Πράττετε τα Πάντα με Συνείδησι Αγαθή
«Μακάριος όστις δεν κατακρίνει εαυτόν εις εκείνο, το οποίον αποδέχεται.»—Ρωμ. 14:22.
1. Γιατί πρέπει να είμεθα προσεκτικοί στο να δίνωμε συμβουλές στους άλλους για προσωπικά ζητήματα;
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ εύκολο να λαμβάνωμε ορθές αποφάσεις σε όλα τα ζητήματα που αντιμετωπίζομε στη ζωή. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, ο Ιάκωβος, ανεγνώρισε ότι «εις πολλά πταίομεν άπαντες.» Αυτός ήταν ένας λόγος, είπε, για τον οποίο δεν πρέπει να «γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, αδελφοί μου, εξεύροντες ότι μεγαλητέραν κατάκρισιν θέλομεν λάβει.» (Ιακ. 3:1, 2) Αν ευρύνωμε τις συμβουλές μας προς τους άλλους, πολλαπλασιάζομε την ευθύνη μας για τα αποτελέσματα.
2. Γιατί πρέπει όλες οι συμβουλές που δίδονται στους άλλους να βασίζωνται εξ ολοκλήρου στην Αγία Γραφή;
2 Αν οι συμβουλές που δίνομε στους άλλους βασίζονται απλώς στη δική μας συνείδησι ή γνώμη, είναι δυνατόν να τους παραπλανήσωμε. Ακόμη κι αν προσπαθήσωμε να δώσωμε συμβουλές εξ ολοκλήρου σύμφωνες με την Αγία Γραφή, πρέπει να είμεθα βέβαιοι ότι έχομε την ορθή αντίληψι, ότι δεν πρόκειται για απλή εικασία ή ιδιωτική μας άποψι. Όταν ένα άτομο δέχεται συμβουλές που βασίζονται απλώς στη συνείδησι ή στη γνώμη του άλλου και τις εφαρμόζη, ελάχιστα ωφελείται. Μπορεί μάλιστα και να ζημιωθή πιο πολύ. Γιατί; Διότι δεν ενεργεί με την κατεύθυνσι της δικής του συνειδήσεως. Διότι, «παν ό,τι δεν γίνεται εκ πίστεως, είναι αμαρτία.»—Ρωμ. 14:23.
3. Τι απαιτείται εκ μέρους ενός ατόμου για να λάβη μια προσωπική απόφασι;
3 Ένα άτομο, για να έχη πίστι σ’ ένα ζήτημα, για το οποίο πρέπει να λάβη προσωπική απόφασι, πρέπει ν’ αποκτήση επίγνωσι από την Αγία Γραφή και σταθερή απόδειξι βασισμένη στα γεγονότα. (Εβρ. 11:1) «Ψυχή άνευ γνώσεως βεβαίως δεν είναι καλόν· και όστις σπεύδει με τους πόδας, προσκόπτει.» (Παροιμ. 19:2) Αν δεν έχη επίγνωσι του θελήματος του Θεού, μπορεί να σπεύση ν’ ακολουθήση μια κακή πορεία.
4. Αν ένα άτομο δυσκολεύεται να λάβη μια απόφασι, τι μπορεί να κάνη για να βοηθηθή;
4 Μερικοί Χριστιανοί, όμως, έχουν αδυναμίες στην πίστι τους, συχνά λόγω ελλείψεως γνώσεως για ένα ωρισμένο πρόβλημα ή ζήτημα της ζωής. Ο Ιάκωβος λέγει ότι ο Χριστιανός μπορεί ν’ αποκτήση την απαιτουμένη σοφία για να χειρίζεται οποιαδήποτε δυσχερή κατάστασι με το να προσεύχεται στον Θεό για σοφία. (Ιακ. 1:2, 5) Φυσικά, για να λάβη απάντησι για τον Θεό, πρέπει να συμβουλευθή και την Αγία Γραφή. Γιατί αυτό θα βοηθήση; Διότι οι Χριστιανοί έχουν τα ίδια ανθρώπινα προβλήματα σήμερα μ’ εκείνα που αντιμετώπισαν οι δούλοι του Θεού σε όλους τους αιώνες. Αν εξετάσωμε την Αγία Γραφή θα δούμε πώς πιστοί άνδρες, περιλαμβανομένων και των αποστόλων και των συντρόφων τους, έδωσαν συμβουλές και χειρίσθηκαν αυτά τα προβλήματα. Οι περιστάσεις βέβαια διαφέρουν, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα για το οποίο η Αγία Γραφή δεν παρέχει την ορθή αρχή. Η εφαρμογή της αρχής φέρει στο προσκήνιο τη γνώσι και τη συνείδησι.
