Η Βασιλεία του Θανάτου
«Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος.»—Ρωμαίους 5:14.
1. Ποια απόδειξις υπάρχει της κυριαρχίας του θανάτου, και πότε άρχισε η κυριαρχία του;
ΚΥΤΤΑΞΤΕ όπου θέλετε κατά μήκος και πλάτος της ωραίας αυτής γης, σε λόφους ή στις κοιλάδες, οπουδήποτε βλέπετε σημεία ζωής, θα δήτε επίσης μνημεία του θανάτου. Στα περίχωρα κάθε πόλεως, κωμοπόλεως και χωριού, παράπλευρα σε ωραίους εξοχικούς δρόμους, το βλέμμα σας θα συλλάβη ολίγες ίσως ή και εκατοντάδες πινακίδες μνημείων, σταυρούς ή επιτάφιες πλάκες, που μαρτυρούν το γεγονός ότι ο θάνατος βασιλεύει. Αλλ’ εκτός απ’ αυτές, υπάρχουν χιλιάδες μη αριθμημένων και μη μνημονευομένων νεκρών οι οποίοι δεν έχουν σημεία ή αγάλματα που να προσδιορίζουν τη θέσι όπου κείνται. Η θέσις αυτή μπορεί να υπήρξε ένα πεδίον μάχης, μια έρημος, μια χιονισμένη έκτασις ή τα φαινομενικώς ατελεύτητα πλάτη της θαλάσσης. Εκείνοι που τους εγνώριζαν δεν είναι πια εδώ κι αυτοί για να μας πουν. Ο τάφος είναι πραγματικά ένα από τα τρία πράγματα που ποτέ δεν χορταίνουν. (Παροιμίαι 30:15, 16) Αλλά παρατηρήστε επίσης τη φαινομενικά απεριόριστη διάρκεια της βασιλείας αυτού του κυριάρχου. Οι πρόγονοί μας όλοι ανεγνώριζαν τη βασιλεία του. Ναι, μπορούμε να πάμε πίσω στον πρώτον άνδρα και στη γυναίκα και να βρούμε ότι στις ημέρες των η εξουσία αυτής της ανεπιθύμητης βασιλικής κυβερνήσεως είχε αναγνωρισθή, και εκεί είχε την αρχή της.
2. Ποιος είναι ο σκοπός του Ιεχωβά σχετικά με τον άνθρωπο και τη γη;
2 Εν τούτοις, δεν ήταν σκοπός του Δημιουργού να σαρώνη ο θάνατος όλη τη γη και διαρκώς να προσθέτη στα θύματά του. Ο Θεός δεν βρίσκει ευχαρίστησι στον θάνατο, αλλά θα ήθελε μάλλον να στραφή και ο πονηρός ακόμη από τον δρόμο του και να ζήση. (Ιεζεκιήλ 18:32· 33:11) Τα δάκρυα, οι σπαραγμοί, οι απωρφανισμένες οικογένειες που παρήχθησαν από ασθένειες, λοιμούς, πείνα και μάχαιρα, δεν θα ήταν ανάγκη να υπάρξουν αν δεν υπήρχε ένας πονηρός συνωμότης και δύο συνένοχοι. Αν ετύγχανε υπακοής η σοφή εντολή του Δημιουργού, και τα επίγεια τέκνα του είχαν κρατήσει την αγάπη του Ιεχωβά στις καρδιές των, θα είχαμε τώρα έναν κόσμο γεμάτον από ευτυχείς, υγιείς, ωρίμους άνδρες και γυναίκες. Αυτοί θα εύρισκαν τελεία ευτυχία εκπαιδεύοντας εξίσου χαρούμενα τέκνα, και όλα χωρίς ίχνος αμαρτίας, θλίψεως, παθημάτων, θανάτου και ατελείας. Πώς το ξέρομε αυτό; Το παλαιότερο και πιο αξιόπιστο βιβλίο του κόσμου, η Αγία Γραφή, αποκαλύπτει ότι αυτός ήταν ο σκοπός του Δημιουργού. Λέγει: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» (Γένεσις 1:27, 28) Ο Θεός προτίθεται να είναι η γη διαρκώς κατοικημένη. «Διότι ούτω λέγει ο Ιεχωβά, ο ποιήσας τους ουρανούς, αυτός ο Θεός ο πλάσας την γην και ποιήσας αυτήν· όστις αυτός εστερέωσεν αυτήν, έκτισεν αυτήν ουχί ματαίως, αλλ’ έπλασεν αυτήν δια να κατοικήται· εγώ είμαι ο Ιεχωβά, και δεν υπάρχει άλλος.» (Ησαΐας 45:18, ΑΣ) Ο σκοπός του θα εκπληρωθή.—Ησαΐας 66:1· 60:13· 11:9.
3. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη βασιλεία του θανάτου, και ποια ήταν η φιλοδοξία του;
3 Αλλά μπορεί να ρωτήσετε, Ποιος επέφερε την αλλαγή από την τελείως ιδεώδη κατάστασι στο ελεεινό χάος που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος; Ο πονηρός συνωμότης που έδωσε αρχή σε όλα αυτά, ο Σατανάς ή Διάβολος, δεν προείδε τις πλήρεις και τελικές συνέπειες των αδίκων του πράξεων. Απεφάσισε να ικανοποιήση μια αθέμιτη, ιδιοτελή φιλοδοξία και να δείξη στους άλλους τι θα μπορούσε να επιτελέση. Η φιλοδοξία αυτή τον κατηνάλωσε σαν μια έντονη απληστία και τον μετέβαλε από ένα αρχικά τέλειο πλάσμα σ’ έναν που δεν έδινε προσοχή στα παθήματα και την αθλιότητα που προξενούσε η ικανοποίησις της επιθυμίας του. Ήλθε καιρός που αντί ν’ αντιπροσωπεύη πιστά τον Δημιουργό του και να χρησιμοποιή το υψηλό του αξίωμα για να οδηγή τα υπό την φροντίδα του επίγεια πλάσματα στο ν’ αποδίδουν υπακοή και την οφειλόμενη λατρεία στον Ιεχωβά, απεφάσισε να τα οδηγήση ν’ αποδίδουν τέτοιον σεβασμό στον εαυτό του. Με έπαρσι και εφθαρμένη σοφία ισχυρίζετο ότι η προσωπική του ωραιότης, το δώρον του Δημιουργού του, άξιζε περισσότερη αναγνώρισι. Υπερεπιθυμώντας θαυμασμό και λατρεία, έταξε ότι θα γινόταν όμοιος του Υψίστου.—Ιεζεκιήλ 28:14-17.
4. Πώς προχώρησε ο Διάβολος για να επιτελέση τον σκοπό του, και τι έκαμε την Εύα να υποχωρήση;
4 Για να κατορθώση το σκοπό του ο Σατανάς ήταν τώρα πρόθυμος να γίνη συκοφάντης, απατεών, αντίπαλος του Ιεχωβά και καταβροχθιστής, όπως προσδιορίζεται με τα ονόματα Διάβολος, Όφις, Σατανάς και Δράκων. Χρησιμοποιώντας όλη την πανουργία της εξυψωμένης θέσεώς του και μεταδίδοντας το άγγελμά του μέσω του ορατού όφεως, εβεβαίωσε την πρώτη γυναίκα ότι, με το ν’ ακολουθήση την εισήγησί του, θα είχε κάτι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι της είχε δώσει ένας αναξιόπιστος Θεός. Αν αυτή εταράχθη από την αρχική εισήγησι δυσπιστίας για τον ουράνιο Πατέρα της, ή όχι, αυτό είναι επουσιώδες και το θείο υπόμνημα δεν το αναφέρει. Το σπουδαίο είναι ότι υπεχώρησε στο δέλεαρ του βραβείου και έγινε παραβάτις. Ο Ιάκωβος έγραψε: «Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.» (Ιάκωβος 1:14, 15) Είναι προφανές ότι η Εύα δεν εζύγισε πλήρως το ζήτημα ως προς την αξιοπιστία της αυθεντίας που έκανε την υπόσχεσι, ούτε συνεβουλεύθη τον Αδάμ, την κεφαλή της, επάνω στο ζήτημα αυτό. Σε τούτο έδειξε έλλειψιν αγάπης. Γοητευμένη μ’ εκείνο που προσδοκούσε ν’ αποκτήση, απεφάσισε να λάβη το απαγορευμένο και κατόπιν να βοηθήση τον σύζυγό της σ’ αυτό.
5. (α) Ποιο ζήτημα προς απόφασιν επεβλήθη έτσι στον Αδάμ, και τι τον έκαμε να λάβη εσφαλμένη απόφασι; (β) Τι κατώρθωσε ο συνωμότης κάνοντας τον Αδάμ και την Εύα να παρεκκλίνουν;
5 Έχοντας επιτύχει με την Εύα, ο πανούργος αντίδικος την εχρησιμοποίησε τώρα ως όργανόν του για να διαρρήξη την ακεραιότητα του Αδάμ. Αυτή ήταν ‘οστούν εκ των οστέων του, και σαρξ εκ της σαρκός του’. Όταν προσκάλεσε τον Αδάμ να φάγη, αυτός πολύ εύλογα αντελήφθη τις πλήρεις συνέπειες της απειθούς της πράξεως. Δεν ηπατήθη. Πώς θα ενεργούσε ο Δημιουργός του; Θα έχανε αυτός τη μόνη ανθρώπινη συντροφιά του; Γιατί αυτή του είχε επιβάλει αυτό το προς απόφασιν ζήτημα; Το να υποχωρήση σ’ αυτήν εσήμαινε παρακοή στον Θεό του. Ήταν μια εκλογή μεταξύ αγάπης και καθήκοντος προς τον Ιεχωβά και στοργής και έλξεως προς την σύντροφό του· εκλογή μεταξύ του Πλάστου και του πλάσματος, μεταξύ του να κυβερνά τη ζωή του με αρχές, σύμφωνα με τις θεοειδείς ιδιότητες με τις οποίες ήταν προικισμένος, από το ένα μέρος, και πάθους, της δυνατής επιρροής της ανθρωπίνης συγκινήσεως, από το άλλο. Και ο Αδάμ επίσης είχε έλλειψι αληθινής αγάπης για τον Δημιουργό του και έλαβε εσφαλμένη απόφασι. Χωρίς αισθήματα ευγνωμοσύνης και αναγνωρίσεως προς τον Θεό, το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος κατέστη συνένοχον του μεγάλου συνωμότου. Ο Σατανάς είχε επιτύχει να επιφέρη όνειδος στον Ιεχωβά, του οποίου η δόξα είναι υπεράνω της γης και των ουρανών. Ο Διάβολος υπεσκέλισε την αλήθεια με το ψεύδος και κατέστρεψε την αληθινή και ορθή λατρεία στη γη. Ο Ιησούς επιστοποίησε γι’ αυτόν: «Εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει εν τη αληθεία διότι αλήθεια δεν υπάρχει εν αυτώ. Όταν λαλή το ψεύδος εκ των ιδίων λαλεί· διότι είναι ψεύστης, και ο πατήρ αυτού του ψεύδους.»—Ιωάννης 8:44.
