Κεφάλαιο 7
Ο Θεός που Έγραψε το Ίδιο Του Όνομα
1. (α) Στο όνομα ποιου ήταν γραμμένη στη Γένεσι η αφήγησις της δημιουργίας; (β) Στο όρος του Θεού στην Αραβία, τι έκαμε ο ίδιος όσον αφορά το γράψιμο;
Ο Δημιουργός προίκισε τον άνθρωπο με την ικανότητα να γράφη. Η αφήγησις της δημιουργίας των ουρανών και της γης και του ανθρώπου, όπως εξετέθη από τον Μωυσή στο βιβλίο της Γενέσεως, εγράφη στο όνομα του Δημιουργού, Ιεχωβά, για να την επιβεβαιώση. (Γένεσις 1:1 έως 2:4) Αλλά ήλθε ο καιρός, οπότε ο έγραψε το όνομά του για να το διαβάζη ο άνθρωπος. Αυτό έγινε στη χερσόνησο Σινά, στην οποίαν οι Ισραηλίται θαυματουργικά διέβησαν την Ερυθρά θάλασσα. Έγινε στο όρος, όπου ο Ιεχωβά ενεφανίσθη στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο.
2. Στο όρος του Θεού τι επρόκειτο να συμβή ως σημείον ότι αυτός απέστειλε τον Μωυσή;
2 Ως σημείον του Μωυσέως για το ότι ο Ιεχωβά τον απέστειλε για να ελευθερώση τον λαό του από την Αίγυπτο, θα εγίνετο το εξής: «Αφού εξαγάγης τον λαόν μου εξ Αιγύπτου, θέλετε λατρεύσει τον Θεόν επί του όρους τούτου.» (Έξοδος 3:12) Τη δεκάτη πέμπτη μέρα του Ιουδαϊκού σεληνιακού μηνός Νισάν, την επόμενη μέρα του πάσχα, ο Μωυσής εξήγαγε τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτο.
3. Στο όρος για ποιο πράγμα μίλησε στον Μωυσή, και ποια εισαγωγικά λόγια έπρεπε να πη σχετικώς ο Μωυσής στους Ισραηλίτας;
3 Τον τρίτο μήνα ύστερ’ απ’ αυτό οι Ισραηλίται ήλθαν στην έρημο Σινά κι εστρατοπέδευσαν στο Όρος Σινά (ή Χωρήβ) προς το νότιο άκρον της χερσονήσου. Ο Ιεχωβά δια του αγγέλου του τώρα εκάλεσε τον Μωυσή σ’ αυτό το «όρος του Θεού» και του είπε ότι θα έκαμνε μια διαθήκη ή ιερό συμβόλαιο με τον Ισραήλ. Ο Μωυσής ως μεσίτης μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ επρόκειτο να πη στον λαό του αυτά τα λόγια του Θεού: «Εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γη· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον.»—Έξοδος 19:1-6.
4. Πώς εξεδηλώθη επάνω στο όρος η παρουσία του Ιεχωβά, τι αισθανόταν ο λαός και πώς έπρεπε να φέρωνται προς αυτό το όρος;
4 Οι Ισραηλίται συνεφώνησαν να κάμουν ένα ιερό συμβόλαιο με τον Θεό με αυτούς τους όρους. Την τρίτη ημέρα ύστερ’ απ’ αυτό, ο λαός εστάθη στους πρόποδες του όρους, τρέμοντας για το βαρύ νέφος που εκάλυπτε το όρος και τον πολύ δυνατό ήχο της σάλπιγγος. «Το . . . όρος Σινά ήτο όλον καπνός διότι κατέβη ο Ιεχωβά εν πυρί επ’ αυτό· ανέβαινε δε ο καπνός αυτού ως καπνός καμίνου. . . . Ότε η φωνή της σάλπιγγος προέβαινεν αυξανομένη σφόδρα, ο Μωυσής ελάλει, και ο Θεός απεκρίνετο προς αυτόν μετά φωνής.» Ο Μωυσής εστάλη τότε για να τους πη ότι το όρος έπρεπε να παραμείνη ιερό και ότι δεν έπρεπε να πλησιάσουν και να το εγγίσουν. Το να κάμουν αυτό θα εσήμαινε θάνατο.—Έξοδος 19:7-25, ΜΝΚ.
5. Τι έδωσε τότε ο Θεός, μιλώντας από την κορυφή του όρους, και τι λέγουν η κάθε μια απ’ αυτές;
5 Τότε όλο το έθνος Ισραήλ άκουσε τον Θεό να ομιλή από την κορυφή του όρους για να τους δώση τη βασική σειρά νόμων (τις Δέκα Εντολές) για τη διαθήκη τους με αυτόν. (Έξοδος 20:1-17, ΜΝΚ) Είπε στον Ισραήλ:
«Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού.
»Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ανταποδίδων τας αμαρτίας των πατέρων επί τα τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς των μισούντων με· και κάμνων έλεος εις χιλιάδας γενεών των αγαπώντων με, και φυλαττόντων προστάγματά μου.
»Μη λάβης το όνομα Ιεχωβά του Θεού σου επί ματαίω· διότι δεν θέλει αθωώσει ο Ιεχωβά τον λαμβάνοντα επί ματαίω το όνομα αυτού.
