Τι Σημαίνει να Είσθε ένας «Διάκονος»;
1, 2. (α) Τι υπενθυμίζει η λέξις «λειτουργός» ή «μίνιστερ» σε διάφορες χώρες; (β) Τι είναι ανάγκη να σημειώσωμε ως προς τη σύγχρονη χρήσι της λέξεως σε σύγκρισι με την αρχαία της χρήσι;
ΟΤΑΝ βλέπετε ή ακούτε σε μερικές γλώσσες τη λέξι «λειτουργός» ή «διάκονος» τι σκέπτεσθε; Στη γλώσσα μας η λέξις μπορεί να αναφέρεται σ’ ένα πολιτικό αξιωματούχο, όπως όταν λέμε «δημόσιος λειτουργός» ή να μας θυμίζη ένα κληρικό. Το ίδιο συμβαίνει και στις χώρες όπου οι γλώσσες των βασίζονται στη Λατινική ή έχουν επηρεασθή πολύ από τη Λατινική γλώσσα από την οποία προέρχεται η αντίστοιχη λέξις, «μίνιστερ» (minister). Με τη λέξι αυτή εννοούν ένα πολιτικό αξιωματούχο, π.χ. «Minister of Justice» (Υπουργός Δικαιοσύνης), «Prime Minister» (Πρωθυπουργός), ή ένα θρησκευτικό λειτουργό, γενικά ένα Διαμαρτυρόμενο ή Ευαγγελικό κληρικό.
2 Στην πραγματικότητα, η λέξις «μίνιστερ» (λειτουργός) όπως χρησιμοποιείται σήμερα στις διάφορες χώρες και όπως την καταλαβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία από εκείνη που είχε τους πρώτους αιώνες μ.Χ. Έχει επίσης μια σημασία που είναι εντελώς διαφορετική από τη σημασία της Ελληνικής λέξεως διάκονος όπως αυτή χρησιμοποιείται στις θεόπνευστες Ελληνικές Γραφές, μολονότι αυτή η Ελληνική λέξις μεταφράζεται συχνά σε διάφορες γλώσσες ως «μίνιστερ» (λειτουργός.) Ποια είναι η διαφορά και πώς προήλθε;
3, 4. (α) Ποια ήταν η αρχική έννοια της Ελληνικής λέξεως διάκονος και της Λατινικής λέξεως μίνιστερ, και ποια χρήσις αυτής έγινε στη μετάφρασι της Γραφής (β) Ποια αλλαγή έγινε στη χρήσι της λέξεως αυτής, και σε τι ωφείλετο;
3 Στους πρώτους αιώνες μ.Χ. η Ελληνική λέξις διάκονος και η Λατινική λέξις μίνιστερ εσήμαιναν βασικά το ίδιο πράγμα: έναν υπηρέτη, όπως επί παραδείγματι ήταν ένας ακόλουθος, ένας θαλαμηπόλος, ή κάποιος άλλος προσωπικός υπηρέτης. Κι έτσι, όταν η Βίβλος άρχισε να μεταφράζεται στη Λατινική γλώσσα, η λέξις μίνιστερ εξελέγη για να προσδιορίζη γενικά τη λέξι διάκονος. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου η έννοια της ταπεινής υπηρεσίας άρχισε να εξαφανίζεται απ’ αυτή τη λέξι. Σε μεγάλο βαθμό αυτό ωφείλετο στην αποστασία από την αληθινή Χριστιανοσύνη.
4 Μιλώντας στους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ο απόστολος Παύλος τους προειδοποίησε, λέγοντας: «Μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.» Αυτοί οι ιδιοτελείς άνθρωποι δεν θα ενεργούσαν με βάσι την αρχή ότι «μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνει.» (Πράξ. 20:29, 30, 35) Η πορεία των θα επρόδιδε ότι δεν ήσαν υπηρέται του Θεού αλλ’ υπηρέται του αντιδίκου του.—2 Κορ. 11:12-15.
5. Σε τι κατέληξε η Γραφικώς προειπωμένη αποστασία, και τι επίδρασι είχε στην επίβλεψι και διοίκησι των Χριστιανικών εκκλησιών;
5 Αυτή η προειπωμένη αποστασία παρήγαγε βαθμιαίως τον Χριστιανικό κόσμο, με τις πολλές θρησκείες του και τις διαιρέσεις του σε κληρικούς και λαϊκούς. Εν τούτοις, δεν υπήρχαν τέτοιες διακρίσεις στην πρώτη εκκλησία, όπως τονίζει σχετικά με τους «πρεσβυτέρους» η Εγκυκλοπαιδεία ΜακΚλίντοκ και Στρονγκ (τόμος Η΄ σελίδες 355, 356):
«Αφού δεν μας δίδεται ειδική περιγραφή σχετικά με τον τρόπο που έγινε ο πρώτος διορισμός των, μπορούμε να συμπεράνωμε ότι θα μπορεί να έγινε σαν μια φυσική απόδοσις σεβασμού λόγω προτεραιότητος . . . , κάτι σαν την εκλογή των πρεσβυτέρων μεταξύ των Ιουδαίων.»
