Εργαζόμενοι με Αγαθή Συνείδησι Ενώπιον Θεού και Ανθρώπων
Ως αφοσιωμένοι δούλοι του Ιεχωβά πρέπει να είμεθα ένας εργατικός λαός, κοπιάζοντας ‘εργαζόμενοι το καλόν με τας χείρας μας δια να έχωμεν να μεταδίδωμεν εις τους χρείαν έχοντας’. (Εφεσ. 4:28) Καθώς ενασχολούμεθα σε παραγωγική εργασία, θέλομε να βεβαιωνώμεθα ότι η εργασία μας δεν αντίκειται στις Βιβλικές αρχές. Αλλιώς δεν θα μπορέσωμε να προσέξωμε τη θεόπνευστη νουθεσία: «Και παν ό,τι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Ιεχωβά».—Κολ. 3:23.
Μολονότι πρωταρχικό μας μέλημα είναι το να είμεθα ευάρεστοι στα όμματα του Θεού, πρέπει επίσης να λαμβάνωμε υπ’ όψιν και τους συνανθρώπους μας. Πρέπει ν’ αποφεύγωμε οτιδήποτε θα τους έκαμε να θιγούν χωρίς λόγο, ή που θα έδινε αφορμή για ονειδιστική κριτική του ευαγγελίου.—Παράβαλε 2 Κορινθίους 4:2.
Παράλληλα, πρέπει να είμεθα ‘ρεαλιστικοί’ όσον αφορά την εργασία. Όπως συμβαίνει και με τις άλλες δραστηριότητες της ζωής, δεν μπορούμε ν’ αποφύγωμε κάθε επαφή ή σχέσι με τους απλήστους, τους εκβιαστάς, τους ειδωλολάτρας και τους πόρνους αυτού του κόσμου. Αλλοιώς, όπως έγραψε ο θεόπνευστος απόστολος, «Πρέπει να εξέλθητε από του κόσμου».—1 Κορ. 5:9, 10.
Ένας Χριστιανός μπορεί να εργάζεται σ’ έναν προϊστάμενο που δεν είναι πολύ έντιμος. Αλλά, ενόσω ο Χριστιανός δεν μετέχει προσωπικά ή δεν προάγει κακές μεθόδους, δεν γίνεται έτσι υπεύθυνος. Μια γραμματεύς λόγου χάριν, δεν θα ανεμένετο λογικά να κρίνη κάθε δήλωσι που υπαγορεύει ο προϊστάμενός της σ’ αυτήν για να την συντάξη σε επιστολή. Αυτή πρέπει ν’ αφήση τον προϊστάμενό της να φέρη την ευθύνη για κάθε έλλειψι ειλικρινείας ή εντιμότητος σ’ εκείνα που αυτός υπαγορεύει. Αλλά, αν η ανεντιμότης του φθάση πολύ στα άκρα, έτσι ώστε η επιχείρησίς του ν’ αποκτήση πολύ κακό όνομα, η συνείδησίς της μπορεί να την υποκινήση ν’ αναζητήση άλλη απασχόλησι.
Πραγματικά, όλα όσα συνδέονται με αυτό τον αμαρτωλό κόσμο, έχουν μερικά ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά. Αυτό λοιπόν απαιτεί να χρησιμοποιούμε διάκρισι για να καθορίζωμε τι είναι το πραγματικά απορρίψιμο για τον εργαζόμενο Χριστιανό και τι είναι—μολονότι από μερικές απόψεις δεν είναι πλήρως επιθυμητό—εν τούτοις επιτρεπτό από Γραφική άποψι.
Το Παράδειγμα Του Θεού
Για να οδηγηθούμε να λάβωμε μια ισορροπημένη άποψι ως προς την εργασία, έχομε το παράδειγμα που έθεσε ο Ιεχωβά Θεός με τη στάσι του απέναντι του ανθρωπίνου γένους. «Αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». (Ματθ. 5:45) Ο Θεός δεν περιώρισε τους αδίκους στα απολύτως αναγκαία για τη ζωή. Υπήρξε μάλιστα γενναιόδωρος αφήνοντάς τους να επωφεληθούν από τις προμήθειές του.—Πράξ. 14:17.
Με το να μην κάμη διάκρισι μεταξύ των δικαίων και των αδίκων στη χορήγησι του ευεργετήματος των προμηθειών του, μήπως ο Θεός γίνεται ένοχος επιδοκιμασίας ή συγχωρήσεως της ειδωλολατρίας, της πορνείας, της κλοπής και των παρομοίων πράξεων των ασεβών ανθρώπων; Προφανώς όχι, όπως το κατέδειξε με τα έργα του στον Κατακλυσμό και σε άλλους καιρούς θείας κρίσεως. Ούτε τους ενθαρρύνει έτσι να συνεχίσουν τις ανομίες των. Δεν υπάρχει σαφής σχέσις ή άμεσος κρίκος συνδέσεως μεταξύ της ωφελείας που αυτοί αποκομίζουν από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο και τις άλλες προμήθειες και των αμαρτωλών των πράξεων. Στην πραγματικότητα, με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του στους ασεβείς, ο Ιεχωβά Θεός υπομονητικά διατηρεί μια ελκυστική βάσι με την οποία προτρέπει τους αδίκους να εγκαταλείψουν τις κακές των οδούς και να στραφούν σ’ αυτόν.—Ρωμ. 2:4-6· Ιεζ. 33:11.
