Χρίσμα για Ουράνια Ελπίδα—Πώς Εκδηλώνεται;
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ στην εκκλησία των κεχρισμένων Χριστιανών της Κορίνθου, ο απόστολος Παύλος είπε ότι ο Θεός «εσφράγισεν ημάς και έδωκε τον αρραβώνα του πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών.»—2 Κορ. 1:21, 22.
Πώς εκείνοι που έχουν χρισθή από τον Θεό για να είναι οι ουράνιοι υιοί του και οι οποίοι έχουν λάβει τη σφραγίδα του πνεύματος το εκδηλώνουν αυτό; Είναι δυνατόν να νομίζη ένα άτομο ότι είναι κεχρισμένος κι εν τούτοις να κάνη λάθος;
Υπάρχει προφανής ανάγκη ν’ αναζητηθή Γραφική κατανόησις γι’ αυτά τα σημεία. Επί παραδείγματι, σε μερικές εκκλησίες μιας μεγάλης χώρας της Αφρικής, ωρισμένα άτομα που παρακολούθησαν τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου συμμετείχαν για πρώτη φορά και εθεάθησαν να τρέμουν καταφανώς ή να κάνουν άλλες ασυνήθεις κινήσεις καθώς ελάμβαναν τα εμβλήματα. Είναι αυτό σε αρμονία με τις Γραφές, σχετικά με τον τρόπο που το πνεύμα του Θεού ενεργεί στους κεχρισμένους; Είναι απόδειξις ότι το πνεύμα του είναι στις καρδιές αυτών των ατόμων με το να τους δίνη ένα «σημείον» ή προαίσθησι της ουράνιας υιοθεσίας στην οποία καλούνται;
Η απάντησις σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει να είναι Όχι. Αντιθέτως, μια τέτοια παράξενη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστική σε ωρισμένες θρησκευτικές αιρέσεις που υποκινεί σε εξωφρενικές ενέργειες ή σε τελετουργικούς χορούς μερικών φυλών που διεγείρουν τις αισθησιακές συγκινήσεις.
Η Γραφή πουθενά δεν δείχνει ότι η ενέργεια του πνεύματος του Θεού προκαλεί μια ανώμαλη, επιδεικτική ή απρεπή συμπεριφορά, είτε στον καιρό που ο Θεός χρίει ένα άτομο και το καλεί για την ουράνια Βασιλεία ή μετά απ’ αυτό το χρίσμα. Είναι αλήθεια ότι την ημέρα της Πεντηκοστής ο Ιεχωβά Θεός έκαμε να συμβούν θαυματουργικά πράγματα, όπως, επί παραδείγματι, «ήχος εκ του ουρανού ως ανέμου βιαίως φερομένου,» που γέμισε το σπίτι στο οποίο ήσαν οι μαθηταί, και «γλώσσαι ως πυρός» που κάθησαν επάνω σ’ εκείνους που είχαν χρισθή με το άγιο πνεύμα. Αυτά τα θαυματουργικά σημεία που έδωσε ο ίδιος ο Θεός χρησίμευσαν για να προσελκύσουν πολλούς ανθρώπους εκεί για να λάβουν μια δυνατή μαρτυρία και για να δώσουν αυτά τα σημεία μια ισχυρή απόδειξι ότι η εύνοια του Θεού είχε περάσει από τον φυσικό Ισραήλ, που ήταν στη διαθήκη του Νόμου, στον πνευματικό Ισραήλ, κάτω από τη νέα διαθήκη. Οι μαθηταί μπορούσαν να μιλούν στις διάφορες γλώσσες εκείνων που είχαν συναχθή εκεί—ένα χάρισμα που τους είχε δοθή επίσης θαυματουργικά. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνη ότι οι μαθηταί ενήργησαν μ’ έναν υπερβολικά συναισθηματικό τρόπο ή με ανάρμοστη συμπεριφορά. Η κατηγορία που έγινε από μερικούς παρατηρητάς ότι οι μαθηταί ήσαν μεθυσμένοι δεν έγινε επειδή οι μαθηταί έκαναν κάποιες τρεμουλιαστές κινήσεις, αλλ’ όπως μαρτυρεί η αφήγησις, η κατηγορία έγινε επειδή αυτοί οι παρατηρηταί άκουαν αυτούς τους Ιουδαίους μαθητάς να μιλούν ξένες γλώσσες. Η ομιλία που έδωσε εκεί ο απόστολος Πέτρος ήταν μια πολύ σοβαρή, κατανοητή, λογική—όχι συναισθηματική—παρουσίασις.—Πράξ. 2:1-36.