Η Εγκυκλοπαιδεία συνεχίζει και λέγει ότι, αργότερα «οι απόστολοι ανεγνώριζαν, και πιθανώς διώριζαν» πρεσβυτέρους, και προσθέτει:
«Σε κάθε πρεσβυτέριον ή σώμα πρεσβυτέρων θα πρέπει να υπήρχε ένας πρόεδρος που θα είχε σκοπό να ασκή γενική εποπτεία και διοίκησι. Έτσι ένας από τους πρεσβυτέρους θα έπρεπε να διορίζεται, είτε με σειρά προτεραιότητος είτε λόγω προηγουμένης εκλογής ως ένας primus inter pares [πρώτος μεταξύ ίσων], ο οποίος θα υπηρετούσε ως επίσκοπος του πρεσβυτερίου και του ποιμνίου για το οποίο όλοι είχαν την ευθύνη.»
Στη συνέχεια η Εγκυκλοπαιδεία λέγει σχετικά με τη θέσι του επισκόπου:
«Στον αρχικό της χαρακτήρα τίποτε δεν θα εμπόδιζε να ασκήται η προεδρία εκ περιτροπής από μερικούς πρεσβυτέρους που ήσαν στην ίδια εκκλησία ή ενορία, εν τούτοις η καλή διοίκησις εκ μέρους ενός, θα μπορούσε να καταλήξη στο να συνεχίζεται μονίμως αυτή η υπηρεσία από το ίδιο άτομο. Απ’ αυτό σύντομα κατέληξε να είναι ένα λειτούργημα εφ’ όρου ζωής.»
Έτσι, ένας πρεσβύτερος ή επίσκοπος είχε την προεδρία μονίμως, αποκλείοντας τους άλλους, από τα προνόμια που απελάμβαναν. Μ’ αυτόν τον τρόπο η διεύθυνσις της εκκλησίας από ένα σώμα πρεσβυτέρων βαθμιαίως εξαλείφθηκε.a
6. (α) Τι εννοείται με τη «μοναρχική» διάταξι ως προς τις εκκλησίες, και τι συνετέλεσε στην εξέλιξι μιας τέτοιας διατάξεως; (β) Δείχνουν οι Γραφές ότι η συγκέντρωσις εξουσίας σ’ ένα άτομο αποτελεί τον Χριστιανικό τρόπο για να διατηρηθή η γνησία ενότης της πίστεως; Αν όχι, τότε ποιο είναι το μέσον για να γίνη αυτό;
6 Έτσι αναπτύχθηκε μια «μοναρχική» διάταξις, δηλαδή ένα σύστημα όπου η διοικητική ευθύνη και τα προνόμια περιήλθαν σ’ ένα άτομο και τα άλλα αποκλείσθηκαν. (Παράβαλε 1 Κορινθίους 4:8) Ο Ιερώνυμος (του τετάρτου αιώνος μ.Χ.) αναφέρεται ότι είπε σχετικά με την υπεροχή ενός μόνον επισκόπου, ότι προήλθε ‘μάλλον από έθιμο παρά με πραγματικό διορισμό από τον Κύριο’ και ότι ήταν ένας τρόπος που χρησιμοποιήθηκε για να εμποδισθούν οι διαιρέσεις. Έτσι, υπήρχε η άποψις ότι η ενότης μπορούσε να διατηρηθή καλύτερα με το να δοθή μεγάλη εξουσία σ’ ένα άτομο που θα μπορούσε με την αυξημένη δύναμί του να ‘κρατή πειθαρχημένο’ οποιονδήποτε διαφωνούσε. (Παράβαλε 1 Σαμουήλ 8:4-7, 19, 20.) Σε οξεία αντίθεσι μ’ αυτή την άποψι, ο απόστολος Πέτρος παρώτρυνε τους συμπρεσβυτέρους του να ποιμαίνουν το ποίμνιο με αμοιβαία ευθύνη, όχι ως «κατακυριεύοντες την κληρονομίαν του Θεού, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου,» υποτασσόμενοι ταπεινά ο ένας στον άλλον. (1 Πέτρ. 5:1-6) Ο απόστολος Παύλος επίσης έδειξε ότι ο επίσκοπος θα έπρεπε να είναι «προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας,» για να είναι σε θέσι να «προτρέπη δια της υγιαινούσης διδασκαλίας και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας.» Οι επίσκοποι έπρεπε να δείχνουν πίστι στη δύναμι της αληθείας και στο άγιο πνεύμα του Θεού.—Τίτον 1:7, 9-11, 13· παράβαλε με 2 Τιμόθεον 2:24-26.