ΝΟΜΟΣ ‘ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ’
5. Γιατί ο απόστολος Παύλος έγραψε για το θέμα της συνειδήσεως στη Χριστιανική εκκλησία της Ρώμης;
5 Αυτό το ζήτημα της συνειδήσεως εξήτασε ο απόστολος Παύλος στην επιστολή προς Ρωμαίους, κεφάλαιον 14. Στην εκκλησία της Ρώμης, υπήρχε γενική συμφωνία για τις βασικές, θεμελιώδεις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και για τον τρόπο διεξαγωγής του έργου της διακηρύξεως των «αγαθών νέων.» (Ρωμ. 1:8) Αλλά υπήρχαν διαφορές γνώμης, ιδιαίτερα σε προσωπικά ζητήματα. Αυτό ωφείλετο κατά μέγα μέρος στο παρελθόν και στην εκπαίδευσι διαφόρων μελών της εκκλησίας. Αυτές οι διαφορές ωφείλοντο κυρίως στο ευρύ χάσμα που διεχώριζε τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς, προτού αυτοί δεχθούν τη Χριστιανοσύνη.
6, 7. (α) Ποιες ήσαν οι ‘αδυναμίες στην πίστι των’ που είχαν μερικοί μέσα στην εκκλησία; (β) Ποιος ήταν ο πρώτιστος σκοπός του Νόμου, και τι αλλαγές έφερε ο Μεσσίας;
6 Ο Παύλος έγραψε: «Τον δε ασθενούντα κατά την πίστιν [τον έχοντα αδυναμίες στην πίστι του, ΜΝΚ] προσδέχεσθε.» (Ρωμ. 14:1) Αυτές οι ‘ασθένειες’ ή ‘αδυναμίες’ δεν ήσαν αδυναμίες πίστεως στον Θεό και Πατέρα και στον Κύριον Ιησού Χριστό, η οποία οδηγεί σε σωτηρία. Όλοι έπρεπε να έχουν αυτή την πίστι. (Η Μία Αμερικανική Μετάφρασις λέγει: «Να φέρεσθε σ’ εκείνους που είναι υπερευαίσθητοι στην πίστι τους ως σε αδελφούς.») Αυτές οι ‘αδυναμίες’ ήσαν σημεία στα οποία ωρισμένοι Χριστιανοί δεν ήσαν πλήρως κατατοπισμένοι, διότι δεν εγνώριζαν σαφώς την έκτασι της Χριστιανικής ελευθερίας. Παραδείγματος χάριν, επί αιώνες οι Ιουδαίοι ευρίσκοντο κάτω από τον Μωσαϊκό ‘κώδικα νόμων’ (Ρωμ. 13:9· 2 Κορ. 3:6), ο οποίος τους περιώριζε όσον αφορά τη βρώσι ωρισμένων τροφών που ήσαν ‘ακάθαρτες’ και προσέτασσε την τήρησι ειδικών ημερών, και λοιπά. (Λευιτ. 11:46, 47· Δευτ. 5:12-14) Ο σκοπός για τον οποίον ο Θεός έδωσε αυτό τον νόμο ήταν να προφυλάξη τους Ιουδαίους από το ν’ απορροφηθούν από τα ειδωλολατρικά έθνη, με τις ειδωλολατρικές τους πράξεις, ως τότε που θα ήρχετο ο Μεσσίας. (Γαλ. 3:23-25) Τότε θ’ άρχιζε να ισχύη ‘ο τέλειος νόμος της ελευθερίας’—ένας νόμος «εις τα ενδόμυχα αυτών,» γραμμένος στις καρδιές τους. (Ιακ. 1:25· Ιερεμ. 31:33) Ο νέος αυτός νόμος εκτίθεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
7 Ο Ιησούς Χριστός, ο Μεσσίας, με τη θυσία της ζωής του ελευθέρωσε τους Ιουδαίους που τον δέχθηκαν. Οι Εθνικοί, επίσης, μπορούσαν ν’ απελευθερωθούν από την προηγούμενη δουλεία των στην ειδωλολατρία. Όλοι οι Χριστιανοί—Ιουδαίοι και Εθνικοί—έστεκαν τώρα στο ίδιο επίπεδο ενώπιον του Θεού. (Εφεσ. 2:14-16) Εν τούτοις, ήταν δύσκολο για μερικούς από τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, που ήσαν εμποτισμένοι με τις προηγούμενες συνήθειες και ενέργειες, να κάνουν την αλλαγή. Μερικά πράγματα ‘απλώς ήσαν αντίθετα με τη συνείδησί τους.’
