Απαιτήσεις για τη Διακονία
«Ταύτα συμβουλεύων εις τους αδελφούς, θέλεις είσθαι καλός διάκονος του Ιησού Χριστού.»—1 Τιμ. 4:6.
1, 2. Ποια είναι μερικά από τα μέσα που ο Ιεχωβά χρησιμοποιεί για να εκπληρώση τους σκοπούς του;
Ο ΙΕΧΩΒΑ, ο ζων Θεός, του οποίου η σοφία είναι άπειρη, χρησιμοποιεί πολλές δυνάμεις και πλάσματα για την εκπλήρωσι των αιωνίων σκοπών του και για την εκτέλεσι οποιουδήποτε ειδικού έργου σ’ ένα δεδομένο καιρό. Στους περασμένους αιώνες εχρησιμοποίησε μαινόμενες φλόγες πυρός, θυελλώδεις θάλασσες, μεγάλα κήτη, κτήνη του αγρού, πτηνά του αέρος, έντομα, ανθρώπους, αγγέλους και ακόμη τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Όλα αυτά, στη σειρά των, εργάσθηκαν καλά εκτελώντας το θέλημα του μεγάλου Δημιουργού των.
2 Ο αρχάγγελος, που προσδιορίζεται επίσης στη Γραφή ως ο Λόγος, ήταν η πρώτη και μόνη άμεση δημιουργία του Ιεχωβά. Αυτόν ακριβώς εχρησιμοποίησε ο Ιεχωβά ως τον «αριστοτέχνην εργάτην» στη δημιουργία όλων των άλλων πραγμάτων. (Παροιμ 8:30, ΑΣ· Αποκάλ. 3:14) «Πάντα δι’ αυτού έγειναν· και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ έν το οποίον έγεινεν.» (Ιωάν. 1:3) Είχε τα αναγκαία προσόντα για τη διακονία που του είχε ανατεθή, και αυτός πάντοτε υπήκουε και ευαρεστούσε τον ουράνιο Πατέρα του, ευφραινόμενος να πράττη το θέλημά του. Πώς ακριβώς όλοι οι άλλοι πιστοί άγγελοι διακονούν για τη βοήθεια εκείνων επάνω στη γη που είναι κληρονόμοι σωτηρίας δεν γνωρίζομε πλήρως, μας δίδεται όμως θετική βεβαίωσις ότι αυτοί είναι δούλοι του Ιεχωβά, οι οποίοι κατέχουν τα αναγκαία προσόντα για την επιτέλεσι της διακονίας των: ο Ιεχωβά είναι «“Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα.” . . . Δεν είναι πάντες λειτουργικά πνεύματα, εις υπηρεσίαν αποστελλόμενα, δια τους μέλλοντας να κληρονομήσωσι σωτηρίαν;»—Εβρ. 1:7-14· Ψαλμ. 104:4.
3. Πώς ο Άβελ και ο Ενώχ διεκρίθησαν ως διάκονοι του Ιεχωβά;
3 Στους αρχαίους χρόνους άνδρες και γυναίκες υπηρέτησαν καλά τον Ιεχωβά επειδή είχαν τα προσόντα για τη διακονία που είχε ανατεθή σ’ αυτούς. Δεκαέξη απ’ αυτούς κατονομάζονται τιμητικά στο ιερό Υπόμνημα εις Εβραίους 11. Ο Άβελ, ο πρώτος, ήταν ένας πιστός μάρτυς του Ιεχωβά, του οποίου η φωνή δεν κατεσιγάσθη ούτε ακόμη όταν ο ζηλότυπος αδελφός του Κάιν τον εδολοφόνησε. Μιλώντας στον Κάιν ο Ιεχωβά είπε: «Η φωνή του αίματος του αδελφού σου βοά προς εμέ εκ της γης.» (Γέν. 4:10) «Δια πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, δια της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» (Εβρ. 11:4) Ο Ενώχ, επίσης, είναι σ’ αυτόν τον κατάλογο, κατείχε δε τα αναγκαία προσόντα για τη διακονία που του είχε ανατεθή. «Προεφήτευσε δε . . . και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγων, “Ιδού, ήλθεν ο Ιεχωβά με μυριάδας αγίων αυτού, δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων, και να ελέγξη πάντας τους ασεβείς εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν, και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς”.»—Ιούδ. 14, 15, ΜΝΚ.
4. Ποιες ενέργειες του Νώε αποδεικνύουν ότι ανταπεκρίθη στις απαιτήσεις ως διάκονος του Ιεχωβά;
4 Μετά δεκαέξη περίπου αιώνες αφότου ο Αδάμ και η Εύα εξώσθησαν από τον παραδεισιακό των οίκο λόγω ανταρσίας και παρακοής, τα τέκνα των είχαν τόσο πολύ βυθισθή στην ηθική παρέκκλισι, ώστε κάθε των σκέψις και φαντασία ήταν μόνο κακία εξακολουθητικά. Ο Ιεχωβά, λοιπόν, απεφάσισε να επιφέρη επάνω στη γη έναν ισχυρό κατακλυσμό υδάτων για να καταστρέψη το πονηρό εκείνο σύστημα και όλους όσοι το υπεστήριζαν. Για να διατηρήση ζωντανούς τους δικαίους ανθρώπους επάνω στη γη και ωρισμένα ζώα, ο Ιεχωβά διέταξε την κατασκευή ενός καταφυγίου. Ήταν μια μοναδική οικοδομή. Ονομάστε την πλοίο αν θέλετε. Στον Νώε, μολονότι δεν ήταν ναυπηγός, ο Ιεχωβά ανέθεσε το έργον αυτό. Επειδή ήταν άνθρωπος μεγάλης πίστεως στον Ιεχωβά και στην τελεία ικανότητα του Ιεχωβά να εκπληρώνη τους σκοπούς του, ο Νώε προχώρησε στο έργο του και το ετελείωσε εγκαίρως. Εκτός του ότι κατεσκεύαζε την κιβωτό, ο Νώε εκήρυττε και προφορικώς για τον σκοπόν του Ιεχωβά. (2 Πέτρ. 2:5) Και αυτός επίσης είχε τα προσόντα που ήσαν αναγκαία για τη διακονία.