Οι δούλοι του Θεού λοιπόν, μπορούν ευσυνείδητα, ν’ αποδώσουν πολλές ανθρώπινες υπηρεσίες σε κοσμικά άτομα αδιακρίτως. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν εξ άλλου ιδιοκτησία του Θεού και του Χριστού, εφόσον «όλοι εξαγοράσθηκαν με το πολύτιμο αίμα του Υιού του Θεού. (Ματθ. 20:28· 1 Τιμ. 2:5, 6) Μολονότι δεν ανταποκρίνονται όλοι, η επιθυμία του Θεού είναι να μετανοήσουν όλοι και να λάβουν σωτηρία, να μην απολεσθούν. (2 Πέτρ. 3:9) Εμείς λοιπόν ορθώς μεταχειριζόμεθα τους πλησίον μας μεταξύ του ανθρωπίνου γένους σε αρμονία μ’ αυτό το γεγονός. Κι εμείς επίσης διεπόμεθα από την αρχή: «Πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς». (Ματθ. 7:12) Εμείς το εκτιμούμε όταν οι άνθρωποι δεν κάνουν διάκρισι εις βάρος μας όσον αφορά προμήθεια τροφής, ρουχισμού, στέγης, μεταφοράς και άλλων ουσιωδών πραγμάτων σε μορφή αγαθών και υπηρεσιών. Σε αντάλλαγμα, πρέπει κι εμείς να είμεθα πρόθυμοι ν’ αποδίδωμε τις συνήθεις υπηρεσίες στους άλλους.—Ρωμ. 13:8-10.
Τα Σπουδαιότερα Ερωτήματα
Υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ της εκτελέσεως μιας εργασίας που ωφελεί τους ανθρώπους ως συνανθρώπους και της εργασίας η οποία άμεσα ευνοεί ή άμεσα υποστηρίζει την αδικοπραγία. Το κυριώτερο ερώτημα είναι: «Μήπως η εργασία ή η ενέργεια που θα γίνη αποτελεί αυτή καθ’ εαυτή μια πράξι που κατακρίνει ο Λόγος του Θεού; Ή αν δεν την κατακρίνη, μήπως είναι εν τούτοις τόσο άμεσα συνδεδεμένη με τις πράξεις που κατακρίνονται ώστε να κάμη αυτούς που θα την εκτελέσουν πραγματικούς συνενόχους ή προαγωγούς της αδικοπραγίας;» Σε τέτοιες περιπτώσεις η Χριστιανική συνείδησις πρέπει ασφαλώς να κάμη τους Χριστιανούς ν’ απορρίψουν μια τέτοια ενασχόλησι.
Παραδείγματος χάριν, εμείς δεν θέλομε να βιαιοπραγήσουν οι άλλοι εις βάρος μας, να δηλητηριάσουν τα σώματα μας, να μας αποπλανήσουν σε ανηθικότητα ή σε ειδωλολατρία. Ασφαλώς λοιπόν εμείς δεν θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με την κατασκευή, την πώλησι ή την προώθησι πραγμάτων που προορίζονται ειδικώς για τέτοιους σκοπούς, όπως είναι τα βλαβερά ναρκωτικά, η πορνογραφική ύλη, οι ειδωλολατρικές εικόνες και τα παρόμοια. Πώς θα μπορούσαμε εμείς να διδάξωμε στους άλλους ότι η χρήσις αυτών των πραγμάτων είναι κακή σύμφωνα με τη Γραφή και συγχρόνως να εργαζώμεθα για την άμεση παραγωγή ή προώθησι της χρήσεώς των; Μια τέτοια εργασία θα ήταν αυτή καθ’ εαυτή κακή.
Μια άλλη εργασία μπορεί να είναι ουσιαστικά κατάλληλη αλλ’ εν τούτοις να είναι κακή επειδή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας κακής ενεργείας ή δράσεως. Το να είναι κανείς ταμίας είναι στην ουσία μια κατάλληλη απασχόλησις. Αλλά τι θα λεχθή αν ένας χρησιμοποιήται ως ταμίας σε μια επιχείρησι τυχερών παιγνιδιών; Τα τυχερά παιγνίδια δεν είναι σε αρμονία με τον Λόγο του Θεού που κατακρίνει την απληστία και μας δίνει την προτροπή να κάνωμε έντιμη, παραγωγική εργασία. (1 Κορ. 6:9, 10· Εφεσ. 4:28· 1 Θεσ. 4:11, 12) Μολονότι ο ταμίας μπορεί στην πραγματικότητα να μην ασχολήται καθόλου με τα τυχερά παιγνίδια, όπως κάνει ένας έμπορος ειδών χαρτοπαιξίας, εν τούτοις, μήπως η εργασία του δεν περιλαμβάνει την πώλησι εισητηρίων για χαρτοπαιξία (μάρκες) που αποτελούν το ουσιώδες μέρος της επιχειρήσεως; Μήπως δεν θα συνέβαινε το ίδιο και με το άτομο του οποίου η εργασία περιλαμβάνει την επιδιόρθωσι και τη συντήρησι των ειδών τυχερών παιγνιδιών, όπως είναι τα μηχανήματα τυχερών παιγνιδιών με κέρματα, ή ρουλέττα και τα παρόμοια; Εδώ είναι φανερό ότι υπάρχει ένας άμεσος δεσμός μεταξύ της εργασίας που γίνεται και αυτής της κακής δράσεως.
