Ερωτήσεις από Αναγνώστες
● Είναι οι Χριστιανοί υποχρεωμένοι να δηλώνουν και να πληρώνουν φόρο για ‘δευτερεύουσες εργασίες’ ή φιλοδωρήματα;
Η βασική απάντησις σήμερα είναι η ίδια που έδωσε και ο Ιησούς σε μια ερώτησι σχετικά με τους φόρους: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Ματθ. 22:17-21) Αν ο νόμος της χώρας λέγη ότι ένας εργάτης ή υπάλληλος πρέπει να πληρώνη φόρο για τα εισοδήματά του, οι Χριστιανοί τον πληρώνουν.
Σε πολλά μέρη, η κυβέρνησις λαμβάνει από τον εργοδότη μια δήλωσι σχετικά με το τι κερδίζει κάθε άτομο, και οι απαιτούμενοι φόροι κατακρατούνται από τον μισθό του ατόμου. Σε μια τέτοια περίπτωσι, ο χειρισμός του ζητήματος αυτού από την κυβέρνησι είναι συνήθως ευθύς. Αν ο Χριστιανός, καθώς υπολογίζει και αναφέρει τα ετήσια εισοδήματά του, βλέπη ότι πρέπει να πληρώση χρήματα περισσότερα από ό,τι του έχουν κρατηθή, πρέπει να το κάνη αυτό. Ή αν, ίσως επειδή έχει ωρισμένες νομικές υφαιρέσεις, του έχουν κατακρατήσει πολλά χρήματα, μπορεί να κάνη αίτησι για επιστροφή χρημάτων.
Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις απαιτείται από το άτομο να αναφέρη το εισόδημά του και κατόπιν το άτομο πρέπει να πληρώση όλους τους φόρους, όπως όταν έχη ανεξάρτητο επάγγελμα ή δική του εργασία. Ίσως ο φόρος να έχη αφαιρεθή από έναν εργοδότη στην τακτική του εργασία, αλλά ίσως όχι από κάποια προσωρινή ή δευτερεύουσα εργασία που γίνεται, για την οποία το άτομο είναι υπεύθυνο να πληρώση τον φόρο. Δεν πληρώνουν όλα τα άτομα τέτοιους φόρους, όπως δείχνει ένα άρθρο στους Τάιμς της Νέας Υόρκης με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1978, που λέγει: «Η Εργασία που δεν Αναφέρεται Μπορεί να Στοιχίση στις Ηνωμένες Πολιτείες Δισεκατομμύρια σε Φόρους και σε Προγράμματα Μειώσεως.»
Τα είδη που θεωρούνται εισόδημα από το οποίο απαιτούνται νομίμως φόροι, είναι πολυάριθμα και ποικίλλουν πολύ από μέρος σε μέρος. Σε μερικές χώρες δεν λαμβάνονται φόροι εισοδήματος από ένα μικρό ποσό εισοδημάτων κάτω από ένα καθωρισμένο σύνολο.a Αλλά αν είναι ‘έσοδα από δευτερεύουσες εργασίες’ και το άτομο έχη μια κανονική εργασία, συνήθως ο νόμος απαιτεί ν’ αναφερθούν όλα και να πληρωθή ο φόρος εισοδήματος εφ’ όλου του ποσού. Επίσης, σε μερικά μέρη, ακόμη και τα φιλοδωρήματα, όπως αυτά που λαμβάνει ένας σερβιτόρος σ’ ένα εστιατόριο, θεωρούνται από την κυβέρνησι φορολογήσιμο εισόδημα.
Σε ποια κατάστασι αφήνει αυτό το γεγονός τον Χριστιανό εργάτη ή υπάλληλο; Τον αφήνει με προσωπική ευθύνη να μάθη τους νόμους φορολογίας της χώρας του και κατόπιν να είναι έντιμος και να πληρώση τον φόρο εισοδήματος που απαιτείται απ’ αυτόν. Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας ανωτέρας εξουσίας. . . . Πράττε το καλόν, και θέλεις έχει έπαινον παρ’ αυτής [της ανωτέρας εξουσίας]. . . . Εάν όμως πράττης το κακόν, φοβού· διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν· επειδή του Θεού υπηρέτης είναι, εκδικητής διά να εκτελή την οργήν κατά του πράττοντος το κακόν. Διά τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε ουχί μόνον διά την οργήν, αλλά και διά την συνείδησιν. . . . Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον τον φόρον.»—Ρωμ. 13:1, 3-5, 7.