5. Στη διάρκεια της μακράς ζωής του πώς εξεπλήρωσε ο Αβραάμ τις υποχρεώσεις ενός επιδοκιμασμένου διακόνου;
5 Αργότερα, μετά τον Κατακλυσμό, ο Ιεχωβά ανέθεσε ένα έργον σ’ έναν άλλον άνθρωπο που είχε την αναγκαία πίστι για να το εκτελέση. Λόγω της πιστής υπηρεσίας και της σταθερής υπακοής του ανθρώπου αυτού, ο Ιεχωβά έκαμε μια θαυμαστή επαγγελία σ’ αυτόν. Η επαγγελία αυτή έγινε μια διαθήκη και περιείχε την ελπίδα όλων των πιστών του ανθρωπίνου γένους. «Προϊδούσα δε η γραφή ότι εκ πίστεως δικαιόνει τα έθνη ο Θεός, προήγγειλεν εις τον Αβραάμ “Ότι θέλουσιν ευλογηθή εν σοι πάντα τα έθνη”.» (Γαλ. 3:8) Στον Αβραάμ ήλθε η πιο αυστηρή δοκιμασία όταν ο Ιεχωβά του εζήτησε να προσφέρη τον αγαπημένο του γυιο Ισαάκ ως θυσία επάνω σ’ ένα θυσιαστήριο στο Όρος Μοριά. Αυτό, για το ιερό υπόμνημα, εχρησίμευσε να εξεικονίση τον Ιεχωβά Θεό που θα προσέφερε τον αγαπητό του Υιό Ιησού ως θυσία για την απολύτρωσι των πιστών ανθρώπων. Λόγω της πίστεώς του ο Αβραάμ υπήκουσε και έτσι έγινε η αναγκαία εικόνα. Όμως, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, ο Ισαάκ διετηρήθη ζωντανός και εδόθη πάλι στον πιστό του πατέρα Αβραάμ.—Γέν. 22:1-18.
6, 7. Ποιες απαιτήσεις για έναν καλόν διάκονο τονίζονται στη σταδιοδρομία του Μωυσέως;
6 Στον καιρό του ο Μωυσής επίσης εχρησίμευσε ως παράδειγμα ανθρώπου εξηρτισμένου για τη διακονία, μολονότι στην αρχή δεν ενόμιζε ότι κατείχε τα αναγκαία προσόντα. Μυριάδες Ισραηλιτών ήσαν στην Αιγυπτιακή δουλεία όταν γεννήθηκε ο Μωυσής από Εβραίους γονείς. Από τον καιρό της γεννήσεώς του ως αυτή την ημέρα του θανάτου του η πίστις έπαιξε ένα πολύ σπουδαίο μέρος στη ζωή του. Σύμφωνα με ένα διάταγμα του βασιλέως της Αιγύπτου ο Μωυσής, μαζί με όλα τα άλλα αρσενικά βρέφη των Ισραηλιτών, έπρεπε να θανατωθή κατά την γέννησί του. Με πίστι οι γονείς του αρνήθηκαν να θανατώσουν το χαριτωμένο τους τέκνο. Με την κατεύθυνσι του Ιεχωβά, το παιδί έφθασε να υιοθετηθή από τη θυγατέρα του Φαραώ και ανετράφη στη βασιλική αυλή. Εκεί εδιδάχθη όλη τη σοφία των Αιγυπτίων. Αλλ’ ακόμη και σ’ αυτό το ασυνήθιστο περιβάλλον ο Μωυσής δεν εγκατέλειψε την αγνή λατρεία του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ. Κάποτε όταν προσπαθούσε να βοηθήση τους αδελφούς του που τους κατεπίεζαν οι Αιγύπτιοι εργοδιώκται, ο Μωυσής ήλθε υπό την δυσμένεια του Φαραώ και αναγκάσθηκε να φύγη για την ζωή του στη γη Μαδιάμ. Εκεί παρέμεινε επί σαράντα χρόνια υπηρετώντας ως ποιμήν του Ιοθόρ, του οποίου αργότερα ενυμφεύθη τη θυγατέρα. Στην ηλικία των ογδόντα ετών ο Μωυσής ήταν αρκετά ώριμος στο δρόμο της δικαιοσύνης και ήταν εξηρτισμένος με ό,τι του εχρειάζετο για να εκτελέση τη διακονία που του ανέθεσε τότε ο Ιεχωβά, λέγοντας: «Είδον, είδον την ταλαιπωρίαν του λαού μου του εν Αιγύπτω, και ήκουσα την κραυγήν αυτών εξ αιτίας των εργοδιωκτών αυτών· διότι εγνώρισα την οδύνην αυτών. . . . Ελθέ λοιπόν τώρα, και θέλω σε αποστείλει προς τον Φαραώ, και θέλεις εξαγάγει τον λαόν μου τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου.» (Έξοδ. 3:7-10) Ακούοντας αυτό το άγγελμα από τον Ιεχωβά ο Μωυσής θα έπρεπε να χαρή, αλλ’ αντιθέτως εφοβήθη να αναλάβη το έργον επειδή εγνώριζε το πνεύμα των Αιγυπτίων και του βασιλέως των. Είπε ότι δεν είχε τα προσόντα ή τα εφόδια γι’ αυτή την αποστολή. Αυτό δυσηρέστησε τον Ιεχωβά, επειδή εγνώριζε περισσότερα για τις ικανότητες του Μωυσέως από ό,τι εγνώριζε ο Μωυσής ο ίδιος. Ο Ιεχωβά, λοιπόν, του είπε ότι θα ήταν μαζί του. Με τη βεβαίωσι αυτή ως δύναμί του ο Μωυσής επροχώρησε για να εκπληρώση την αποστολή του.
