Υποταγή στις Ανώτερες Εξουσίες
«Πάσα ψυχή ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας.»—Ρωμαίους 13:1.
1. Ποιοι είναι οι δύο ανώτεροι που αντιμετωπίζουν οι Χριστιανοί σήμερα; Είναι αυτό κάτι νέο;
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ σήμερα βρίσκουν τον εαυτό τους ν’ αντιμετωπίζη δύο ανωτέρους. Η κατάστασις αυτή δεν είναι νέα.1 Οι Χριστιανοί κατά τον πρώτον αιώνα μ.Χ. βρίσκονταν σε όμοια θέσι· το ίδιο και οι Ισραηλίτες μετά το 607 π.Χ., όταν είχαν χάσει την εθνική τους κυριαρχία και υπέκειντο σε μη Ιουδαϊκά έθνη. Και στις τρεις περιπτώσεις, ο ένας ανώτερος είναι μια αξιούμενη, προσωρινή, ανεκτή εξουσία, ή περιωρισμένη εξουσία των ανθρωποποιήτων κυβερνήσεων του Καίσαρος του παλαιού αυτού κόσμου. Ο άλλος ανώτερος είναι η γνήσια, απόλυτη, αιώνια εξουσία, η απεριόριστη εξουσία του Ιεχωβά Θεού. Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο πριν από τον Αρμαγεδδώνα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν καθαρά να καθορίσουν τις νόμιμες σχέσεις των και τα καθήκοντά των προς τις δύο τάξεις κυβερνώντων ανωτέρων, οι οποίοι και οι δύο επιφέρουν υποχρεώσεις στους Χριστιανούς κατωτέρους. Η νομική θέσις των μαρτύρων είναι ακατανίκητη. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι είναι κληρονόμοι των πολλών υγιών νομικών διδασκαλιών και αρχών που εκτίθενται στις Γραφές και των πολλών νομικών Βιβλικών περιπτώσεων που προηγήθησαν και είναι κοινώς εφαρμόσιμες.—Τίτον 3:1.
2. Ποια ήταν η κατάστασις όσον αφορά τους ανωτέρους στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού, και τι αυτός επιστοποίησε για την υπεροχή του Καίσαρος;
2 Ο Ιησούς Χριστός, ο Μεγαλύτερος από τον Μωυσή, ήταν αναμφιβόλως ο μέγιστος δικαστής και νομικός που περπάτησε ποτέ επάνω στη γη. Γι’ αυτό το λόγο οι νομικές του δηλώσεις δεν έχουν μόνο πειστική αξία, αλλά και δεσμευτική δύναμι επάνω στους Χριστιανούς. Ο Ιησούς κατηύθυνε τη μεγάλη διακονία του σ’ έναν καιρό που οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν κατά γράμμα κυριαρχία της Γης της Επαγγελίας, της Παλαιστίνης, και σ’ έναν καιρό που η διαθήκη του νόμου του Ιεχωβά Θεού ήταν ακόμη δεσμευτική επάνω στους Ιουδαίους. Επομένως, υπήρχαν δύο ανώτεροι οι οποίοι επέφεραν υποχρεώσεις στον Ιησούν και σε όλους τους Ιουδαίους. Στο τέλος της διακονίας του, όταν ο Ιησούς διεξήγαγε την υπεράσπισί του ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτου Πιλάτου για την ψευδή κατηγορία περί στασιασμού, ο Πιλάτος εζήτησε να υπενθυμίση στον Ιησούν την υπεροχή της Ρώμης όταν είπε, «Δεν εξεύρεις ότι εξουσίαν έχω να σε σταυρώσω, και εξουσίαν έχω να σε απολύσω; Απεκρίθη ο Ιησούς, Δεν είχες ουδεμίαν εξουσίαν κατ’ εμού εάν δεν σοι ήτο δεδομένον άνωθεν.» (Ιωάννης 19:10, 11) Έτσι έχομε τη σαφή απόδειξι ότι η υπεροχή του Καίσαρος επάνω στους δούλους του Θεού ήταν απλώς ανεκτή από μέρους του Αληθινού Κυριάρχου Ανωτέρου, του Ιεχωβά Θεού.
3. Πώς οι εχθροί του Ιησού εζήτησαν να τον παγιδεύσουν;
3 Οι θρησκευτικοί εχθροί του Ιησού προσπάθησαν να τον παγιδεύσουν επάνω στο ζήτημα αν οι Ιουδαίοι, που ήσαν σε σχέσι διαθήκης με τον Θεό, έπρεπε νομίμως να δίδουν φόρο στον Καίσαρα. Μ’ αυτό τον τρόπο ενόμιζαν ότι θα τον έκαναν να συνηγορήση για φανερές πράξεις εναντίον της Ρωμαϊκής εξουσίας και έτσι να επιφέρη στον εαυτό του μια κατηγορία για στασιασμό. «Τότε υπήγον οι Φαρισαίοι και συνεβουλεύθησαν πώς να παγιδεύσωσιν αυτόν εν λόγω. Και αποστέλλουσι προς αυτόν τους μαθητάς αυτών μετά των Ηρωδιανών, λέγοντες, Διδάσκαλε, εξεύρομεν ότι αληθής είσαι, και την οδόν του Θεού εν αληθεία διδάσκεις, και δεν σε μέλει περί ουδενός· διότι δεν βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων. Ειπέ λοιπόν προς ημάς, Τι σοι φαίνεται; είναι συγκεχωρημένον να δώσωμεν δασμών εις τον Καίσαρα, ή ουχί; Γνωρίσας δε ο Ιησούς την πονηρίαν αυτών, είπε, Τι με πειράζετε, υποκριταί; δείξατε μοι το νόμισμα του δασμού. Οι δε έφεραν προς αυτόν δηνάριον. Και λέγει προς αυτούς, Τίνος είναι η εικών αύτη και η επιγραφή; Λέγουσι προς αυτόν, Του Καίσαρος. Τότε λέγει προς αυτούς, Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.»—Ματθαίος 22:15-21.