7. Τι επίδρασι είχε η αποστασία στη χρήσι των Γραφικών λέξεων για εκείνους που είχαν υπεύθυνες θέσεις στην εκκλησία και πώς αλήθευε αυτό για την Ελληνική λέξι που σημαίνει «επίσκοπος;»
7 Λόγω της αποστασίας, οι Γραφικοί όροι που χρησιμοποιούντο για κείνους που υπηρετούσαν τους αδελφούς των σε υπεύθυνες θέσεις μέσα στην εκκλησία έλαβαν βαθμιαίως μια διαφορετική έννοια. Ο Ελληνικός όρος επίσκοπος εχρησιμοποιείτο αρχικά για να προσδιορίση τον καθένα χωριστά και όλους τους πρεσβυτέρους που είχαν το καθήκον να επισκοπούν, δηλαδή να επιβλέπουν τα συμφέροντα της εκκλησίας, φροντίζοντας για την πνευματική ευημερία των αδελφών όπως ένας ποιμήν. (Πράξεις 20:28) Αλλά η Αγγλική λέξις «μπίσοπ» (που προέρχεται από την Ελληνική λέξι επίσκοπος και την Λατινική e·piʹsko·pos) κατέληξε να χρησιμοποιήται για να χαρακτηρίση ένα θρησκευτικό αξιωματούχο ο οποίος ασκούσε κυριαρχική εξουσία επάνω σε πολλές εκκλησίες μιας μεγάλης περιοχής. Αυτή η διάταξις έφθασε στο αποκορύφωμά της με την παπική εξουσία σύμφωνα με την οποία ένας επίσκοπος, ο επίσκοπος της Ρώμης, διεκδίκησε τα πρωτεία και το μοναδικό δικαίωμα να προεδρεύη και να διοική όλους τους Χριστιανούς επισκόπους και τις εκκλησίες παντού.
8. Ποια όμοια αλλαγή έγινε σχετικά με τη λέξι «διάκονος» ή «μίνιστερ»;
8 Το ίδιο συνέβη και με τη λέξι «μίνιστερ.» Στη Λατινική γλώσσα αυτή η λέξις χρησιμοποιήθηκε για ν’ αποδώση την Ελληνική λέξι διάκονος και, γι’ αυτό, αρχικά εσήμαινε έναν «υπηρέτη,» και, με μια θρησκευτική σημασία, έναν από το σώμα των εκκλησιαστικών «υπηρετών» που εργάζονταν μαζί ως βοηθοί του πρεσβυτερίου. Από τότε η λέξις «διάκονος» ή «μίνιστερ» κατέληξε να χαρακτηρίζη έναν θρησκευτικό λειτουργό ο οποίος γενικά έχει τη μοναδική και πλήρη διοικητική εξουσία επάνω σε μια εκκλησία (μολονότι μεγαλύτερες θρησκευτικές ομάδες μπορεί να έχουν και ‘βοηθούς πάστορας’). Έτσι αυτός θεωρείται σαν ένας ειδικός υπηρέτης (μίνιστερ) του Θεού, σ’ εκείνη την εκκλησία. Σε πολλές χώρες σήμερα η λέξις «μίνιστερ» χρησιμοποιείται πάντοτε αποκλειστικά για να προσδιορίζη τους Διαμαρτυρόμενους κληρικούς, και να τους ξεχωρίζη από τους Καθολικούς ιερείς. Επί παραδείγματι, στη Λατινική Αμερική, αν ένα άτομο συστηθή ως «μίνιστερ» συχνά θεωρείται ότι είναι ένας Διαμαρτυρόμενος κήρυκας, ένας που διδάσκει το εκκλησίασμα από τον άμβωνα σ’ έναν ναό Διαμαρτυρομένων.
9. Αντιπαραβάλατε τη σύγχρονη σημασία που έχει η λέξις «διάκονος» ή «μίνιστερ» με τη σημασία που είχε η λέξις στη Λατινική γλώσσα στους πρώτους αιώνας μ.Χ.
9 Έτσι αυτός ο όρος, που αρχικά εξέφραζε την ταπεινοφροσύνη και την ταπεινότητα, κατέληξε να υπονοή μια σχετικά υψηλή θέσι μέσα στην κοινότητα. Στα παληά χρόνια αν ένα άτομο, που μιλούσε τη Λατινική γλώσσα, παρουσιαζόταν ως μίνιστερ οι άλλοι εννοούσαν μ’ αυτό ότι εργαζόταν ως υπηρέτης στο σπίτι κάποιου ατόμου σαν θαλαμηπόλος ή καμαριέρα. Αλλά σήμερα ο τίτλος «μίνιστερ» γενικά θεωρείται ότι έχει αξιόλογη κοσμική διάκρισι και γόητρο, και κατατάσσει το άτομο σε μια κοινωνική θέσι μαζί με γιατρούς, δικηγόρους και επιστήμονας διαφόρων κλάδων. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από τη σημασία με την οποία η λέξις διάκονος χρησιμοποιείται στις δηλώσεις του Ιησού. Όπως είδαμε στα προηγούμενα άρθρα στις δηλώσεις του Ιησού ο διάκονος (υπηρέτης ή μίνιστερ) κατατάσσεται με τον «δούλον» και αποτελεί το αντίθετο εκείνων οι οποίοι θεωρούνται ‘μεγάλοι’ ή ‘πρώτοι.’ (Ματθ. 20:26-28) Έτσι, όπως ακριβώς συνέβη με τη λέξι «μπίσοπ» (επίσκοπος) ομοίως και η χρήσις της λέξεως «μίνιστερ» (διάκονος) από τον κατ’ όνομα Χριστιανικό κόσμο έχει αλλοιώσει την αρχική σημασία της στις διάνοιες των περισσοτέρων ανθρώπων.
