Θεοκρατικοί Δούλοι
«Τον Ιεχωβά δουλεύοντες.»—Ρωμαίους 12:11, ΜΝΚ.
1. Τι καθιστά συζητήσιμο το αν, το να είναι κανείς δούλος, είναι τιμή, και από ποια χαρακτηριστικά εξαρτάται αυτό;
ΥΠΑΡΧΕΙ τιμή και αξιοπρέπεια στο να είναι κανείς δούλος; Σύμφωνα με τους κανόνας του κόσμου τούτου δύσκολα θα μπορούσε να υπάρχη. Όταν επικρατούσε η δουλεία γενικά, εκείνοι που ήσαν δούλοι, μολονότι συχνά εκτελούσαν εργασίες και καθήκοντα που σήμερα θεωρούνται ως επαγγελματικά, πολιτισμένα και έντιμα, εθεωρούντο ως κατώτεροι. Εγίνετο μεγάλη κατάχρησις του θεσμού της δουλείας, και η ανακούφισις των δούλων εβράδυνε πολύ να έλθη. Για μερικές Μωαμεθανικές χώρες υπάρχουν πληροφορίες ότι είναι ακόμη προσκολλημένες σ’ αυτόν τον θεσμό. Στις Βρεττανικές αποικίες της Αμερικής εισήχθη αργά κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα, και δεν κατηργήθη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρά στο δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνος. Πραγματικά ως αυτόν ακόμη τον δέκατον ένατον αιώνα δεν είχε καταργηθή η δουλεία από τις Κυβερνήσεις του «Χριστιανισμού» εν γένει. Σε πολλά μέρη οι απόγονοι αυτών των σκλάβων που ελευθερώθηκαν τυγχάνουν περιφρονήσεως και κρατούνται μέσα σε ωρισμένα όρια και κάτω από περιορισμούς. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε το να είναι κανείς δούλος να συνεπάγεται τιμή και αξιοπρέπεια; Πώς θα μπορούσε το να ονομάζεται κανείς δούλος ή το να εκλέξη να ονομάζεται δούλος, να είναι κάτι άλλο παρά ταπεινωτικό; Η απάντησις είναι ότι όλο τούτο εξαρτάται από το τίνος δούλος είσθε και τι είδους δούλος είσθε. Το να είναι κανείς θεοκρατικός δούλος είναι τιμή και προνόμιο. Είναι δουλεία που οδηγεί σε αιώνια ζωή.
2. Πότε άρχισε η δουλεία, και για ποιους ήταν μια κατηραμένη κατάστασις;
2 Η δουλεία είναι ένας αρχαίος θεσμός. Η ύπαρξίς της από κοινωνική και οικονομική άποψι πριν από τον κατακλυσμό, δεν αναγράφεται στη Βίβλο. Αλλά ότι θα εμφανιζόταν κάποτε μετά τον κατακλυσμό προεβλέφθη όταν ο Νώε, αφού έτυχε κακής μεταχειρίσεως από τον γυιό του Χαμ, κατηράσθη ένα από τα παιδιά του Χαμ, λέγοντας: «Επικατάρατος ο Χαναάν· δούλος των δούλων θέλει είσθαι εις τους αδελφούς αυτού. . . . Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Σημ· και ο Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν· ο Θεός θέλει πλατύνει τον Ιάφεθ, και θέλει κατοικήσει εν ταις σκηναίς του Σημ· ο δε Χαναάν θέλει είσθαι δούλος εις αυτόν.» (Γένεσις 9:25-27) Αυτό δεν κατεδίκασε έναν από τους τρεις κυρίους κλάδους της ανθρωπίνης οικογενείας σε αναπόφευκτη δουλεία. Όχι, αλλά το γεγονός είναι ότι η κατάρα αυτή που ο Θεός ενέπνευσε τον Νώε να εκφέρη, εκπληρώθηκε αιώνες αργότερα. Εκείνο τον καιρό ο Ιεχωβά Θεός έφερε τον εκλεκτό του λαό, τους Ισραηλίτες, στη γη Χαναάν και σύμφωνα με τη θεία διαταγή εξωλόθρευσαν τους Χαναανίτες ή κατέστησαν δούλους πολλούς απ’ αυτούς, όπως τους κατοίκους της Γαβαών και των συμμάχων πόλεων. Το να είναι κανείς τέτοιος δούλος, λόγω της καταγωγής του από τον κατηραμένο Χαναάν, θα ήταν πράγματι μια ταπείνωσις.
