Η Ενότης στη Ζωή του Νέου Κόσμου μια Πραγματικότης
1, 2. Πώς μπορούμε να δούμε ότι η οικογένεια παίζει ένα σπουδαίο μέρος στη θεοκρατική διάρθρωσι;
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ζωή παίζει ένα σπουδαίο μέρος στη θεοκρατική διάρθρωσι της Χριστιανικής εκκλησίας. Τούτο συμβαίνει επειδή ο Ιεχωβά Θεός έχει ορίσει θεοκρατικά την οικογενειακή διάταξι όπως ακριβώς έκαμε στην αρχή με τον Αδάμ και αργότερα στο έθνος Ισραήλ. Ενώ αφ’ ενός ήταν αληθινό όσον αφορά τους Ισραηλίτες ότι ήσαν Ιουδαίοι δια γεννήσεως και αφ’ έτερου είναι αληθινό ότι οι Χριστιανοί σήμερα είναι μάρτυρες του Ιεχωβά δι’ εκλογής και ενώσεως, όμως η οικογενειακή διάταξις επικρατεί και πάλι σε ολόκληρη την οργάνωσι. Καθώς ένα άτομο εγκαταλείπει την κοινωνία του παλαιού κόσμου και αποχωρίζεται από την θνήσκουσα οικογένεια που βρίσκεται κάτω από την καταδίκη του Αδάμ, πρέπει κατ’ ανάγκην, αν πρόκειται να λάβη ζωή, να ενωθή με την κοινωνία του νέου κόσμου και να γίνη μέλος της οικογενείας του Θεού. Τούτο το πράττει με το να δεχθή τον Ιησού Χριστό ως πατέρα του αντί του Αδάμ και, αν γίνη δεκτός από τον Θεό, δικαιώνεται και γίνεται πνευματικός υιός του Θεού ή του επιφυλάσσεται ζωή αιώνια επάνω στη γη και του δίδεται αυτή η δίκαιη στάσις κατά το τέλος της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού.
2 Ακόμη και εκείνοι που τίθενται σε υπεύθυνες θέσεις στην εκκλησία ως επίσκοποι ή επόπται, εκλέγονται σύμφωνα με τον τρόπο της διακυβερνήσεως των οικογενειών των αν είναι έγγαμοι. (1 Τιμόθεον 3:4, 5) Και όταν ο Παύλος δείχνη την κατάλληλη στάσι απέναντι εκείνων που βρίσκονται σε τέτοιες θέσεις, την παρομοιάζει με τον οικογενειακό σύνδεσμο. «Πρεσβύτερον μη επιπλήξης, αλλά πρότρεπε ως πατέρα· τους νεωτέρους, ως αδελφούς· τας πρεσβυτέρας, ως μητέρας· τας νεωτέρας, ως αδελφάς, μετά πάσης καθαρότητος.» (1 Τιμόθεον 5:1, 2) Επομένως η θεοκρατική οργάνωσις είναι στην πραγματικότητα μια οικογένεια και ο Θεός απαιτεί από εκείνους που συμμετέχουν στη δράσι και στα οφέλη της οικογενείας, να συμμετέχουν επίσης στις ευθύνες της και να εργάζωνται για τα κάλλιστα συμφέροντα της οικογενείας.
Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΜΙΑ ΠΑΓΙΣ
3. Ποια στάσι λαμβάνουν μερικοί απέναντι της οικογενειακής γενεαλογίας, και γιατί αυτό είναι ασύνετο;
3 Μερικοί μπορεί να συμπεράνουν ότι αφού ο Θεός καθώρισε την ανθρώπινη οικογενειακή διάταξι, η οικογενειακή αυτή σχέσις είναι απαραβίαστη και ότι η απόλυτη πιστότης στους σαρκικούς δεσμούς είναι μια απαίτησις· ότι τίποτε δεν πρέπει να επιτραπή να διασπάση ή διαρρήξη την οικογενειακή ειρήνη ή ενότητα και ότι, σε οτιδήποτε που την απειλεί, αδιάφορο από ποια πηγή μπορεί να προέρχεται, πρέπει ν’ αντισταθούμε με οποιαδήποτε μέτρα είναι