6. (α) Ποια συκοφαντία εναντίον του Ιεχωβά ήταν υπονοουμένη στο ψεύδος του Σατανά; (β) Πώς έπρεπε να έχουν απαντήσει ο Αδάμ και η Εύα; Πώς απήντησαν, και γιατί;
6 Τώρα παρατηρήστε για μια στιγμή την τακτική που εχρησιμοποίησε ο Διάβολος ευθύς εξ αρχής. Διαδίδοντας την ψευδή του δήλωσι, «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει,» ενεφύτευσε αμφιβολία, καχυποψία και δυσπιστία στις πρώτες ανθρώπινες διάνοιες και έτσι διέσυρε το απαράμιλλο, ένδοξο και αξιύμνητο όνομα του Ιεχωβά καταβιβάζοντάς το στο επίπεδο ενός εκμεταλλευτού και εκβιαστού. Κατηγόρησε τον Θεό ότι ήταν ένας εσκεμμένος απατεών που ενδιαφερόταν να κρατή τον άνθρωπο σαν ένα υποτακτικό σκυλάκι, και γι’ αυτό το λόγο ήταν εντελώς αναξιόπιστος. Σε όλα αυτά εξεδήλωσε εκείνο που αυτός ο ίδιος είχε γίνει. Άρα γε τα ανθρώπινα τέκνα του ουρανίου των Πατρός, περιβεβλημένα από τόσο πολλές εκδηλώσεις της αγάπης του, της αγαθότητός του και της φροντίδος του, δυσηρεστήθησαν γι’ αυτές τις ψευδείς κατηγορίες; Έκραξε το καθένα τους, ‘Εσύ φίδι στο χορτάρι, δεν μπορείς να λες αυτά για τον Πατέρα μου’; Το θείο υπόμνημα δεν μας επιτρέπει να σκεφθούμε έτσι. Το έργο του απατεώνος έγινε τόσο επιδέξια και έγινε τέτοια έκκλησις στα προσωπικά τους συμφέροντα, ώστε ελησμόνησαν τον πιο καλό τους φίλο και του έστρεψαν τα νώτα. Χωρίς καμμιά αιτία για να αμφιβάλλουν και κατ’ ελάχιστον για τον Ιεχωβά, απέτυχαν να δείξουν την πίστι που απητείτο γι’ να ευαρεστήσουν τον Θεό. Όταν τους επροτάθη μια πορεία που τους παρείχε ανεμπόδιστη ελευθερία, ανεξαρτησία, βυθίσθηκαν στον ίδιο τον εαυτό τους και άρχισαν να γίνωνται αντίγραφα του κυρίου των. Με το να εκλέξουν την πορεία ενός παραβάτου, ο θάνατος έγινε βασιλεύς των. Αυτός υπήρξε ένας σκληρός, αδυσώπητος άρχων, και, όσο και αν προσπαθήση ο άνθρωπος, δεν μπορεί να θραύση την εξουσία του θανάτου.
7. Ποια απόφασι πρέπει να κάμωμε εμείς ατομικώς; γιατί; και με ποιους σκοπούς υπ’ όψιν;
7 Αλλά σεις και εγώ επίσης πρέπει να εκλέξωμε μεταξύ πιστότητος στον Ιεχωβά αφ’ ενός και υποταγής στον πρώτιστον εχθρό, Σατανά ή Διάβολο, αφ’ ετέρου. Με την πορεία της ενεργείας μας υποστηρίζομε τον ένα ή τον άλλον από τους δύο αυτούς κυρίους. Αυτό συμβαίνει επειδή έχομε ελευθερία θελήσεως. Το να υπακούσωμε στον Ιεχωβά σημαίνει ζωή, το να υποχωρήσωμε στον εχθρό του σημαίνει τελικόν θάνατο. Πρέπει να φυλαχθούμε από το να υποχωρήσωμε στον πειρασμό για να ευχαριστήσωμε τη σάρκα μας, και πρέπει να προσέχωμε για να μη γίνωμε όργανα του εχθρού στο να παγιδεύσωμε άλλους. Ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε, «Διότι εάν ζήτε κατά την σάρκα, μέλλετε να αποθάνητε, αλλ’ εάν δια του Πνεύματος θανατόνητε τας πράξεις του σώματος, θέλετε ζήσει.»—Ρωμαίους 8:13· Γαλάτας 5:16, 17· Ρωμαίους 8:5-8.