10. (α) Τι πρέπει να κάνομε εμείς ως σπουδασταί του Λόγου του Θεού όταν διαβάζωμε τη λέξι «διάκονος»; (β) Αν μια Γραφική μετάφρασις χρησιμοποιή τη λέξι μίνιστερ για να μεταφράση την Ελληνική λέξι διάκονος, ποια διανοητική εικόνα πρέπει να φέρη αυτή η λέξις στη διάνοια μας;
10 Τι σημαίνει το να είμεθα ειλικρινείς σπουδασταί του Λόγου του Θεού; Σημαίνει ότι, όταν διαβάζωμε τη λέξι «διάκονος» ή τη λέξι «μίνιστερ» σε μια μετάφρασι της Αγίας Γραφής, πρέπει να προσαρμόζωμε τον τρόπο της σκέψεώς μας και να ενθυμούμεθα την αρχική σημασία αυτής της λέξεως, αλλιώς θ’ αποτύχωμε να συλλάβωμε το νόημα των συμβουλών του Ιησού και των θεοπνεύστων λόγων των αποστόλων του και των μαθητών του. Αντί να έρχεται στο νου μας η εικόνα ενός ατόμου μ’ ένα ωραίο ή επίσημο ένδυμα, που έχει μια ασυνήθιστη εκφραστική και διοικητική ικανότητα, είναι πιο κατάλληλο να έχωμε την εικόνα ενός διακόνου (με την αρχική έννοια της λέξεως), ενός απλού δούλου του Θεού που περπατεί μέσα σε σκονισμένους δρόμους κάτω από τη ζέστη του ήλιου, ή ίσως κάποιου που φορεί μια ποδιά για να υπηρετήση (διακονήση) τους άλλους στο τραπέζι.—Παράβαλε 2 Κορινθίους 10:10· 1 Κορινθίους 2:1-5· Λουκάς 17:8.
11, 12. (α) Πόσο ευρεία είναι η χρησις της λέξεως «minister,» δηλαδή διάκονος, με μια θρησκευτική έννοια σε όλο τον κόσμο; (β) Πώς η Γερμανική μετάφρασις του βιβλίου Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στον Θείο Σκοπό επεξηγεί τα προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν από τη μετάφρασι αυτής της λέξεως;
11 Αξίζει επίσης να σημειωθή ότι πολλές, στην πραγματικότητα οι περισσότερες γλώσσες, δεν έχουν κάποιον όρο που ν’ ανταποκρίνεται στην Αγγλική λέξι «μίνιστερ» με τη θρησκευτική της σημασία. Οι γλώσσες που έχουν τις ρίζες των στη Λατινική γλώσσα, όπως είναι η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική και η Πορτογαλική, έχουν τέτοιους όρους. Αλλά οι γλώσσες, όπως είναι η Γερμανική, η Ολλανδική ή οι γλώσσες των Σκανδιναυικών χωρών (Νορβηγία, Σουηδία, Δανία,) και οι Σλαβικές γλώσσες (Πολωνική, Ρωσική και άλλες), όπως επίσης και οι γλώσσες της Ασίας και άλλων μερών του κόσμου, δεν έχουν μια αντίστοιχη λέξι για τη λέξι «μίνιστερ» (διάκονος). Στη Γερμανία οι χειροτονημένοι κληρικοί καλούνται «θρησκευτικοί υπηρέται.»
12 Επί παραδείγματι, στην Αγγλική έκδοσι του βιβλίου Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Θείο Σκοπό, σελίς 223, αναφέρεται ο ισχυρισμός ότι «όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά που τακτικά και συχνά διδάσκουν και κηρύττουν το ευαγγέλιο είναι διάκονοι «ministers.» Στη Γερμανική έκδοσι, το τελευταίο μέρος αυτής της δηλώσεως λέγει ότι αυτοί είναι «κήρυκες, δηλαδή ιερείς,» και η Αγγλική λέξις «μίνιστερς» τίθεται σε παρενθέσεις (Prediger bzw. Geistliche [ministers]). Στην ίδια σελίδα, παραθέτοντας από μια ανακοίνωσι της Στρατολογικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία χρησιμοποιείται ο όρος «λειτουργοί θρησκείας» (ministers of religion) η Γερμανική έκδοσις του ιδίου βιβλίου χρησιμοποιεί πάλι τη Γερμανική λέξι που προσδιορίζει τους «κήρυκας» και ακολουθεί η Γερμανική λέξις, που προσδιορίζει τους «ιερείς» μέσα σε παρενθέσεις («Prediger» [Geistliche]»).