4. Τι σημαίνει για τους Χριστιανούς σήμερα η υγιής νομική διδασκαλία που επρόφερε ο Ιησούς;
4 Στην παραπάνω περίπτωσι ο Ιησούς επρόφερε μια υγιά νομική διδασκαλία. Η διδασκαλία αυτή εκτίθεται απλά, «Απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» Έτσι ο Ιησούς παραδέχεται ότι οι Κυβερνήσεις του «Καίσαρος» μπορούν να επιβάλουν στους Χριστιανούς κατωτέρους των μερικά καθήκοντα πληρωμής φόρου που είναι κατάλληλο ν’ αποδοθή σ’ αυτές για προσφερόμενες υπηρεσίες. Αλλά έχετε υπ’ όψιν ότι, στα προσωρινά συστήματα πραγμάτων στα οποία ο «Καίσαρ» ενεργεί, ο «Καίσαρ» μπορεί μόνο ν’ απαιτήση την οφειλόμενη πληρωμή για τις περιωρισμένες εκείνες υπηρεσίες για τις οποίες οι Χριστιανοί εξαρτώνται από το κράτος. Αυτό υπεγραμμίσθη από τον Ιησούν όταν αναφέρθηκε στο νόμισμα του Καίσαρος, που το ωνόμασε «νόμισμα του δασμού». Συνεπώς, μ’ αυτή τη δεσμευτική νομική διδασκαλία ο Ιησούς έσυρε μια σαφή γραμμή, στην οποία τα καθήκοντα ενός Χριστιανού προς το κράτος τελειώνουν. Πέρα απ’ αυτή τη γραμμή, αρχίζουν τα καθήκοντα του Χριστιανού προς τον Θεόν του. Σημειώστε ότι ο Ιησούς δεν έκλεισε έξω από την εικόνα τα μεγαλύτερα αυτά καθήκοντα που πρέπει ν’ αποδώσουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά στον κυρίαρχον Θεόν των, διότι συνεπλήρωσε τη νομική δήλωσι, λέγοντας, «απόδοτε . . . τα του Θεού εις τον Θεόν.»
5. Ποια πορεία λαμβάνουν οι Χριστιανοί όταν υπάρχη σύγκρουσις μεταξύ των απαιτήσεων του Καίσαρος και των απαιτήσεων του Θεού; Ποιο προηγούμενο ακολουθούν;
5 Οι Χριστιανοί άνδρες και γυναίκες που είναι αφιερωμένοι στον Ιεχωβά εξαρτώνται απολύτως από τον Θεό για τη ζωή και τις μεγαλύτερες ανάγκες της. Συνεπώς, είναι δίκαιο και αναγκαίο ν’ αποδίδουν τα μεγαλύτερα καθήκοντά των στον Θεό σε όλα τα σημεία της εξαρτήσεως. Όταν οι νομικές υποχρεώσεις προς τον Καίσαρα και οι υποχρεώσεις προς τον Θεό φαίνεται να συγκρούωνται, τότε οι Χριστιανοί ακολουθούν το νομικό προηγούμενο που ετέθη από τον Πέτρο και τους αποστόλους κατά την υπεράσπισί τους ενώπιον του δικαστηρίου του Σανχεδρίν στην Ιερουσαλήμ. Ο δικαστής του Σανχεδρίν είπε, «Δεν σας παρηγγείλαμεν ρητώς να μη διδάσκητε εν τω ονόματι τούτω; και ιδού, εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ από της διδαχής σας, και θέλετε να φέρητε εφ’ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου. Αποκριθείς δε ο Πέτρος και οι απόστολοι είπον, Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξεις 5:27-29) Αν ο Καίσαρ σε μια τέτοια περίπτωσι επιβάλλη κυρώσεις τιμωρίας εναντίον των Χριστιανών επειδή ακολουθούν αυτό το κατάλληλο προηγούμενο και αρνούνται να συμμορφωθούν με τις συγκρουόμενες απαιτήσεις του Καίσαρος, τότε υποφέρουν τις συνέπειες στα χέρια του Καίσαρος. Κάνουν αυτό μάλλον παρά να βρεθούν παραβάται του νόμου του Θεού ή να βρεθούν αμελείς στο ν’ αποδώσουν τα του Θεού εις τον Θεόν. Αν ο νόμος του Καίσαρος διατάσση ένα Χριστιανό να πράξη κάτι που ο νόμος του Θεού σαφώς το απαγορεύει, οι δούλοι του Θεού δεν σταματούν μεταξύ δύο γνωμών, αλλ’ αυστηρά εμμένουν στο προηγούμενο, «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»
«ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΙΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ»
6, 7. Ποιες είναι οι «ανώτερες εξουσίες» στις οποίες αναφέρεται ο Παύλος εις Ρωμαίους 13:1, και γιατί;
6 Ο απόστολος Παύλος, ένας νομικός στο επάγγελμα προτού γίνη ένας ζηλωτής Χριστιανός διάκονος, με μεγάλη έμφασι τονίζει την προεξέχουσα θέσι των αληθινών ανωτέρων εξουσιών στην κυβέρνησι του Θεού επάνω στους δούλους του. Ο Παύλος γράφει, «Πάσα ψυχή ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας· διότι δεν υπάρχει εξουσία, ειμή από Θεού.» (Ρωμαίους 13:1) Τα τελευταία αυτά λόγια, «διότι δεν υπάρχει εξουσία, ειμή από Θεού,» είναι απόδειξις τελειωτική ότι οι «ανώτερες εξουσίες» για τις οποίες μιλεί ο Παύλος, δεν θα μπορούσαν να αναφέρωνται στις πολιτικές εξουσίες των κυβερνήσεων του Καίσαρος. Στη Γραφή, εις Αποκάλυψιν 13:2, εκτίθεται ειδικώς ότι ο Σατανάς είναι εκείνος που έχει δώσει δύναμι και εξουσία στους Καίσαρας του παλαιού κόσμου. Επομένως, οι «ανώτερες εξουσίες» εις Ρωμαίους, κεφάλαιο 13, τις οποίες εξουσιοδοτεί ο Θεός, περιλαμβάνουν μόνο τις θεοκρατικές κυβερνητικές εξουσίες και αποκλείουν τις εξουσίες του Καίσαρος.
