Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Ποιοι ήσαν οι ‘μαρτυρούμενοι’ άνδρες στις Πράξεις 6:3, και έχουν σύγχρονα αντίτυπα;—Κ. Π.
Λίγο μετά την Πεντηκοστή υφίστατο μια ασυνήθης κατάστασις μεταξύ των Χριστιανών στην Ιερουσαλήμ. Πολλοί από τους Ιουδαίους και προσηλύτους, που είχαν έλθει στην Ιερουσαλήμ με σκοπό να παραμείνουν μόνο στη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, όταν εγίνοντο Χριστιανοί, επιθυμούσαν να παραμείνουν περισσότερο και να μάθουν πιο πολλά για τη νέα των πίστι. Εφόσον μερικοί δεν είχαν μαζί τους αρκετά χρηματικά εφόδια, ενώ άλλοι είχαν περίσσευμα, υπήρχε ένα προσωρινό «κοινό ταμείο» υλικών πραγμάτων και εγίνετο διανομή σ’ όσους είχαν ανάγκη.—Πράξ. 2:44-46· 4:34-37.
Φαίνεται ότι με τον καιρό η έκτασις αυτών των μέτρων περιθάλψεως εγίνετο πιο μικρή, αλλ’ ωστόσο διενέμετο ακόμη τροφή στις άπορες χήρες μέσα στην εκκλησία. Μολαταύτα, «έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία.» (Πράξ. 6:1) Για να εξομαλύνουν αυτή την προστριβή, οι απόστολοι έδωσαν τις κατευθύνσεις που αναφέρονται στις Πράξεις 6:3.
Η εκκλησία εξέλεξε επτά άνδρες, επαρκή αριθμό για να χειρισθή το έργο που επρόκειτο να γίνη. Τα άτομα, που συνέστησε η εκκλησία ήσαν ‘μαρτυρούμενα’· δηλαδή, ετύγχαναν καλής υπολήψεως και είχαν τα προσόντα, με το να είναι «πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας.» Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσωμε ότι και οι επτά έφεραν Ελληνικά ονόματα, πράγμα που επιτρέπει να υποθέσωμε ότι, μεταξύ εκείνων που είχαν τα προσόντα μέσα στην εκκλησία, εξελέγησαν Ελληνόφωνοι Ιουδαίοι και ένας προσήλυτος. Τέτοιοι άνδρες θα ήσαν με περισσότερη προθυμία ευπρόσδεκτοι εκ μέρους της ομάδος που είχε προσβληθή. Οι συστάσεις εξητάσθησαν από τους αποστόλους, οι οποίοι, κατόπιν προσευχής, διώρισαν τους επτά.—Πράξ. 6:5, 6.
Εκείνοι, που διωρίσθησαν να διεξάγουν το έργο της οργανώσεως, δεν έπαυσαν να είναι δραστήριοι κήρυκες του Λόγου του Θεού. Ειδική μνεία γίνεται στη Γραφή για δύο απ’ αυτούς. Διαβάζομε σχετικά με τον Στέφανο, ο οποίος «έκαμνε τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ», και για τον ‘Φίλιππον τον Ευαγγελιστήν’, τον οποίον ο άγγελος του Ιεχωβά έστειλε να κηρύξη σ’ έναν Αιθίοπα.—Πράξ. 6:8· 21:8· 8:26, 27.
Ομοίως, στις εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά σήμερα, διάφοροι αδελφοί, που έχουν τα προσόντα, εκλέγονται για να φέρουν εις πέρας οργανικά καθήκοντα, όπως είναι η διανομή Γραφικών εντύπων, η τήρησις των λογαριασμών και η ανάθεσις σε κάποιον ενός τομέως για την από σπίτι σε σπίτι διακονία. Όπως στην περίπτωσι των πρώτων Χριστιανών, γίνονται συστάσεις εκ μέρους των εκκλησιών. Οι αποφάσεις για το ποια άτομα διορίζονται, εναπόκεινται κατάλληλα στο κυβερνών σώμα. Επίσης, σύμφωνα με τα πρώτα παραδείγματα, εκείνοι, που διορίζονται για να ασκούν ωρισμένα καθήκοντα μέσα στις εκκλησίες, λαμβάνουν την ηγεσία στη δημοσία διακονία.
