Αλλαγή Οργάνου από τον Ιεχωβά
1. (α) Πώς γνωρίζομε ότι οι σκοποί του Ιεχωβά θα εκτελεσθούν ασφαλώς; (β) Μήπως τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί ν’ αλλάξη το όργανον που εκλέγει να χρησιμοποιήση;
«ΕΓΩ είμαι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος . . . όστις απ’ αρχής αναγγέλλω το τέλος, και από πρότερον τα μη γεγονότα, λέγων, Η βουλή μου θέλει σταθή, και θέλω εκτελέσει άπαν το θέλημά μου.» (Ησ. 46:9, 10) Ο Ιεχωβά, με την τελεία του σοφία και πρόβλεψι, με την απεριόριστη δύναμί του και τα μέσα που διαθέτει, δεν χρειάζεται ν’ αλλάξη τον σκοπό του μια και έχει καθορισθή. Καμμιά απρόβλεπτη έκτακτος ανάγκη δεν μπορεί να παρουσιασθή, κανένας πανούργος εχθρός δεν μπορεί να κάμη μια αιφνιδιαστική κίνησι ή επίθεσι, αναγκάζοντας τον Ιεχωβά να μεταβάλη τον σκοπό του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά δεν μπορεί ν’ αλλάξη το όργανο που εκλέγει να χρησιμοποιήση στην εκτέλεσι του σκοπού του. Μια τέτοια αλλαγή θέλομε να εξετάσωμε στην επομένη μας γραμμή μαρτυρίας ή αποδείξεως όσον αφορά τον μόνον, θείον Συγγραφέα της Βίβλου.
2. Ποια ήταν η αντίληψις των συγγραφέων των Εβραϊκών Γραφών για το όργανον του Ιεχωβά;
2 Όπως και προηγουμένως, θα εξετάσωμε πρώτα το ζήτημα από την ανθρώπινη άποψι. Υποθέτοντας ότι οι Εβραϊκές Γραφές ήσαν μόνο προϊόν Θεοσεβών Εβραίων συγγραφέων, ερωτούμε, Ποια ήταν η αντίληψίς των για το όργανο που χρησιμοποιούσε ο Ιεχωβά; Η απάντησις είναι σαφής. Τα συγγράμματα των ομόθυμα διακηρύττουν ότι ήταν το έθνος των, ο εκλεκτός λαός του Θεού, Ισραήλ. Όπως έγραψε ο προφήτης Αμώς, ο Ιεχωβά είπε γι’ αυτούς: «Εσάς μόνον εγνώρισα εκ πάντων των γενών της γης.»—Αμώς 3:2.
3, 4. (α) Πώς οι Γραφές αυτές δείχνουν ότι ο Ισραήλ είχε πλήρως τα προσόντα να είναι το εκλεκτόν όργανον του Θεού; (β) Τι θα μπορούσαν μερικοί να υποστηρίξουν για την έμπνευσι των Εβραϊκών Γραφών;
3 Οι Εβραϊκές Γραφές οικοδόμησαν ένα πλήρες, αρμονικό υπόδειγμα ως προς τα προσόντα του Ισραήλ για να είναι ένα τέτοιο εκλεκτό όργανο. Εκτός του ότι αυτοί εισήλθαν στο σκοπό της μεγάλης Αβρααμιαίας διαθήκης, με το υποσχεμένο της σπέρμα, τον Μεσσία, που είχε προλεχθή ότι θα ήρχετο μέσω αυτών, είχαν επίσης τη δική τους διαθήκη του νόμου. Αυτή εθεσπίσθη στο Όρος Σινά, μέσω του εθνικού των ηγέτου Μωυσέως. Η διαθήκη αυτή ειδικά τους έκανε έθνος χωριστό από όλα τα άλλα, ‘λαόν τον οποίον απέκτησεν’ ο Ιεχωβά. Εκτός αυτού, είχαν επίσης το δικό τους ιερατείο, με μια αδιάσπαστη γραμμή αρχιερέων. Είχαν τη σκηνή των, με την Κιβωτό της που παρίστανε την παρουσία του Ιεχωβά, και αργότερα τον ναό τους, με όλες τις διατεταγμένες θυσίες που έπρεπε να προσφέρωνται στο θυσιαστήριό του. Στον δέοντα καιρό είχαν τη γραμμή των βασιλέων των, και μολονότι κανείς από αυτή τη γραμμή δεν τους εκυβέρνησε από τον καιρό που πήγαν σε αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα το 607 π.Χ., οι Γραφές των περιείχαν υποσχέσεις μιας τελικής αποκαταστάσεως. Παραδείγματος χάριν, ο προφήτης Ιεζεκιήλ ανέγραψε ότι ο Ιεχωβά είπε για τον θρόνον και τη διακυβέρνησι του Ισραήλ: «Δεν θέλει υπάρχει εωσού έλθη εκείνος, εις ον ανήκει· και εις τούτον θέλω δώσει αυτό.»—Έξοδ. 19:5· Ιεζ. 21:27.