αναγκαία για την απόκρουσι της απειλής αυτής. Αποτέλεσμα της πεποιθήσεως αυτής είναι ότι μερικά άτομα που σκέπτονται έτσι, γίνονται εξαιρετικά εύθικτα στο ζήτημα της οικογενείας και διαφυλάττουν ζηλότυπα το οικογενειακό όνομα με κάθε δαπάνη, μερικές φορές παραβιάζοντας ακόμη και δίκαιες αρχές για να το πράξουν αυτό. Συνοφρυώνονται όταν πρόκειται για οποιαδήποτε ένωσι ή γάμο με κάποιον όχι εξίσου «εξέχοντα» και έτσι εγείρουν για τον εαυτό τους ό,τι εξισούται με διάκρισι τάξεων, μια κοινωνία με κοινωνικές διαβαθμίσεις που επιβάλλουν οι ίδιοι. Εν τούτοις, ο συλλογισμός που παρακινεί σε μια τέτοια πορεία ενεργείας δεν βασίζεται στις υγιείς και αμετάβλητες αρχές του Υψίστου. Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, «Να παραγγείλης εις τινάς να μη . . . προσέχωσιν εις μύθους και γενεαλογίας απεράντους, αίτινες προξενούσι φιλονεικίας μάλλον παρά την εις την πίστιν οικοδομήν του Θεού.» (1 Τιμόθεον 1:3, 4) Οποιοσδήποτε που ενδιαφέρεται περισσότερο για οικογενειακές γενεαλογίες παρά για το ζωοπάροχο άγγελμα της πίστεως, πρέπει καλά να εξετάση το σημείο αυτό. Όλες οι οικογενειακές γενεαλογίες, αν τις παρακολουθήσουμε αρκετά μακριά, τελειώνουν στον Αδάμ· και ποια πραγματική ή υποτιθεμένη «υπεροχή» πρόκειται να αποκτηθή από τη συγγένεια μαζί του; Το μόνο πράγμα που μπορεί να έχη πραγματική αξία για να το λάβωμε ως κληρονομία, δηλαδή, η αιώνια ζωή, δεν ήταν δικό του για να το δώση. Κανείς, λοιπόν, από τους απογόνους του, οσοδήποτε «εξέχων» και αν υπήρξε στις υποθέσεις του κόσμου, δεν μπορεί να προβάλη μια πραγματική αξίωσι υπεροχής για τον εαυτό του ή να καταδείξη ότι μπορεί ν’ αποκτηθούν οποιαδήποτε μόνιμα οφέλη μέσω συγγενείας μαζί του.
4. Ποια αξίωσι προέβαλλαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, και όμως τι αυτό εσήμαινε γι’ αυτούς στην πραγματικότητα;
4 Ίσως ένα από τα εξέχοντα παραδείγματα τέτοιας οικογενειακής υπερηφανείας βρίσκεται στους γραμματείς και Φαρισαίους της εποχής του Ιησού και, μπορούμε να σκεφθούμε, αν κάποιοι είχαν δικαιολογία για μια τέτοια υπερηφάνεια, ήσαν αυτοί, λόγω της συγγενείας του έθνους των με τον Θεό μέσω του προπάτορός των Αβραάμ. Εν τούτοις, έχει ήδη καταδειχθή στο προηγούμενο άρθρο (παραγρ. 12) ότι η συγγένεια αυτή δεν αποτελούσε αυτή καθ’ εαυτήν αιτία κομπασμού ούτε μπορούσε ο οικογενειακός σύνδεσμος που είχαν οι Ιουδαίοι ως απόγονοι του Αβραάμ να τους εξασφαλίση σωτηρία. (Ιωάννης 8:31-36) Αν οποιοιδήποτε επιθυμούν να είναι τέκνα του Αδάμ ή κάποιου από τους απογόνους του, και επιθυμούν να κομπάζουν για τέτοιους σαρκικούς δεσμούς, ας κατανοήσουν ότι, πέρα από κάθε αντιλογία, αρνούνται με τον τρόπον αυτόν ένα μόνιμο κληροδότημα αιωνίου ζωής χάριν ενός παροδικού τοιούτου εσχάτης πενίας και θανάτου.