8. Ποια ήταν η τάσις μερικών στην εκκλησία απέναντι εκείνων που είχαν ‘αδυναμίες’ στην πίστι των, και πώς έπρεπε να τους φέρωνται;
8 Ο απόστολος Παύλος εκθέτει την κατάλληλη άποψι γι’ αυτά τα ζητήματα καθώς συνεχίζει λέγοντας στην εκκλησία να δέχεται εκείνους που είχαν ασθενή συνείδησι, «ουχί εις φιλονεικίας διαλογισμών.» («Να μη λαμβάνετε αποφάσεις για εσωτερικά ζητήματα,» ΜΝΚ· «Μην επικρίνετε τις απόψεις των,» Μια Αμερικανική Μετάφρασις· «αλλά μη φιλονεικείτε για γνώμες,» Αναθεωρημένη Στερεότυπος Μετάφρασις.) Ένας τέτοιος άνθρωπος, μολονότι η γνώμη ή η συνείδησίς του, διαφέρει, ίσως μάλιστα είναι «υπερευαίσθητος.» Έπρεπε να γίνεται εγκάρδια δεκτός ως ένας εξ ολοκλήρου αδελφός, ένας συγκληρονόμος του Χριστού. Η τάσις μερικών ατόμων ήταν να φιλονεικούν για τη γνώμη ή την άποψί του, η οποία προήρχετο από μέσα του, από την καρδιά του. Αυτό ήταν εσφαλμένο διότι έβλαπτε αυτούς οι οποίοι περιελαμβάνοντο, καθώς επίσης και την εκκλησία, η οποία έτσι ετίθετο με τη μια ή με την άλλη πλευρά και διαιρείτο.
ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
9. Ποιο ήταν το ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με τη βρώσι κρέατος;
9 Ο Παύλος αναφέρει το παράδειγμα της βρώσεως κρέατος. Εκείνο τον καιρό, τα ζώα που εσφάζοντο ή τα κρέατα που επωλούντο στις αγορές, σε πολλές περιπτώσεις, είχαν προηγουμένως τοποθετηθή ενώπιον ειδώλων, για να καθαγιασθή, κατά κάποιον τρόπο, το κρέας για τους λάτρεις που θα το έτρωγαν. Αυτό βέβαια δεν επηρέαζε το ίδιο το κρέας. Το είδωλο στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα. Αλλά εκείνοι που δεν ήσαν πλήρως κατατοπισμένοι σ’ αυτή την ορθή άποψι είχαν τύψεις συνειδήσεως όταν έτρωγαν το κρέας, φοβούμενοι ότι το κρέας είχε συνδεθή με την ειδωλολατρική ιεροτελεστία. (1 Κορ. 8:4-7) Γι’ αυτό και ο απόστολος συμβουλεύει:
«Άλλος μεν πιστεύει ότι δύναται να τρώγη πάντα [όλα όσα αποτελούν τροφή, περιλαμβανομένου και του κρέατος που ηγοράζετο από την αγορά], ο δε ασθενών τρώγει λάχανα [για να μη φάγη, ούτε και εν αγνοία του, από το κρέας που θεωρούσε “μολυσμένο” από την ειδωλολατρική ιερουργία]».—Ρωμ. 14:2.