7 Η Γραφή σαφώς προσδιορίζει την ταυτότητα αυτών των αληθινών ανωτέρων εξουσιών. Πρώτος απ’ όλους, ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος, ο οποίος αναλαμβάνει τον κυριαρχικό του έλεγχο όσον αφορά τις υποθέσεις της γης, είναι η υπάτη θεοκρατική εξουσία. Για τη διοικητική εξάσκησι της βασιλικής του ιδιότητος είναι γραμμένο, «Αινείτε τον Γιαχ, ω λαοί, διότι Ιεχωβά ο Θεός μας, ο Παντοκράτωρ, άρχισε να κυβερνά ως βασιλεύς.» (Αποκάλυψις 19:6, NW· Δανιήλ 7:13) Κατόπιν, οι Γραφές λέγουν επίσης, «Δεν θέλομεν υποταχθή πολλώ μάλλον εις τον Πατέρα των πνευμάτων, και ζήσει;» (Εβραίους 12:9) Ο δεύτερος στην αρχηγία και η «ανωτέρα εξουσία» που απομένει, είναι ο συν-Βασιλεύς Χριστός Ιησούς, για τον οποίον ο Πέτρος γράφει, «Τον Βασιλέα τιμάτε.» Ο Παύλος το επιβεβαιώνει αυτό μιλώντας για το μεγάλο όνομα ή υψηλό αξίωμα που ο Θεός έδωσε στον Ιησούν όταν τον ήγειρε στην ανώτερη θέσι ως συντροφική εξουσία. «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού. Δια τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν, και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα· δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων· και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος, εις δόξαν Θεού Πατρός.»—1 Πέτρου 2:17· Φιλιππησίους 2:5, 9-11 και Αποκάλυψις 11:15.
8, 9. (α) Ποιος θέτει τας ‘ούσας εξουσίας’, και ποια είναι η σχέσις του Χριστιανού προς αυτές; (β) Γιατί είναι σοβαρή υπόθεσις το να είναι κανείς ένας κατώτερος υπό την θεοκρατική οργάνωσι του Θεού; και ποια προειδοποίησι έδωσε ο Παύλος γι’ αυτό;
8 Οι Χριστιανοί σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα, πρόθυμα κλίνουν γόνυ αναγνωρίζοντας, ως κατώτεροι, ότι ο Ιεχωβά και ο Χριστός Ιησούς είναι εκείνοι στους οποίους αποδίδουν πρωταρχικά υποταγή και οι οποίες θείες εξουσίες έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν καθήκοντα και υποχρεώσεις σ’ αυτούς. Ο Παύλος συνεχίζει και λέγει, «Αι δε ούσαι εξουσίαι, υπό του Θεού είναι τεταγμέναι.» (Ρωμαίους 13:1) Εδώ πάλι υπάρχει απόδειξις ότι οι εξουσίες αυτές είναι οι «θεοκρατικές ανώτερες εξουσίες», διότι είναι γραμμένο ότι «ο Θεός έθεσε τα μέλη έν έκαστον αυτών εις το σώμα, καθώς ηθέλησεν». Συνεπώς, ένας αφιερωμένος Χριστιανός ευφραίνεται να είναι ευπειθής σε όλα τα σημεία με πιστή, γεμάτη αγάπη υποταγή, και αυτό αποτελεί μέλημα κάθε δούλου του Θεού.—1 Κορινθίους 12:18.
9 Σ’ αυτές τις θεοκρατικές ανώτερες εξουσίες είναι εμπιστευμένες μεγάλες δυνάμεις κυρώσεως για τιμωρία. Έχουν δύναμι εκτελέσεως κρίσεως σε όλους τους εναντίους. Προειδοποιώντας γι’ αυτό το γεγονός, ο Παύλος κατόπιν γράφει, «Ώστε ο εναντιούμενος εις την εξουσίαν, εναντιούται εις την διαταγήν του Θεού· οι δε εναντιούμενοι θέλουσι λάβει εις εαυτούς καταδίκην. Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν; πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής· επειδή [η εξουσία] είναι του Θεού υπηρέτης εις σε προς το καλόν. Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού· διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν· επειδή [η εξουσία] του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής δια να εκτελή την οργήν [κυρώσεις τιμωρίας] κατά του πράττοντος το κακόν.» (Ρωμαίους 13:2-4) Αληθινά είναι μια εξαιρετικά σοβαρή σχέσις στην οποία φέρεται κανείς ως κατώτερος υπό την θεοκρατική οργάνωσι του Θεού. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονήται ότι κακές πράξεις, χονδροειδής απιστία και εναντίωσις στις θεοκρατικές κυβερνητικές εξουσίες του Θεού επιφέρουν τρομερές συνέπειες.
10. Ποια περαιτέρω γεγονότα καταδεικνύουν ότι οι ‘ανώτερες εξουσίες’ που αναφέρονται εις Ρωμαίους 13:1 δεν θα μπορούσαν να είναι οι κυβερνήσεις του Καίσαρος όπως ισχυρίζεται ο κλήρος;
10 Τα παραπάνω εδάφια από την επιστολή του Παύλου προς τους Ρωμαίους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να εφαρμοσθούν στις πολιτικές εξουσίες του κόσμου του Καίσαρος, όπως άτοπα ισχυρίζεται ο κλήρος του «Χριστιανισμού». Οι Καίσαρες του κόσμου τούτου ποτέ δεν κατέδειξαν με τις πράξεις των ότι είναι ‘του Θεού υπηρέται εις σε προς το καλόν’. Μάλλον, ακριβώς το αντίθετο, οι Καίσαρες έκαμαν το κακό καταδιώκοντας τους πιστούς δούλους του Θεού. Χρειάζεται μόνο να αναφέρωμε συνοπτικά τα γεγονότα, πώς στις Δυτικές χώρες μεταξύ του 1933 και του 1946 χιλιάδες ευσυνειδήτων Χριστιανών καταδιώχτηκαν, οχλοκρατήθηκαν και άδικα εφυλακίσθηκαν επειδή υπήκουσαν στον Θεόν μάλλον παρά στους ανθρώπους. Παραδείγματος χάριν, κατά τα χρόνια εκείνα άνδρες και γυναίκες, μάρτυρες του Ιεχωβά, που ανήρχοντο σε 1.600, εφυλακίσθηκαν στη Βρεττανία· 10.000 στριμώχθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως από τον Χίτλερ στη Γερμανία· και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πραγματοποιήθηκαν 20.000 συλλήψεις και φυλακίσεις εκτός από 1.500 τουλάχιστον οχλοκρατικές εκδηλώσεις. Από το 1946 και έπειτα η Ρωσία έγινε διαβόητη φυλακίζοντας και θέτοντας εκτός νόμου χιλιάδες Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά. Έγινε όπως ακριβώς προείπε ο Ιησούς. Όπως ο Καίσαρ και οι θρησκευτικοί του σύμμαχοι κατεδίωξαν τον Ιησούν, έτσι ο σύγχρονος Καίσαρ και οι θρησκευτικοί υποστηρικταί του έχουν ένα μαύρο ιστορικό καταδιώξεως συγχρόνων Χοιστιανών.—Ιωάννης 15:20.
