Η Πολύ Υπερέχουσα Οδός της Αγάπης
«Και έτι πολύ υπερέχουσαν οδόν σας δεικνύω.»—1 Κορινθίους 12:31.
1. Για να λάβωμε αιώνια ζωή ποιους πρέπει ν’ αγαπούμε και γιατί;
Η ΟΔΟΣ του Ιεχωβά είναι η οδός της αγάπης. Μ’ αυτήν ξεχώρισε τον εαυτό του, με βάσι δε την αρχή της αγάπης χειρίζεται το σύμπαν. Είναι γι’ αυτόν μια υπέροχη οδός, για να κυβερνά μ’ αυτήν όλα τα νοήμονα πλάσματά του. Λόγω αυτής της οδού κρατεί όλα τα πιστά του πλάσματα σε μια αδιάρρηκτη προσκόλλησι σ’ αυτόν. Δίνει το υπόδειγμα της αγάπης, και ζητεί να τον μιμηθούν όλα τα νοήμονα πλάσματά του. Μόνο σ’ εκείνους που το πράττουν αυτό, θα επιτραπή να ζήσουν για πάντα. Πρέπει να τον αγαπούν ως άξιον της τελείας αφοσιώσεως και στοργής των, εκδηλώνοντας έτσι μια κατάλληλη ανταπόκρισι στη μεγάλη του αγάπη γι’ αυτούς. Πρέπει να αγαπούν τα όμοιά τους πλάσματα ακριβώς όπως τα αγαπά κι εκείνος. Με τον τρόπο αυτόν γίνονται όμοιοι με τον Θεό. Ο αγαπητός Υιός του Θεού είπε ότι οι δύο μεγάλες εντολές είναι αυτές: (1) «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.» (2) «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» (Δευτερονόμιον 6:5 και Λευιτικόν 19:18, Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασις· Ματθαίος 22:37-40) Για να αποδειχθή κάθε ένας από μας άξιος της αιωνίου ζωής σε οποιοδήποτε μέρος του σύμπαντος του Θεού, πρέπει να τηρούμε αυτές τις εντολές και ν’ ακολουθούμε την υπέροχη αυτή οδό της αγάπης.
2, 3. Ποια οργάνωσις εγεύθηκε περισσότερο την αγάπη του Θεού; Γιατί;
2 Δεν υπάρχει οργάνωσις σε όλη την κτίσι που να αισθάνθηκε περισσότερο αυτή την τρυφερή ιδιότητα του Θεού και να ευνοήθηκε περισσότερο μ’ αυτήν, από την εκκλησία του. Αν και φέρθηκε σε ύπαρξι στον πρώτον αιώνα της κοινής μας χρονολογίας, η εκκλησία αυτή προεικονίσθηκε πολλούς αιώνες πρωτύτερα από τη συνάθροισι του αρχαίου εκλεκτού λαού του Ιεχωβά, του έθνους Ισραήλ. Ο Θεός ενδιαφέρθηκε για τον λαόν αυτόν, διότι ενδιεφέρετο για τους προπάτοράς του. Ο προφήτης Του Μωυσής είπε στο έθνος: «Επειδή ηγάπα τους πατέρας σου, δια τούτο έκλεξε το σπέρμα αυτών μετ’ αυτούς, . . . επειδή ο Κύριος σάς ηγάπησε και δια να φυλάξη τον όρκον τον οποίον ώμοσε προς τους πατέρας σας, σας εξήγαγεν ο Κύριος εν χειρί κραταιά, και σας ελύτρωσεν εκ του οίκου της δουλείας.»—Δευτερονόμιον 4:37 και 7:8.
3 Μόνο ένα μικρό υπόλοιπο του ευνοημένου αυτού έθνους αποδείχθηκε άξιο να ληφθή στη νέα συνάθροισι ή εκκλησία και ν’ αποτελέση τον πυρήνα της. Το θέλημα του Θεού για τη νέα οργάνωσι της εκλογής του ήταν να τελειοποιηθή στην αφοσίωσί της προς αυτόν και σε όλες τις Θεοειδείς ιδιότητες, κατ’ εξοχήν δε στην ιδιότητα της αγάπης. Με τη νέα αυτή οργάνωσι δεν εννοούμε εκείνο που ονομάζεται «Χριστιανοσύνη», διότι αυτή δεν είναι πλέον οργάνωσίς Του, όπως δεν είναι και το υπόλοιπο του κόσμου, του οποίου αυτή αποτελεί το ηγετικό μέρος. Εννοούμε την αληθινή Μεσσιανική ή Χριστιανική οργάνωσι, την «εκκλησία του Θεού», που ιδρύθηκε στον πρώτον αιώνα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της «Χριστιανοσύνης» και της αληθινής συναθροίσεως του Ιεχωβά Θεού. Η «Χριστιανοσύνη» ποτέ δεν ακολούθησε την υπερέχουσα οδό, αλλά υπήρξε ιδιοτελής και σκληρή και κοσμική. Η αληθινή εκκλησία του Θεού, αν και ήταν στο μέσον της «Χριστιανοσύνης», δεν υπήρξε μέρος αυτής, αλλά προσπάθησε ειλικρινώς να μιμηθή τον Θεό και να ακολουθήση την υπερέχουσα οδό του. Η «Χριστιανοσύνη», λόγω της ιδιοτελούς και σκληρής κοσμικότητός της, απέτυχε να μιμηθή τον Ιεχωβά Θεό και να γίνη ευλογία στο ανθρώπινο γένος, σύντομα δε θα καταστραφή στη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Η αληθινή, όμως, εκκλησία θα μένη παντοτινά για τον αίνο του Ιεχωβά και για την ευλογία όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως.
4, 5. Πώς απέδειξε ο Θεός ότι είχε εκλέξει τη νέα οργάνωσι;
4 Δεν είναι εύκολο πράγμα να ιδρυθή μια νέα οργάνωσις και να γίνη φανερό ότι ο Θεός μετεβίβασε την εύνοιά του και την ευλογία του σ’ αυτή, αφού επολιτεύθηκε αποκλειστικά με μια παλαιά οργάνωσι επί χίλια επτακόσια χρόνια και πάνω. Για να δείξη, λοιπόν, ότι η νεοΐδρυτη Χριστιανική εκκλησία ήταν τώρα η εκλεκτή του συνάθροισις και για να την βοηθήση στη δύσκολη περίοδο της νηπιότητός της και της διαβάσεώς της από το παλαιό σύστημα πραγμάτων στο νέο, ο Ιεχωβά Θεός έκαμε μια ειδική εκδήλωσι του πνεύματός του ή της ενεργού του δυνάμεως επάνω στη νέα οργάνωσι του αφωσιωμένου λαού του, των ακολούθων του Μεσσίου Ιησού Χριστού.