7 Ο Μωυσής είχε τα αναγκαία προσόντα για το έργον αυτό που του είχε ανατεθή. Ευλογήθηκε πλουσίως επειδή το εξετέλεσε. Αυτό είναι ένα καλό μάθημα για όλους μας. Όταν μας ανατίθεται κάτι από τον Ιεχωβά μέσω της οργανώσεως του δεν πρέπει να κάνωμε δικαιολογίες ή παράπονα ότι δεν μπορούμε να το εκτελέσωμε. Ο Ιεχωβά δεν μπορεί να δεχθή δικαιολογίες. Αν το έκανε αυτό, θα εσήμαινε ότι ο Ιεχωβά δεν γνωρίζει τις δυνατότητες των δούλων του. Μια τέτοια έλλειψις από μέρους του είναι αδύνατη για τον Θεόν της απείρου σοφίας. Η υπακοή από μέρους μας είναι καλύτερη από τις δικαιολογίες. Η υπακοή οδηγεί στη ζωή· οι δικαιολογίες μπορούν να οδηγήσουν σε ατελεύτητο θάνατο.
8. Από ποιες απόψεις μας βοηθεί η εκτέλεσις του έργου του Ιερεμία ως πιστού διακόνου;
8 Αφού ανεχώρησε από την Αίγυπτο και εισήλθε στη γη της επαγγελίας, το έθνος Ισραήλ ευημέρησε και έγινε πολυάριθμο και πλούσιο. Γρήγορα, όμως, εστράφησαν μακριά από την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά και ήσκησαν την ανόητη δαιμονική λατρεία των ειδωλολατρικών εθνών που ήσαν γύρω τους. Αυτό δυσηρέστησε πολύ τον Ιεχωβά. Τώρα ο Ιεχωβά έστειλε στην Ιερουσαλήμ τον προφήτη του Ιερεμία, έναν άλλον άνδρα καλά εξηρτισμένον για τη διακονία, για να προειδοποιήση τους απίστους ιερείς και τους ψευδείς προφήτας, καθώς και τους βασιλείς του Ιούδα, ότι θα χρησιμοποιούσε τον βασιλέα της Βαβυλώνος για να καταστρέψη την πόλι και τον μεγαλοπρεπή τους ναό. Επίσης, ότι θα επέτρεπε να ληφθή ο λαός ως δούλοι στη Βαβυλώνα, όπου θα υπηρετούσαν άλλους θεούς επί εβδομήντα χρόνια. (Ιερεμ. 25:8-13· Δαν. 9:1, 2) Οι ιερείς αυτοί και οι ψευδοπροφήται κατεδίωξαν τον Ιερεμία, αλλ’ αυτός εξεπλήρωσε την αποστολή του και απέδειξε πλήρως ότι είχε τα προσόντα που ήσαν αναγκαία για τη διακονία. Σε μια περίπτωσι έφεραν τον Ιερεμία στους άρχοντας, κατηγορώντας τον για στάσι και λέγοντας ότι ήταν άξιος θανάτου. Γιατί; Έλεγε στον λαό να παραδώσουν την πόλι στον βασιλέα της Βαβυλώνος. Τι έκαμε ο Ιερεμίας; Ήταν προετοιμασμένος να χειρισθή το ζήτημα; Στους διώκτας του είπε: ‘Είμαι στα χέρια σας. Κάμετε σ’ εμένα όπως σας φαίνεται καλό και δίκαιο. Μόνο γνωρίζετε με βεβαιότητα ότι αν με θανατώσετε, θα φέρετε αίμα αθώο επάνω σας, και επάνω σ’ αυτή την πόλι και τους κατοίκους της, επειδή αληθινά ο Ιεχωβά με έστειλε σ’ εσάς για να μιλήσω όλα αυτά τα λόγια στ’ αυτιά σας.’ Τώρα τα πράγματα αντεστράφησαν εις βάρος των ψευδών ιερέων και διωκτών, διότι μόλις άκουγε αυτά ο λαός είπε: «Δεν υπάρχει κρίσις θανάτου εις τον άνθρωπον τούτον· διότι εν τω ονόματι Ιεχωβά του Θεού ημών ελάλησε προς ημάς.» (Ιερεμ. 26:14-16, ΑΣ) Αυτό επίσης αποτελεί παράδειγμα του πώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά εδιώκοντο στους παλαιούς καιρούς κατόπιν εισηγήσεως και υποκινήσεως ιερέων και ψευδοπροφητών. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα! Ο Σατανάς δεν έχει νέα τεχνάσματα· ντύνει απλώς τα παλαιά με νέα ενδύματα. Γνωρίζομε τα σχέδιά του, όπως λέγει ο Παύλος: «Δια να μη υπερισχύση καθ’ ημών ο Σατανάς· διότι δεν αγνοούμεν τα διανοήματα αυτού.» (2 Κορ. 2:10, 11) Σε αντίθεσι ο Παύλος μάς υπενθυμίζει: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού, και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!»—Ρωμ. 11:33.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΙΣ ΤΟΥ ΜΕΓΙΣΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ
9. Ποια μοναδικά προνόμια διακόνου εχρησιμοποιήθησαν κατάλληλα από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή;
9 Στους σκοπούς του Ιεχωβά περιελαμβάνετο όπως στον ωρισμένο του καιρό έλθη ο Μεσσίας του και συστηθή επίσης πρώτα στον Ισραήλ. Ο Ιεχωβά δεν εξέλεξε έναν από τους πολυμαθείς γραμματείς ή Φαρισαίους για να εκτελέση αυτή την πολύτιμη διακονία του να συστήση ή εισαγάγη τον Μεσσία. Όχι! Εξέλεξε έναν άνθρωπο από την απομακρυσμένη επαρχία, έναν που δεν είχε διδαχθή τις παραδόσεις και τις πλάνες των θρησκευτικών αρχόντων της Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής εξελέγη από τον Ιεχωβά για να προετοιμάση τον δρόμο για τον Μεσσία, και ο Ιωάννης τον συνέστησε στο λαό όταν ήλθε. Πριν από τη γέννησί του ο Ιωάννης ήταν αφιερωμένος στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ανετράφη και εξεπαιδεύθη στην παιδική του ηλικία από αφωσιωμένους στον Θεό γονείς και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη μόνωσι της ερήμου. Εκεί μπορούσε να μελετά και να σκέπτεται όσα ήσαν γραμμένα στις Εβραϊκές Γραφές και να προετοιμάζεται για το έργο που ήταν μπροστά του. Έτσι απέκτησε τα προσόντα που ήσαν αναγκαία για τη διακονία. Διαβάζοντας την αφήγησι της δράσεως και του κηρύγματος του Ιωάννου, θα βρήτε ότι ήταν ένας άφοβος άνθρωπος, που δεν υπέκρυπτε τίποτε. Πολλές φορές στο ακροατήριό του συνέβη να βρεθούν γραμματείς, Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, αλλά δεν τους ετίμησε δίνοντάς τους εξέχουσες θέσεις. Αντιθέτως, τους είπε: «Γεννήματα εχιδνών, τις έδειξεν εις εσάς να φύγητε από της μελλούσης οργής;»—Ματθ. 3:7.