3. Γιατί ήταν έντιμο το να είναι κανείς ένας από τους δούλους του Αβραάμ;
3 Αλλ’ αν συγκρίνωμε δούλους με δούλους, ποιος θεοσεβής άνδρας ή γυναίκα δεν θα το θεωρούσε τιμή να είναι δούλος του Αβραάμ, του απογόνου του γυιού του Νώε Σημ; Γιατί; Διότι ο Αβραάμ ήταν άνθρωπος πίστεως στον αληθινό Θεό Ιεχωβά, και για την ευπειθή του πίστι ήταν «φίλος του Θεού». Ο Ιεχωβά Θεός δεν απηγόρευσε στον Αβραάμ να έχη δούλους σύμφωνα με το έθιμο του αρχαίου εκείνου καιρού. Ο Νώε είχε ευλογήσει τον Σημ, τον πρόπαππον του Αβραάμ, και σύμφωνα μ’ αυτό, ο Ιεχωβά θα επεδοκίμαζε το να έχη ο Αβραάμ δούλους. Ενόσω διέμενε ως πάροικος στη γη Χαναάν, ο Αβραάμ είχε εκατοντάδες απ’ αυτούς. Επολέμησαν μαζί του για μια θεοκρατική νίκη όταν επιδρομείς βασιλείς από τα γειτονικά μέρη της Βαβυλώνος εισέβαλαν στη γη Χαναάν και συνέλαβαν τον συγγενή του Λωτ και την οικογένειά του. Διαβάζομε: «Ακούσας δε ο Άβραμ ότι ηχμαλωτίσθη ο αδελφός αυτού, εφώπλισε τριακοσίους δεκαοκτώ εκ των δούλων αυτού, των γεννηθέντων εν τη οικία αυτού, και κατεδίωξεν οπίσω αυτών έως Δαν. Και διαιρέσας τους εαυτού, ώρμησε κατ’ αυτών την νύκτα, αυτός και οι δούλοι αυτού, και επάταξεν αυτούς.» Οι δούλοι, λοιπόν, αυτοί ήσαν όργανα του Θεού και ήσαν μαζί με τον Αβραάμ κατά την επιστροφή του όταν ο Βασιλεύς της Σαλήμ Μελχισεδέκ τον συνήντησε και απέδωσε τη νίκη του στον Ιεχωβά, λέγοντας: «Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του Υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου.»—Γένεσις 14:1-20.
4. (α) Πώς ετιμήθη ο πρεσβύτερος δούλος του Αβραάμ; (β) Γιατί ο Αβραάμ δεν ήταν ποτέ ένοχος εξευτελισμού της δουλείας με το να κάμη κακή χρήσιν αυτής;
4 Εφ’ όσον ο Αβραάμ ήταν άτεκνος, ένας δούλος που διεχειρίζετο τα του οίκου του κατ’ εντολήν του έπειτα από την αναχώρησι του Λωτ, ήταν λογικά ο κληρονόμος του, δηλαδή ο Ελιέζερ από την Δαμασκό. Όταν ο Αβραάμ απέκτησε τον γυιό του Ισαάκ και ήλθε καιρός να τον νυμφεύση, ένας δούλος πάλιν, ‛ο πρεσβύτερος της οικίας αυτού, ο επιστάτης πάντων των υπαρχόντων αυτού’, πιθανώς αυτός ο Ελιέζερ, ήταν εκείνος που ο Αβραάμ απέστειλε για να προμηθεύση τη γυναίκα του Ισαάκ. Σ’ αυτό το προφητικό δράμα ο γηραιός αυτός δούλος τιμάται με το ν’ αντιπροσωπεύη το άγιο πνεύμα του Θεού, την ενεργό δύναμι που εχρησιμοποίησε ο Ιεχωβά για να ελκύση και προετοιμάση για τον μονογενή του Υιόν Ιησούν μια νύμφη, μια ομάδα από 144.000 πιστούς ακολούθους που υιοθετήθηκαν από τον Ιεχωβά Θεό ως τέκνα του. (Γένεσις 15:1-3· 24:1-10, 61-66) Ο Αβραάμ δεν εξευτέλισε το έθιμο της δουλείας στο σπίτι του με το να επωφεληθή απ’ αυτό για ανηθίκους σκοπούς. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την υποβίβασι της θέσεως της αληθινής γυναικός του Σάρρας, μιας ελευθέρας γυναικός. Επίσης, μέσω αυτής της μιας γυναικός είχε υποσχεθή ο Θεός ότι ο Αβραάμ θα είχε έναν αγνά γεννημένο κληρονόμο, δια του οποίου θα ηυλογούντο όλες οι φυλές της γης. Όταν, επομένως, ο Αβραάμ απέκτησε τον πρώτο γυιό του Ισμαήλ από μια δούλη, αυτό δεν έγινε με μια ανήθικη πράξι. Η γυναίκα του Σάρρα, τόσο ηλικιωμένη τότε ώστε ν’ απελπισθή ότι θα έδινε στον Αβραάμ ένα γυιό από το δικό της σώμα, τον παρεκάλεσε να πάρη την Αιγυπτία δούλη της Άγαρ για να μπορέση αυτή να υιοθετήση τον γυιό της ως δικό της. Από τον καιρό που η Άγαρ συνέλαβε τον Ισμαήλ, ο Αβραάμ δεν είχε περαιτέρω σχέσεις μαζί της. (Γένεσις 16:1-15· Γαλάτας 4:21-25) Αργότερα ο Ιεχωβά ευλόγησε τη Σάρρα θαυματουργικά μ’ ένα δικό της γυιό.
