Οι Πρώτοι Χριστιανοί Δεν Ήσαν Κομμουνισταί
Ο ΨΥΧΡΟΣ πόλεμος των λόγων είναι μια θερμή μάχη για τη διάνοιά σας. Οι δυνάμεις εισβολής του πολέμου αυτού συγκλίνουν πάνω στο στόχο από όλες τις δυνατές διευθύνσεις. «Φωνές» εθνών εισδύουν σε ξένες χώρες, μόνο για να συνθλιβούν και αντιμετωπισθούν με ανταποδοτικές εκρήξεις. Με αδιάκοπο σ’ όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου βομβαρδισμό με λόγους, οι προπαγανδισταί ζητούν να υποδουλώσουν τη δημοσία σκέψι, να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη έτσι ώστε να ταιριάζη με τα ιδιοτελή των συμφέροντα. Αιτιάσεις και αρνήσεις, θερμές κατηγορίες και θερμότερες αντικατηγορίες, μομφές και δυσφημήσεις, προσωπικές διαπομπεύσεις και διασυρμοί, μισοαληθινά λόγια και κατάργησις των πλήρων αληθειών—όλες αυτές οι μέθοδοι παρατάσσονται για να επιτεθούν στη διάνοιά σας και να την καταλάβουν με θυελλώδη τρόπο.
Η πολιτική δύναμις που τώρα κάνει με τόσο ζήλο σταυροφορία για να κερδίση τη διάνοια των μαζών, είναι ο κομμουνισμός. Αυτός ο πανούργος προπαγανδιστής γνωρίζει όλα τα τεχνάσματα, περιλαμβανομένης και της δολιότητος να πωλή μια ιδέα που βασίζεται σε αξίες άλλες παρά στις δικές του, έχοντας αποδεικτικά γι’ αυτήν από πολύ αξιόπιστες πηγές. Όταν προσπαθούν να κάμουν πολιτικούς προσηλύτους προσώπων που βρίσκονται στο «Χριστιανισμό» ο οποίος υποθετικά σέβεται την Αγία Γραφή, μερικοί κομμουνισταί συχνά παραθέτουν περικοπές της Αγίας Γραφής. Ισχυρίζονται ότι οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν κομμουνισταί και παραθέτουν το χωρίον Πράξεις 2:44, 45 ως απόδειξιν: «Και πάντες οι πιστεύοντες ήσαν ομού, και είχον τα πάντα κοινά· και τα κτήματα και τα υπάρχοντα αυτών επώλουν και διεμοίραζον αυτά εις πάντας, καθ’ ην έκαστος είχε χρείαν.» Όπως τόσοι άλλοι πολιτικοί που αναφέρουν περικοπές της Γραφής για ιδιοτελείς σκοπούς, αυτοί οι κομμουνισταί δεν έχουν κατανόησι των εδαφίων που επαναλαμβάνουν.
Μας χρειάζεται να έχωμε στο νου μας την όλη σύνθεσι των γεγονότων του καιρού εκείνου. Βρισκόμαστε προς το τέλος της ανοίξεως του 33 μ.Χ. Έχουν ήδη περάσει επτά εβδομάδες από εκείνη την αγωνιώδη ημέρα του Πάσχα, κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός είχε προσηλωθή στο ξύλο του μαρτυρίου. Σ’ εκείνες τις εβδομάδες αυτός είχε αναστηθή από τους νεκρούς, τον είχαν ιδεί εκατοντάδες από τους μαθητάς του, και ανελήφθη στον ουρανό άφθαρτο πνευματικό πλάσμα, αφήνοντας πίσω την υπόσχεσι ότι γρήγορα θα εξέχυνε πάνω στους ακολούθους του το άγιο πνεύμα. Τώρα, πενήντα μία ημέρες μετά το Πάσχα, η Ιερουσαλήμ, ήταν γεμάτη από πλήθη Ιουδαίων. Είχαν έλθει από κοντά και από μακριά, για να εορτάσουν την εορτή των εβδομάδων, την ημέρα της Πεντηκοστής. Ήταν μία από τις τρεις εορτές του έτους που όλοι οι Ιουδαίοι άρρενες έπρεπε να τηρούν στην Ιερουσαλήμ.—Δευτερονόμιον 16:1-16.