5 Εννέα περίπου αιώνες πριν από τις τελευταίες ημέρες του παλαιού και τις αρχικές ημέρες του νέου συστήματος πραγμάτων, ο Ιεχωβά είχε εμπνεύσει τον Ιωήλ να προφητεύση για την θεαματική αυτή εκδήλωσι της θείας ενεργού δυνάμεως επάνω στη Χριστιανική εκκλησία, λέγοντας: «Και μετά ταύτα θέλω εκχέει το πνεύμα μου επί πάσαν σάρκα· και θέλουσι προφητεύσει οι υιοί σας, και αι θυγατέρες σας· οι πρεσβύτεροί σας θέλουσιν ενυπνιασθή ενύπνια, οι νεανίσκοι σας θέλουσιν ιδεί οράσεις. Και έτι επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις θέλω εκχέει το πνεύμα μου. Και θέλω δείξει τέρατα . . . πριν έλθη η ημέρα του Ιεχωβά η μεγάλη και επιφανής. Και πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.» (Ιωήλ 2:28-32, Α.Σ.Μ.) Τα γεγονότα που αναγράφει η ιστορία δείχνουν ότι η προφητεία αυτή άρχισε να εκπληρώνεται στο Ιουδαϊκό υπόλοιπο των ακολούθων του Ιησού κατά την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής το 33 μ.Χ. Κάτω από την δύναμι του εκχυθέντος πνεύματος του Ιεχωβά Θεού, αυτοί οι Ιουδαίοι ακόλουθοι του Ιησού άρχισαν ξαφνικά να μιλούν ξένες γλώσσες, μ’ ένα θαυματουργικό τρόπο. Επιπλέον, κάτω από την δύναμι της θείας αυτής ενεργείας, ο απόστολος Πέτρος και άλλοι σηκώθηκαν και επροφήτευσαν ή εξήγησαν στο πλήθος των εκπλήκτων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθή, προφητείες σχετικές με τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό. Επίσης, με την ίδια αυτή αόρατη ενεργό δύναμι εχορηγήθησαν εκεί τότε ωρισμένα χαρίσματα γνώσεως για να μεταδοθή γνώσις σ’ αυτό το πλήθος. Όλη αυτή η προφητευμένη εκδήλωσις του πνεύματος του Θεού απέδειξε ότι ο Θεός είχε τώρα εκλέξει αυτή τη συνάθροισι του Ιησού του Μεσσίου, την ίδια δε αυτή ημέρα τρεις χιλιάδες περίπου Ιουδαίοι και προσήλυτοι είχαν πεισθή για το γεγονός αυτό και είχαν μεταφερθή από την απερριμμένη παλαιά οργάνωσι στη νέα Χριστιανική συνάθροισι.—Πράξεις 2:1-41.
ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΜΕ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ
6. Μέσω του πνεύματος τι μετεδίδετο στην αρχέγονη εκκλησία;
6 Έτσι ιδρύθη η νέα οργάνωσις και απεδείχθη ότι ήταν η εκλεκτή οργάνωσις του Θεού από τότε κι εμπρός, με τη χορήγησι τέτοιων πειστικών θαυματουργικών χαρισμάτων του πνεύματος στα μέλη της οργανώσεως. Ένα από τα μεταγενέστερα μέλη της ήταν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος μίλησε περισσότερο από κάθε άλλον θεόπνευστον Χριστιανό συγγραφέα γι’ αυτά τα θαυμαστά χαρίσματα του πνεύματος. Στο δωδέκατο κεφάλαιο της πρώτης του επιστολής προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, γράφει: «Περί δε των πνευματικών, αδελφοί, δεν θέλω να αγνοήτε. Είναι δε διαιρέσεις χαρισμάτων, το Πνεύμα όμως το αυτό· είναι και διαιρέσεις διακονιών, ο Κύριος όμως ο αυτός· είναι και διαιρέσεις ενεργημάτων, ο Θεός όμως είναι ο αυτός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι. Δίδεται δε εις έκαστον η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. Διότι εις άλλον μεν δίδεται δια του Πνεύματος λόγος σοφίας, εις άλλον δε λόγος γνώσεως, κατά το αυτό Πνεύμα· εις άλλον δε πίστις, δια του αυτού Πνεύματος· εις άλλον δε χαρίσματα ιαμάτων, δια του αυτού Πνεύματος· εις άλλον δε ενέργειαι θαυμάτων, εις άλλον δε προφητεία, εις άλλον δε διακρίσεις πνευμάτων, εις άλλον δε είδη γλωσσών, εις άλλον δε ερμηνεία γλωσσών· πάντα δε ταύτα ενεργεί το έν και το αυτό Πνεύμα.» (1 Κορινθίους 12:1, 4-11) Η απερριμμένη παλαιά Ιουδαϊκή οργάνωσις εναντιώθηκε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήση την εκδήλωσι του πνεύματος του Ιεχωβά με θαυματουργικά χαρίσματα στους νέους Χριστιανούς πιστούς, ούτε μπορούσαν να το κάνουν αυτό οι ειδωλολατρικές θρησκευτικές οργανώσεις. Εις πείσμα του φθόνου και του ανταγωνισμού των Ιουδαίων και ειδωλολατρών απίστων, ο Παντοδύναμος Θεός έδειξε επάνω σε ποιους ανεπαύετο η δύναμίς του και το πνεύμα του. Τα χαρίσματα, λοιπόν, του πνεύματος εξακολούθησαν να μεταδίδωνται και να εξασκούνται από τους οπαδούς του Υιού του στις αποστολικές εκείνες ημέρες.
7, 8. Ποια ερωτήματα εγείρονται σχετικά με την έλλειψι χαρισμάτων τώρα; Πώς απαντούμε;
7 Καθώς παρατηρούμε εμείς οι μάρτυρες του Ιεχωβά την οργάνωσί του σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτή δεν κατέχει και δεν εξασκεί τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος που διέκριναν την οργάνωσι των μαρτύρων του στον πρώτον εκείνον αιώνα και προσδιώριζαν την ταυτότητά της. Άνθρωποι που δεν εννοούν γιατί λείπουν αυτά τα χαρίσματα σήμερα, μπορεί να ρωτήσουν, Δεν είναι ο Χριστιανισμός ο ίδιος σήμερα όπως ήταν και στο μακρινό παρελθόν τότε; Δεν είναι για τη Χριστιανική οργάνωσι του Ιεχωβά σήμερα μια ζωτική έλλειψις το να μην έχη εκείνα τα πειστικά πνευματικά χαρίσματα, με τα οποία να ενεργή και να κηρύττη «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας»; Στον κρίσιμο αυτόν καιρό που ο άθεος κομμουνισμός και η θρησκευτική κοσμικότης εξαπλώνονται παντού, δεν θα μπορούσαμε να δώσωμε μια αποτελεσματικώτερη μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού αν είχαμε αυτά τα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος για να μας υποστηρίζουν και να πείθουν εκείνους που αμφιβάλλουν;
8 Απαντούμε ότι ο αγνός Χριστιανισμός (αλλά όχι εκκλησιαστικισμός) είναι σήμερα ο ίδιος όπως ήταν ο Χριστιανισμός στη βρεφική του ηλικία. Δεν υπέστη οπισθοχώρησι, αναπηρία ή εξασθένησι με το να μη λειτουργή τώρα η ενεργός δύναμις ή το πνεύμα του Θεού με θαυματουργικά πνευματικά χαρίσματα. Η απουσία αυτών των χαρισμάτων δεν μας εκπλήττει. Προελέχθη από τον απόστολο Παύλο στον πρώτον αιώνα, όταν είπε: «Τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή· είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει· είτε γνώσις, θέλει καταργηθή.» (1 Κορινθίους 13:8) Η παύσις των χαρισμάτων των γλωσσών και η κατάργησις των χαρισμάτων της προφητείας και της γνώσεως δεν είναι σημείο της δυσμενείας του Θεού ή κάποιας αδυναμίας ή εξασθενήσεως του πνεύματός του. Δεν επρόκειτο να έχουν όλοι οι Χριστιανοί αυτά τα θαυματουργικά χαρίσματα, και δεν τα είχαν όλοι. Μιλώντας για την εποχή του, ο Παύλος ρωτά: «Μη πάντες είναι απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες ενεργούσι θαύματα; μη πάντες έχουσι χαρίσματα ιαμάτων; μη πάντες λαλούσι γλώσσας; μη πάντες διερμηνεύουσι;» (1 Κορινθίους 12:29, 30) Ο απόστολος θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα με τέτοιον τρόπο ώστε η ζητουμένη απάντησις είναι Όχι! Επομένως η έλλειψις μερικών από τα χαρίσματα αυτά ή όλων, δεν θα ήταν απόδειξις της δυσαρεσκείας του Θεού, αλλά θα εφανέρωνε τον διάφορο τρόπο της ενεργείας του. Δεν έχομε υπό τον έλεγχό μας τη χορήγησι τέτοιων θαυματουργικών χαρισμάτων, ούτε τη χορήγησι ειδικών χαρισμάτων, αλλά ο Θεός τα έχει υπό τον έλεγχό του, Θεοκρατικώς. Με αυτά προικίζει τα μέλη της εκκλησίας του καθώς θέλει, από τον Ιησού Χριστό έως το τελευταίο μέλος. Και το πνεύμα του μπορεί να ενεργή και ενεργεί εξίσου ισχυρά σήμερα χωρίς τα πνευματικά αυτά χαρίσματα, όπως ενεργούσε με αυτά στον πρώτον αιώνα. Πραγματικά, το πιστό υπόλοιπο της αληθινής Χριστιανικής εκκλησίας σήμερα εκτελεί, με το πνεύμα του Ιεχωβά Θεού, μια ισχυρότερη μαρτυρία για το όνομά του και τη βασιλεία του παρά ποτέ προηγουμένως στη Χριστιανική εποχή.
