Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Γιατί συμβαίνει ώστε και όταν ακόμη ένα άτομο προσπαθή να προσηλώση την προσοχή του σε καλά πράγματα, έρχονται κακές σκέψεις κατά καιρούς στη διάνοιά του;—Η.Π.Α.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι είναι ατελείς, γεννημένοι στην αμαρτία. Η επιστολή 1 Ιωάννου 1:8 λέγει: «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν.» Ο αφοσιωμένος απόστολος Παύλος, έγραψε τα εξής για τον δικό του αγώνα εν σχέσει με τις κακές τάσεις; «Ευρίσκω λοιπόν τον νόμον τούτον, ότι, ενώ εγώ θέλω να πράττω το καλόν, πάρεστιν εις εμέ το κακόν. Διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον· βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσί μου.» Αυτό προξενούσε στον απόστολο σημαντική ταλαιπωρία.—Ρωμ. 7:21-24.
Όπως ο Παύλος, έτσι κι εμείς έχομε να καταπολεμήσωμε αμαρτωλές επιθυμίες και πάθη, που εμποδίζουν την τελεία συμμόρφωσί μας με τις θείες απαιτήσεις. Μολονότι μπορεί να θέλωμε πραγματικά να κάμωμε εκείνο που είναι ορθόν, κατ’ επανάληψι βρίσκομε τον εαυτό μας να εμποδίζεται από τις τάσεις της αμαρτωλής σαρκός. Εκτιμώντας την ορθότητα και τη δικαιοσύνη του νόμου του Θεού, μπορούμε να βρούμε πραγματική ευχαρίστησι και απόλαυσι σ’ αυτόν. Εν τούτοις, παρ’ όλο αυτό μπορούμε να υποκινηθούμε από περιστάσεις, ή μπορούν να εγερθούν ιδέες που μας υποκινούν να ενδώσωμε σε κακούς διαλογισμούς. Το γεγονός ότι παραμελούμε εκείνο που θα θέλαμε να κάμωμε καταλήγει σε μια οδυνηρή διαμάχη μέσα μας. Ωστόσο, όπως στην περίπτωσι του Παύλου, βάσει της θυσίας του Χριστού, μπορούμε να λάβωμε αληθινή συγχώρησι αμαρτιών κι έτσι να διατηρήσωμε μια καθαρή συνείδησι ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Επίσης, αν αφήνωμε τον εαυτό μας να οδηγήται από το πνεύμα του Θεού, δεν θα γίνωμε εκτελεσταί αμαρτίας. Όπως διαβάζομε στην επιστολή προς Γαλάτας 5:16: «Περιπατείτε κατά το πνεύμα, και δεν θέλετε εκπληροί την επιθυμίαν της σαρκός.» Δηλαδή, μολονότι μπορεί να εγερθούν επιθυμίες της αμαρτωλής σαρκός στη διάνοια μας, εμείς θα τις απορρίπτωμε κι έτσι δεν θα τις ικανοποιούμε, δηλαδή δεν θα αφήνωμε αυτές τις επιθυμίες να καρποφορήσουν. Εξ αιτίας των αμαρτωλών μας τάσεων, πρέπει να εξακολουθήσωμε να εργαζώμεθα σκληρά και να μη αφήνωμε τις κακές επιθυμίες να ριζώνουν στην καρδιά μας και να γονιμοποιούνται έτσι ώστε να γεννούν αμαρτήματα. (Ιακ. 1:14, 15) Ο απόστολος Παύλος νουθετεί από προσωπική του πείρα: «Δαμάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας, εγώ γείνω αδόκιμος.»—1 Κορ. 9:27.