Μετά απ’ αυτή την αρχική έκχυσι του πνεύματος την Πεντηκοστή, η Γραφή δεν δείχνει ότι ο ‘ήχος εκ του ουρανού ως ανέμου βιαίως φερομένου’ ή οι ‘γλώσσες ως πυρός’ επανελήφθησαν σε περιπτώσεις άλλων που χρίσθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή. Ακόμη και τα χαρίσματα του πνεύματος, όπως η θαυματουργική ικανότης να μιλούν ξένες γλώσσες, επρόκειτο να παύσουν, και πράγματι έπαυσαν με τον θάνατο των αποστόλων κι’ εκείνων στους οποίους είχαν μεταδώσει αυτά τα χαρίσματα.—Πράξ. 8:14-18· 19:2-6· 1 Κορ. 13:8-12.
ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΕΝΑ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΝΕΥΜΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ
Πώς, λοιπόν, ενεργεί το άγιο πνεύμα του Θεού σ’ εκείνους που χρίει; Η επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους 8:15-17 μας λέγει: «Διότι δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας, δια να φοβήσθε πάλιν, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, δια του οποίου κράζομεν, Αββά, ο Πατήρ. Αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών ότι είμεθα τέκνα Θεού. Εάν δε τέκνα και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, εάν συμπάσχωμεν, δια να γείνωμεν και συμμέτοχοι της δόξης αυτού.»
Ομοίως. στην προς Γαλατάς επιστολή 4:6, 7 διαβάζομε. «Και επειδή είσθε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας σας, το οποίον κράζει· Αββά, ο Πατήρ. Όθεν δεν είσαι πλέον δούλος αλλ’ υιός· εάν δε υιός, και κληρονόμος του Θεού δια του Χριστού.»
Έτσι, η πρωταρχική μαρτυρία που έχει ένας κεχρισμένος για την ουράνια κλήσι είναι αυτό το πνεύμα, ή αυτό το ισχυρό αίσθημα της υιοθεσίας, δηλαδή, ότι έχει αναγεννηθή από τον Θεό σε πνευματική υιοθεσία ως ένας από τους 144.000 κληρονόμους της ουράνιας βασιλείας. Εκείνος που έχει πραγματικά αναγεννηθή μπορεί να πιστοποιήση με όλη την καλή συνείδησι ότι οι ουράνιες ελπίδες που του γεννήθησαν δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικών του επιθυμιών ή φαντασιώσεων, αλλά προέρχονται από τον Ιεχωβά Θεό, ως αποτέλεσμα της ενεργείας του αγίου Του πνεύματος γι’ αυτό το άτομο. (1 Πέτρ. 1:3, 4· Αποκάλ. 