Οι ακόλουθοι του Ιησού ήσαν εκεί επίσης, περίπου εκατόν είκοσι. Αυτή την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ. συναθροίσθηκαν μαζί. Έξαφνα ένας θόρυβος σαν ορμητικού ανέμου εγέμισε τον τόπο της συναθροίσεως, γλώσσες ωσάν πύρινες έγιναν ορατές επάνω τους, «επλήσθησαν πνεύματος αγίου», και άρχισαν να μιλούν σε διάφορες γλώσσες. Η συγκίνησις προσείλκυσε τους θρησκευτικούς Ιουδαίους από διάφορα έθνη, Ιουδαίους που ήσαν παρόντες στην Ιερουσαλήμ σ’ αυτόν τον καιρό της Πεντηκοστής. Αυτό το πλήθος των Ιουδαίων που μιλούσαν πολλές και διάφορες διαλέκτους «συνεταράχθη· διότι ήκουον αυτούς είς έκαστος λαλούντας με την ιδίαν αυτού διάλεκτον.» Απαντώντας στα ερωτήματά τους που έδειχναν έκπληξι, ο απόστολος Πέτρος εξήγησε ότι όλα έγιναν για να εκπληρωθή η προφητεία του Ιωήλ σχετικά με την έκχυσι του αγίου πνεύματος, κι εκήρυξε τόσο πειστικά σ’ αυτούς ώστε «μετά χαράς δεχθέντες τον λόγον αυτού, εβαπτίσθησαν· και προσετέθησαν εν εκείνη τη ημέρα έως τρεις χιλιάδες ψυχαί.»—Πράξεις 2:1-41.
Στη διάρκεια των ημερών που επηκολούθησαν «πάντες οι πιστεύοντες ήσαν ομού, και είχον τα πάντα κοινά· και τα κτήματα και τα υπάρχοντα αυτών επώλουν και διεμοίραζον αυτά εις πάντας, καθ’ ην έκαστος είχε χρείαν. Και καθ’ ημέραν εμμένοντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ, και κόπτοντες τον άρτον κατ’ οίκους, μετελάμβανον την τροφήν εν αγαλλιάσει και απλότητι καρδίας, δοξολογούντες τον Θεόν, και ευρίσκοντες χάριν ενώπιον όλου του λαού. Ο δε Ιεχωβά προσέθετε καθ’ ημέραν εις την εκκλησίαν τους σωζομένους.»—Πράξεις 2:44-47, Μ.Ν.Κ.
Στις δημόσιες θρησκευτικές εορτές της Ιερουσαλήμ πάντοτε υπήρχε ένα είδος κοινότητος αγαθών. Σπίτια ή κρεββάτια τα παραχωρούσαν δωρεάν οι ιδιοκτήται των. Άλλα αναγκαία πράγματα τα διεμοιράζοντο προθύμως στη διάρκεια της περιορισμένης περιόδου της εορτής, ιδιαίτερα με επισκέπτας από μακρινούς τόπους. Εν τούτοις, στην περίπτωσι αυτών των Χριστιανών, η γενναιοδωρία αυτή έφθανε πολύ μακρύτερα, έως και στην πώλησι υπαρχόντων για να αποκτηθούν χρήματα και να ληφθή φροντίς για τους πτωχούς και τους ενδεείς. Η κατάστασις ήταν ασυνήθης. Πολλοί ανάμεσα στις τρείς χιλιάδες ψυχές που προσετέθησαν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ήσαν από μακρινά μέρη. Είχαν έλθει στην Ιερουσαλήμ για την εορτή των εβδομάδων, αλλά, λόγω των θαυματουργικών εκείνων συμβάντων, παρέμειναν στην Ιερουσαλήμ πολύ περισσότερο από ό,τι είχαν υπολογίσει. Δεν είχαν κάμει προμήθειες γι’ αυτή την απροσδόκητη, παρατεταμένη παραμονή. Εν τούτοις παρέμειναν, διότι τώρα το κύριο μέλημά των ήταν ν’ αποκτήσουν περαιτέρω κατανόησι σχετικά με αυτή τη νέα πίστι που είχαν ασπασθή, για να εποικοδομηθούν, να συναναστραφούν με άλλους Χριστιανούς, να κηρύξουν σε άλλους, να βοηθήσουν στο να οικοδομηθή και οργανωθή η πρώτη εκκλησία. Επιπρόσθετα, άλλοι προσήλυτοι ήσαν πτωχοί, και εχρειάζοντο αδελφική βοήθεια.
Οι Χριστιανοί που είχαν περισσότερα υλικά αγαθά, επιθυμούσαν να τα μοιράζωνται με τους λιγώτερο ευπόρους αδελφούς των, ιδιαίτερα λόγω των ασυνήθων περιστάσεων. Για να μη συμβή να υποφέρη κανείς από έλλειψι, επωλούντο τα υπάρχοντα για να ικανοποιούνται οι ανάγκες. Αν οι Χριστιανοί αδελφοί δεν βοηθούσαν τους πτωχούς, ποιοι θα το έκαναν; Οι ορθόδοξοι Ιουδαίοι καταφρονούσαν τους Χριστιανούς και αντί να τους βοηθούν, συνωμοτούσαν μάλλον να τους διώκουν. Κάτω από θρησκευτική πίεσι οι Ρωμαίοι είχαν θανατώσει τον αρχηγό τους· εμισούσαν τους ακολούθους Του. Έτσι λογικά, οι ευλογημένοι από υλική άποψι Χριστιανοί, ήσαν εκείνοι που έδιναν πρόθυμα για να βοηθήσουν τους πτωχοτέρους αδελφούς των. Αυτοί κατάλληλα έδειχναν αδιαφορία για τα κοσμικά αγαθά, μη θέτοντας την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτά, αλλά διαμοιράζοντάς τα από στοργή και Χριστιανική αγάπη. Εγνώριζαν ότι η Ιερουσαλήμ τελικά θα έπεφτε, και η επερχόμενη ερήμωσίς της και η κατάρρευσις της Ιουδαίας τούς έκανε να κατανοήσουν τη ματαιότητα του υλικού πλούτου ως ελευθερωτού. Επί πλέον, επιθυμούσαν να τιμήσουν τον Κύριον με την περιουσία τους, να κάμουν φίλους με τη σοφή χρήσι του Μαμμωνά της αδικίας. Έτσι, για όλους αυτούς τους λόγους, και όχι εξαιτίας καμμιάς ειδικής απαιτήσεως ή εντολής ή δογματικής επιταγής, καθώρισαν οι πρώτοι αυτοί Χριστιανοί μια διευθέτησι βοηθείας μεταξύ τους, και μ’ αυτό ικανώθησαν να συνεχίσουν επί ένα χρονικό διάστημα την παραμονή τους σ’ ένα είδος παρατεταμένης συνελεύσεως. Ήταν για να κάμουν την πρώτη εκκλησία να έχη ένα καλό ξεκίνημα. Ήταν μόνο μια προσωρινή διευθέτησις για ν’ ανταποκριθούν στις ασυνήθεις περιστάσεις των ημερών εκείνων· αλλ’ όμως δεν ήταν με καμμιά έννοια της λέξεως ένα πλήρες ξεπούλημα όλων των υπαρχόντων όλων των Χριστιανών.
Σχετικά με αυτή την ίδια γενική περίοδο χρόνου αναφέρεται στις Πράξεις 4:32, 34, 35· 5:1-4: «Του δε πλήθους των πιστευσάντων η καρδία και η ψυχή ήτο μία· και ουδέ είς έλεγεν ότι είναι εαυτού τι εκ των υπαρχόντων αυτού, αλλ’ είχον τα πάντα κοινά. Επειδή ουδέ ήτό τις μεταξύ αυτών ενδεής· διότι όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή οικιών, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πωλουμένων, και έθετον εις τους πόδας των αποστόλων και διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρείαν την οποίαν είχε. Άνθρωπος δε τις Ανανίας το όνομα, μετά της γυναικός αυτού Σαπφείρης, επώλησε κτήμα· και εκράτησεν από της τιμής, εν γνώσει και της γυναικός αυτού· και φέρων μέρος τι έθεσεν εις τους πόδας των αποστόλων. Είπε δε ο Πέτρος, Ανανία, δια τι εγέμισεν ο Σατανάς την καρδίαν σου, ώστε να ψευσθής εις το πνεύμα το άγιον, και να κρατήσης από της τιμής του αγρού; ενώ έμενε, δεν ήτο σου; και αφού επωλήθη, δεν ήτο εν τη εξουσία σου; δια τι έβαλες εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; δεν εψεύσθης εις ανθρώπους, αλλ’ εις τον Θεόν.»