9. Τι κάνει ίδια την εκκλησία σήμερα, χωρίς καμμιά πραγματική απώλεια;
9 Αφού τα θαυματουργικά πνευματικά χαρίσματα καταργήθηκαν προ πολλού ως μη αναγκαία πια στην προχωρημένη αυτή εποχή της αληθινής εκκλησίας, θα ήταν ανωφελές ένας αφιερωμένος Χριστιανός σήμερα να επιθυμή διακαώς οποιοδήποτε απ’ αυτά, όπως ξένες γλώσσες, ικανότητα να τις μεταφράζη, θεραπευτική δύναμι, προφητεία ή κήρυγμα με έμπνευσι, κλπ. Ο καιρός γι’ αυτά πέρασε, και ο Ιεχωβά Θεός ποτέ δεν θα έδινε απάντησι σε προσευχή γι’ αυτά. Πριν από δεκαεννέα αιώνες ήταν ένας καλός και αποτελεσματικός τρόπος να ιδρυθή και οικοδομηθή η Χριστιανική συνάθροισις μέσω αυτών των χαρισμάτων του πνεύματος που ενέπνεαν δέος στα μέλη της. Αλλά το υπόλοιπο της αληθινής εκκλησίας σήμερα, υπό την οδηγία του Θεού και με το πνεύμα του, ακολουθεί μια πορεία εξοχώτερη από την πορεία της χρησιμοποιήσεως πνευματικών χαρισμάτων. Αυτή είναι η οδός της αγάπης. Αυτή είναι που κάνει την αληθινή Χριστιανική εκκλησία να είναι ίδια σήμερα όπως και στον πρώτον αιώνα, στη νηπιότητά της, όταν είχε ανάγκη από τα σημεία των θαυματουργικών πνευματικών χαρισμάτων. Η αληθινή εκκλησία σήμερα έχει την ίδια ουσιώδη ιδιότητα της αγάπης όπως και στις αποστολικές ημέρες. Με την ‘οδό’ της αγάπης οικοδομείται και εκτελεί όλα τα έργα της, υπακούοντας στον Θεό και μιμούμενη τον Ιησού Χριστό. Στη μόνιμη, σπουδαιότατη αυτή οδό επεζήτησε να βαδίση όλους αυτούς τους δεκαεννέα αιώνες. Είναι μια εξοχώτερη οδός από το να ενεργή κανείς απλώς με χαρίσματα του πνεύματος. Συνεπώς, ακολουθώντας εντελώς αυτή την οδό στο αποκορύφωμα αυτό της Χριστιανικής εποχής, η εκκλησία δεν υπέστη πραγματική απώλεια, παρεμπόδισι ή βλάβη από τη μη συνέχισι των χαρισμάτων. Είναι πλήρης από το πνεύμα όπως ακριβώς ήταν πάντοτε. Η πίστις και η ελπίδα της είναι τόσο ισχυρές και λαμπρές όπως πάντοτε, αν όχι περισσότερο, τώρα που εφθάσαμε στο τέλος του κόσμου τούτου και οι προφητείες έχουν την τελεία τους εκπλήρωσι.
10. Πώς παραβάλλεται η οδός της αγάπης με τα πνευματικά χαρίσματα, και γιατί;
10 Σ’ αυτό, ακριβώς, αναφέρεται ο απόστολος όταν δείχνει ότι υπάρχει ποικιλία πνευματικών χαρισμάτων και ρωτά αν όλοι οι Χριστιανοί τα έχουν όλα ή έχουν τα ίδια χαρίσματα. Αφού υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, μερικά απ’ αυτά πρέπει να προτιμώνται από άλλα. Αλλά όσο και αν πρέπει να επιθυμούμε τα χαρίσματα αυτά, υπάρχει όμως κάτι πολύ σπουδαιότερο και ζωτικώτερο που δεν πρέπει να το χάνωμε από τα μάτια μας. Κατάλληλα, τα καλύτερα χαρίσματα πρέπει να τα επιθυμή κανείς στον καιρό που διανέμονται χαρίσματα, αλλά υπάρχει ένα πράγμα πολύ πιο υπέροχο από τα θαυματουργικά χαρίσματα, και επομένως ένα πράγμα που πρέπει να το επιθυμούμε πολύ περισσότερο και ν’ αγωνιζώμεθα γι’ αυτό. Ο απόστολος, λοιπόν, εφιστά την προσοχή σ’ αυτό, λέγοντας: «Ζητείτε δε μετά ζήλου τα καλήτερα χαρίσματα· και έτι πολύ υπερέχουσαν οδόν σας δεικνύω.» (1 Κορινθίους 12:31) Εμείς οι Χριστιανοί σήμερα μπορούμε ν’ ακολουθούμε την παρότρυνσι του αποστόλου και να φιλοδοξούμε να αποκτήσωμε την οδό αυτή με τόση θέρμη και πεποίθησι όπως και οι αδελφοί μας στις ημέρες του. Αν και δεν έχομε τα θαυματουργικά χαρίσματα, εμείς σήμερα μπορούμε να βαδίζωμε εξίσου πλήρως και πιστώς σ’ αυτή την πολύ υπερέχουσα οδό όπως εβάδιζαν και εκείνοι στους αποστολικούς χρόνους και μπορούμε έτσι ν’ αποδειχθούμε άξιοι αιωνίου σωτηρίας. Η οδός αυτή είναι η οδός του Θεού, η οδός της αγάπης.
