Ακολουθείτε τον Αρχηγό της Θείας Κυριαρχίας
1. (α) Γιατί η απόφασις που είχαν λάβει οι προπάτορές των στο όρος Σινά δεν υπολογιζόταν για τους φυσικούς περιτετμημένους Ιουδαίους τώρα όσον αφορά τη νέα διαθήκη; (β) Ποιον έπρεπε να μιμηθούν εκείνοι οι Ιουδαίοι, και με ποιον τρόπο;
ΓΙΑ τους φυσικούς περιτετμημένους Ιουδαίους τα πράγματα δεν ήσαν τα ίδια από τότε που ο Ιησούς Χριστός ανελήφθη στην ουράνια παρουσία του Ιεχωβά Θεού και προσέφερε σ’ αυτόν την πολύτιμη αξία της ανθρώπινης θυσίας του. Ένεκα τούτου, η παλαιά Μωσαϊκή διαθήκη ακυρώθηκε, και μια νέα διαθήκη επικυρώθηκε με το αίμα του Υιού του Θεού, του Μεσίτου της διαθήκης αυτής. Η ευκαιρία για να γίνουν δεκτοί σ’ αυτή τη νέα διαθήκη προσεφέρθη πρώτα στους φυσικούς Ιουδαίους. Οι προπάτορές των που έζησαν πριν από δεκαπέντε αιώνες είχαν δηλώσει στον μεσίτη Μωυσή: «Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά θέλομεν πράξει.» Αλλ’ αυτό δεν υπολογιζόταν για τους απογόνους των ως προς τη νέα διαθήκη. Γι’ αυτή τη δεύτερη διαθήκη ήταν ένας νέος Μεσίτης μεγαλύτερος από τον Μωυσή, δηλαδή, ο Ιησούς Χριστός. Για να γίνουν δεκτοί αυτοί στη νέα διαθήκη έπρεπε ν’ απαντήσουν σ’ αυτόν τον καλύτερο και μεγαλύτερο Μεσίτη: «Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά θέλομεν πράξει, και υπακούσει εις αυτόν.» Οι φυσικοί αυτοί Ιουδαίοι, μιμούμενοι τον Αρχηγό της Θείας Κυριαρχίας, τον Ιησούν Χριστόν τον Μεσίτην, έπρεπε να προσφερθούν να πράξουν το θέλημα του Ιεχωβά όπως μετεδόθη σ’ αυτούς μ’ αυτόν το νέο και μεγαλύτερο Μεσίτη.
2. Σύμφωνα με όσα είπε ο Πέτρος στους Ιουδαίους την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., τι είχε κάμει ο Θεός στον Ιησού που άλλαξε την κατάστασι εκείνων των φυσικών Ιουδαίων;
2 Αληθινά μια νέα κατάστασις είχε προκύψει για τους φυσικούς Ιουδαίους και έπρεπε ατομικά να προσαρμοσθούν σ’ αυτήν. Ο Χριστιανός απόστολος Πέτρος τους το ετόνισε αυτό στην εορτή της Πεντηκοστής του έτους 33 μ.Χ. μετά την έκχυσι του αγίου πνεύματος από τον Ιεχωβά Θεό δια του Ιησού Χριστού στους πιστούς ακολούθους του Αρχηγού της θείας Κυριαρχίας. Ο Πέτρος, αφού εξήγησε τι είχε γίνει θαυματουργικά και γιατί, είπε σ’ εκείνες τις χιλιάδες των συγκεντρωμένων Ιουδαίων: «Ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς· λέγει όμως αυτός, ‘Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.’ Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ, ότι ο Θεός Κύριον και Χριστόν έκαμεν αυτόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε.»—Πράξ. 2:34-36.
3. (α) Πώς, όπως εξεικονίσθηκε από τους πατέρες των στο Όρος Σινά μπορούσαν αυτοί οι Ιουδαίοι ν’ αποδείξουν ότι είναι άξιοι για να ληφθούν στη νέα διαθήκη; (β) Αφού θα έκαναν αυτό που τους είπε ο απόστολος Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι να κάμουν, τι θα έδειχνε ότι εκείνοι οι Ιουδαίοι είχαν περιληφθή στη νέα διαθήκη;
3 Πώς, τώρα, στη νέα διάταξι των περιστάσεων, εκείνοι οι ακούοντες Ιουδαίοι, εδήλωσαν, «Πάντα όσα είπεν ο Ιεχωβά θέλομεν πράξει,» και φάνηκαν έτσι άξιοι να γίνουν δεκτοί στη νέα διαθήκη; Το εδήλωσαν με το να δεχθούν τον άλλοτε σταυρωθέντα Ιησούν ως Κύριόν των και ως τον Χριστόν ή Μεσσίαν του Ιεχωβά και ως Μεσίτην των, ο οποίος είχε προλεχθή και προσκιασθή από τον προφήτη Μωυσή. Με κανένα άλλον τρόπο δεν θα μπορούσε να έλθη σωτηρία σ’ αυτούς. Χιλιάδες απ’ εκείνους τους Ιουδαίους αισθάνθηκαν βαθειά λύπη απ’ ό,τι άκουσαν τον Πέτρο να λέγη. Όταν λοιπόν ερώτησαν τον Πέτρο και τους λοιπούς αποστόλους, «Τι πρέπει να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;» ο Πέτρος τους κατηύθυνε στον Αρχηγό της ζωής που διώρισε ο Θεός, λέγοντας: «Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών· και θέλετε λάβει την δωρεάν του αγίου πνεύματος· διότι προς εσάς είναι η επαγγελία και προς τα τέκνα σας, και προς πάντας τους εις μακράν, όσους αν προσκαλέση Ιεχωβά ο Θεός ημών. . . . Σώθητε από της διεστραμμένης ταύτης γενεάς.» (Πράξ. 2:37-40, ΜΝΚ) Αν, μετά το βάπτισμά των στο ύδωρ, ελάμβαναν τη δωρεά του αγίου πνεύματος του Θεού δια του Χριστού, αυτό θα εσήμαινε ότι έγιναν δεκτοί στη νέα διαθήκη,
4. Τι εσυμβόλιζε, λοιπόν, το εν ύδατι βάπτισμα εκείνων των Ιουδαίων;
4 Τι, λοιπόν, εσυμβόλιζε το βάπτισμά των στο ύδωρ; Εφόσον το βάπτισμά των θα ήταν «εις το όνομα του Ιησού Χριστού» και θα προηγείτο η μετάνοιά των στον Ιεχωβά Θεό, θα συμβόλιζε ότι προσφέρονται να πράξουν το θέλημα του Θεού. Το να πράξουν το θέλημά Του περιελάμβανε το να δεχθούν τον Ιησού Χριστό ως τον Θεόδοτο «Κύριόν» των και ως τον Θεόδοτο «Χριστό» ή Μεσσία.
5, 6. (α) Η συγχώρησις των αμαρτιών των θα ερχόταν μέσω τίνος, και ποιες ήσαν οι αμαρτίες των οι οποίες έπρεπε τώρα να συγχωρηθούν; (β) Σύμφωνα με το εδάφιο Εβραίους 9:14 σε τι θα κατέληγε γι’ αυτούς η συγχώρησις των αμαρτιών των;
5 Χωρίς να δεχθούν τον Ιησού Χριστό ως «Κύριον και Χριστόν» δεν θα μπορούσαν να λάβουν ‘άφεσιν των αμαρτιών [των].’ Αυτές οι αμαρτίες, τις οποίες ο Θεός τότε συνεχώρησε μέσω του Ιησού Χριστού, δεν ήσαν οι αμαρτίες που είχαν κάμει εναντίον της Μωσαϊκής διαθήκης του Νόμου. Η διαθήκη εκείνη με τον φυσικόν Ισραήλ είχε τότε περάσει, είχε ακυρωθή, και η υποσχεμένη νέα διαθήκη είχε τώρα μεσιτευθή με τον καλύτερο Μεσίτη, τον Ιησού Χριστό. Οι αμαρτίες λοιπόν για τις οποίες ήταν ανάγκη να μετανοήσουν στον Θεό ήσαν πρωτίστως εκείνες που έπραξαν κατά του Θεού συμμετέχοντας στη σταύρωσι του Υιού του Ιησού Χριστού, μαζί με τις άλλες αμαρτίες των γενικά. Το να λάβουν συγχώρησι αμαρτιών από τον Θεό μέσω του Χριστού θα είχε ως αποτέλεσμα ν’ αποκτήσουν καλή συνείδησι. Εν σχέσει με αυτό, αναγινώσκομε:
6 «Πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις δια του πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων, εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;»—Εβρ. 9:14.