»Ενθυμού την ημέραν του Σαββάτου, δια να αγιάζης αυτήν· εξ ημέρας εργάζου, και κάμνε πάντα τα έργα σου· η ημέρα όμως η εβδόμη είναι σάββατον Ιεχωβά του Θεού σου· μη κάμης εν ταύτη ουδέν έργον, μήτε συ, μήτε ο υιός σου, μήτε η θυγάτηρ σου, μήτε ο δούλος σου, μήτε η δούλη σου, μήτε το κτήνος σου, μήτε ο ξένος σου, ο εντός των πυλών σου· διότι εις εξ ημέρας εποίησεν ο Ιεχωβά τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν, και πάντα τα εν αυτοίς· εν δε τη ημέρα τη εβδόμη κατέπαυσε· δια τούτο ευλόγησε ο Ιεχωβά την ημέραν του σαββάτου, και ηγίασεν αυτήν.
»Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, δια να γείνης μακροχρόνιος επί της γης, την οποίαν σοι δίδει Ιεχωβά ο Θεός σου.
»Μη φονεύσης.
»Μη μοιχεύσης.
»Μη κλέψης.
»Μη ψευδομαρτυρήσης κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
»Μη επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου· μη επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· μηδέ τον δούλον αυτού, μηδέ την δούλην αυτού, μηδέ τον βουν αυτού, μηδέ τον όνον αυτού, μηδέ παν ό,τι είναι του πλησίον σου.»
6. Είχε γίνει ποτέ γνωστό το όνομα του Θεού στους πατριάρχας σε μια τέτοια διάταξι, όπως αυτή, και ποια δήλωσις υπάρχει για να δείξη αν οι Δέκα Εντολές είχαν δοθή στους πατριάρχας;
6 Στις πρώτες πέντε απ’ αυτές τις Δέκα Εντολές ο Ιεχωβά είπε το όνομά του οκτώ φορές, και ολόκληρο το έθνος άκουσε πώς αυτό προεφέρθη ορθά από τον ίδιο τον Θεό. Το όνομά του ποτέ δεν είχε καταστή γνωστό στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ σε μια τέτοια διάταξι όπως αυτή. Οι πατριάρχαι εκείνοι δεν είχαν λάβει αυτή τη σειρά των Δέκα Εντολών, διότι δεν είχαν εξαχθή από τον οίκον δουλείας στην Αίγυπτο, ούτε τους είχε δοθή πραγματικά η υποσχεμένη Γη Χαναάν. Ο Μωυσής είπε στους Ισραηλίτας ύστερ’ από σαράντα χρόνια: «Ιεχωβά ο Θεός ημών έκαμε διαθήκην προς ημάς εν Χωρήβ. Δεν έκαμε την διαθήκην ταύτην ο Ιεχωβά προς τους πατέρας ημών, αλλά προς ημάς, ημάς οίτινες πάντες είμεθα ενταύθα σήμερον ζώντες. Πρόσωπον προς πρόσωπον ελάλησεν ο Ιεχωβά με σας εις το όρος εκ μέσου του πυρός.» (Δευτερονόμιον 5:1-4, ΜΝΚ) Μ’ όλα ταύτα, οι Δέκα Εντολές δεν εδόθησαν στην Αίγυπτο ή σε κάποιο άλλο μη Ισραηλιτικό έθνος του αρχαίου κόσμου. Το έθνος Ισραήλ μόνο εδεσμεύετο απ’ αυτούς τους θεμελιώδεις νόμους της διαθήκης του με τον Ιεχωβά μέσω του Μωυσέως. Οι λαοί των εθνών, που δεν λατρεύουν τον Ιεχωβά ως Θεόν, απλώς κάνουν μερικά πράγματα που περιέχονται στις Δέκα Εντολές δυνάμει της συνειδήσεως, την οποίαν ο Δημιουργός ενεφύτευσε στο ανθρώπινο γένος.—Ρωμαίους 2:14, 15.
7. Πώς δεν έπρεπε να λαμβάνεται το όνομα του Θεού επί ματαίω;
7 Η Τρίτη Εντολή δεν έλεγε ότι ο υπό διαθήκην λαός του Θεού δεν έπρεπε ποτέ να προφέρη το άγιο προσωπικό του όνομα. Μάλλον, θα έπρεπε να δείχνουν σεβασμό σ’ αυτό και να το αγιάζουν, με το να μη το λαμβάνουν ποτέ επί ματαίω, δηλαδή για όχι καλό σκοπό, μ’ ένα κοινό, βλάσφημο τρόπο που θα επέφερε βλάβη στο όνομα, με κακή εφαρμογή αυτού.
