύρομεν· επειδή η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων.» (Ιωάν. 4:22) Πρέπει λοιπόν να λάβωμε τη στάσι μας σήμερα όχι με το απορριμμένο έθνος, αλλά με το Ιουδαϊκό «υπόλοιπο,» σαν να ζούσε ακόμη, αν επιθυμούμε σωτηρία από τον Θεό μέσω του Μεσσίου του Ιησού.
ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΡΩΜΕ ΤΙ ΛΑΤΡΕΥΟΜΕ
21. (α) Για να λατρεύωμε εκείνο το οποίο ξέρομε, ώς ποιο σημείο είναι ανάγκη να το ξέρωμε, και γιατί; (β) Πώς έσφαλαν οι Σαμαρείται σ’ αυτό το σημείο;
21 Για να «λατρεύωμεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν» σημαίνει να λατρεύωμε τον Θεό τον οποίον ξέρομε. Δεν είναι κάποιος φανταστικός Θεός. Αν λατρεύωμε έναν φανταστικό Θεό, μπορεί ο Ιησούς να πη: «Σεις προσκυνείτε [λατρεύετε, ΜΝΚ] εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε.» Αν δεχώμεθα μερικά γεγονότα σχετικά με τον αληθινό Θεό, αλλά κατόπιν αρνούμεθα να δεχθούμε την πλήρη αποκαλυμμένη αλήθεια γι’ αυτόν, τότε τι γίνεται; Τότε αποκτούμε μόνον μια ατελή κατανόησι του Θεού. Τότε αποκτούμε μια διαστρεβλωμένη ιδέα για τον Θεό και εκείνο που λατρεύομε δεν είναι πραγματικά ο αληθινός Θεός. Λατρεύομε εκείνο το οποίο δεν ξέρομε· λατρεύομε κάποιον που δεν υπάρχει. Αυτό ήταν το σφάλμα εκείνων των Σαμαρειτών του πρώτου αιώνος μ.Χ. Παρεδέχοντο τη θεόπνευστη Πεντάτευχο όπως είχε γραφή από τον προφήτη Μωυσή. Αλλά με πείσμα αρνήθηκαν να δεχθούν την περαιτέρω αποκάλυψι του Ιεχωβά Θεού όπως περιελαμβάνετο στα υπόλοιπα τριάντα τέσσερα βιβλία των θεοπνεύστων Εβραϊκών Γραφών. Έτσι είχαν όχι μόνον μια ατελή αντίληψι του Ιεχωβά Θεού, αλλ’ επίσης μια εσφαλμένη αντίληψι γι’ αυτόν. Γι’ αυτό ηρνούντο ν’ ανεβαίνουν στον ναό της Ιερουσαλήμ για λατρεία, αλλ’ ελάτρευαν στο Όρος Γαριζίν. Δεν εδέχθησαν την ιστορική έκθεσι της εποχής των που ανέγραφε τις πράξεις και την αλήθεια του Θεού.
22. Πώς συνέβη το ίδιο με το έθνος του οποίου ο Ιησούς ήταν φυσικό μέλος;
22 Το ίδιο αλήθευε και για το έθνος του οποίου ο Ιησούς Χριστός ήταν φυσικό μέλος. Ισχυρίζοντο ότι δέχονταν όλες τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές ως τον καιρό εκείνο, δηλαδή, τον Νόμο, τους Προφήτας και τους Ψαλμούς, αλλά, όπως τους ετόνισε ο Ιησούς, ακύρωναν τις εντολές του Θεού με τις παραδόσεις των και τα εντάλματα μη θεοπνεύστων ανθρώπων. (Ματθ. 15:1-9· Λουκ. 24:44, 45) Εκτός απ’ αυτό, αρνήθηκαν να διακρίνουν και ν’ αναγνωρίσουν την εκπλήρωσι των θεοπνεύστων Εβραϊκών προφητειών, όπως εξεπληρώνοντο στον Ιησού Χριστό. Έτσι δεν τον δέχθηκαν ως τον Μεσσία που είχε προλεχθή από τις Γραφές. Συνεπώς, δεν ενώθηκαν με το Ιουδαϊκό «υπόλοιπο» των πιστών που έλαβαν το άγιο πνεύμα του Θεού την ημέρα της Πεντηκοστής. Επί πλέον, δεν δέχθηκαν το τελικό μέρος των Αγίων Γραφών, δηλαδή, τις θεόπνευστες Γραφές που είχαν γραφή στην Ελληνική από πιστούς αποστόλους και μαθητάς του Μεσσίου Ιησού. Γι’ αυτούς τους απίστους Ιουδαίους η θεία έμπνευσις και αποκάλυψις της αληθείας έπαυσε με τα βιβλία του Μαλαχία και των Χρονικών, ώστε γι’ αυτούς τα βιβλία από τον Ματθαίο ώς την Αποκάλυψι δεν είναι μια θεόπνευστη προσθήκη στις Εβραϊκές Γραφές.