11, 12. (α) Τι λέγει ο Παύλος για το κατάλληλο ελατήριο της υποταγής στις θεοκρατικές εξουσίες του Θεού; (β) Πώς δίνει ο Παύλος παράδειγμα αυτού του ορθού ελατηρίου, και για ποιες άλλες υποχρεώσεις μιλεί;
11 Ο Παύλος προχωρεί για να ενισχύση τη νομική του συμβουλή εξετάζοντας το κύριο ελατήριο για την υποταγή ενός Χριστιανού στις θεοκρατικές ανώτερες εξουσίες. Δείχνει ότι το ελατήριο που μας αναγκάζει σ’ αυτό, δεν είναι μόνο η αποφυγή της οργής της τιμωρίας στα χέρια της κυβερνήσεως του Θεού, αλλά η ισχυρότερη δύναμις μέσα μας, η δύναμις της ευσυνείδητης αγάπης μας για τη δικαιοσύνη, της βαθιάς αγάπης μας για τον Ιεχωβά, το μέγαν Ευεργέτη μας. Ο Παύλος λέγει, «Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε, ουχί μόνον δια την οργήν [κυρώσεις τιμωρίας], αλλά και δια την συνείδησιν.» (Ρωμαίους 13:5) Συνείδησις είναι η ιδιότης εκείνη της διανοίας, με την οποία το ανθρώπινο πλάσμα κατανοεί και καθαρά διακρίνει ή εκτιμά ότι η πορεία της ενεργείας που έλαβε είναι ορθή ή εσφαλμένη. Η συνείδησις του Χριστιανού, έχοντας επί πολύν καιρό εκπαιδευθή με τον λόγον του Θεού, γνωρίζει πλήρως ποιο είναι το θέλημα του Θεού και ποιο είναι το ορθόν που πρέπει να κάμη ο Χριστιανός για να ευαρεστή στον ουράνιο Κύριό του. Έτσι από τη θερμή μας αγάπη προς τον Θεό, με την οποία η συνείδησίς μας συνεχώς καθαρίζεται, εμείς οι Χριστιανοί αδίστακτα κρατούμε τον εαυτό μας σε υποταγή στον Ιεχωβά και τις θεοκρατικές του κυβερνητικές εξουσίες.
12 Για να τονίση αυτό το ζήτημα της συνειδήσεως, ο Παύλος κατόπιν δίνει ένα παράδειγμα του ορθού ελατηρίου. «Επειδή δια τούτο πληρόνετε και φόρους.» Ο «φόρος» που αναφέρεται εδώ είναι η πληρωμή δασμών στον Καίσαρα. Χρόνια πριν από τον καιρό του Παύλου, ο Ιησούς είχε τακτοποιήσει αυτό το ζήτημα της πληρωμής «φόρων» ή δασμών στον Καίσαρα (βλέπε παραγράφους 3 και 4)· ο Παύλος, λοιπόν, αδίστακτα ανέφερε αυτό το παράδειγμα ορθού ελατηρίου από καθαρή συνείδησι ως μια προφανή πορεία. Επιστρέφοντας τώρα στο κύριο θέμα του, ο Παύλος λέγει: «Διότι υπηρέται του Θεού είναι [οι θεοκρατικές εξουσίες], εις αυτό τούτο ενασχολούμενοι. Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα· εις όντινα οφείλετε τον φόρον [τους δασμούς του Καίσαρος που επιβάλλονται σε άτομα και ιδιοκτησίες], τον φόρον· εις όντινα τον δασμόν [τους δασμούς του Καίσαρος για εμπορικά και προσωπικά είδη], τον δασμόν· εις οντινα τον φόβον [σεβασμό για εξέχοντα πρόσωπα τόσο στην οργάνωσι του Θεού, όσο και στην οργάνωσι του Καίσαρος], τον φόβον· εις όντινα την τιμήν [ο Πέτρος λέγει ‘Πάντας τιμήσατε’], την τιμήν.»—Ρωμαίους 13:6, 7 και 1 Πέτρου 2:17.