8. (α) Η απαγόρευσις του να προφέρεται το όνομα ποιο αποτέλεσμα είχε πραγματικά; (β) Μεταξύ εκείνων που κρατούσαν το όνομα μυστικό, ποιοι ήσαν οι χειρότεροι παραβάται της Τρίτης Εντολής;
8 Ύστερ’ από χίλια και πλέον χρόνια, όταν οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέται θεωρούσαν αμάρτημα και να προφέρουν ακόμη το ιερόν Τετραγράμματον, αυτό δεν επροφύλαξε το ιερό όνομα από το να ληφθή επί ματαίω. Επιβάλλοντας απαγόρευσι στο όνομα και κάνοντας αυτό σαν κάτι το μυστηριώδες, έκαμαν τους μάγους να το λάβουν και να το χρησιμοποιήσουν σε μαγικούς τύπους σαν κάτι πολύ δυναμικό.a Το να γίνη το όνομα ένα θρησκευτικό μυστικό, για να το γνωρίζουν μόνο λίγοι εκλεκτοί, εμποδίζει το προσωπικό όνομα του Θεού από το να τυγχάνη επικλήσεως με πίστι για αιώνια σωτηρία. Οι πολύ λίγοι, που επιμένουν να κρατούν το όνομα μυστικό από τους άλλους χάριν της μη παραβάσεως της Τρίτης Εντολής, μπορεί να είναι οι ίδιοι οι χειρότεροι παραβάται της Τρίτης Εντολής. Στις ημέρες, που ο Υιός του Θεού ήταν στη γη, οι Ιουδαίοι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας πρόφεραν το όνομα προς ευλογίαν κάθε μέρα μέσα στον ναό της Ιερουσαλήμ καθώς και δέκα φορές στην ετήσια Ημέρα του Εξιλασμού, αλλά σ’ ένα χαμηλό μη ευκρινή τόνο. Εν τούτοις, οι αρχιερείς εκείνοι ήσαν που κατεδίκασαν τον Υιόν του Θεού για βλασφημία και οι οποίοι επέμειναν να τον εκτελέση ο ρωμαίος Κυβερνήτης Πόντιος Πιλάτος σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου.—Ιωάννης 18:13-24· Λουκάς 3:1, 2· Ματθαίος 26:59-68.
9, 10. Πώς ο Θεός διεκήρυξε και κατέδειξε τον τρόπο να σταματήση η λήψις του ονόματός του επί ματαίω;
9 Ο ίδιος ο Ιεχωβά κατέδειξε ότι ο ορθός τρόπος, του να παύση να λαμβάνεται το όνομά του επί ματαίω, ήταν όχι να απαγορεύεται να το προφέρουν, αλλά να τιμωρούνται όσοι κάνουν κακή χρήσι αυτού.
10 Αυτό έγινε στην περίπτωσι ενός μέλους του «συμμίκτου πλήθους,» που βγήκε από την Αίγυπτο μαζί με τους Ισραηλίτας. Ο πατέρας του ήταν Αιγύπτιος, αλλ’ η μητέρα του Ισραηλίτισσα. Σε μια φιλονεικία μ’ έναν Ισραηλίτη στο στρατόπεδο, αυτός ο ημιαιγύπτιος «εβλασφήμησε . . . το όνομα . . . και κατηράσθη.» Τώρα πόσο σοβαρό ήταν αυτό το παράπτωμα; Ο πταίστης ενεκλείσθη σε φυλακή «εωσού φανερωθή εις αυτούς η θέλησις του Ιεχωβά.» Η θέλησις του Ιεχωβά ήλθε στον Μωυσή: «Φέρε έξω του στρατοπέδου εκείνον όστις κατηράσθη· και ας θέσωσι, πάντες οι ακούσαντες αυτόν, τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν αυτού, και ας λιθοβολήση αυτόν πάσα η συναγωγή. Και λάλησον προς τους υιούς Ισραήλ, λέγων, Όστις καταρασθή τον Θεόν αυτού, θέλει βαστάσει την ανομίαν αυτού· και όστις βλασφημήση το όνομα του Ιεχωβά, εξάπαντος θέλει θανατωθή· με λίθους θέλει λιθοβολήσει αυτόν πάσα η συναγωγή· άντε ξένος, [όπως αυτός ο ημιαιγύπτιος], άντε αυτόχθων, όταν βλασφημήση το όνομα . . . θέλει θανατωθή. Κρίσις μία θέλει είσθαι εις εσάς· ως εις τον ξένον, ούτω θέλει γίνεσθαι και εις τον αυτόχθονα· διότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σας.» (Λευιτικόν 24:10-23, ΜΝΚ) Εκείνος που κατηράσθη το Όνομα ελιθοβολήθη.
11. Ο παραβάτης της Πρώτης και Δευτέρας Εντολής τι πραγματικά έκανε στο όνομα του Θεού, και πώς έπρεπε να τιμωρηθή;
11 Η παράβασις της Πρώτης και της Δευτέρας Εντολής, που απαγόρευαν το να έχη ο λαός άλλους θεούς εκτός του Ιεχωβά, και η κατασκευή ειδώλων για λατρεία, όπως μια εικόνα του ψευδούς θεού Μολόχ, ετιμωρείτο με θάνατο. Ήταν στην πραγματικότητα βεβήλωσις του ονόματος του Θεού. Ο Θεός είπε: «Εγώ θέλω επιστήσει το πρόσωπόν μου κατά του ανθρώπου εκείνου, και θέλω εξολοθρεύσει αυτόν εκ μέσου του λαού αυτού· διότι από του σπέρματος αυτού έδωκεν εις τον Μολόχ, δια να μιάνη το αγιαστήριόν μου, και να βεβηλώση το όνομά μου το άγιον.» «Δεν θέλετε βεβηλώσει το όνομά μου το άγιον· αλλά θέλω αγιάζεσθαι μεταξύ των υιών Ισραήλ. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, ο αγιάζων υμάς.» (Λευιτικόν 20:1-3· 22:32, ΜΝΚ) Τι θα εγίνετο αν κάποιος «απελθών ελάτρευσεν άλλους θεούς, και προσεκύνησεν αυτους, τον ήλιον, ή την σελήνην, ή οποιονδήποτε εκ της στρατιάς του ουρανού, το οποίον δεν προσέταξα;» Ο ειδωλολάτρης έπρεπε να θανατωθή επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων. «Θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου.»—Δευτερονόμιον 17:2-7.