7. Σύμφωνα με τους όρους της νέας διαθήκης, ποια υπόσχεσις είχε γίνει, σχετικά με τις αμαρτίες, και μέσω τίνος έγιναν δεκτοί εκείνοι οι βαπτισμένοι Ιουδαίοι στη νέα διαθήκη;
7 Αυτή η συγχώρησις των αμαρτιών που έχει ως αποτέλεσμα μια αγαθή συνείδησι προς τον Θεόν, ήταν εκείνο που ο Θεός είχε υποσχεθή στους όρους της νέας διαθήκης. Όταν ο Ιεχωβά προείπε τη νέα διαθήκη δια του προφήτου Ιερεμία, ετελείωσε την προφητεία εκείνη λέγοντας: «Θέλω συγχωρήσει την ανομίαν αυτών, και την αμαρτίαν αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.» (Ιερεμ. 31:31-34) Μετά από αιώνες, όταν ο απόστολος Παύλος έγραφε στους εκχριστιανισμένους Εβραίους που ήσαν φυσικοί απόγονοι του Αβραάμ, του ‘φίλου του Ιεχωβά,’ παρέθεσε περικοπή από την προφητεία του Ιερεμία και συνεχίζοντας είπε: «‘Διότι θέλω είσθαι ίλεως εις τας αδικίας αυτών, και τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.’ Λέγων δε ‘καινήν’ έκαμε παλαιάν την πρώτην· το δε παλαιούμενον και γηράσκον, είναι πλησίον αφανισμού.» (Εβρ. 8:12, 13) Λογικώς, λοιπόν, έπεται ότι οι τρεις χιλιάδες Ιουδαίοι που μετανόησαν και βαπτίσθηκαν στο όνομα του Ιησού Χριστού κι’ έλαβαν τη δωρεά του αγίου πνεύματος, έγιναν δεκτοί στη νέα διαθήκη μέσω του ‘καλυτέρου μεσίτου,’ του Ιησού Χριστού.—Πράξ. 2:41.
8, 9. Στον ναό ύστερ’ από μερικές μέρες, ποιον έδειξε ο Πέτρος στους Ιουδαίους, και τι ετόνισε ότι, είχαν ανάγκη να κάμουν, και με ποιο αποτέλεσμα γι’ αυτούς;
8 Λίγες μέρες ύστερα από εκείνη την πείρα της Πεντηκοστής, ο Πέτρος και ο Ιωάννης βρέθηκαν στον ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Πέτρος, ομιλώντας στο πλήθος που συγκεντρώθηκε γύρω τους, έδειξε πάλι στους Ιουδαίους τον Αρχηγό της Θείας Κυριαρχίας. Ο Πέτρος επίσης ετόνισε την ανάγκη που είχαν να μετανοήσουν και να μεταστραφούν, επιζητώντας την αναψυχή που προέρχεται με τη συγχώρησι των αμαρτιών των από τον Θεό μέσω του Χριστού. Ο Πέτρος, συνεχίζοντας είπε:
9 «Ο Θεός του Αβραάμ, και Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων ημών, εδόξασε τον Υιόν αυτού Ιησούν, τον οποίον σεις παρεδώκατε και ηρνήθητε αυτόν ενώπιον του Πιλάτου, ενώ εκείνος έκρινε να απολύση αυτόν. Σεις όμως τον άγιον και δίκαιον ηρνήθητε, και εζητήσατε άνδρα φονέα να χαρισθή εις εσάς. Τον δε αρχηγόν της ζωής εθανατώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών, του οποίου ημείς είμεθα μάρτυρες. . . . Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε, δια να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας, δια να έλθωσι καιροί αναψυχής από της παρουσίας του Κυρίου, και αποστείλη τον προκεκηρυγμένον εις εσάς Ιησούν Χριστόν. . . . Προς εσάς πρώτον ο Θεός, αναστήσας τον Υιόν αυτού Ιησούν, απέστειλεν αυτόν δια να σας ευλογή, όταν επιστρέφητε έκαστος από των πονηριών υμών.»—Πράξ. 3:13-26.
10. Γιατί δεν έγινε βάπτισμα για τους Ιουδαίους που είχαν μετανοήσει σ’ εκείνη την περίπτωσι, και ποιο είπαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης στο δικαστήριο ότι ήταν το μόνο όνομα με το οποίο μπορούμε να σωθούμε;
10 Προτού ο Πέτρος κι’ ο Ιωάννης μπορέσουν να φροντίσουν ώστε να βαπτισθούν όσοι Ιουδαίοι εκεί στον ναό είχαν μετανοήσει, η κατάστασις άλλαξε, διότι διαβάζομε: «Ενώ δε αυτοί ελάλουν προς τον λαόν, ήλθον έπ’ αυτούς οι ιερείς και ο στρατηγός του ιερού και οι Σαδδουκαίοι, αγανακτούντες, διότι εδίδασκον τον λαόν, και εκήρυττον δια του Ιησού την εκ νεκρών ανάστασιν.» (Πράξ. 4:1, 2) Ο Πέτρος λοιπόν, κι’ ο Ιωάννης ετέθησαν υπό κράτησιν εκείνη τη νύχτα, και την επομένη μέρα προσήχθησαν να δικασθούν και απελύθησαν. Ενώπιον του Δικαστηρίου εδήλωσαν ότι δεν υπάρχει άλλο όνομα υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων δια του οποίου πρέπει να σωθούμε, εκτός από το όνομα του Αρχηγού της Θείας Κυριαρχίας. (Πράξ. 4:3-23) Οι απόστολοι αρνήθηκαν να παύσουν ν’ ακολουθούν εκείνον που είχε τόσο πολύτιμο όνομα.
11. (α) Πώς έφθασε ο Φίλιππος ο ευαγγελιστής να κηρύξη στη Σαμάρεια; (β) Σε τίνος όνομα βαπτίσθηκαν οι Σαμαρείται που πίστεψαν, κι’ επομένως τίνος μαθηταί έγιναν;
11 Σκληρός διωγμός ξέσπασε αργότερα στην Ιερουσαλήμ και ο πιστός Ιουδαίος Χριστιανός Στέφανος λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου. Οι μαθηταί του Χριστού διασκορπίσθηκαν από την Ιερουσαλήμ εκτός από τους δώδεκα αποστόλους. Μεταξύ αυτών που διασκορπίσθηκαν ήταν κι’ ο Φίλιππος ο Ευαγγελιστής. Αυτός πήγε προς βορράν στην πόλι της Σαμαρείας και «εκήρυττεν εις αυτούς τον Χριστόν.» Ο Φίλιππος έφερε μεγάλη χαρά στην πόλι με τα όσα εκήρυττε και με τα θαυματουργικά σημεία που έκανε. Οι Σαμαρείται ήσαν προσηλωμένοι στην Πεντάτευχο, δηλαδή στα πέντε βιβλία που είχαν γραφή από τον Μωυσή, και εφήρμοζαν την περιτομή. Πολλοί απ’ αυτούς δέχθηκαν τον Ιησού Χριστό ως τον ‘καλύτερο μεσίτη,’ που προσκιάσθηκε από τον Μωυσή. Στην περίπτωσι των Σαμαρειτών αυτών που πίστεψαν, ο Φίλιππος έκαμε ό,τι είχε παραγγείλει ο Ιησούς να γίνη, διότι διαβάζομε: «Ότε όμως επίστευσαν εις τον Φίλιππον ευαγγελιζόμενον τα περί της βασιλείας του Θεού, και του ονόματος του Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο άνδρες τε και γυναίκες.» (Πράξ. 8:1-13· Ματθ. 28:19, 20· Πράξ. 1:8) Οι Σαμαρείται εκείνοι βαπτίσθηκαν στο όνομα του Ιησού· έγιναν πιστοί βαπτισμένοι μαθηταί του.