Πρέπει επίσης να έχωμε υπ’ όψιν ότι υπάρχουν πονηρές πνευματικές δυνάμεις, οι δαίμονες, που θέλουν να κάμουν τους Χριστιανούς να παρεκκλίνουν από την ορθή πορεία και ν’ αρχίσουν να προσηλώνωνται σε κακές σκέψεις. Δεν πρέπει ν’ αφήνωμε τον εαυτό μας να έρχεται κάτω από την επιρροή των, αλλά πρέπει ν’ αντιστεκώμεθα σ’ αυτούς. «Δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον . . . εις τα πνεύματα της πονηρίας.»—Εφεσ. 6:12.
Πώς μπορούμε να βοηθηθούμε για να τηρούμε υπό έλεγχον τις σκέψεις και τις επιθυμίες μας; Πρέπει ν’ αποφεύγωμε τις συναναστροφές και τα περιστατικά που δίνουν αφορμή σε πειρασμούς. Αν έρχωνται στη διάνοια μας κακές επιθυμίες ή ιδέες, δεν πρέπει να ενδίδωμε σ’ αυτές, αλλά να προσπαθούμε ν’ αντισταθούμε σ’ αυτές. Πρέπει αμέσως να προσπαθήσωμε να μεταστρέψωμε τις σκέψεις μας, αναγκάζοντας τη διάνοιά μας να συγκεντρωθή σε καλά και εποικοδομητικά πράγματα. Ο Λόγος του Θεού συμβουλεύει: «Όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα καθαρά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, αν υπάρχη τις αρετή και αν τις έπαινος, ταύτα συλλογίζεσθε.»—Φιλιππ. 4:8.
Είναι επίσης ζωτικό να επικαλούμεθα τον Ιεχωβά Θεό για βοήθεια. Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι θα μας βοηθήση ν’ αποφύγωμε ν’ αφήνωμε τις κακές επιθυμίες και τ’ αμαρτωλά πάθη να μας εξουσιάζουν. Αυτός θα μας δώση την απαιτούμενη σοφία ν’ αντιμετωπίσωμε τις δοκιμασίες και θα κάμη το πνεύμα του να μας υποκινήση να κάμωμε εκείνο που είναι ορθόν επαναφέροντας στη διάνοια μας τους Γραφικούς λόγους για τους οποίους πρέπει να διατηρούμε καλή διαγωγή. (Φιλιππ. 4:6, 7· Ιακ. 1:5) Επίσης, εκείνοι που ενοχλούνται από κακές σκέψεις η επιθυμίες μπορούν να λάβουν Γραφική βοήθεια από εκείνους που έχουν πνευματικά προσόντα, τους πρεσβυτέρους, που είναι στις εκκλησίες των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά.—Ιακ. 5:14, 15.
● Το εδάφιο Εβραίους 8:10, ΜΝΚ, λέγει: «Διότι αύτη είναι η διαθήκη την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον του Ισραήλ μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Ιεχωβά, Θέλω δώσει τους νόμους μου εις την διάνοιαν αυτών, και θέλω γράψει αυτούς επί της καρδίας αυτών, και θέλω είσθαι εις αυτούς Θεός, και αυτοί θέλουσιν είσθαι εις εμέ λαός.» Πώς, όπως αναφέρεται στο εδάφιο αυτό, οι σχέσεις του Θεού μ’ αυτούς που φέρονται στη νέα διαθήκη διαφέρουν από τις σχέσεις του μ’ εκείνους που ήσαν κάτω από την παλαιά διαθήκη του Νόμου;—Η.Π.Α.
Μια εξέτασις των χαρακτηριστικών και των δύο διαθηκών και των περιστατικών εκείνων που φέρθηκαν σε σχέσι διαθήκης με τον Θεά ρίχνει φως στη διαφορά.