12, 13. (α) Όταν ο Ιεχωβά διεκήρυξε τις Δέκα Εντολές από το Όρος Σινά, τι εζήτησε ο λαός από τον Μωυσή; (β) Σχετικά με αυτό το αίτημα, τι είπε ο Ιεχωβά, όπως αργότερα ανεγράφη από τον Μωυσή;
12 Εκείνοι σήμερα, που νομίζουν ότι βρίσκονται κάτω από τις Δέκα Εντολές και οι οποίοι αισθάνονται αυτοϊκανοποίησι διότι, όπως ισχυρίζονται, τηρούν αυτές τις Εντολές, πρέπει να σκεφθούν συνετά για το πόσο σοβαρό ήταν το να παραβή κανείς τον Δεκάλογο, τους Δέκα Λόγους. (Δευτερονόμιον 5:6-22) Όταν ο Ιεχωβά διεκήρυξε αυτές τις Δέκα Εντολές από το Όρος Σινά, από το οποίον εξεπέμποντο βροντές, αστραπές, ήχοι σάλπιγγος και καπνός, αυτοί φοβήθηκαν και είπαν στον Μωυσή: Συ λάλησον προς ημάς, και θέλομεν ακούσει· και ας μη λαλήση προς ημάς ο Θεός, δια να μη αποθάνωμε. (Έξοδος 20:18, 19) Όταν ο Μωυσής παρουσίασε αυτό το αίτημα στον Θεό, ο Θεός εδέχθη να χρησιμοποιήση τον Μωυσή ως μεσίτη μεταξύ Αυτού και του Ισραήλ. Ταυτοχρόνως ο Θεός απεκάλυψε στον Μωυσή ότι θα εχρησίμευε ως ένας τύπος ή προφητικός εκπρόσωπος ενός ακόμη μεγαλυτέρου προφήτου του μέλλοντος, ενός Μεγαλυτέρου Μωυσέως. Ο Μωυσής, λοιπόν, είπε αργότερα στον Ισραήλ:
13 «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Ιεχωβά ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ· αυτού θέλετε ακούει· κατά πάντα όσα εζήτησας παρά Ιεχωβά του Θεού σου εν Χωρήβ, εν τη ημέρα της συνάξεως, λέγων, Ας μη ακούσω πλέον την φωνήν Ιεχωβά του Θεού μου, μηδέ να ίδω πλέον το μέγα τούτο πυρ, δια να μη αποθάνω. Και είπε ο Ιεχωβά προς εμέ, Καλώς έχουσιν όσα ελάλησαν. Προφήτην εκ μέσου των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν. Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούση εις τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονόματί μου, εγώ θέλω εκζητήσει τούτο παρ’ αυτού.»—Δευτερονόμιον 18:15-19, ΜΝΚ.
14. Όσον αφορά τον Μεγαλύτερο Μωυσή, ποιος θ’ απεδείκνυε ότι είναι ο αληθής και ποιος ο ψευδής, όταν ανεφέρετο στο Όνομα;
14 Αυτός ο ερχόμενος προφήτης, αυτός ο Μεγαλύτερος Μωυσής, επρόκειτο να λαλήση τους λόγους του Θεού εν τω ονόματι του Ιεχωβά. Τούτο επρόκειτο να είναι μια από τις αποδείξεις ότι αυτός ήταν ο αληθής προφήτης, για τον οποίον είχε δοθή υπόσχεσις ότι θα ανίστατο από το έθνος Ισραήλ. Συνεπώς, οποιοσδήποτε ισχυρίζετο ότι είναι εκείνος ο προφήτης, αλλά δεν ωμιλούσε εν τω ονόματι του Ιεχωβά, δεν μπορούσε να είναι ο υποσχεμένος, ο Μεγαλύτερος Μωυσής. Ομοίως ένας δήθεν προφήτης, που έκανε κακή χρήσι του θείου ονόματος και το συνέδεε με μια ψευδή προφητεία, δεν θα μπορούσε να κάμη ώστε η προφητεία του ν’ αποδειχθή αληθινή και αυτός θ’ απεδεικνύετο ψευδοπροφήτης.
15. Όταν ένας προφήτης μιλήση εν τω ονόματι του Ιεχωβά, πώς θ’ αποδειχθή ο αληθής προφήτης και ο ψευδής προφήτης;
15 Ο Θεός είπε: «Ο προφήτης όμως όστις ασεβήση, και λαλήση εν των ονόματί μου λόγον τον οποίον εγώ δεν προσέταξα εις αυτόν να λαλήση, ή όστις λαλήση εν τω ονόματι άλλων θεών, ο προφήτης εκείνος θέλει θανατωθή. Και εάν είπης εν τη καρδία σου, Πώς θέλομεν γνωρίσει τον λόγον, τον οποίον ο Ιεχωβά δεν ελάλησεν; Όταν τις προφήτης λαλήση εν τω ονόματι του Ιεχωβά, και ο λόγος δεν γείνη, ουδέ συμβή, ούτος είναι ο λόγος τον οποίον ο Ιεχωβά δεν ελάλησεν· ελάλησεν αυτόν ο προφήτης εν υπερηφανία· δεν θέλετε φοβηθή απ’ αυτού.»—Δευτερονόμιον 18:20-22, ΜΝΚ.