Επιδιώκοντας Ισορροπία στην Άποψί μας για την Εργασία
Αλλά αν η απασχόλησις περιλαμβάνη μια εργασία που δεν είναι στην ουσία αντιγραφική και δεν συνδέεται άμεσα με αδικοπραγία, μπορεί να υπάρχουν άλλοι παράγοντες τους οποίους ο Χριστιανός πρέπει να σταθμίση προκειμένου να λάβη μια ενσυνείδητη απόφασι.
Λόγου χάριν, το να εργάζεται κανείς ως μάγειρος σ’ ένα εστιατόριο αποτελεί έντιμη απασχόλησι διότι η τροφή είναι κάτι που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και το χρειάζονται από κοινού. Αλλά τι θα λεχθή αν ένας εργάζεται σε μια αλυσίδα εστιατορίων, από τα οποία το ένα βρίσκεται μέσα στον χώρο ενός ιπποδρομίου; Το να υπηρετή κανείς ως διδάσκαλος σχολείου είναι κατάλληλη απασχόλησις. Αλλά τι θα λεχθή, αν το σχολείο ανήκη σε μια θρησκευτική οργάνωσι που δεν είναι γνήσια Χριστιανική; Το να υπηρετή μια γυναίκα ως υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι είναι επίσης μια κατάλληλη απασχόλησις. Αλλά τι θα λεχθή αν τα καθήκοντα της γυναικός αυτής απαιτούν να εργάζεται σ’ ένα οίκημα μιας περιοχής που προορίζεται για σκοπούς αντίθετους στις αρχές που εκτίθενται στον Ησαΐα 2:4;
Τα τυχερά παιγνίδια σ’ ένα ιπποδρόμιο δεν εξαρτώνται από την τροφή. Το σχολείο που ανήκει στη θρησκευτική οργάνωσι μπορεί να μην απαιτή από το διδάσκαλο να διδάσκη ψευδή θρησκεία· μπορεί να χρησιμοποιή βιβλία που τα προμηθεύει το κράτος και μπορεί να είναι κάτω από κυβερνητική επίβλεψι. Η εργασία της γυναίκας μπορεί να είναι απλώς ο καθαρισμός, το πλύσιμο και το μαγείρευμα. Μήπως αυτή η εργασία θα έθετε ένα Χριστιανό σε θέσι τέτοια που να υπόκειται σε αποκοπή από την εκκλησία; Ας εξετάσωμε μερικά Γραφικά παραδείγματα.
Στις περιπτώσεις που μνημονεύθηκαν το άτομο εργάζεται σε ιδιοκτησία που κατέχεται από οργανώσεις οι οποίες εκτελούν αντιγραφικές πράξεις. Αλλά μήπως αυτό καθ’ εαυτό σημαίνει ότι μια τέτοια εργασία πρέπει να κατακρίνεται; Θα μπορούσε κανείς να φέρη στη μνήμη του την προτροπή «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε . . . και μη εγγίσητε ακάθαρτον». (2 Κορ. 6:17) Μήπως πρέπει να εννοήσωμε αυτό σαν να σημαίνη ότι το ίδιο το έδαφος ή τα κτίρια που ανήκουν σ’ αυτές τις οργανώσεις είναι μολυσματικά; Ή δεν είναι ουσιαστικά οι πράξεις οι ίδιες που είναι ‘ακάθαρτες’ ενώπιον του Θεού;
Οι εξωτερικές εμφανίσεις δεν είναι πάντοτε οι προσδιοριστικοί παράγοντες. Ο Σύριος Νεεμάν, λόγου χάριν, είχε λάβει την απόφασι να μη ‘προσφέρη εις το εξής ολοκαύτωμα ουδέ θυσίαν εις άλλους θεούς παρά μόνον εις τον Ιεχωβά’. Εν τούτοις, στη θέσι του ως ενός δούλου του βασιλέως της Συρίας, ένα μέρος της εργασίας του Νεεμάν περιελάμβανε το να εισέρχεται στον ναό ενός ψευδούς θεού, του Ριμμών με τον βασιλέα και να υποβαστάζη τον βασιλέα (προφανώς κάπως αδύνατον) καθώς εκείνος γονυπετούσε εμπρός στο είδωλο. Ο Νεεμάν φαίνεται ότι εκτελούσε αυτή την υπηρεσία με κάποιο βαθμό τακτικότητος. Εν τούτοις, όταν εξεδήλωσε ευσυνείδητο ενδιαφέρον γι’ αυτό το ζήτημα, ο προφήτης του Θεού Ελισσαιέ απήντησε: «Ύπαγε εν ειρήνη». (2 Βασ. 5:15-19) Είναι αλήθεια ότι ένας παρατηρητής θα μπορούσε να υποθέση από όσα έβλεπε, ότι ο Νεεμάν ήταν λάτρης του ψευδούς Θεού Ριμμών. Αλλ’ αν συζητούσε με τον άνθρωπο αυτόν θα διαπίστωνε ότι καθόλου δεν συνέβαινε αυτό το πράγμα.