12. (α) Πώς ο Φίλιππος εκήρυξε σε ένα Αιθίοπα ευνούχο στην άμαξά του, και εν ονόματι τίνος τον εβάπτισε ο Φίλιππος; (β) Ποια πορεία δείχνει το βάπτισμα ότι είχε λάβει ο Αιθίοψ;
12 Ο Φίλιππος, αφού έκαμε πολλούς μαθητάς μεταξύ των περιτετμημένων Σαμαρειτών, κατευθύνθηκε από τον άγγελον του Θεού προς ένα περιτετμημένον προσήλυτον του Ιουδαϊσμού. Αυτός ο άνθρωπος, ένας Αιθίοψ ευνούχος, επέστρεφε από ένα προσκύνημα που είχε κάμει στην Ιερουσαλήμ. Όταν ο Φίλιππος διέκρινε το άρμα του και το πλησίασε, ο Αιθίοψ διάβαζε την προφητεία του Ησαΐα, πεντηκοστό τρίτο κεφάλαιο. Ο Αιθίοψ ερώτησε τον Φίλιππο για ποιον έγραφε εκεί ο Ησαΐας. Τότε, όπως μας λέγει το βιβλίο των Πράξεων 8:35, «Και ανοίξας το στόμα αυτού και αρχίσας από της γραφής ταύτης, ευηγγελίσατο εις αυτόν τον Ιησούν.» Ο Φίλιππος ωμίλησε στον Αιθίοπα για το εν ύδατι βάπτισμα, και εκείνος εζήτησε να βαπτισθή μόλις έφθασαν σ’ ένα κατάλληλο τόπο με νερό. Ο Φίλιππος τον εβάπτισε, βέβαια, στο όνομα του Ιησού. (Πράξ. 8:36-39) Όπως εκείνοι οι πιστοί Σαμαρείται, έτσι και αυτός ο περιτετμημένος Αιθίοψ προσεφέρθη να πράξη το θέλημα του Ιεχωβά Θεού ως μαθητής του Ιησού Χριστού.
ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΗ
13. (α) Πώς οι Εθνικοί διέφεραν από τους Ιουδαίους όσον αφορά την ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού και όσον αφορά την κατάρα του νόμου; (β) Πότε και μέσω τίνος ο Ιεχωβά άρχισε να χορηγή μετάνοια στους εθνικούς;
13 Αντίθετα με τους περιτετμημένους Ιουδαίους που συμμετείχαν σε μια κοινοτική ευθύνη για τη θανάτωσι του Ιησού Χριστού έξω από την Ιερουσαλήμ, οι Εθνικοί και μη Ιουδαίοι δεν ήταν ανάγκη να μετανοήσουν για συμμετοχή των στη σταύρωσι του αθώου Υιού του Θεού. Αυτοί δεν ήσαν κάτω από την κατάρα της Μωσαϊκής διαθήκης του Νόμου. (Γαλ. 3:13) Εν τούτοις, ήσαν αμαρτωλοί επειδή προέρχονταν από τον αμαρτωλό Αδάμ και την Εύα, και είχαν πολλές ειδωλολατρικές αμαρτίες για τις οποίες έπρεπε να μετανοήσουν και για τις οποίες ήσαν καταδικασμένοι σε θάνατο από τον Θεό. Ήσαν, όπως τους είπε ο απόστολος Παύλος, «χωρίς Χριστού, απηλλοτριωμένοι από της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες, και όντες εν τω κόσμω χωρίς Θεού.» (Εφεσ. 2:12) Ήταν γενικά ένας απερίτμητος λαός. Αλλά στο έτος 36 μ.Χ. ο Ιεχωβά Θεός με έλεος άρχισε να παρέχη σ’ αυτούς «μετάνοιαν εις ζωήν,» δια του Ιησού Χριστού. (Πράξ. 11:18) Εκείνος από τον οποίον άρχισαν ήταν ο Κορνήλιος της Καισαρείας. Η πόλις αυτή ήταν η επαρχιακή έδρα του Ποντίου Πιλάτου, του Ρωμαίου κυβερνήτου της επαρχίας της Ιουδαίας.
14. Εγνώριζαν ήδη κάτι για τον Ιησού ο Κορνήλιος κι’ εκείνοι τους οποίους είχε συνάξει στον οίκο του, και τι είπε σ’ αυτούς ο Πέτρος σχετικά με την συγχώρησι αμαρτιών;
14 Ο Ιταλός εκατόνταρχος Κορνήλιος κι’ εκείνοι τους οποίους αυτός συνήθροισε στον οίκον του εγνώριζαν ήδη κάτι για τον Ιησού Χριστό. Ο απόστολος Πέτρος, που εστάλη να κηρύξη σ’ αυτούς, τους είπε: «Τον λόγον τούτον σεις εξεύρετε, όστις εκηρύχθη καθ’ όλην την Ιουδαίαν, αρχίσας από της Γαλιλαίας, μετά το βάπτισμα το οποίον εκήρυξεν ο Ιωάννης· πώς ο Θεός έχρισε τον Ιησούν τον από Ναζαρέτ με πνεύμα άγιον και με δύναμιν, όστις διήλθεν ευεργετών και θεραπεύων πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του Διαβόλου· διότι ο Θεός ήτο μετ’ αυτού. Και ημείς είμεθα μάρτυρες πάντων όσα έκαμε.» Ο Πέτρος, συνεχίζοντας, είπε στο τέλος: «Εις τούτον πάντες οι προφήται μαρτυρούσιν ότι δια του ονόματος αυτού θέλει λάβει άφεσιν αμαρτιών πας ο πιστεύων εις αυτόν».—Πράξ. 10:37-43.
15. Τι δείχνει αν εκείνοι οι εθνικοί που άκουαν έλαβαν συγχώρησι αμαρτιών, και με την εντολή του Πέτρου τι έγιναν;
15 Σιωπηλά, από μέσα τους, ο Κορνήλιος και οι Εθνικοί αυτοί που ήσαν συναθροισμένοι με αυτόν επίστευσαν στον Ιησού Χριστό κι’ έλαβαν αυτή την άφεσι των αμαρτιών δια του ονόματός του και συνεπώς είχαν αγαθή συνείδησι προς τον Θεό. Ποια απόδειξις υπήρχε γι’ αυτό το γεγονός; Η αφήγησις μας το λέγει ως εξής: «Ενώ έτι ελάλει ο Πέτρος τους λόγους τούτους, επήλθε το πνεύμα το άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον. Και . . . πιστοί, όσοι ήλθον μετά του Πέτρου, . . . ήκουον αυτούς λαλούντας γλώσσας, και μεγαλύνοντας τον Θεόν. Τότε απεκριθή ο Πέτρος, Μήπως δύναται τις να εμποδίση το ύδωρ, ώστε να βαπτισθώσιν ούτοι, οίτινες έλαβον το πνεύμα το άγιον καθώς και ημείς; Και προσέταξεν αυτούς να βαπτισθώσιν εις το όνομα του Ιησού Χριστού.» (Πράξ. 10:44-48, ΜΝΚ) Αυτοί έγιναν πιστοί βαπτισμένοι μαθηταί του Χριστού.