13, 14. (α) Εκεί όπου η Μετάφρασις Νέου Κόσμου μεταφράσθηκε σε γλώσσες που δεν βασίζονται ή δεν επηρεάζονται από τη Λατινική γλώσσα, ποιες λέξεις χρησιμοποιούνται στη θέσι των λέξεων «διάκονος» και «διακονία»; (β) Στη θέσι των λέξεων «διακονικός υπηρέτης,» ποιες εκφράσεις χρησιμοποιούν αυτές οι μεταφράσεις;
13 Ομοίως σε άλλες περιπτώσεις, όταν η Μετάφρασις Νέου Κόσμου της Αγίας Γραφής μεταφράσθηκε σε άλλες γλώσσες, όπως στη Δανική, τη Γερμανική, την Ολλανδική και την Ιαπωνική, όλα τα εδάφια στα οποία υπήρχαν οι Αγγλικές λέξεις «minister» (διάκονος), «ministry» (διακονία) και οι ρηματικοί τύποι του ρήματος «to minister» (διακονώ), χρειάσθηκε να μεταφρασθούν αυτές οι λέξεις, με όρους που να σημαίνουν «υπηρέτης,» «υπηρεσία» ή «υπηρετώ» με τις αντίστοιχες λέξεις εκείνων των γλωσσών.
14 Στην Ιαπωνική γλώσσα, επί παραδείγματι, χρησιμοποιείται μια σύνθετη λέξις, η λέξις χο-σί-σα («πρόσωπο που υπηρετεί ταπεινά») για να μεταφράση τη λέξι διάκονος. Η έκφρασις «διακονικοί υπηρέται,» που βρίσκεται στην Αγγλική έκδοσι της Μεταφράσεως Νέου Κόσμου μεταφράζεται στη Δανική γλώσσα, με τη Δανική λέξι που σημαίνει «εκκλησιαστικοί υπηρέται.» Στη Σουηδική χρησιμοποιείται η λέξις «βοηθητικός υπηρέτης,» ενώ στη Γερμανική χρησιμοποιείται ο όρος Dienstamtgehilfe, που σημαίνει κατά γράμμα «βοηθός σε θέσι υπηρεσίας.»
15, 16. (α) Τι πρέπει να διατηρούν στο νου τους οι Χριστιανοί όταν χρησιμοποιούν Γραφικούς όρους; (β) Τι είδους εκφράσεις πρέπει να χρησιμοποιούμε όταν παρουσιάζωμε τα αγαθά νέα στους ανθρώπους όλων των εθνών;
15 Οι λέξεις είναι απλώς μέσα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν τις ιδέες από τη μια διάνοια στην άλλη. Το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να μεταδίδεται η ορθή ιδέα. Ιδιαίτερα μεταξύ των Χριστιανών είναι ζωτικό να υπάρχη ενότης σκέψεως και αρμονία απόψεων, όπως λέγει ο θεόπνευστος απόστολος στην 1 Κορινθίους 1:10: «Να λέγητε πάντες το αυτό, και να μη ήναι σχίσματα μεταξύ σας, αλλά να ήσθε εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην.»
16 Αυτό μας δίνει επιπρόσθετους λόγους για να διατηρούμε στο νου μας την Γραφική ιδέα ενός ταπεινού υπηρέτου μάλλον, παρά την κοινή ιδέα ενός θρησκευτικού κήρυκος, όταν διαβάζωμε ή χρησιμοποιούμε τον όρο διάκονος. Ως μέρος μιας παγκοσμίου εκκλησίας, δεν θα προσπαθούμε να διατυπώνωμε τις ιδέες μας περί Χριστιανοσύνης ή τις υψηλές αρχές της βασιζόμενοι σε οποιονδήποτε όρον, ιδιαίτερα αν αυτός ο όρος είναι ειδικός σε μερικές γλώσσες, αλλά δεν υπάρχει σε άλλες. Θα επιδιώκωμε πάντοτε να χρησιμοποιούμε εκφράσεις που είναι κατανοητές και που εκφράζουν καθαρά την ορθή σκέψι. Στον βαθμό που είναι δυνατόν και στην έκτασι που επιτρέπει η μετάφρασις, αυτές οι εκφράσεις πρέπει να κατανοούνται εύκολα από ανθρώπους κάθε είδους, οπουδήποτε κι αν ζουν ή οποιαδήποτε γλώσσα κι αν μιλούν, διότι ο απόστολος Παύλος είπε: «Εάν δεν δώσητε δια της γλώσσης φωνήν ευκατάληπτον, πώς θέλει γνωρισθή το λαλούμενον; Διότι θέλετε λαλεί εις τον αέρα.»—1 Κορ. 14:9.