Λάβετε επίσης υπ’ όψιν το παράδειγμα του Ιησού Χριστού. Στη δράσι του στο κήρυγμα και τη διδασκαλία βοηθούσε εκείνους που ήσαν γνωστοί αμαρτωλοί. Μήπως περιώριζε αυτή την επαφή σε δημοσίους χώρους, αρνούμενος να πάη σε σπίτια αμαρτωλών και να συμφάγη μ’ αυτούς μήπως φανή έτσι ότι συγχωρεί την αμαρτωλή τους ζωή; Όχι. Εν τούτοις, μερικοί, όπως οι Φαρισαίοι, που ήσαν εξαιρετικά λεπτολόγοι σε τέτοια ζητήματα αλλά εστερούντο ελέους και συμπαθείας, απέδιδαν κακή έννοια σ’ αυτή την επαφή του Ιησού με τέτοια άτομα, πράγμα που έκανε να φανή ότι αυτός συγχωρούσε τα αδικήματα και αμαρτήματα που οι αμαρτωλοί είχαν διαπράξει. (Λουκ. 15:1, 2· 19:7) Αλλ’ ο Ιησούς άφησε τη διδασκαλία και την πορεία της ζωής του να αποδείξουν πόσο εσφαλμένοι ήσαν αυτοί οι διαλογισμοί. Σύμφωνα με το παράδειγμα του Ιησού, πρέπει να προσέχωμε να μην κρίνωμε τους άλλους βασιζόμενοι απλώς σε εξωτερικές εμφανίσεις, υποθέτοντας πως το γεγονός ότι αυτοί εργάζονται σε ωρισμένους τόπους αποτελεί κατ’ ανάγκην συγχώρησι της αδικοπραγίας.—Ρωμ. 14:4.
Σοβαρό Ενδιαφέρον για Επίδρασι στους Άλλους
Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Χριστιανός δεν είναι ανάγκη να λαμβάνη οπωσδήποτε υπ’ όψι τέτοιους παράγοντες όπως είναι ο τόπος της απασχολήσεώς του, το είδος της οργανώσεως που τον χρησιμοποιεί και η εντύπωσις που η εργασία του δίνει στα όμματα των άλλων; Όχι διότι μια τέτοια έλλειψις ενδιαφέροντος θα αποτελούσε άλλη μια ακρότητα που πρέπει ν’ αποφεύγεται.
Η θεόπνευστη συμβουλή του αποστόλου Παύλου στους Χριστιανούς της Κορίνθου μάς βοηθεί να διακρίνωμε την ισορροπημένη άποψι αυτού του ζητήματος. Ο Παύλος, αν και δεν εξετάζη ειδικά το ζήτημα της εργασίας, παρουσιάζει εν τούτοις αρχές που εφαρμόζονται κι εκεί επίσης. Στις Κορινθιακές αγορές κρέατος επωλείτο κρέας που προήρχετο από ζώα που είχαν προσφερθή ως θυσία σε είδωλα. Ο Χριστιανός, αγοράζοντας τέτοιο κρέας, μήπως θα παρέλειπε να ‘φύγη από της ειδωλολατρίας’ και μήπως η πληρωμή που θα έκανε για το κρέας θα τον ενοχοποιούσε ως υποστηρίζοντα αυτή την ειδωλολατρία; Μήπως η βρώσις ενός τέτοιου κρέατος θα τον έκαμε ακάθαρτο; Ο Παύλος ετόνισε ότι δεν συνέβαινε αυτό εφόσον «του Ιεχωβά είναι η γη και το πλήρωμα αυτής.» Ο Χριστιανός, θεωρώντας το κρέας ως προερχόμενο πραγματικά από τον Ιεχωβά και ευχαριστώντας τον γι’ αυτό, θα έδειχνε ότι δεν θεωρούσε το είδωλον ως ένα πραγματικό θεό, ούτε ότι ελάτρευε το είδωλο. Μπορούσε να φάγη το κρέας με καθαρή συνείδησι. Ταυτόχρονα ο Παύλος συνεβούλευσε τους Κορινθίους να μη χρησιμοποιούν την ελευθερία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να θίγεται η συνείδησις κάποιου άλλου.—1 Κορ. 10:14, 18-33.
Λίγο πρωτύτερα στην επιστολή του ο απόστολος είχε τονίσει ότι δεν θα το διέκριναν όλοι αυτό το ζήτημα τόσο καθαρά. (1 Κορ. 8:4-8) Γι’ αυτό ο Παύλος είπε τα εξής σ’ εκείνους των οποίων η συνείδησις επέτρεπε να φάγουν ένα τέτοιο κρέας: «Προσέχετε μήπως αυτή η εξουσία σας γίνη πρόσκομμα εις τους ασθενείς. Διότι εάν τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσι, ότι κάθησαι εις τράπεζαν εντός ναού ειδώλων, δεν θέλει ενθαρρυνθή η συνείδησις αυτού, ασθενούς όντος, εις το να τρώγη τα ειδωλόθυτα;»—1 Κορ. 8:9, 10.