16. Πώς ο Παύλος και ο Σίλας βρέθηκαν στη φυλακή στους Φιλίππους της Μακεδονίας, και τι συνέβηκε εκεί τα μεσάνυχτα;
16 Αυτή ήταν η αρχή, και κατόπιν, με τον καιρό, μετεστράφησαν κι’ άλλοι απερίτμητοι Εθνικοί και βαπτίσθηκαν στο όνομα του Ιησού. Μια περίπτωσις είναι στους Φιλίππους της Μακεδονίας, κατά το έτος 50 μ.Χ. περίπου. Αφού ο απόστολος Παύλος εθεράπευσε μια δαιμονιζομένη μάγισσα, αυτός και ο σύντροφος του Σίλας φυλακίσθηκαν κατόπιν συκοφαντιών. Τα μεσάνυχτα, καθώς προσηύχοντο μεγαλοφώνως και αινούσαν τον Θεό, έγινε ένας μεγάλος σεισμός και όλοι οι φυλακισμένοι θαυματουργικά βρέθηκαν χωρίς δεσμά. Ο Παύλος παρεκάλεσε τον τρομαγμένο δεσμοφύλακα να μην αυτοκτονήση, διότι κανένας από τους δεσμίους δεν εδραπέτευσε. Τι συνέβη τότε; Ας διαβάσωμε:
17. Πώς ο Παύλος και ο Σίλας είπαν στον δεσμοφύλακα και στην οικογένειά του να σωθούν, και πώς αυτοί ενήργησαν βάσει της πληροφορίας;
17 «Έντρομος γενόμενος έπεσεν έμπροσθεν του Παύλου και του Σίλα· και εκβαλών αυτούς έξω, είπε: ‘Κύριοι, τι πρέπει να κάμω δια να σωθώ;’ Οι δε είπον: ‘Πίστευσον εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και θέλεις σωθή, συ και ο οίκος σου.’ Και ελάλησαν προς αυτόν τον λόγον του Ιεχωβά, και προς πάντας τους εν τη οικία αυτού. Και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός, έλουσε τας πληγάς αυτών και εβαπτίσθη ευθύς αυτός και πάντες οι αυτού· και αναβιβάσας αυτούς εις τον οίκον αυτού, παρέθηκε τράπεζαν, και ευφράνθη πανοικί, πιστεύσας εις τον Θεόν.»—Πράξ. 16:29-34.
18. (α) Ποιου ομίλου έγιναν μέλη ο δεσμοφύλαξ και η οικογένεια του; (β) Η προτροπή «Πίστευσον εις τον Κύριον Ιησούν,» εσήμαινε ότι η κυρία ενέργεια για σωτηρία έπρεπε να κατευθυνθή στον Ιησού, και πώς η απάντησις επηρεάζεται απ’ όσα έλαβαν χώρα αργότερα σχετικά μ’ αυτό;
18 Ο απερίτμητος αυτός Φιλιππήσιος δεσμοφύλαξ και ο οίκος του έγιναν βαπτισμένα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας των Φιλίππων, και ασφαλώς έλαβαν το άγιο πνεύμα δι’ επιθέσεως των χειρών του αποστόλου Παύλου σ’ αυτούς. (Φιλιππ. 1:1) Τους ελέχθη: ‘Πιστεύσατε εις τον Κύριον Ιησούν και θέλετε σωθή.’ Πολλά πρέπει να νοηθούν από την απλή αυτή φράσι, ‘Πιστεύσατε εις τον Κύριον Ιησούν.’ Αυτό, καθώς και το γεγονός ότι ο απερίτμητος Εθνικός Κορνήλιος και οι μετ’ αυτού πιστοί στον οίκον του «εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Ιησού Χριστού,» εγείρει το ερώτημα, Προς ποιον κατηυθύνετο η κυριώτερη ενέργεια για σωτηρία—προς τον Ιησού Χριστό ή προς τον Ιεχωβά Θεό; Η απάντησις επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο Παύλος και ο Σίλας, αφού είπαν απλώς στον Φιλιππήσιο δεσμοφύλακα πώς να «σωθή,» «ελάλησαν τον λόγον του Ιεχωβά» εις αυτόν και σε όλον τον οίκον του, ο δε δεσμοφύλαξ ευφράνθη πολύ «πιστεύσας εις τον Θεόν.»
19. Σύμφωνα με τον Παύλο ποια ήταν η θρησκευτική ή πνευματική κατάστασις εκείνων των απεριτμήτων ειδωλολατρών, και σε ποιον έπρεπε ν’ αφιερωθούν για σωτηρία;
19 Πρέπει να ενθυμούμεθα ότι αυτοί οι απερίτμητοι Εθνικοί δεν ήσαν μόνον «άνευ Χριστού,» αλλά και «απηλλοτριωμένοι από της πολιτείας του Ισραήλ, και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας» και «άνευ Θεού εν τω κόσμω.» (Εφεσ. 2:12) Ανήκαν σ’ εκείνη την τάξι των εθνικών, στους οποίους ο Παύλος έγραψε, λέγων: «Εξεύρετε ότι ήσθε εθνικοί, συρόμενοι, όπως εσύρεσθε, προς τα είδωλα τα άφωνα.» Επίσης: «Επεστρέψατε προς τον Θεόν από των ειδώλων, δια να δουλεύητε Θεόν ζώντα και αληθινόν.» (1 Κορ. 12:2· 1 Θεσσ. 1:9) Αυτοί ήσαν αφιερωμένοι σ’ εκείνα τα είδωλα, δηλαδή στους ψευδείς θεούς, τους οποίους εκείνα τα είδωλα εκπροσωπούσαν. Μπορεί να έφεραν και στίγματα στα σώματά των για να δείχνουν φανερά σε ποιον Θεό ήσαν ειδικά αφοσιωμένοι. (Παράβαλε Ιεζεκιήλ 9:4-6· Ωσηέ 9:10) Κατά βάσιν, λοιπόν, αυτοί οι απερίτμητοι Εθνικοί που ήσαν σε άγνοια είχαν ανάγκη ν’ ακούσουν για τον «ζώντα και αληθινόν Θεόν,» ο οποίος είναι ο Ιεχωβά. Κατόπιν, για να λάβουν σωτήρια, έπρεπε ν’ αφιερωθούν σ’ αυτόν, να πράξουν το θέλημά Του. Αυτός ο Θεός θα τους πληροφορούσε μέσω τίνος θα εγίνετο η αφιέρωσις σ’ αυτόν. Υπακούοντας σ’ αυτόν θα μπορούσαν να βαπτισθούν.
20, 21. Στο δέκατο κεφάλαιο προς Ρωμαίους ποια λόγια του Μωυσέως στους Ισραηλίτας παραθέτει ο Παύλος σχετικά με το πώς γίνεται γνωστή η εντολή του Θεού;
20 Αυτός ο τρόπος ενεργείας εκτίθεται καθαρά από τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο δέκατο. Εκεί, στα εδάφια πέντε έως και δέκα, ο Παύλος κάνει την εφαρμογή των λόγων που ενέπνευσε ο Ιεχωβά Θεός τον Μωυσή να πη στο Δευτερονόμιο 30:11-14. Ιδού τι λέγουν αυτά τα εδάφια:
21 «Επειδή η εντολή αύτη, την οποίαν εγώ προστάζω εις σε σήμερον, δεν είναι πολλά βαρεία δια σε, ουδέ μακράν. Δεν είναι εν τω ουρανώ, ώστε να είπης, Τις θέλει αναβή δι’ ημάς εις τον ουρανόν, και φέρει αυτήν προς ημάς, δια να ακούσωμεν αυτήν, και να εκτελέσωμεν αυτήν; Ουδέ πέραν της θαλάσσης είναι, ώστε να είπης Τις θέλει διαπεράσει την θάλασσαν δι’ ημάς, και φέρει αυτήν προς ημάς, δια να ακούσωμε αυτήν, και να εκτελέσωμεν αυτήν; Αλλά πολύ πλησίον σου είναι ο λόγος, εν τω στόματί σου, και εν τη καρδία σου, δια να εκτελής αυτόν.»