14:1-3) Αυτό αποτελεί συγχρόνως ένα μεγαλειώδες προνόμιο και μια βαρειά ευθύνη—το να είναι ένα άτομο πνευματικός υιός του Παγκοσμίου Κυριάρχου του οποίου το ‘όνομα είναι θαυμαστό’ και για τον οποίον έχει γραφή ότι «Δόξα και μεγαλοπρέπεια είναι ενώπιον αυτού.» (Ψαλμ. 8:1· 96:6) Χωρίς αμφιβολία, εκείνοι που τιμώνται με μια τέτοια κλήσι για να γίνουν υιοί του, αναμένεται ν’ αποδειχθούν κατάλληλοι αντιπρόσωποι αυτού του ενδόξου Πατρός και να υποστηρίξουν το όνομά του. Πρέπει οπωσδήποτε να εκδηλώνουν τους καρπούς του πνεύματος του Θεού, οι οποίοι περιλαμβάνουν και την «εγκράτεια.» (Γαλ. 5:22, 23· 1 Κορ. 14:33) Αυτοί οι κεχρισμένοι έχουν ως παράδειγμά των τον Πρώτιστον Υιόν του Θεού, τον Ιησού Χριστό, και πρέπει επίσης ν’ αντανακλούν το πνεύμα του. Το να ενδίδη κανείς σε ενέργειες που είναι όμοιες με τα αισθησιακά έθιμα ωρισμένων φυλών ή θρησκευτικών αιρέσεων, που ενθαρρύνουν τον αχαλίνωτο αισθηματισμό, δεν αποτελεί απόδειξι μιας γνησίας πνευματικής υιοθεσίας, όπως λέγει ο θεόπνευστος απόστολος:
«Σεις όμως δεν είσθε της σαρκός, αλλά του πνεύματος, εάν το πνεύμα του Θεού κατοική εν υμίν. Αλλ’ εάν τις δεν έχη το πνεύμα του Χριστού, ούτος δεν είναι αυτού.»—Ρωμ. 8:9.
Ώστε, κατά τον ετήσιο εορτασμό της Αναμνήσεως του θανάτου του Χριστού, η συμπεριφορά εκείνων που είναι πραγματικά συγκληρονόμοι του Χριστού πρέπει να είναι υπεράνω κάθε μομφής ή αμφισβητήσεως. Ο απόστολος Παύλος χρειάσθηκε να επικρίνη μερικούς από την εκκλησία της Κορίνθου επειδή η συμπεριφορά των στο Δείπνο του Κυρίου ήταν ‘αναξία’ της περιστάσεως. Μερικοί μεταχειρίζονταν τα εμβλήματα σαν να ήσαν απλώς φαγητό και ποτό για να ικανοποιήσουν την πείνα και τη δίψα ή πριν από τον εορτασμό χρησιμοποιούσαν οίνον μέχρι του σημείου να μεθούν. Μ’ αυτή την ανάρμοστη συμπεριφορά έδειχναν ότι δεν διέκριναν εκείνο που αντιπροσώπευαν τα εμβλήματα—δηλαδή, το αίμα και το σώμα του Ιησού Χριστού που είχαν προσφερθή ως αντίλυτρο. Μια τέτοια ασεβής συμπεριφορά μπορούσε να προκαλέση κατάκρισι σ’ εκείνους που επιδίδονταν σ’ αυτήν. Μπορούσε επίσης να προκαλέση τιμωρία από τον Ιεχωβά.—1 Κορ. 11:20-32.
Έτσι, κανένας αληθινός Χριστιανός δεν θα ήθελε να πάρη στα ελαφρά την ευκαιρία του Δείπνου του Κυρίου, είτε με τη συμπεριφορά που περιγράφει ο απόστολος, είτε με άλλους τρόπους όπως, επί παραδείγματι, με το να επιδεικνύεται. Οι διάνοιες όλων των παρόντων πρέπει να στρέφονται στη ζωτική σημασία και σπουδαιότητα της περιστάσεως, και όχι στις παράξενες ενέργειες μερικών ατόμων. Οι ενέργειες που κάνει ένα άτομο για να επισύρη την προσοχή των άλλων επάνω του, μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτησι τον ισχυρισμό του ότι είναι κεχρισμένος του Θεού. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να είναι μια ένδειξις ότι αυτό το άτομο δεν ‘έχει τον νουν του Χριστού.’