Ο απόστολος δεν λέγει ότι η βρώσις του κρέατος στους χώρους του ειδωλολατρικού ναού ήταν αυτή καθ’ εαυτή μια αμαρτία που θα άξιζε αποκοπή. Αλλά θα μπορούσε να προκύψη κίνδυνος απ’ αυτή την πράξι. Αν τον έβλεπε κάποιος άλλος που θα το θεωρούσε αυτό ως ανοχή της ψευδούς λατρείας, η συνείδησίς του θα τον ενεθάρρυνε να επιστρέψη στα έθιμα της ψευδούς λατρείας. Ενώ λοιπόν, η ίδια η πράξις δεν ήταν κακή αυτή καθ’ εαυτή, εν τούτοις, η αδιαφορία για τη συνείδησι των άλλων ως τον βαθμό του πραγματικού σκανδαλισμού των και της απομακρύνσεώς των από τον δρόμο της ζωής θ’ αποτελούσε «αμαρτίαν εις τον Χριστόν», ο οποίος απέθανε για την απολύτρωσι εκείνων.—1 Κορ. 8:11-13.
Εφαρμόζοντας αυτές τις ίδιες αρχές στην εργασία, μπορούμε να διακρίνωμε ότι μολονότι μια ωρισμένη εργασία μπορεί να μην είναι κακή αυτή καθ’ εαυτή, ούτε τέτοια που να μπορή καθαρά να ορισθή ότι καθιστά ένα άτομο συνένοχο στην πραγματική πράξι της αδικοπραγίας εν τούτοις ο Χριστιανός θα φροντίζη να μη γίνεται αιτία προσκόμματος στους άλλους. Παραδείγματος χάριν, ένας Χριστιανός μπορεί να εργάσθηκε για ένα διάστημα σ’ ένα εστιατόριο που λειτουργούσε απέναντι από ένα ιπποδρόμιο. Ίσως η πλειονότης των πελατών να ήσαν άτομα που εσύχναζαν στο ιπποδρόμιο. Αργότερα, μπορεί να παρουσιάσθηκε μια ευκαιρία να παρέχη το εστιατόριο ευκολίες μέσα στον ίδιο το χώρο του ιπποδρομίου, και ίσως να μετέφερε εκεί την επιχείρησί του. Η εργασία του Χριστιανού θα εξακολουθούσε να είναι η ίδια, απλώς η έντιμη εργασία της παροχής τροφής και οι πελάται του εστιατορίου θα ήσαν σχεδόν οι ίδιοι. Ωστόσο, στις διάνοιες μερικών ατόμων θα μπορούσε τώρα να δημιουργηθή η εντύπωσις ότι υπάρχει στενός δεσμός μεταξύ της εργασίας αυτού του ατόμου και του παιξίματος τυχερών παιγνιδιών. Κι ένα άλλο παράδειγμα: Μια χαρτοπαικτική λέσχη μπορεί να έχη θέσει σε λειτουργία ένα εστιατόριο μέσα στις εγκαταστάσεις της, και να παρέχη φαγητά σε χαμηλή τιμή για να προσελκύη παίκτες. Ο Χριστιανός λοιπόν πρέπει να λαμβάνη υπ’ όψι κάθε τέτοια σχέσι και να σταθμίζη ευσυνείδητα το ζήτημα. Δεν πρέπει να ενθαρρύνη τη συνείδησι μερικών να ενασχοληθούν στα τυχερά παιγνίδια και αν διαπιστώση ότι αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα της εργασίας του, ασφαλώς η συνείδησίς του θα τον υποκινήση ν’ αναζητήση άλλη εργασία. Το ενδιαφέρον του λοιπόν θα είναι όχι ν’ αποβή αιτία πραγματικού προσκόμματος στους άλλους, και αυτό φυσικά θα εξαρτηθή σε σημαντικό βαθμό από τη σοβαρότητα με την οποία επιδρά σ’ αυτούς η εμφάνισις των πραγμάτων. Επίσης, πρέπει να εξετάση και την επίδρασι που έχει στον ίδιο η εργασία μέσα σ’ ένα αμφίβολο περιβάλλον, όπου αντιμετωπίζει πιέσεις ν’ αναμιχθή σε κακές πράξεις.