8. Αποκομμένα από τη στοργική αγαθότητα του Ιεχωβά, πώς παρήκμασαν τα χρόνια του ανθρώπου;
8 Παρατηρήστε τώρα τα χρόνια της παρακμής του ανθρώπου, το αποτέλεσμα της αποκοπής του από την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού. Διαμένοντας στη γη όπου ο θάνατος έρριξε τη σκιά του, ούτε ο Αδάμ ούτε κανείς από τους απογόνους του δεν έζησε μια πλήρη χιλιετή ημέρα. Η μακροβιότης ελαττώθηκε βαθμιαίως με πολλές αιφνίδιες πτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Έπειτα από τις πρώτες δέκα γενεές από τον Αδάμ, ως τον Νώε κανείς δεν έφθασε σε ηλικία εννεακοσίων ετών. Ο Σημ, που ακολούθησε τον Νώε, έζησε μόνο εξακόσια χρόνια. Οι τρεις επόμενες γενεές έφθασαν σε ηλικία μεταξύ τετρακοσίων και πεντακοσίων ετών. Κατόπιν ακολούθησε μια άλλη αιφνίδια πτώσις, διότι μέσα σε πέντε γενεές το μήκος της ζωής του ανθρώπου εκόπηκε στο ήμισυ. Οι τέσσερες γενεές που ακολούθησαν και που φθάνουν ως τον Ιωσήφ, τον υιόν του Ιακώβ, έφεραν το ανώτατον όριον προσδοκίας ζωής του ανθρώπου κοντά στα εκατό χρόνια. (Γένεσις κεφάλαια 5, 7 και 11) Ο θάνατος εβασίλευσε από τον Αδάμ ως τον Μωυσή και ο μαραινόμενος σπινθήρ της ζωής του ανθρώπου ήταν απλώς σαν ομίχλη που φαίνεται για ένα μικρό διάστημα. Ο μέγας συνωμότης είχε την ικανότητα να φέρη την πληγή του θανάτου μέσω παραβάσεως, αλλά δεν είχε την δύναμι της ζωής, διότι μόνο στο χέρι του Ιεχωβά βρίσκεται η πνοή ή δύναμις της ζωής όλου του ανθρωπίνου γένους.—Ιάκωβος 4:14· Ιώβ 12:10.
9. Τι δείχνει ότι τα έτη των πατριαρχών ήσαν εξίσου μακρά όσο και τα δικά μας σήμερα;
9 Είναι επισφαλές να πούμε ότι τα έτη των πατριαρχών δεν ήσαν τόσο μακρά όσο και τα δικά μας, πιθανώς τόσο βραχέα όσο οι μήνες μας, διότι ο Θεός είχε ειδικώς δώσει στον άνθρωπο φώτα στο στερέωμα για να προσδιορίζουν ημέρες και έτη. Μολονότι οι ετήσιες περίοδοί των δεν υπελογίζοντο ως το κλάσμα της ημέρας, δεν παρεγνωρίζοντο όμως οι εποχές του έτους, αφού ο Ιεχωβά είχε ειπεί, «Εν όσω μένει η γη, σπορά και θερισμός, και ψύχος και καύμα, και θέρος και χειμών, και ημέρα και νυξ, δεν θέλουσι παύσει.»—Γένεσις 1:14· 8:22.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
10. Ποιες διάφορες μη Βιβλικές θεωρίες υπάρχουν όσον αφορά την κατάστασι του θανάτου;
10 Επί έξη χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πεθαίνουν, και όμως, όσο παράξενο και αν μπορή να φαίνεται, η μεγάλη πλειονότης δεν γνωρίζει ποια είναι πραγματικά η κατάστασις του θανάτου. Εκείνοι που δεν έχουν τη Βίβλο, πιστεύουν είτε στις προσωπικές των θεωρίες είτε στα ιδιαίτερά των ιερά βιβλία. Ακόμη κι εκείνοι που έχουν τη Βίβλο βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυσι από τις παραδόσεις των ανθρώπων. Η γενική θρησκευτική αντίληψις είναι ότι ο θάνατος είναι χωρισμός ή αποξένωσις από τον Θεό. Μερικοί έχουν ειπεί ότι σημαίνει το κλείσιμο του ουρανού στη χαμένη ψυχή. Αφού υποτίθεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη και πρέπει να εξακολουθή να ζη για πάντα, και αφού αποκλείεται σ’ αυτήν μια ευτυχισμένη ύπαρξις, ή ο ουρανός, έπεται ότι πρέπει να δαπανήση την αιωνιότητά της σε μια κατάστασι αθλιότητος. Η ειδωλολατρική παράδοσις, η ανθρώπινη φιλοσοφία, η φιλολογία και η παιδεία του κόσμου έχουν γενικά ακολουθήσει αυτά τα συμπεράσματα.
11. Ποια είναι η Γραφική μαρτυρία όσον αφορά την κατάστασι του θανάτου;
11 Για το καλό μας, ας συμβουλευθούμε τον λόγον του Θεού για την ορθή απάντησι. Μιλώντας για ό,τι λαμβάνει χώραν κατά τη στιγμή που ο άνθρωπος πεθαίνει, ο Ψαλμός 146, εδάφιο τέταρτο, λέγει, «Το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.» Βέβαια αν οι διαλογισμοί ενός αφανίζωνται, τότε και κάθε γνώσις και αίσθησις αφανίζονται επίσης. Αυτό εξαίρεται από τον Εκκλησιαστή 9:5, «Διότι οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν, ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν· επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη.» Ο προφήτης Ιώβ περιγράφει επίσης την κατάστασι του θανάτου με τα λόγια, «Εκεί οι ασεβείς παύουσιν από του να ταράττωσι, και εκεί αναπαύονται οι κεκοπιασμένοι· εκεί αναπαύονται ομού οι αιχμάλωτοι· δεν ακούουσι φωνήν καταδυνάστου· εκεί είναι ο μικρός και ο μέγας· και ο δούλος, ελεύθερος του κυρίου αυτού.» (Ιώβ 3:17-19) «Αλλ’ ο άνθρωπος αποθνήσκει, και παρέρχεται· και ο άνθρωπος εκπνέει, και πού είναι;» (Ιώβ 14:10) Δεν υπάρχει δράσις στην κατάστασι του θανάτου. «Οι νεκροί δεν θέλουσι αινέσει τον Ιεχωβά, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις τον τόπον της σιωπής.» «Πάντα όσα εύρη η χειρ σου να κάμη, κάμε κατά την δύναμίν σου· διότι δεν είναι πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία, εν τω Σιεόλ όπου υπάγεις.»—Ψαλμός 115:17· Εκκλησιαστής 9:10, ΑΣ.