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ‘ΟΝΤΑΣ ΕΝ ΑΞΙΩΜΑΣΙ’
13. Ποια ερωτήματα εγείρονται από το 1 Τιμόθεον 2:1-4;
13 Ένα άλλο εδάφιο της Γραφής που επροκάλεσε σύγχυσι στις διάνοιες μερικών ατόμων είναι το 1 Τιμόθεον 2:1-4. Συνδέεται συχνά με το Ρωμαίους 13:1-7· είναι, επομένως, κατάλληλο να το εξετάσωμε τώρα. Έχει ως εξής: «Παρακαλώ λοιπόν πρώτον πάντων να κάμνητε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων, και πάντων των όντων εν αξιώμασι, δια να διάγωμεν βίον ατάραχον και ησύχιον εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι. Διότι τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού· όστις θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας.» Ποιοι είναι οι βασιλείς και οι ‘όντες εν αξιώμασι’; Τι είδους προσευχές θα μπορούσαν να γίνωνται γι’ αυτούς;
14. Ποιοι είναι οι βασιλείς και οι ‘όντες εν αξιώμασι’; και πώς οι οδηγίες που δίδονται από τον Ιερεμία εναρμονίζονται με τις οδηγίες του Παύλου;
14 Φαίνεται από τα συμφραζόμενα ότι οι βασιλείς και οι άλλοι οι ‘όντες εν αξιώμασι’ είναι οι κυβερνήται των κοσμικών εθνών και άλλοι που κατέχουν υψηλές θέσεις στη διαχείρισι των δημοσίων υποθέσεων. Στη Βίβλο αναγράφονται περιπτώσεις που ο λαός του Ιεχωβά ανέπεμψε προσευχές που αφορούσαν κυβερνήτας, και οι οποίες προσευχές ήσαν ενίοτε προς όφελος αυτών των κυβερνητών. Στην εποχή του Ιερεμία και αφού οι Ιουδαίοι βασιλείς είχαν γίνει φόρου υποτελείς στον Ναβουχοδονόσορα, τον βασιλέα της Βαβυλώνος, υπήρχε πολιτική ανησυχία στον Ιούδα, διότι πολλοί απέβλεπαν στην Αίγυπτο για να τους βοηθήση στις στασιαστικές τους βλέψεις εναντίον της Βαβυλώνος. Ακόμη αφού πολλοί Ιουδαίοι φέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, στο 618 π.Χ., το στασιαστικό πνεύμα ήκμαζε και οι ελπίδες ήσαν μεγάλες ότι η Αίγυπτος θα συνέτριβε τον Βαβυλωνιακό ζυγό. Ο Ιερεμίας επροφήτευσε διαφορετικά, και αντί να ζωογονήση τις ελπίδες των Ιουδαίων αιχμαλώτων στη Βαβυλώνα για μια γρήγορη απελευθέρωσι, τους είπε να προετοιμασθούν για μια μακρά παραμονή εκεί, και πρόσθεσε ως μέρος του αγγέλματος του Θεού προς αυτούς: «Ζητήσατε την ειρήνην της πόλεως, όπου εγώ σας έκαμον να φερθήτε αιχμάλωτοι, και προσεύχεσθε υπέρ αυτής προς τον Κύριον· διότι εν τη ειρήνη αυτής θέλετε έχει ειρήνην.» (Ιερεμίας 29:1-7) Ο σκοπός των προσευχών στον Θεό για την πόλι της αιχμαλωσίας των, ήταν το να διάγουν οι αιχμάλωτοι Ιουδαίοι «βίον ατάραχον και ησύχιον».
15. Πώς το Έσδρας 6:10 εναρμονίζεται με το 1 Τιμόθεον 2:1, 2;
15 Αφού η Βαβυλών έπεσε μπροστά στην επίθεσι του Δαρείου του Μήδου και του Κύρου του Πέρσου, ο τελευταίος εξέδωσε διάταγμα ότι οι Ιουδαίοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στη γη του Ιούδα και να ανοικοδομήσουν το ναό στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έγινε στο 537 π.Χ., αλλά μόνο έπειτα από χρόνια διακοπής και εναντιώσεως συνεπληρώθη ο ναός στο 516 π.Χ. Ο δρόμος ανοίχθηκε στον Ιουδαίον κυβερνήτην Ζοροβάβελ να συμπληρώση το σχέδιο με τη μεσολάβησι του Δαρείου του Β΄, άρχοντος της Μηδοπερσικής αυτοκρατορίας· και αφού διέταξε τους εναντιουμένους να βοηθήσουν αντί να εμποδίσουν, και ακόμη έδωσε διαταγή να διατεθούν στους Ιουδαίους εφόδια από τα υπάρχοντα του βασιλέως για θυσία στο ναό, ο Μηδοπέρσης βασιλεύς επρόσθεσε με τον τρόπο της εξηγήσεως: «Δια να προσφέρωσι θυσίας εις οσμήν ευωδίας προς τον Θεόν του ουρανού, και να προσεύχωνται υπέρ της ζωής του Βασιλέως και των υιών αυτού.» (Έσδρας 6:1-10) Προφανώς όλες οι επιθυμίες του Δαρείου του Β΄ εξετελέσθησαν, περιλαμβανομένης και της επιθυμίας να αναπέμπωνται προσευχές από τους Ιουδαίους γι’ αυτόν και τους υιούς του. Δεν υπάρχει μαρτυρία για το αντίθετο.
16. Πώς ομοιάζουν βασικώς τα συμβάντα αυτά της εποχής του Ιερεμία και του Ζοροβάβελ και του Παύλου;
16 Οι δύο αυτές περιπτώσεις, η μία της εποχής του Ιερεμία και η άλλη του καιρού του Ζοροβάβελ, προσαρμόζονται κατάλληλα προς τη συμβουλή που έδωσε ο Παύλος στον Τιμόθεο. Και οι δύο ήσαν σε καιρούς που προεξείχαν στασιαστικά κινήματα ή κατηγορίες, οι δε προσευχές για τους περιχαρακωμένους άρχοντας θα έδειχναν ότι εκείνοι που προσηύχοντο δεν ζητούσαν να ανατρέψουν την κυβέρνησι, αλλά ευνοούσαν τη συνέχισι της υφισταμένης κυβερνήσεως μάλλον παρά κάποιο νέο επαναστατικό καθεστώς ελεγχόμενο από ανθρώπους. Ήθελαν ειρήνη, όχι επανάστασι. Επί πλέον, ο Ναβουχοδονόσορ εχρησιμοποιήθη από τον Θεό για να τιμωρήση τον αποστάτη Ισραήλ, ο δε Δαρείος ο Β΄ ήταν ένα μέσον για την αποκατάστασι της αληθινής λατρείας στην Ιερουσαλήμ. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ο Παύλος έγραφε στον Τιμόθεο για προσευχές όσον αφορά τους άρχοντας που βρίσκονταν σε υψηλές θέσεις, μεταξύ του 61-64 μ.Χ. Κατά τον καιρόν αυτόν παρεσκευάζοντο στάσεις στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη, και γρήγορα κατόπιν έγινε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους, ο οποίος ωδήγησε στην τρομερή καταστροφή της Ιερουσαλήμ κατά το 70 μ.Χ. Οι Χριστιανοί δεν έλαβαν μέρος στις Ιουδαϊκές στάσεις, δεν είχαν πολιτικές προκαταλήψεις και φιλοδοξίες, αλλά ενδιεφέροντο μόνο για ειρήνη και ησυχία, μέσα στην οποία θα μπορούσαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο. Δεν ζητούσαν να ανατρέψουν καμμιά κυβέρνησι, αλλά θα το άφηναν αυτό για τον Χριστόν Ιησούν στον ωρισμένο του καιρό. Έως τότε, θα μπορούσαν να προσεύχωνται για ειρηνική διαχείρισι των δημοσίων υποθέσεων που θα ωδηγούσε σε «βίον ατάραχον και ησύχιον εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι». Επί πλέον, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες ήσαν όργανα που εχρησιμοποιούντο για να εκτελέσουν θεία κρίσι εναντίον των Ιουδαίων, όπως ακριβώς και ο Ναβουχοδονόσορ είχε χρησιμοποιηθή έτσι πριν από αιώνες, στο 607 π.Χ.—Ματθαίος 22:7.