10. Δεν πρέπει εκείνοι που έχουν διαφορετικές προσωπικές απόψεις από την πλειονότητα στην εκκλησία να ευθυγραμμίσουν την άποψί τους για να υπάρχη ‘το αυτό πνεύμα και η αυτή γνώμη’;
10 Τι έπρεπε να γίνη; Δεν έπρεπε αυτός ο άνθρωπος που έτρωγε μόνο χορταρικά να ευθυγραμμίση την άποψί του για να θεωρήται πλήρης Χριστιανός; Μερικοί ίσως επιστήσουν την προσοχή στην αρχή που λέγει ότι ‘έπρεπε να λέγουν πάντες το αυτό, και να μη ήναι σχίσματα μεταξύ των, αλλά να ήναι εντελώς ηνωμένοι έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην.’ (1 Κορ. 1:10) Αλλ’ αυτή η ενότης δεν ήταν ενότης γνώμης ή απόψεως σε ζητήματα προσωπικής εκλογής ή συνειδήσεως· ήταν ενότης στο ν’ ακολουθούν τον Χριστό, όχι ανθρώπους.—1 Κορ. 1:11-13.
11. Πώς θεωρούσαν αλλήλους τα άτομα μέσα στην εκκλησία για ζητήματα συνειδήσεως;
11 Μερικοί εξ Ιουδαίων Χριστιανοί που εγνώριζαν πλήρως το ζήτημα, καθώς και πολλά από τα εξ Εθνών μέλη της εκκλησίας, που ποτέ δεν είχαν συνηθίσει στους Μωσαϊκούς κανονισμούς, είχαν την τάσι να υποβλέπουν με καταφρόνησι τους υπερευαίσθητους, θεωρώντας τους ανόητους, ισχυρογνώμονες ή και φανατικούς ακόμη, ενώ οι υπερευαίσθητοι έκριναν τους άλλους ως σφάλλοντες στα όμματα του Θεού με το να εξέρχωνται από τα όρια της ελευθερίας τους. Γι’ αυτό και ο απόστολος διώρθωσε και τις δύο πλευρές.
«Ο τρώγων ας μη καταφρονή τον μη τρώγοντα, και ο μη τρώγων ας μη κρίνη τον τρώγοντα· διότι ο Θεός προσεδέχθη αυτόν. Συ τις είσαι όστις κρίνεις ξένον δούλον; εις τον ίδιον αυτού κύριον ίσταται ή πίπτει· θέλει όμως σταθή, διότι ο Θεός είναι δυνατός να στήση αυτόν.»—Ρωμ. 14:3, 4
12. Γιατί πρέπει να δεχώμεθα πλήρως τους άλλους Χριστιανούς που έχουν διαφορετικές από τις δικές μας γνώμες σε προσωπικά ζητήματα;
12 Αν ο Θεός δέχθηκε ένα άτομο ως ευπρόσδεκτο και του έδωσε το πνεύμα Του, ακόμη κι αν το άτομο αυτό έχη μερικές ευαισθησίες συνειδήσεως ή γνώμες που φαίνονται περιοριστικές χωρίς λόγο, ή, αν έχη ευρύτερες αντιλήψεις από τους άλλους, ποιοι είμεθα εμείς για να βρίσκωμε σφάλματα; Όλοι εμείς έχομε να δώσωμε λόγο στον Κύριό μας. Έχομε αρκετά προβλήματα, κάνομε λάθη και σφάλματα που δεν μας επιτρέπουν ν’ αναμιγνυώμεθα στις υποθέσεις κάποιου άλλου ατόμου. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί κατάλληλα ν’ αναμιχθή στις υποθέσεις του δούλου ή υπαλλήλου ενός άλλου ανθρώπου σχετικά με το πώς υπηρετεί αυτό τον άνθρωπο—και αυτό εφαρμόζεται ακόμη πιο έντονα στην περίπτωσι ενός δούλου του Θεού. Ο Θεός είναι ο Κριτής του δούλου του. Ναι, ο δούλος του «θέλει . . . σταθή» με τη βοήθεια του Ιεχωβά.