10. Ποιες ορθές εκδηλώσεις ενός καλού διακόνου είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτες στην βραχεία περίοδο υπηρεσίας του Ιησού επάνω στη γη;
10 Μετά έξη μήνες αφότου ο Ιωάννης άρχισε τη διακονία του, ο Ιησούς ήλθε σ’ αυτόν για να βαπτισθή. Ο Ιωάννης εδίστασε, λέγοντας: «Εγώ χρείαν έχω να βαπτισθώ υπό σου, και συ έρχεσαι προς εμέ;» Ο Ιησούς απήντησε: «Άφες τώρα· διότι ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην.» (Ματθ. 3:14, 15) Πολύ λίγες πληροφορίες βρίσκομε στη Βίβλο για την αρχή της ζωής του Ιησού, εκτός από το γεγονός ότι συνελήφθη εκ του πνεύματος του Ιεχωβά και εγεννήθη στη Βηθλεέμ. Εγεννήθη από την παρθένο Μαρία της οικογενείας Δαβίδ. Σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως υπάρχουν έγγραφα που αναφέρουν ότι ως νέος ο Ιησούς δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την πολιτική του καιρού του ή για τις υποθέσεις και τα επίμαχα ζητήματα του λαού. Δεν κατέβαλε προσπάθεια για να ελευθερώση τον λαό από τη δουλεία του εξοργιστικού ζυγού των Ρωμαίων. Εδαπάνησε τον καιρό του μελετώντας τις Εβραϊκές Γραφές και μιλώντας στον λαό για τη βασιλεία των ουρανών. Επίσης στα έγγραφα αυτά αναφέρεται ότι κανείς δεν τον εδίδαξε πώς να διαβάζη, εν τούτοις εγνώριζε τη Βίβλο από μνήμης, πράγμα που εξέπληττε και ενοχλούσε τους πολυμαθείς ραββίνους του καιρού εκείνου. Η μητέρα του, επίσης, ήλθε σε αμηχανία επειδή ο Ιησούς δεν ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα του έθνους Ισραήλ, ενθυμούμενη ότι ο άγγελος Γαβριήλ τής είχε ειπεί ότι ο υιός της θα κληρονομούσε τον θρόνον του πατρός του Δαβίδ και ότι της βασιλείας του δεν θα υπήρχε τέλος. Σε μια περίπτωσι του μίλησε σχετικώς, αλλ’ ο Ιησούς απήντησε: «Γύναι, δεν ξέρεις ποιος είμαι.» Αλλά τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν μέρος της Γραφής. Σύμφωνα με τη Γραφή ο Ιησούς εγνώριζε ποιος ήταν και ποια αποστολή ήταν προωρισμένος να εκπληρώση. Και την εξεπλήρωσε.
11. Στην διακονική τους δράσι ποια εμπόδια αντιμετώπισαν και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Ιησούς;
11 Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Ιησούς είχαν πολλές δυσκολίες και εμπόδια να υπερνικήσουν καθώς περιήρχοντο κηρύττοντας: «Επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών. Μετανοήσατε λοιπόν και βαπτισθήτε εις άφεσιν αμαρτιών.» Οι Ιουδαίοι ανέμεναν ότι ο προσδοκώμενος Μεσσίας των θα ίδρυε μια βασιλεία επάνω στη γη, όμοια μ’ εκείνη υπό την οποία εκυβέρνησαν ο Δαβίδ και ο Σολομών· αλλ ο Ιωάννης και ο Ιησούς μιλούσαν για μια ουράνια, πνευματική βασιλεία. Οι Ιουδαίοι απέβλεπαν σ’ έναν άρχοντα και προφήτην μεγαλύτερον από τον Μωυσή, που θα ήρχετο και θα τους απηλευθέρωνε από τα καταπιεστικά ειδωλολατρικά έθνη και θα καθιστούσε τον Ισραήλ το μεγαλύτερο έθνος επάνω στη γη, ώστε θα το εκζητούσαν όλοι οι λαοί. Ενεθυμούντο ότι ο προφήτης των Ησαΐας έγραψε: «Και εν εκείνη τη ημέρα, προς την ρίζαν του Ιεσσαί, ήτις θέλει ίστασθαι σημαία των λαών, προς αυτόν θέλουσι προστρέξει τα έθνη, και η ανάπαυσις αυτού θέλει είσθαι δόξα.» (Ησ. 11:10) Και μια άλλη ακόμη διδασκαλία περιέπλεκε πολλούς από τους Ιουδαίους. Ο Ιωάννης εκήρυττε την άφεσι των αμαρτιών μέσω μετανοίας. Αυτό τους έκανε ν’ απορούν, επειδή επί δεκαπέντε και πλέον αιώνες οι Ιουδαίοι είχαν τηρήσει ένα περίτεχνο σύστημα ιεροτελεστιών και θυσιών στη σκηνή και αργότερα στο ναό. Ο σκοπός των ιεροτελεστιών και θυσιών αυτών ήταν να παραμερισθούν οι αμαρτίες του λαού, έτσι ώστε οι Ιουδαίοι θα ετηρούντο εξακολουθητικά σε αρμονία με τον Ιεχωβά υπό την διάταξι της διαθήκης του νόμου που εισήχθη μέσω του Μωυσέως. Τώρα, το να διδάσκεται ότι οι αμαρτίες θα μπορούσαν να συγχωρηθούν με μετάνοια συμβολιζόμενη από βάπτισμα σε νερό ήταν κάτι περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαν να δεχθούν οι θρησκευτικοί ηγέται. Πολλοί, ωστόσο, από τον κοινό λαό εδέχθησαν τον Ιωάννη ως προφήτη και με χαρά ήλθαν σ’ αυτόν να βαπτισθούν.