5. Ποια είναι η ευθύνη των τέκνων που πιστεύουν απέναντι των γονέων που δεν πιστεύουν;
5 Εξ άλλου ο Χριστιανός δεν πρέπει να πάη στο άλλο άκρον και να ισχυρίζεται ότι κανένας απολύτως σεβασμός δεν οφείλεται στους κατά σάρκα γονείς. Ο Παύλος δεν άφησε χώρο για αμφιβολία πάνω σ’ αυτό το σημείο όταν έγραψε στους Εφεσίους, «Τα τέκνα, υπακούετε εις τους γονείς σας εν Κυρίω· διότι τούτο είναι δίκαιον. “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα,” ήτις είναι εντολή πρώτη με επαγγελίαν· “δια να γείνη εις σε καλόν, και να ήσαι μακροχρόνιος επί της γης”.» (Εφεσίους 6:1-3) Δεν πρέπει να παραβλεφθή, όμως, σ’ αυτό το σημείο, ότι ο Παύλος λέγει ότι υπακοή πρέπει ν’ αποδίδεται σ’ εκείνους τους γονείς που είναι «εν Κυρίω». Μήπως, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι τα τέκνα που πιστεύουν δεν είναι υπεύθυνα στους γονείς που δεν πιστεύουν; Όχι· στις κανονικές υποθέσεις της ζωής απαιτείται, βέβαια, απ’ αυτά να υπακούουν στους γονείς των εφ’ όσον εξαρτώνται απ’ αυτούς και να δείχνουν τον πρέποντα σεβασμό γι’ αυτούς και αν ακόμη δεν εξαρτώνται απ’ αυτούς. Αλλά, στην περίπτωσι που εγείρεται ένα ζήτημα για την αληθινή λατρεία του Θεού ή την απόδοσι ιερής υπηρεσίας σ’ αυτόν, ασφαλώς πρέπει να εφαρμοσθή ο Γραφικός κανών, «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξεις 5:29) Αλλά, θα πήτε, αυτό μπορεί να οδηγήση σε διαφωνία μέσα στην οικογένεια και ίσως ακόμη να οδηγήση σε διαίρεσι! Ίσως, αλλά ο Ιησούς εδήλωσε εντελώς καθαρά, «Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού.» (Ματθαίος 10:37) Πράγματι, μίλησε με ακόμη περισσότερη οξύτητα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, «Ήλθον να διαχωρίσω άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής, και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής.»—Ματθαίος 10:35.
6. Γιατί ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν διαιρέσεις μέσα στις οικογένειες;
6 Δεν είναι τάχα παράδοξο, θα υποστηρίξουν μερικοί, ότι αφού ο Θεός εθέσπισε την οικογενειακή διάταξι, θα επέτρεπε να διαρρηχθή μ’ αυτό τον τρόπο; Πάλι απαντούμε, Όχι. Θυμηθήτε ότι όλες οι οικογένειες είναι τώρα απόβλητες από τη μεγάλη οικογένεια του Θεού εξαιτίας του Αδάμ, αλλά δεν είναι λογικό να περιμένωμε ότι όλοι σε μια οικογένεια θα επιθυμούσαν να παραμείνουν απόβλητοι. Αν, εν τούτοις, μερικοί επιθυμούν να έλθουν στην οικογένεια του Θεού, δεν θα ήταν λογικό επίσης να περιμένωμε ότι όλοι οι άλλοι θα ήσαν για τούτο ευπρόσδεκτοι. Αυτό, λοιπόν, σημαίνει διαχωρισμό. Αλλά πρέπει να σημειωθή ότι ο Θεός δεν διαιρεί αδιακρίτως οικογενειακούς ομίλους. Μάλλον, αυτό το κάνει η απροθυμία μερικών στην οικογένεια ν’ ανταποκριθούν στις αναγκαίες απαιτήσεις και να ενωθούν μ’ εκείνους που παραλαμβάνονται και φέρονται σε αρμονία με τον Ιεχωβά. (Λουκάς 17:34, 35) Αφού ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης και αφού δεν αναγνωρίζει διακρίσεις τάξεων και δεν έχει εγείρει μια κοινωνία με κοινωνικές διαβαθμίσεις, έχει κάμει προμήθεια για κείνους που παραλαμβάνονται, να εισέλθουν στον εκλεκτό του οικογενειακό όμιλο και εκεί να εύρουν ειρήνη. «Επ’ αληθείας γνωρίζω, ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.» «Και πας όστις αφήκεν οικίας, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει, και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει.» (Πράξεις 10:34, 35· Ματθαίος 19:29) Ποιο συμπέρασμα συνάγομε από το σημείο αυτό, λοιπόν; Αναγωρίζομε ότι μολονότι ο Θεός έκαμε προμήθεια για οικογενειακές σχέσεις από την αρχή και μολονότι καθίδρυσε την οικογενειακή διάταξι και μάλιστα έχει και τη δική του μεγάλη οικογενειακή οργάνωσι, δεν εγκαθίδρυσε ωστόσο ούτε ενέκρινε την ίδρυσι οικογενειών ή εθνών ως μιας κοινωνίας με κοινωνικές διαβαθμίσεις· ούτε θεωρεί τον εαυτό του υποκείμενον στις υπάρχουσες διαβαθμίσεις τάξεων απλώς επειδή οι άνθρωποι τις έχουν εγείρει για τον εαυτό τους μέσω των διακρίσεών των. Όλα αυτά τονίζουν τη σπουδαιότητα της αναγνωρίσεως και πλήρους εκτιμήσεως της σχέσεως προς τον Θεό, ότι αυτή παραγκωνίζει όλους τους στενωτάτους ανθρωπίνους δεσμούς και είναι η μόνη οδός σωτηρίας.