4 Πολλοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι τίποτε από τα προηγούμενα δεν θ’ απαιτούσε κατ’ ανάγκην θεία παρέμβασι ή θεία έμπνευσι για να κατευθύνη το θέμα των Εβραϊκών εκείνων συγγραμμάτων. Δεν θα μπορούσε μήπως να είναι απλώς ανθρώπινη έμπνευσις εκείνη που υποκινούσε αυτούς τους ανθρώπους, που όλοι τους ήσαν Εβραίοι για να γράψουν έτσι για τον λαό τους; Δεν ήταν η φυσική έκφρασις του εθνικιστικού των πνεύματος και ζέσεως;
5. Τι μπορεί να λεχθή για τους συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, και πώς μπορεί ο Παύλος ν’ αναφερθή ως παράδειγμα;
5 Πολύ καλά! Πάλι θα θέσωμε σε δοκιμή αυτή τη θεωρία. Δεν θα σταματήσωμε ακριβώς τώρα για να δώσωμε τις διάφορες αιτίες—πέρα από εκείνες που ήδη εμνημονεύθησαν—οι οποίες παρέχουν ισχυρή απόδειξι θείας διευθύνσεως, όχι μόνο στα ιερά των συγγράμματα, αλλά και στην πραγματική εκτύλιξι της ιστορίας του Ισραήλ ως έθνους, Αντί τούτου, θα περάσωμε κατ’ ευθείαν σ’ αυτή τη μεταγενέστερη και μικρότερη ομάδα συγγραφέων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Πρώτα σημειώστε, παρακαλούμε, ότι αυτοί οι Χριστιανοί συγγραφείς, όλοι, ήσαν επίσης Εβραίοι, ή Ιουδαίοι. Ως τοιούτοι, θ’ ανεμένετο φυσικά να έχουν το ίδιο εθνικιστικό πνεύμα και άποψι με τους προκατόχους των. Ένα εξέχον παράδειγμα σε απόδειξι τούτου είναι ο απόστολος Παύλος, ο οποίος περιέγραψε την αρχική του θέσι και κατάστασι με τα εξής λόγια: «Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκτης της εκκλησίας [των Χριστιανών], κατά την δικαιοσύνην την δια του νόμου διατελέσας άμεμπτος.»—Φιλιππησ. 3:5, 6.
6. (α) Ποια αλλαγή οργάνου φανερώνεται από αυτούς τους Χριστιανούς συγγραφείς; (β) Πώς είναι προφανές ότι οι μαθηταί, ενόσω ήσαν με τον Ιησού, δεν ανέμεναν τέτοια αλλαγή;
6 Τώρα έρχεται η ερώτησις, Ποια ήταν η αντίληψις αυτών των Χριστιανών συγγραφέων για το όργανον που χρησιμοποιούσε ο Ιεχωβά; Μιλώντας ανθρωπίνως, θα είχαμε να πούμε ότι αυτοί παρήγαγαν ένα εντελώς νέο όργανο για την εκτέλεσι του θείου σκοπού. Έδειξαν μια αλλαγή οργάνου· όχι πια τον κατά σάρκα Ισραήλ υπό τον μεσίτην του Μωυσή, αλλά, αντ’ αυτού, τον πνευματικόν Ισραήλ, τη Χριστιανική εκκλησία, υπό την Κεφαλή και Μεσίτην της Χριστόν Ιησού. Πώς εξηγείται αυτό; Οι φίλοι μας θα είπουν, Ο Ιησούς ο ίδιος ήταν εκείνος, που όταν ήταν στη γη, ήταν υπεύθυνος για το ότι ετέθη αυτή η νέα αντίληψις στις διάνοιες των μαθητών του. Ά! όχι, λέμε εμείς, αυτό ακριβώς δεν είναι αληθινό. Το Υπόμνημα αποκαλύπτει ότι και οι πιο στενοί ακόλουθοί του δεν είχαν την ελαχίστη προσδοκία, ούτε ακόμη ένα αμυδρό φως, ότι ο Θεός επρόκειτο ν’ αλλάξη χρησιμοποιώντας