13. Πώς αληθεύει ότι ο Θεός πράγματι θα κάνη τον δούλο του να σταθή;
13 Ο Παύλος εδώ δεν εννοεί ότι ο Θεός θα υποστηρίξη τον δούλο του σε οτιδήποτε κάνει, και οπωσδήποτε δεν θα τον υποστηρίζη σε αδικοπραγίες. Αλλά κι αν ακόμη ένας Χριστιανός έχη μια άποψι συνειδήσεως η οποία ίσως επικρίνεται από τους άλλους και θεωρείται μάλιστα σαν ένα μη επαινετικό χαρακτηριστικό, ο Θεός δεν θα τον κρίνη δυσμενώς, αλλά θα ευαρεστηθή από το ότι η πράξις του ατόμου απορρέει από τη συνείδησί του. Αν ο Θεός το κρίνη κατάλληλο, στον ωρισμένο του καιρό θα κάνη τη συνείδησι του δούλου του να φθάση σε μια πιο ώριμη άποψι. Αλλά κανένας Χριστιανός δεν πρέπει να διανοήται να επιβάλη τη δική του συνείδησι στη συνείδησι κάποιου άλλου. Αν το κάνη αυτό, μπορεί να φέρη το άλλο άτομο σε δυσχερή θέσι, ή και να βλάψη την πίστι του. Συνεπώς, αυτός ο ίδιος θα λάβη «μεγαλυτέραν κατάκρισιν» ή κάποιο βαθμό καταδίκης, όπως λέγει ο Ιάκωβος.—Ιακ. 3:1.
14-16. Εξηγήστε τα λόγια του Παύλου στα εδάφια Ρωμαίους 14:5, 6.
14 Ο απόστολος δίνει άλλο ένα παράδειγμα:
«Άλλος μεν κρίνει μίαν ημέραν αγιωτέραν παρά άλλην ημέραν, άλλος δε κρίνει ίσην πάσαν ημέραν. Ας ήναι έκαστος πεπληροφορημένος εις τον ίδιον αυτού νουν. Ο παρατηρών την ημέραν παρατηρεί αυτήν δια τον Ιεχωβά, και ο μη παρατηρών την ημέραν δια τον Ιεχωβά δεν παρατηρεί αυτήν. Ο τρώγων δια τον Ιεχωβά τρώγει· διότι ευχαριστεί εις τον Θεόν. Και ο μη τρώγων δια τον Ιεχωβά δεν τρώγει και ευχαριστεί εις τον Θεόν.»—Ρωμ. 14:5, 6, ΜΝΚ.
15 Λόγου χάριν, ένας Ιουδαίος που είχε δεχθή τον Χριστόν και ο οποίος στο παρελθόν τηρούσε επί πολύν καιρό τον νόμο του Σαββάτου, μπορεί να αισθανόταν τύψεις συνειδήσεως όταν έκανε κάποια κοπιαστική εργασία σε μια Ιουδαϊκή μέρα Σαββάτου. Μπορεί να επρόκειτο για μαγείρεμα, ξυλουργική εργασία ή για ταξίδι σημαντικής αποστάσεως. Ακόμη κι αν επρόκειτο για εργασία της εκκλησίας, για κάτι που τα άλλα μέλη της εκκλησίας θ’ ανέμεναν απ’ αυτόν να πράξη γι’ αυτούς ή μαζί μ’ αυτούς, εκείνη την ημέρα αυτός ίσως δεν συμμετείχε ένεκα συνειδήσεως. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα το έκανε ευχαρίστως. Αλλά τηρούσε αυτή τη μέρα ως ειδική μέρα «δια τον Ιεχωβά» δηλαδή, πίστευε ότι ήταν θέλημα του Ιεχωβά να τηρή αυτή τη μέρα ως ιδιαίτερα ιερή. Και στα θέματα της τροφής, ευχαριστούσε τον Θεό που μπορούσε να είναι απόλυτα καθαρός και χωρισμένος από την ειδωλολατρία, διότι ο Θεός σαφώς είχε εκθέσει την άποψί του σε τέτοια ζητήματα μέσα στον Μωσαϊκό νόμο. (Παρατηρήστε πώς αισθανόταν ο Δανιήλ, που ήταν τότε κάτω από τον Νόμο. [Δαν. 1:8]) Η πράξις του αυτή λόγω συνειδήσεως δεν έθιγε κανένα μέσα στην εκκλησία και δεν διέπραττε καμμιά αδικοπραγία. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά δεν τον έκρινε ως ακάθαρτο. Ο Ιεχωβά εκτιμούσε το ότι αυτό το άτομο απέδιδε υπακοή ανάλογα με ό,τι εγνώριζε και με μια καθαρή συνείδησι, χωρίς ν’ αρνήται τη θυσία του Χριστού.