5. Ποια στάσι έλαβε ο Αβραάμ απέναντι της θρησκείας των δούλων του, και πώς καταδεικνύεται αυτό;
5 Ο Αβραάμ ήταν θεοκρατικός. Είχε πίστι στον Ύψιστο Θεό και υπήκουε σ’ αυτόν ως Δημιουργό του, Οδηγόν και Άρχοντα. Κυβερνούσε τον μεγάλο του οίκο όπως θα τον κυβερνούσε ο Ιεχωβά. Ως κύριος δούλων ο Αβραάμ καθώριζε και εξήλεγχε τη θρησκεία ή μορφή λατρείας των δούλων του, τους οποίους είχε αποκτήσει είτε μέσω αγοράς είτε μέσω νυμφεύσεως των δούλων μεταξύ των. Έτσι δεν επέτρεπε ασέβεια, ούτε ειδωλολατρία, αλλά οικοδομούσε μόνο την αληθινή πίστι στον οίκον του. Κατ’ εντολήν του Θεού περιέταμε τον εαυτό του και διέταξε να περιτμηθούν όλα τα αρσενικά στον οίκον του .«Και έλαβεν ο Αβραάμ Ισμαήλ τον υιόν αυτού, και πάντας τους γεγεννημένους εν τη οικία αυτού, και πάντας τους αργυρωνήτους αυτού, παν άρσεν των ανθρώπων της οικίας του Αβραάμ, και περιέτεμε την σάρκα της ακροβυστίας αυτών την αυτήν εκείνην ημέραν, καθώς είπε προς αυτόν ο Θεός.» Οποιοδήποτε αρσενικό ηρνείτο την περιτομή διετάσσετο ν’ αποκοπή από τον οίκον του Αβραάμ. Ο Αβραάμ εδίδαξε τους δούλους του αναφορικά με τον Θεόν. Ο Θεός επιστοποίησε το γεγονός αυτό, λέγοντας: «Γνωρίζω αυτόν, ότι θέλει διατάξει προς τους υιούς αυτού, και προς τον οίκον αυτού, μεθ’ εαυτόν, και θέλουσι φυλάξει την όδον του Ιεχωβά.» Μια περαιτέρω απόδειξις της εκπαιδεύσεως των δούλων του Αβραάμ στη λατρεία του Θεού είναι η προσευχή του πρεσβυτέρου δούλου του όταν απεστάλη να λάβη γυναίκα για τον Ισαάκ: «Ω Ιεχωβά, Θεέ του κυρίου μου Αβραάμ, δος μοι, δέομαι, καλόν συνάντημα σήμερον, και κάμε έλεος εις τον κύριόν μου Αβραάμ.» Σε όλη τη διευθέτησι για το γάμο, ο γηραιός αυτός δούλος ανεγνώριζε τον Θεόν του Αβραάμ και τον ελάτρευε φανερά.—Γένεσις 17:9-14, 22-27· 18:19· 24:2-56, ΑΣ.
6. Ποια ήταν η θέσις του Μωυσέως και των Ισραηλιτών έναντι του Θεού; Γιατί;
6 Ο Αβραάμ ως κάτοχος δούλων εξεικόνιζε πώς ο Ύψιστος Θεός τον οποίον ο Αβραάμ ελάτρευε, έχει επίσης δούλους επάνω στη γη. Δεν αναφερόμεθα απλώς στο αρχαίο παρελθόν όταν ο προφήτης Μωυσής ωδήγησε τους Ισραηλίτες έξω από την Αίγυπτο και μέσα από την Ερυθρά θάλασσα σε μια ελεύθερη εθνική ύπαρξι. Ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες έψαλαν αφού οι Αιγύπτιοι που τους κατεδίωκαν, κατεπόθησαν στην Ερυθρά θάλασσα. Αναφερόμενη κατάλληλα στο άσμα τους η Αποκάλυψις 15:3 περιγράφει τους αληθινούς Χριστιανούς των ημερών μας με τα εξής λόγια: «Και έψαλλον την ωδήν Μωυσέως του δούλου του Θεού, και την ωδήν του Αρνίου, λέγοντες, Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Ιεχωβά Θεέ, ο Παντοκράτωρ.» (ΜΝΚ) Ναι, κατ’ εξοχήν ο Μωυσής ήταν τότε ο δούλος του Θεού. Αλλά και όλοι όσοι ανήκαν στο έθνος του Μωυσέως, οι υιοί Ισραήλ, ήσαν δούλοι του Θεού μαζί του. Πώς συνέβαινε αυτό; Επειδή επί πολλά χρόνια ήσαν ακούσιοι δούλοι στην Αίγυπτο και οι ανίλεοι εργοδιώκται των απέβλεπαν στην καταστροφή των, με υπερανθρώπινα δε μέσα ο Θεός του προπάτορός των Αβραάμ τούς είχε σώσει και ελευθερώσει. Ο Ιεχωβά, όταν έδιδε στους Ισραηλίτες τον νόμον του Ιωβιλαίου, είπε: «Διοτι εις εμέ οι υιοί Ισραήλ είναι δούλοι· δούλοι μου είναι, τους οποίους εξήγαγον εκ γης Αιγύπτου. . . . δεν θέλουσι πωλείσθαι, καθώς πωλείται δούλος.»—Λευιτικόν 25:55, 42.