23, 24. Ως αποτέλεσμα της πορείας των, πώς ο Θεός τον οποίον λατρεύουν υστερεί από τον καλύτερα Γνωστόν Θεόν;
23 Σε τι κατέληξε αυτό για το έθνος, του οποίου η πόλις της Ιερουσαλήμ και ο ναός της είχαν καταστραφή το 70 μ.Χ. και του οποίου το ιερατείο ετέθη με τον τρόπο αυτόν εκτός υπηρεσίας; Κατέληξε στο να έχουν μια εσφαλμένη αντίληψι για τον Θεό. Λατρεύουν έναν Θεό που δεν έχει ζήσει σύμφωνα με τις υποσχέσεις του και τις προφητείες του ώς τώρα. Λατρεύουν έναν Θεό που δεν έστειλε τον υποσχεμένο Μεσσία του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ.» (Ματθ. 1:1) Λατρεύουν έναν Θεό που δεν ανέστησε τον Μεσσία του εκ νεκρών και δεν τον έθεσε στα δεξιά του στον ουρανό ως «Κύριον και Χριστόν.» (Πράξ. 2:22-36) Λατρεύουν έναν Θεό που δεν έκαμε μια ‘νέα διαθήκη’ με το νέο ‘άγιο έθνος,’ τον «Ισραήλ του Θεού» που είναι πνευματικός, μέσω ενός μεσίτου μεγαλυτέρου από τον Μωυσή, δηλαδή, του Ιησού Χριστού.—Ιερεμ. 31:31-34· Δευτ. 18:15-18· Πράξ. 3:20-24· Εβρ. 8:7-13· 1 Τιμ. 2:5, 6.
24 Λατρεύουν λοιπόν έναν Θεό, του οποίου ο Μεσσίας δεν πρόκειται να έλθη τώρα για δεύτερη φορά για να εγκαθιδρύση σε όλη τη γη τη Μεσσιανική βασιλεία για την ευλογία όλου του ανθρωπίνου γένους με μια κυβέρνησι ατέλειωτης ειρήνης και δικαιοσύνης. (2 Σαμ. 7:4-17· Ησ. 9:6, 7· Δαν. 2:44· 7:13, 14) Ως αποτέλεσμα, το Ιουδαϊκό έθνος δεν λατρεύει τον αληθινό Θεό, αν και οι πιστοί προπάτορές του τον ελάτρευαν.
25. Τι είπε ο απόστολος Παύλος σχετικά με τον ζήλο αυτού του έθνους για τον Θεό, κι’ επομένως τι λατρεύουν και σήμερα;
25 Σχετικά μ’ αυτούς, ο Χριστιανός απόστολος, που ο ίδιος ήταν κάποτε διώκτης του Ιουδαϊκού Χριστιανικού υπολοίπου, έγραψε: «Αδελφοί, η επιθυμία της καρδίας μου, και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ, είναι διά την σωτηρίαν αυτών. Διότι μαρτυρώ περί αυτών, ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού. Επειδή το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός [Μεσσίας] προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα.» (Ρωμ. 10:1-4· 1 Τιμ. 1:12-16· Γαλ. 1:13, 14) Τι θα λεχθή, λοιπόν, για το άλλοτε ευνοημένο έθνος το οποίο απορρίπτει τον Θεόν του Μεσσίου; Ο θρησκευτικός των ζήλος είναι «ουχί κατ’ επίγνωσιν,» αλλά και αυτοί επίσης λατρεύουν εκείνο που δεν γνωρίζουν. Δεν λατρεύουν τον Θεό των θεοπνεύστων Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, που είναι ο ίδιος με τον Θεό των θεοπνεύστων Εβραϊκών Γραφών.
26, 27. Λατρεύει αυτό που γνωρίζει ο «Τριαδικός» Χριστιανικός κόσμος, και πώς προσδιορίζομε την ορθή απάντησι;
26 Λατρεύει, λοιπόν, ο «Χριστιανικός κόσμος,» ως λάτρης του ούτω καλουμένου Τριαδικού Θεού του, εκείνο το οποίον γνωρίζει; Ή λατρεύει εκείνο το οποίον δεν γνωρίζει; Πώς μπορούμε να ξέρωμε; Με το να ερευνήσωμε τις θεόπνευστες Εβραϊκές και τις θεόπνευστες Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, διότι και οι δύο συλλογές αποτελούν μαζί το ένα θεόπνευστο Βιβλίο.