Στις γενεές που επακολούθησαν μετά τη σύναψι διαθήκης του Ιεχωβά Θεού με το έθνος Ισραήλ, οι κατ’ άτομα Ισραηλίται ήλθαν εκ γενετής σ’ αυτή τη σχέσι διαθήκης. Δεν ήσαν υποχρεωμένοι να λάβουν προσωπική απόφασι να είναι δούλοι του Ιεχωβά Θεού. Συνεπώς, η εκτίμησις της καρδιάς δεν αποτελούσε προϋπόθεσι για να είναι κανείς από τον υπό διαθήκην λαό του Θεού. Ωστόσο, σε όλη την πορεία της ιστορίας πολλά άτομα του έθνους Ισραήλ όχι μόνον εγνώρισαν τον νόμο του Θεού, αλλά και καλλιέργησαν εγκάρδια εκτίμησι γι’ αυτόν. Σχετικά με τον δίκαιο, ο Ψαλμός 37:31 λέγει: «Ο νόμος του Θεού αυτού είναι εν τη καρδία αυτού.»
Εν τούτοις υπήρχαν χαρακτηριστικά του Νόμου, περιλαμβανομένων των θυσιών και των τρόπων καθαρισμού, που δεν κατενοούντο πλήρως από τους Ισραηλίτας. Αυτό ωφείλετο στο ότι αυτά τα χαρακτηριστικά εξεικόνιζαν πολύ μεγαλύτερα πράγματα. Το εδάφιο Κολοσσαείς 2:17 μας λέγει: «Τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού.» Οι Ισραηλίται τελούσαν τα τελετουργικά χαρακτηριστικά του Νόμου πρωτίστως διότι είχαν εντολή να το πράττουν αυτό και ένεκα των αυστηρών ποινών που επεβάλλοντο σε περίπτωσι παρακοής. Εφόσον εκείνοι δεν είχαν πλήρη κατανόησι αυτών των πραγμάτων η εγκάρδια εκτίμησίς των ήταν κατ’ ανάγκην περιωρισμένη. Έτσι μπορούμε να ιδούμε ότι ο νόμος του Θεού δεν ήταν εγγεγραμμένος στη διάνοια και την καρδιά του κάθε Ισραηλίτου.
Εν τούτοις όλοι εκείνοι που περιλαμβάνονται στη νέα διαθήκη πρέπει να κάνουν μια υπόσχεσι η αφιέρωσι να υπηρετούν τον Ιεχωβά ως μαθηταί του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτό απαιτεί φανερή αναγνώρισι του Ιησού Χριστού ως του αναστημένου Κυρίου και πίστι στον Θεό, σ’ Εκείνον που ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς.—Ρωμ. 10:8-10.
Εκείνος που δεν γνωρίζει τις απαιτήσεις του Θεού για σωτηρία και δεν έχει εγκάρδια εκτίμησι γι’ αυτές, δεν θα μπορούσε απλώς να πιστεύση με την καρδιά του ούτε να κάμη φανερή εκδήλωσι ή αναγνώρισι με σκοπό να γίνη ένας βαπτισμένος μαθητής του Ιησού. Εκείνοι που περιελήφθησαν στη νέα διαθήκη ως Χριστιανοί αναγεννημένοι από το πνεύμα διδάχθηκαν πρώτ’ απ’ όλα τις απαιτήσεις του θεού για σωτηρία. Κατόπιν, αφού ο Ιεχωβά θεός άνοιξε τις καρδιές των για να δεχθούν τον θείο λόγο ή άγγελμα με σοβαρό τρόπο, υποκινήθηκαν να κάμουν μια αφιέρωσι ή δέσμευσι να ζουν σε αρμονία με τον νόμο του Θεού ως μαθηταί του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αφού συμβόλισαν την αφιέρωσί των με το εν ύδατι βάπτισμα, περιελήφθησαν στη νέα διαθήκη. Αφού ο Ιεχωβά Θεός έκαμε δυνατόν ώστε αυτοί να γνωρίσουν και να καταλάβουν το νόμο του και να έχουν αληθινή εγκάρδια εκτίμησι γι’ αυτόν, στην πραγματικότητα έθεσε ‘τους νόμους του εις την διάνοιαν αυτών’ και τους έγραψε ‘επί της καρδίας αυτών,’ όχι σε λίθινες πλάκες.