12. Ποια σημερινή κατάστασις που προκύπτει από την ψευδή διδασκαλία εμφανίζεται σαν ένα παράλληλο των συνθηκών που αντιμετώπισε ο Ιησούς;
12 Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέται δεν κατανοούσαν ότι οι θυσίες ζώων που προσεφέροντο κάθε χρόνο από τους αρχιερείς δεν αφαιρούσαν και δεν μπορούσαν ν’ αφαιρέσουν τις αμαρτίες του λαού. Μια τελεία ανθρώπινη θυσία ήταν αναγκαία για ν’ αντιμετωπισθούν οι απαιτήσεις του νόμου του Ιεχωβά έναντι της ανθρωπότητος. Μια τελεία ανθρώπινη ζωή έπρεπε να θυσιασθή για να εξαγοράση πάλι ό,τι είχε χαθή μέσω της αμαρτίας του Αδάμ στην Εδέμ. Ακόμη και οι μαθηταί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί ήταν ανάγκη να πεθάνη ο Ιησούς προτού καταστή δυνατόν να ιδρυθή η βασιλεία του και να εκχυθούν ευλογίες επάνω σε όλους τους ευπειθείς. Ήθελαν να τον κάμουν βασιλέα αμέσως και ν’ αποκαταστήσουν πάλι την επίγεια δόξα του Ισραήλ. Εδώ, ας λεχθή παρεμπιπτόντως, βλέπομε μια κατάστασι αντίθετη προς τη σημερινή, επειδή η ψευδής θρησκεία επί μακρόν εδίδαξε ότι τα μόνα άτομα που πρόκειται να σωθούν είναι εκείνα που προορίζονται για τον ουρανό και ότι η βασιλεία του Θεού αναφέρεται μόνο σε ευλογίες στον ουρανό. Εν τούτοις, το άγγελμα του Θεού σήμερα για τους λαούς της γης αφορά μια ουράνια βασιλεία που θα εκχέη ευλογίες επάνω στη γη, γεμίζοντάς την με τη δόξα του Ιεχωβά, καθιστώντας την έναν παράδεισο τρυφής, όπου οι ευπειθείς άνδρες και γυναίκες θα ζουν ατελεύτητα με ευτυχία, αινώντας και με χαρά υπηρετώντας τον Ιεχωβά.
13. Πώς ο Ιησούς επάνω στη γη εξεπλήρωσε και άλλες ουσιώδεις απαιτήσεις ενός καλού διακόνου, και με ποια αποτελέσματα;
13 Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι και ο Ιησούς επίσης ήταν τελείως εξηρτισμένος για τη διακονία του. Μελετούσε πολύ προσεκτικά τον Λόγον του Θεού, ενεθυμείτο εκείνο που διάβασε και ακολουθούσε τις οδηγίες που ήσαν γραμμένες γι’ αυτόν. Συνήθροισε επίσης γύρω του πολλούς μαθητάς και τους εξεπαίδευσε για τη διακονία. Στο κοινόν μιλούσε με παραβολές, αλλά στους μαθητάς του εξηγούσε σαφώς τις υγιείς διδασκαλίες. Εκπαιδεύοντας τους μαθητάς του για το έργον των, ο Ιησούς ήταν πολύ πρακτικός. Τους έπαιρνε μαζί του από πόλι σε πόλι, από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι, δείχνοντας τους πώς και τι να διδάσκουν στους ανθρώπους. Αργότερα, έπειτα από αυτή την εκπαίδευσι, τους απέστελλε ανά δύο για να μπορέσουν και αυτοί επίσης ν’ αποκτήσουν πολύτιμη πρακτική πληροφορία με προσωπική πείρα. Οι άνθρωποι τους οποίους εξεπαίδευσε έγιναν ικανοί διάκονοι με τα αναγκαία προσόντα για την υπηρεσία των.
14. Πώς η αληθινή κατανόησις και εκτέλεσις του συμβολικού βαπτίσματος από τον Πέτρο παριστάνει ένα άλλο ουσιώδες στοιχείο της διακονίας;
14 Παρατηρήστε τον Πέτρο, παραδείγματος χάριν. Την ημέρα της Πεντηκοστής ο Πέτρος εκήρυξε σε μια μεγάλη δημοσία συνάθροισι, αναμφιβόλως τη μεγαλύτερη από όσες είχε προσφωνήσει έως εκείνο τον καιρό. Αποτέλεσμα αυτού του κηρύγματος ήταν ότι τρεις χιλιάδες άτομα μετεστράφησαν και αργότερα εβαπτίσθησαν. (Πράξ. 2:14-41) Εκείνοι που πιστεύουν στο ράντισμα αντί του βαπτίσματος με κατάδυσι στο νερό διδάσκουν ότι ο Πέτρος πρέπει να ερράντισε τον μεγάλο εκείνον όμιλο, αφού δεν υπήρχε τρόπος να καταδυθούν τόσο πολλοί στην Ιερουσαλήμ. Αλλ’ οι διδάσκαλοι αυτοί σφάλλουν, επειδή τότε υπήρχαν πολλές δεξαμενές μέσα και γύρω στην Ιερουσαλήμ όπου πλήθη θα μπορούσαν εύκολα να βαπτισθούν. Ο Σολομών περιγράφει δεξαμενές που κατεσκεύασε για να ποτίζη τους κήπους του: «Εφύτευσα δι’ εμαυτόν αμπελώνας. Έκαμον δι’ εμαυτόν κήπους και παραδείσους, και εφύτευσα εν αυτοίς δένδρα παντός καρπού. Έκαμον δι’ εμαυτόν δεξαμενάς υδάτων, δια να ποτίζω εξ αυτών το άλσος το κατάφυτον εκ δένδρων.» (Εκκλησ. 2:4-6) Σήμερα μπορεί ακόμη να δη κανείς τρεις από τις δεξαμενές αυτές στην Ιερουσαλήμ. Ήσαν συνδεδεμένες με πήλινον σωλήνα, και είναι μήκους 50 περίπου ποδών, πλάτους 20 ποδών και βάθους 12 περίπου ποδών, με πέτρινα σκαλοπάτια σε κάθε τέρμα. Εκτός των δεξαμενών αυτών ήταν επίσης και η δεξαμενή του Σιλωάμ όπου θα μπορούσαν εύκολα να εκτελεσθούν ομαδικές καταδύσεις. Ο Πέτρος, λοιπόν, δεν ερράντισε τις χιλιάδες εκείνες· αναμφιβόλως αυτές κατεδύθησαν στο νερό. Ο πιστός εκείνος απόστολος ήταν πράγματι καλά εκπαιδευμένος για τη διακονία και, βοηθούμενος από το πνεύμα τού Ιεχωβά, ο Πέτρος εχρησιμοποίησε την πρώτην από τις «κλείδες της βασιλείας» για ν’ ανοίξη τα προνόμια της Βασιλείας στους Ιουδαίους.—Ματθ. 16:19.
Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
15, 16. (α) Πότε και πώς ο Ιησούς εξέλεξε τον τελευταίον από τους δώδεκα αποστόλους του; (β) Ποιες πράξεις του Παύλου τον προσδιορίζουν ως αληθινό διάκονο;
15 Μετά την Πεντηκοστή το άγγελμα της Βασιλείας διεδόθη γοργά, προς μεγάλην θλίψιν των εχθρών του Ιησού. Μερικοί εξέχοντες άνδρες του καιρού εκείνου εδέχθησαν το άγγελμα της Βασιλείας και άρχισαν να το κηρύττουν στους άλλους. Μεταξύ αυτών ήταν ένας λαμπρός νέος από την Ταρσό που ωνομάζετο Σαούλ. Το όνομά του μετεβλήθη αργότερα και έγινε Παύλος, κατέστη δε αυτός ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού.
16 Ο Παύλος είχε μια θαυμαστή πείρα η οποία επέφερε τη μεταστροφή του στην αλήθεια. Ενώ βρισκόταν στο δρόμο προς τη Δαμασκό για να καταδιώξη τους Χριστιανούς, είδε μια θαυματουργική αναλαμπή του δοξασμένου Χριστού, ο οποίος είπε στον Παύλο ότι ήταν σκεύος εκλεκτόν για να φέρη το άγγελμα της Βασιλείας σε πολλούς ανθρώπους. Με μεγάλο ζήλο ο Παύλος εισήλθε στη διακονία. Έπειτα από μια περίοδο προσεκτικής μελέτης για να μάθη τις απαιτήσεις της διακονίας, εδόθη πλήρως στην υπηρεσία του Ιεχωβά Θεού. Εταξίδεψε σε μακρινές χώρες, κηρύττοντας και διδάσκοντας τα αγαθά νέα παντού όπου επήγαινε. Σε μια περίπτωσι ο Παύλος επεσκέφθη την πόλι των Αθηνών στην Ελλάδα, όπου ανέμενε να συναντήση τους συντρόφους του στη διακονία. Εκεί στη συναγωγή προσπάθησε να διεγείρη το ενδιαφέρον των Ελληνοφώνων Ιουδαίων για το άγγελμα του Μεσσία, αλλά κανείς δεν ήθελε να τον ακούση. Αργότερα, στην αγορά, είχε την ευκαιρία να συζητήση τις Γραφές με μερικούς φιλοσόφους και ήλθε επίσης σε επαφή με τους Επικουρίους και τους Στωικούς. Οι Επικούριοι δεν ενόμιζαν ότι οι πολλοί των θεοί είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του ανθρώπου. Ο κύριος σκοπός της ζωής των ήταν να ευχαριστούν τις αισθήσεις. Οι Στωικοί επίστευαν ότι όλα τα ενδιαφέροντα της ζωής ηλέγχοντο και διηυθύνοντο από το πεπρωμένον.
17. Στας Αθήνας, ποια στάσις μερικών περιέργων ακροατών δεν εξησθένισε ή ενέκρωσε τη συναίσθησι της ευθύνης του Παύλου ως διακόνου του Ιεχωβά;.
17 Και οι δύο αυτοί όμιλοι, που όπως φαίνεται εβασανίζοντο από την επιμονή του Παύλου, τελικά δυσαρεστήθηκαν πολύ μαζί του, μερικοί ονομάζοντας τον «σπερμολόγον», άλλοι δε αρχίζοντας ν’ απορούν ποιος ακριβώς ήταν ο σκοπός του. (Πράξ. 17:18) Αυτή τη λέξι «σπερμολόγος» την εχρησιμοποίησαν με περιφρόνησι, εννοώντας ότι ο Παύλος ήταν σαν ένας κόραξ που εμάζευε κομμάτια τροφής κατά μήκος του δρόμου, κατά το ότι είχε συγκεντρώσει μέρη γνώσεως εδώ κι εκεί και προσπαθούσε τώρα να τα παρουσιάση ως δικά του. Ω, αλλά οι φιλόσοφοι αυτοί δεν μπορούσαν ν’ απαντήσουν στις ερωτήσεις του Παύλου ή ν’ αναιρέσουν τα επιχειρήματά του όσον αφορά τον Ιησούν και την ανάστασι. Απελπισμένοι, λοιπόν, «πιάσαντες αυτόν, έφεραν εις τον Άρειον Πάγον, λέγοντες, Δυνάμεθα να μάθωμεν, τις αύτη η νέα διδαχή, ήτις κηρύττεται υπό σου;» Εκείνο τον καιρό ο Ρωμαϊκός νόμος προνοούσε ότι ‘κανένα άτομο δεν θα έχη χωριστούς θεούς, ή νέους· ούτε θα λατρεύη κατ’ ιδίαν ξένους θεούς εκτός αν είναι δημοσίως επιτετραμμένοι.’ Τον νόμον αυτόν ο Παύλος αντιμετώπισε για πρώτη φορά στους Φιλίππους όπου ελέχθη από τους κατηγόρους του στους στρατηγούς: «Ούτοι οι άνθρωποι εκταράττουσι την πόλιν ημών, Ιουδαίοι όντες· και διδάσκουσιν έθιμα, τα οποία δεν είναι εις ημάς συγκεχωρημένον να παραδεχώμεθα, μηδέ να πράττωμεν, Ρωμαίοι όντες.»—Πράξ. 17:19· 16:19-40.