12. Ποια γεγονότα υποστηρίζουν τη Γραφική άποψι όσον αφορά την κατάστασι του θανάτου, και πώς την εξαίρει η κρίσις που απηγγέλθη εναντίον του Αδάμ;
12 Από τη Γραφική μαρτυρία, λοιπόν, μπορούμε να δούμε ότι ο θάνατος είναι το τέλος της υπάρξεως ενός ατόμου. Είναι φυσικός θάνατος, και οποιαδήποτε προσπάθεια να γίνη διάκρισις μεταξύ αυτού και του λεγομένου πνευματικού θανάτου, είναι αντιγραφική. Ο άνθρωπος πεθαίνει φυσικώς, διανοητικώς και πνευματικώς, όλα διαμιάς. Η διάνοια του νεκρού ατόμου δεν μπορεί να λειτουργήση, τα μάτια του δεν μπορούν να ιδούν, τα αυτιά του δεν μπορούν ν’ ακούσουν, ούτε μπορούν να μιλήσουν τα χείλη του. Ο θάνατος για τον άνθρωπο είναι το ίδιο όπως και για τα κατώτερα ζώα. (Εκκλησιαστής 3:19-21· Ψαλμός 104:29· 145:20) Σημειώστε πόσο σαφές το κατέστησε αυτό ο Θεός στον καιρό που απηγγέλθη η πρώτη εις θάνατον καταδίκη. Ο Θεός ετελείωσε την κρίσι του εναντίον του Αδάμ με τα λόγια, «Επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» (Γένεσις 3:19) Επρόκειτο να επιστρέψη στην κατάστασι της ανυπαρξίας από την οποία προήλθε. Δεν υπήρχε μέρος της θεότητος στον άνθρωπο που έπρεπε να παραμείνη ζωντανό.
13. Πώς γνωρίζομε ότι ο Αδάμ δεν ήταν αθάνατος και ότι ο ουρανός δεν επρόκειτο να είναι ο προορισμός του;
13 Επί πλέον, το θείο υπόμνημα δεν λέγει τίποτε για τον Αδάμ ή τους μεταγενεστέρους του ότι χάνουν τον ουρανό. Αυτό δεν ήταν ποτέ υποσχεμένο είτε στον Αδάμ είτε στους μεταγενεστέρους του, και το να αξιώσουν δικαίωμα σ’ αυτό θα ήταν πολύ αλαζονικό. «Οι ουρανοί των ουρανών είναι του Ιεχωβά, την δε γην έδωκεν εις τους υιούς των ανθρώπων.» (Ψαλμός 115:16, ΑΣ) Η απλή δημιουργία δεν τους έδωσε το δικαίωμα για μια δίχως όρους, ατελεύτητη επίγεια ζωή, πολύ ολιγώτερο για μια πνευματική ή ουράνια κατάστασι. Μόνο ο αντίδικος το υποσχέθηκε αυτό, δηλαδή, ότι θα ήσαν ως θεοί, και δεν ήταν ικανός να κρατήση την υπόσχεσί του ότι δεν θα πέθαινε ο άνθρωπος. Επί πλέον ο Θεός επέβαλε την ποινή του θανάτου ενεργώντας σύμφωνα με τον λόγον του: ‘Και τώρα μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και φάγη, και ζήση αιωνίως.’ Για τούτο ο Ιεχωβά Θεός τον εξαπέστειλε από τον κήπο της Εδέμ, και έθεσε τα χερουβείμ, και την φλόγα μιας ρομφαίας, για να φυλάττουν την οδόν του ξύλου της ζωής.—Γένεσις 3:22-24.
14. Ποια είναι τα δύο εκείνα που ο Θεός θέτει προς εκλογήν ενώπιον των πλασμάτων;
14 Στη Γραφή αντιπαραβάλλονται η ζωή και ο θάνατος, όχι ζωή με ευτυχία έναντι ζωής με δυστυχία. Αυτό καταδεικνύεται από την έκφρασι του Μωυσέως προς τα τέκνα του Ισραήλ: «Διαμαρτύρομαι προς εσάς σήμερον τον ουρανόν και την γην, ότι έθεσα ενώπιόν σας την ζωήν και τον θάνατον, την ευλογίαν και την κατάραν· δια τούτο εκλέξατε την ζωήν δια να ζήτε, συ και το σπέρμα σου.» (Δευτερονόμιον 30:19) Οι Παροιμίες 8:35, 36 λέγουν: «Διότι όστις εύρη εμέ, θέλει ευρεί ζωήν, . . . πάντες οι μισούντες με αγαπώσι θάνατον.»