Και τι θα λεχθή αν το είδος της γενομένης εργασίας δεν συνδέεται άμεσα με αδικοπραγία, αλλά η πηγή της πληρωμής είναι μια οργάνωσις που ασχολείται κατά κύριο λόγο σε αντιγραφική δράσι; Και πάλι η συνείδησις του Χριστιανού πρέπει να σταθμίζη το ζήτημα και το αποτέλεσμα που θα έχη η πληρωμή του από μια τέτοια οργάνωσι. Ένα εστιατόριο, λόγου χάριν, μπορεί να βρίσκεται δίπλα σε μια χαρτοπαικτική λέσχη και με την πάροδο του χρόνου αυτή η λέσχη μπορεί ν’ αγοράση το εστιατόριο. Από τότε κι έπειτα οι υπάλληλοι του εστιατορίου μπορεί να πληρώνωνται από τη λέσχη, ίσως με τις επιταγές της. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά οι εργασίες του εστιατορίου μπορεί να συνεχίζωνται ακριβώς όπως πριν. Και πάλι όμως, ένας Χριστιανός που εργάζεται σ’ αυτό, μολονότι αναγνωρίζει ότι η εργασία του στην πραγματικότητα δεν τον κάνει ν’ ανέχεται τα τυχερά παιγνίδια ούτε να είναι συνένοχος σ’ αυτά, πρέπει να σταθμίση την κατάστασί του και την επίδρασί της στους άλλους. Η απόφασίς του θα πρέπει να καθοδηγηθή από τον βαθμό της σοβαρότητος που θα έχη αυτή η επίδρασις. Το ίδιο αληθεύει και στην περίπτωσι ενός δημοδιδασκάλου που είναι πιθανόν να διδάσκη ένα μάθημα, όπως λόγου χάριν μαθηματικά, σ’ ένα σχολείο που ανήκει σε μια θρησκευτική οργάνωσι του Χριστιανικού κόσμου. Ο διδάσκαλος, μολονότι δεν συμβάλλει στη διάδοσι της ψευδούς λατρείας με τη διδασκαλία του, πρέπει να εξετάση την επίδρασι που έχει η εργασία του στις συνειδήσεις των άλλων και να λάβη την ανάλογη απόφασι.
Είναι προφανές από τις Γραφές ότι η πληρωμή χρημάτων από ένα Χριστιανό σ’ ένα άτομο ή οργάνωσι του κόσμου για αγαθά ή για υπηρεσίες ή αντίστροφα, η καταβολή χρημάτων σ’ ένα Χριστιανό από ένα τέτοιο άτομο ή οργάνωσι δεν υπονοεί αυτομάτως ότι ο Χριστιανός υποστηρίζει ή ανέχεται κάθε αδικοπραγία που διαπράττει αυτό το άτομο ή οργάνωσις. Όπως είδαμε παραπάνω, οι Χριστιανοί θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν κρέας που προερχόταν από ειδωλολατρικούς ναούς. Οι ειδωλολατρικοί ναοί ωφελούντο χρηματικώς. Αυτό δεν ωφείλετο σε άμεση συνεισφορά αλλά σε έμμεση, με την πώλησι του κρέατος.
Μολονότι, απλώς και μόνον η πηγή της πληρωμής της εντίμου εργασίας που προσφέρει ένας Χριστιανός δεν καθορίζει αν η εργασία του είναι κατάλληλη ή ακατάλληλη, εν τούτοις αυτός πρέπει να δείξη το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια προφύλαξι ως προς αυτό το ζήτημα όπως και τα παραδείγματα που δόθηκαν προηγουμένως για την τοποθεσία της εργασίας ενός ατόμου. Η επιθυμία του Χριστιανού θα είναι πάντοτε να προάγη την υπόθεσι της αληθείας και τη διάδοσι των αγαθών νέων, χωρίς άσκοπη παρεμπόδισί των. Πρέπει επίσης να εξετάζη κανείς και την επίδρασι που έχει το είδος της εργασίας του στον ίδιον, αν δηλαδή οι περιστάσεις της απασχολήσεώς του αποδεικνύωνται πνευματικώς επιβλαβείς γι’ αυτόν, αποτελώντας ίσως ένα πνευματικό κίνδυνο ή ένα σοβαρό πειρασμό για ενασχόλησι σε αδικοπραγία. Δεν μπορεί ν’ αφήση το μίσος του για ό,τι είναι κακό να εξασθενήση και να γίνη ηπιώτερο, διότι αυτό θα τον οδηγήση σε πράξεις συμβιβασμού και σε πραγματική επίδοσι σε ό,τι είναι κακό.—Εβρ. 1:9.