ΑΙΤΙΕΣ ΓΙΑ ΕΣΦΑΛΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΜΕΡΙΚΑ ΑΤΟΜΑ
Τι μπορεί να κάμη μερικά άτομα να υποθέσουν εσφαλμένως ότι είναι από τους κεχρισμένους, που πρέπει να συμμετέχουν στα εμβλήματα της Αναμνήσεως; Ο απόστολος Ιωάννης είπε στους κεχρισμένους ομοπίστους του: «Και σεις έχετε χρίσμα από του αγίου και γνωρίζετε πάντα.» (1 Ιωάν. 2:20) Η έλλειψις γνώσεως μπορεί να είναι αιτία που κάποιο άτομο υποθέτει εσφαλμένα ότι με τον τρόπο αυτόν είναι κεχρισμένο. Μπορεί κάποιος να μη μπορέση ν’ αντιληφθή ότι, όπως συμβαίνει και με άλλες εύνοιες του Θεού, το να λάβη αυτό το χρίσμα «δεν είναι του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού.» (Ρωμ. 9:8, 16· Ιακ. 1:18) Έτσι, δεν εξαρτάται από την προσωπική επιθυμία του ατόμου, είτε ανδρός είτε γυναικός, να θέλη να είναι μεταξύ εκείνων που θα υπηρετήσουν ως ουράνιοι βασιλείς και ιερείς, για να ληφθή στη νέα διαθήκη που επικυρώθηκε με το χυθέν αίμα του Χριστού, το οποίο συμβολίζεται από τον οίνο που χρησιμοποιείται στην Ανάμνησι. Εκείνο που υπολογίζεται είναι η εκλογή που κάνει ο Θεός, όχι το άτομο.—Ματθ. 26:27, 28.
Δεν υπάρχει τώρα μεγαλύτερο περιθώριο για υποθέσεις απ’ όσο υπήρχε στην εποχή που ο Ιεχωβά Θεός εξέλεξε εκείνους που θα τον υπηρετούσαν ως ιερείς στον αρχαίο Ισραήλ κάτω από τη διαθήκη του Νόμου. (Συγκρίνατε με το 2 Χρονικών 26:18· Εβραίους 5:4, 5) Ο Κορέ προσπάθησε με αλαζονικό τρόπο να σφετερισθή για τον εαυτό του την ιερωσύνη που ο Ιεχωβά Θεός είχε εμπιστευθή στην οικογένεια του Ααρών, και λόγω αυτής της στασιαστικής του πορείας, ο Κορέ θανατώθηκε από τον Θεό. Με όμοιο τρόπο, ο Θεός θα δυσαρεστείτο αν κάποιος παρουσιαζόταν σαν να εκαλείτο να λάβη μέρος στο ουράνιο ‘βασιλικό ιερατείο’ αν ο Θεός δεν του είχε δώσει πραγματικά μια τέτοια κλήσι. Δεν μπορούμε να παίρνουμε στα ελαφρά τις διευθετήσεις του Ιεχωβά και κατόπιν ν’ αναμένωμε την επιδοκιμασία του. Στον κατάλληλο καιρό θα κάμη γνωστή την κρίσι του.—1 Κορ. 4:5· 1 Τιμ. 5:24, 25.