Εκείνοι που πωλούσαν τα υπάρχοντά τους και έδιναν το προϊόν στους αποστόλους για διανομή, θα ελάμβαναν βέβαια κάποια τιμή και αναγνώρισι λόγω αυτής της εμπράκτου εκδηλώσεως Χριστιανικής αγάπης, καθώς αποδεικνύεται από την ειδική μνεία του Λευίτου Ιωσήφ Βαρνάβα, στις Πράξεις 4:36, 37. Αυτή η αναγνώρισίς των ως παραδειγματικών δωρητών δείχνει ότι η δόσις των ήταν εντελώς προαιρετική, και όχι το αποτέλεσμα κάποιας κατασχέσεως ιδιοκτησίας, σύμφωνα με κάποιο άκαμπτο, κομμουνιστικό διάταγμα. Περαιτέρω απόδειξις της εντελώς προαιρετικής φύσεως της εισφοράς είναι η περίπτωσις του Ανανία και της Σαπφείρας. Ανόμοια με τους άλλους δωρητάς, το ελατήριο αυτών των δύο δεν ήταν αγνό. Προφανώς εφιλοδοξούσαν τη φήμη ότι έδιναν τα πάντα, αλλά ήσαν πολύ ιδιοτελείς για να την κερδίσουν, Έτσι συνώμοσαν μαζί, επώλησαν ένα κτήμα, και ενώ ισχυρίζοντο ότι τα έδιναν όλα, κατέθεσαν μόνο ένα μέρος της τιμής του αγρού στα πόδια των αποστόλων. Ο Πέτρος μέσω ενός ειδικού χαρίσματος γνώσεως που είχε λάβει από το πνεύμα, διέκρινε τη διπροσωπία τους και τους εξέθεσε, και ο Ιεχωβά τους εθανάτωσε για το υποκριτικό, επιδεικτικό, ψευδές μέτωπό τους.
Αλλά το σημείο που πρέπει να τονισθή εδώ είναι τα λόγια του Πέτρου στον Ανανία: «Ενώ έμενε, δεν ήτο σου; και αφού επωλήθη, δεν ήτο εν τη εξουσία σου;» Το κτήμα ήταν δικό τους. Δεν ήσαν υποχρεωμένοι να το πωλήσουν. Και αν ήθελαν να το πωλήσουν και να κρατήσουν την τιμή για τον εαυτό τους, ήσαν ελεύθεροι να το κάμουν. Δεν ήσαν κάτω από εξαναγκασμό σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτή η πράξις των πρώτων Χριστιανών να πωλούν τα υπάρχοντά τους και να δίνουν ολόκληρο το προϊόν σ’ ένα κοινό ταμείο για έργον περιθάλψεως ήταν εντελώς προαιρετική. Η ψευδής στάσις του Ανανία και της Σαπφείρας ότι τα έδιναν δήθεν όλα, για να κερδίσουν φήμη ως γενναιόδωροι, ήταν εκείνη που επέφερε επάνω τους την οργή του Ιεχωβά.—Πράξεις 5:4-10.
Το ότι «είχον τα πάντα κοινά», όπως λέγεται στις Πράξεις κεφάλαια 2 και 4, περιωρίζετο στην Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ένδειξις ότι εφηρμόζετο από Χριστιανικές ομάδες πέρα από την περιοχή της Ιερουσαλήμ. Στην Ιερουσαλήμ ακριβώς η αμοιβαία βοήθεια ήταν τόσο επείγουσα, διότι εκεί ήταν το φρούριο των γραμματέων και Φαρισαίων και των ιερέων του ναού, εκεί υπήρχε ο σκληρός πυρήν της εναντιώσεως. Οι εκπληκτικές αυξήσεις των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ μετά την Πεντηκοστή, διήγειραν τόσο την μήνιν του κλήρου, ώστε μια βίαιη εκστρατεία διωγμού εξαπελύθη, η οποία άρχισε από το λιθοβολισμό του Στεφάνου. «Και έγεινεν εν εκείνη τη ημέρα διωγμός μέγας κατά της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις· και πάντες διεσπάρησαν εις τους τόπους της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλην των αποστόλων.» Ήταν καλό ότι πριν απ’ αυτό οι Χριστιανοί είχαν πωλήσει κτήματα για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον· αυτό εφύλαξε τα υπάρχοντά τους από το να πέσουν ως λεία στους διώκτας που τους διεσκόρπισαν.—Πράξεις 8:1.