7. Ποια, λοιπόν, αξίωσι και δικαίωμα είχε ο Θεός έναντι του Ισραήλ, και τι τους διέταξε να πράττουν για τους δούλους των;
7 Ως Σωτήρ των και απόλυτος Κύριος ο Ιεχωβά είχε κάθε αξίωσι για τις υπηρεσίες των. Είχε κάθε δικαίωμα να υπαγορεύση όπως αποδίδεται η λατρεία των σ’ Αυτόν—Αυτόν που είχε εκτελέσει κρίσεις εναντίον όλων των γελοίων ψευδών θεών της Αιγύπτου. Στις δύο πρώτες από τις Δέκα Εντολές του προς τον Ισραήλ εβεβαίωσε το δικαίωμά του και ενήργησε σύμφωνα μ’ αυτό, λέγοντας: «Εγώ είμαι ο Αιώνιος ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού. Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ ο Αιώνιος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος.» (Έξοδος 20:2-5, ΜΜ) Τους διέταξε να εορτάζουν κάθε χρόνο αυτή την απελευθέρωσι από την Αιγυπτιακή δουλεία. (Έξοδος 13:3, 14) Είχαν κάθε υποχρέωσι να λατρεύουν και υπακούουν τον Κτήτορα και Κύριόν των αμέριστα, χωρίς γογγυσμό, αλλά με ευγνωμοσύνη. Αυτός επέτρεψε στους Ισραηλίτες να έχουν δούλους, χωρίς αμφιβολία τους απογόνους των δούλων του προπάτορός των Ιακώβ ή Ισραήλ, ο οποίος λόγω των περιστάσεων είχε μετοικήσει μαζί τους στην Αίγυπτο. (Γένεσις 30:42, 43) Αλλ’ ο Ιεχωβά διέταξε τον ελευθερωμένο λαό του να εφαρμόζη τους νόμους Του στους δούλους αυτούς. Παραδείγματος χάριν, η Τετάρτη Εντολή του διέτασσε στους Ισραηλίτες: «Η ημέρα όμως η εβδόμη είναι σάββατον Κυρίου του Θεού σου· μη κάμης εν ταύτη ουδέν έργον, μήτε συ, μήτε ο υιός σου, μήτε η θυγάτηρ σου, μήτε ο δούλος σου, μήτε η δούλη σου.» (Έξοδος 20:10) Ως θεοκρατικοί δούλοι Κυρίου του Θεού, οι Ισραηλίτες ήσαν υποχρεωμένοι να φροντίζουν όπως οι δούλοι των συμμορφώνωνται με τον νόμον και την διαθήκην του Θεού.