27 Σε κανένα μέρος αυτού του Βιβλίου δεν θα βρη ο ερευνητής την έκφρασι «Τριαδικός Θεός» ή «Τριάς,» ούτε υπάρχει κάποιο Γραφικό επιχείρημα σ’ αυτό που να υποστηρίζη αυτόν τον ούτω καλούμενον «Θεόν εις τρία Πρόσωπα,» δηλαδή, Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός και Θεός το Άγιον Πνεύμα. Αντιθέτως, απαντώντας στην ερώτησι, «Ποια εντολή είναι πρώτη πασών;» ο Ιησούς είπε: «Πρώτη πασών των εντολών είναι: ‘Άκουε Ισραήλ, Ιεχωβά ο Θεός ημών είναι εις Ιεχωβά. Και θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.’» Σ’ αυτή την απάντησι ο Ιησούς παρέθεσε από την Πεντάτευχο, (Δευτερονόμιον 6:4, 5) (Μάρκ. 12:28-30) Αλλ’ ο «Χριστιανικός κόσμος» δεν υπακούει σ’ αυτή την «πρώτη» εντολή να λατρεύη τον ένα Θεό, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά.
28. Πόσο ποικίλη είναι η ιδέα του «Χριστιανικού κόσμου» για τον Θεό, και προέρχεται η σωτηρία μέσω αυτού;
28 Πώς μπορεί, λοιπόν, ο «Χριστιανικός κόσμος» να λατρεύη σωστά; Αν και αρνείται να το παραδεχθή, λατρεύει την παγανιστική ιδέα του Θεού, μια τριάδα. Η ιδέα του Θεού του είναι τόσο διαφορετική όσες είναι οι εκατοντάδες των θρησκευτικών δογμάτων στα οποία έχει χωριστή. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθή ότι ο «Χριστιανικός κόσμος» λατρεύει εκείνο το οποίον δεν γνωρίζει; Δεν υπάρχει σωτηρία μέσω αυτού!
29. Σε ποια γνώσι είναι θέλημα Θεού να φθάσουν όλοι οι άνθρωποι, κι’ επομένως από ποιον οδηγούμεθα να λατρεύωμε εκείνο το οποίο ξέρομε;
29 Η σωτηρία για αιώνια ζωή με ευτυχία γίνεται με το να λατρεύη κανείς εκείνο που ο Ιησούς και οι πιστοί ακόλουθοί του ξέρουν ότι είναι ο αληθινός Θεός. Ένας απ’ αυτούς τους ακολούθους του, ο απόστολος Παύλος, έγραψε με έμπνευσι του Θεού και είπε: «Τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού· όστις θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας. Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» (1 Τιμ. 2:3-6) «Ο δε μεσίτης δεν είναι ενός· ο Θεός όμως είναι εις.» (Γαλ. 3:20) Ο Θεός, λοιπόν, είναι το ένα μέρος της ‘νέας διαθήκης’ του, και οι άνθρωποι που εισήλθαν σ’ αυτή τη νέα διαθήκη αποτελούν το άλλο μέρος ή την άλλη πλευρά της διατάξεως· και αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να έλθουν σε «επίγνωσιν της αληθείας» μέσω του ‘ενός μεσίτου μεταξύ Θεού και ανθρώπων.’ Αυτός ο μεσίτης ήταν μια φορά εδώ στη γη ως άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, ο οποίος λόγω του ότι ως άνθρωπος ήταν τέλειος και αναμάρτητος μπορούσε να δώση τον εαυτό του ως «αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Αυτός ο μεσίτης είναι ο Μεσσίας Ιησούς ή ο Χριστός Ιησούς. Αφού μεσιτεύει στον Θεό, τον οποίον γνωρίζει, μας οδηγεί να «λατρεύωμεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν,» τον Θεόν.
[Εικόνα στη σελίδα 103]
Ο Ιησούς είπε σε μια γυναίκα σ’ ένα φρέαρ στη Σαμάρεια ότι αυτή ελάτρευε εκείνο που δεν ήξερε. Σεις λατρεύετε εκείνο το οποίο δεν ξέρετε; Ή λατρεύετε πράγματι εκείνο το οποίον ξέρετε;
[Εικόνα στη σελίδα 108]
Όταν οι άνθρωποι λατρεύουν ως Θεόν των μια Τριάδα, την οποίαν παραδέχονται ως «μυστήριον», μπορεί να λεχθεί ότι ‘λατρεύουν εκείνο το οποίον εξεύρουν’;