«Μωυσής, ο Άνθρωπος του Αληθινού Θεού»
ΕΧΕΤΕ ποτέ σας προσπαθήσει να δήτε ή να συναντήσετε έναν άνθρωπο που επέτυχε ένα αξιοσημείωτο κατόρθωμα, απέκτησε φήμη ή μεγάλη περιουσία; Κι ενοιώσατε τότε χαρά επειδή τον συναντήσατε προσωπικώς; Ωστόσο, σταθήκατε ποτέ να εξετάσετε, ότι, οποτεδήποτε θελήσετε, μπορείτε να συναντήσετε τα πιο σπουδαία πρόσωπα που έζησαν ποτέ, προσφεύγοντας απλώς στη Γραφή;
Είναι αλήθεια, το να συναντήση κανείς τέτοια πρόσωπα μέσω ενός βιβλίου πιθανόν να μην του διεγείρη τις αισθήσεις ούτε να του κολακεύη τη ματαιοδοξία, αλλά μπορεί να είναι από πάσης πλευράς ενδιαφέρον και απολαυστικό και κατά πολύ περισσότερον κερδοφόρο στην καρδιά και στο νου. Το να προσφεύγωμε στο Βιβλίο εκείνο θ’ αυξήση την αγάπη μας και την εκτίμησί μας τόσο για τον Ιεχωβά Θεό όσο και για τους υπερόχους άνδρας και γυναίκας που συναντούμε στις σελίδες του. Συγχρόνως θα παρακινηθούμε να ακολουθήσωμε τα ωραία τους παραδείγματα και θα μπορέσωμε ν’ αντλήσωμε μαθήματα από τα σφάλματα, που έκαναν εκείνοι, για να αποφύγωμε να διαπράξωμε εμείς τα ίδια.—Ρωμ. 15:4.
Όλα αυτά είναι ιδιαιτέρως αληθινά ως προς τον Μωυσή, ‘τον άνθρωπο του αληθινού Θεού’. Με δύναμι και σε μεγάλη κλίμακα υπηρέτησε τον Θεό και τον λαό του. Επί σαράντα χρόνια ο Θεός τον εχρησιμοποίησε ως προφήτη Του, για να ελευθερώση τον λαό Του, να μεσιτεύση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, να δώση στους Ισραηλίτας τους νόμους Του, να τους κρίνη, να είναι ο άρχων των, να οικοδομήση το αγιαστήριό τους και να διευθύνη τις επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις των. Επί πλέον, εχρησιμοποιήθη από τον Ιεχωβά για ν’ αρχίση τη συγγραφή της Βίβλου, στην οποία ούτε κανείς τον υπερέβαλε από απόψεως κάλλους, ούτε κάτι ίσον παρήχθη από απόψεως ποσότητος.—Έσδρας 3:2.
Επανειλημμένως αναφέρεται ως «ο άνθρωπος του αληθινού Θεού», και περίπου σαράντα φορές ως δούλος του Θεού. Γίνεται μνεία γι’ αυτόν στα μισά περίπου βιβλία των Εβραϊκών και των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, συνολικά οκτακόσιες περίπου φορές. Έζησε ως την ώριμη ηλικία των 120 ετών σε μια εποχή όπου τα εβδομήντα ή ογδόντα έτη ήσαν το φυσιολογικό μήκος της ζωής, και στον θάνατό του «δεν ημαυρώθησαν οι οφθαλμοί αυτού, ουδέ ηλαττώθη η δύναμις αυτού.»—Δευτ. 34:7· Ψαλμ. 90:10.
Καλώς, λοιπόν, εκρίθη άξιος να γραφούν γι’ αυτόν τα επιτάφια λόγια: «Και δεν ηγέρθη πλέον εν τω Ισραήλ προφήτης ως ο Μωυσής, τον οποίον ενώρισεν ο Ιεχωβά πρόσωπον προς πρόσωπον, εις πάντα τα σημεία και τεράστια, τα οποία ο Ιεχωβά απέστειλεν αυτόν να κάμη εν τη γη της Αιγύπτου, εις τον Φαραώ, και εις πάντας τους δούλους αυτού, και εις πάσαν την γην αυτού, και εις πάσαν την χείρα την κραταιάν, και εις πάντα τα θαυμάσια τα μεγάλα, τα οποία έκαμεν ο Μωυσής ενώπιον παντός του Ισραήλ.»—Δευτ. 34:10-12, ΜΝΚ.
ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΤΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ
Πριν από ένα περίπου αιώνα άρχισε μια πρόκλησις κατά της αυθεντικότητας των συγγραμμάτων του Μωυσέως, αλλά οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι της Παλαιστίνης έκαμαν τις θεωρίες αυτών των «ανωτέρων κριτικών» να φαίνωνται τόσο ανόητες ώστε δεν είναι ανάγκη να δαπανήσωμε χρόνο και χώρο για να τις αναιρέσωμε. Ούτε υπάρχει κάποιο αξιόλογο σημείο στις φανταστικές διηγήσεις που παρουσιάσθησαν από τον Ιώσηπο και άλλους, οι οποίοι προσεπάθησαν να συμπληρώσουν και ολοκληρώσουν τη Βιβλική αφήγησι σχετικά με τον Μωυσή, εφόσον διατελούν σε τόσο χτυπητή αντίθεσι με τη σοβαρή, λογική, και απλή Γραφική εξιστόρησι.
Ο Μωυσής εγεννήθη προφανώς το 1593 π.Χ., από δύο θεοφοβούμενους γονείς, τον Αμράμ και την Ιωχαβέδ, εκ της φυλής του Λευί. Αυτό ήταν στον καιρό, που είχε τεθή σε ισχύ το περί γενοκτονίας διάταγμα του Φαραώ: «Παν αρσενικόν το οποίον γεννηθή, εις τον ποταμόν ρίπτετε αυτό.» Λόγω όμως της πίστεως των στον Ιεχωβά Θεό, «ο Μωυσής . . . εκρύφθη τρεις μήνας υπό των γονέων αυτού, διότι είδον κεχαριτωμένον το παιδίον και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του βασιλέως.»—Έξοδ. 1:22· Εβρ. 11:23.
Όταν δεν μπορούσαν πια ν’ αποκρύψουν την παρουσία του, η μητέρα του τον ετοποθέτησε σ’ ένα μικρό κιβώτιο, που είχε κατασκευάσει από πάπυρο και πίσσα, και το ετοποθέτησε ανάμεσα στα καλάμια του ποταμού Νείλου, δίνοντας συγχρόνως οδηγίες στην αδελφή του Μαριάμ να παρακολουθήση τι θα συνέβαινε σ’ αυτόν. Κατά θείαν πρόνοιαν, το παιδίον ευρέθη από τη θυγατέρα του Φαραώ καθώς ήλθε να λουσθή εκεί. Το γεγονός ότι ήταν πολύ εύμορφο παιδί και το ότι τη στιγμή αυτή έκλαιε, της εκίνησαν τόσο πολύ τη συμπάθεια ώστε συνεφώνησε απόλυτα στην εισήγησι που της έγινε από την αδελφή του παιδίου, να βρη μια γυναίκα Εβραία να θηλάση το παιδί για λογαριασμό της. Έτσι συνέβη ώστε ο Μωυσής να ανατραφή σ’ ένα θεοφοβούμενο σπίτι, δηλαδή, των δικών του γονέων. Σε ωρισμένη ηλικία εφέρθη στη θυγατέρα του Φαραώ, που τον ωνόμασε Μωυσή. «Ότι εκ του ύδατος έσυρα αυτό», είπε.—Έξοδ. 2:10.
Τόσο καλά οι γονείς του ανέθρεψαν τον Μωυσή «εν παιδεία και νουθεσία του Ιεχωβά» ώστε ‘ωσότου εγήρασε, ουδέποτε απεμακρύνθη απ’ αυτή’, έστω και αν αργότερα «εδιδάχθη . . . πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων.» Όταν ο Μωυσής ήταν σε ηλικία σαράντα ετών, είχε πλήρως ωριμάσει, ήταν ένας άνδρας ισχυρός στη διάνοια και στο σώμα, «δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.»—Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ· Παροιμ. 22:6· Πράξ. 7:22.