ΚΑΜΜΙΑ ΩΦΕΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗ
11, 12. Πώς θα μπορούσε ένας να μιλή γλώσσες και όμως να είναι μηδέν; Γιατί;
11 Για να δείξη πόσο υπέρτερη είναι αυτή η οδός, ο απόστολος εξηγεί πόσο ουσιώδης είναι. Υποθέστε ότι σ’ έναν εδόθησαν μερικά ή όλα τα χαρίσματα, θαυματουργικά με το πνεύμα του Θεού. Αν όμως του έλειπε η καλλιέργεια της ζωτικής αυτής ιδιότητος, της αγάπης, θα καταντούσε στο μηδέν. Μιλώντας ακόμα για τα χαρίσματα του πνεύματος, ο απόστολος αρχίζει το δέκατο τρίτο κεφάλαιο της επιστολής του και λέγει: «Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, έγεινα χαλκός ηχών, ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν, και εξεύρω πάντα τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μη έχω, είμαι ουδέν.» (1 Κορινθίους 13:1, 2) Αν ήταν κάποιος ενδεδειγμένος να γράψη έτσι, αυτός ήταν ο απόστολος Παύλος, διότι είχε όλα τα χαρίσματα που κατονομάζει εδώ, και στον πιο μεγάλο βαθμό. Με την έκφρασι «τας γλώσσας των ανθρώπων» δεν ανεφέρετο στη ρητορεία ή ευγλωττία, με την οποία θα ήταν δυνατόν να κρατή γοητευμένα τα πλήθη ή να τα επηρεάζη σε μια γνώμη ή ενέργεια, διότι ο απόστολος δεν ισχυρίζετο ότι τα είχε αυτά. Μερικοί από τους Κορινθίους προς τους οποίους έγραψε, έλεγαν για τον Παύλο: «Αι μεν επιστολαί . . . είναι βαρείαι και ισχυραί· η δε παρουσία του σώματος ασθενής, και ο λόγος εξουθενημένος.» Ο Παύλος μάλιστα το παρεδέχετο αυτό, λέγοντας: «Εάν δε και ήμαι ιδιώτης κατά τον λόγον, αλλ’ ουχί κατά την γνώσιν.» (2 Κορινθίους 10:10 και 11:6) Με την έκφρασι «τας γλώσσας των ανθρώπων» ο απόστολος εννοούσε χαρίσματα ομιλίας σε ξένες γλώσσες ανθρώπων, που μετεδίδοντο θαυματουργικά, σε τέτοιες δε ‘γλώσσες ανθρώπων’ μπορούσε να μιλή με τη δύναμι του πνεύματος ή της αοράτου ενεργείας του Θεού. Στο επόμενο κεφάλαιο αναφωνεί: «Ευχαριστώ εις τον Θεόν μου, ότι λαλώ πλειοτέρας γλώσσας παρά πάντας υμάς.»—1 Κορινθίους 14:18.
12 Ποια ωφέλεια θα προέκυπτε, όμως, αν ο Παύλος μιλούσε με το πνεύμα όλες αυτές τις διάφορες γλώσσες και δεν έκανε συγχρόνως επεξηγήσεις ή δεν είχε κάποιον στο ακροατήριό του να διερμηνεύη όσα έλεγε; Δεν θα έκανε περισσότερο καλό στους ακροατάς του από εκείνο που θα προέκυπτε αν άκουαν ένα βάρβαρο ειδωλολάτρη: «Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον, δεν λαλεί προς ανθρώπους, αλλά προς τον Θεόν· διότι ουδείς ακούει αυτόν, αλλά με το πνεύμα αυτού λαλεί μυστήρια. Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον, εαυτόν οικοδομεί· . . . Δια τούτο ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον, ας προσεύχηται δια να γείνη ικανός να διερμηνεύη. Διότι εάν προσεύχωμαι με γλώσσαν αγνώριστον, το πνεύμα μου προσεύχεται, αλλ’ ο νους μου είναι ακαρποφόρητος.» Αν, λοιπόν, ο Παύλος επέμενε να μιλή γλώσσες χωρίς να επακολουθή ερμηνεία, αυτό θα ήταν, βέβαια, έλλειψις αγάπης εκ μέρους του. Οι ακροαταί του δεν θα είχαν κανένα όφελος, θα είχαν μόνο ένα σημείο της ενεργείας του πνεύματος πάνω στον απόστολο, ο δε Παύλος θα προσπαθούσε απλώς να δείξη το χάρισμά του. Αυτή η πορεία δεν θα τον οικοδομούσε στην αγάπη και επομένως δεν θα τον ωφελούσε μονίμως. Επειδή ακριβώς είχε αγάπη για κείνους που ζητούσαν πνευματική εποικοδόμησι και σωτηρία, ο Παύλος επρόσθεσε την εξής απόφασι: «Ευχαριστώ εις τον Θεόν μου, ότι λαλώ πλειοτέρας γλώσσας παρά πάντας υμάς· πλην εν τη εκκλησία πέντε λόγους προτιμώ να λαλήσω δια του νοός μου, δια να κατηχήσω και άλλους, παρά μυρίους λόγους με γλώσσαν αγνώριστον.»—1 Κορινθίους 14:2, 4, 13, 14, 18, 19.
13, 14. Ποιο είναι ανώτερο, η προφητεία ή οι γλώσσες; Γιατί;
13 Για τον ίδιο σοφό λόγο, που αποτελεί εκδήλωσι αγάπης, ένας κήρυξ της βασιλείας του Θεού πρέπει να προσπαθή να μιλή στην κοινή γλώσσα που χρησιμοποιεί και εννοεί ο λαός, αντί να χρησιμοποιή τη γλώσσα της υψηλοτέρας μορφώσεως, η οποία θα εφανέρωνε, πράγματι, την ανώτερη μάθησί του, αλλά θα ήταν σαν ξένη γλώσσα για το λαό. Έχοντας αυτό υπ’ όψι, η Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς «Γαλαάδ» προσπαθεί να δώση στους αποφοίτους της ιεραποστόλους τη βασική γνώσι της γλώσσης των χωρών στις οποίες πρόκειται να σταλούν. Οι άγγελοι έχουν τη δική τους γλώσσα, αλλ’ αν ο Παύλος—ή κάποιος άλλος—μιλούσε σ’ αυτή την ουράνια γλώσσα, μπορεί να εφανέρωνε ένα ανώτερο χάρισμα, ποια, όμως, πλάσματα στη γη θα ωφελούντο από ό,τι αυτός θα έλεγε; Θα μπορούσε δε να είναι ένας ‘χαλκός ηχών’ και ένα ‘κύμβαλον αλαλάζον’ στους άλλους. Δεν θα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό στα όμματα του Θεού. Όταν εμφανίσθηκαν σε άνδρες και γυναίκες άγγελοι από τον Θεό, μίλησαν σε γλώσσες που οι άνθρωποι αυτοί εννοούσαν, για να καταστή δυνατόν να λάβουν το άγγελμα του Θεού και να ωφεληθούν απ’ αυτό.