Ο ΚΛΗΡΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΑΞΕΩΝ
7. Ποια νουθεσία έδωσε ο Ιησούς στους μαθητάς του όσον αφορά τη στάσι στην εκκλησία;
7 Τι θα πούμε, λοιπόν, για τη θέσι που λαμβάνει ο κλήρος του «Χριστιανισμού»; Η στάσις υπεροχής που έχουν αναλάβει στην εκκλησία, όχι μόνον αποτελεί παραβίασι των δικαίων αρχών του Θεού, αλλά ρητώς απηγορεύθη από τον ιδρυτήν της εκκλησίας, τον Ιησούν Χριστόν τον ίδιον. Όταν ηγέρθη φιλονεικία μεταξύ των μαθητών όσον αφορά τη θέσι στη Βασιλεία, ο Ιησούς «προσκαλέσας αυτούς είπεν, Εξεύρετε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτά, και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτά· ούτως όμως δεν θέλει είσθαι εν υμίν· αλλ’ όστις θέλει να γείνη μέγας εν υμίν, ας ήναι υπηρέτης υμών και όστις θέλει να ήναι πρώτος εν υμίν, ας ήναι δούλος υμών· καθώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση.» Κατόπιν, στη δηκτική του επιτίμησι εναντίον των γραμματέων και Φαρισαίων, που ήταν η τελευταία του δημοσία ομιλία, έδωσε αυστηρή νουθεσία στους μαθητάς του και σε όλα τα πλήθη που άκουαν. «Σεις όμως μη ονομασθήτε Ραββί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. Μηδέ ονομασθήτε καθηγηταί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός. Ο δε μεγαλήτερος από σας, θέλει είσθαι υπηρέτης σας. Όστις δε υψώση εαυτόν, θέλει ταπεινωθή· και όστις ταπεινώση εαυτόν, θέλει υψωθή.» (Ματθαίος 20:25-28· Ματθαίος 23:8, 10-12) Οι ηγέται αυτοί της θρησκείας των Ιουδαίων ήταν εκείνοι που είχαν υψώσει τον εαυτό τους εκείνο τον καιρό· τόσο υψηλά πράγματι, ώστε όταν ο Υιός του Θεού ήλθε σ’ αυτούς εις εκπλήρωσιν του Νόμου του Μωυσέως, δεν μπόρεσαν να τον ιδούν ή να τον αναγνωρίσουν. Αυτοί ήσαν νόμος στον εαυτό τους.
8. Ποιο παράδειγμα ακολούθησε ο κλήρος του «Χριστιανισμού», και ποια είναι η στάσις του Θεού σε τούτο;
8 Ακολουθώντας το παράδειγμά των ο κλήρος του «Χριστιανισμού» έκαμε δικούς του κανονισμούς για το πώς πρέπει να ιδρυθή η εκκλησία και ποια εξουσία πρέπει να εξασκούν αυτοί επάνω στους «αδελφούς» των. Τελείως παραμελώντας την υγιά κατεύθυνσι του Ιησού ότι οι πρώτοι ή προέχοντες μεταξύ τους έπρεπε να είναι δούλοι, έκαμαν το ίδιο λάθος με τα Ιουδαϊκά πρωτότυπά των και εγκατέστησαν σταθερά τους εαυτούς των σε μια θέσι εξαιρετικής προτιμήσεως στην κοινωνία. Η σοφία των Παροιμιών μιλεί εναντίον των. «Ως ο κύων επιστρέφει εις τον εμετόν αυτού, ούτως ο άφρων επαναλαμβάνει την αφροσύνην αυτού. Είδες άνθρωπον νομίζοντα εαυτόν σοφόν; μάλλον ελπίς είναι εκ του άφρονος, παρά εξ αυτού. Ο οκνηρός νομίζει εαυτόν σοφώτερον παρά επτά σοφούς γνωμοδότας.» (Παροιμίαι 26:11, 12, 16) Η διάκρισις τάξεων που εδημιουργήθη από τους ηγέτας του «Χριστιανισμού» και που συγχωρείται και υποστηρίζεται από τις μάζες των απατημένων οπαδών είναι τόσο βδελυκτή στον Ιεχωβά Θεό όσο και εκείνη των γραμματέων και Φαρισαίων, και είναι βέβαιο ότι θα επιφέρη την ίδια ενάντια κρίσι.