Μια πιθανή αιτία, που μπορεί να κάμη ένα άτομο να υποθέση εσφαλμένα ότι έχει αυτή την ουράνια κλήσι, ίσως να είναι μια ισχυρή συναισθηματική πίεσις που οφείλεται σε σοβαρά προβλήματα της ζωής, σε προβλήματα γάμου ή ίσως ακόμη διαζυγίου, ή στο θάνατο του ενός συντρόφου ή σε κάποια άλλη τραγωδία ή μεγάλη απογοήτευσι. Αυτά τα πράγματα μπορούν να κάμουν κάποιο άτομο να χάση το ενδιαφέρον του για τη ζωή που διάγει τώρα στη γη και που το κάνουν πράγματι να «αηδιάση» αυτή τη ζωή. Αν συμβαίνη αυτό, ίσως το άτομο να υποκινηθή να αισθανθή ότι η ζωή στον ουρανό είναι εκείνο που επιθυμεί. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο ο Ιεχωβά καλεί τα άτομα και τους δίνει το ‘πνεύμα της υιοθεσίας.’ Αυτά τα άτομα πρέπει να καταλάβουν ότι ο Ιεχωβά Θεός θα αλλάξη τη ζωή επάνω σ’ αυτή τη γη μέσω της βασιλείας του Υιού του, και θα φροντίση ώστε ‘και αυτή η κτίσις να ελευθερωθή από της δουλείας της φθοράς και να μεταβή εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.’ Έτσι, μολονότι «πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νυν,» αυτό δεν θα συνεχισθή για πάντα. Θα έδειχνε ότι δεν εκτιμά τον σκοπό του Θεού σχετικά με τη γη, αν βλέπη τη ζωή επάνω σ’ αυτήν ως ανεπιθύμητη και—έχοντας αυτό ως βάσι—τρέφει ελπίδες για ζωή στον ουρανό.—Ρωμ. 8:20-22.
ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΠΙΔΩΝ ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ
Μπορούμε επομένως να εξετάσωμε τον εαυτό μας υπό το φως αυτών των σημείων. Μήπως ένα άτομο έχει ίσως επηρεασθή από άλλους να πιστεύη ότι έχει μια τέτοια ουράνια κλήσι; Αυτό δεν είναι ορθό, διότι ο Θεός δεν δίνει το δικαίωμα σε ανθρώπους να συγκεντρώνουν άθλους ασκώντας μια υποβλητική επίδρασι επάνω τους, επιδιώκοντας έτσι να ενσταλάξουν σε άλλους μια ελπίδα που ο Θεός δεν την έχει θέσει εκεί. Μήπως κάποιος, όπως συμβαίνει με πολλούς νέους σήμερα, χρησιμοποιούσε ναρκωτικά πριν γνωρίση την αλήθεια του Λόγου του Θεού; Μια εσωτερική τάσις για φαντασιώσεις ή ονειροπολήσεις ή μεταφυσικές σκέψεις δεν αποτελεί σημείον ούτε χρίσματος από τον Θεό ούτε αληθινής πνευματικότητος. Ούτε χρησιμοποιεί ο Θεός μεθόδους που κάνουν τα άτομα να νομίζουν ότι ακούουν φωνές, που μερικές φορές συνοδεύονται από μουσική, ή παρόμοια αγγέλματα για να χρίση τους Χριστιανούς κληρονόμους της Βασιλείας, μολονότι μερικοί στα πρόσφατα χρόνια επέτρεψαν σε τέτοια πράγματα να τους κάμουν να πιστέψουν ότι είχαν λάβει ουράνια κλήσι.
Τελικά, μπορεί κανείς να ρωτήση τον εαυτό του με κάθε ειλικρίνεια, Μήπως έχω την τάσι να προσελκύω την προσοχή των άλλων ή να επιζητώ μια διακεκριμένη θέσι; Μήπως αποβλέπω σε μια θέσι εξουσίας, ή φιλοδοξώ να είμαι ένας από τους «βασιλείς και ιερείς» που θα είναι συνδεδεμένοι με τον Ιησού Χριστό; Είναι καλό να ενθυμήσθε ότι στον πρώτο αιώνα, που εγίνετο μια γενική κλήσις για την ουράνια βασιλεία, δεν είχαν όλοι οι κεχρισμένοι θέσεις ευθύνης, ούτε ήσαν όλοι τους πρεσβύτεροι ή διακονικοί υπηρέται στις εκκλησίες. Ούτε η κλήσις αυτή η ίδια οδηγεί σ’ εξαιρετική κατανόησι του Λόγου του Θεού, όπως μπορεί ν’ αντιληφθή κανείς από τον τρόπο που αναγκάσθηκε να χρησιμοποιήση ο απόστολος Παύλος όταν έγραψε σε μερικούς κεχρισμένους Χριστιανούς της εποχής του. (1 Κορ. 3:1-3· Εβρ. 5:11-14) Αξίζει επίσης να σημειωθή ότι στην εποχή μας, τα άτομα που υπηρετούν από πολλά χρόνια ως κεχρισμένοι Χριστιανοί δεν θεωρούν τον εαυτό τους σαν να ξεχωρίζουν ούτε συνηθίζουν να επισύρουν την προσοχή των άλλων ότι είναι κεχρισμένοι. Δείχνουν την ταπεινοφροσύνη που αναμένεται από εκείνους που έχουν το «πνεύμα του Χριστού.» Αναγνωρίζουν ότι οι περισσότερες απαιτήσεις που ο Θεός έχει θέσει για κείνους που θ’ αποκτήσουν ζωή στον ουρανό κι εκείνους που θ’ αποκτήσουν αιώνια ζωή στη γη είναι ίδιες.