17. Τι σημαίνει η λέξις χειροτονώ;
17 Όπως χρησιμοποιείται στην Ελληνική γλώσσα, η λέξις «χειροτονώ» σημαίνει «προχειρίζω σε ειδική τελετή λαϊκόν σε διάκονον ή κληρικόν σε ανώτερο αξίωμα.» (Λεξικόν Δημητράκου) Στην Αγγλική γλώσσα σημαίνει «αναθέτω ιερατικά καθήκοντα· εισάγω στο λειτούργημα της Χριστιανικής διακονίας δια της εναποθέσεως των χειρών ή δι’ άλλου τρόπου· ξεχωρίζω με την τελετή της χειροτονίας.»—Τρίτο Νέο Διεθνές Λεξικό του Ουέμπστερ.
18, 19. (α) Με ποιώ έννοια θα μπορούσε να λεχθή ότι όλοι οι αληθινοί μαθηταί του Χριστού Ιησού είναι «διάκονοι»; (β) Λαμβάνουν όλοι όσοι είναι βαπτισμένοι δούλοι του Θεού διορισμό σε ιδιαίτερα καθήκοντα εκκλησιαστικής υπηρεσίας και ευθύνης;
18 Όλοι εκείνοι που γίνονται γνήσιοι μαθηταί του Ιησού Χριστού γίνονται «υπηρέται» του Θεού. Σύμφωνα με την πρωταρχική σημασία της Λατινικής λέξεως, μπορούν αυτοί ν’ αποκαλούνται «διάκονοι,» διότι η Λατινική λέξις στην πραγματικότητα εσήμαινε αρχικά το ίδιο πράγμα: «υπηρέται.» Εν τούτοις, όπως είδαμε, η Αγία Γραφή πράγματι δείχνει ότι μερικοί είναι «υπηρέται» με την έννοια ότι έχουν διορισθή, ότι δηλαδή έχουν έναν εκκλησιαστικό ‘διορισμό’ για να υπηρετούν σε μια ειδική θέσι υπηρεσίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωσι των πρεσβυτέρων ή διακονικών υπηρετών.—Τίτον 1:5· 1 Τιμ. 3:1-13.
19 Αυτοί δεν λαμβάνουν αυτό τον διορισμό με το βάπτισμά τους. Ο απόστολος Παύλος δεν ανεφέρετο στο βάπτισμα όταν έγραψε στον Τιμόθεο, «Μη επίθετε χείρας ταχέως εις μηδένα,» αλλά αναφερόταν στην πράξι του διορισμού ενός ανδρός σε μια εκκλησιαστική υπηρεσία και στις ευθύνες που την ακολουθούσαν. (1 Τιμ. 5:22· παράβαλε 1 Τιμόθεον 3:1-15) Ο Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα, είχαν ‘χωρισθή’ για ένα ειδικό έργο από το άγιο πνεύμα. Το σώμα των πρεσβυτέρων στην Αντιόχεια, αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός, «επέθεσαν τας χείρας επ’ αυτούς.»—Πράξ. 13:1-5· παράβαλε τον διορισμό που έκαμαν οι απόστολοι στους ‘επτά μαρτυρουμένους άνδρας’ για να χειρίζωνται κάποιο συγκεκριμένο διορισμό υπηρεσίας όπως αναφέρεται στις Πράξεις 6:1-6.
20, 21. Πώς τα παραδείγματα των Παύλου, Τιμοθέου και Αρχίππου δείχνουν ότι ωρισμένα μέλη της εκκλησίας είναι «υπηρέται» ή «διάκονοι» με την έννοια ότι έχουν διορισθή, ότι έχουν ένα εκκλησιαστικό διορισμό υπηρεσίας;
20 Έτσι, μολονότι όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί (αδελφοί και αδελφές ομοίως) υπηρετούν (ή «διακονούν»), μόνο μερικοί απ’ αυτούς είναι διωρισμένοι σε μια ειδική υπηρεσία μέσα στην εκκλησία. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι οι αδελφοί και οι αδελφές που δεν έχουν τέτοιο διορισμό αποτελούν μια τάξι λαϊκών. Όταν ο απόστολος Παύλος είπε: «Ουδέ έχω πολύτιμον την ζωήν μου, ως το να τελειώσω τον δρόμον μου μετά χαράς και την διακονίαν, την οποίαν έλαβον παρά Κυρίου Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιον,» ανεφέρετο προφανώς σ’ ένα ειδικό διορισμό υπηρεσίας που είχε λάβει για να «βαστάση το όνομα του Ιησού ενώπιον εθνών» ή εθνικών. (Πράξ. 20:24· 9:15· παράβαλε Πράξεις 21:19· 1 Τιμ. 1:12· Κολ. 1:25) Και στο εδάφιο Ρωμαίους 11:13 ο Παύλος λέγει: «Εφ’ όσον μεν είμαι εγώ απόστολος των εθνών, την διακονίαν μου δοξάζω.»—Παράβαλε επίσης Πράξ. 1:15-17, 20-25.