17. Πώς θα μπορούσε ένας να προσευχηθή σε περιπτώσεις σαν εκείνη που περιγράφει ο Ματθαίος 10:18;
17 Όχι μόνο θα μπορούσαν οι προσευχές αυτές να εξαρθούν από τους πρώτους Χριστιανούς για ν’ αποδείξουν ότι ήσαν αθώοι από τις πολλές κατηγορίες για στασιασμό που εγίνοντο εναντίον των, αλλά θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να επηρεάσουν πιθανώς τις αποφάσεις που ήταν δυνατόν να λάβουν οι άρχοντες σχετικά με το κήρυγμα του ευαγγελίου. (Λουκάς 23:2· Πράξεις 17:7· 24:5) Ο Ιησούς προειδοποίησε τους ακολούθους του: «Και ενώπιον έτι ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε φερθή ένεκεν εμού, προς μαρτυρίαν εις αυτούς, και εις τα έθνη.» (Ματθαίος 10:18) Ο Χριστιανός θα προσηύχετο βέβαια στον Θεό πριν από τέτοιες εμφανίσεις, και η προσευχή θα αφορούσε τον επίσημον μπροστά στον οποίον θα ενεφανίζετο, αφού αυτός θα εμνημονεύετο. Ο Χριστιανός θα μπορούσε να προσευχηθή όπως γίνη η παρουσίασις του αγγέλματος με σαφήνεια και τόλμη και σε μορφή κατανοητή από τον επίσημον ή δικαστήν, και όπως ο Θεός, αν ευηρεστείτο, καταστήση αυτόν τον υψηλόν αξιωματούχον υποχωρητικόν στο άγγελμα, απροκατάληπτον, λογικόν, ώστε να διακρίνη το δίκαιον της υποθέσεως του Χριστιανού και ν’ αποφανθή ευνοϊκά γι’ αυτόν, παραχωρώντας του ελευθερία ενεργείας για το κήρυγμα, και μη περιορίζοντας τη δράσι αυτή με φυλάκισι του διακόνου.
18. Πώς εδόθηκε παράδειγμα μιας τέτοιας προσευχής στην εποχή της Εσθήρ;
18 Προσευχές αναφορικά με κυβερνητικούς επισήμους μ’ αυτή την έννοια ή μ’ αυτόν τον σκοπόν υπ’ όψιν, εξηγούνται επίσης με Γραφικά παραδείγματα. Όταν η Βασίλισσα Εσθήρ εμφανίσθηκε απρόσκλητη ενώπιον του Πέρσου βασιλέως Ξέρξου, έθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο· προτού, λοιπόν, το κάμη αυτό, έστειλε μήνυμα στο Μαροδοχαίο: «Ύπαγε, σύναξον πάντας τους Ιουδαίους τους ευρισκομένους εν Σούσοις, και νηστεύσατε υπέρ εμού, και μη φάγητε και μη πίητε τρεις ημέρας, νύκτα και ημέραν· και εγώ και αι θεράπαιναί μου θέλομεν νηστεύσει ομοίως· και ούτω θέλω εισέλθει προς τον βασιλέα, το οποίον δεν είναι κατά τον νόμον· και αν απολεσθώ, ας απολεσθώ.» Αυτή η νηστεία ενώπιον του Θεού θα συνωδεύετο βέβαια με προσευχές και δεήσεις για την ασφάλεια της Εσθήρ, πράγμα που σημαίνει ότι θα παρακαλούσαν τον Θεό να κάμη τον βασιλέα να επιβλέψη με εύνοια στην Εσθήρ, διότι αυτό ήταν το σημείο από το οποίον εξηρτάτο η ασφάλειά της. Οι μεσολαβήσεις ήσαν επιτυχείς, διότι η Εσθήρ ευρήκε χάριν ενώπιον του βασιλέως.—Εσθήρ 4:16· 5:2.
19. Πώς έγινε επιτυχώς μια τέτοια προσευχή στην περίπτωσι του Νεεμία;
19 Πάλιν, όταν ο Νεεμίας είχε να παρουσιάση ενώπιον του Πέρσου βασιλέως μια υπόθεσι που περιελάμβανε τη λατρεία του Ιεχωβά, ενήστευσε και προσευχήθηκε, τελειώνοντας ως εξής την προσευχή του: «Δέομαι, Κύριε, ας ήναι ήδη το ους σου προσεκτικόν εις την προσευχήν του δούλου σου, και εις την προσευχήν των δούλων σου, των θελόντων να φοβώνται το όνομά σου· και ευόδωσον, δέομαι, τον δούλόν σου την ημέραν ταύτην, και χάρισον εις αυτόν έλεος ενώπιον του ανδρός τούτου.» Ο «ανήρ» αυτός ήταν ο βασιλεύς, του οποίου ο Νεεμίας ήταν οινοχόος. Όταν ο Νεεμίας εμφανίσθηκε μπροστά στον βασιλέα, του υπεβλήθη η ερώτησις: «Περί τίνος κάμνεις συ αίτησιν;» Προτού απαντήση ο Νεεμίας έκαμε κάτι, και μας λέγει τι: «Και προσηυχήθην εις τον Θεόν του ουρανού. Και είπα προς τον βασιλέα.» Η σύντομη προσευχή προηγήθηκε, και έφερε αποτελέσματα, διότι το αίτημα εχορηγήθηκε. «Και εχάρισεν ο βασιλεύς εις εμέ πάντα, κατά την επ’ εμέ αγαθήν χείρα του Θεού μου.» (Νεεμίας 1:4, 11· 2:4, 5, 8) Είναι εντελώς φανερό ότι ο Νεεμίας προσευχήθηκε να διαμορφώση ο Θεός του βασιλέως την απόφασι, ο δε Θεός απήντησε σ’ αυτή την προσευχή, και ο Νεεμίας έδωσε στον Θεό την τιμή για την ευνοϊκή απόκρισι από μέρους του βασιλέως.
