Αρχαία Ελλάς, Κοιτίς της Φιλοσοφίας
ΟΙ αρχαίοι Έλληνες, ειδικά εκείνοι που ζούσαν στας Αθήνας, απέδιδαν μεγάλη σπουδαιότητα στη φιλοσοφία. Προσπαθούσαν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και του σύμπαντος με τη χρήσι της λογικής και της σκέψεως. Διασκέδαζαν με το να συζητούν νέα πράγματα. Ένας γιατρός του πρώτου αιώνος μ.Χ. αναφέρει: «Πάντες οι Αθηναίοι και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν άλλο ηυκαίρουν παρά εις το να λέγωσι και ν’ ακούωσί τι νεώτερον.»—Πράξ. 17:21.
Οι φιλοσοφίες των αρχαίων Ελλήνων δεν συμφωνούσαν με το άγγελμα που εκήρυτταν οι Χριστιανοί. Όταν ο απόστολος Παύλος ήταν στας Αθήνας, «τινές των Επικουρείων και των Στωϊκών φιλοσόφων συνήρχοντο εις λόγους μετ’ αυτού.» Μερικοί περιφρονητικά έλεγαν: «Τι θέλει τάχα ο σπερμολόγος ούτος να είπη;» (Πράξ. 17:18) Θεωρούσαν τον Παύλο σαν ένα οκνηρό φλύαρο, έναν που μαζεύει ασυνάρτητες γνώσεις και τις επαναλαμβάνει χωρίς τάξι ή μέθοδο. Αλλ’ είχαν αυτοί οι φιλόσοφοι πράγματι κάτι αξιόλογο; Προσέξτε:
Επικούρειοι και Στωϊκοί
Οι Επικούρειοι φιλόσοφοι υποστήριζαν μια ζωή μ’ ένα τέτοιον τρόπο που ν’ απολαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερη ευχαρίστησι από τη ζωή, να το κάνουν όμως αυτό με μετριοπάθεια για ν’ αποφεύγουν τα δυσάρεστα που προκύπτουν από τις υπερβολικές απολαύσεις. Ετόνιζαν όχι τις σωματικές απολαύσεις, αλλά τις απολαύσεις της διανοίας.
Οι μη απαραίτητες ανάγκες έπρεπε να καταστέλλωνται. Η φιλοσοφία απεθάρρυνε εμπλοκή σε πράγματα που θα διήγειραν επιθυμίες που θα ήταν δύσκολο να ικανοποιηθούν. Η γνώσις επεζητείτο κυρίως για ν’ απαλλαγή κανείς από θρησκευτικούς φόβους και δεισιδαιμονίες. Οι δύο πρωταρχικοί φόβοι που έπρεπε να εξαλειφθούν ήσαν ο φόβος των θεών και ο φόβος του θανάτου.
Αυτή η φιλοσοφία θεωρούσε την παραβίασι του νόμου σαν κάτι που ‘έπρεπε ν’ αποφεύγεται,’ απλώς λόγω της εντροπής που ήταν συνδεδεμένη με την ανακάλυψι και την τιμωρία που θα μπορούσε η παράβασις να φέρη. Η ζωή με το φόβο ν’ ανακαλυφθή κανείς ή να τιμωρηθή θα τον απεμάκρυνε από την ευχαρίστησι.
Για τους Επικούρειους, η αρετή και η ανηθικότης δεν είχαν αξία. Μόνον όταν χρησίμευαν σαν ένα μέσον για την απόκτησι ευτυχίας εθεωρούντο επωφελείς. Οι φιλίες, επίσης, στηρίζονταν σε ιδιοτελή βάσι, δηλαδή, ‘στην ευχαρίστησι που ήρχετο στον κάτοχο.’
Οι Επικούρειοι επίστευαν στην ύπαρξι θεών, αλλά σκέπτονταν ότι ήσαν πάρα πολύ μακρυά από τη γη για να ενδιαφέρωνται για τον άνθρωπο. Έτσι κανένα καλό δεν έκανε το να προσεύχεται κανείς ή να θυσιάζη σ’ αυτούς. Οι Επικούρειοι δεν επίστευαν ότι οι θεοί δημιούργησαν το σύμπαν. Ούτε έλεγαν ότι οι θεοί επέβαλλαν τιμωρίες ή περιείχαν ευλογίες. Σύμφωνα μ’ αυτή τη φιλοσοφία, οι θεοί δεν μπορούσαν να βοηθήσουν οποιονδήποτε για ν’ αποκτήση ευτυχία. Η ζωή εθεωρείτο ότι ήρχετο σε ύπαρξι κατά τύχη μέσα σ’ ένα μηχανικό σύμπαν. Τον θάνατο τον θεωρούσαν ότι είναι το τέλος κάθε πράγματος, που απελευθέρωνε ένα άτομο από τον εφιάλτη της ζωής. Οι Επικούρειοι επίστευαν ότι ο άνθρωπος είχε μια ψυχή που απετελείτο από άτομα που διαλύονταν όταν το σώμα πέθαινε.
Με το να δίνη έμφασι στην ευχαρίστησι, συνέβαλε η φιλοσοφία των Επικούρειων σε μια ζωή με σκοπό; Έδωσε μήπως μια στερεή ελπίδα; Όχι, διότι ακόμη και ο ιδρυτής της, ο Επίκουρος, ανέφερε ότι η ζωή ήταν ένα «πικρό δώρο.»