15. (α) Τι έχασε ο Αδάμ για τον εαυτό του και τους απογόνους του; (β) Τι αποδεικνύει ότι δεν ήταν αιώνια βάσανα ο σκοπός του Θεού για οποιονδήποτε από το πεπτωκός ανθρώπινο γένος;
15 Η βασιλεία του θανάτου αναιρεί τον ισχυρισμό ότι αιώνια βάσανα ή μέλλον με δυστυχία, πρόκειται να είναι η τελική τύχη του Αδάμ ή των απογόνων του. Δεν άρχισαν να βασιλεύουν αιώνια βάσανα, ούτε το ανθρώπινο γένος ήταν τώρα στο δρόμο για τα αιώνια βάσανα. Εκείνο που ο Αδάμ έχασε για τον εαυτό του και τους απογόνους του ήταν το προνόμιο να εκτελέση τη θεία εντολή της αναπαραγωγής, πληθύνσεως, πληρώσεως της γης και κατακυριεύσεως αυτής· έχασε την κυριαρχία επάνω στα πουλιά του αέρος, στα κτήνη και στα ψάρια, και έχασε τη ζωή του. Μολονότι του επετράπη να υπάρχη επί 930 χρόνια, η ύπαρξις όμως αυτή ήταν με λύπη και μόχθο και χωρίς την ειρήνη και ευλογία του Θεού. Εκληρονομήσαμε την ατέλεια που μας εκληροδότησε ο πρώτος μας γονεύς. Ο λόγος του Θεού λέγει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμαίους 5:12) Όλοι αντεπροσωπεύοντο στον προπάτορά τους Αδάμ, μέσω του αγέννητου σπέρματός του, και αντιπροσωπευτικώς αμάρτησαν εν αυτώ. Επομένως δεν υπάρχει δίκαιος άνθρωπος, ούτε ένας. Γι’ αυτό το λόγο, επίσης, κανείς απόγονος του Αδάμ δεν θα μπορούσε να σώση τον συνάνθρωπό του από την κυριαρχία του θανάτου· διότι πώς θα μπορούσε ένας δούλος να ελευθερώση έναν άλλον; Είναι γραμμένο: «Ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν.» (Ψαλμός 49:7· Ρωμαίους 3:10) Αντί να είναι τα αιώνια βάσανα ο μισθός της αμαρτίας, διαβάζομε: «Διότι ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος· το δε χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.»—Ρωμαίους 6:23.
16. Δώστε Γραφική απόδειξι ότι ο θάνατος βασιλεύει όχι μόνο επάνω στα σώματα των ανθρώπων αλλά και επάνω στις ψυχές.
16 Η κυριαρχία του θανάτου δεν είναι μόνο επάνω στα σώματα αλλά και επάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Η ψυχή που αμαρτάνει είναι εκείνη που πεθαίνει. (Ιεζεκιήλ 18:4, 20) Η ψυχή είναι εκείνη που πηγαίνει στον τάφο κατά τον θάνατο και από τον οποίον σώζεται με μια ανάστασι. Ο Ψαλμός 89:48 διακηρύττει: «Τις άνθρωπος θέλει ζήσει, και δεν θέλει ιδεί θάνατον; Τις θέλει λυτρώσει την ψυχήν αυτού εκ της χειρός του τάφου; [Διάψαλμα]» (Μετ. Βασ. Ιακ.) Ο Ψαλμός 49:15 λέγει: «Αλλ’ ο Θεός θέλει λυτρώσει την ψυχήν μου εκ της δυνάμεως του τάφου· διότι θέλει με δεχθή. [Διάψαλμα].» (Μετ. Βασ. Ιακ.) Ο Ψαλμός 116:8 λέγει: «Διότι ελευθέρωσας την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος.» Μερικά επιπρόσθετα εδάφια που αποδεικνύουν ότι η ψυχή μπορεί να πεθάνη ή να καταστραφή είναι τα ακόλουθα: Ψαλμός 30:3· 78:50· Ησαΐας 55:3· Ματθαίος 10:28· Μάρκος 14:34· Λουκάς 2:35, και Αποκάλυψις 16:3.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ
17, 18. (α) Τι είναι ψυχή; (β) Ποια εδάφια αναιρούν τις ψευδείς διδασκαλίες σχετικά με τις ανθρώπινες ψυχές;
17 Τι είναι, λοιπόν, η ψυχή; θα ερωτήσετε. Δεν είναι κάτι ασύλληπτο, μυστηριώδες, που κανείς δεν το είδε ποτέ. Ο ορισμός της ανθρωπίνης ψυχής μάς δίδεται στη Γένεσι 2:7, ΑΣ. «Και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος ψυχή ζώσα.» Κάθε άτομο είναι μια ψυχή. Η πνοή ή το πνεύμα της ζωής, μέσω του οποίου ο Θεός εζωογόνησε, κατέστησε ζωντανόν ή έθεσε σε ενέργεια τον ανθρώπινο οργανισμό, και το ανθρώπινο σώμα μαζί, απετέλεσαν το πρώτο ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα ή ψυχή. Επομένως, η ύπαρξις του ανθρώπου μόνη προσδιορίζεται επίσης ως ψυχή. Υπήρχαν επάνω στη γη ψυχές ψαριών, πουλιών και ζώων προτού δημιουργηθή ο άνθρωπος, καθώς δείχνει η Γραφή στη Γένεσι 1:20, 30. Οι περιθωριακές αυτές παραπομπές αναφέρουν «ψυχή» και «ζώσα ψυχή», αντί της λέξεως «ζωή» του κειμένου.