22. (α) Πώς η εντολή του Θεού ήταν πολύ πλησίον στους Ισραηλίτας εκεί στις πεδιάδες Μωάβ, ακόμη και στο στόμα τους και στις καρδιές τους; (β) Ώστε τι απέμενε μόνον να κάμουν εκείνοι οι Ισραηλίται; (γ) Το ότι το έκαμαν αυτό αποδείχθηκε με το ότι συνήψαν τι με τον Θεό την εποχή εκείνη;
22 Ας λάβωμεν υπό σημείωσιν ότι ο Θεόπνευστος Μωυσής χαρακτηρίζει αυτό ως «εντολήν,» δηλαδή κάτι που πρέπει να κάμουν προς τον Θεόν. Από το Όρος Σινά και έπειτα αυτή η «εντολή» απεκαλύφθη σ’ αυτούς μ’ ένα περιληπτικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα του γραπτού αυτού Νομικού κώδικος, που επανελαμβάνετο σ’ αυτούς επί σαράντα χρόνια, αυτοί τον είχαν μάθει και μπορούσαν να τον λέγουν και προφορικώς, σαν να βρισκόταν στην άκρη της γλώσσης των. Επίσης εντυπώθηκε στις καρδιές των για να βοηθηθούν να κατανοήσουν το νόημά του και να τον εκτιμήσουν. Επομένως, ό,τι απέμενε πια ήταν ν’ αποφασίσουν να πράξουν το εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού. Αυτό προφανώς ο Ιεχωβά εβοήθησε τους Ισραηλίτας εκείνους να κάμουν με το να συνάψουν πρόσθετη διαθήκη μαζί του μέσω του Μωυσέως. Σχετικά μ’ αυτό, το Δευτερονόμιο 29:1 λέγει: «Ούτοι είναι οι λόγοι της διαθήκης, την οποίαν προσέταξεν ο Ιεχωβά εις τον Μωυσήν να κάμει προς τους υιούς Ισραήλ εν τη γη Μωάβ· εκτός της διαθήκης, την οποίαν έκαμε προς αυτούς εν Χωρήβ.»
23. (α) Ποιος μάς εξηγεί την αντιτυπική σημασία αυτού, και πού; (β) Ποσό κοντά στους Ιουδαίους είχε φέρει ο Θεός την προμήθειά του για δικαιοσύνη, αλλά γιατί αυτοί, απέτυχαν να ωφεληθούν απ’ αυτήν;
23 Όλ’ αυτά είχαν μια τυπική σημασία, προσκιάζοντας κάτι σχετικό με τον Μεγαλύτερο Μωυσή, τον ‘καλύτερο μεσίτη,’ Ιησού Χριστό. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος μάς εξηγεί την αντιτυπική σημασία, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, κεφάλαιο δέκατο, για να καταδείξη το πώς μπορούμε να λάβωμε δικαίωσι από τον Θεό και να έχωμε αγαθή συνείδησι προς αυτόν. Αυτό απαιτεί πίστι στον Θεό, διότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί ν’ αποκτηθή με τις προσπάθειες του ιδίου του ατόμου να τηρήση τον Μωσαϊκό Νόμο. Οι Ιουδαίοι, εμπιστευόμενοι στα δικά τους έργα για ν’ αποδειχθούν δίκαιοι ενώπιον του Θεού, δεν αισθάνονταν την ανάγκη να πιστεύσουν στην προμήθεια που έκαμε διαθέσιμη γι’ αυτούς ο Θεός, θέτοντας αυτήν κοντά τους, ανάμεσά τους, για να τη λάβουν. Για να λάβουν σωτηρία οι Χριστιανοί πρέπει να ενεργήσουν πολύ διαφορετικά από τους απίστους εκείνους Ιουδαίους.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
24. (α) Τι είπε ο Μωυσής σχετικά με τον νόμο και την απόκτησι ζωής, αλλά τι λέγει η δικαιοσύνη που απαιτεί πίστι σχετικά με το ότι η εντολή του Θεού είναι διαθέσιμη; (β) Τι ρόλο παίζουν η καρδιά και το στόμα σχετικά με την δικαιοσύνη και τη σωτηρία;
24 Σύμφωνα με αυτή την απαίτησι, που είναι σε αρμονία με την εντολή του Θεού, ο απόστολος Παύλος προχωρεί και λέγει: «Διότι ο Μωυσής γράφει την δικαιοσύνην την εκ του νόμου, λέγων, ‘Ότι ο άνθρωπος ο κάμνων ταύτα, θέλει ζήσει δι’ αυτών.’ Η εκ πίστεως όμως δικαιοσύνη λέγει ούτω, ‘Μη είπης εν τη καρδία σου, Τις θέλει αναβή εις τον ουρανόν;’ τουτέστι δια να καταβιβάση τον Χριστόν· ή, ‘Τις θέλει καταβή εις την άβυσσον; τουτέστι δια να αναβιβάση τον Χριστόν εκ νεκρών.’ Αλλά τι λέγει; ‘Πλησίον σου είναι ο λόγος, εν τω στόματί σου, και εν τη καρδία σου·’ τουτέστιν ο λόγος της πίστεως, τον οποίον κηρύττομεν· ότι εάν ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή· διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.»—Ρωμ. 10:5-10.
25. (α) Πόσο κοντά έφερε ο Παύλος τον «λόγο» στους εθνικούς, και πώς ο Κύριος Ιησούς έκαμε ιδιαιτέρως δυνατόν να έχωμε αυτή την πληροφορία; (β) Τώρα που ο «λόγος» ήταν τόσο πλησίον, ποιο ήταν το ερώτημα σχετικά μ’ εκείνους που ζητούσαν σωτήρια;
25 Ειδικά μέσω του αποστόλου Παύλου, ο οποίος ήταν πράγματι «απόστολος των εθνών,» και των συνεργατών του Ιεραποστόλων, ο «λόγος» του Θεού και του Χριστού του εφέρθη κοντά στους ανθρώπους των Εθνών, για να μπορούν να τον επαναλαμβάνουν με το στόμα τους και να τον διατηρούν με εκτίμησι στην καρδιά τους. Επίσης, ο Ιησούς Χριστός έκαμε δυνατή αυτή την πληροφορία σ’ αυτούς με το να κατεβή από τον ουρανό για να δώση μαρτυρία σχετικά με τον Θεό και τον σκοπό Του· επίσης αναστήθηκε εκ νεκρών από τον Παντοδύναμο Θεό για ν’ αποτελέση μια ζωντανή μαρτυρία της επεξεργασίας και πραγματοποιήσεως του σκοπού του Θεού. Επίσης αποδείχθηκε έτσι αλάνθαστα ότι ήταν ο «Κύριος,» ο Αρχηγός της Θείας Κυριαρχίας. Όθεν, ο «λόγος» της σωτηρίας ήταν εκεί, όπου αυτοί οι Εθνικοί μπορούσαν να τον λάβουν, τόσο κοντά τους όσο ήσαν τα στόματα και οι καρδιές τους. Το ερώτημα όμως ήταν, Τι επρόκειτο να τον κάνουν; Αν ήθελαν αιώνια σωτηρία, ένα μόνο πράγμα μπορούσαν να κάμουν. Επίσης, τι έπρεπε να κάμουν με αυτόν για σωτηρία τους είχε δοθή εντολή από τον ίδιο τον Θεό. Θυμηθήτε ότι ο Μωυσής είχε εμπνευσθή να χαρακτηρίση αυτόν τον«λόγον» μετά εξής λόγια: «η εντολή αύτη, την οποίαν εγώ προστάζω εις σε σήμερον.» (Δευτ. 30:11-14) Για να σωθούμε, πρέπει να υπακούσωμε.