18. Πώς αι Αθήναι και η Ιερουσαλήμ εμφανίζονται εδώ σε μια αντίθεσι;
18 Τώρα ο Παύλος ήταν στον τόπο που τότε και επί πολλούς αιώνες πρωτύτερα υπερηφανεύετο ότι ήταν το κέντρον της πνευματικής καλλιεργείας και της παιδείας, ότι ήταν μια ανεξάρτητη ή ελεύθερη πόλις, μια πρότυπος δημοκρατία. Οι μεγάλοι της φιλόσοφοι, προβάλλοντας την λεγομένη σοφία τους, είχαν ελκύσει την προσοχή των πεπαιδευμένων ανθρώπων ολοκλήρου του κόσμου. Οι Αθηναίοι ήσαν υπερήφανος και πλούσιος λαός. Αλλά τώρα και αι Αθήναι, επίσης, υπέκειντο στην έκτη παγκόσμια δύναμι, τη Ρώμη. Ο Παύλος, εξ άλλου, ήταν από την Ιερουσαλήμ την πόλι επάνω στην οποία ο Ιεχωβά είχε ευαρεστηθή να θέση το όνομά του και όπου ο Ιησούς είχε διδάξει τον λαό και είχε εγκαινιάσει την αληθινή θρησκεία. Επί πλέον, ο Παύλος ήταν ένας δραστήριος πολίτης της ελευθέρας «άνω Ιερουσαλήμ», της οργανώσεως του Ιεχωβά. (Γαλ. 4:26) Τι θα προέκυπτε από αυτή την πρόσκλησι για μια έκθεσι της άνωθεν σοφίας στους συνηγόρους της σοφίας του κόσμου τούτου; Ας ιδούμε:
19-21. (α) Ποιους περιελάμβανε το ακροατήριο του Παύλου στον Άρειο Πάγο, και πώς αυτός ήταν εξηρτισμένος να τους διακονήση; (β) Πώς προχώρησε ο Παύλος για να διαφωτίση τους ακροατάς του;
19 Ο πανάρχαιος Άρειος Πάγος, ή Λόφος του Άρεως, που ήταν κάποτε ο υπαίθριος τόπος συνεδριάσεων του περιφήμου ανωτάτου δικαστηρίου της πόλεως, τώρα ήταν μόλις κάτι περισσότερο από ένα δημόσιο μέρος συζητήσεων. Εκεί τώρα εκάθηντο στις καλύτερες έδρες οι υπερήφανοι, καλοντυμένοι, καλοθρεμμένοι επικούριοι. Λαμβάνοντας θέσι πίσω απ’ αυτούς έρχονται οι σοβαροί στην όψι Στωικοί, ακολουθούμενοι από τους μαθητάς των που προήρχοντο από μακριά και από κοντά. Ο Διονύσιος, ένας δικαστής, έρχεται επίσης, λαμβάνοντας θέσι εκεί που θα μπορούσε ν’ ακούη όλα όσα ο Παύλος ήταν δυνατόν να πη. Τέλος μια γυναίκα που ωνομάζετο Δάμαρις φαίνεται να λαμβάνη θέσι. (Η ομιλία του Παύλου στην περίπτωσι αυτή την προσηλύτισε για να γίνη μια ακόλουθος του Χριστού.) Τι ακροατήριο!—αντιπρόσωποι του δικαστικού κλάδου, των διανοουμένων και της κοινωνίας της παρηκμασμένης αυτής μητροπόλεως της μαθήσεως και της παιδείας.
20 Τώρα ας κυττάξωμε τον προσκεκλημένον ομιλητήν, τον απόστολο Παύλο, τον δούλον του Ιεχωβά. Είναι ένας μικρόσωμος άνθρωπος, με όχι πολύ ελκυστική εμφάνισι και όχι πλούσια ντυμένος. Ήδη είχε περάσει λίγον καιρό στη φυλακή προτού έλθη στας Αθήνας, και λόγω των ταξιδιών του τα ενδύματά του προφανώς δεν είχαν φρεσκάδα. Εδώ, εντελώς μόνος, έστεκε χωρίς ανθρώπινη βοήθεια ή παρηγορία. Ήταν μήπως αποθαρρυμένος και ηττημένος; Πολύ δύσκολα, επειδή ήταν ωπλισμένος με την «μάχαιραν του πνεύματος», η οποία είναι οξύτερη από κάθε σαρκική μάχαιρα, και ήξερε πώς να την χειρίζεται επειδή κατείχε τα αναγκαία προσόντα για τη διακονία. Με την καθοδηγία του πνεύματος του Ιεχωβά, ο Παύλος μιλεί:
21 «Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς.» (Πράξ. 17:22, 23) Τι προεισαγωγή! Τι τρόπος προσφωνήσεως αυτής της συναθροίσεως φιλοσόφων! Τα λόγια αυτά που προήρχοντο από ένα «σπερμολόγον» ηλέκτρισαν τους περιέργους, αυστηρούς ακροατάς του. Ασφαλώς δεν ανέμεναν καθόλου κάτι σαν αυτό. Αληθινά, με μια βραχεία δήλωσι ο Παύλος είχε αντιστρέψει τα πράγματα. Τώρα οι πολυμαθείς φιλόσοφοι είχαν γίνει οι ‘σπερμολόγοι’ που εφαίνοντο μωροί και αμαθείς, ενώ ο μικρόσωμος και ασήμαντος άνθρωπος από την Ιερουσαλήμ είχε γίνει ο πολυμαθής εκπαιδευτής. Οι υπερήφανοι αυτοί Αθηναίοι παρεδέχθησαν δημοσία ότι αμαθώς ελάτρευαν ένα θεόν που δεν εγνώριζαν τίποτε γι’ αυτόν, ενώ ο Παύλος εγνώριζε πολλά γι’ αυτόν και με χαρά προχώρησε να τους πληροφορήση. Δεν μπορούσε να μιλήση έτσι στους ανθρώπους αυτούς στην αγορά, όπου τακτικά συνεκεντρώνοντο για να διδάξουν άλλους, αλλά εδώ ο Παύλος ήταν ο προσκεκλημένος των ομιλητής, ελεύθερος να πη εκείνο που προτιμούσε.