20. Πότε ο Παύλος έδειξε προθυμία να κάμη ικεσία για άρχοντας;
20 Και δώστε προσοχή στην ακόλουθη ανταλλαγή λόγων μεταξύ του βασιλέως Αγρίππα και του Παύλου, όταν επρόκειτο να κριθή ένα βαρυσήμαντο ζήτημα που περιελάμβανε το κήρυγμα του Παύλου: «Και ο Αγρίππας είπε προς τον Παύλον, Παρ’ ολίγον με πείθεις να γείνω Χριστιανός. Και ο Παύλος είπεν, Ήθελον εύχεσθαι προς τον Θεόν, ουχί μόνον συ, αλλά και πάντες οι σήμερον ακούοντές με να γείνωσι και παρ’ ολίγον και παρά πολύ τοιούτοι, οποίος και εγώ είμαι, παρεκτός των δεσμών τούτων.» Μαζί με τον βασιλέα ήταν ο κυβερνήτης και άλλα πρόσωπα με αξιώματα. Αυτά τα λόγια του Παύλου σχετικά με τους άρχοντας αυτούς, αν δεν ήσαν μια κανονική προσευχή, είχαν όμως χαρακτήρα ικεσίας ή μεσολαβήσεως, διότι αποτελούσαν μια ‘ευχή στον Θεό’ . Καμμιά μεταστροφή των υψηλών επισήμων δεν ακολούθησε, αλλά η απόφασίς των ήταν ευνοϊκή για τον Παύλο: «Ουδέν άξιον θανάτου ή δεσμών πράττει ο άνθρωπος ούτος». «Ο άνθρωπος ούτος ηδύνατο να απολυθή, εάν δεν είχε επικαλεσθή τον Καίσαρα.» (Πράξεις 26:28-32) Σ’ αυτή ιδιαίτερα την περίπτωσι, ο Παύλος ακολούθως απολύθηκε από τον Καίσαρα.
21. Πώς οι προσευχές αυτές μπορούν πιθανώς να ωφελήσουν κάθε είδους ανθρώπους;
21 Και σε άλλες περιπτώσεις οι πρώτοι Χριστιανοί προσηύχοντο αναφορικά με άρχοντας, αν όχι πάντοτε προς όφελός των. (Πράξεις 4:23-31) Το έκαναν αυτό για να ευοδωθή το έργο του κηρύγματος. Επί πλέον, οι προσευχές που αφορούσαν άρχοντας, θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν πώς ήσαν προς όφελός των, με την έννοια ότι αν αυτοί συνεμορφώνοντο με τις αιτήσεις, θα ήσαν σε καλύτερη θέσι ενώπιον του Θεού. Αν οι προσευχές για τη διαχείρισι απλώς των δημοσίων υποθέσεων από μέρους των επισήμων λαμβάνουν απάντησι και οδηγούν σε μια ήσυχη ζωή, χωρίς βίαιες καταδιώξεις και οχλοκρατίες, χωρίς απαγορεύσεις και φυλακίσεις, τότε απεργάζονται αγαθόν για κάθε είδους ανθρώπους, και όχι μόνο για τους μάρτυρας του Ιεχωβά και τους άρχοντας. Επομένως, προσευχόμεθα για τους άρχοντας και άλλους που έχουν αξιώματα, για να σωθούν κάθε είδους άνθρωποι και να φερθούν σε επίγνωσι της αληθείας. Η ευρεία διακήρυξις βοηθεί κάθε είδους ανθρώπους.
22. Κρατώντας, λοιπόν, την ισορροπία μας σ’ αυτό το ζήτημα, για ποιο πράγμα θα προσευχώμεθα και για ποιο δεν θα προσευχώμεθα;
22 Μερικοί κρατικοί λειτουργοί έχουν έλθει στην αλήθεια, αλλά δεν προσευχόμεθα γι’ αυτό. Προσευχόμεθα για ευκαιρία να κηρύξωμε σε όλα τα διασκορπισμένα ακόμη «άλλα πρόβατα» του Κυρίου, και αν είναι μεταξύ τους άρχοντες, αυτό μας χαροποιεί. Ούτε προσευχόμεθα για τα πολιτικά σχέδια των αρχόντων, ή για τον κόσμο του οποίου αποτελούν μέρος. (Ιωάννης 17:9· Ιάκωβος 4:3, 4) Οι προσευχές μας δεν πρέπει να λάβουν κάποιον πολιτικό τόνο ή χρώμα, διότι είμεθα ουδέτεροι σχετικά με τις υποθέσεις αυτού του κόσμου. Οι Ιουδαίοι στον καιρό του Ιησού, και πριν και μετά τον καιρό του, είχαν προχωρήσει πολύ στο ενδιαφέρον των για τον Καίσαρα και μπορούσαν να πουν για απόδειξι του πατριωτισμού των: «Προσφέραμε θυσίες δυο φορές την ημέρα για τον Καίσαρα, και για το Ρωμαϊκό λαό.» (Ιωσήπου Πόλεμοι των Ιουδαίων, Βιβλίον II, Κεφάλαιον Χ, Τμήμα 4) Έφθασαν ακόμη ως την ακρότητα—που αποτελούσε αυτοκτονία—ν’ απορρίψουν τον Μεσσία με τη θορυβώδη κραυγή: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα.» (Ιωάννης 19:15) Ας γίνουν άλλοι τόσο ανισόρροποι στην αποψί τους γι’ αυτό το ζήτημα και ας πέσουν σε καταστροφή αν επιμένουν σ’ αυτήν, αλλά εμείς ας προσέξωμε τη συμβουλή του Παύλου: «Συ δε αγρύπνει εις πάντα.» (2 Τιμόθεον 4:5) Δεν θα προσευχώμεθα, λοιπόν, για τη μεταστροφή του κόσμου, ή για τη μεταστροφή ενός αθέου έθνους, ή για τη μεταστροφή κυβερνητικών σωμάτων ή επισήμων ως ατόμων· μάλλον θα προσευχώμεθα στον Θεό να κατευθύνη, αν ευαρεστήται, τους άρχοντας και τους δικαστάς ν’ αντιληφθούν καθαρά τα ζητήματα σχετικά με το λαό του, και τούτο χάριν του έργου του. Μπορούμε να προσευχώμεθα σχετικά με δικαστικές υποθέσεις, απαγορεύσεις, καταδιώξεις πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα», και άλλες περιπτώσεις στις οποίες περιλαμβάνεται το έργον, και αυτή η προσευχή θα αφορά επίσης τους επισήμους που περιλαμβάνονται στην περίπτωσι, και αν αυτοί ανταποκρίνωνται δικαίως, αυτό θα είναι προς όφελος των. Ο Θεός ασφαλώς θα εκτελέση το έργο του και θα ευλογήση το λαό του, ενίοτε δε διευθύνει στρατηγικώς τους κοσμικούς άρχοντας να πράξουν το θέλημά του. (Αποκάλυψις 17:17) Οπωσδήποτε, οι προσευχές μας σχετικά μ’ εκείνους που κατέχουν αξιώματα, δεν θα τους εξυψώσουν ποτέ επάνω από τις Ανώτερες Εξουσίες, τον Ιεχωβά Θεό και τον Χριστό Ιησού.