26, 27. (α) Ποιον «λόγον» προστάζει ο Θεός να δεχθούμε με πίστι; (β) Ποιο είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους ότι ήταν το «έργον του Θεού» για το οποίο είχαν ρωτήσει, και πώς είπε ο Παύλος στους Έλληνας στον Άρειο Πάγο των Αθηνών ότι αυτό είναι το «έργο» που προστάζει ο Θεός;
26 Ο Ιεχωβά Θεός, που θέτει όλους τους όρους για σωτηρία, παραγγέλλει να δεχθούμε με πίστι τον λόγο, δηλαδή, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος και ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών. Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους απαντώντας στο ερώτημά των: «Τι να κάμωμεν δια να εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;» Ο Ιησούς είπε: «Τούτο είναι το έργον του Θεού, να πιστεύσητε εις τούτον τον οποίον εκείνος απέστειλε.» (Ιωάν. 6:28, 29) Αυτό εφαρμόζεται και στους μη Ιουδαίους, δηλαδή και στους απεριτμήτους Εθνικούς. Δεν απομένει, λοιπόν, άλλος τρόπος για τους πληροφορημένους Εθνικούς παρά ν’ αφιερωθούν στον Θεό για να πράξουν το θέλημα του Θεού, να εργασθούν το έργον του Θεού. Πρέπει ν’ απομακρυνθούν από τους ψευδείς ειδωλολατρικούς θεούς, στους οποίους ήσαν αφιερωμένοι έως τότε. Αυτό εναρμονίζεται και με ό,τι είπε ο απόστολος Παύλος στους εθνικούς Έλληνας που συναθροίσθηκαν στον Άρειο Πάγο των Αθηνών:
27 «Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι· διότι προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη δι’ ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.»—Πράξ. 17:30, 31.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ
28. (α) Τι εντελλόμεθα να κάνωμε με την καρδιά; (β) Ποιος είναι ο «λόγος» που πρέπει να δεχθούμε με πίστι; (γ) Πώς καλλιεργούμε αυτή την πίστι στην καρδιά μας, για να κάμωμε τι;
28 Σύμφωνα με την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά να πράξωμε το θέλημά Του τηρώντας τις εντολές Του, πρέπει με υπακοή να κάμωμε όπως παρήγγειλε: ‘Να πιστεύσωμε με την καρδιά.’ Γνωρίζομε ότι η καρδιά είναι εκείνη από την οποία πηγάζει η αφοσίωσι η αγάπη, και ότι έχει τη δύναμι να υποκινήση τον κάτοχο της. Με αυτήν αισθανόμεθα εκτίμησι. Με την καρδιά, λοιπόν, πρέπει να «πιστεύωμεν» σε τι; Σ’ αυτόν τον «λόγον,» που έφερε κοντά μας ο Ιεχωβά Θεός δια του Ιησού Χριστού. Ο απόστολος Παύλος λέγει ότι αυτός ο «λόγος» είναι, για να τον παραθέσωμε «ο ‘λόγος’ τον οποίον κηρύττομεν.» Η αποδοχή αυτού του «λόγου» που εκήρυττε ο απόστολος Παύλος απαιτεί να τον πιστέψωμε και πρέπει να τον πιστέψωμε με την καρδιά μας. Πρέπει να προσηλώσωμε την καρδιά μας σ’ αυτόν τον «λόγον» που κηρύττεται. Πρέπει ν’ αναπτύξωμε στην καρδιά μας αγάπη γι’ αυτόν τον «λόγον.» Με την καρδιά μας πρέπει να οικοδομήσωμε μια ειλικρινή εκτίμησι αυτού του «λόγου.» Αυτή η κατάστασις της καρδιάς θα υποκινήση έναν άνθρωπο να πιστεύση σ’ αυτόν τον λόγο και να τον δεχθή και να ενεργή σύμφωνα μ’ αυτόν.
29. Σε τι πρέπει να πιστέψωμε με την καρδιά μας, και σε ποιον πρέπει κυρίως να στραφούμε για σωτηρία;
29 Σε τι απαιτείται ‘να πιστεύομε με την καρδιά [μας]’; Σ’ αυτό: «ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών.» Εδώ λοιπόν βλέπομε ότι δεν πρόκειται απλώς να ‘πιστεύωμεν εις τον Κύριον Ιησούν’ για να σωθούμε. (Πράξ. 16:31) Πρώτ’ απ’ όλα, πρέπει να πιστεύωμε στον Θεό. Παραμένει ωστόσο αληθές, όπως μας υπενθυμίζει ο Παύλος, ότι «πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.» (Ρωμ. 10:13) Ο Ιεχωβά είναι εκείνος, τον οποίον πρέπει ν’ αγαπήσωμε με όλη μας την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμι. Αυτός είναι ο Παντοδύναμος που ανέστησε τον Ιησού Χριστό εκ νεκρών σε ζωή αθάνατη. Ο Ιεχωβά λοιπόν είναι εκείνος στον οποίον πρέπει κυρίως να στραφούμε. Σ’ αυτόν πρέπει ν’ αφιερωθούμε να πράξωμε το θέλημά Του, να τηρήσωμε τις εντολές Του.—Ρωμ. 10:8, 9.
30. (α) Τι πρέπει να πιστέψωμε με την καρδιά μας ότι έκαμε ο Θεός σχετικά με τον Ιησού; (β) Έτσι με ποια έννοια έδωσε ο Θεός περιεχόμενο στον «λόγο» ο οποίος είναι διαθέσιμος για μας;
30 Οι αφιερωμένες καρδιές μας, λοιπόν, γεμάτες από αγάπη κι’ εκτίμησι, πρέπει να μας υποκινούν να πιστεύωμε ότι ο Ιεχωβά Θεός έκαμε το καταπληκτικό θαύμα ν’ αναστήση, τον εσταυρωμένον Ιησού Χριστό εκ νεκρών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός έκαμε δυνατόν για τον Ιησού Χριστό ν’ αναληφθή στη Θεία παρουσία στον ουρανό, κι’ εκεί να παρουσιάση την αξία της εξιλεωτικής θυσίας προς όφελος όλης της ανθρωπότητος, εξαγοράζοντας έτσι τους πάντας. Ο Ιησούς Χριστός, πεθαίνοντας θυσιαστικά, κατήλθε στην «άβυσσο,» αλλά το πνεύμα ή ενεργός δύναμις του Ιεχωβά, κατήλθε στην «άβυσσο» για να «αναβιβάση τον Χριστόν εκ νεκρών.» Έτσι, μέσω ενός ζώντος Χριστού, ο Παντοδύναμος Ιεχωβά Θεός μπορούσε να θέση τον «λόγον» στη διάθεσί μας, μπορούσε να δώση περιεχόμενο ή ουσία σ’ αυτόν τον «λόγον,» μπορούσε να κάμη αυτόν τον «λόγον» να περιέχη ένα ζωοπάροχο άγγελμα για μας. Με όλ’ αυτά υπ’ όψι, λοιπόν, ο Ιεχωβά είναι ο κυριώτερος προς τον οποίον πρέπει να στραφούμε, αφιερώνοντας τον εαυτό μας σ’ αυτόν. Αλλ’ αυτό πρέπει να το πράξωμε μέσω του Αρχηγού Του, του Ιησού Χριστού.—Ρωμ. 10:6, 7· Εβρ. 2:9, 10· 5:8, 9.