● Μετά τον κατακλυσμό, ο Θεός είπε στο Νώε και τους υιούς του: «Και ο φόβος σας, και ο τρόμος σας, θέλει είσθαι [συνεχισθή (ΜΝΚ)] επί πάντα τα ζώα της γης» (Γέν. 9:2) Μήπως αυτό υποδεικνύει ότι τα ζώα είχαν αυτόν τον φόβο του ανθρώπου επάνω των προ του κατακλυσμού;
Σ’ αυτό το εδάφιο το Εβραϊκό ρήμα χαγιάχ είναι στον παρατατικό, και θα μπορούσε ν’ αποδοθή με τις εκφράσεις «θα υπάρχη» ή «θ’ αποδειχθή ότι υπάρχει» ή «θα συνεχίση να υπάρχη» εν σχέσει με το φόβο ανθρωπίνων πλασμάτων επί της ζωικής κτίσεως. Ποια απόδοσις είναι η ορθή;
Σύμφωνα με τα εδάφια Γένεσις 1:26-28, η ζωική κτίσις επρόκειτο να είναι σε υποταγή στον άνθρωπο από την εποχή της δημιουργίας της. Ώστε τα ζώα είχαν κάποιο φόβο ανθρώπου και τότε ακόμη. Τώρα που ήλθε και πέρασε ο κατακλυσμός αυτό δεν επρόκειτο ν’ αλλάξη αλλά θα συνεχίζετο.
Το ότι τα ζώα, προ του Κατακλυσμού, πρέπει να είχαν για τον άνθρωπο ένα φόβο που τα συγκρατούσε είναι προφανές από την κιβωτό, η οποία ήταν γεμάτη από ζώα όπως είχε διευθετήσει ο Νώε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Στη διάρκεια του έτους, που ο Νώε και η οικογένειά του ήσαν μέσα στην κιβωτό, αυτά τα ζώα και πουλιά που ήσαν κλεισμένα εκεί είχαν ένα φόβο απέναντι σ’ εκείνους τους ανθρώπους. Συνεπώς, όταν βγήκαν από την κιβωτό μετά τον κατακλυσμό, ο Ιεχωβά εβεβαίωσε τον Νώε και την οικογένειά του ότι ο φόβος και ο τρόμος του ανθρώπου θα συνεχίζετο επάνω σ’ όλα τα ζώα.
Τα ζώα, τότε, δεν θα ήθελαν φυσικά να προξενήσουν βλάβη στο ανθρώπινο γένος. Ακόμη και σήμερα, παρά το επί αιώνες οργανωμένο κυνήγι ζώων για «σπορ» και εμπορικούς λόγους και τη γενική κακομεταχείρισή των, εξακολουθούν να επιδεικνύουν αυτή τη γενική ιδιότητα. Παραδείγματος χάριν, ο Δρ Τζωρτζ Γ. Γκούντουιν, Βοηθός Έφορος επί των Θηλαστικών του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, λέγει: «Κανονικώς, μια λεοπάρδαλις δεν επιτίθεται εναντίον του ανθρώπου. Αν, όμως, προκληθή ή τραυματισθή, το ζώο θα επιτεθή κατά του ανθρώπου και θα δώση μάχη.» Και όσον αφορά τα δηλητηριώδη φίδια, που είναι γνωστά για την επιθετικότητά τους, όπως η δένδρασπις και η βασιλική νάγια, ο Ραϋμόνδος Α. Ντίτμαρς λέγει στο βιβλίο του Φίδια του Κόσμου ότι, αν του δοθή η ευκαιρία, και αυτά ακόμη τα πολύ επικίνδυνα φίδια προτιμούν, κατά κανόνα, προσεκτικά να διολισθήσουν και να φύγουν από την παρουσία του ανθρώπου παρά να επιτεθούν.
Μολονότι ο άνθρωπος κακομεταχειρίσθηκε τα ζώα και μερικά τα έκαμε να γίνουν πολύ μοχθηρά, εν τούτοις εξακολουθεί γενικά να είναι αληθές ότι αυτός ο φόβος των ζώων προς τον άνθρωπο που τα συγκρατεί εξακολουθεί να υπάρχη μέχρι σήμερα.