9. Ποια πορεία ακολουθήθηκε στην πρώτη εκκλησία, και ποια απόδειξις υπάρχει γι’ αυτό;
9 Σε άμεση αντίθεσι με τούτο ήταν η πρώτη εκκλησία που ο Ιησούς Χριστός άρχισε με την πρώτη ομάδα Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ. Βέβαια τα λόγια και οι εντολές του Χριστού θα εφέρθηκαν στο νου από την αναψυκτική ενεργό δύναμι του Θεού που είχε μόλις εκχυθή. «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους· καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάννης 13:34, 35) Ότι αυτή η αρχή υπήρχε και ετονίζετο στην πρώτη εκκλησία γίνεται φανερό από τη νουθεσία ενός από τους δώδεκα στύλους ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον Ιησούν όταν εδόθη η εντολή. «Ποιμάνατε το μεταξύ σας ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες μη αναγκαστικώς, αλλ’ εκουσίως· μηδέ αισχροκερδώς, αλλά προθύμως· μηδέ ως κατακυριεύοντες την κληρονομίαν του Θεού, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου.» (1 Πέτρου 5:2, 3) Τι διαφορά, πράγματι, πρέπει να υπήρξε αυτό στους ειλικρινείς Ιουδαίους που απεχωρίζοντο από την αλαζονεία και υπερηφάνεια του τότε διηθημένου σε κοινωνικές τάξεις Ιουδαϊκού έθνους! Στη νέα διαμορφωμένη σχέσι των δεν υπήρχε διακρισις τάξεων, δεν υπήρχε μεροληψία ή προσωποληψία μεταξύ των. Οι αρχές της δικαιοσύνης και αμεροληψίας είχαν σταθερά εμφυτευθή σ’ αυτή την πρώτη αρχή, στο αληθινό σώμα του Χριστού, διότι τώρα ένα νέο φύτευμα εγίνετο, όχι επάνω στην αμαρτωλή θνήσκουσα σάρκα, αλλά τη φορά αυτή επάνω στο μόνιμο Σπέρμα του Αβραάμ, τον Χριστόν Ιησούν.
ΟΙ ΦΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΔΕΝ ΗΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΟΛΗΨΙΑ
10. Πώς ο Ιησούς έδειξε την αμεροληψία του και την απροσωποληψία του;
10 Αλλά δεν είχε δείξει ο Ιησούς ειδικό ενδιαφέρον για μερικούς από τους μαθητάς του; Και δεν είχε εκδηλώσει προσωποληψία περιορίζοντας το κήρυγμα του και το θεραπευτικό του έργον στους Ιουδαίους και δαπανώντας μέγα μέρος του χρόνου του σε ωρισμένα σπίτια; Μερικοί πιστεύουν ότι ο Ιωάννης, ο απόστολος του Ιησού, ήταν ο ευνοημένος μαθητής του Ιησού. Οποιαδήποτε αγάπη και αν είχε ο Ιησούς γι’ αυτόν, δεν του έδωσε θέσι ευνοίας στη βασιλεία του. Αυτό αποκαλύπτεται στην αφήγησι της φιλονεικίας μεταξύ των μαθητών, την οποίαν αναφέραμε προηγουμένως. Τότε ο Ιησούς έδειξε ότι τέτοιες θέσεις ευνοίας δεν ανήκε σ’ αυτόν να τις δώση και αρνήθηκε να δείξη οποιαδήποτε μεροληψία. (Ματθαίος 20:20-23) Επί πλέον, μολονότι είχε ειδικώς αποσταλή στον οίκον Ισραήλ (Ματθαίος 15:24), δεν εχρησιμοποίησε τούτο ως δικαιολογία για να κάμη δυσμενή διάκρισι εναντίον τιμίων και ειλικρινών ατόμων των εθνών, επειδή κατά το τρίτο έτος της διακονίας του έκαμε μια βραχεία περιοδεία στη Φοινίκη, και ενήργησε θεραπείες.—Μάρκος 7:24-30· Ματθαίος 8:5-13.
11. Ποια στάσι έλαβε ο Ιησούς ως προς το να κάμη ένα σπίτι αρχηγείον σε μια πόλι;
11 Ο Ιησούς επέρασε σχεδόν ολόκληρα τα πρώτα τρία χρόνια της διακονίας του μέσα και γύρω στη Γαλιλαία και εγκατέστησε το αρχηγείον του στην Καπερναούμ στο σπίτι του Πέτρου. (Ματθαίος 8:14· Μάρκος 1:29· Λουκάς 4:38) Τόσο πολύ διέμενε εκεί, πράγματι, ώστε η Καπερναούμ, και όχι η Ναζαρέτ όπου είχε ανατραφή, έφθασε να ονομάζεται η «εαυτού πόλις». (Ματθαίος 9:1· 4:13) Ότι αυτό ήταν βολικό όχι μόνο στον ίδιον αλλά και στα πλήθη που ενδιεφέροντο για το άγγελμά του γίνεται φανερό από τα λόγια του Μάρκου. «Και μεθ’ ημέρας πάλιν εισήλθεν εις Καπερναούμ· και ηκούσθη ότι είναι εις οίκον. Και ευθύς συνήχθησαν πολλοί.» (Μάρκος 2:1, 2) Ο Ιησούς συνεβούλευσε την ίδια αυτή πορεία για τους εβδομήντα μαθητάς όταν τους απέστειλε να κάμουν από πριν αναγγελία της εκστρατείας του δημοσίων ομιλιών. Είπε, «Εις ήντινα δε οικίαν εισέρχεσθε, πρώτον λέγετε, Ειρήνη εις τον οίκον τούτον. Και εάν μεν ήναι εκεί υιός ειρήνης, θέλει αναπαυθή επ’ αυτόν η ειρήνη σας·. . . Εν αυτή δε τη οικία μένετε τρώγοντες και πίνοντες τα παρ’ αυτών διδόμενα· διότι ο εργάτης είναι άξιος του μισθού αυτού· μη μεταβαίνετε εξ οικίας εις οικίαν.» (Λουκάς 10:5-7) Αυτό θα εμπόδιζε να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και δεν ήταν απόδειξις προσωποληψίας.
12. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν σήμερα στενοί σύνδεσμοι χωρίς να δημιουργούν κλίκες;
12 Στις εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά σήμερα πολλές στενές σχέσεις υπάρχουν που είναι ξεχωριστές από τη συνένωσί των ως αδελφών εν Χριστώ ή ως συμμαρτύρων. Μήπως πρέπει αυτές να καταδικασθούν ως κλίκες ή ως παραβίασις των αρχών που περιεγράφησαν σ’ αυτή τη συζήτησι; Εκείνοι που έχουν την ενότητα της εκκλησίας στην καρδιά τους, θα είναι βραδείς στο να διατυπώσουν κατηγορία από αυτή την άποψι όπως και σε κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με κρίσι. Θα αναγνωρίσουν ότι είναι βέβαιο πως υφίστανται μακροχρόνιες φιλίες μεταξύ εκείνων που υπήρξαν ώριμοι Χριστιανοί μαζί επί πολλά χρόνια και είχαν αναμφιβόλως πολλές προσφιλείς θεοκρατικές πείρες μαζί. Εκτός τούτου, πολλοί που είναι γείτονες ή που εργάζονται ως υπάλληλοι μαζί, ελκύονται φυσικά σ’ ένα σύνδεσμο σχετικόν με τις καθημερινές υποθέσεις εκτός από τον σύνδεσμό των στην Αίθουσα Βασιλείας ή στην υπηρεσία. Η ίδια κατάστασις μπορεί να υπάρχη, μολονότι ίσως σε μικρότερο βαθμό, μεταξύ ακόμη εκείνων που παρακολουθούν την ίδια εκκλησιαστική μελέτη βιβλίου, ιδιαίτερα εφ’ όσον μπορεί, λογικά, να πηγαίνουν μαζί ή να φεύγουν μαζί από την Αίθουσα της Βασιλείας και εφ’ όσον, αναμφιβόλως, πηγαίνουν τακτικά μαζί στην ομαδική υπηρεσία. Τέτοιες συναναστροφές συνδέουν τους αδελφούς και τέτοια στενή σχέσις τους καθιστά ικανούς να κατανοούν καλύτερα ο ένας τον άλλον και επομένως να παρέχουν πιο στοργική βοήθεια ο ένας στον άλλον. (Εκκλησιαστής 4:9, 10) Δεν είναι, λοιπόν, μήπως λογικό ότι, μολονότι υπάρχει μια ειλικρινής αγάπη στην καρδιά τους για τους υπολοίπους της εκκλησίας, αυτοί αισθάνονται μια ιδιαίτερη έλξι για τους στενούς αυτούς συντρόφους;
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ
13. Ποια φροντίδα λαμβάνεται ιδιαίτερα από τους υπηρέτας για ν’ αποφευχθή ο αποκλεισμός του ξένου;
13 Πώς θα ήταν δυνατόν, λοιπόν, να υπάρξουν διαιρέσεις και να γίνουν διακρίσεις μεταξύ του καθιερωμένου και αφιερωμένου λαού του Θεού σήμερα; Ποιες είναι μερικές από τις συνήθειες ή καταστάσεις εκείνες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ακατάλληλες ή ως εκδήλωσις προσωποληψίας και πώς πρέπει να πολιτευθούμε μ’ αυτές; Ασφαλώς θα ήταν ακατάλληλο για τους υπηρέτας στην εκκλησία ν’ αναλαμβάνουν στάσι όμοια με τους ψευδείς ποιμένας. Ενώ μπορεί κατ’ ανάγκην να έλκωνται σε μια στενώτερη σχέσι με μερικούς στην οργάνωσι λόγω του έργου των, δεν θα παραβλέψουν όμως ποτέ την ευθύνη των απέναντι των ασθενεστέρων και την ευκαιρία να τους βοηθήσουν με το να τους συντροφεύουν ειδικώς στον αγρό. Και εκείνοι που είναι αληθινά ώριμοι, και από τους υπηρέτας και από τους άλλους, έστω και αν η ίδια των η ωριμότης τείνη προς ένα πλήρες πρόγραμμα, θα δείξουν το ενδιαφέρον των στην επέκτασι της οργανώσεως εκδηλώνοντας ένα εξίσου ενεργό ενδιαφέρον για κείνους τους νέους που παρακολουθούν τις συναθροίσεις όσο είναι δυνατόν. Πολλές φορές αυτό μπορεί να γίνη με το να κάθωνται απλώς με διαφόρους στη συνάθροισι και έτσι να τους βοηθούν, ή μ’ ένα χαιρετισμό ολίγων λεπτών έπειτα από κάθε συνάθροισι προτού ληφθή φροντίδα για τα συνήθη προσδιορισμένα καθήκοντα. Αυτό το φιλικό ενδιαφέρον από εκείνους που αναλαμβάνουν την ηγεσία στη δράσι της οργανώσεως εκτιμάται πάρα πολύ από αυτούς που ήλθαν προσφάτως και είναι μια στοργική έκφρασις της αρχής που βρίσκεται στο νόμο του Μωυσέως σχετικά με το δικαίωμα του ξένου.—Λευιτικόν 19:33, 34.