16. Γιατί πρέπει να θανατώνεται ο ψευδής προφήτης, αλλά τι θα κάμη για τον σεβασμό του ονόματος του Θεού ο αληθής Μεγαλύτερος Μωυσής;
16 Ο ψευδοπροφήτης βεβηλώνει το όνομα του Θεού και παραβαίνει την Τρίτη Εντολή, και γι’ αυτό πρέπει να θανατωθή. Ο αληθής προφήτης, ο Μεγαλύτερος Μωυσής, όχι μόνο θα λαλήση τους λόγους του Ιεχωβά εν τω ονόματι του Ιεχωβά, αλλά και η προφητεία του θ’ αληθεύση. Έτσι θα αγιάζη το όνομα του Ιεχωβά και θα διδάσκη τους ακροατάς του να το αγιάζουν, δηλαδή να το τηρούν ιερό. Αυτός είναι ο πραγματικός προφήτης, τον οποίον θα έπρεπε να φοβούνται και να τον ακροάζωνται με υπακοή.
17. Με ποια θύματα και με ποια ενέργεια έκαμε ο Μωυσής τον εγκαινιασμόν της διαθήκης του Νόμου του Θεού με τον Ισραήλ;
17 Ήλθε η μέρα, που ο Ισραήλ εισήλθε επίσημα στη διαθήκη με τον Θεό με βάσι τις Δέκα Εντολές και άλλους νόμους. Αφού ο Μωυσής ανέγνωσε στον λαό τους νόμους, που του είχε ήδη δώσει ο Θεός, ο λαός είπε: «Πάντας τους λόγους, τους οποίους ελάλησεν ο Ιεχωβά, θέλομεν κάμει.» Την επόμενη μέρα το πρωί προσεφέρθησαν στον Θεό θυσίες ζώων, νεαρών ταύρων και αιγών. «Λαβών δε ο Μωυσής ήμισυ του αίματος, έβαλεν εις λεκάνας· και το ήμισυ του αίματος ερράντισεν επί το θυσιαστήριον. Έπειτα λαβών το βιβλίον της διαθήκης, ανέγνωσεν εις τα ώτα του λαού· οι δε είπον, Πάντα, όσα ελάλησεν ο Ιεχωβά, θέλομεν κάμνει, και θέλομεν υπακούει. Και λαβών ο Μωυσής το αίμα, ερράντισεν επί τον λαόν, και είπεν, Ιδού το αίμα της διαθήκης, την οποίαν ο Ιεχωβά έκαμε προς εσάς κατά πάντας τούτους τους λόγους.» Ο Μωυσής ερράντισε επίσης το «βιβλίον της διαθήκης,» που αντιπροσώπευε τον Θεό, το άλλο μέρος της διαθήκης αυτής.—Έξοδος 24:3-8, ΜΝΚ· Εβραίους 9:19, 20.
18. Έτσι επάνω στη βάσι ποίου ο Θεός εισήλθε στη διαθήκη σχέσεως με τον Ισραήλ;
18 Έτσι ο Ιεχωβά Θεός εισήλθε σε σχέσι διαθήκης με το έθνος Ισραήλ και το έκαμε αυτό επάνω στη βάσι του αίματος θυσιών ζώων που εχύθη. Ήταν διαθήκη δεσμευτική, έγκυρη: «Διότι η διαθήκη επί τεθνεώτων είναι βεβαία· επειδη ποτέ δεν ισχύει ενόσω ζη ο διαθέτης. Όθεν ουδέ η πρώτη δεν ήτο εγκαινιασμένη χωρίς αίματος.»—Εβραίους 9:17, 18.
19. (α) Στο διάστημα που έλαβε τον Νόμον του Θεού επάνω στο όρος, με ποιους πραγματικά είχε επαφή ο Μωυσής; (β) Τι έδωσε ο Θεός κατόπιν στον Μωυσή και ποιο ήταν το αξιοσημείωτο πράγμα σχετικά με ό,τι εδόθη;
19 Κατόπιν ο Μωυσής ανέβη στο όρος του Θεού και «εστάθη ο Μωυσής επί του όρους τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας,» χωρίς να φάγη και να πιή. Σ’ αυτόν ως μεσίτην ο Θεός έδωσε πολλούς νόμους και οδηγίες όσον αφορά την αγνή, ευπρόσδεκτη λατρεία. Ενώ ήταν στο όρος, ο Μωυσής πραγματικά είχε επαφή με τους αγγέλους του Θεού. Ο νόμος διετάχθη «δι’ αγγέλων δια χειρός μεσίτου.» (Γαλάτας 3:19) Οι Ιουδαίοι παραβάται του νόμου εχαρακτηρίζοντο ως εκείνοι που είχαν λάβει «τον νόμον εκ διαταγών αγγέλων» και δεν εφύλαξαν. (Πράξεις 7:53) Στο τέλος της από σαράντα ημέρες περιόδου κοινωνίας με τον Θεό σχετικά με τον Νόμον της διαθήκης με τον Ισραήλ, συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο. Η ιστόρησις του Μωυσέως λέγει: «Και έδωκεν εις τον Μωυσήν, αφού ετελείωσε λαλών προς αυτόν επί του όρους Σινά, δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, γεγραμμένας με τον δάκτυλον του Θεού.» (Έξοδος 24:18 έως 31:18) Ο Μωυσής αργότερα ωμίλησε γι’ αυτό στον Ισραήλ με τα εξής λόγια:
«Ότε ανέβην εις το όρος δια να λάβω τας πλάκας τας λιθίνας, τας πλάκας της διαθήκης την οποίαν ο Ιεχωβά έκαμε προς εσάς. Τότε έμεινα εν τω όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας· άρτον δεν έφαγον, και ύδωρ δεν έπιον· και έδωκεν εις εμέ ο Ιεχωβά τας δύο λιθίνας πλάκας, γεγραμμένας δια του δακτύλου του Θεού· και επ’ αυτάς ήσαν γεγραμμένοι πάντες οι λόγοι, τους οποίους ελάλησεν ο Ιεχωβά προς εσάς επί του όρους εκ μέσου του πυρός, εν τη ημέρα της συνάξεως. Και εις το τέλος των τεσσαράκοντα ημερών και τεσσαράκοντα νυκτών έδωκεν εις εμέ ο Ιεχωβά τας δύο λιθίνας πλάκας, τας πλάκας της διαθήκης.»—Δευτερονόμιον 9:9-11, ΜΝΚ.