Αν Έχη Αμφιβολίες
Σε πολλούς τομείς της ζωής, περιλαμβανομένου και του επαγγέλματος, πρέπει ν’ αφήνωμε τη συνείδησί μας, φωτισμένη από τον Λόγο του Θεού και το πνεύμα του, να μας καθοδηγή. Ένα άλλο μέλος της Χριστιανικής εκκλησίας μπορεί να μην έχη τύψεις συνειδήσεως για την καταλληλότητα ενός ωρισμένου επαγγέλματος. Αλλά η δική μας συνείδησις μπορεί να μας κάνη ν’ αμφιβάλλωμε. Μήπως πρέπει ν’ αγνοήσωμε αυτές τις αμφιβολίες και ν’ αφήσωμε τη συνείδησι του άλλου ατόμου ν’ αποφασίση για μας; Ο απόστολος Παύλος παρέχει τη θεόπνευστη απάντησι στην εξέτασι του ζητήματος που σχετίζεται με την βρώσι κρέατος, λέγοντας: «Όστις όμως αμφιβάλλει, κατακρίνεται, εάν φάγη, διότι δεν τρώγει εκ πίστεως· και παν ό,τι δεν γίνεται εκ πίστεως, είναι αμαρτία». (Ρωμ. 14:23) Αν λοιπόν ένας ενοχλήται από τη συνείδησί του για μια ωρισμένη εργασία και δεν μπορεί να δικαιολογηθή στη δική του συνείδησι, θα είναι συνετό να κάμη μια αλλαγή. Έτσι αποφεύγει την αμαρτία με την έννοια ότι ενεργεί σε αντίθεσι με τη συνείδησί του, παραβλέποντάς την. Ταυτοχρόνως, η αβεβαιότης ενός Χριστιανού και οι διαλογισμοί του ως προς την ορθότητα κάποιας εργασίας δεν πρέπει να τον κάνουν να επικρίνη τους άλλους, δημιουργώντας ζητήματα χωρίς λόγο ή κρίνοντας τους άλλους ως παραβάτας του νόμου του Θεού όταν δεν υπάρχη σαφής Γραφική απόδειξις προς τούτο.—Ρωμ. 14:1-5.
Καλά θα κάνωμε να έχωμε υπ’ όψιν ότι τα προβλήματα σχετικά με το τι αποτελεί κατάλληλη απασχόλησι δεν είναι καινούργια. Τα κοσμικά συστήματα και οι άνθρωποι γενικά παραβλέπουν τις ίδιες δίκαιες αρχές σήμερα όπως τις παρέβλεπαν και πριν από αιώνες, στην εποχή των αποστόλων και πριν ακόμη. Ωστόσο η Αγία Γραφή δεν παρέχει ένα μακροσκελή κατάλογο κανόνων για το τι είναι παραδεκτό ή δεν είναι ως προς την εργασία. Βασικά, η Γραφή προμηθεύει τρείς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψιν: (1) Είναι η ίδια η εργασία αναμφισβήτητα κακή, αποτελούμενη από κάτι που είναι αυτό καθ’ εαυτό αμαρτωλό επειδή παραβιάζει τους ηθικούς νόμους του Θεού ή συμβάλλει άμεσα στην παραβίασι αυτών των νόμων; (2) Μήπως είναι πιθανόν να δοθή η σαφής εντύπωσις σε παρατηρητάς ότι οι Χριστιανοί επιδοκιμάζουν ό,τι είναι κακό και είναι πιθανόν αυτοί να προσκόψουν, εμπίπτοντας οι ίδιοι σε αδικοπραγία; (3) Μήπως ο Χριστιανός προσωπικά έχει αμφιβολίες για το είδος της εργασίας του;
Η Ευθύνη της Εκκλησίας
Όταν ένας αδελφός ασκή ένα επάγγελμα που παραβιάζει καθαρά το νόμο του Θεού, η εκκλησία και οι πρεσβύτεροι της ορθώς ενδιαφέρονται γι’ αυτό το ζήτημα. Εκεί όπου η εργασία ή ένα προϊόν της κατακρίνονται από τις Γραφές, ή η εργασία είναι τέτοια ώστε να κάμη ένα άτομο συνένοχο ή προαγωγό της αδικοπραγίας, οι πρεσβύτεροι πρέπει πρώτα να προσπαθήσουν να βοηθήσουν το άτομο να διακρίνη το εσφαλμένο της πορείας του. Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου η διάγνωσις είναι σαφής και φανερή, θα είναι δυνατόν να επεξηγηθή σ’ αυτόν ό,τι λέγει η Γραφή και να του δοθή να καταλάβη γιατί αυτό πράγματι έχει εφαρμογή σ’ αυτόν. Μπορεί όμως να χρειασθούν μερικές συζητήσεις, ίσως για ένα διάστημα μερικών εβδομάδων για να βοηθηθή αυτός να διακρίνη το σημείο και να εξετάση με προσευχή αυτά που ετέθησαν υπ’ όψιν του. Αν καθορισθή σαφώς ότι το επάγγελμά του παραβιάζει τις Χριστιανικές αρχές και αυτός εν τούτοις επιμένη να το συνεχίση, μπορεί ν’ αποκοπή από την εκκλησία.
Τι θα λεχθή για περιπτώσεις στις οποίες η εργασία δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή κακή, αλλά λόγω του τόπου της απασχολήσεως, της πηγής της πληρωμής, ή παρομοίων παραγόντων, θα μπορούσε να προξενήση μια ανεπιθύμητη εντύπωσι στη διάνοια μερικών παρατηρητών; Εδώ οι πρεσβύτεροι πρέπει να προσέξουν να μην αφήσουν τη δική τους συνείδησι να υπαγορεύση στους άλλους τι να κάμουν, σαν αυτοί να είναι ‘κύριοι’ της πίστεως των άλλων. (2 Κορ. 1:24) Ο κύριος του οίκου μπορεί να πη στους άλλους τι εργασία μπορούν να κάνουν και τι όχι. Αλλά οι πρεσβύτεροι αναγνωρίζουν τον Θεό και τον Χριστό ως κυρίους της Χριστιανικής εκκλησίας και αφήνουν να προσδιορίση τα πράγματα ο Λόγος του Θεού. Εκεί όπου δεν υπάρχει σαφής υπόδειξις μέσα στις Γραφές, οι πρεσβύτεροι αφήνουν την ατομική πίστι του Χριστιανού να εκφράζεται κατά τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς του.