16 Από την άλλη πλευρά, οι Χριστιανοί γενικά εκτιμούσαν όλες τις ημέρες εξ ίσου ως ν’ ανήκουν στον Θεό—όλες ως ιερές—και καμμιά ως ιδιαίτερα ιερή. Έτρωγαν κρέας με καθαρή συνείδησι, γνωρίζοντας ότι, αν αυτό είχε προσφερθή προηγουμένως μπροστά σ’ ένα είδωλο, αυτό δεν μετέβαλλε το ίδιο το κρέας, διότι τα είδωλα στην πραγματικότητα δεν είχαν εξουσία. Ευχαριστούσαν τον Θεό που μπορούσαν να τρώγουν την τροφή που εκείνος είχε προμηθεύσει και τον ευγνωμονούσαν για την ελευθερία που τους είχε δώσει μέσω του Χριστού.
17. Γιατί πρέπει ο καθένας να είναι πλήρως πεπεισμένος στη δική του διάνοια;
17 Εν τούτοις, ο καθένας έπρεπε να είναι πλήρως πεπεισμένος στη δική του διάνοια. Αν ένας Χριστιανός ενσυνείδητα δεν μπορούσε να διακρίνη καθαρά την άποψι του άλλου, στη δική του διάνοια, το να δεχθή αυτή την άποψι ενάντια στη δική του συνείδησι δεν θα του έκανε καλό αλλά, στην πραγματικότητα θα τον έβλαπτε. Δεν έπρεπε κανείς να επικρίνη, να φιλονεική, να κρίνη ή να καταφρονή τον άλλο. (Ιακ. 4:11, 12) Ούτε έπρεπε να επιβάλη τη δική του άποψι στον άλλο. Αν εγίνετο αυτό, τότε το άτομο θα προσπαθούσε να κυριαρχήση στην πίστι του άλλου.
18. Υπάρχει τίποτε που μπορούν να κάνουν οι πρεσβύτεροι ή άλλοι για να βοηθήσουν ένα άτομο να έχη μια ακριβέστερη άποψι για κάποιο προσωπικό ζήτημα; Αν ναι, τι μπορούν να κάνουν;
18 Αυτό δεν σημαίνει ότι ζητήματα συνειδήσεως δεν μπορούν να συζητούνται, και να γίνεται έρευνα γι’ αυτά, για να λαμβάνεται η άποψις της Αγίας Γραφής. Επιχειρήματα σχετικά με τη Γραφική θέσι μπορεί να επηρεάσουν ένα ζήτημα. Αλλά οι λογομαχίες και οι φιλονεικίες ή το να επιμένωμε να δη το άλλο άτομο τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο ή να ενεργήση όπως εμείς θέλομε, πρέπει ν’ αποφεύγωνται. Οι πρεσβύτεροι και άλλοι ώριμοι αδελφοί μπορούν να βοηθήσουν τους αδυνάτους ή τους πληροφορημένους σε τέτοια ζητήματα. Αλλ’ αυτό θα γίνεται στον βαθμό που είναι κατάλληλο να γίνη. Το άτομο πρέπει κατόπιν να ενεργήση σύμφωνα με ό,τι κατά συνείδησι φρονεί ότι είναι ευπρόσδεκτο στον Θεό.
Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΕΠΗ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΕ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ
19. Πώς μπορούμε να σύρωμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι πρέπει ν’ αφήνεται στη συνείδησι του ατόμου και τι να μην αφήνεται;
19 Μολονότι ο απόστολος εδώ χρησιμοποιεί μόνο δύο παραδείγματα, θέτει την αρχή για όλες τις περιπτώσεις στις οποίες περιλαμβάνεται η συνείδησις. Σήμερα υπάρχουν πολλές περιπτώσεις για τις οποίες δεν υπάρχει ιδιαίτερη άμεση διδασκαλία ή κανόνες από την Αγία Γραφή. Αυτές οι περιπτώσεις λέγεται ότι βρίσκονται στη «φαιά ζώνη.» Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν στον τομέα της εργασίας, της ιατρικής νοσηλείας, της διατροφής, του ιματισμού και αλλού. Η Αγία Γραφή δίνει αρχές για να μας καθοδηγήση σε όλους αυτούς τους τομείς. Εκείνο που δηλώνει θετικά, πρέπει όλοι να το ακολουθούμε. Παραδείγματος χάριν, η Γραφή λέγει ότι η αμφίεσις και η κόμμωσις πρέπει να είναι ‘σεμνή, με αιδώ και σωφροσύνη,’ εύτακτη και καθαρή. (1 Τιμ. 2:9· 2 Κορ. 7:1) Ο σεβασμός για τα αισθήματα των αδελφών μας και της εκκλησίας καθώς και η καλή φήμη της εκκλησίας στην κοινότητα πρέπει να διαφυλάσσωνται. Αλλά η μόδα, το χρώμα, και λοιπά, μπορεί να ποικίλλη πολύ, ανάλογα με τις ατομικές προτιμήσεις.
20. Τι πρέπει να κάνη ένα άτομο που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα στο οποίο η απάντησις δεν είναι σαφής σ’ αυτόν;
20 Το άτομο που βρίσκεται σ’ αυτή τη «φαιά ζώνη,» πρέπει να εξετάση την Αγία Γραφή καθώς και Γραφικά βοηθήματα. Αν δεν έχη ακόμη λάβει μια σαφή απόφασι, μπορεί να συμβουλευθή τους πρεσβυτέρους ή άλλους που μπορούν να τον βοηθήσουν να διακρίνη τι λέγει η Αγία Γραφή, αλλά δεν πρέπει ν’ αφήνη τους άλλους ν’ αποφασίζουν για εκείνον. Αυτοί δεν αποτελούν τη «συνείδησί» του. Ας σταθμίζη αυτός ο ίδιος τα ζητήματα, ας λαμβάνη τη δική του απόφασι και ας ακολουθή το συμπέρασμά του στο οποίο κατέληξε λόγω της συνειδήσεώς του. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να δη το ζήτημα μ’ ένα διαφορετικό φως και να κάνη μια προσαρμογή, αλλά πρέπει ν’ αποφεύγη να κάνη κάτι για το οποίο αμφιβάλλει, ώστε να μην αυτοκατακρίνεται.—Ρωμ. 14:23.
21. Αν έχωμε ωρισμένες γνώμες που απορρέουν από τη συνείδησί μας, μήπως αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν πρέπει ν’ αλλάξωμε, ή τι σημαίνει;
21 Όλοι οι Χριστιανοί πρέπει συνεχώς ν’ αγωνίζωνται για να προοδεύουν σε κατανόησι και να προσπαθούν μ’ ένα πληρέστερο τρόπο να μιμούνται τον Θεό και τον Χριστό. Ενεργώντας έτσι, θα προοδεύουν συνεχώς στο να έχουν μια συνείδησι εκπαιδευμένη με μεγαλύτερη ακρίβεια. Πάντοτε πρέπει να πράττουν τα πάντα με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν μια αγαθή συνείδησι και ν’ αφήνουν στους Χριστιανούς αδελφούς των την ίδια ελευθερία.
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Ο Παύλος συμβούλευσε να γίνωνται δεκτοί οι νέοι πιστοί μολονότι είχαν αδυναμίες στην πίστι τους
[Εικόνα στη σελίδα 11]
Να σέβεσθε τη συνείδησι ενός νέου Χριστιανού σχετικά με την τήρησι του Σαββάτου ή τη βρώσι ωρισμένων τροφών