20. (α) Τι έκαμαν οι Ισραηλίται στην απουσία του Μωυσέως, και τι έκαμε ο Μωυσής χάριν αυτών; (β) Με τι κατέβη ο Μωυσής από το όρος;
20 Στο μεταξύ οι Ισραηλίται από κάτω απεθαρρύνθησαν που δεν ξαναείδαν τον Μωυσή τον αρχηγό τους. Λησμονώντας τις Δέκα Εντολές, παρεκάλεσαν τον Ααρών, του αδελφό του Μωυσέως, να κάμη σ’ αυτούς «θεούς, οίτινες να προπορεύωνται ημών.» Από τον χρυσό που προσέφερε ο λαός, ο Ααρών έκαμε ένα χρυσό μοσχάρι. Τότε έκαμαν εορτασμό κι ελάτρευσαν το είδωλο, λέγοντας: «Ούτοι είναι οι θεοί σου, Ισραήλ, οίτινες σε ανεβίβασαν εκ γης Αιγύπτου.» Από ψηλά ο Ιεχωβά Θεός το είδε αυτό κι επρόκειτο να θανατώση τους παραβάτας της διαθήκης, αλλ’ ο Μωυσής ως μεσίτης ικέτευσε αυτόν να τους φεισθή. Κατ’ εντολήν του Θεού ο Μωυσής κατέβη από το όρος με τις δύο πλάκες. «Και αι πλάκες ήσαν έργον Θεού, και η γραφή ήτο γραφή Θεού, εγκεχαραγμένη επί τας πλάκας.»—Έξοδος 32:1-16.
21. (α) Όταν είδε εκείνο που συνέβη, τι έκαμε ο Μωυσής, και τι είπε να κάμουν όσοι έλαβαν τη στάσι των με το μέρος του Ιεχωβά; (β) Τι έκαμε ο Ιεχωβά στους επιζώντας;
21 Πηγαίνοντας προς το στρατόπεδον ο Μωυσής συνήντησε τον πιστό βοηθό του, τον Ιησούν τον υιόν του Ναυή, από τη φυλή του Εφραΐμ. Όταν ο Μωυσής είδε το είδωλο του μόσχου και τους Ισραηλίτας που εχόρευαν, τόσο πολύ εξήφθη η οργή του ώστε «έρριψε τας πλάκας από των χειρών αυτού, και συνέτριψεν αυτάς υπό το όρος,» πράγμα που αποτελούσε κατάλληλο σύμβολο της παραβάσεως του ιερού Νόμου του Θεού. Ο Μωυσής κατέστρεψε τελείως το είδωλον, τον μόσχον, και κατόπιν ανέκραξε : «Όστις είναι του Ιεχωβά, ας έλθη προς εμέ.» Οι άνδρες της φυλής του, της φυλής του Λευί, συνήχθησαν προς τον Μωυσή. Η ποινή για την παράβασι του Νόμου της διαθήκης έπρεπε να εκτελεσθή. Ο Μωυσής χωρίς δισταγμό απέστειλε αυτούς τους νομοταγείς υιούς του Λευί να εκτελέσουν τους ειδωλολατρικούς παραβάτας της διαθήκης, περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες. Ο ίδιος ο Ιεχωβά επάταξε τους επιζώντας επειδή κατεσκεύασαν και ελάτρευσαν τον μόσχον.—Έξοδος 32:17-35.