31. Επομένως τίνος όνομα πρέπει να επικαλεσθούμε για σωτηρία, αλλά γιατί πρέπει και το στόμα μας να κάμη ομολογία σχετικά με τον Ιησού Χριστό;
31 Αναπόφευκτα, επομένως, πρέπει να «επικαλεσθούμε το όνομα του Ιεχωβά» για να σωθούμε. (Ρωμ. 10:13· Πράξ. 2:21· Ιωήλ 2:32) Αυτό απαιτεί να γίνη κάτι με το στόμα, όπως υποκινείται από την καρδιά. Με το στόμα είμεθα υποχρεωμένοι να επικαλούμεθα το όνομα του Ιεχωβά. Αλλά τώρα, αφού ο Θεός ήγειρε τον Χριστόν εκ νεκρών, δεν μπορούμε να κάμωμε την επίκλησι αυτή χωρίς τον Ιησού Χριστό. Με το στόμα μας επίσης πρέπει να κάμωμε ομολογίαν σχετικά με τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό κι’ ο απόστολος Παύλος, όταν μιλή για τον «λόγον» της πίστεως, τον οποίον εκήρυττε, προχωρεί και λέγει: «Εάν ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία, σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή· διότι [1] με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και [2] με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.»—Ρωμ. 10:9, 10.
32. (α) Αυτή η ομολογία του στόματός μας πώς αναφέρεται σε άλλες μεταφράσεις της Γραφής; (β) Πότε γίνεται, αυτή η προφορική ομολογία για σωτηρία;
32 Πότε συμβαίνει ώστε «με το στόμα [να] γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν»; Αυτό γίνεται και πρέπει να γίνεται προτού ο αφιερωμένος πιστός βαπτισθή «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος.» (Ματθ. 28:19, 20· Πράξ. 16:31-33· 17:33· 19:1-7) Αυτή η ομολογία είναι μια αναγνώρισις, όπως δείχνει η Διάστιχος Μετάφρασις της Βασιλείας, καθώς και άλλες Βιβλικές μεταφράσεις. (RS· Mo· Je· AS ) Η μετάφρασις του Μπάινγκτον, καθώς και η Αμερικανική Μετάφρασις αποδίδουν τη λέξι ‘ομολογία, ως ‘αναγνώρισι.’ Αυτή την ομολογία ή αναγνώρισι κάνομε τώρα ως αφιερωμένοι πιστοί προφορικώς ενώπιον του Χριστιανού διακόνου, ο οποίος προΐσταται στο εν ύδατι βάπτισμα. Φυσικά, εξακολουθούμε να κάνωμε αυτή την ομολογία και κατόπιν στις συναθροίσεις της εκκλησίας μας. (Εβρ. 10:23) Επίσης, κάνομε αυτή την ομολογία και ενώπιον Κρατικών ή Δικαστικών αρχών, που μπορεί να ζητούν να τους εξηγήσωμε τη Χριστιανική μας ελπίδα. (1 Πέτρ. 3:15) Επίσης, κάνομε αυτή την ομολογία και στο δημόσιο κήρυγμά μας από σπίτι σε σπίτι, και στις επανεπισκέψεις μας στα σπίτια των ανθρώπων, που καταλαβαίνομε ότι ενδιαφέρονται. Κατ’ ανάγκη, όμως, αυτή η ομολογία αρχίζει προ του βαπτίσματος. Απλή προφορική μαρτυρία από ένα μη αφιερωμένο άτομο πριν από το βάπτισμα δεν σώζει.
33. Τι σημαίνει, ομολογία, και τι πρέπει να ομολογήσωμε μπροστά σε άλλους για σωτηρία;
33 Φυσικά, ομολογία σημαίνει δήλωσι, φανέρωσι, αποδοχή ή αναγνώρισι ενός πράγματος στους άλλους. Τι, λοιπόν, είναι αυτό που πρέπει να δηλώσωμε, δηλαδή ν’ αναγνωρίσωμε με τον λόγο του στόματος στους άλλους; Είναι ο «λόγος,» φυσικά. Ο Παύλος λέγει: «Εάν ομολογήσης δια του στόματός σου τον Κύριον Ιησούν, . . . θέλεις σωθή.» (Ρωμ. 10:9) Επομένως, δεν μπορούμε ν’ αφήσωμε τον Ιησού Χριστό έξω από τους σκοπούς και τις διατάξεις του Θεού, διότι ο Ιησούς είναι «ο Αρχηγός της σωτηρίας» μας. (Εβρ. 2:10) Πρέπει προφορικά να δηλώσωμε, να ομολογήσωμε, να παραδεχθούμε, ν’ αναγνωρίσωμε, ότι ο Ιησούς είναι, όχι μόνο «Κύριος» του Βασιλέως Δαβίδ, αλλά και προσωπικός μας «Κύριος.» (Ψαλμ. 110:1· Πράξ. 2:34-46) Πρέπει να κάνωμε αυτή τη δήλωσι ενώπιον των άλλων σύμφωνα με τον «λόγον» που έγινε με την έμπνευσι του πνεύματος του Θεού.
34. Σύμφωνα με τα εδάφια 1 Κορινθίους 12:2, 3, κάτω από την καθοδήγησι τίνος κάνομε την ορθή ομολογία ότι ο Ιησούς είναι Κύριος, και για πόσο καιρό παραμένομε προσκολλημένοι σ’ αυτή την ομολογία για σωτηρία;
34 Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος είπε: «Εξεύρετε ότι ήσθε εθνικοί, συρόμενοι όπως εσύρεσθε προς τα είδωλα τα άφωνα. Δια τούτο σας γνωστοποιώ, ότι ουδείς λαλών δια πνεύματος Θεού, λέγει ανάθεμα τον Ιησούν· και ουδείς δύναται να είπη Κύριον Ιησούν, ειμή δια πνεύματος αγίου.» (1 Κορ. 12:2, 3) Το πνεύμα του Θεού μέσα μας μάς οδηγεί να κάμωμε την ορθή ομολογία, αναγνώρισι ή δήλωσι στους άλλους, δηλαδή, ότι ο Ιησούς είναι «Κύριος» διωρισμένος από τον Θεό. Ο Θεός ήγειρε τον Ιησούν εκ νεκρών για να είναι ένας ζωντανός Κύριος. Ο Θεός έθεσε τον αναστημένον Ιησού στα δεξιά Του και τον έκαμε «Κύριον» υπεράνω όλης της άλλης κτίσεως. Αν επιθυμούμε αιώνια σωτηρία, οφείλομε να είμεθα στερεά προσηλωμένοι στη δημοσία δήλωσι, ομολογία, αναγνώρισι, την οποία εκάμαμε πριν από το εν ύδατι βάπτισμά μας, δηλαδή, ότι ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος, τον οποίον διώρισε ο Ιεχωβά Θεός επί κεφαλής μας, και τον οποίον αποδεχόμεθα με αγάπη.
ΑΠΑΡΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ
35. Τι είπε ο Ιησούς στους αποστόλους του ότι πρέπει να κάμη εκείνος που επιθυμεί να τον ακολουθήση;
35 Το να ομολογούμε με το στόμα μας ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριός μας θέτει κάποια υποχρέωσι επάνω μας. Ο Ιησούς αναφέρθηκε σ’ αυτήν όταν επετίμησε τον Πέτρο που προσπαθούσε να τον αποτρέψη από τη συνέχισι της οδού του μέχρι θανάτου στο ξύλο του μαρτυρίου, εκεί στην Ιερουσαλήμ. Αναγινώσκομε: «Τότε ο Ιησούς είπε προς τους μαθητάς αυτού, ‘Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν, και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού, και ας με ακολουθή.’» (Ματθ. 16:24) Η μετάφρασις Μπάινγκτον λέγει: «Αν κανείς θέλη να με ακολουθήση, ας αποκηρύξη τον εαυτό του και ας σηκώση τον σταυρό του και ας με ακολουθή.» Το Αμερικανικό Κολλεγιακό Λεξικό, εξηγώντας τη σημασία της λέξεως «απαρνούμαι,» λέγει μεταξύ άλλων: «Αρνούμαι ν’ αναγνωρίσω ή ν’ αποδεχθώ· αποκηρύττω, απορρίπτω, αποκρούω.»