Όταν η εργασία που γίνεται από ένα μέλος της εκκλησίας, ενώ δεν αποτελεί στην ουσία αντιγραφική ενασχόλησι, δίνει ωστόσο αφορμή για αμφιβολίες, οι πρεσβύτεροι μπορούν να συζητήσουν το πράγμα μ’ αυτό το άτομο. Μολονότι δεν θα τον κατακρίνουν, μπορούν να τονίσουν σ’ αυτόν τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν απ’ αυτά. Μπορούν να εξετάσουν κάθε δυνατή αιτίαν προσκόμματος που υπάρχει για τους άλλους. Μπορούν να τονίσουν τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν όταν ο Χριστιανός κρατή τον εαυτό του σε υγιά απόστασι απ’ ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηρισθή ότι βρίσκεται στη «διαχωριστική γραμμή». Και αν η κατάστασις φθάση ως το σημείο ν’ αποτελέση σημαντική ενόχλησι μέσα στην εκκλησία ή αποβή μια πηγή δυσμενών σχολίων από τους έξω, μπορούν οι πρεσβύτεροι ν’ αποφανθούν ότι αυτός δεν πρέπει να χρησιμοποιήται με υποδειγματικό τρόπο στην εκκλησία. Διότι εκείνο που ‘συμφέρει’ (είναι νόμιμο, ΜΝΚ) μπορεί ταυτοχρόνως να μην ‘οικοδομή’ όπως λέγει ο απόστολος. Γι’ αυτό ο απόστολος προτρέπει και λέγει: «Μηδέ αν μη ζητή το εαυτού συμφέρον, αλλ’ έκαστος τα του άλλου».—1 Κορ. 10:23, 24.
Οι πρεσβύτεροι ιδιαίτερα είναι ανάγκη να μελετούν σοβαρά τον Λόγο του Θεού και να επιζητούν την ικανότητα της διακρίσεως και την βαθειά εξέτασι των πραγμάτων που καταλήγουν σε καλή κρίσι. Θα αναγνωρίζουν ότι «η άνωθεν σοφία πρώτον μεν είναι καθαρά», και γι’ αυτό θα μένουν σταθεροί υπέρ της αγνής λατρείας και θα υποστηρίζουν με σθένος τους νόμους του Θεού. Αλλά πρέπει ν’ αναγνωρίζουν ότι αυτή η ουράνια σοφία είναι επίσης «επιεικής» και επομένως θα αποφεύγουν τις ακρότητες στην εφαρμογή των Γραφικών αρχών, χωρίς να ωθούν τα πράγματα πέρα από ό,τι δείχνει το παράδειγμα και το πνεύμα του ιδίου του Θεού.—Ιακ. 3:17.
Δεν πρέπει να φοβούμεθα ότι με το να αποφεύγωμε να παραθέσωμε έναν ειδικό κώδικα κανόνων για τα επαγγέλματα αυτό θα βλάψη πνευματικά την εκκλησία του Θεού. Όταν ο Θεός κατήργησε τον Μωσαϊκό κώδικα Νόμων δεν άφησε τη νέα συναγωγή του πνευματικού Ισραήλ να ταλαντεύεται με αβεβαιότητα για το τι πρέπει να κάνη ώστε να ευαρεστήση τον Θεό. Η δύναμις του πνεύματος του Θεού που ενεργεί στις διάνοιες και στις καρδιές εκείνων των οποίων η συνείδησις είναι εκπαιδευμένη και διαμορφωμένη από τη μελέτη του Λόγου του Θεού αποτελεί μια πολύ ισχυρή δύναμι για δικαιοσύνη παρά όσο αποτελούσε ο κώδιξ του Νόμου. Αυτό ισχύει και σήμερα.
Ο καρπός του πνεύματος του Θεού, η αγάπη, θα υποκινήση τον αληθινό Χριστιανό ν’ απορρίψη μια εργασία την οποία καθαρά κατακρίνει ο Λόγος του Θεού. Σε άλλες περιπτώσεις, όπου η συνείδησις του ατόμου πρέπει ν’ αποφασίση, η αγάπη θα τον υποκινήση ν’ αποφύγη να γίνη αιτία μοιραίου προσκόμματος για τους άλλους. Η πρακτική σοφία επίσης, θα τον βοηθήση ν’ αποφασίση αν πρέπη ν’ αναζητήση άλλο είδος εργασίας για το συμφέρον της διατηρήσεως της δικής του πνευματικότητος και της αποφυγής παγίδων. (Ρωμ. 13:10· Παρ. 3:21-23) Έτσι ο Χριστιανός θ’ αποδείξη ότι «δεν αποτελεί μέρος του κόσμου» και θα διαφυλάξη μια αγαθή συνείδησι ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων.—Ιωάν. 17:16· 1 Τιμ. 1:5, 19.