τον Ισραήλ ως όργανόν του. Αυτό αποδεικνύεται από δύο παραπομπές. Πρώτον, όταν ο Ιησούς, μετά την ανάστασί του, ενεφανίσθη σε δύο μαθητάς στο δρόμο τους προς τους Εμμαούς, αυτοί είπαν σ’ αυτόν (μη γνωρίζοντας ποιος είναι ): «Ημείς δε ηλπίζαμεν ότι αυτός [ο Ιησούς] είναι ο μέλλων να λυτρώση τον Ισραήλ.» Δεύτερον, και με περισσότερη οξύτητα, στην τελευταία περίπτωσι που ο αναστημένος Ιησούς ενεφανίσθη στους μαθητάς του, αυτοί τον ερώτησαν: «Κύριε, τάχα εν τω καιρώ τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν εις τον Ισραήλ;» Ακόμη και τότε ο Ιησούς δεν τους μίλησε για μια αλλαγή οργάνου, ή ότι ήταν ανάγκη να μεταβάλουν αντίληψι πραγμάτων. Απλώς είπε: «Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζητε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία.» Αν κάτι θα έκαναν τα λόγια αυτά, θα επεβεβαίωναν τη σκέψι των ότι ο Θεός θα ενέμενε ακόμη στο ίδιο όργανο, αλλ’ απλώς ότι ο καιρός για την αποκατάστασί του θα ήταν αργότερα από ό,τι είχαν προβλέψει.—Λουκ. 24:21· Πράξ. 1:6, 7.
7. Συγκρίνοντας τη θέσι μας με τη θέσι των μαθητών εκείνων, πώς βλέπομε ότι δεν μπορούμε να καυχόμεθα σε σύγκρισι μ’ αυτούς;
7 Πειράζονται, μήπως, κάποιοι από τους αναγνώστας μας να νομίζουν ότι, αν ήσαν με τον Ιησούν στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του, θα αποκόμιζαν την ιδέα ότι κάποια αλλαγή ήταν επικείμενη; Σας υπενθυμίζομε ότι, αν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν σαφώς αποσπασθή από πολλές από τις ψευδείς διδασκαλίες του «Χριστιανικού κόσμου» ήδη από το 1879, οπότε για πρώτη φορά εξεδόθη το περιοδικό αυτό, μόνο από το 1932 κατενοήθη ότι ακολουθούσαμε μια εσφαλμένη τροχιά όσον αφορά τους φυσικούς Ιουδαίους. Όπως πολλοί άλλοι, ανεμέναμε να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη και έπειτα ν’ αποκατασταθούν στην εύνοια του Θεού και να χρησιμοποιηθούν απ’ αυτόν ως επίγειο μέρος του οργάνου του στη χιλιετή βασιλεία του Χριστού. Μόνο στο 1932 άρχισε να φαίνεται καθαρά ότι ο αληθινός «Ισραήλ του Θεού», το εκλεκτό όργανο για τη μεγαλύτερη εκπλήρωσι των πολλών Εβραϊκών προφητειών περί αποκαταστάσεως, θ’ απετελείτο, όχι από φυσικούς Ιουδαίους περιτετμημένους κατά σάρκα, αλλ’ από πνευματικούς Ιουδαίους ή Ισραηλίτας, δηλαδή, από το πνεύμα αποκυημένους Χριστιανούς. Καθώς υποστηρίζει ο Παύλος: «Ιουδαίος είναι ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος, και περιτομή η της καρδίας, κατά πνεύμα, ουχί κατά γράμμα.» Δεν έχομε, συνεπώς, τίποτε που να καυχώμεθα γι’ αυτό, όπως δεν είχαν κι εκείνοι οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού.—Γαλ. 6:16· Ρωμ. 2:28, 29.