36. (α) Πότε αρνήθηκε ο Πέτρος τον Ιησού τρεις φορές, και επομένως στο πλευρό τίνος έθεσε τον εαυτό του; (β) Με το ν’ αποκηρύξη τον Ιησού, τίνος την κυριότητα ανεγνώριζε ο Πέτρος;
36 Τη νύχτα που προδόθηκε ο Ιησούς από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο απόστολος Πέτρος αρνήθηκε τον Ιησού τρεις φορές. Όταν εκείνοι που υποψιάσθηκαν τον Πέτρον τον κατηγόρησαν τρεις φορές ως σύντροφον του Ιησού, τότε, όπως μας λέγει, το εδάφιο Ματθαίος 26:74, ο Πέτρος «ήρχισε να καταναθεματίζη και να ομνύη, Ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον.» Ο Πέτρος αρνούμενος έτσι τον Ιησούν, ξεχώρισε τον εαυτό του από τους συντρόφους ή ακολούθους του Ιησού. Ο Πέτρος, κάνοντας τούτο, δεν απομακρύνθηκε αφ’ εαυτού του μόνον απ’ όλους τους άλλους. Αντιθέτως, έθεσε τον εαυτό του παρά το πλευρόν εκείνων οι οποίοι δεν ακολουθούσαν τον Ιησού, και οι οποίοι φρονούσαν ότι ο Ιησούς ώφειλε να προσαχθή σε δίκη για τη ζωή του. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε την άλλη λέξι, «αποκηρύττω,» ο Πέτρος, αποκηρύττοντας τον Ιησού ως αρχηγό του και Διδάσκαλο, ισχυρίζετο ότι κάποιος άλλος είναι ο αρχηγός και Διδάσκαλός του. Ο Πέτρος, αποκηρύττοντας τον Ιησού δεν έθετε τον εαυτό του σε καμμιά ουδέτερη θέσι, μια θέσι που δεν ευνοούσε καμμιά πλευρά της υποθέσεως, μια θέσι που είναι ανεξάρτητη, χωρίς να έχη σχέσι με κανένα άλλον. Ο Πέτρος, αποκηρύττοντας τον Ιησού, έπρεπε ν’ αναγνωρίζη την κυριότητα κάποιου άλλου.
37. Ώστε το ν’ αρνηθή κανείς τον εαυτό του για ν’ ακολουθήση τον Ιησού τι σημαίνει, και σύμφωνα με το θέλημα τίνος γίνεται αυτό;
37 Το ίδιο αληθεύει και με ό,τι είπε ο Ιησούς στους μαθητάς του, στο κατά Ματθαίον 16:24. Όταν ένας απαρνήται τον εαυτό του και σηκώνη τον σταυρό του και ακολουθή τον Ιησού, δεν λέγει απλώς «Όχι» στον εαυτό του, ως προς τη μια ή την άλλη προσωπική επιθυμία του. Πραγματικά, λέγει Όχι! στον εαυτό του στο να συνεχίση την υπόλοιπη πορεία της ζωής του ως ένας ιδιοτελής, μη ακόλουθος του Ιησού Χριστού. Απαρνούμενος τον εαυτό του, στρέφει τα νώτα στην ιδιοτελή, υλιστική πορεία της ζωής, και γίνεται ένας ακόλουθος του Ιησού, βαστάζοντας ένα σταυρό θανάτου, όπως έκαμε κι’ ο Ιησούς. Αρνείται να είναι ο ίδιος προσωπικός αρχηγός του εαυτού του λαμβάνοντας αποφάσεις και αναγνωρίζει και αποδέχεται τον Ιησού Χριστό ως αρχηγό του και Διδάσκαλό του. Αυτό το βήμα γίνεται, βέβαια, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
38. Τι σημαίνει ν’ αποκηρύξωμε τον εαυτό μας για ν’ ακολουθήσωμε τον Ιησού, και, όπως αυτός, τίνος δούλοι γινόμεθα;
38 Η Μετάφρασις Νέου Κόσμου αποδίδει ως έξής το κατά Ματθαίον 16:24: «Εάν τις θέλη να ελθή οπίσω μου, ας αποκηρύξη τον εαυτό του και ας σηκώση τον σταυρόν του, και ας με ακολουθή.» Τι, λοιπόν, σημαίνει, σ’ αυτή την περίπτωσι, το ν’ αποκηρύξη κανείς τον εαυτό του; Ασφαλώς, σημαίνει ότι δεν ισχυρίζεται πια ότι ανήκει στον εαυτό του. Σ’ αυτή την περίπτωσι, παραχωρούμε ή παραδίδωμε την κυριότητα του εαυτού μας σε κάποιον άλλον, και αναγνωρίζομε και αποδεχόμενα ότι είμεθα ιδιοκτησία εκείνου. Δεν είμεθα κανενός. Ποιος, λοιπόν, γίνεται ιδιοκτήτης μας αφού εμείς αποκηρύττομε τον εαυτό μας για να γίνωμε φορείς ενός σταυρού, ακολουθώντας συνεχώς τον Ιησού Χριστό; Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιησούς αποκήρυξε τον εαυτό του· πράγμα που εσήμαινε ότι ανεγνώριζε την κυριότητα του Ιεχωβά επάνω του και τον εαυτό του ως δούλον του Ιεχωβά. Κατά συνέπειαν, λοιπόν, όταν εμείς γινώμεθα ακόλουθοι του Ιησού, αποκηρύττομε τον εαυτό μας και παραχωρούμε ή παραδίδομε την κυριότητα του εαυτού μας στον Ιεχωβά, του οποίου γινόμεθα Χριστοειδείς δούλοι. Δεν είμεθα πια κύριοι του εαυτού μας.
39. (α) Ποια ενέργεια λοιπόν απαιτεί αυτό απ’ εκείνους οι οποίοι κάνουν αυτή την εκλογή; (β) Πώς συμβολίζεται αυτό, αλλά ύστερ’ από ποια ομολογία;
39 Τι, λοιπόν, απαιτείται από μας που κάναμε αυτή την εκλογή; Απαιτείται ν’ αφιερωθούμε ανεπιφύλακτα στον Ιεχωβά Θεό να πράξωμε το θέλημα Του, κατά μίμησιν του Υιού του, Ιησού Χριστού. Το θέλημα του είναι, να είμεθα πιστοί μαθηταί του Ιησού Χριστού. Το θέλημά Του για μας είναι να δηλώσωμε, να ομολογήσωμε, ν’ αναγνωρίσωμε τον Ιησού Χριστό ως τον «Κύριόν» μας που είναι διωρισμένος από τον Θεό. Ο Ιησούς γίνεται έτσι ο Διδάσκαλός μας με εξουσία να μας προστάζη και να μας αναθέτη τα καθήκοντά μας. Αυτή την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά Θεό την κάνομε, βέβαια, αφού μετανοήσωμε και μεταστραφούμε σ’ αυτόν. Αυτή την αλλαγμένη πορεία της ζωής μας τη φέρνομε στον αντικειμενικό της σκοπό με το ν’ αφιερωθούμε στον Ιεχωβά Θεό, μέσω του Αρχηγού του Ιησού Χριστού. Αυτή την αφιέρωσι τη συμβολίζομε τώρα με το εν ύδατι βάπτισμα. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, το οποίο αφιερωθήκαμε σ’ αυτόν να το πράξωμε. Πριν από το εν ύδατι βάπτισμά μας πρέπει να κάνωμε μια δημοσία δήλωσι ή ομολογία με το στόμα μας για σωτηρία, και το πράττομε αυτό με το να εκφράσουμε απροκάλυπτα το τι πιστεύομε στην καρδιά μας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπαίνομε στον δρόμο της αιώνιας σωτηρίας που δίνει ο Θεός μέσω του Χριστού.
[Εικόνα στη σελίδα 119]
Η «ομολογία προς σωτηρίαν» από αφιερωμένους πιστούς γίνεται πριν από το βάπτισμα όταν απαντούν προφορικώς σε ερωτήσεις του διακόνου ο οποίος προΐσταται του βαπτίσματος