Τότε ήταν που ο Μωυσής έλαβε τη σπουδαία απόφασι της ζωής του: «Προκρίνας μάλλον να κακουχήται με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν αμαρτίας· κρίνας τον υπέρ του Χριστού [διωρισμένου δούλου του Θεού] ονειδισμόν μεγαλήτερον πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς.» Αφού συνεκρούσθη μ’ έναν Αιγύπτιο και τον εφόνευσε, επειδή κακομετεχειρίσθη έναν Ισραηλίτη, και διεπίστωσε ότι οι προσπάθειες του υπέρ του λαού του δεν εξετιμώντο απ’ αυτόν, ο Μωυσής εθεώρησε σκόπιμο να φύγη.—Εβρ. 11:25, 26· Πράξ. 7:25-29.
Φεύγοντας προς ανατολάς, ήλθε στη γη Μαδιάμ κι έτυχε καλής υποδοχής από έναν ιερατικό σεΐχη της, κάποιον ονόματι Ιοθόρ, διότι είχε σπεύσει προς βοήθειαν των θυγατέρων του σχετικά με το πότισμα των ποιμνίων των. Εκεί παρέμεινε ο Μωυσής κι εποίμαινε τα ποίμνια του Ιοθόρ επί σαράντα χρόνια. Ως ποιμήν σ’ όλα εκείνα τα χρόνια ο Μωυσής έμαθε να υπομένη, να είναι ταπεινός, πράος και να προσμένη τον Ιεχωβά. Όταν ήταν στη Μαδιάμ ενυμφεύθη μια από τις θυγατέρες του Ιοθόρ και απέκτησε δύο υιούς με αυτή. Χωρίς να το γνωρίζη ο Μωυσής ο Θεός τον προετοίμαζε να υπηρετήση τον λαό του μ’ έναν πολύ καταπληκτικό τρόπο. Πόσες φορές στα σαράντα εκείνα χρόνια οι σκέψεις του Μωυσέως πρέπει να είχαν στραφή προς τους υποδούλους αδελφούς του στην Αίγυπτο!—Έξοδ. 2:15-25· Πράξ. 7:30.
Ο ΜΩΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Κατόπιν, ο Μωυσής εκλήθη μια μέρα από τον Ιεχωβά Θεό να κάμη εκείνο ακριβώς το πράγμα που τόσο είχε επιθυμήσει να κάμη πριν από σαράντα χρόνια, δηλαδή, ν’ απελευθερώση τον λαό του. Δεν υπήρχε καμμιά ασάφεια ή σύγχυσις σχετικά με την κλήσι αυτή. Δεν την επενόησε ο Μωυσής, καθώς μπορούμε να δούμε από το γεγονός ότι ήταν πολύ διστακτικός να δεχθή την αποστολή που του ανέθεσε ο άγγελος του Ιεχωβά, ο οποίος ενεφανίσθη σ’ αυτόν σε μια φλεγόμενη βάτο που δεν κατεκαίετο. Για πρώτη φορά διαβάζομε στη Γραφή ότι ένας άνθρωπος έλαβε τη δύναμι να εκτελέση θαύματα, από τα οποία το πρώτο ήταν η μετατροπή μιας ράβδου σε όφιν και κατόπιν πάλι σε ράβδο, έτσι ώστε να μπορή ο Μωυσής ν’ αποδείξη στο λαό του ότι ο Ιεχωβά πραγματικά είχε εμφανισθή σ’ αυτόν.—Έξοδ. 3:1-4:31.
Και τα θαύματα συνεχίσθηκαν από τον Μωυσή. Αυτός εχρησιμοποιήθη ως όργανον για να επέλθουν δέκα υπερφυσικές πληγές επί της Αιγύπτου. Αυτές δεν μπορούν ν’ αποδοθούν σε φυσικές αιτίες, διότι τίθεται το ερώτημα, γιατί ήλθαν ακριβώς όταν ο Μωυσής είπε ότι θα ήρχοντο και έφυγαν μόνον κατ’ απαίτησίν του ή όταν είπε ότι θα έφευγαν; Κατόπιν ήλθε η μεγάλη απελευθέρωσις του λαού του στην Ερυθρά Θάλασσα, δια μέσου της οποίας το έθνος του εβάδισε χωρίς να βραχούν τα υποδήματά τους, αλλά στην οποία επνίγησαν οι Αιγύπτιοι που τους κατεδίωκαν. Το θαύμα ήταν καταφανές σε όλη την τεσσαρακονταετή μετανάστευσι του λαού του στην έρημο, εν μέσω άλλων πραγμάτων που έγιναν για την προμήθεια τροφής και ποτού. Υπήρχε το μάννα, που έπιπτε επί έξη ημέρες κάθε εβδομάδα και που ήταν αδύνατο να διαφυλαχθή ως την επόμενη ημέρα, εκτός αν εκείνη η μέρα ήταν το σάββατον, στην οποία δεν έπιπτε τίποτε. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, τα υποδήματα των και τα ρούχα των δεν εφθάρησαν!—Έξοδ. 7:19 έως 16:36· Δευτ. 29:5.