Όπως αναγράφεται στο Βιβλίο Αιώνιος Ζωή—Εν τη Ελευθερία των Υιών του Θεού (στην Αγγλική) στις σελίδες 147 έως 151, η μαρτυρία δείχνει ότι από το 1934 η προσοχή του Θεού εστράφη στο να συγκεντρώση τον ‘πολύ όχλο’ που θα επιζήση από τη ‘μεγάλη θλίψι’ για να εισέλθη στην επίγεια Νέα Τάξι και ότι εκείνον τον καιρό ο αριθμός εκείνων που εκλήθησαν για την ουράνια βασιλεία είχε φθάσει στον πλήρη αριθμό των 144.000 (Αποκάλ. 7:9-14· 14:1-3). Έτσι πρέπει ν’ αναμένεται ότι μόνον στην περίπτωσι που κάποιος κεχρισμένος δεν αποδειχθή πιστός, θα υπάρξη περίπτωσις να κληθή ένα άλλο άτομο για να τον αντικαταστήση. (Συγκρίνατε με την Αποκάλυψη 3:11) Και όπως δείχνει η Σκοπιά της 15 Φεβρουαρίου 1975, στις σελίδες 121 έως 123, η δήλωσις του Ιησού ότι «πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί» δεν εννοούσε ότι οι περισσότεροι από τους κεχρισμένους θα απεδεικνύοντο άπιστοι και συνεπώς θα έπρεπε ν’ αντικατασταθούν. Οι «πολλοί» για τους οποίους μίλησε ο Ιησούς ήσαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αποτελούσαν το Ιουδαϊκό έθνος και στους οποίους ήλθε πρώτα η πρόσκλησις του Θεού, αλλ’ από τους οποίους μόνο λίγοι, εν συγκρίσει, είχαν εκλεγή για να είναι συγκληρονόμοι με τον Χριστό.—Ματθ. 22:14.
Όλοι μας επομένως, είτε έχομε επίγεια είτε ουράνια ελπίδα, οφείλομε να φυλαγώμεθα από κάθε είδους υπερηφάνεια και να επιδιώκωμε με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία ν’ αντανακλούμε επαξίως τους τρόπους και τις ιδιότητες του ουρανίου μας Πατρός. Θα κατανοήσωμε ότι, για να είναι ένα άτομο κεχρισμένο για την ουράνιο κλήσι, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η απλή συμμετοχή του στα εμβλήματα του άρτου και του οίνου αλλ’ αντιθέτως εκείνο που έχει σημασία είναι η ενέργεια και η απόφασις του Θεού. Έτσι, το σπουδαιότερο πράγμα, επίσης, δεν είναι ο ισχυρισμός ενός ατόμου, αλλά το να έχη το «πνεύμα του Χριστού» ως κεχρισμένος υιός και, ενώπιον δοκιμασιών, να αποδειχθή τελικά νικητής για να γίνη ένας πνευματικός υιός του Θεού.—Αποκάλ. 2:7, 11, 17, 26· 3:11, 21· 21:7.