21 Ομοίως, όταν ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο «την διακονίαν σου κάμε πλήρη,» ανεφέρετο σ’ ένα ειδικό διορισμό υπηρεσίας που είχε εμπιστευθή στον Τιμόθεο που ήταν στην Έφεσο, όπου είχε παραμείνει για να βοηθήση να διορθωθούν ωρισμένα εκκλησιαστικά προβλήματα. (2 Τιμ. 4:5· 1 Τιμ. 1:3, 4) Στο εδάφιο Κολοσσαείς 4:17 ο Παύλος παρώτρυνε τον Άρχιππον: «Πρόσεχε εις την διακονίαν, την οποίαν παρέλαβες εν Κυρίω δια να εκπληροίς αυτήν.» Μολονότι όλοι οι άλλοι μαθηταί εκεί στις Κολοσσαίς ήσαν δούλοι του Θεού, ο Άρχιππος είχε προφανώς λάβει κάποιον ειδικό διορισμό υπηρεσίας, ο οποίος χωρίς αμφιβολία θα είχε συνοδευθή από την επίθεσι των χειρών από το σώμα των πρεσβυτέρων.
«ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΜΕΝΟΙ» ΥΠΗΡΕΤΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
22. Με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα η λέξις «χειροτονημένος,» σε ποιους εφαρμόζεται σύμφωνα με τα Γραφικά προηγούμενα που καθορίσθηκαν από τον Χριστό Ιησού και τους αποστόλους του;
22 Τι βλέπομε λοιπόν; Ότι, μολονότι ο Ιησούς είχε πολλούς μαθητάς, ‘εξέλεξε’ δώδεκα τους οποίους δώρισε ως ‘απόστολους.’ (Μάρκ. 3:14, 15· Λουκ. 6:12, 13· Ιωάν. 15:16) Βλέπομε ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν ειδικά «διωρισμένοι» μεταξύ των μαθητών στην Αντιόχεια για να διαδώσουν τα αγαθά νέα στα έθνη. (Πράξ. 13:47) Επίσης παρατηρούμε ότι ο Παύλος είπε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου ότι ήσαν ‘διωρισμένοι’ από το άγιο πνεύμα για να υπηρετούν την υπόλοιπη εκκλησία. (Πράξ. 20:17, 28) Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτός ο διορισμός είχε δοθή όχι τον καιρό του βαπτίσματός των, αλλά ύστερα απ’ αυτό. Έτσι σήμερα υπάρχουν, μέσα στις εκκλησίες του λαού του Θεού, άνδρες (συνήθως βαπτισμένοι από αρκετό καιρό) οι οποίοι είναι διωρισμένοι να υπηρετούν την εκκλησία με ωρισμένες ειδικές ιδιότητες. Αυτοί που έχουν λάβει τέτοιους εκκλησιαστικούς διορισμούς σε ειδικές υπηρεσίες μπορεί να λεχθή ότι είναι «χειροτονημένοι,» με την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται αυτή η λέξις σήμερα.b
23, 24. (α) Πώς εννοούν γενικά οι κυβερνητικές υπηρεσίες την εφαρμογή της φράσεως «χειροτονημένος διάκονος,» και αν θέσουν ένα τέτοιο ερώτημα πώς πρέπει ν’ απαντήση κανείς; (β) θα ήταν λογικό να χαρακτηρίσωμε τους ανθρώπους ενός τομέως όπου γίνεται δημοσία μαρτυρία σαν μια εκκλησία και τα κατώφλια των θυρών των σαν ένα άμβωνα;
23 Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, τι πρέπει να κάμη ένα άτομο αν κάποτε συμβή να τον ερωτήση ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος ποιο επάγγελμα ασκεί ή ποια είναι η κοινωνική του θέσις; Γι’ αυτούς, η έκφρασις «χειροτονημένος διάκονος» σημαίνει έναν ο οποίος έχει διορισθή για να φροντίζη και να υπηρετή τα πνευματικά πράγματα σε μια εκκλησία, ένας ο οποίος ενεργεί ως «πάστωρ» ή ποιμήν της εκκλησίας. Τα λεξικά επί παραδείγματι, δίνουν τον γενικά γνωστό εκκλησιαστικό ορισμό ενός «διακόνου» ότι «είναι ένα άτομο εξουσιοδοτημένο να τελή θρησκευτικές λειτουργίες.» Με τον όρο «διάκονος» αυτοί οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι δεν περιγράφουν ούτε εννοούν την υπηρεσία που κάθε Χριστιανός ή Χριστιανή ατομικά μπορεί να προσφέρη με τις προσωπικές του ή προσωπικές της προσπάθειες για να διαδώση τα αγαθά νέα στους άλλους. Έτσι όταν υποβάλλεται, σε κάποιον αυτό το ερώτημα πρέπει λογικά ν’ απαντήση σε αρμονία μ’ αυτό που επιθυμούν να γνωρίζουν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι αντί να δώση τον δικό του ορισμό σ’ αυτούς τους όρους.