22. (α) Προτού αναβή πάλι στο όρος, τι ελέχθη στον Μωυσή να κάμη; (β) Τι εζήτησε ο Μωυσής να ιδή και τι διεκήρυξε σ’ αυτόν ο Θεός όπως κανείς άλλος Θεός δεν μπορούσε να κάμη;
22 Ο Μωυσής, για να κάμη ό,τι μπορούσε γι’ αυτούς, ανέβη στο όρος πάλι κι ευσπλαγχνικά ικέτευσε τον Θεό υπέρ του Ισραήλ. Ο Ιεχωβά είπε στον Μωυσή: «Κόψον εις σεαυτόν δύο πλάκας λιθίνας, καθώς τας πρώτας· και θέλω γράψει επί των πλακών τους λόγους, οίτινες ήσαν επί των πρώτων πλακών, τας οποίας συνέτριψας.» Κατόπιν αιτήσεως του Μωυσέως να ίδη τη δόξα του Θεού, ο Θεός τον έθεσε μέσα σε μια οπή βράχου και εκάλυψε τον Μωυσή έως ότου παρήλθε η δόξα του. Τότε ήλθε η στιγμή για να γνωσθή το όνομα του Θεού όσο ποτέ πριν, διότι «κατέβη ο Ιεχωβά εν νεφέλη, και εστάθη μετ’ αυτού εκεί, και εκήρυξε το όνομα του Ιεχωβά. Και παρήλθεν ο Ιεχωβά έμπροσθεν αυτού, και εκήρυξε:
«Ιεχωβά, Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός, φυλάττων έλεος εις χιλιάδας, συγχωρών ανομίαν και παράβασιν και αμαρτίαν, και ουδόλως αθωόνων τον ένοχον· ανταποδίδων την ανομίαν των πατέρων επί τα τέκνα και επί τα τέκνα των τέκνων, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς.»
Ποιος άλλος Θεός μπορούσε να περιγράψη τον εαυτό του με τον τρόπο αυτό; Ο Μωυσής έκυψε εις την γην και προσεκύνησε.—Έξοδος 33:18-34:8.
23. (α) Τι έκαμε ο Θεός με τις νέες πλάκες που ελατομήθησαν; (β) Πού τις ετοποθέτησε ο Μωυσής;
23 Ύστερ’ απ’ αυτό οι Δέκα Εντολές επανεγράφησαν στις λίθινες πλάκες. Ο Μωυσής το περιγράφει αυτό, λέγοντας: «Και έκαμα κιβωτόν εξ ξύλου σιττίμ, και ελατόμησα δύο πλάκας λιθίνας ως τας πρώτας, και ανέβην εις το όρος, έχων τας δύο πλάκας εις τας χείρας μου. Και έγραψεν επί τας πλάκας, κατά την γραφήν την πρώτην, τας δέκα εντολάς, τας οποίας ελάλησεν ο Ιεχωβά προς εσάς εν τω όρει, εκ μέσου του πυρός, εν τη ημέρα της συνάξεως και έδωκεν αυτάς ο Ιεχωβά εις εμέ. Και επιστρέψας κατέβην από του όρους, και ενέθεσα τας πλάκας εν τη κιβωτώ, την οποίαν έκαμον· και είναι εκεί, καθώς προσέταξεν εις εμέ ο Ιεχωβά.»—Δευτερονόμιον 10:1-5, ΜΝΚ.
24. (α) Έτσι πόσες φορές ο Ιεχωβά έγραψε το όνομά του και με ποιους αλφαβητικούς χαρακτήρες; (β) Πού ετηρούντο οι δύο πλάκες;
24 Ο Θεός έγραψε το ίδιο του όνομα—για δεύτερη φορά, πάνω στις πλάκες, που είχε προετοιμάσει ο Μωυσής για ν’ αντικαταστήση τις σπασμένες. Στις πρώτες πέντε εντολές ο Θεός έγραψε το όνομά του οκτώ φορές, όχι με τα νεώτερα τετραγωνικά Εβραϊκά στοιχεία της σημερινής εποχής, αλλά με τα αρχαία Εβραϊκά στοιχεία, τα οποία ήσαν πολύ διαφορετικά. Τότε το Τετραγράμματον μπορεί να εφαίνετο σαν εκείνο που ήταν στη Μωαβιτική Λίθο Μησά του ενάτου αιώνος π.Χ., δηλαδή (;;;), και όχι יהוה όπως σήμερα. Αλλά τι αξιοσημείωτο είναι το ότι ο Ύψιστος Θεός, ο Δημιουργός, έγραψε ο ίδιος τους δέκα κυριωτέρους νόμους του, περιλαμβανομένου και του ιδίου του ονόματος οκτώ φορές! Οι πλάκες ήσαν εξαιρετικά πολύτιμες, και πολύ λογικά διεφυλάσσοντο μέσα σε μια ιερή κιβωτό ή κιβώτιο. Όταν ο Μωυσής κατεσκεύασε τη σκηνή του μαρτυρίου για θεία λατρεία στον Ισραήλ, αυτές οι δύο πλάκες του Νόμου εφυλάσσοντο στο αγιώτερο διαμέρισμα, στα Άγια των Αγίων μέσα σε μια κιβωτό καλυμμένη με χρυσόν. Η κιβωτός ωνομάσθη κιβωτός της διαθήκης.—Δευτερονόμιον 10:5· 1 Βασιλέων 8:9.