18 Από την αρχή ο μέγας αντίδικος του Θεού έκαμε να διδάσκεται ελεύθερα το ψεύδος ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή αθάνατη, δηλαδή ανεπίδεκτη θανάτου. Σύμφωνα με την ανθρώπινη αυτή παράδοσι, κάθε άνθρωπος έχει μια μόνο ψυχή, ενώ στην Έξοδο 1:5 αναφέρεται, «Και πάσαι αι ψυχαί, αι εξελθούσαι εκ του μηρού του Ιακώβ, ήσαν ψυχαί εβδομήκοντα.» Πώς θα μπορούσαν εβδομήντα ψυχές να βγουν από τον μηρό του Ιακώβ, όταν η παράδοσις διδάσκη ότι ο Θεός δίνει σε κάθε σώμα μια ψυχή κατά την γέννησί του; Προφανώς η λέξις ψυχή αναφέρεται στους εβδομήντα ζωντανούς απογόνους του Ιακώβ και σε τίποτε περισσότερο. Σύμφωνα με το Λευιτικόν 5:1, 2 (Μετ. Βασ. Ιακ.) οι ψυχές μπορούν ν’ ακούουν, να βλέπουν, να μιλούν, ν’ αμαρτάνουν και να εγγίζουν. Είναι μήπως πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε να εννοήση τι πρέπει να είναι οι ψυχές που αναφέρονται εδώ, αφού μόνο ζωντανοί άνθρωποι θα μπορούσαν να κάμουν όλα αυτά τα πράγματα; Ας μην ακολουθούμε, λοιπόν, πια τις πεπλανημένες παραδόσεις των ανθρώπων που ονειδίζουν τον Θεό και οδηγούν στον θάνατο, αφού είναι τόσο εύκολο να μάθωμε την αλήθεια που οδηγεί στη ζωή.
19. Πώς είναι δυνατόν τόσοι πολλοί να σφάλλουν όσον αφορά την ψυχή και την κατάστασι του θανάτου;
19 Εν τούτοις, κάποιος δυνατόν να σκεφθή, Εκατομμύρια ανθρώπων δεν μπορεί πιθανώς να έχουν άδικο· μπορεί; Πάλι ας προστρέξωμε στις Γραφές για την απάντησί μας. Αυτές δείχνουν ότι ο Σατανάς έχει εξαπατήσει ή αποπλανήσει ολόκληρο τον κόσμο. Στο δωδέκατο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως διαβάζομε για τον πόλεμο που διεξάγει ο Μιχαήλ εναντίον του Δράκοντος και των αγγέλων του. Το ένατο εδάφιο λέγει: «Και ερρίφθη ο δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος, και ο Σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην.» Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εξεύρομεν ότι εκ του Θεού είμεθα· και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται.» (1 Ιωάννου 5:19) Ο προφήτης Ιερεμίας προείδε πώς άτομα καλής θελήσεως θ’ ανεγνώριζαν ότι είχαν ακολουθήσει την πλάνη και θα προσέτρεχαν στην οργάνωσι του Ιεχωβά για καταφύγιο, όταν έγραψε: «Ιεχωβά, δύναμίς μου, και φρούριόν μου, και καταφυγή μου, εν ημέρα θλίψεως, τα έθνη θέλουσιν ελθεί προς σε από των περάτων της γης, και θέλουσιν ειπεί, Βεβαίως οι πατέρες ημών εκληρονόμησαν ψεύδος, ματαιότητα, και τα ανωφελή.»—Ιερεμίας 16:19, ΑΣ.
20. Πώς η αμφισβήτησις της αναστάσεως αποδεικνύει ποια είναι η κατάστασις των νεκρών;
20 Αλλά τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε ανάστασις νεκρών; Σύμφωνα με τις παραδόσεις των ανθρώπων οι αποχωρισμένες από το σώμα ψυχές θα είχαν την τρομερή τύχη να παραμείνουν αποχωρισμένες από το σώμα αιωνίως. Αλλά σύμφωνα με το λογικό επιχείρημα του αποστόλου Παύλου, όλοι όσοι απέθαναν θα είχαν χαθή. (1 Κορινθίους 15:18) Ο απόστολος Παύλος δεν ήταν διστακτικός όσον αφορά την ανάστασι, αλλά την εξέθεσε καθαρά και την εδίδαξε τολμηρά. Απέφυγε τους μύθους και τις «ιδιωτικές» ερμηνείες. Δεν διετύπωσε ιδιωτικούς ορισμούς όπως κάνουν μερικοί, λέγοντας, «Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος—θάνατος που ποτέ δεν πεθαίνει,» διότι αυτό είναι απατηλός χειρισμός του λόγου του Θεού. Δεν υπεστήριζε ότι «καταστρέφω» δεν σημαίνει «καταστρέφω», αλλά σημαίνει «διατηρώ ζωντανό σε βάσανα», διότι αυτό θα ήταν διαστροφή των Γραφών προς απώλειάν μας. (Ψαλμός 145:20) Ο Παύλος άφηνε να είναι ο Θεός αληθινός, μολονότι αυτό θα έκανε κάθε άνθρωπο ψεύτη.