8. Γιατί οι πνευματικοί Ισραηλίτες είναι δούλοι, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να αισχύνωνται;
8 Επί δεκαεννέα αιώνες οι φυσικοί Ισραηλίτες έχουν παύσει να είναι ο εκλεκτός λαός του Ιεχωβά. Τώρα αυτός πολιτεύεται με τους πνευματικούς Ισραηλίτες, εκείνους που είναι Ιουδαίοι «εν τω κρυπτώ». Είσθε ΣΕΙΣ ένας απ’ αυτούς; Έχετε αφιερωθή εντελώς σ’ αυτόν μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού και έχετε την απόδειξι ότι απεκυήθητε από το άγιό του πνεύμα σε ουράνια ζωή; Είσθε; Τότε, γνωρίζετε ότι είσθε ένας δούλος; Σύμφωνα με ό,τι παραδεχθήκατε, πρέπει να είσθε δούλος του Ιεχωβά. Μη στενοχωρείσθε για τον όρον. Οι άνθρωποι του κόσμου ας χλευάζουν όσο θέλουν την ιδέα ότι ο Θεός έχει δούλους και ας φαντάζωνται ότι, επειδή αρνούνται να είναι δικοί Του, δεν είναι δούλοι κανενός. Κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί επάνω στη γη είναι και αναγκάζεται να είναι ο ταπεινός δούλος ενός από δύο αντιτιθεμένους κυρίους. Αν αρνήσθε να είσθε δούλος του Ιεχωβά, μη χλευάζετε τους δούλους Του. Είσθε τότε ο ευτελής δούλος του αντιπάλου του, Σατανά του Διαβόλου. Εκείνο που ανέφερε ο Ιησούς στην επί του όρους ομιλία, βεβαιώνει ότι δεν μπορείτε να υπηρετήτε και τους δύο κυρίους. Αν μισήτε και περιφρονήτε τον ένα, τότε είναι αναπόφευκτο ότι πρέπει να αγαπάτε και να είσθε προσκολλημένος στον άλλον. Ο μόνος άλλος είναι ο Διάβολος, ο θεός του Μαμμωνά, του ιδιοτελούς κοσμικού πλούτου. (Ματθαίος 6:24) Μπορείτε να τον έχετε, αν το θέλετε αυτό. Αλλά, όσο για μας, εκλέγομε τον Ιεχωβά. Είναι μια ευλογημένη κατάστασις το να είμεθα ταπεινοί υπηρέται του, θεοκρατικοί δούλοι. Άνθρωποι μεγαλύτεροι από σας, το εθεώρησαν υψηλή τιμή να είναι τέτοιοι, ακόμη και ο Ιησούς Χριστός ο ίδιος. Δεν μπορούμε να το αποφύγωμε: είμεθα δούλοι εκείνου του Θεού τον οποίον λατρεύομε.
9. Πώς συμβαίνει ο Ιησούς να έχη δούλους έως το τέλος αυτού του κόσμου;
9 Ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού έχει επίσης εκείνους που του ανήκουν και που τους εξουσιάζει και οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τον υπηρετούν. Σε τούτο είναι όμοιος με τον υιόν και κληρονόμον του Αβραάμ, δηλαδή με τον Ισαάκ, ο οποίος εκληρονόμησε όλους τους δούλους του πατρός του. (Γένεσις 26:19-32· 25:5) Και τα 144.000 μέλη του σώματος του Χριστού βρίσκονται σε δουλεία στον Ιησούν, διότι αυτός είναι η δικαιωματική Κεφαλή αυτού του σώματος. Αυτό δεν αφήνει έξω τους «δώδεκα αποστόλους του Αρνίου». Αυτοί και άλλοι εξέχοντες μαθηταί του Ιησού ένοιωθαν τιμή διακηρύττοντας ότι είναι δούλοι του, εφιστώντας την προσοχή στην ιδιότητά των ως δούλων του στην αρχή των επιστολών των προς τη Χριστιανική εκκλησία. (Αποκάλυψις 7:3-8· Ρωμαίους 1:1 και Τίτον 1:1 και 2 Πέτρου 1:1 και Ιάκωβος 1:1 και Ιούδας 1:1 και Φιλιππησίους 1:1) Σήμερα, εκείνοι που αποτελούν το υπόλοιπο των μελών του σώματός του επάνω στη γη, δεν βρίσκουν τον εαυτό τους σε υψηλότερη κατάστασι από τους αποστόλους. Ο Ιησούς έθεσε αυτό το ευπειθές υπόλοιπο στην ίδια κατάστασι όταν ερώτησε στην προφητεία του για το τέλος του κόσμου: «Τις λοιπόν είναι ο πιστός και φρόνιμος δούλος, τον οποίον ο κύριος αυτού κατέστησεν επί των υπηρετών αυτού, δια να δίδη εις αυτούς την τροφήν εν καιρώ; Μακάριος ο δούλος εκείνος, τον οποίον, όταν έλθη ο κύριος αυτού, θέλει ευρεί πράττοντα ούτως. Αληθώς σας λέγω, ότι θέλει καταστήσει αυτόν επί πάντων των υπαρχόντων αυτού.»—Ματθαίος 24:45-47· Λουκάς 12:42, 44.
10. Σε άτομα ποιας, επίσης, τάξεως έχει εκπλήρωσι το Ιωήλ 2:28, 29;
10 Στα μέλη ακριβώς αυτής της πιστής και φρονίμου τάξεως, αφού μετενόησαν για τις αδυναμίες των και τις ελλείψεις των στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εφαρμόζεται η προφητεία του Θεού μέσω του Ιωήλ: «Και μετά ταύτα θέλω εκχέει το πνεύμα μου επί πάσαν σάρκα· και θέλουσι προφητεύσει οι υιοί σας, και αι θυγατέρες σας· οι πρεσβύτεροί σας θέλουσιν ενυπνιασθή ενύπνια, οι νεανίσκοι σας θέλουσιν ιδεί οράσεις. Και έτι επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις θέλω εκχέει το πνεύμα μου.» Ο απόστολος Πέτρος εφήρμοσε πρώτα την προφητεία αυτή στις ημέρες του, από την Πεντηκοστή και έπειτα, και έχει την τελική και πλήρη εφαρμογή της στο υπόλοιπο από το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο 1918.—Ιωήλ 2:28, 29· Πράξεις 2:16-18.