Άξιον ιδιαιτέρας μνείας, επίσης, ήταν το τρομακτικό θέαμα της γης που εσείετο, του πυρός, του καπνού, των αστραπών, του ήχου της σάλπιγγος και της δυνατής φωνής, που όλα ήσαν ταιριαστά συνοδευτικά σημεία της επιδόσεως του Νόμου από τον Ιεχωβά Θεό τον ίδιο. Ύστερ’ απ’ αυτό ο Μωυσής εδαπάνησε δυο φορές από σαράντα ημέρες επάνω στο ιερόν όρος, στην παρουσία του Θεού και των αγγέλων του, λαμβάνοντας οδηγίες σχετικές με τη λατρεία του Ισραήλ. Είδε τόση από τη δόξα του Θεού, όση θα μπορούσε οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα επί της γης να δη κι ωστόσο να ζήση, και, όταν κατήλθε προς τον λαό του, το πρόσωπο του έλαμπε τόσο πολύ ώστε ήταν ανάγκη επ’ αρκετόν καιρό κατόπιν να φορή κάλυμμα. Αναμφιβόλως, ως την έλευσι του Υιού του Θεού, ουδείς άλλος άνθρωπος εχρησιμοποιήθη τόσο δυναμικά και σε τέτοιο βαθμό όσον αφορά τη θεόδοτη ικανότητα επιτελέσεως θαυμάτων, όσο ο Μωυσής.—Έξοδ. 19:1-25· 33:20· 34:27-35.
«ΠΡΑΫΣ ΣΦΟΔΡΑ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ»
Η προσωπικότης του Μωυσέως ήταν, επίσης, εξέχουσα, διότι «ο Μωυσής ήτο πραΰς σφόδρα υπέρ πάντας τους ανθρώπους, τους επί της γης.» (Αριθμ. 12:3) Μερικοί διετύπωσαν απορία για τη δήλωσι αυτή, αλλ’ όταν εξετάζομε τα γεγονότα πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι εγράφη κάτω από θεία έμπνευσι.
Όπως χρησιμοποιείται στις Γραφές, η πραότης δεν υποδηλώνει αδυναμία αλλ’ ακριβώς το αντίθετο, υπαινίσσεται δύναμι. Σημαίνει ότι είναι κανείς υπομονητικός, ανεκτικός, να μακροθυμή στις αδικίες χωρίς δυσφορία, να έχη αυτοκυριαρχία και να είναι ευγενής, χωρίς να προκαλήται εύκολα ή να ερεθίζεται, να είναι συνεπώς πράος ή ηπίας διαθέσεως. Εκ τούτου συνάγεται ότι ένα πράο άτομο είναι, επίσης, ευδίδακτο.
Ο Μωυσής εξεδήλωσε την πραότητά του υπηρετώντας υπομονητικά ως κριτής από το πρωί έως το βράδυ, ανεχόμενος τους κατ’ επανάληψιν γογγυσμούς του λαού του, από τον καιρό που ήσαν ακόμη στην Αίγυπτο μέχρις ακριβώς της εισόδου στη Γη της Επαγγελίας. Επειδή ήταν ένας ατελής άνθρωπος, όπως και οι άλλοι από μας, μερικές φορές ήταν σχεδόν πολύ βαρύ γι’ αυτόν, αλλ’ εξακολούθησε να βαστάζη το φορτίο τους. Επανειλημμένως αντιμετώπισε τάσεις ανταρσίας, εκ μέρους του ίδιου του αδελφού του και της αδελφής του, εκ μέρους των αρχηγών της ίδιας του φυλής και ακόμη από το έθνος ολόκληρο. Εν τούτοις, μόνο μια φορά τον προκάλεσαν τόσο ώστε «ελάλησεν αστοχάστως δια των χειλέων αυτού» και «έπαθε κακώς ο Μωυσής δι’ αυτούς.»—Αριθμ. 11:10-15· Ψαλμ. 106:33, 32.