8. Ποιο υπόδειγμα ακολουθεί το νέο όργανο του Θεού, αλλά μήπως αυτό σημαίνει απλώς ανύψωσι σ’ ένα υψηλότερο ανθρώπινο επίπεδο;
8 Κυττάζοντας προσεκτικώτερα αυτό το νέο όργανο όπως περιγράφεται από τους Χριστιανούς συγγραφείς, τι βρίσκομε; Το πρώτο αξιοσημείωτο πράγμα που παρατηρούμε είναι το πόσο στενά ακολουθεί το ίδιο υπόδειγμα με τον σαρκικόν Ισραήλ. Αλλά δεν μπορεί καθόλου να βεβαιωθή ότι αυτή η τελευταία ομάς Βιβλικών συγγραφέων απλώς υψώνει την αντίληψι για το όργανο που χρησιμοποιεί ο Θεός σ’ ένα υψηλότερο ανθρώπινο επίπεδο. Μάλλον, πρέπει να παραδεχθούμε ότι στα συγγράμματά των η αντίληψις υψώνεται σ’ ένα επίπεδο, που όμοιο του ποτέ προηγουμένως δεν μπήκε στη διάνοια θνητού ανθρώπου. Πράγματι, ως σήμερα, καθώς θα δούμε, η αντίληψις αυτή δεν εκτιμάται πραγματικά, και ασφαλώς δεν αναπαράγεται ή ακολουθείται από ανθρώπους, ούτε ακόμη από εκείνους του «Χριστιανικού κόσμου» που υπολογίζουν να δεχθούν τη Γραφή ως λόγον του Θεού. Πώς το αποδεικνύομε αυτό;
9, 10. (α) Πώς ο κατά σάρκα Ισραήλ έγινε ειδικά «έθνος άγιον»; (β) Πώς ο Ισραήλ είχε αλλιώς τα προσόντα να ονομάζεται έθνος, πράγμα που οδηγεί σε ποια ερώτησι για περαιτέρω εξέτασι;
9 Επιστρέφοντας πάλι στον σαρκικόν Ισραήλ, βλέπομε ότι το πρώτο διακριτικό χαρακτηριστικό στην περίπτωσί των ήταν ότι αυτοί καθ’ εαυτούς ήσαν ένα χωριστό έθνος, ειδικά από τον καιρό της διαθήκης του νόμου στο Όρος Σινά. Καθώς εδίδαξε ο Ιεχωβά τον Μωυσή τότε να πη στους Ισραηλίτας: «Εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, . . . θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον.» (Έξοδ. 19:5, 6) Φυσικά, εκτός απ’ αυτό, θα ήσαν ακόμη ένα χωριστό έθνος. Ανταπεκρίνοντο στις θεμελιώδεις απαιτήσεις για τον όρον «έθνος», ώστε να χρησιμοποιήται στην περίπτωσί των. Οι Ισραηλίται ήσαν από ένα κοινό στέλεχος, καταγόμενοι από τον Αβραάμ, μέσω του Ισαάκ και του Ιακώβ, του οποίου το όνομα μετετράπη σε Ισραήλ. (Γέν. 32:28) Μιλούσαν την ίδια γλώσσα, την Εβραϊκή. Οι θεσμοί των, τα έθιμά των και οι παραδόσεις των ετηρούντο όλα από κοινού. Ήσαν όλοι υποκείμενοι στη μία κυβέρνησι, με τη νομοθεσία της. Ακόμη και στα σαράντα χρόνια της περιπλανήσεώς των στην έρημο, ποτέ δεν διεσκορπίθησαν, σαν νομάδες, αλλά παράμεναν συγκεντρωμένοι μαζί. Τελικά εμπήκαν στην υποσχεμένη κληρονομία, κατοικώντας στη γη των, με τα επιμελώς προσδιωρισμένα όριά της—ένα έθνος με κάθε αποδεκτή έννοια της λέξεως.
10 Δεν είναι ανάγκη ένας λαός να συμμορφώνεται με όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά για να ονομάζεται κατάλληλα έθνος. Ο σαρκικός Ισραήλ, όμως, ανταπεκρίνετο πράγματι σε όλα αυτά. Αλλά πώς τούτο εφαρμόζεται στην περίπτωσι της Χριστιανικής εκκλησίας; Είναι το νέο αυτό όργανο ένα κατάλληλα συγκροτημένο έθνος; Θα εξετάσωμε αυτή την ερώτησι στο επόμενο τεύχος της Σκοπιάς.