11. Πώς ο Ιησούς μάς έκαμε ιδιοκτησία του, και γιατί δεν πρέπει να φοβούμεθα;
11 Ο Ιησούς μάς κατέστησε ιδιοκτησία του όχι με κάποια φθηνή πληρωμή ολίγων χρυσών ή αργυρών νομισμάτων, για να έχη εξουσία επάνω στην ίδια μας τη ζωή και στο θάνατο. Έχυσε το ίδιο του πολύτιμο αίμα όταν κρεμάσθηκε επάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου σαν ένας απεχθής εγκληματίας δούλος και με τούτο μας ηγόρασε. (1 Πέτρου 1:18, 19) Τι, λοιπόν, να φοβηθούμε από το να έχωμε ένα τέτοιον ανιδιοτελή, γεμάτον αυτοθυσία και ευσέβεια Κύριον σαν αυτόν; Πώς θα μπορούσε ποτέ αυτός να μας καταδυναστεύση, να μας βλάψη ή να κάμη κάτι άλλο εκτός από καλό σ’ εμάς;
12. Έχοντας υπ’ όψι πόσο του εστοίχισε, πώς διακείμεθα απέναντι του Κυρίου μας;
12 Εκτιμώντας με ποια προσωπική δαπάνη μάς ηγόρασε, πώς θα μπορούσαμε να παραδοθούμε εκουσίως σε κάποιον άλλον κύριον, στην αμαρτία, στις κοιλίες μας, σ’ αυτόν τον διεφθαρμένο κόσμο, στον Διάβολο; «Διότι όστις δούλος εκλήθη εις τον Κύριον, είναι απελεύθερος του Κυρίου· ομοίως και όστις ελεύθερος εκλήθη, δούλος είναι του Χριστού. Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων . . . Και δεν είσθε κύριοι εαυτών, διότι ηγοράσθητε δια τιμής. Δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν δια του σώματός σας.» (1 Κορινθίους 7:22, 23· 6:19, 20, ΜΝΚ) Ποτέ δεν θέλομε να αρνηθούμε την κυριότητά του επάνω μας. Συνεπώς είμεθα αποφασισμένοι ν’ αντισταθούμε στους ψευδοπροφήτας που ο Ιησούς είπε ότι θα ηγείροντο στο τέλος του κόσμου· και ο Πέτρος προειδοποίησε: «Θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς Δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν.» (Ματθαίος 24:11, 24, 3· 2 Πέτρου 2:1, 2) Ποτέ δεν θα εγείρωμε επανάστασιν δούλου—σαν εκείνη του Ρωμαίου μονομάχου Σπαρτάκου το 73 μ.Χ.—εναντίον του δικαιωματικού Δεσπότου μας! Ποτέ δεν θα λιποτακτήσωμε από την υπηρεσία του και δεν θα γίνωμε φυγάδες. Είμεθα αγαπημένοι με τον Κύριό μας. Αντί να εγκαταλείψωμε προδοτικά την υπηρεσία του, προτιμούμε μάλλον να είμεθα όμοιοι με τον Εβραίον δούλον που ηρνείτο ν’ αφήση την υπηρεσία του κυρίου του και που το αυτί του ετρυπάτο με τρυπητήρι στον παραστάτη της θύρας για να δηλωθή ότι ήταν τώρα δούλος του για απεριόριστο χρόνο.—Έξοδος 21:1-5· Δευτερονόμιον 15:17.