Μπορεί να σημειωθή ότι το επεισόδιο αυτό μας βοηθεί να υπογραμμίσωμε το γεγονός ότι η πραότης του Μωυσέως δεν ωφείλετο σε αδυναμία. Αυτός είχε μια εκπληκτική προσωπικότητα, διότι διαβάζομε ότι ήταν ισχυρός στους λόγους και στα έργα, αναμφιβόλως ένας εκ φύσεως δυνατός άνθρωπος. Είχε, επίσης, λάβει υψηλή μόρφωσι, καλύτερη από οποιουδήποτε άλλου από το λαό του. Συνήθως η ανωτέρα μόρφωσις κάνει έναν άνθρωπο λιγώτερο πράο, αλλά δεν συνέβαινε αυτό με τον Μωυσή.
Αυτός ήταν πράος κι ωστόσο ένας θαρραλέος, επίσης, άνδρας. Απαιτούσε μεγάλο θάρρος να εμφανισθή επανειλημμένως ενώπιον του Φαραώ, να οδηγήση τον δικό του λαό έξω από την Αίγυπτο, για να διασχίσουν την Ερυθρά θάλασσα και να περάσουν την έρημο. Συγχρόνως είχε ισχυρή αίσθησι της δικαίας αγανακτήσεως. Αυτή τον έκαμε να φονεύση έναν Αιγύπτιο, που μετεχειρίζετο άδικα έναν από τους ομοεθνείς του, να παρέμβη όταν ένας από τους αδελφούς του εφέρθη άδικα σε κάποιον άλλον και να πάρη το μέρος των θυγατέρων του Ιοθόρ έναντι των ποιμένων. Ειδικά, η εκ μέρους του θραύσις των πλακών του νόμου, μόλις είδε την ειδωλολατρία του λαού του, πιστοποιεί τη δυνατή δικαία αγανάκτησί του. Αυτό το χαρακτηριστικό κάνει, επίσης, την πραότητα του να εξέχη ακόμη περισσότερον.—Πράξ. 7:23-28.
Ούτε αυτό είναι όλο. Τι θα πούμε για την ικανότητά του να οργανώση τον λαό του σ’ έναν εύτακτο στρατό και σε έθνος, και να τους οδηγήση σε νίκη εναντίον των εχθρικών εθνών που εξήλθαν να συνάψουν μάχη; Μήπως δεν εχρησιμοποιήθη μ’ έναν εξέχοντα τρόπο στο να εκτελέση θαύματα; Ποιος ενεπνεύσθη να γράψη τόσο πολλά από τον λόγο του Θεού;a Και ποιος άλλος έλαβε το προνόμιο να δαπανήση ογδόντα ημέρες στην παρουσία του Θεού και των αγγέλων του, μιλώντας με τον Δημιουργό—ας το πούμε έτσι—πρόσωπο προς πρόσωπο; Και όμως· ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, πράος! «Πραΰς σφόδρα υπέρ πάντας τους ανθρώπους τους επί της γης»; Αναμφιβόλως!
Τι ήταν εκείνο που έκαμε τον Μωυσή να είναι πράος; Πρωτίστως η πίστις του. Λόγω της ισχυρής του πίστεως, μπορούσε να επαφίεται στα χέρια του Θεού αντί να αντενεργή προσπαθώντας να δικαιώση τον εαυτό του. Ο Ιεχωβά Θεός ήταν γι’ αυτόν πραγματικός, όπως μπορούμε να δούμε από τη συχνή του συνομιλία με τον Θεό. Ένας άλλος ισχυρός παράγων ήταν η ταπεινοφροσύνη τού Μωυσέως. Παραδειγματική ήταν η απάντησίς του, όταν ο Ιησούς του Ναυή προσεπάθησε να εμποδίση μερικούς Ισραηλίτες από το να προφητεύουν, ωσάν να έπρεπε ο Μωυσής να έχη το αποκλειστικό προνόμιο γι’ αυτό: «Ζηλοτυπείς υπέρ εμού; είθε πας ο λαός του Ιεχωβά να ήσαν προφήται, και ο Ιεχωβά να επέθετεν επ’ αυτούς το πνεύμα αυτού.»—Αριθμ. 11:29, ΜΝΚ.