22, 23. Πώς ο Παύλος με λεπτότητα προσδιώρισε τον ζώντα Θεόν;
22 Μπορείτε να φαντασθήτε τους στενοχωρημένους εκείνους φιλοσόφους να λέγουν ο ένας στον άλλον: ‘Τίνος ιδέα ήταν να φερθή αυτός ο άνθρωπος εδώ για να μας βάλη έτσι σε αμηχανία;’ Α, μα περιμένετε! Ο Παύλος είχε μόνο αρχίσει την ομιλία του με την οποία εξέθετε την άγνοια αυτών των ανθρώπων. Συνεχίζει: «Ο Θεός όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων, ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. Και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών· δια να ζητώσι τον Κύριον, . . . αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν καθώς και τινες των ποιητών σας είπον, “Διότι και γένος είμεθα τούτου”.» Τι λόγια που προήρχοντο από τον μικρόν «σπερμολόγον» από την Ιερουσαλήμ· ναι λόγια ζωής!—Πράξ. 17:24-28.
23 Ο Παύλος τότε ανέφερε, όπως ισχυρίζονται μερικοί, μια περικοπή από ένα ποίημα του Αράτου από την Κιλικία καθώς και του Κλεάνθους: «Ας αρχίσωμε από τον Θεό. Κάθε θνητός ας υψώση τη φωνή του για να ψάλη τον ατελεύτητον αίνον του Θεού. Ο Θεός γεμίζει τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα· αισθανόμεθα το πνεύμα του να κινήται εδώ και παντού, και είμεθα γένος του.» Έτσι ο ομιλητής υπεστήριξε το καταπληκτικό επιχείρημά του, όχι με λόγια των Εβραίων προφητών, που οι ακροαταί του δεν θα τους εδέχοντο ως αυθεντίες, αλλά υπενθυμίζοντάς τους τα λόγια ενός συγγραφέως του είδους των. Προσέξτε πώς συνεχίζει: «Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με χρυσόν ή άργυρον ή λίθον, κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου.» Τώρα, πώς θα συνεστέλλετο το εγώ του καθενός από τους υπερηφάνους εκείνους φιλοσόφους, και πόση στενοχώρια θα ένοιωθαν! Πόσο θα ποθούσαν να παύση να μιλή και πόσο θα έχαιραν να βγουν έξω από τον τόπο της ακροάσεως χωρίς να γίνουν αντιληπτοί!—Πράξ. 17:29.
24, 25. (α) Συνεχίζοντας, ποια απαίτησι του Ιεχωβά ετόνισε ο Παύλος; (β) Το να μιλήση στους ακροατάς του για ποια υγιά διδασκαλία ωδήγησε την ασυνήθη δημοσία συνάθροισι σε ποιες τελικές εξελίξεις;
24 Αλλά υπομονή, κύριοι, ο Παύλος έχει περισσότερα να σας πη. Με τη χρησιμοποίησι θεοκρατικής λεπτότητος οι επόμενες παρατηρήσεις του είναι φιλάγαθες· και αν αυτοί οι κακώς πληροφορημένοι λεγόμενοι «σοφοί» ήσαν πρόθυμοι να τις προσέξουν, θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν ζωή. Ο Παύλος προσθέτει: «Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι· διότι προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δια ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:30, 31.
25 Ανάστασις νεκρών; Καταπληκτικό, ναι· αλλά για τους Αθηναίους φιλοσόφους αυτή έγινε ακαριαίως η διέξοδος. «Οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον, Περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν.» Έτσι απότομα και με ωμόν τελετουργικό τρόπο, η δημοκρατική πλειονότης, ψηφίζοντας δια βοής, διεκήρυξε περατωμένη τη συνεδρίασι. Αυτοί, ως «σοφοί», ενόμιζαν ότι κανείς που είχε κάποια σπουδαιότητα στας Αθήνας δεν επίστευε στην ανάστασι. Αλλά, όπως συνήθως, έσφαλλαν οικτρά. Καθώς «ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών . . . τινές . . . άνδρες προσεκολλήθησαν εις αυτόν, και επίστευσαν.» Μεταξύ αυτών ήσαν ο Δικαστής Διονύσιος και μια γυναίκα που ωνομάζετο Δάμαρις. (Πράξ. 17:32-34) Μια εκκλησία ωργανώθηκε στας Αθήνας και, με τη χάρι του Ιεχωβά, ακόμη και σήμερα πολλοί μάρτυρες του Ιεχωβά εξακολουθούν να κηρύττουν σ’ αυτή την πόλι. Με ελεύθερη και άφοβη χρήσι του Λόγου του Θεού, όλη η «σοφία» που παρήχθη από τους Αθηναίους εκείνους φιλοσόφους εδείχθη από τον Παύλο ότι ήταν μωρία, όχι άξια σοβαρής εξετάσεως, ενώ ο Λόγος του Ιεχωβά εδείχθη ότι περιείχε τον δρόμο της ζωής. Αυτός μόνον θα διαμένη αιωνίως. Με την πείρα αυτή του Παύλου μας γίνεται υπόμνησις ότι αυτός είχε τα αναγκαία προσόντα για τη διακονία που του είχε ανατεθή. Σ’ αυτή τη δυνατή, σαφή προσφώνησι, αν και αυτή διεκόπη, ο Παύλος απεκάλυψε με διακριτικότητα τις σοφιστείες των κατά κόσμον σοφών περιέργων και εθεμελίωσε επίσης την πίστι ολίγων που είχαν συναίσθησι της πνευματικής των ανάγκης.