ΛΙΜΟΚΤΟΝΟΥΝΤΕΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ, ΓΑΒΑΩΝΙΤΕΣ
13. Ποιοι επίσης σήμερα έγιναν δούλοι όπως οι Αιγύπτιοι στην εποχή του Ιωσήφ, και γιατί;
13 Το αποκυημένο από το πνεύμα υπόλοιπο, η τάξις του πιστού και φρονίμου δούλου, δεν είναι τώρα οι μόνοι που προτιμούν αυτή την κατάλληλη δουλεία στον Θεό μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού. Ένα σταθερά αυξανόμενο πλήθος, ήδη εκατοντάδες χιλιάδων, παρεδόθησαν στον Θεό μέσω του Χριστού. Σ’ αυτή την ημέρα που θανατηφόρος πνευματική πείνα έχει πλήξει τον «Χριστιανισμό» και όλο το υπόλοιπο του κόσμου τούτου, αλλά που υπάρχει πνευματική αφθονία στη διάθεσι του υπολοίπου του σώματος του Χριστού, αυτά τα άλλα πρόβατα έχουν μιμηθή τους Αιγυπτίους στη διάρκεια του επταετούς λιμού για τον οποίον ο πρωθυπουργός του Φαραώ, ο Ιωσήφ, είχε κάμει επαρκή προμήθεια. Αυτοί οι καλής θελήσεως άνθρωποι έχουν έλθει στον Μεγαλύτερον Ιωσήφ, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον Μεγαλύτερον Φαραώ, τον Ιεχωβά Θεό, και έχουν ειπεί με τη γλώσσα των Αιγυπτίων: «Δεν έμεινεν άλλο έμπροσθεν του κυρίου ημών, ειμή τα σώματα ημών, και η γη ημών· δια τι να απολεσθώμεν ενώπιόν σου, και ημείς και η γη ημών; αγόρασον ημάς και την γην ημών δια άρτον· και θέλομεν είσθαι, ημείς και η γη ημών, δούλοι εις τον Φαραώ· και δος εις ημάς σπόρον, δια να ζήσωμεν, και να μη αποθάνωμεν, και η γη να μη ερημωθή.» Ο Ιησούς Χριστός ενήργησε τώρα όπως και ο Ιωσήφ: «Και ηγόρασεν ο Ιωσήφ πάσαν την γην Αιγύπτου δια τον Φαραώ· διότι οι Αιγύπτιοι επώλησαν έκαστος τον αγρόν αυτού, επειδή η πείνα υπερεβάρυνεν επ’ αυτούς· ούτως η γη έγεινε του Φαραώ και από του ενός άκρου της Αιγύπτου έως του άλλου, ο Ιωσήφ κατέστησε τον λαόν δούλους.» Ανταποκρινόμενοι στη σωτηρία που ενεργεί γι’ αυτούς ο Χριστός από ένα θάνατο εκ πνευματικής πείνης, απαντούν όπως εκείνοι οι λιμοκτονούντες Αιγύπτιοι: «Συ έσωσας την ζωήν ημών· ας εύρωμεν χάριν έμπροσθεν του κυρίου ημών, και θέλομεν είσθαι δούλοι του Φαραώ.» (Γένεσις 47:15-26, ΜΑΜ) Έτσι αυτά τα άλλα πρόβατα έγιναν δούλοι της Πολιτείας, δηλαδή, δούλοι της βασιλείας.
14. Γιατί δεν μπορούν αυτοί οι πρόσφατοι δούλοι να παρθούν από την υπηρεσία του ναού ή να θανατωθούν;
14 Αυτά τα άλλα πρόβατα του Καλού Ποιμένος που προορίζονται για τη γη, πρέπει να τον ακολουθήσουν ευπειθώς οπουδήποτε οδηγεί. Κανείς δεν μπορεί να τα αποσπάση από τη φροντίδα του χωρίς την πρέπουσα τιμωρία. Πρέπει να υπηρετούν τον Θεό στον ναό του ημέρα και νύχτα. Η ζωή τους πρέπει να διαφυλαχθή σαν τη ζωή των Γαβαωνιτών, που ήσαν απόγονοι του κατηραμένου Χαναάν και που επρόκειτο να καταστραφούν μαζί με τους υπολοίπους Χαναανίτες από τον Ιησού του Ναυή και τους Ισραηλίτες. Αλλά όπως οι αρχαίοι Γαβαωνίτες, αυτοί εζήτησαν και απέκτησαν ειρήνη με τον Μεγαλύτερον Ιησούν του Ναυή, τον Ιησούν Χριστόν, και με τον Θεόν του Ιεχωβά. Καθώς εξακολουθούν να εξέρχωνται από μέσα από τους συγχρόνους καταδικασμένους Χαναανίτες, ο Μεγαλύτερος Ιησούς του Ναυή τούς λέγει: «Τώρα λοιπόν επικατάρατοι είσθε, και δεν θέλει λείψει από σας δούλος, και ξυλοκόπος, και υδροφόρος, εις τον οίκον του Θεού μου.» Σε τούτο αυτοί απαντούν: «Ιδού, εις τας χείρας σου είμεθα· ό,τι σε