24 Οι άνθρωποι δεν αναμένουν, επί παραδείγματι, από έναν διαγγελέα που πηγαίνει από θύρα σε θύρα να λέη ότι η «εκκλησία» που υπηρετεί αποτελείται από τις οικογένειες του τομέως στον οποίο δίνει μαρτυρία, εφ’ όσον οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την περιοχή μπορεί να μη τον αναγνωρίζουν ή να μη τον δέχωνται σαν ένα «διάκονό» τους και είναι πιθανόν, στην πραγματικότητα, να ανήκουν σε μια δική τους θρησκεία. Ομοίως θα μπορούσαν να καταλάβουν καλά την απάντησι αν αποκαλούσαμε το κατώφλι της θύρας των «άμβωνα» για κείνον που τους φέρει τ’ αγαθά νέα, ακόμη και αν αυτός δίνη μια τρίλεπτη ή πεντάλεπτη «ομιλία»; Ως «άμβων» γενικά θεωρείται το βήμα του ομιλητού σ’ ένα κτίριο στο οποίο γενικά προσκαλείται να έλθη το κοινό.
25. Αν ένας έχη εκκλησιαστικό διορισμό υπηρεσίας, ποια ημερομηνία θα δώση ως ημερομηνία «χειροτονίας»;
25 Φυσικά, αν κάποιος έχη διορισθή από υπεύθυνα εξουσιοδοτημένους ανθρώπους σε μια ειδική μορφή υπηρεσίας, μπορεί ν’ απαντήση ότι είναι «διάκονος» και μπορεί να δώση ως χρόνο της «χειροτονίας» του την ημερομηνία—όχι του βαπτίσματος του αλλά του χρόνου που το Χριστιανικό σώμα των πρεσβυτέρων ‘έθεσε τας χείρας επάνω του’ με το να του δώση αυτόν τον διορισμό.
26. Είχαν όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί εκκλησιαστικό διορισμό (ή «χειροτονία») σε ιδιαίτερα καθήκοντα υπηρεσίας, και επηρέαζε αυτό την ενότητα των;
26 Στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία όλοι οι βαπτισμένοι πιστοί ήσαν «κεχρισμένοι» με το άγιο πνεύμα και είχαν μια ουράνια κλήσι. Εν τούτοις δεν ήσαν όλοι απόστολοι, προφήται, διδάσκαλοι, πρεσβύτεροι ή διακονικοί υπηρέται. Έτσι δεν έλαβαν όλοι ένα επίσημο διορισμό για κάποια ειδική υπηρεσία μετά το βάπτισμά τους. Εν τούτοις, όλοι υπηρετούσαν ενωμένοι, όπως ένα σώμα έχει πολλά μέλη που όλα συνεργάζονται και έχουν την ίδια φροντίδα το ένα για το άλλο, όπως τονίζει ο απόστολος στην 1 Κορινθίους 12:12-30.
27. Ποια ορθή στάσι λοιπόν πρέπει όλοι μας με χαρά να λάβωμε σήμερα σχετικά με την υπηρεσία μας στον Θεόν και στον συνάνθρωπο μας;
27 Επομένως, είτε έχομε τα προσόντα και έχομε λάβει ένα τέτοιο επίσημο διορισμό για μια ειδική υπηρεσία και ευθύνη είτε όχι, είθε όλοι μας να υπηρετούμε ενωμένοι ώμος με ώμον για να κάνωμε το θέλημα του Θεού στις ημέρες μας. Είθε όλοι να εκτιμούμε και να χρησιμοποιούμε με ζήλο το προνόμιο που έχομε να μιλούμε την αλήθεια στους άλλους, μεταδίδοντας σ’ αυτούς τα αγαθά νέα που έχουν φέρει φως και ελπίδα στη ζωή μας.
[Υποσημειώσεις]
a Επίσης, το Νέον Λεξικόν της Βίβλου υπό Ντάγκλας, (σελ. 158) λέγει ότι «η μοναρχική επισκοπή εμφανίσθηκε στις κατά τόπους εκκλησίες όταν κάποιο ικανό άτομο απέκτησε ισόβιο προεδρία του σώματος των πρεσβυτέρων-επισκόπων.
Επίσης, η Βίβλος της Ιερουσαλήμ, σε μια υποσημείωσι του εδαφίου Τίτον 1:5 λέγει ότι «στα πρώτα έτη της Χριστιανοσύνης κάθε Χριστιανική κοινότης διοικείτο από ένα πρεσβυτέριον, σώμα πρεσβυτέρων,» και ομιλεί για την «μετατροπή μιας τοπικής εκκλησίας που διοικείτο από ένα πρεσβυτέριο . . . σε μια εκκλησία που διοικείτο από ένα μόνον επίσκοπο.»
b Το εδάφιο Πράξεις 14:23 αναφέρει τη δράσι του Παύλου και του Βαρνάβα στις πόλεις της Μικράς Ασίας και λέγει ότι αυτοί «εχειροτόνησαν εις αυτούς πρεσβυτέρους κατά πάσαν εκκλησίαν.» Εδώ, για τη λέξι «εχειροτόνησαν»» η Μετάφρασις Νέου Κόσμου λέγει «διώρισαν.»