14 Το χάρισμα της προφητείας ήταν ανώτερο από το χάρισμα των ξένων γλωσσών. «Ο δε προφητεύων, λαλεί προς ανθρώπους εις οικοδομήν και προτροπήν και παρηγορίαν. Ο λαλών γλώσσαν αγνώριστον, εαυτόν οικοδομεί· ο δε προφητεύων, την εκκλησίαν οικοδομεί. Θέλω δε πάντες να λαλήτε γλώσσας, μάλλον δε να προφητεύητε· διότι ο προφητεύων είναι μεγαλήτερος παρά ο λαλών γλώσσας, εκτός εάν διερμηνεύη, δια να λάβη οικοδομήν η εκκλησία . . . Ζητείτε μετά ζήλου το προφητεύειν, και το λαλείν γλώσσας μη εμποδίζετε.» (1 Κορινθίους 14:3-5, 39) Επειδή το χάρισμα της προφητείας είχε τη δύναμι να οικοδομή τους πνευματικούς αδελφούς ενός ατόμου στη γλώσσα που εννοούσαν, έπρεπε να επιζητείται περισσότερο από τα διάφορα άλλα χαρίσματα. Πράγματι, ο Παύλος κατατάσσει εκείνους που έχουν το προφητικό χάρισμα αμέσως μετά τους αποστόλους, λέγοντας: «Και άλλους μεν έθεσεν ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους.» Κατατάσσει το χάρισμα των διαφόρων γλωσσών όγδοο και τελευταίο. Το χάρισμα της προφητείας μετεδίδετο και στους άνδρες και στις γυναίκες. Η προφητεία του Ιωήλ 2:28, 29 προέλεγε ότι το πνεύμα θα εξεχύνετο και στα δύο φύλα και ότι ‘οι υιοί και αι θυγατέρες και οι δούλοι και αι δούλαι’ θα επροφήτευαν. Ακριβώς έτσι το θείο υπόμνημα φανερώνει ότι άνδρες και γυναίκες μετέσχον σ’ αυτό το χάρισμα. Αι τέσσαρες παρθένοι θυγατέρες του Φιλίππου του ευαγγελιστού επροφήτευαν. Ο δε Παύλος έγραψε για να ρυθμίση τα της προφητεύσεως των γυναικών στην εκκλησία της Κορίνθου, λέγοντας ότι έπρεπε να καλύπτωνται όταν επροφήτευαν, από σεβασμό προς τους καθιερωμένους άνδρας που αντιπροσώπευαν την Κεφαλή της εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό. Ο Παύλος λέγει: «Κεφαλή δε της γυναικός, ο ανήρ· . . . Πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα με την κεφαλήν ασκεπή, καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής.»—1 Κορινθίους 11:3-5· Πράξεις 21:8, 9.
15. Πώς θα μπορούσε το χάρισμα της προφητείας να χρησιμοποιείται χωρίς να ωφελείται εκείνος που το χρησιμοποιεί;
15 Ο Παύλος ήταν ο πρώτιστος μεταξύ εκείνων που επροφήτευαν με το χάρισμα του πνεύματος. Ωστόσο, κατανοούσε ότι έπρεπε να έχη το ορθό ελατήριο όταν επροφήτευε έτσι, αν επρόκειτο να ωφεληθή ο ίδιος. Εκείνοι που άκουαν το από έμπνευσι κήρυγμά του, μπορεί να οικοδομούντο σε πίστι και γνώσι, αλλ’ αν ο Παύλος δεν είχε την αγάπη ως αιτία για να θέλη και να προσφέρεται να είναι προφήτης αυτού του είδους, τότε αυτό το από έμπνευσι κήρυγμά του δεν θα είχε καλό αποτέλεσμα σ’ αυτόν τον ίδιο. Θα μπορούσε να είναι σαν τον αρχαίο προφήτη Βαλαάμ στις ημέρες που ο Μωυσής ωδηγούσε τους Ισραηλίτες μακριά από την Αίγυπτο στη Γη της Επαγγελίας. Ο Βαλαάμ επιθυμούσε ιδιοτελές υλικό κέρδος και εμίσθωσε τον εαυτό του στον Βαλάκ, τον βασιλέα του Μωάβ, για να καταρασθή τους Ισραηλίτες. Αλλά αντίθετα προς τα κακά ελατήριά του, το πνεύμα του Θεού που υπερίσχυε πάνω στον Βαλαάμ, τον έκαμε να προφητεύση ευλογία για τους Ισραηλίτες. Ο Βαλαάμ δεν εξέφερε αυτή την προφητεία της ευλογίας με την καρδιά του. Λίγο αργότερα εθανατώθηκε ως προφήτης που αγαπούσε το μισθό της αδικίας και που προσπάθησε να αντιδράση στην ευλογία παγιδεύοντας τους ευλογημένους Ισραηλίτες σε ανήθικη ειδωλολατρία. (Αριθμοί 22:1 έως 25:3· 31:8· Αποκάλυψις 2:14· 2 Πέτρου 2:15, 16) Ο απόστολος, λοιπόν, έλεγε στους Κορινθίους ότι, για να μην αφήση την ιδιοτελή του σάρκα να κυβερνά το ελατήριο των πράξεών του, εδάμαζε κι εδουλαγωγούσε το σώμα του, «μήπως εις άλλους κηρύξας, εγώ γείνω αδόκιμος.»—1 Κορινθίους 9:15-18, 26, 27.
16, 17. Με ποιο ελατήριο και πώς πρέπει να κηρύττωμε τη Βασιλεία; Γιατί;
16 Το χάρισμα της προφητείας ή του κηρύγματος με έμπνευσι, παρήλθε αφού πέθαναν οι απόστολοι του Αρνίου, του Ιησού Χριστού· αλλά σήμερα, με την δύναμι του πνεύματος του Θεού, το κήρυγμα του ευαγγελίου της Βασιλείας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους γίνεται όπως ποτέ πριν. Το κήρυγμα σε δημοσίους τόπους και από σπίτι σε σπίτι για την οικοδομή άλλων εξακολουθεί, αλλά το ερώτημα για κάθε άνδρα και γυναίκα που κηρύττει το άγγελμα της Βασιλείας είναι, Με ποιο ελατήριο κηρύττω;
17 Μπορεί να έχωμε αναπτύξει την ικανότητα να κάνωμε μια έξοχη ομιλία ή μαρτυρία για την αλήθεια. Μπορεί να χρησιμοποιούμε τα λεπτότερα επιχειρήματα για να πείσωμε ότι Γραφικώς έχομε δίκαιο. Μπορεί να είμεθα ικανοί να επεξηγούμε τις αλήθειες της Γραφής και να τις καθιστούμε σαφείς και κατανοητές στους άλλους. Μπορεί έτσι και να συμβάλλωμε να έλθουν άλλοι στην αλήθεια, βοηθώντας τους ν’ αντιληφθούν το προνόμιο του να αφιερωθούν πλήρως στον Θεό και να τον υπηρετήσουν. Μπορεί να τα κάνωμε όλα αυτά για κάποιον άλλον. Αν, ωστόσο, δεν έχομε αγάπη που διαμένει, τι καλό θα μας κάνη αυτό; Κάνει σε κάποιον άλλον καλό, αλλά θα έπρεπε να κάνη και σ’ εμάς επίσης το μεγαλύτερο καλό. Ενδιαφερόμεθα όχι μόνο για τη σωτηρία των άλλων, αλλά και για τη δική μας επίσης. Αγαπούμε τη ζωή, και την θέλομε αιωνίως. Αλλά η ζωή μας πρέπει να είναι ζωή αγάπης. Πρέπει να εκδηλώνη φιλία στους άλλους που ζητούν τη ζωή. Το κήρυγμά μας, λοιπόν, πρέπει να είναι θερμό από αγάπη, από ένα αίσθημα πραγματικού ενδιαφέροντος για τη διαρκή ευημερία εκείνων που μας ακούουν. Το ζήτημα δεν είναι να θέσωμε απλώς ψυχρά γεγονότα μπροστά στους ακροατάς μας και, στην ουσία, να πούμε: «Αυτό είναι! Δεχθήτε το ή απορρίψτε το!» Πρέπει να δώσωμε κάτι περισσότερο. Κηρύττοντας πρέπει να δώσωμε το ξεχείλισμα της καρδιάς μας στους ακροατάς μας, κάνοντάς τους ν’ αντιληφθούν ότι αληθινά ενδιαφερόμεθα να ζήσουν αιωνίως με το να γνωρίσουν και υπηρετήσουν τον Θεό και τον Χριστό. Ενεργώντας έτσι, θα έχωμε την αγάπη ως ελατήριό μας στον τρόπο με τον οποίο προφητεύομε σήμερα, και αυτό όχι μόνο θα βοηθήση τους άλλους, αλλά θα ωφελήση κι εμάς επίσης σε μέγιστο βαθμό για αιώνια ζωή.