φανή καλόν και αρεστόν να κάμης εις ημάς, κάμε.» Είναι κατηραμένοι, όχι όπως ο Χαναάν, αλλά επειδή έχει τεθή επάνω τους μια απαγόρευσις, μια παρακώλυσις. Έγιναν ιδιοκτησία του Ιεχωβά Θεού και του Χριστού του, και κανείς δεν μπορεί να τους θανατώση ή να τους απομακρύνη από την υπηρεσία του ναού χωρίς να τιμωρηθή. Ο Θεός έχει απόλυτη εξουσία επάνω στη ζωή τους και στο θάνατό τους και μόνο Αυτός μπορεί να τους θανατώση αν αποτύχουν να είναι πιστοί δούλοι. Αλλοίμονο σε οποιονδήποτε που παραβιάζει αυτή τη θεία απαγόρευσι που είναι επάνω τους! Πέντε βασιλείς των Αμορραίων απεπειράθησαν αμέσως να ενεργήσουν έτσι και οι επιθετικές των δυνάμεις εσαρώθηκαν, διότι ο Ιεχωβά ο ίδιος έρριξε κάτω μεγάλους θανατηφόρους χαλαζολίθους από τον ουρανό και έκαμε να παραμείνουν ακίνητοι ο ήλιος και η σελήνη όταν προσευχήθηκε ο Ιησούς του Ναυή για να συμπληρώση τη σφαγή. Με φανατικόν εθνικισμό ο Βασιλεύς Σαούλ εδοκίμασε κάποτε να εξολοθρεύση τους απηγορευμένους Γαβαωνίτες, και ολόκληρο το έθνος Ισραήλ υπέφερε επί τρία χρονιά πείνα γι αυτό, ώσπου έγινε εξιλέωσις για τον θάνατο εκείνων των Γαβαωνιτών. Ο Ιεχωβά Θεός θα ενεργήση όμοια εναντίον του «Χριστιανισμού» επειδή μεταχειρίζεται βίαια τους συγχρόνους Γαβαωνίτες για να εμποδίση την απόδοσι από μέρους των υπηρεσίας ναού στον Θεό και την απόκτησι ζωής στο νέο κόσμο.—Ιησούς του Ναυή 9:3-27· 10:1-27· 2 Σαμουήλ 21:1-14.
15. Σε ποιο έργο ενώνονται με τον Μεγαλύτερον Γεδεών όλοι οι δούλοι του;
15 Η τάξις του πιστού και φρονίμου δούλου υποδέχεται αυτούς τους συνδούλους ανάμεσά της και προσπαθεί να προστατεύση τα δικαιώματά τους. Μαζί με τον Μεγαλύτερον Γεδεών, τον Χριστόν Ιησούν, ενώνονται στο συντριπτικό των ειδώλων έργο της κατακρημνίσεως του βωμού του ψευδούς θεού Βάαλ και του ιερού του άλσους ψευδούς λατρείας, και αφιερώνουν τις θυσίες του αίνου των στον Ιεχωβά Θεό, υπακούοντας στην εντολή του. Καθώς είναι γραμμένο: «Και έλαβεν ο Γεδεών δέκα άνδρας εκ των δούλων αυτού, και έκαμε καθώς είπε προς αυτόν ο Κύριος· . . . Δια τούτο ωνομάσθη ο Γεδεών εν τη ημέρα εκείνη Ιεροβάαλ, όπερ σημαίνει, Ας εκδικήση κατ’ αυτού ο Βάαλ, διότι εκρήμνισε τον βωμόν αυτού.» (Κριταί 6:27, 32, ΜΑΜ) Βάαλ σημαίνει «ιδιοκτήτης».
16. Λόγω του ότι είμεθα ιδιοκτησία του Θεού, τι αναγνωρίζομε και τι αποφασίζομε να πράξωμε;
16 Ο Ιεχωβά είναι ο Κτήτωρ μας και ο Θεός μας. Με χαρά όλοι εμείς, τόσο το υπόλοιπο όσο και τα άλλα πρόβατα, ομολογούμε ότι είμεθα η ζωντανή ιδιοκτησία του που αυτός ηγόρασε με το αίμα του Υιού του Ιησού Χριστού. Φέρομε τα σημάδια τούτου, όπως ο απόστολος Παύλος, ο οποίος είπε: «Εις το εξής μηδείς ας μη δίδη εις εμέ ενόχλησιν· διότι εγώ βαστάζω τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου.» (Γαλάτας 6:17) Επομένως αναγνωρίζομε το δικαίωμα του Θεού να υπαγορεύση ποια πρέπει να ήναι η θρησκεία μας, η μορφή της λατρείας μας, και θα λατρεύωμε μόνον Αυτόν ως τον αληθινό Θεό. Απέναντί Του δεν έχομε δικαιώματα. Είμεθα υποχρεωμένοι να τηρούμε τις εντολές του και με αγάπη θ’ αποδίδωμε την ιερή υπηρεσία μας σ’ αυτόν, εκλέγοντας να υπακούωμε σ’ αυτόν ως Άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους. Είμεθα οι θεοκρατικοί δούλοι του τώρα και για πάντα.