14. Ποια προβλήματα διακρίσεως τάξεων και διαιρέσεως μπορούν να εγερθούν και πώς θα μπορούσαμε να πολιτευθούμε μ’ αυτά;
14 Ούτε θα εκδηλωθή προσωποληψία για μερικούς που πιθανόν να έχουν κάποια κοινωνική υπεροχή στην κοινότητα. Δεν πρέπει να παραβλεφθή ότι τα προβλήματα τέτοιων προσώπων που μπαίνουν στην αλήθεια δεν είναι μεγαλύτερα γι’ αυτά από εκείνα που δοκιμάζουν πολλοί άλλοι, των οποίων η παρουσία στην οργάνωσι έχει την ίδια ακριβώς σημασία για τον Ιεχωβά και οι οποίοι έχουν εξίσου έντονη ανάγκη της στοργικής προσοχής των αδελφών. Για τούτο δεν μπορεί να επιτραπή να υπάρχουν ‘διακρίσεις’. (Ιάκωβος 2:1-9) Ούτε μπορεί να επιτραπή να υπάρχουν διαιρέσεις ή «σχίσματα» αν πρόκειται να διατηρηθή η ενότης της εκκλησίας. (1 Κορινθίους 1:10-13) Διαφωνία για ζητήματα της ομάδος μπορεί να κάμη να σχηματισθούν όμιλοι που να διακρατούν μια στενώτερη σχέσι προς ωρισμένες ιδέες παρά προς το κύριο σώμα της εκκλησίας. Αυτό αποτελεί φατριασμόν και δεν έχει θέσι στη διάρθρωσι της θεοκρατικής οργανώσεως. Κατά περιστάσεις, επίσης, μερικοί στην ομάδα που είναι κάπως ηλικιωμένοι μπορεί, με συνεχή συντροφιά μεταξύ τους, να δείχνουν κάποια έλλειψι ανεκτικότητος στην άποψι εκείνων που διαφέρουν σημαντικά στην ηλικία και ίσως ακόμη ν’ αρχίσουν να τους αποκλείουν από τη φιλία τους. Αυτό πάλι μπορεί ν’ αποφευχθή με το να συμμερίζωνται πείρες του αγρού ή να προσπαθούν να βρουν ευκαιρία, να εργασθούν μαζί στην υπηρεσία. Ο Ιάκωβος συνοψίζει το ζήτημα λέγοντας, «Διότι όπου είναι φθόνος και φιλονεικία, εκεί ακαταστασία, και παν αχρείον πράγμα. Η άνωθεν όμως σοφία, πρώτον μεν είναι καθαρά, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης ελέους και καλών καρπών, αμερόληπτος και ανυπόκριτος.»—Ιάκωβος 3:16, 17.