Ασφαλώς, χωρίς το πνεύμα του Ιεχωβά ο Μωυσής δεν θα μπορούσε να είναι πράος, και, ιδιαιτέρως, χωρίς την αγάπη, τον καρπόν αυτόν του πνεύματος. Αγαπούσε τον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και την ισχύ και είχε ζήλο για τ’ όνομά Του και την αγνή λατρεία Του. Η αγάπη έκαμε γι’ αυτόν δυνατόν το να υποτάσσεται σε ό,τιδήποτε επέτρεπε ο Θεός.
Η αγάπη για τον πλησίον, για τον λαό του, βοηθούσε, επίσης, τον Μωυσή να είναι πράος, να ανέχεται τόσο πολλά από τον λαό του χωρίς δυσφορία. Πόσο αγνώμων ήταν ο λαός του! Αν και θραύει τις πλάκες του Νόμου με δίκαιη αγανάκτησι λόγω της ειδωλολατρίας των, το επόμενο πράγμα που κάνει είναι να συνηγορή γι’ αυτούς, όπως έπραξε ακριβώς μετά τη συζήτησι που έκαμαν για να τον λιθοβολήσουν λόγω της κακής αναφοράς των κατασκόπων. Το βιβλίο του Δευτερονομίου αποκαλύπτει πράγματι με ιδιαίτερο τρόπο την αγάπη του Μωυσέως για τον λαό του. Ήταν σαν μια επιστολή αγάπης γι’ αυτούς. Τι στοργή, τι προθυμία, τι ανησυχία για την ευημερία τους αποκαλύπτει σ’ αυτό το βιβλίο! Πώς κάνει έκκλησι προς αυτούς να πράττουν το ορθόν, για να ευοδωθούν τα πράγματα μ’ αυτούς, καθώς αφηγείται εκ νέου τον θαυμαστό τρόπο, με τον οποίον ο Ιεχωβά τούς είχε οδηγήσει!
Κατάλληλα ο Μωυσής υπήρξε ένας τύπος του Ιησού Χριστού. Ό,τι έκαμε ο Μωυσής σε μια μικρή σχετικώς κλίμακα, ο Ιησούς θα το κάμη σε μια παγγήινη, ναι, σε μια παγκόσμια κλίμακα, ως ο διεκδικητής του ονόματος του Ιεχωβά και ως ελευθερωτής και μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου.—Πράξ. 3:22, 23.
Ο Μωυσής υπηρέτησε χωρίς καμμιά υλική αμοιβή. Είχε την ικανοποίησι τού ότι εκτελούσε το θέλημα του Θεού και ότι είχε την επιδοκιμασία Του. Αναμφιβόλως απέβλεπε σε μελλοντική αμοιβή, και, στον ωρισμένο καιρό του Θεού, θα την λάβη στη νέα τάξι πραγμάτων του Θεού.
Ο Μωυσής υπήρξε ένα θαυμάσιο παράδειγμα για όλους τους δούλους του Θεού με την πίστι του, την ταπεινοφροσύνη, το ζήλο για τη δικαιοσύνη, την ακούραστη υπηρεσία του, την πραότητά του και την αγάπη του για τον Ιεχωβά και τον λαό του. Είναι αλήθεια ότι ήταν ατελής, κι έκαμε σφάλματα κατά περιστάσεις. Ενόσω προσπαθούμε ν’ αποφύγωμε παρόμοια λάθη, μπορούμε μόνον να σταθούμε με δέος σ’ αυτό που είχε το προνόμιο να εκτελέση και να επιδιώκωμε να μιμηθούμε τις εξαίρετες ιδιότητες του.
[Υποσημειώσεις]
a Την Πεντάτευχο, δηλαδή, την Γένεσι, Έξοδο, Λευιτικό, Αριθμούς και Δευτερονόμιο· επίσης το βιβλίο του Ιώβ και ένα τουλάχιστον Ψαλμό.