ΜΥΣΤΗΡΙΑ
18, 19. Πώς ο Παύλος δεν χρησιμοποιούσε εσφαλμένως τη γνώσι των μυστηρίων;
18 Ο καθένας πρέπει να χρησιμοποιή ένα χάρισμα που έχει από τον Θεό, με το σωστό τρόπο, δηλαδή, με αγάπη πρώτ’ απ’ όλα για τον Θεό και με αγάπη για τον πλησίον του. Αλλιώς, η χρησιμοποίησις του χαρίσματος δεν θα ωφελήση εκείνον που το χρησιμοποιεί, ούτε ακόμη το χάρισμα της γνώσεως όλων των ιερών μυστηρίων. Όταν ο Παύλος μας προειδοποιεί γι αυτό, αναμφιβόλως ξέρει για ποιο πράγμα μιλεί. Μπορούσε να είχε εξυψωθή μέσω των αφθόνων αποκαλύψεων που του έγιναν με το πνεύμα του Θεού. Δεν ήθελε όμως οι αδελφοί του να τον υπερεκτιμούν προσωπικώς επειδή εγνώριζε τόσο πολλά μυστήρια ή μυστικές αλήθειες με τόση διαύγεια. Γι’ αυτό είπε: «Ούτως ας μας θεωρή πας άνθρωπος, ως υπηρέτας του Χριστού, και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού. Το δε επίλοιπον, ζητείται μεταξύ των οικονόμων να ευρεθή έκαστος πιστός.»—1 Κορινθίους 4:1, 2.
19 Διδάσκοντας έτσι τους αδελφούς του, ο Παύλος ενεργούσε μ’ ένα τρόπο αγάπης προς αυτούς και προς τον Θεό χρησιμοποιώντας τη γνώσι των μυστικών αληθειών. Θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τη γνώσι αυτή για να κάνη τους αδελφούς να τον ακολουθήσουν και να γίνουν οπαδοί του, νομίζοντάς τον πως είναι ένας θαυμάσιος σοφός που είχε μια ειδική σχέσι με τον Θεό, η οποία του έδινε ιδιαίτερη θέσι στη γνώσι, στον εσώτερο μυστικό κύκλο των μεμυημένων. Η πορεία, όμως, αυτή θα ήταν ιδιοτελής, πορεία αυτοεξυψώσεως. Θα ωδηγούσε στην τελική καταστροφή του υπό την δυσμένεια του Θεού. Για να εμποδίση τους Χριστιανούς αδελφούς του να έχουν απέναντί του μια εσφαλμένη στάσι αποδόσεως τιμής, ο προικισμένος με χαρίσματα απόστολος τούς υπενθυμίζε ότι τα μυστήρια δεν προήρχοντο από τη δική του σοφία και ενόρασι, αλλά ότι απλώς του τα είχε εμπιστευθή ο Χριστός. Έτσι ήταν μόνο ένας απλός υπηρέτης του Χριστού και τον εβάρυνε η υποχρέωσις να μεταδώση τη γνώσι αυτών των μυστηρίων στους εκζητητάς της αληθείας. Η τιμή, λοιπόν, για την απόκτησι αυτής της γνώσεως ωφείλετο, όχι στον Παύλο τον απλό υπηρέτη, αλλά στον Χριστό τον Αποκαλυπτή των ιερών μυστικών. Ο Παύλος ήταν υποχρεωμένος να είναι πιστός στον Κύριό του Ιησού Χριστό μεταδίδοντας τη γνώσι αυτών των μυστηρίων στους ακολούθους του Χριστού. Για την πιστότητά του και την αξιοπιστία του στο να το πράττη αυτό, ο Παύλος δεν έπρεπε να ειδωλοποιηθή, να λατρεύεται και ν’ ακολουθείται σαν ένας αρχηγός δόγματος. Έπραττε απλώς το καθήκον του προς τον Χριστό, στον Χριστό δε έπρεπε να αποδίδεται η ευχαριστία, ο αίνος και η τιμή, και αυτός έπρεπε ν’ ακολουθείται. Αν ο Παύλος αγαπούσε τον Θεό, τον Χριστό και τους αδελφούς του, θα χρησιμοποιούσε αυτά τα μυστήρια ανιδιοτελώς, όχι για να μεγαλύνη τον εαυτό του μεταξύ των ανθρώπων, αλλά για να μεγαλύνη τον Θεό ο οποίος αποκαλύπτει τα ιερά μυστικά μέσω του Χριστού. Αυτό θα ωφελούσε τον Παύλο.
20. Πώς εχρησιμοποίησε ο Ιησούς τη γνώσι αυτή, και πώς την αποκτούμε τώρα εμείς;
20 Ο Ιησούς Χριστός είπε στους πιστούς μαθητάς του: «Εις εσάς εδόθη να γνωρίσητε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού· εις δε τους λοιπούς δια παραβολών, δια να μη βλέπωσιν ενώ βλέπουσι, και να μη καταλαμβάνωσιν ενώ ακούουσιν.» (Λουκάς 8:10) Ο Ιησούς εγνώριζε αυτά τα μυστήρια της Βασιλείας. Δεν μετεχειρίζετο όμως τη γνώσι αυτή μ’ ένα ιδιοτελή τρόπο. Όχι· αλλά εφανέρωνε τη γνώσι του μ’ ένα τρόπο γεμάτο αγάπη. Θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει ιδιοτελώς τα μυστήρια, για να συγκροτήση για τον εαυτό του ένα μεγάλο σώμα ονομαστικών οπαδών. Αποφεύγοντας αυτή την πορεία, έλεγε στο μεγάλο πλήθος τα μυστήρια με παραβολές και δυσνόητες ρήσεις και εξηγούσε ιδιαιτέρως τα μυστήρια μόνο στους ολίγους εκλεκτούς, στους οποίους ο Θεός ήθελε να χορηγηθή η γνώσις αυτή. Σήμερα οι ακόλουθοι του Χριστού βοηθούνται να εννοήσουν τα ιερά μυστικά του λόγου και του σκοπού του Θεού, όχι με εμπνευσμένα χαρίσματα γνώσεως, αλλά με τη διαφωτιστική δύναμι του πνεύματός Του. Παραμένει, λοιπόν, ακόμη αληθινό το εξής: «Είναι γεγραμμένον, “Εκείνα τα οποία οφθαλμός δεν είδε, και ωτίον δεν ήκουσε, και εις καρδίαν ανθρώπου δεν ανέβησαν, τα οποία ο Θεός ητοίμασεν εις τους αγαπώντας αυτόν.” Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά δια του Πνεύματος αυτού· επειδή το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού.»—1 Κορινθίους 2:9, 10.