15. Ποια διάθεσις και σχέσις πρέπει να υπάρχη μεταξύ εργοδότου και υπαλλήλου;
15 Τώρα μπορεί να εγερθή το ζήτημα όσον αφορά την κατάλληλη σχέσι μεταξύ ενός υπαλλήλου και του εργοδότου του, ιδιαίτερα αν αυτός είναι αδελφός στην αλήθεια. Πρέπει άρα γε ο υπάλληλος να περιμένη ή να απαιτή να του παραχωρήση ο αδελφός του ωρισμένα δικαιώματα ή ασυδοσίες που δεν δίδονται στους άλλους εργάτας, όταν αυτός είναι στην εργασία; Ή πρέπει ο εργοδότης να περιμένη ότι η μεταξύ εργοδότου και υπαλλήλου σχέσις πρέπει να διατηρηθή και στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις; Η Γραφική απάντησις είναι, Κανένα από τα δύο δεν είναι πρέπον. «Όσοι είναι υπό ζυγόν δουλείας, ας νομίζωσι τους κυρίους αυτών αξίους πάσης τιμής, δια να μη βλασφημήται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία. Οι δε έχοντες πιστούς κυρίους, ας μη καταφρονώσιν αυτούς, διότι είναι αδελφοί· αλλά προθυμότερον ας δουλεύωσι, διότι είναι πιστοί και αγαπητοί οι απολαμβάνοντες την ευεργεσίαν.» (1 Τιμόθεον 6:1, 2) Η συμβουλή του Παύλου εδώ δεν βρίσκεται σε αντίφασι με τα λόγια που είπε σε μια άλλη περίπτωσι, δηλαδή, «Δεν είναι πλέον Ιουδαίος ουδέ Έλλην· δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος· δεν είναι άρσεν και θήλυ· διότι πάντες σεις είσθε είς εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλάτας 3:28) Μάλλον, εδώ έδειχνε την κατάλληλη σχέσι του ενός προς τον άλλον.
16. Ποια στάσι λαμβάνουν οι Χριστιανοί απέναντι της διακρίσεως τάξεων που επιβάλλεται από τον νόμον των εθνών;
16 Ενώ στα όμματα του Θεού, και σύμφωνα με την πολιτεία του προς τους κεχρισμένους υιούς του, όλοι έχουν ισότητα σχέσεως στο σώμα του Χριστού, αναγνωρίζεται όμως ακόμη στο πονηρό αυτό σύστημα πραγμάτων, ότι ωρισμένες διακρίσεις τάξεων και διαιρέσεις δημιουργούνται και συχνά επιβάλλονται από τους νόμους της χώρας. Η αποδοχή των νομίμων αυτών κανόνων δεν σημαίνει συμβιβασμό με τον νόμον του Θεού από μέρους του Χριστιανού. Μάλλον αυτός τηρεί την περαιτέρω νουθεσία του Παύλου: «Οι δούλοι υπακούετε εις τους κατά σάρκα κυρίους σας μετά φόβου και τρόμου, εν απλότητι της καρδίας σας, ως εις τον Χριστόν· μη κατ’ οφθαλμοδουλείαν ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού· εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής, μετ’ ευνοίας δουλεύοντες ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους· εξεύροντες ότι έκαστος ό,τι καλόν πράξη, τούτο θέλει λάβει παρά του Ιεχωβά, είτε δούλος, είτε ελεύθερος. Και οι κύριοι, τα αυτά πράττετε προς αυτούς, αφίνοντες την απειλήν· εξεύροντες ότι και σεις αυτοί έχετε Κύριον εν ουρανοίς, και προσωποληψία δεν υπάρχει παρ’ αυτώ.»—Εφεσίους 6:5-9, ΜΝΚ.
17. Ποιο ζήτημα για διαμάχη θ’ απορρίψουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά και τι θα εξακολουθήσουν να κρατούν υψηλά;
17 Άσχετα, λοιπόν, με το ποιους περιορισμούς της δράσεως ή διακρίσεις μπορεί να απαιτούν οι κοσμικές κυβερνήσεις, οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θα το καταστήσουν αυτό ζήτημα διαμάχης, γνωρίζοντας ότι η επανόρθωσις των κοινοτικών αδικιών δεν είναι δική τους αποστολή. Αλλά ενώ περιμένουν τον Ιεχωβά γι’ αυτή την απελευθέρωσι, θα εξακολουθήσουν να κρατούν υψηλά τη σημαία της ελευθερίας του Θεού σ’ ένα δίκαιο κόσμο που πρόκειται γρήγορα να εισαχθή, και θα εξακολουθήσουν να επιμένουν όπως μέσα στον πυρήνα της κοινωνίας αυτής που ήδη διαμορφούται, δοθή ένα παράδειγμα για όλους τους ειλικρινείς ανθρώπους του κόσμου. «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, να προσέχητε τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής την οποίαν σεις εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ’ αυτών· διότι οι τοιούτοι δεν δουλεύουσι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά την εαυτών κοιλίαν· και δια λόγων καλών και κολακευτικών εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων. Ο δε Θεός της ειρήνης ταχέως θέλει συντρίψει τον Σατανάν υπό τους πόδας σας.» (Ρωμαίους 16:17, 18, 20) Τότε μόνο η αληθινή δικαιοσύνη και αμεροληψία και η ενότης που είναι τώρα μια πραγματικότης μέσα στην οικογένεια του Θεού, θα υπάρξη σε όλη τη γη.