Όταν εκόπασε αυτό το ιδιαίτερο ξέσπασμα του διωγμού και η Χριστιανική εκκλησία ελειτούργησε πάλι φανερά στην Ιερουσαλήμ, δεν αναγράφεται ότι επανελήφθη αυτό το «είχον τα πάντα κοινά.». Η πρώτη εκκλησία είχε αντιμετωπίσει μια δυνατή θύελλα και γι’ αυτό ήταν ισχυρότερη. Η ανάγκη για τέτοια έκτακτα μέτρα φαινόταν περασμένη. Πραγματικά, πριν ακριβώς το Σατανικό κύμα του διωγμού ξεσπάση επάνω τους, φαίνεται ότι αυτά τα δραστικώτερα μέτρα βοηθείας εξασθενούσαν και υποχωρούσαν στις αρχές που εκτίθενται γενικώτερα στις Γραφές, όπως είναι λ.χ. η βοήθεια για τους ορφανούς, ή απάτορας και τις χήρες. Αυτό φανερώνεται στις Πράξεις 6:1-4. Αφού και σ’ αυτό το χωρίον επίσης δίδεται η ερμηνεία ότι υποστηρίζει τον κομμουνισμό, το παραθέτομε για ανάλυσι:
«Εν δε ταις ημέραις ταύταις ότε επληθύνοντο οι μαθηταί, έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία. Τότε οι δώδεκα προσκαλέσαντες το πλήθος των μαθητών, είπον, Δεν είναι πρέπον ν’ αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού, και να διακονώμεν εις τραπέζας. Σκέφθητε λοιπόν, αδελφοί, να εκλέξητε εξ υμών επτά άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας, τους οποίους ας καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης. Ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου.» Η πορεία που επροτάθη ακολουθήθηκε και γρήγορα ελήφθη φροντίδα για το ζήτημα.
Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθή πως σημαίνει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί ίδρυσαν κοινότητα με κέντρα φαγητού ή ότι έθεσαν σε λειτουργία «μαγειρεία σούπας» όπου όλοι συνηθροίζοντο για να λάβουν το φαγητό τους. Το εδάφιο Πράξεις 2:46 καθαρά αναφέρει ότι ‘έκοπτον τον άρτον κατ’ οίκους’. Σημειώστε, επίσης, ότι οι οίκοι των ήσαν ιδιωτικοί, και δεν εθεωρούντο ως ιδιοκτησία ολόκληρης της εκκλησίας. Η καθημερινή διανομή που αναφέρεται στις Πράξεις 6:1-4 ήταν ένα έργον περιθάλψεως, μέσω του οποίου τα τραπέζια των πτωχών ήσαν κατάλληλα και αμερόληπτα εφωδιασμένα. Το κείμενο πραγματεύεται ειδικά με χήρες, οι οποίες θα ήσαν πιθανώς πρόσωπα χωρίς άλλα μέσα υποστηρίξεως. Σε τέτοιους απόρους ακριβώς διενέμοντο τρόφιμα, και δεν ήταν μια περίπτωσις εκποιήσεως των πάντων από ολόκληρο το σώμα των Χριστιανών και έπειτα συγκεντρώσεως όλων σ’ αυτή την κοινή αποθήκη αγαθών για τις καθημερινές των ανάγκες.
ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΜΙΑ ΘΕΙΑ ΑΠΑΙΤΗΣΙΣ
Ο λόγος του Ιεχωβά εκφράζει ενδιαφέρον για τις χήρες, και ορίζει ανταπόδοσι εναντίον εκείνων που τις καταθλίβουν. (Έξοδος 22:22-24· Δευτερονόμιον 14:28, 29· 26:12· Ψαλμοί 68:5· 146:9· Ζαχαρίας 7:9, 10· Μαλαχίας 3:1-5) Αυτός διατάσσει να τιμώνται πράγμα που περιλαμβάνει και την υποστήριξί τους, αν θα ήταν ανάγκη. Ο Ιησούς εφανέρωσε ότι αυτό περιλαμβάνει και υποστήριξι, όταν ήλθε σε αντίθεσι με τους γραμματείς και τους Φαρισαίους για τις παραδόσεις των. Ετόνισε ότι ο λόγος του Θεού παρήγγελλε ν’ αποδίδεται τιμή στον πατέρα και στη μητέρα, αλλά ότι η παράδοσίς των τους επέτρεπε να ξεγλιστρούν από την ευθύνη τού να παρέχουν στους γονείς των υλική υποστήριξι. Μ’ αυτόν τον τρόπο συνέδεσε την τιμή με την υλική υποστήριξι, και τους έδειξε ότι το να παραλείπουν να υποστηρίξουν γονείς που είχαν ανάγκην υποστηρίξεως, ήταν το ίδιο σαν να παρέλειπαν να υπακούσουν στην εντολή να τους τιμούν. (Ματθαίος 15:1-6) Ο Παύλος έδειξε αυτή την ίδια κατανόησι της εκφράσεως όταν τριάντα χρόνια αργότερα έγραψε στον Τιμόθεο για το πώς να πολιτεύεται στην εκκλησία μ’ εκείνες που ήσαν πραγματικά χήρες, δηλαδή, μ’ εκείνες που δεν είχαν τα μέσα της συντηρήσεώς των. Είπε:
«Τας χήρας τίμα, τας αληθώς χήρας. Η δε αληθώς χήρα και μεμονωμένη ελπίζει επί τον Θεόν, και εμμένει εις τας δεήσεις και τας προσευχάς νύκτα και ημέραν. Ας καταγράφηται χήρα ουχί ολιγώτερον των εξήκοντα ετών, ήτις υπήρξεν ενός ανδρός γυνή, ήτις μαρτυρείται δια τα καλά αυτής έργα· εάν ανέθρεψε τέκνα, εάν περιέθαλψε ξένους, εάν πόδας αγίων ένιψεν, εάν θλιβομένους εβοήθησεν, εάν επηκολούθησεν εις παν έργον αγαθόν.» (1 Τιμόθεον 5:3, 5, 9. 10) Αυτό δείχνει ότι εκείνες οι χήρες που ήσαν πολύ ηλικιωμένες ώστε δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα προς το ζην και οι οποίες δεν είχαν συγγενείς για να τις υποστηρίξουν, αλλά οι οποίες όμως ήσαν άξιες, θεοκρατικές γυναίκες, έπρεπε να είναι στον κατάλογο για εκκλησιαστικό έργον περιθάλψεως.
Με καμμιά έννοια δεν ήταν αυτό κομμουνισμός. Αν οι χήρες μπορούσαν να τύχουν φροντίδος με ιδιωτικό τρόπο, δεν επρόκειτο να τεθούν στον κατάλογο για εκκλησιαστική βοήθεια. Κάθε οίκος ήταν υπεύθυνος να φροντίζη για τους δικούς του. Η ευσεβής αφοσίωσις θ’ απαιτούσε τα τέκνα να τιμούν τους γονείς με υλική υποστήριξι, δεόντως ανταμείβοντας τους γονείς των που τα είχαν αναθρέψει και είχαν κάμει προμήθεια γι’ αυτά ενόσω ηύξαναν σε ωριμότητα, ώσπου δεν είχαν πια ανάγκη περαιτέρω βοηθείας, ώσπου ήσαν ικανά να συντηρήσουν τον εαυτό τους. Γι’ αυτό ο Παύλος έγραψε: «Εάν δε τις χήρα έχη τέκνα ή έκγονα, ας μανθάνωσι πρώτον να καθιστώσιν ευσεβή τον ίδιον αυτών οίκον, και να αποδίδωσιν αμοιβάς, εις τους προγόνους αυτών· διότι τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Θεού. Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος. Εάν τις πιστός ή πιστή έχη χήρας, ας προμηθεύη εις αυτάς τα αναγκαία, και ας μη επιβαρύνηται η εκκλησία· δια να δύναται να βοηθή τας αληθώς χήρας.» (1 Τιμόθεον 5:4, 8, 16) Ούτε έπρεπε οι νέες χήρες να επιβαρύνουν την εκκλησία με τις ανάγκες των. Μπορούσαν είτε να εργασθούν, ή καλύτερα ακόμη, να ξαναπανδρευθούν.—1 Τιμόθεον 5:11-15.
Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν προσπαθούσαν να εξαλείψουν τα πολιτικά κακά ή τις κοινωνικές ανισότητες του καιρού των, ούτε με κομμουνιστική διδασκαλία ούτε με θρησκευτικό δόγμα. Αν ο μόνιμος Χριστιανικός κανών ήταν να έχουν όλα τα πράγματα κοινά, δεν θα υπήρχαν πλούσιοι ή πτωχοί. Δεν θα υπήρχε ανάγκη να λαμβάνωνται εισφορές από εκείνους που είχαν χρήματα για να βοηθούνται άλλοι που ήσαν πτωχοί και ενδεείς, όπως έκανε ο Παύλος. (Πράξεις 24:17· Ρωμαίους 15:26· 1 Κορινθίους 16:1-4· 2 Κορινθίους 8:1-15· 9:1-15) Πάνω από είκοσι πέντε χρόνια μετά την Πεντηκοστή καμμιά μορφή κομμουνισμού δεν είχε εξισώσει τους Χριστιανούς από υλική άποψι, διότι ο μαθητής Ιάκωβος επέστησε την προσοχή να μη γίνεται διάκρισις τάξεως μεταξύ πλουσίων και πτωχών, και έκαμε σχετική προειδοποίησι σ’ εκείνους που είχαν διάθεσι να συσσωρεύσουν υλικό πλούτο, όπως έκαμε και ο Παύλος επίσης. (1 Τιμόθεον 6:7-10· Ιάκωβος 1:27· 2:1-9· 5:1-6) Οι πλούσιοι εδιδάσκοντο να είναι άγρυπνοι όσον αφορά την απάτη του πλούτου, και έπρεπε με αγάπη να καθιστούν κοινωνούς των αγαθών των τους ενδεείς αδελφούς, όχι κάτω από εξαναγκασμό ή με γογγυσμό, αλλά χαρωπά, αποδεικνύοντας έτσι την πίστι τους, θεωρώντας μακαριώτερο το να δίνουν μάλλον παρά να λαμβάνουν.—Πράξεις 20:35· Ρωμαίους 12:13· 2 Κορινθίους 9:7· Ιάκωβος 2:14-20· 1 Πέτρου 4:9.
Όσο για τον Παύλο προσωπικά, αυτός έδωσε τον εαυτό του στην υπηρεσία των Χριστιανικών εκκλησιών, ποτέ όμως δεν εζήτησε υποστήριξι για τον εαυτό του από κανένα κοινό κεφάλαιο. (Πράξεις 18:1-4· 20:33-35· 2 Κορινθίους 11:9· 1 Θεσσαλονικείς 2:9· 2 Θεσσαλονικείς 3:7-9) Ούτε έδειξε ο Παύλος κομμουνιστικές τάσεις προσπαθώντας να ανατρέψη την υφισταμένη κοινωνική διάταξι της δουλείας, αλλά συνέστησε οι Χριστιανοί δούλοι να είναι ευπειθείς στους κατά σάρκα κυρίους των, και μάλιστα περισσότερο όταν οι κύριοι ήσαν οι ίδιοι Χριστιανοί αδελφοί.—Εφεσίους 6:5· Κολοσσαείς 3:22· 1 Τιμόθεον 6:1, 2· Τίτον 2:9, 10.
Όλα τα προηγούμενα καθιστούν σαφές ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήσαν υπέρμαχοι ούτε του κομμουνισμού ούτε του καπιταλισμού. Ήσαν θεοκρατικοί, υπέρ της κυβερνήσεως του Θεού, υπέρ της διακηρύξεως του ευαγγελίου πάνω από όλα τ’ άλλα. Τα κοινωνικά και πολιτικά κακά τα άφηναν να τα διορθώση ο Ιεχωβά Θεός, με τον τρόπο του, στον καιρό του, μέσω της Βασιλείας του. Γι’ αυτό οποιοσδήποτε κομμουνιστής γεμίζει το προπαγανδιστικό του όπλο με εδάφια της Γραφής, το γεμίζει με άσφαιρα φυσίγγια.