Αλλά μήπως οι Στωϊκοί είχαν κάτι καλύτερο να προσφέρουν; Όχι, διότι όπως οι Επικούρειοι, και αυτοί δεν είχαν καμμιά προσωπική σχέσι με τον Θεό. Οι Στωικοί ούτε καν επίστευαν στον Θεό ως πρόσωπο. Ενόμιζαν ότι όλα τα πράγματα ήσαν μέρος μιας απρόσωπης θεότητος, από την οποία επήγαζε η ανθρώπινη ψυχή. Επίστευαν ότι η ψυχή εξακολουθούσε να ζη μετά τον θάνατο του σώματος. Μερικοί Στωϊκοί ενόμιζαν ότι θα καταστρεφόταν τελικά το σύμπαν.
Οι Στωϊκοί διακρατούσαν την άποψι ότι για να επιτύχη κανείς τον ανώτατο σκοπό, την ευτυχία, θα έπρεπε να χρησιμοποιή τη λογική του για να εννοή και να συμμορφώνεται με τους φυσικούς νόμους που κυβερνούν το σύμπαν. Γι’ αυτούς, το να επιδιώκη κανείς μια ζωή αρετής εσήμαινε επομένως ‘ν’ ακολουθή τη φύσι.’ Ο πραγματικά σοφός άνθρωπος, κατά την εκτίμησί των, ήταν αδιάφορος στον πόνο ή την ευχαρίστησι. Επίστευαν ότι η μοίρα κυβερνούσε τις ανθρώπινες υποθέσεις. Αν τα προβλήματα φαίνονταν αφόρητα, οι Στωϊκοί θεωρούσαν ότι μπορούσε κανείς να αυτοκτονήση.
Οι Στωικοί, όπως και οι Επικούρειοι, προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν ευτυχία με τον δικό τους τρόπο. Αλλ’ αποτύγχαναν να φθάσουν στο σκοπό τους. Γιατί; Επειδή δεν είχαν μάθει ότι το θεμέλιο της αληθινής σοφίας είναι ο Ιεχωβά Θεός και ότι χωρίς αυτόν καμμιά αληθινή ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχη. Αιώνες προ της εμφανίσεως της φιλοσοφίας των Επικουρείων και των Στωϊκών είχε γίνη αυτή η εμπνευσμένη αναγνώρισις: «Αρχή σοφίας φόβος Ιεχωβά, και η γνώσις του Αγίου των Αγίων, φρόνησις.»—Παροιμ. 9:10, ΜΝΚ.
Κάτι Μεγαλύτερο από την Ελληνική Φιλοσοφία
Το άγγελμα που διεκήρυττε ο απόστολος Παύλος ήταν κάτι που εχρειάζοντο τόσο οι Επικούρειοι όσο και οι Στωϊκοί. Απεκάλυπτε ότι η ευτυχία ερχόταν από το να είναι κανείς σε μια κατάλληλη σχέσι με τον Δημιουργό. Αυτός δεν ήταν απρόσωπος Θεός, ούτε ήταν πολύ απομακρυσμένος από την ανθρωπότητα. Ο απόστολος Παύλος είπε:
«Ο Θεός όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς, ουδέ λατρεύεται υπό χειρών ανθρώπων, ως έχων χρείαν τινός, επειδή αυτός δίδει εις πάντας ζωήν και πνοήν και τα πάντα. Και έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών· διά να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν· αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.»—Πράξ. 17:24-27.
Ενώ ούτε η φιλοσοφία των Επικουρείων ούτε η φιλοσοφία των Στωϊκών δεν μπόρεσε ν’ αποκαλύψη μια παρήγορη ελπίδα για τους νεκρούς, ο Παύλος την έδωσε με βάσι την αξιόπιστη απόδειξι, λέγοντας: «[Ο Θεός] προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, διά ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.» (Πράξ. 17:31) Τον καιρό που ο Παύλος είπε αυτά τα λόγια, οι περισσότεροι από τους πεντακοσίους περίπου, στους οποίους ο αναστημένος Κύριος Ιησούς Χριστός είχε φανερωθή, ζούσαν ακόμα για να πιστοποιήσουν αυτό το γεγονός. (1 Κορ. 15:6) Έτσι εγγύησις του Θεού αναφορικά με την ανάστασι και τη μέλλουσα κρίσι ήταν καλά θεμελιωμένη.
Μερικοί από εκείνους που άκουσαν τον Παύλο, περιλαμβανομένου και ενός δικαστού του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, μπόρεσαν να εκτιμήσουν ότι η φιλοσοφία των Στωϊκών και των Επικούρειων δεν είχε τίποτε να προσφέρη. Έτσι δέχθηκαν τη Χριστιανοσύνη και βαπτίσθηκαν.—Πράξ. 17:33, 34.
Ομοίως, δεκάδες χιλιάδων σήμερα μπόρεσαν ν’ αναγνωρίσουν ότι η φιλοσοφία του «ας φάγωμεν και ας πίωμεν, διότι αύριον αποθνήσκομεν» αφήνει κενή και χωρίς νόημα τη ζωή ενός ατόμου. (1 Κορ. 15:32) Αυτοί διεπίστωσαν ότι η αναγνώρισις της υπάρξεως του Θεού με την υπακοή στον νόμο του δίνει στη ζωή του ανθρώπου κατεύθυνσι με σκοπό. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτός ο νόμος, ανόμοια με τις αρχαίες Ελληνικές φιλοσοφίες, βασίζεται στην αγάπη για τον Θεό και σ’ ένα ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους. (Ρωμ. 13:10· 1 Κορ. 10:24· 1 Ιωάν. 5:3) Γι’ αυτό οι μάρτυρες του Ιεχωβά προσκαλούν τους ανθρώπους παντού να εξετάσουν τον Λόγο του Θεού και να ιδούν μόνοι των αν αυτός δεν καθορίζη τον καλύτερο τρόπο ζωής για τους ανθρώπους ακόμη και σ’ αυτόν τον εικοστό αιώνα.