21, 22. Πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε σήμερα αυτή τη γνώσι των μυστηρίων, και γιατί;
21 Όταν αποκτηθή η γνώσις αυτών των θαυμαστών μυστηρίων που παρέχουν το κλειδί της κατανοήσεως των Γραφών, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή ιδιοτελώς. Αν έχομε μια ιδιαίτερη ικανότητα να εξηγούμε τα μυστήρια αυτά στους άλλους, θα ήταν δυνατόν να κάνωμε μεγάλη επίδειξι του εαυτού μας για να λάβωμε έπαινο και θαυμασμό. Ή θα ήταν δυνατόν να επηρεασθούμε από συμπάθειες ή αντιπάθειες και να μην τα μεταδίδωμε εξίσου σε όλους όσοι ρωτούν και θέλουν να μάθουν. Ή, εξαιτίας φόβου ανθρώπων, θα μπορούσε να αναχαιτισθούμε από το να διακηρύττωμε αυτά τα μυστήρια που παρουσιάζουν γυμνή την οργάνωσι και τη δράσι των εχθρών του Θεού. Έτσι θα δείχναμε ότι δεν αγαπούμε τον Θεό. Διότι «φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον· διότι ο φόβος έχει κόλασιν· και ο φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη. Εν τούτω είναι τετελειωμένη η αγάπη μεθ’ ημών, δια να έχωμεν παρρησίαν εν τη ημέρα της κρίσεως.»—1 Ιωάννου 4:18, 17.
22 Γι’ αυτό το λόγο ο Παύλος παρακαλούσε τους Χριστιανούς αδελφούς του να δέωνται στον Θεό γι’ αυτόν, λέγοντας: «υπέρ εμού, δια να δοθή εις εμέ λόγος να ανοίξω το στόμα μου μετά παρρησίας, δια να κάμω γνωστόν το μυστήριον του ευαγγελίου.» Ζητούσε απ’ αυτούς να προσεύχωνται «να ανοίξη εις ημάς ο Θεός θύραν του λόγου, δια να λαλήσωμεν το μυστήριον του Χριστού.» (Εφεσίους 6:19· Κολοσσαείς 4:3) Αναμφισβήτητα, μαζί με την απέραντη γνώσι των μυστηρίων, ο Παύλος είχε αγάπη μέχρις αυτοθυσίας. Και ασφαλώς οι Χριστιανοί σύζυγοι της σημερινής εποχής—άνδρες και γυναίκες—που γνωρίζουν το μυστήριο του Χριστού και της εκκλησίας του, πρέπει να δείχνουν αγάπη ζητώντας να εφαρμόσουν τη γνώσι αυτή στις μεταξύ τους σχέσεις. Όταν το εξηγούσε αυτό, ο Παύλος είπε: «Το μυστήριον τούτο είναι μέγα· εγώ δε λέγω τούτο περί Χριστού και περί της εκκλησίας. Πλην και σεις οι καθ’ ένα, έκαστος την εαυτού γυναίκα ούτως ας αγαπά ως εαυτόν· η δε γυνή ας σέβηται τον άνδρα.» (Εφεσίους 5:32, 33) Για να ωφελήσωμε τους εαυτούς μας καθώς επίσης και άλλους, πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτή τη γνώσι που έχομε των βαθέων μυστικών του Θεού, μ’ ένα τρόπο γεμάτο αγάπη.
ΓΝΩΣΙΣ
23, 24. Ποια άλλη γνώσι θα μπορούσαμε να έχωμε, όπως έδειξαν ο Ιησούς και ο Πέτρος;
23 Υπάρχει και άλλη γνώσις εκτός από τη γνώσι των ιερών μυστηρίων, και εδώ εγείρεται η σχετική ερώτησις, Πώς πρόκειται να εφαρμόσωμε και να μεταδώσωμε αυτή τη γνώσι; Ο Παύλος είπε ότι αν κατείχε όλη τη γνώσι και δεν είχε μαζί αγάπη, θα απεδεικνύετο μηδέν ενώπιον του Θεού, αδιάφορο πόσο σοφό θα τον θεωρούσαν οι Χριστιανοί αδελφοί. Εδώ ειδικώς ανεφέρετο σε χαρίσματα γνώσεως που, κατά περιστάσεις, μετεδίδοντο θαυματουργικά με το πνεύμα, και τα οποία χαρίσματα θα παρήρχοντο με την πρόοδο του χρόνου.
24 Παραδείγματος χάριν, ο Ιησούς είχε ένα τέτοιο στιγμιαίο ειδικό χάρισμα γνώσεως όταν ανεφώνησε σχετικά με τον Ναθαναήλ που επλησίαζε: «Ιδού αληθώς Ισραηλίτης, εις τον οποίον δόλος δεν υπάρχει. Λέγει προς αυτόν ο Ναθαναήλ, Πόθεν με γινώσκεις;» Μάλιστα, πώς τον εγνώριζε ο Ιησούς εκτός μέσω του πνεύματος του Θεού; Συνεπώς ο Ιησούς μπορούσε να δείξη πόσο τέλεια εγνώριζε τον Ναθαναήλ δίνοντας την εξής απάντησι στην ερώτησί του: «Πριν ο Φίλιππος σε φωνάξη, όντα υποκάτω της συκής, είδον σε.» (Ιωάννης 1:47, 48) Πάλι, αφού εξεχύθη το άγιο πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν οι δύο μαθηταί Ανανίας και Σαπφείρα συνώμοσαν να δώσουν την εντύπωσι πως έκαναν πλήρη τη συνεισφορά για την υπηρεσία του Θεού, ο απόστολος Πέτρος είχε ένα επίκαιρο χάρισμα γνώσεως. Αυτό τον κατέστησε ικανό να εκθέση το απατηλό παιχνίδι. Όταν ο άνδρας κατέθεσε ένα μέρος μόνο της συνεισφοράς για να δημιουργήση ψευδή εντύπωσι, ο Πέτρος εγνώριζε τι συνέβαινε. Είπε: «Ανανία, δια τι εγέμισεν ο Σατανάς την καρδίαν σου, ώστε να ψευσθής εις το Πνεύμα το Άγιον, και να κρατήσης από της τιμής του αγρού; ενώ έμενε, δεν ήτο σου; και αφού επωλήθη, δεν ήτο εν τη εξουσία σου; δια τι έβαλες εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; δεν εψεύσθης εις ανθρώπους, αλλ’ εις τον Θεόν.» Ο Ανανίας έπεσε κάτω νεκρός· αργότερα δε, όταν η γυναίκα του Σαπφείρα έδειξε πως είχε λάβει κι αυτή μέρος στη συνωμοσία, ο Πέτρος τής είπε: «Δια τι συνεφωνήσατε να πειράξητε το Πνεύμα του Κυρίου;» Και αυτή, επίσης, έπεσε νεκρή, αλλά όχι διότι ο Πέτρος έκαμε χρήσι της γνώσεως χωρίς αγάπη.—Πράξεις 5:1-10.