23. Τι σημαίνει για ένα Χριστιανό το να ‘υποτάσσεται’;
23 Η τελική σύνοψις του ζητήματος της υποταγής μας στις «ανώτερες εξουσίες» είναι ένα ζήτημα ταπεινοφροσύνης. Αναγνωρίζομε την πολύ κατώτερη θέσι μας ενώπιον του ζώντος Θεού. Κατανοούμε ότι εξαρτώμεθα τελείως απ’ αυτόν για ζωή και όλες τις σημερινές και μέλλουσες απεριόριστες ευλογίες της. Με την αυξανόμενη γνώσι του λόγου Του, αυξάνει και η κατάλληλη εκτίμησις από μέρους μας της υποταγής αυτής. Αυτή αντανακλάται όχι μόνο στη δράσι του κηρύγματός μας, αλλά και στο σύνδεσμο μας ως ευρέως αφυπνισμένων μελών της κοινωνίας του νέου κόσμου και στις οικιακές μας σφαίρες ζωής επίσης. Η υποταγή μας στις αληθινές ανώτερες εξουσίες παράγει μια τρυφερή σχέσι μαζί τους, που είναι η σχέσις της θείας ευνοίας.—Ιάκωβος 4:6, 7.
24. Ποια φροντίδα πρέπει να καταβάλλεται (1) για την παλαιά μας πορεία και (2) για τη νέα μας πορεία;
24 Η παλαιά μας πορεία στην κοινωνία του παλαιού κόσμου έχει αφήσει τα σημάδια της κατά τον καιρό που δεν είχαμε ακόμη έλθει σε υποταγή στις αληθινές ανώτερες εξουσίες. Αλλά ο προηγούμενος αυτός καιρός της ανυποταξίας είναι πίσω μας. Τώρα που ανελάβαμε τη νέα πορεία, ας το πράξωμε αυτό με πλήρη κατανόησι. Πρέπει να καταβληθή μεγάλη φροντίδα ν’ ακολουθήσωμε τις υγιείς αρχές και τα πλούσια προηγούμενα που κατεγράφησαν στη Βίβλο για να οδηγούν το δρόμο μας. Αποφεύγετε να δυσαρεστήσετε τις θεοκρατικές ανώτερες εξουσίες με οποιαδήποτε πράξι απιστίας. Αυτό μπορεί να σημάνη την αποτυχία σας ν’ αποκτήσετε αιώνια ζωή στο νέο κόσμο. Οι παλαιοί ενδοιασμοί και συνήθειες είναι καλό να τεθούν κατά μέρος. Νέα καθήκοντα, που μπορούν να εξακριβωθούν από τις Γραφές, είναι καλό να γίνουν δεκτά και να εκτελεσθούν από όλους μας. Ας κινηθούμε για ν’ αφιερώσωμε όλες τις ενέργειές μας και την περιουσία μας σε μια ολική υποταγή στην κυβέρνησι του νέου κόσμου. Ας κάνωμε το παν για να καταστήσωμε επιτύχη αυτή τη νέα πορεία. Καθημερινά ζήτε σαν στο νέο κόσμο και συμμορφώνεσθε μ’ αυτόν. Πραγματικά, η ζωή στην κοινωνία του νέου κόσμου είναι ήδη μια πραγματικότης. Απολαύσατε τώρα στο πλήρες τους καρπούς και την ειρήνη της υποταγής στις διατάξεις του νέου κόσμου.
[Υποσημειώσεις]
1 Το Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ανατολική Περιφέρεια της Ουάσιγκτον, στο 1943 απεφάνθη, σε συνέπεια με τον Ιάκωβον Μάντισον, τον τέταρτον πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών λίγα χρόνια μετά το 1800, ότι ένα άτομο είναι υπήκοος του Παγκοσμίου Κυρίαρχου (Θεού) καθώς και υπήκοος του κράτους. Το δικαστήριο αυτό παρέθεσε από τα «Υπόμνημα και Παραστάσεις» του Μάντισον—«Είναι καθήκον κάθε ανθρώπου ν’ αποδίδη στον Δημιουργό τέτοια υποταγή, και τέτοια μόνο, που πιστεύει ότι είναι ευπρόσδεκτη σ’ Αυτόν. Το καθήκον αυτό προηγείται, και σε χρονική σειρά και σε βαθμό υποχρεώσεως από το καθήκον προς τις αξιώσεις της Πολιτικής Κοινωνίας [του κράτους]. Προτού οποιοσδήποτε άνθρωπος θεωρηθή ως μέλος της Πολιτικής Κοινωνίας, πρέπει να θεωρηθή ως υπήκοος του Σύμπαντος. Και αν ένα μέλος της Πολιτικής Κοινωνίας, που εισέρχεται σ’ έναν υποδεέστερο συνεταιρισμό, πρέπει πάντοτε να το κάνη αυτό με μια επιφύλαξι σχετική με το καθήκον του προς τη Γενική Εξουσία, πολύ περισσότερο πρέπει κάθε άνθρωπος που γίνεται μέλος κάποιας ιδιαίτερης Πολιτικής Κοινωνίας, να το κάνη αυτό με διαφύλαξι της υποταγής του στον Παγκόσμιον Κυρίαρχον [τον Θεόν].» Ηνωμέναι Πολιτείαι κατά Χίλλυαρντ, 52 F. Supp. 612.
[Εικόνα στη σελίδα 280]
Οι δυο όψεις του αργυρού δηναρίου με την εικόνα και την επιγραφή του Τιβερίου Καίσαρος