21, 22. (α) Ποιες δύο τάξεις εκδηλώνονται, και ποια είναι η ελπίς εκείνων που εξασκούν πίστι; (β) Πώς μπορούν να εναρμονισθούν φαινομενικώς συγκρουόμενα εδάφια;
21 Ενώ εβασίλευε ο θάνατος, εξεδηλώθησαν δύο τάξεις ατόμων. Η μία είχε πίστι στην επαγγελία του Θεού ότι το σπέρμα της γυναικός θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως στον ωρισμένο καιρό. Αυτοί επιζητούσαν να είναι ευάρεστοι στον Ιεχωβά. Η άλλη τάξις, όπως το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, ζητούσε ν’ ακολουθήση τον δικό της δρόμο, και αυτοί έγιναν διώκται των ευσεβών. Το πνεύμα του πρωτουργού τού θανάτου δεν άργησε να φέρη καρπό και ο Κάιν εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ. Σε όλους όσοι κατεδιώχθησαν ομοίως, ο Ιεχωβά έδωσε βεβαίωσι, όχι ότι θα πήγαιναν αμέσως στον ουρανό, αλλά ότι θα συμμετείχαν στην ανάστασι των νεκρών. Έπειτα από χιλιάδες χρόνια η ελπίς της αναστάσεως ήταν ακόμη η ελπίς των ευσεβών ανθρώπων όπως έδειξε ο Ιησούς όταν είπε στον Νικόδημο ότι έως τότε «ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν, ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου.» (Ιωάννης 3:13) Στο αποκαλυπτικό όραμα που εγράφη εξήντα έξη χρόνια μετά την έναρξι της διακονίας του Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης είδε τις ψυχές εκείνων που εσφάγησαν εξαιτίας του λόγου του Θεού και του έργου της μαρτυρίας που έκαναν, να μην είναι ακόμη στον ουρανό. Έγραψε: «Και έκραζον μετά φωνής μεγάλης λέγοντες, Έως πότε, ω Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών από των κατοικούντων επί της γης;» (Αποκάλυψις 6:10) Η τελική αμοιβή δεν τους εδόθη ως τον καιρό που άρχισε η κρίσις στο 1918.—Αποκάλυψις 11:18.
22 Τα εδάφια που φαίνεται να συγκρούωνται με τα προηγούμενα συμπεράσματα, μπορούν εύκολα να εναρμονισθούν. Η εμφάνισις του Μωυσέως και του Ηλία στο όρος της μεταμορφώσεως δεν ήταν μια φυσική πραγματικότης, αφού ο Ιησούς είπε στους μαθητάς, «Μη είπητε προς μηδένα το όραμα, εωσού ο Υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών.» (Ματθαίος 17:9) Η μετάθεσις του Ενώχ και η ανάληψις του Ηλία εσήμαινε το τέλος της διακονίας των και τον θάνατο, αλλά όχι την εκπλήρωσι της επαγγελίας του Θεού προς αυτούς, όπως καταδεικνύεται από το Εβραίους 11:39. «Και ούτοι πάντες αν και έλαβον καλήν μαρτυρίαν δια της πίστεως, δεν απήλαυσαν την επαγγελίαν.» Αντί να μεταβούν σ’ ένα κατά γράμμα ουρανό, οι πιστοί εκείνοι άνδρες των αρχαίων χρόνων απέβλεπαν στον καιρό που ο Παντοδύναμος Θεός, που κατοικεί στους ουρανούς, θα εγκαθίδρυε την κυριαρχία και εξουσία του εδώ επάνω στη γη.
23. Σε ποιο είδος κυβερνήσεως και διοικήσεως απέβλεπαν ο Αβραάμ και οι άλλοι πιστοί άνδρες;
23 Ο Αβραάμ και οι άλλοι πιστοί άνδρες απέβλεπαν σε μια μέλλουσα πόλι ή κυβέρνησι, της οποίας οικοδόμος και δημιουργός θα ήταν ο Θεός. Αφού θα ήταν ουρανίας προελεύσεως, ο απόστολος Παύλος την αποκαλεί επουράνιον πόλιν. (Εβραίους 11:8-10, 13-16) Ήλπιζαν να συμμετάσχουν στις ευλογίες της μέσω της αναστάσεως και για τούτο διεκήρυτταν δημοσίως ότι ήσαν πάροικοι και παρεπίδημοι στη γη. Εχαιρέτησαν αυτή τη βασιλεία, στην οποία το θέλημα του Θεού θα γίνεται στη γη όπως στον ουρανό, στην οποία η ωφέλεια της γης θα είναι για όλους, και η γη θα είναι γεμάτη από τη γνώσι της δόξης του Ιεχωβά όπως τα ύδατα σκεπάζουν την θάλασσαν. (Εκκλησιαστής 5:9· Αββακούμ 2:14) Ο θάνατος δεν θα κατέχη και δεν θα εξασκή πια υπέρτατη δύναμι και εξουσία επάνω στο ανθρώπινο γένος τότε. Δεν θα βασιλεύη πια. Επί χίλια χρόνια ο Χριστός και η νύμφη του θα κυβερνούν τον νέο κόσμο και ο Σατανάς θα είναι δεμένος.
24. Ποιο αποτέλεσμα πρέπει να έχη επάνω μας αυτή η γνώσις;
24 Πώς η γνώσις της αληθείας πρέπει να λύση τις γλώσσες μας σε ευγνωμοσύνη και ευχαριστία για την απελευθέρωσι που μας εχάρισε ο Ιεχωβά από τα δεσμά της αγνοίας και της δεισιδαιμονίας! Πώς αυτό πρέπει να μας κάμη να θέλωμε να μεταδώσουμε τη γνώσι αυτή σε εκατομμύρια ανθρώπων, για να μπορέσουν κι αυτοί ν’ αποκτήσουν απελευθέρωσι από τη δουλεία του Σατανά! Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του ότι εκείνο που άκουαν στο αυτί έπρεπε να το κηρύξουν από τα δώματα. Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάμωμε εμείς που ήμεθα άλλοτε δούλοι της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά τώρα είμεθα ελεύθεροι; Είπατε εις τους δεσμίους, Εξέλθετε, λατρεύσατε τον Ιεχωβά εν αγία παρατάξει!