25, 26. Πώς ο Παύλος εχρησιμοποίησε τη γνώσι αυτή και πώς επίσης εσχολίασε το ζήτημα της γνώσεως;
25 Μια περίπτωσις που ο απόστολος Παύλος είχε ένα επίκαιρο χάρισμα γνώσεως ήταν όταν βρισκόταν στο πλοίο που προωρίζετο για τη Ρώμη. Όταν το ναυάγιο του πλοίου φαινόταν βέβαιο και ο εκατόνταρχος και οι άνδρες του επρόκειτο να εγκαταλείψουν το πλοίο, ο Παύλος τούς είπε: «Εάν ούτοι δεν μείνωσιν εν τω πλοίω, σεις δεν δύνασθε να σωθήτε.» Το πρωί δε της ημέρας του ναυαγίου ο Παύλος είπε σε όλους στο πλοίο: «Δεκατέσσαρας ημέρας σήμερον προσδοκώντες, διαμένετε νηστικοί, και δεν εφάγετε ουδέν. Δια τούτο σας παρακαλώ να λάβητε τροφήν· διότι τούτο είναι αναγκαίον προς την σωτηρίαν σας· επειδή ουδενός από σας δεν θέλει πέσει θριξ εκ της κεφαλής.» «Πρέπει δε να πέσωμεν εις νήσον τινά.» (Πράξεις 27:31, 33, 34, 26) Τι μεγάλες αποδείξεις της θείας προνοίας μπορούσαν να είναι τα χαρίσματα της γνώσεως, και πόσο θαυμαστό θα ήταν το να κατέχη κανείς όλη την αναγκαία γνώσι!
26 Ο Παύλος ήξερε καλά τους κινδύνους που συνδέονται με τη γνώσι, διότι μπορούσε να πη για τον εαυτό του: «Εάν δε και ήμαι ιδιώτης κατά τον λόγον, αλλ’ ουχί κατά την γνώσιν· αλλ’ εν παντί τρόπω εφανερώθημεν κατά πάντα εις εσάς.» (2 Κορινθίους 11:6) Αλλ’ αν γνωρίζομε περισσότερα από άλλους, αυτό είναι δυνατόν να μας φυσιώση και επομένως να μας βλάψη. Και με την ανώτερη γνώσι και τη φωτισμένη συνείδησι που αυτή δημιουργεί, ένα άτομο θα μπορούσε να ενεργήση ιδιοτελώς. Θα μπορούσε να εξασκήση τις ελευθερίες που είναι σύμφωνες με τη συνείδησί του, χωρίς να προσέχη αν στις ελεύθερες ενέργειές του προσκόπτουν άλλοι που δεν ξέρουν τόσο πολλά και συνεπώς έχουν δισταγμούς της συνειδήσεως. Η γνώσις, λοιπόν, πρέπει να ισορροπείται και να διέπεται από την αγάπη. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ο Παύλος λέγει, όταν εξετάζει το πρόβλημα των τροφών: «Περί δε των ειδωλοθύτων, εξεύρομεν, ότι πάντες έχομεν γνώσιν· η γνώσις όμως φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. Και εάν τις νομίζη ότι εξεύρει τι, δεν έμαθεν έτι ουδέν καθώς πρέπει να μάθη· αλλ’ εάν τις αγαπά τον Θεόν, ούτος γνωρίζεται υπ’ αυτού. . . . Αλλά δεν είναι εις πάντας η γνώσις αύτη.» (1 Κορινθίους 8:1-7) Εκείνοι που έχουν τη γνώσι αυτή, πρέπει να εκδηλώνωνται με αγάπη απέναντι στην άγνοια των άλλων.
27, 28. Πώς η γνώσις μπορεί να βλάψη εκείνον που την κατέχει; Πώς μπορεί να γίνη βοηθητική;
27 Ένα ιδιοτελές άτομο, φυσιωμένο μ’ εκείνα που ορθώς γνωρίζει, μπορεί να πη: «Θα δώσω ευχαρίστησι στον εαυτό μου. Γιατί να νοιάζωμαι τι άλλοι σκέπτονται για μένα; Ξέρω ότι έχω δίκιο σ’ εκείνο που κάνω. Αν άλλοι είναι αμαθείς, δεν είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό. Γιατί ν’ αφήσω την άγνοιά τους και την αφώτιστη συνείδησί τους να περιορίση την ελευθερία μου και να μ’ εμποδίση ν’ απολαύσω εκείνο που έχω δικαίωμα να το απολαύσω;» Αφού η πορεία αυτή δεν θα συντελούσε στην οικοδομή των άλλων, αλλά θα ήταν δυνατόν να βλάψη εκείνους που είναι ήδη Χριστιανοί, δεν θα ήταν μια πορεία αγάπης. Επειδή η συνείδησις του ατόμου αυτού δεν το ελέγχει—και αυτό οφείλεται στη γνώσι του—θα μπορούσε να νομίζη ότι δεν βλάπτει τον εαυτό του. Αλλά τον βλάπτει, διότι εμποδίζει την ανάπτυξί του στην αγάπη και ο Θεός θα μπορούσε να κρατήση το άτομο αυτό υπεύθυνο διότι επιφέρει την πνευματική καταστροφή ενός άλλου για να πράξη ιδιοτελώς κάτι που νομίζει ότι είναι νόμιμο.
28 Η γνώσις πρέπει να μας βοηθήση να εκδηλώσωμε την αγάπη μας μ’ ένα πιο βοηθητικό τρόπο. Αν ένας σύζυγος έχει γνώσι και κατανόησι για το τι σημαίνει η ένωσίς του με μια σύζυγο, μπορεί να δείξη τη στοργή του γι’ αυτή μ’ ένα πιο φωτισμένο τρόπο. Ο Πέτρος συμβουλεύει τους συζύγους να πράττουν ακριβώς αυτό. Λέγει: «Οι άνδρες ομοίως, συνοικείτε με τας γυναίκας σας εν φρονήσει [«κατά γνώσιν», Κείμενον], αποδίδοντες τιμήν εις το γυναικείον γένος ως εις σκεύος ασθενέστερον, και ως εις συγκληρονόμους της χάριτος της ζωής, δια να μη εμποδίζωνται αι προσευχαί σας. Τελευταίον δε, γίνεσθε πάντες ομόφρονες, συμπαθείς, φιλάδελφοι, εύσπλαγχνοι, φιλόφρονες.» (1 Πέτρου 3:7, 8) Έχοντας υπ’ όψι την υπεροχή της αγάπης απέναντι της γνώσεως, ο Πέτρος δείχνει πως οι Χριστιανοί πρέπει να αναπτύσσωνται και να ενεργούν για να μη χάσουν με κανένα τρόπο το ουράνιο βραβείο, και έπειτα αναφέρει την αγάπη ως το αποκορύφωμα. Λέγει ότι πρέπει με επιμέλεια να προσθέσουν στην πίστι τους την αρετή, και στην αρετή τη γνώσι, και έπειτα στη γνώσι όχι μόνο την εγκράτεια, την υπομονή και την ευσέβεια, αλλά επίσης και τη φιλαδελφία, στη φιλαδελφία δε την κορυφαία ιδιότητα της αγάπης.—2 Πέτρου 1:5-7.