Οι Χριστιανοί εργάτες διακρίνουν τη σοφία αυτού. Παραδείγματος χάριν, αποφεύγουν έτσι να διώκωνται νομικώς. Επίσης, υπάρχει το ζήτημα της καθαρής συνειδήσεώς τους, που οπωσδήποτε είναι κάτι πολύτιμο. Το άρθρο της εφημερίδος που ανεφέρθη προηγουμένως, ανέφερε ότι ένας κυβερνητικός αξιωματούχος είπε κάτι σχετικά με την έκτασι του μη αναφερθέντος φόρου εισοδήματος: «Πόσο υπάρχει, μόνο ο Θεός γνωρίζει.» Αυτός ο αξιωματούχος ίσως χρησιμοποιούσε απλώς μια λαϊκή έκφρασι. Αλλά οι αληθινοί Χριστιανοί είναι βέβαιοι ότι ο Θεός, ο οποίος βλέπει τα πάντα, γνωρίζει πότε ένας Χριστιανός εκουσίως εξαπατεί, όπως όταν δεν αναφέρη μια εργασία του για ν’ αποφύγη να πληρώση φόρο εισοδήματος. Οι Χριστιανοί υπάλληλοι, για να έχουν καθαρή συνείδησι, προσπαθούν να είναι έντιμοι σε όλες τις απόψεις, περιλαμβανομένης και της πληρωμής των φόρων τους.—Εβρ. 13:18.
Επίσης, αυτά που είπε ο Παύλος σχετικά με τη λήψι επαίνου αποδεικνύονται αληθινά. Οι ακόλουθοι του Ιησού συχνά επαινούνται από αξιωματούχους για την εντιμότητα τους, την αξιοπιστία τους σχετικά με την πληρωμή φόρων. Αυτό φαίνεται στην περίπτωσι μιας Αφρικανικής χώρας η οποία εδίωκε τους Μάρτυρες επειδή δεν ενώνοντο με το πολιτικό κόμμα που κυβερνούσε. Όταν η κυβέρνησις χρησιμοποίησε ως δημόσια πρόφασι την κατηγορία ότι οι Μάρτυρες δεν πλήρωναν τους φόρους τους, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι παγκοσμίως εγνώριζαν καλύτερα, διότι ήσαν εξοικειωμένοι με το υπόδειγμα των Μαρτύρων. Σχετικά με αυτό τον διωγμό, ο Δρ. Κ. Τζούμπερ πρόσφατα έγραψε: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, υπακούοντας στις Χριστιανικές πεποιθήσεις τους, πληρώνουν τους φόρους τους, υπακούουν στο νόμο, είναι ευσυνείδητοι εργάτες, . . . Η Εταιρία Σκοπιά δεν ενθαρρύνει τα μέλη της να απέχουν από την πληρωμή φόρων: αντιθέτως, η Εταιρία φαίνεται ότι ενθαρρύνει τη συμμόρφωσι σχετικά μ’ αυτό.»—Κοινωνική Πυξίδα, XXIV/1 1977, σελ. 128, 130.
Πράγματι, οι Χριστιανοί προσπαθούν ν’ ακολουθούν τη συμβουλή που έδωσε ο Ιησούς σχετικά με το ζήτημα του φόρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άλλοι πρέπει ν’ αναμιγνύωνται στις υποθέσεις του ατόμου, με την υποψία ότι μπορεί το άτομο να μην είναι έντιμο σ’ αυτό το ζήτημα· πιστεύομε ότι οι Χριστιανοί συνειδητά θα συμμορφώνωνται με τις απαιτήσεις του Καίσαρος. Με εντιμότητα και επιθυμία για καλή συνείδησι, αποδίδουν στον Καίσαρα τον φόρο εισοδήματος που απαιτεί.