25. (α) Στην εποχή του Σολομώντος πού είχαν τεθή αυτές οι πλάκες; (β) Τι συνέβη τελικά σ’ αυτές τις πλάκες;
25 Ύστερ’ από αιώνες, όταν ο Βασιλεύς Σολομών επεράτωσε κι εγκαινίασε τον ένδοξο ναό του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ, οι δύο πλάκες που εγράφησαν από τον Θεό τον ίδιο ετέθησαν μέσα στην κιβωτό της διαθήκης και εισήχθησαν στα Άγια των Αγίων του ναού. «Δεν ήτο εν τη κιβωτώ ειμή αι δύο πλάκες τας οποίας έθεσεν ο Μωυσής εκεί εν Χωρήβ, όπου ο Ιεχωβά έκαμε διαθήκην προς τους υιούς Ισραήλ, ότε εξήλθον εξ Αιγύπτου.» (2 Χρονικών 5:7-10, ΜΝΚ) Στον καιρό της καταστροφής του ναού του Σολομώντος το 607 π.Χ. η Κιβωτός με τα πολύτιμα περιεχόμενά της εξηφανίσθη.
26. (α) Όταν ο Μωυσής κατέβη με τη δευτέρα σειρά πλακών, γιατί υποχρεώθηκε να θέση κάλυμμα στο πρόσωπό του; (β) Πώς η δόξα του Μεγαλυτέρου Μωυσέως παραβάλλεται μ’ αυτή, και με τι συνδέεται η δόξα του;
26 Όταν ο Μωυσής με τις δύο πλάκες στα χέρια κατέβη από το Όρος Σινά (Χωρήβ) κατόπιν επικοινωνίας με τον Θεό, το δέρμα του προσώπου του ακτινοβολούσε. Αυτός δεν το εγνώριζε ως τότε που ο αδελφός του ο Ααρών και οι άλλοι Ισραηλίται που τον συνήντησαν εφοβήθησαν από το ένδοξο πρόσωπό του. Ο Μωυσής, αφού μετέδωσε το μήνυμα του Θεού στους Ισραηλίτας, εκάλυψε το πρόσωπό του μ’ ένα κάλυμμα. Αλλ’ όταν ο Μωυσής εισήλθε στην ιερή σκηνή για να εμφανισθή ενώπιον του Θεού και να ομιλήση με αυτόν, αφήρεσε το κάλυμμα από το πρόσωπό του. Η λαμπρότης του προσώπου του Μωυσέως παρήλθε μαζί του. Δεν μπορούσε να παραβληθή με τη λαμπρότητα που έγινε κτήμα του υποσχεμένου προφήτου του ομοίου με αυτόν. Η λαμπρότης του Μεγαλυτέρου Μωυσέως είναι αιώνια. (2 Κορινθίους 3:7-16) Συνδέεται με τη χορήγησι αιωνίου ζωής σ’ εμάς, δια του ελέους του Θεού, ο οποίος έγραψε το ίδιο του όνομα σε λίθον.
[Υποσημείωση]
a Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 15ος, έκδοσις ενδεκάτη (1911), σελίδες 311, 312, λέγει: «Διάφορα αίτια μπορεί να συνέβαλαν στο να επιφέρουν την κατάπνιξι του ονόματος. Ένα ενστικτώδες αίσθημα ότι ένα κύριον όνομα για τον Θεό υπονοητικά αναγνωρίζει την ύπαρξι άλλων θεών μπορεί να είχε κάποια επίδρασι· ο σεβασμός και ο φόβος μήπως το άγιον όνομα βεβηλωθή μεταξύ των ‘εθνικών’ ήσαν ισχυροί λόγοι· πιθανώς, όμως, το πιο πειστικό αίτιον ήταν η επιθυμία τού να εμποδισθή η κατάχρησις του ονόματος στη μαγεία. Αν είναι έτσι, η μυστικότης είχε αντίθετο αποτέλεσμα· το όνομα του Θεού των Ιουδαίων ήταν ένα από το μεγάλα ονόματα στη μαγεία, ‘εθνική’ όσο και Ιουδαϊκή, και απεδίδετο θαυματουργική αποτελεσματικότης και στην απλή έκφρασί του. . . . Ούτε περιωρίζετο η γνώσις στους ευλαβείς αυτούς κύκλους· το όνομα εξακολούθησε να χρησιμοποιήται από θεραπευτάς, εξορκιστάς και μάγους, και διεφυλάχθη σε πολλούς τόπους σε μαγικούς παπύρους. Η βιαιότης, με την οποία καταγγέλλεται η εκστόμισις του ονόματος στο [Ιουδαϊκό] Μισνά—‘Όποιος προφέρει το όνομα με τα ίδια του γράμματα δεν έχει μέρος στον μέλλοντα κόσμο!’—αφήνει να νοηθή ότι αυτή η κακή χρήσις του ονόματος δεν ήταν ασυνήθης μεταξύ των Ιουδαίων. . . . Σ’ ένα Αιθιοπικό κατάλογο μαγικών ονομάτων του Ιησού, που λέγεται ότι αυτός τα εδίδαξε στους μαθητάς του, βρίσκεται το όνομα «Γιαβέ».»
[Εικόνα στη σελίδα 113]
Μεγέθυνσις του Τετραγραμμάτου σε αρχαίο γραμματισμό, όπως εμφαίνεται στον δέκατο όγδοο στίχο δεξιά.
Αντίγραφο της Μωαβιτικής Λίθου (Μησά) (πρωτότυπον στο Μουσείον του Λούβρου, στο Παρίσι), με μεταγραφή των γραμμάτων, σε γλώσσα που είναι ουσιαστικά Εβραϊκή. Η επιγραφή αυτή είναι η αρχαιότερη που είναι γνωστή στην Εβραιοφοινικική μορφή γραφής.