● Τι ήσαν οι ‘διάφοροι βαπτισμοί’ που ο Παύλος αναφέρει στους Εβραίους 9:10; Μήπως οι Εβραίοι εβάπτιζαν με νερό τους προσηλύτους;
Όχι, ο απόστολος Παύλος ανεφέρετο στον τυπικό καθαρισμό που απαιτούσε ο Μωσαϊκός νόμος.
Συζητώντας για τη λατρεία που εσχετίζετο με την αρχαία σκηνή, ο Παύλος έγραψε: «Ήτις ήτο τύπος εις τον τότε παρόντα καιρόν, καθ’ ον προσεφέροντο δώρα και θυσίαι, αίτινες δεν ηδύναντο να κάμωσι τέλειον κατά την συνείδησιν τον λατρεύοντα, επειδή ήσαν διατεταγμένα μόνον εις βρώματα και πόματα και διαφόρους βαπτισμούς και διατάξεις σαρκικάς, μέχρι καιρού διορθώσεως.»—Εβρ. 9:9, 10.
Έτσι, οι ‘διάφοροι βαπτισμοί’ ήσαν χαρακτηριστικά της λατρείας υπό τον Νόμο. Παραδείγματος χάριν, μιλώντας για ωρισμένα ακάθαρτα ζώα, ο Νόμος εδήλωνε: «Και παν πράγμα επί του οποίου ήθελε πέσει τι εκ τούτων τεθνεώτων, θέλει είσθαι ακάθαρτον· παν αγγείον, . . . εις το οποίον γίνεται εργασία, θέλει εμβληθή εις ύδωρ και θέλει είσθαι ακάθαρτον έως εσπέρας· τότε θέλει είσθαι καθαρόν.» (Λευιτ. 11:32) Ομοίως, ως μέρος του εθιμοτυπικού καθαρισμού το άτομο θα έπρεπε να πλύνη τα ρούχα του και να λουσθή. (Λευιτ. 14:8, 9· 15:5) Οι ιερείς ήσαν υποχρεωμένοι να λούωνται, και έπρεπε να ξεπλύνουν με νερό τα πράγματα που επρόκειτο να προσφέρουν ως ολοκαυτώματα. (Έξοδ. 29:4· 30:17-21· Λευιτ. 1:13· 2 Χρον. 4:6) Τον καιρό που ήλθε ο Μεσσίας, οι Ιουδαίοι είχαν προσθέσει πολλές τελετουργίες για καθαρισμό που ο Νόμος δεν απαιτούσε. Ο Ιησούς είπε σχετικά: «Και επιστρέψαντες από της αγοράς, εάν δεν νιφθώσιν, δεν τρώγουσιν· είναι και άλλα πολλά, τα οποία παρέλαβαν να φυλάττωσι, πλύματα [βαπτισμούς, Κείμενον] ποτηρίων και ξεστών και σκευών χαλκίνων και κλινών.»—Μάρκ. 7:4.
Στη διάρκεια των αιώνων που το Ισραήλ αποτελούσε το εκλεκτόν έθνος του Θεού, οι μη Ισραηλίται που απεδέχοντο τη λατρεία του Ιεχωβά δεν υποχρεούντο να βαπτισθούν σε νερό, αλλά έπρεπε να περιτμηθούν. (1 Βασ. 8:41-43· Πράξ. 8:27) Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έλαβε εξουσιοδότησι να βαπτίζη άλλους, βαπτίζοντας τους Ιουδαίους ως σύμβολο της μετανοίας των για τις αμαρτίες που είχαν κάνει έναντι του Νόμου. (Λουκ. 3:3) Το εν ύδατι βάπτισμα, εν τούτοις, έγινε μια απαίτησις για κείνους που θα δέχοντο τη Χριστιανοσύνη. Ήταν ένα μέσο για να δείξουν ότι είχαν μετανοήσει, μεταστραφή και αφιερωθή στον Θεό.—Ματθ. 28:19, 20· Πράξ. 22:16.
[Υποσημειώσεις]
a Ο νόμος μπορεί ακόμη να απαιτή ν’ αναφερθή το εισόδημα και, ίσως, άλλοι φόροι να πληρωθούν, όπως ο φόρος κοινωνικής ασφαλίσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες.