Ποιοι Θα Αναστηθούν—Γιατί;
«Εάν δε ο Χριστός κηρύττηται ότι ανέστη εκ νεκρών, πώς τινές μεταξύ σας λέγουσιν, ότι ανάστασις νεκρών δεν είναι;»—1 Κορ. 15:12.
1. (α) Πώς ωμίλησε ο Ιησούς για την κατάστασι του θανάτου του φίλου του Λαζάρου; (β) Σύμφωνα με το εδάφιο 1 Κορινθίους 15:20, από τι εξαρτάται η αφύπνισις από τον θάνατο;
ΟΤΑΝ ο Λάζαρος από την πόλι της Βηθανίας πέθανε το έτος 32 μ.Χ. και ετάφη σ’ ένα μνημείο μπροστά στο οποίο έκειτο ένας μεγάλος λίθος, ο φίλος του Ιησούς Χριστός ευρίσκετο σε απόστασι τεσσάρων ημερών ταξιδίου. Όταν άκουσε τη θλιβερή αυτή είδησι, ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη· αλλά υπάγω δια να εξυπνίσω αυτόν.» Πώς ο Ιησούς το έκαμε αυτό; Την τετάρτη ημέρα μετά τον θάνατο του Λαζάρου, ο Ιησούς έφθασε στον τάφο και ανέστησε τον Λάζαρο εκ νεκρών. (Ιωάν. 11:1-44) Τώρα, ακριβώς επειδή ο Ιησούς Χριστός εχρησιμοποίησε τέτοια γλώσσα, δεν μπορούμε να δεχθούμε τη γλώσσα μερικών θρησκευτικών κληρικών του «Χριστιανικού κόσμου» και να ονομάσωμε τον Ιησού «σωτήρα της ψυχής». Είναι γεγονός ότι η Αγία Γραφή επανειλημμένως ομιλεί για τους νεκρούς εκείνους, που βρίσκονται στη σειρά για ανάστασι, ως κοιμωμένους. Η ανάστασις ή έγερσίς των από τον ύπνο του θανάτου στον Άδη ή Σιεόλ εξαρτάται από την ανάστασι του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό παραμένει γραμμένο εις 1 Κορινθίους 15:20: «Αλλά τώρα ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών· έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων.» Γι’ αυτό πολλοί πρόκειται ν’ αναστηθούν. Αλλά ποιοί;
2, 3. (α) Ποια ελπίδα για το μέλλον δίδει ο Λόγος του Θεού για κείνους που εκτελούνται στη μάχη του Αρμαγεδδώνος; (β) Σχετικά με την έλευσί του σ’ αυτή την εκτελεστική μάχη, τι είπε ο Ιησούς εις Ματθαίον 24:36-39;
2 Εκείνοι, τους οποίους καταστρέφει ο Παντοδύναμος Θεός, σώμα και ψυχή, δεν αναφέρεται ότι κοιμούνται στον θάνατο στον Άδη, διότι δεν θα υπάρξη γι’ αυτούς αφύπνισις από την καταστροφή τους. (Ματθ. 10:28) Γι’ αυτό ο γραπτός Λόγος του Θεού δεν δίνει ελπίδα αναστάσεως για κείνους που επολέμησαν εναντίον του Θεού και οι οποίοι εκτελούνται κατά τον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος», τον Αρμαγεδδώνα. (Αποκάλ. 16:14, 16· 19:11-21) Σχετικά με την έλευσι του Υιού του Θεού, Ιησού Χριστού, στην εκτελεστική μάχη του Αρμαγεδδώνος, ο Ιησούς ωμίλησε στην προφητεία του για το οριστικό τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων. Ο Ιησούς είπε:
3 «Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμή ο Πατήρ μου μόνος. Και καθώς αι ημέραι του Νώε, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου. Διότι καθώς εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού ήσαν τρώγοντες και πίνοντες, νυμφευόμενοι και νυμφεύοντες, έως της ημέρας καθ’ ην ο Νώε εισήλθεν εις την κιβωτόν· και δεν ενόησαν, έωσου ήλθεν ο κατακλυσμός, και εσήκωσε πάντας· ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.»—Ματθ. 24:3, 36-39.
4. Στον Κατακλυσμό, τι συνέβη στους ανθρώπους που ήσαν έξω από την κιβωτό του Νώε;
4 Στον Κατακλυσμό όλοι εκείνοι που ήσαν έξω από την κιβωτό του Νώε, δηλαδή, οι άνδρες, οι γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη, οι Νεφιλείμ ή νόθος καρπός του γάμου των απειθών αγγέλων με γυναίκες θυγατέρες των ανθρώπων, όλοι αυτοί που ζούσαν την εποχή εκείνη εξετελέσθησαν αιφνίδια από μια πράξι άμεση του Θεού κι επομένως κατεστράφησαν για πάντα. Το ίδιο θα συμβή και με όλα τα άτομα στη γη, τα οποία δεν είναι σε αρμονία με τη βασιλεία του Θεού κατά την μάχη του Αρμαγεδδώνος που πλησιάζει γοργά.
5. (α) Ποια ελπίδα για το μέλλον δίδει το 2 Πέτρου 3:6, 7 για κείνους που πέθαναν στον Κατακλυσμό; (β) Στην εκπλήρωσι των εδαφίων Αποκάλυψις 20:11-13, θα δώση ο θάνατος αυτούς τους νεκρούς;
5 Ομιλώντας για την εποχή του Νώε, τα εδάφια 2 Πέτρου 3:6, 7, λέγουν: «Ο τότε κόσμος απωλέσθη κατακλυσθείς υπό του ύδατος· οι δε σημερινοί ουρανοί και η γη, δια του αυτού λόγου [του Θεού] είναι αποτεταμιευμένοι, φυλαττόμενοι δια το πυρ εις την ημέραν της κρίσεως και της απωλείας των ασεβών ανθρώπων.» Είναι έκδηλο ότι δεν υπάρχει ελπίς αναστάσεως γι’ αυτούς που πέθαναν στον εκτελεστικό εκείνον κατακλυσμό. Επομένως, όταν εκπληρωθούν τα εδάφια Αποκάλυψις 20:11-13, αυτοί που κατεστράφησαν έτσι δεν θ’ αποδοθούν όταν η θάλασσα, «ο θάνατος και ο άδης» θα δώσουν τους νεκρούς των οι οποίοι θα κριθούν ενώπιον του ‘μεγάλου λευκού θρόνου’ στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη.
6. Πώς διεκρίθη ο Μαθουσάλας, και ποια ελπίδα αναστάσεως υπάρχει γι’ αυτόν;
6 Ο Νώε είχε έναν προπάτορα που ελέγετο Μαθουσάλας. Αυτός ο Μαθουσάλας ήταν γυιός του προφήτου του Ιεχωβά Ενώχ. (Γέν. 5:21-24) Ο Μαθουσάλας είχε το προνόμιο να ζήση περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη γη, σύμφωνα με όσα αναφέρει το Βιβλικό υπόμνημα. Ο γυιός του Μαθουσάλα, ο Λάμεχ, πέθανε πέντε χρόνια πριν από τον μεγάλο κατακλυσμό. Με το να ζήση εννιακόσια εξήντα εννέα χρόνια, ο Μαθουσάλας επέζησε του γυιού του Λάμεχ και πέθανε το έτος 2370 π.Χ., το ίδιο ακριβώς έτος που άρχισε ο Κατακλυσμός. Ο Κατακλυσμός άρχισε τον Νοέμβριο, αλλά η Βίβλος λέγει, ότι ο Μαθουσάλας «απέθανε», όχι πνιγμένος στον Κατακλυσμό με το να υποστή εκτέλεσι από αυτή τη «θεία ενέργεια». (Γέν. 5:25-32) Υπάρχει επομένως ελπίδα αναστάσεως από τον Άδη ή Σιεόλ για τον Μαθουσάλα, και επίσης για τους προπάτορές του μέχρι του Σηθ και για τους άλλους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους, που πέθαναν πριν εκσπάση ο Κατακλυσμός. Περιλαμβάνει, όμως, αυτό τον Αδάμ και την Εύα και τον Κάιν;
7. Γατί ο Άβελ ο αδελφός του Κάιν είναι βέβαιο ότι θ’ αναστηθή;
7 Εκατοντάδες χρόνια προτού ο Κατακλυσμός καταστρέψη τον κόσμον «των ασεβών ανθρώπων», πέθανε ο πρώτος γυιός του Αδάμ Κάιν. Ήταν ‘επικατάρατος από της γης’ διότι είχε φονεύσει τον ευσεβή αδελφό του Άβελ από ζηλοτυπία επειδή ο Θεός επεδοκίμασε τη θυσία του Άβελ. (Γέν. 4:1-24· 2 Πέτρ. 2:5) Ο Άβελ είναι βέβαιος γι’ ανάστασι σε ζωή επί της γης κάτω από τη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού, διότι πέθανε ως ένας του «τοσούτου νέφους μαρτύρων», που περιελάμβανε και άλλους όπως ο Ενώχ, Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, Μωυσής, Σαμψών και Δαβίδ και άλλα άτομα πίστεως, τα οποία απεδείχθησαν άξια «καλητέρας αναστάσεως». (Εβρ. 11:4 έως 12:2) Όσον αφορά όμως τον Κάιν διαβάζομε:
8, 9. (α) Πώς κατατάσσουν τον Κάιν τα εδάφια 1 Ιωάν. 3:10-12; (β) Στον Ματθαίο 23:33-36 με ποιους κατατάσσει ο Ιησούς τον Κάιν;
8 «Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Πας όστις δεν πράττει δικαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού. Διότι αύτη είναι η παραγγελία την οποίαν ηκούσατε απ’ αρχής, να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού. Και δια τι έσφαξεν αυτόν; διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάν. 3:10-12.
9 Ο Κάιν κατατάσσεται έτσι ως ένα από τα «τέκνα του διαβόλου», και, σαν τέτοιος, ο Κάιν «ήτο εκ του πονηρού». Ώστε ήταν ένας από το σπέρμα του μεγάλου Όφεως, του Σατανά ή Διαβόλου. (Γέν. 3:15) Σαν τέτοιος, ο Κάιν άξιζε να υποστή το ίδιο τέλος με τον πνευματικό του πατέρα, τον Διάβολο, ο οποίος θα ριφθή στη συμβολική «λίμνην του πυρός και του θείου», όπου θα παραμείνη για πάντα στον ‘δεύτερο θάνατο’. (Ιωάν. 8:44· Αποκάλ. 20:10) Χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του Κάιν οι υποκριταί Ιουδαίοι γραμματείς και Φαρισαίοι ωνομάσθησαν «όφεις, γεννήματα εχιδνών.» Έτσι ο Ιησούς Χριστός τούς ειδοποίησε ότι υπέκειντο στην ‘καταδίκη της γεέννης’, και ανέφερε τους φόνους που θα διέπρατταν ακόμη. Συνέδεσε, επίσης, την έκχυσι από μέρους των αθώου αίματος με το ‘αίμα Άβελ του δικαίου’. (Ματθ. 23:33-36) Εφόσον ο Κάιν ήταν ο φονεύς, ο οποίος έχυσε το ‘αίμα Άβελ του δικαίου’, ο Ιησούς κατέταξε έτσι τον Κάιν μαζί με τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι ήσαν υποκείμενοι στην ‘καταδίκη της Γεέννης’.
10. Μπορούν οι Χριστιανοί που γίνονται όμοιοι με τον Κάιν να ελπίζουν σε ανάστασι;
10 Έτσι ο Κάιν δεν θα είναι μεταξύ εκείνων, τους οποίους θα δώσουν ο θάνατος και ο Άδης στη διάρκεια της χιλιετούς Ημέρας Κρίσεως. (Αποκάλ. 20:11-13) Όλοι εκείνοι οι Χριστιανοί που έγιναν όμοιοι με τον Κάιν δεν πρέπει να ελπίζουν σε ανάστασι εκ νεκρών για ουράνια κληρονομία.—Ιούδ. 11.
ΠΟΙΑ Η ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΑ;
11. Ποιες ερωτήσεις εγείρονται για τον Αδάμ και την Εύα όσον αφορά την ανάστασι;
11 Οι Άγιες Γραφές δεν προσφέρουν καμμιά ελπίδα αναστάσεως για τον φονέα Κάιν, αλλά τι θα λεχθή για τον πατέρα και τη μητέρα του Κάιν, τον Αδάμ και την Εύα, που είναι και οι δικοί μας πρώτοι ανθρώπινοι γονείς; Αυτό είναι ένα ζήτημα που συζητείται πολύ σήμερα. Είναι άξιοι αναστάσεως ο Αδάμ και η Εύα; Έρχονται κάτω από τη φιλάγαθη προμήθεια του Θεού για ανάστασι των νεκρών ανθρώπων; Τι θα γίνη, αν κάτι στέκη σαν ένα αμετακίνητο εμπόδιο στην έγερσί των από τους νεκρούς κάτω από τη βασιλεία του Θεού; Εφόσον ο Ιησούς Χριστός «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων», δεν έχουν και οι πρώτοι ανθρώπινοι γονείς μας δικαίωμα για κάποια ωφέλεια από αυτό το «αντίλυτρον υπέρ πάντων»;—1 Τιμ. 2:5, 6.
12. Με ποιον έχει ομοιότητα ο Αδάμ, σύμφωνα με το εδάφιο Ρωμαίους 5:14;
12 Εις Ρωμαίους 5:14 ο Χριστιανός απόστολος Παύλος γράφει: «Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος.» Δηλαδή, ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος επί της γης έχει μια ομοιότητα με τον Ιησού Χριστό, του οποίου η έλευσις ήταν υποσχεμένη στον κήπο της Εδέμ, όταν ο Ιεχωβά Θεός ο Κριτής κατεδίκαζε τον Αδάμ και την Εύα για την παράβασι στην οποία και οι δύο είχαν λάβει μέρος.
13, 14. Πώς ο Παύλος εις 1 Κορινθίους 15:45, 21, 22, δείχνει μια περαιτέρω ομοιότητα μεταξύ Αδάμ και Ιησού, κι έτσι μέσω ποιου πρέπει ν’ αποκτήσωμε αιώνια ζωή;
13 Τονίζοντας περισσότερο αυτή την ομοιότητα μεταξύ Αδάμ και Ιησού Χριστού, ο απόστολος Παύλος γράφει στο ασύγκριτο κεφάλαιό του περί αναστάσεως: «Ούτως είναι και γεγραμμένον, Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ “έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν”· ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Διότι επειδή ο θάνατος ήλθε δι’ ανθρώπου, ούτω και δι’ ανθρώπου η ανάστασις των νεκρών. Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ.»—1 Κορ. 15:45, 21, 22.
14 Ώστε, όπως ακριβώς η επίγεια ζωή που απολαμβάνομε όλοι μας σήμερα εξηρτάτο από τον πρώτο άνθρωπο Αδάμ, έτσι και τώρα όλοι εμείς που πεθαίνομε εξαρτώμεθα, ο καθένας και όλοι μαζί, από τον Ιησού Χριστό, ‘τον έσχατον Αδάμ’. Δεν πρόκειται να υπάρξη επί της γης ένας άλλος άνθρωπος όπως ο Αδάμ· γι’ αυτό, αν επιθυμούμε ν’ αποκτήσωμε αιώνια ζωή επί της γης, πρέπει να την λάβωμε μέσω αυτού του ‘εσχάτου Αδάμ’, του Ιησού Χριστού.
15. Ποια ομοιότητα έχουν ο Αδάμ και ο Ιησούς όσον αφορά την ιδιότητα του υιού;
15 Όταν ήταν επί της γης, όπως προηγουμένως στον ουρανό, ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας Υιός του Θεού. Ο Αδάμ, με τον οποίον έχει μια ομοιότητα, έκαμε, επίσης, έναρξι σαν ένας «υιός του Θεού», αλλά ένας επίγειος υιός. Όταν παραθέτη την επίγεια καταγωγή του Ιησού Χριστού, πηγαίνοντας πίσω μέσω του Βασιλέως Δαβίδ και του πατριάρχου Αβραάμ και του προφήτου Νώε, ο γενεαλογικός πίναξ που μας δίδεται στα εδάφια Λουκάς 3:24-38 τερματίζεται ως εξής: «του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.» Όπως ο Ιησούς Χριστός, ο Αδάμ είχε δημιουργηθή ένας τέλειος υιός του Θεού πριν από έξη χιλιάδες περίπου χρόνια.
16, 17. Πώς έγινε προμήθεια μιας συζύγου στον Αδάμ, και ποια ήταν η καθωρισμένη βουλή του Θεού γι’ αυτούς;
16 Για να προμηθεύση στον Αδάμ μια κατάλληλη επίγεια σύντροφο, ο Ιεχωβά Θεός έπλασε μια σύζυγο στον Αδάμ χρησιμοποιώντας ως βάσι μια πλευρά που ελήφθη από τον Αδάμ. Έτσι η γυναίκα που προέκυψε, η Εύα, ήταν οστούν εκ των οστέων του Αδάμ και σαρξ εκ της σαρκός του Αδάμ. Πράγματι, όπως ακριβώς ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε σχετικά με άλλα ανθρώπινα νυμφευμένα ζεύγη, ο Αδάμ και η Εύα δεν ήσαν δύο, αλλά ήσαν ‘μία σαρξ’. (Γέν. 2:7-23· Ματθ. 19:4-6) Έπειτα ο Θεός ο Δημιουργός-Πατέρας των καθώρισε το θέλημά του γι’ αυτούς, όπως ακριβώς διαβάζομε στη Γένεσι 1:28:
17 «Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.»
18. Σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, τι δεν επρόκειτο ν’ απλωθή από τον Αδάμ και την Εύα σε όλο τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους;
18 Επρόκειτο, λοιπόν, να παραχθή ένας κόσμος ανθρώπων. Από αυτό το πρώτο ζεύγος επρόκειτο ν’ απλωθούν σ όλο το ανθρώπινο γένος όχι αμαρτία και ατέλεια, αλλά δικαιοσύνη και ανθρώπινη τελειότης. Αν δεν αμάρταναν, τότε ο θάνατος, ο οποίος είναι η ποινή της αμαρτίας, δεν θα εισήρχετο στον κόσμο για ν’ απλωθή σ’ όλους τους απογόνους των. Ο Θεός είχε ειδοποιήσει τον Αδάμ, όταν ακόμη ήταν άγαμος στον κήπο της Εδέμ: «Από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.»—Γέν. 2:17.
19. Ποια ποινή για αμαρτωλή ανυπακοή επεφυλάσσετο για τον Αδάμ, και αν αμάρτανε θα ωφείλετο αυτό σε άγνοια;
19 Υπάρχει εδώ ένα γεγονός που δεν πρέπει να παραβλέψωμε. Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ ότι, αν ο Αδάμ παρήκουε αυτή τη θεία εντολή και πέθαινε, δεν έπρεπε να στενοχωρήται, διότι ως Θεός ο ουράνιος Πατέρας του θα επρομήθευε ένα αντίλυτρο για τον Αδάμ και θα τον ανάσταινε από τους νεκρούς για να λάβη άλλη μια ευκαιρία ν’ αποκτήση αιώνια ζωή στη γη στον κήπο της Εδέμ. Τι θα συνέβαινε, αν ο Θεός είχε δώσει μια τέτοια προσδοκία στον Αδάμ; Ναι, αυτό θα ήταν μια ενθάρρυνσις ν’ αμαρτήση, όταν ο Αδάμ θα επειράζετο. Αυτό θα ελάττωνε τη δύναμι της προειδοποιήσεως του Θεού σχετικά με τον θάνατο ως ποινή της αμαρτίας σε περίπτωσι ανυπακοής στον Θεό. Σε αρμονία με το γεγονός αυτό, η Γραφή δείχνει ότι μόνο θάνατος, χωρίς καμμιά ελπίδα αποκαταστάσεως, επεφυλάσσετο για τον Αδάμ αν αμάρτανε. Η αμαρτία του θα ήταν δίχως συγχώρησι. Αμαρτία που θα διέπραττε αυτός δεν θα ήταν μια αμαρτία λόγω αγνοίας.
20. Γιατί ο Αδάμ θα κατηγορείτο για αμαρτία, και ποια θα ήταν η κατάλληλη ποινή γι’ αυτό;
20 Εις Ρωμαίους 5:13 ο απόστολος Παύλος γράφει: «Αμαρτία όμως δεν λογίζεται όταν δεν ήναι νόμος.» Τότε, όμως, στον κήπο της Εδέμ, υπήρχε ένας σαφώς καθωρισμένος νόμος που εδόθη από τον Υπέρτατο Νομοθέτη. Επομένως, αν ο Αδάμ παρέβαινε τον νόμο εκείνον, θα εγίνετο αμαρτωλός. Θα εκατηγορείτο για αμαρτία, και κατάλληλα θα υφίστατο την ποινή, αιώνιο θάνατο, ανυπαρξία μέσα στη γη από την οποία είχε ληφθή.
21. (α) Ποιες δύο δυνατότητες είχαν τεθή μπροστά στον Αδάμ; (β) Αν αμάρταναν, τι είδος θανάτου θα επεβάλλετο στον Αδάμ και στην Εύα;
21 Συνεπώς ο Αδάμ είχε μπροστά του δύο πιθανότητες, τη μία για αιώνια ζωή επάνω στη γη, και την άλλη για αιώνιο θάνατο στο χώμα της γης. (Γέν. 3:19· 2:7) Επί πλέον, αν ο Αδάμ και η Εύα αμάρταναν προτού αποκτήσουν τέκνα, δεν υπήρχε υπόσχεσις ότι ο Θεός θα τους εφείδετο μη επιβάλλοντας ένα άμεσο θάνατο και ότι θα τους επετρέπετο να ζήσουν όσο θα εχρειάζετο για να φέρουν σε ύπαρξι τέκνα και να δώσουν έτσι μια αρχή στην ανθρώπινη οικογένεια. Έτσι ο θάνατος του Αδάμ και της Εύας λόγω αμαρτίας, θα μπορούσε να είναι ακόμη και ένας άτεκνος θάνατος, αφού δεν τους είχε δοθή υπόσχεσις παρατάσεως της ζωής σε φυλακή εννέα μηνών ή περισσότερο μέχρις ότου γεννηθούν σ’ αυτούς τέκνα κάτω από την καταδίκη του θανάτου.
22. Είχε ο Αδάμ προσχεδιάσει την αμαρτία του, ή πώς έφθασε ο Αδάμ ν’ αμαρτάνη, και μάλιστα εκουσίως;
22 Ο Αδάμ δεν είχε προσχεδιάσει την αμαρτία του. Η Γραφή το αποδεικνύει αυτό. Ο Μεγάλος Πειραστής, ένας εκπεσμένος άγγελος των αοράτων ουρανών, ήταν εκείνος που επεβλήθη επάνω στον Αδάμ για ν’ αμαρτήση. Πρώτον, μέσω απάτης, παρεπλάνησε την Εύα, τη σύζυγο του Αδάμ, σε παράβασι. Έπειτα, χρησιμοποιώντας την αμαρτωλή Εύα, ο Πειραστής παρέσυρε τον Αδάμ σε παράβασι, ενώνοντάς τον με τη σύζυγό του Εύα στην αμαρτία και κάνοντάς τον να συναινέση στην αμαρτία της. Όταν ο Αδάμ στάθηκε μπροστά στον Υπέρτατο Κριτή για ν’ απολογηθή για την αμαρτία του ο Αδάμ είπε: «Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και έφαγον.» (Γέν. 3:12) Ο Αδάμ, δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν Θεού, ήταν αρκετά νοήμων ώστε να γνωρίζη ότι αμάρτανε εναντίον του σαφώς καθωρισμένου νόμου του Θεού. Αυτό ήταν με τη θέλησί του.
23. Σύμφωνα με τα εδάφια 1 Τιμόθεόν 2:13, 14, γιατί ορθώς ο Αδάμ ήταν άξιος αιωνίου θανάτου;
23 Ως απόδειξι του ότι το αμάρτημα του Αδάμ ήταν εκούσιο, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμ. 2:13, 14) Επομένως ο Αδάμ ορθώς ήταν άξιος θανάτου, αιωνίου θανάτου, χωρίς καμμιά ελπίδα αναστάσεως.
24. Σύμφωνα με τα εδάφια Γένεσις 3:17-19, ποια ήταν η καταδίκη που απηγγέλθη εναντίον του Αδάμ, και έδιδε αυτή την ελπίδα αναστάσεως;
24 Όταν ο Θεός ο Υπέρτατος Κριτής κατεδίκασε τον Αδάμ, δεν εμετρίασε την καταδίκη με την ελπίδα μιας αναστάσεως, αλλά είπε στον Αδάμ: «Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μη φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να ήναι η γη εξ αιτίας σου· με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου· και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε· και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού· εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γέν. 3:17-19.
25. Προσεφέρθη κάποια ελπίδα στον Αδάμ με αυτό που είπε ο Θεός στον όφιν, στη Γένεσι 3:15;
25 Εκείνο, που εννοούσε ο Θεός με αυτό που είπε στον όφι, ο Αδάμ δεν το κατάλαβε και ποτέ δεν εδιδάχθη να το καταλάβη. Προφανώς στον όφιν και μόνο ο Θεός είπε: «Έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γέν. 3:15) Έτσι ο Αδάμ, μη έχοντας καταλάβει, απέβλεπε σ’ αιώνιο θάνατο.
26. (α) Πώς έντυσε ο Θεός τους αμαρτωλούς Αδάμ και Εύα, και πρέπει να δοθή συμβολική σημασία σ’ αυτό; (β) Γιατί εξεδίωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον κήπο της Εδέμ;
26 Οι αμαρτωλοί Αδάμ και Εύα αισθάνθηκαν τώρα εντροπή που ήσαν γυμνοί στην παρουσία του Θεού και ο ένας μπροστά στον άλλο. Επομένως ήταν μια φιλάγαθη πράξις από μέρους του Θεού, όταν έκαμε αυτό που περιγράφεται στο εδάφιο Γένεσις 3:21 (ΜΝΚ): «Και έκαμε Ιεχωβά ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερματίνους, και ενέδυσεν αυτούς.» Αυτός ο ουσιαστικός ρουχισμός αντικατέστησε τα μικροτέρας αντοχής καλύμματα φύλλων συκής. Δεν υπάρχει ανάγκη να δοθή συμβολική σημασία στο ότι ο Θεός τούς ενέδυσε με τα δέρματα κάποιων ζώων (ελάφου, άρκτου, αιγός, προβάτου, ή άλλου μεγάλου ζώου), ωσάν ο Θεός να εξεικόνιζε προφητικά ότι θα εκάλυπτε το εκούσιο αμάρτημά των με μια εξιλαστική θυσία, το αίμα της οποίας θα εξεχύνετο. Ο Θεός απλώς ενέδυσε τον Αδάμ και την Εύα καταλληλότερα πριν τους εκδιώξη από τον Παραδεισιακό κήπο της Εδέμ, μακριά από το «ξύλον της ζωής». Ο Θεός εξεδίωξε τον Αδάμ «μήπως εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη και από του ξύλου της ζωής, και φάγη, και ζήση αιωνίως.» (Γέν. 3:22, 23) Ώστε προφανώς ο Θεός εξεδίωξε τον Αδάμ και την Εύα για να πεθάνουν «αιωνίως».
27. (α) Τι μπορεί να μας δείξη αν ο Αδάμ πέθανε σαν ένας συγχωρημένος αμαρτωλός; (β) Ο Σιεόλ ή Άδης στον θάνατό του ήλθε σε ύπαρξι;
27 Στον κήπο της Εδέμ, μετενόησε μήπως ο Αδάμ κι εζήτησε συγγνώμη από τον Θεό για τον εαυτό του και τη γυναίκα του; Αν όχι, γιατί ο Θεός θα εκάλυπτε τον Αδάμ με δερμάτινο ρουχισμό για να εξεικονίση μια εξιλαστική κάλυψι; Δεν υπάρχει ούτε υπόνοια καν στη Γραφή ότι ο Αδάμ μετενόησε κι εζήτησε θείο έλεος για τον εαυτό του και για τη γυναίκα του, και μάλιστα με κάποια πίστι στο υποσχεμένο σπέρμα της γυναικός που θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως. Ύστερ’ από το εδάφιο Γένεσις 3:20 που μας λέγει ότι «εκάλεσεν ο Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού, Εύαν», δεν υπάρχει καμμιά αναγραφή που να μας λέγη ότι ο Αδάμ είπε κάτι κατόπιν, ή για το πώς αισθάνθηκε, εκτός από το ότι εκάλεσε το όνομα ενός γυιού του Σηθ. Στην αναγραφή της ιστορίας του Αδάμ, αναφέρεται μόνον: «Και έγειναν πάσαι αι ημέραι του Αδάμ, τας οποίας έζησεν, εννεακόσια τριάκοντα έτη· και απέθανε.» (Γέν. 5:1-5) Εφόσον δεν υπάρχει Βιβλική αναγραφή περί του αντιθέτου, ο Αδάμ πέθανε ως ένας εκούσιος αμαρτωλός. Όταν πέθανε, ο Σιεόλ ή Άδης, ο οποίος είναι ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρωπίνου γένους στη γη, υπήρχε ήδη, αλλά εδέχθη τον Αδάμ;
28. (α) Πότε ήλθε σε ύπαρξι ο Σιεόλ ή Άδης; (β) Την εποχή εκείνη μίλησε ο Αδάμ όπως μίλησε ο Ιακώβ αργότερα, στη Γένεσι 37:35;
28 Ο Σιεόλ ή Άδης ήλθε σε ύπαρξι το αργότερο οκτακόσια ένα χρόνια πριν από τον θάνατο του Αδάμ, εφόσον ο γυιός του Αδάμ Σηθ γεννήθηκε, όταν ο Αδάμ ήταν εκατόν τριάντα ετών και εφόσον ο Σηθ συνελήφθη λίγο μετά τον θάνατο του Άβελ, ο οποίος εφονεύθη από τον μεγαλύτερο αδελφό του Κάιν. (Γέν. 4:1-11, 25, 26· 5:4) Αν για διάφορες αιτίες δεν συνέβησαν θάνατοι πριν από το μαρτύριο του Άβελ, ο Σιεόλ ή Άδης ήλθε σε ύπαρξι κατά τον θάνατο του Άβελ. Ο Άβελ πέθανε σαν ένας πιστός λάτρης και μάρτυς του Ιεχωβά Θεού, και η Γραφή τού υπόσχεται ανάστασι εκ νεκρών. (Εβρ. 11:4 έως 12:3, 24) Δεν υπάρχει, όμως, καμμιά αναγραφή ότι κατά τον θάνατο και την ταφή του Άβελ, ο πατέρας του Αδάμ είπε εκείνο που ο πατριάρχης Ιακώβ είπε κατά την εξαφάνισι του αγαπητού του γυιού Ιωσήφ: «Πενθών θέλω καταβή προς τον υιόν μου εις τον τάφον [Άδην, Ο΄].» (Γέν. 37:35) Πράγματι, κατά τον μαρτυρικό του θάνατο ο δίκαιος Άβελ πήγε στον Σιεόλ (Άδη), αλλά ο πατέρας του Αδάμ δεν πήγε να τον συναντήση εκεί ύστερ’ από οκτακόσια χρόνια, διότι ο Αδάμ καθώς και η γυναίκα του Εύα πήγαν σε ολική καταστροφή, που εξεικονίζεται από τη Γέεννα.
29. Τι είναι πιθανόν να ισχυρισθή κάποιος βάσει των λόγων της Εύας στο εδάφιο Γένεσις 4:1, αλλά γιατί οι λόγοι εκείνοι ήσαν απλώς κατάλληλοι;
29 Ως αντίρρησι για την καταστροφή της Εύας μερικοί πιθανόν να παρουσιάσουν τους λόγους της Εύας, που είπε για τον Θεό ως ενεργούντα ευνοϊκά γι’ αυτήν. Επί παραδείγματι, όταν εγεννήθη ο πρώτος της γυιός, ωμίλησε για το όνομα του Θεού και τη βοήθειά του. Το εδάφιο Γένεσις 4:1 (ΜΝΚ) λέγει: «Ο δε Αδάμ εγνώρισεν Εύαν την γυναίκα αυτού· και συνέλαβε, και εγέννησε τον Κάιν και είπεν, Απέκτησα άνθρωπον δια του Ιεχωβά.» Ήταν όμως κατάλληλο για την Εύα να το πη αυτό βάσει του λεκτικού της καταδίκης του Θεού γι’ αυτήν λόγω του αμαρτήματός της: «Θέλω [εγώ ο Ιεχωβά] υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπας θέλεις γεννά τέκνα· και προς τον άνδρα σου θέλει είσθαι η επιθυμία σου, και αυτός θέλει σε εξουσιάζει.» (Γέν. 3:16) Ο Ιεχωβά δεν επρόφερε τους λόγους αυτούς σαν μια ευλογία για την Εύα· και ασφαλώς δεν ήταν με τις δικές της δυνάμεις, μέσω μιας εξελικτικής αναπτύξεως, το ότι η Εύα εγέννησε τον πρώτο της γυιό και αργότερα άλλα παιδιά.
30. Σύμφωνα με τα λόγια της Εύας τότε, τι είχε επιτρέψει ο Ιεχωβά Θεός, και ποια ήταν η εκπλήρωσις σ’ εκείνη;
30 Ασφαλώς, επίσης, αν ο Θεός είχε αμέσως εκτελέσει τον Αδάμ και την Εύα αντί να τους αφήση να πεθάνουν βραδέως ύστερ’ από πολλά χρόνια και πολλές κυοφορίες της Εύας, αυτή δεν θα είχε γεννήσει ούτε τον πρώτο της γυιό, τον Κάιν. Και αν, με τα λόγια που επρόφερε κατά τη γέννησι του Κάιν και με το ότι αυτή τον ωνόμασε, εφανέρωσε κάποια ιδέα ότι αυτή ήταν η γυναίκα που ανέφερε ο Θεός στον όφιν, η Εύα απατήθηκε πολύ. (Γέν. 3:15) Ο Θεός απλώς εξεπλήρωνε τους λόγους της αποφάσεώς του εναντίον της Εύας, δηλαδή, ν’ αυξήση τους πόνους της κυοφορίας της.
31. Σύμφωνα με τους λόγους της Εύας στο εδάφιο Γένεσις 4:25, μήπως αυτή εχρησιμοποιήθη από τον Θεό ως πρώτη προφήτις του, και πώς τα εδάφια 1 Τιμόθεον 2:12-14 επηρεάζουν την απάντησι;
31 Όσον αφορά τα λόγια της Εύας μετά τον θάνατο του Άβελ, διαβάζομε στο εδάφιο Γένεσις 4:25: «Εγνώρισε δε πάλιν ο Αδάμ την γυναίκα αυτού, και εγέννησεν υιόν, και εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ, λέγουσα, Ότι έδωκεν εις εμέ ο Θεός άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Κάιν.» Είναι απίθανο ότι η Εύα εχρησιμοποιήθη εδώ από τον Ιεχωβά Θεό ως η πρώτη προφήτις του, εφόσον αυτή ήταν μια αμαρτωλή κάτω από την καταδίκη του θανάτου και εφόσον ήταν μια ευαπάτητη γυναίκα, καθώς ο απόστολος Παύλος είπε, εις 1 Τιμόθεον 2:12-14:«Εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ [ο ανήρ] δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή [Εύα] απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» Όταν η Εύα έφαγε τον απαγορευμένο καρπό, απέρριψε τον πρώτο προφήτη του Θεού, τον Αδάμ.
32, 33. (α) Εφόσον η γενεαλογική γραμμή ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους ανάγεται στον Σηθ, σημαίνει μήπως αυτό ότι οι λόγοι της Εύας γι’ αυτόν ήσαν προφητικοί; (β) Ήταν η Εύα μόνη κατά την ονομασία του Σηθ, και δείχνουν τα λόγια της ότι ήταν στη γραμμή για μελλοντική σωτηρία;
32 Είναι γεγονός ότι η γενεαλογική γραμμή του ανθρώπου φθάνει ως τον Σηθ μάλλον παρά ως τον Άβελ· τούτο, όμως, δεν αποτελεί απόδειξι ότι η Εύα είχε εκφράσει μια θεόπνευστη προφητεία ως προφήτις του Θεού κατά τη γέννησι και ονομασία του Σηθ. Με το ότι της επετράπη να ζήση περισσότερο και να μη χάση τις δυνάμεις της αναπαραγωγής σε ηλικία εκατόν τριάντα ετών, η Εύα μπορούσε ορθώς ν’ αποδώση στον Θεό τη γέννησι του Σηθ, ειδικά υπό το φως των λόγων του Θεού κατά την εναντίον της καταδίκη.—Γέν. 3:16.
33 Ήταν πολύ κατάλληλο για την Εύα να δεχθή το αγόρι που γεννήθηκε αμέσως έπειτα σαν μια αντικατάστασι του Άβελ και επομένως να το ονομάση Σηθ, το οποίον σημαίνει «Τοποθετημένος· Βαλμένος· Διωρισμένος.» Πρέπει να έχωμε, επίσης, υπ’ όψιν ότι το εδάφιο Γένεσις 5:3 λέγει: «Έζησε δε ο Αδάμ εκατόν τριάκοντα έτη, και εγέννησεν υιόν κατά την ομοίωσιν αυτού, κατά την εικόνα αυτού, και [ο Αδάμ] εκάλεσε το όνομα αυτού Σηθ.» Επομένως οι λόγοι της Εύας κατά την ονομασία του Σηθ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μ’ έναν απόλυτο τρόπο για να υποστηριχθή ότι η Εύα μίλησε σαν μία προφήτις κι έτσι έδειξε ότι βρίσκεται στη γραμμή για μελλοντική σωτηρία μέσω της προμηθείας του Θεού και όχι για καταστροφή.
34. (α) Τι δείχνει το εδάφιο 1 Τιμόθεον 2:14 όσον αφορά τα ελαφρυντικά για το ότι ‘ηπατήθη’; (β) Αλλά ποιο ερώτημα εγείρουν οι επόμενοι λόγοι του Παύλου εις 1 Τιμόθεον 2:14, 15;
34 Είναι αληθές, όπως ο απόστολος Παύλος λέγει, ότι η Εύα ‘ηπατήθη’ από τον όφιν μέσα στον κήπο της Εδέμ, αυτό, όμως, δεν την απαλλάσσει της ευθύνης, διότι ο Παύλος συνεχίζει και λέγει ότι η Εύα «έγεινε παραβάτις». Αυτή εξακολουθούσε ακόμη να είναι μια παραβάτις του νόμου του Θεού, του νόμου, τον οποίον οι λόγοι της προς τον όφιν δείχνουν ότι εγνώριζε καλά. (1 Τιμ. 2:14· Γέν. 3:1-3) Τι λέγουν, όμως, τα επόμενα λόγια του Παύλου; Δεν δείχνουν ότι τουλάχιστον η Εύα θα σωθή, αν όχι και ο σύζυγός της Αδάμ; Ο Παύλος λέγει: «Η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις· θέλει όμως σωθή δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εις την πίστιν και αγάπην και αγιασμόν μετά σωφροσύνης.» (1 Τιμ. 2:14, 15) Εδώ, όμως, όταν ο Παύλος λέγη: «Θέλει όμως σωθή δια της τεκνογονίας», δεν εννοεί την Εύα. Γιατί όχι;
35. Γιατί με το να χρησιμοποιή το θηλυκό γένος ο Παύλος δεν εννοεί την Εύα;
35 Ο Παύλος είχε μόλις συζητήσει την θέσι της γυναικός στη Χριστιανική εκκλησία. Ώστε μόνο σε συσχέτισι με αυτό ανέφερε την Εύα, για να δείξη γιατί δεν επέτρεπε στη γυναίκα να είναι ένας διδάσκαλος στην εκκλησία. Ο Παύλος είπε: «Η γυνή ας μανθάνη εν ησυχία μετά πάσης υποταγής· εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη.» Έτσι, αφού χρησιμοποιεί την Εύα για να παρουσιάση τον λόγο για τον οποίον αποκλείει τη γυναίκα από το να διδάσκη στην εκκλησία, ο Παύλος αναφέρεται στην αποκλεισμένη «γυναίκα» ή στο γυναικείο γένος και λέγει ότι θα σωθή πνευματικώς «δια της τεκνογονίας», δια της μητρότητος, μάλλον παρά με το να διδάσκη στην εκκλησία.
36, 37. Ποιες σύγχρονες μεταφράσεις της Γραφής δείχνουν ότι το εδάφιο 1 Τιμόθεον 3:15 δεν αναφέρεται στην Εύα;
36 Σε αρμονία με τούτο αναφέρομε τις επόμενες σύγχρονες μεταφράσεις του εδαφίου 1 Τιμόθεον 2:15: Η Μία Αμερικανική Μετάφρασις αποδίδει το εδάφιο: «Αλλά θέλουσι σωθή δια της μητρότητος, εάν μείνωσιν εις την πίστιν και αγάπην και αγιασμόν μετά σωφροσύνης.» Η Μία Νέα Μετάφρασις της Βίβλου υπό Δρος Ιακ. Μόφφατ, λέγει: «Εν τούτοις, γυναίκες θέλουσι σωθή δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εις την πίστιν και αγάπην και αγιασμόν καθώς και μετριοφροσύνην.»
37 Η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασις της Αγίας Γραφής λέγει: «Εν τούτοις η γυναίκα θα σωθή δια της τεκνογονίας εάν μείνη εις την πίστιν και αγάπην και αγιότητα με μετριοφροσύνην.» Η Αγία Γραφή από Αρχαία Ανατολικά Χειρόγραφα, υπό Γεωργίου Μ. Λάμσα, λέγει: «Μολαταύτα, εάν οι απόγονοί της παραμείνουν εις την πίστιν και έχουν αγιότητα και αγνότητα, θα ζήση μέσω αυτών.» Η Καινή Διαθήκη Μία Μετάφρασις εις την Γλώσσαν του Λαού, υπό Καρόλου Ε. Ουίλλιαμς, λέγει: «Αλλά γυναίκες θέλουσι σωθή δια της μητρότητος, εάν εξακολουθούν να ζουν με πίστιν, αγάπην και καθαρότητα συνδυασμένη με σύνεσι.» Η Καινή Διαθήκη σε Απλή Αγγλική, υπό Καρόλου Κίνγκσλεϋ Ουίλλιαμς, λέγει: «Αλλά η γυναίκα θα σωθή δια της τεκνογονίας, εάν παραμείνη εις την πίστιν και αγάπην και αγιότητα με μετριοφροσύνην.»—1 Τιμ. 2:15.
ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΛΥΤΡΟ;
38. Ποια ερώτησις σχετικά με τον Αδάμ και την Εύα προκύπτει από τα εδάφια 1 Τιμόθεον 2:5, 6;
38 Είναι σαφές ότι τα Γραφικά εδάφια που συνεζητήθησαν πιο πάνω και τα οποία εφηρμόσθησαν στην Εύα και τη σωτηρία της κάτω από τη βασιλεία του Θεού δεν δίνουν καμμιά θετική απόδειξι μιας ακόμη ευκαιρίας αιωνίας ζωής για την Εύα. Επομένως ο Αδάμ δεν πρόκειται να ωφεληθή από κανένα επιχείρημα υπέρ της Εύας. Ωστόσο, δεν πρόκειται να ωφεληθούν τόσο ο Αδάμ όσο και η Εύα από την απολυτρωτική θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ‘του εσχάτου Αδάμ’; Εις 1 Τιμόθεον 2:5, 6 ο απόστολος Παύλος λέγει: «Άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.» Δεν έχουν, λοιπόν, δικαίως μερίδα στα οφέλη του ‘αντιλύτρου’ ο Αδάμ και η Εύα, για τους οποίους ομιλεί αργότερα ο Παύλος στα εδάφια 13 και 14; Πολλά άτομα απαντούν Ναι.
39, 40. (α) Τι είναι αντίλυτρον, και τι είπε γι’ αυτό ο Ιησούς εις Ματθαίον 20:28; (β) Σε ποιο νόμο, που είχε δοθή από τον Θεό μέσω του Μωυσέως σχετικά με το αντίλυτρο, ήταν ο Ιησούς κατατοπισμένος;
39 Αντίλυτρο είναι ένα πράγμα αξίας που παραδίδεται ή καταβάλλεται σ’ ένα άτομο ή οργάνωσι, που κρατεί κάτι αιχμαλωτισμένο, υποκείμενο ή κατεχόμενο, για να επιτευχθή η απελευθέρωσις αυτού που έτσι κατακρατείται. Όσον αφορά τον Κύριο Ιησού Χριστό, με το να παραδώση τον εαυτό του σε θυσιαστικό θάνατο κατέβαλε το «αντίλυτρον», το οποίον σημαίνει ότι το πολύτιμο πράγμα που κατεβλήθη αντιστοιχεί ακριβώς προς το κρατούμενο πράγμα, το πράγμα που πρέπει να ελευθερωθή, ν’ απολυθή ή εξαγορασθή. Σύμφωνα με το εδάφιο Ματθαίος 20:28, ο Ιησούς είπε: «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση, και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» Ο Ιησούς ήταν πλήρως κατατοπισμένος στον νόμο του Θεού που είχε δοθή μέσω του μεσίτου του Μωυσέως προς το έθνος Ισραήλ, δηλαδή:
40 «Αν όμως συμβή συμφορά, τότε θέλεις δώσει ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, καύσιμον αντί καυσίματος, πληγήν αντί πληγής, κτύπημα αντί κτυπήματος. . . . εάν βους [μη κρατούμενος υπό φύλαξιν] . . . θανατώση άνδρα ή γυναίκα, ο βους θέλει λιθοβοληθή, και ακόμη ο κύριος αυτού [ο οποίος δεν επρόσεξε την προειδοποίησι] θέλει θανατωθή. Εάν επιβληθή εις αυτόν τιμή εξαγοράσεως, θέλει δώσει δια την εξαγόρασιν της ζωής αυτού, όση ήθελεν επιβληθή εις αυτόν.»—Έξοδ. 21:23-30.
41. Τι ώφειλε να κάμη ο Υιός του Θεού για να είναι σε θέσι να προμηθεύση «αντίλυτρον»;
41 Για να προμηθεύση «αντίλυτρον» για το ανθρώπινο γένος, ο Υιός του Θεού από τον ουρανό ώφειλε να γίνη ένας τέλειος άνθρωπος ακριβώς όμοιος ή αντίστοιχος με τον τέλειον Αδάμ στον κήπο της Εδέμ. Για τον σκοπό αυτόν εγεννήθη σαν ένα ανθρώπινο βρέφος μιας Ιουδαίας παρθένου, της Μαρίας, ενώ ο Ιεχωβά Θεός εξακολουθούσε να είναι ο Πατήρ του. Έτσι γεννήθηκε θαυματουργικά τέλειος και αναμάρτητος· και η αμαρτία από τον Αδάμ δεν μετεβιβάσθη σ’ αυτόν. Ως ένας άνδρας ηλικίας τριάντα ετών, όταν εβαπτίσθη στο νερό από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή για να συμβολίση την αφιέρωσί του στον Θεό να κάνη το θείον θέλημα, ο Ιησούς ήταν το πλήρες αντίστοιχο κατά ένα ανθρώπινο τρόπο του αναμάρτητου, τελείου Αδάμ στον κήπο της Εδέμ. Έτσι ήταν σε θέσι να προσφέρη την ανθρώπινη ζωή ή ψυχή του ως «αντίλυτρον» για την απελευθέρωσι του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία και την ποινή της τον θάνατο.
42. Πρόκειται οι πολλοί απόγονοι του Αδάμ και της Εύας να ωφεληθούν από το «αντίλυτρον» του Ιησού, και δεν εφαρμόζεται αυτό το αντίλυτρο πρώτα στον Αδάμ και έπειτα στην Εύα;
42 Το ότι οι πολλοί απόγονοι του Αδάμ και της Εύας πρόκειται να επωφεληθούν από αυτό το «αντίλυτρον» του Ιησού Χριστού και ότι θ’ αναστηθούν από τον Σιεόλ ή Άδη για να τους δοθή η ευκαιρία να κερδίσουν την ανθρώπινη τελειότητα σε μια Παραδεισιακή γη, η Γραφή το διδάσκει σαφώς. Τι θα λεχθή, όμως, για τον Αδάμ και την Εύα; Εφόσον το ανθρώπινο σώμα του Ιησού και η ψυχή του αντιστοιχούσαν ακριβώς μ’ εκείνα του τελείου Αδάμ στην Εδέμ, δεν θα έπρεπε το «αντίλυτρον», που κατεβλήθη από τον Ιησού να ισχύη πρώτα από όλους στον ίδιο τον Αδάμ και δεύτερον στη σύζυγο του Αδάμ, την Εύα; Όχι κατ’ ανάγκην!
43, 44. (α) Προς όφελος τίνος λειτουργούσαν οι πόλεις καταφυγίου στον Ισραήλ, και με ποιόν τρόπο; (β) Τι έλεγε αυτός ο νόμος για τον εκούσιο φονέα, στα εδάφια Αριθμοί 35:18-21, 30-32;
43 Να το εξεικονίσωμε ως εξής: Στον νόμο του Ιεχωβά, που εδόθη στο έθνος του Ισραήλ μέσω του προφήτου Μωυσέως, ο Θεός έκαμε προμήθεια για έξη «πόλεις καταφυγίου», σε στρατηγικές ή κατάλληλες θέσεις σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ. Αυτές ήσαν για κείνον που έγινε ένοχος φόνου από καθαρό ατύχημα. Ο ακούσιος φονεύς μπορούσε να διαφύγη την ποινή του θανάτου με το να διαφύγη τον εκδικητή του αίματος στην καταλληλότερη πόλι καταφυγίου και να παραμείνη μέσα σ’ αυτήν μέχρι του θανάτου του Λευίτου, ο οποίος υπηρετούσε την εποχή εκείνη τον Ιεχωβά ως αρχιερεύς. (Αριθμ. 35:9-29) Τι θα συνέβαινε όμως σ’ ένα εκούσιο ή εσκεμμένο ανθρωποκτόνο, ένα φονέα, ένα δολοφόνο; Επ’ αυτού, ο νόμος του Θεού περί πόλεων καταφυγίου λέγει:
44 «Ο φονεύς εξάπαντος θέλει θανατωθή. Ο εκδικητής του αίματος, αυτός θέλει θανατόνει τον φονέα· όταν απαντήση αυτόν, θέλει θανατόνει αυτόν· Εάν δε δι’ έχθραν ωθήση αυτόν [που εφονεύθη], ή παραμονεύσας ρίψη τι επ’ αυτόν, και αποθάνη, ή εχθρικώς πατάξη αυτόν με την χείρα αυτού, και αποθάνη, ο πατάξας εξάπαντος θέλει θανατωθή· είναι φονεύς· ο εκδικητής του αίματος θέλει θανατόνει τον φονέα, όταν απαντήση αυτόν.» «Όστις φονεύση τινά, ο φονεύς θέλει θανατωθή δια στόματος μαρτύρων· πλην είς μόνος μάρτυς δεν θέλει μαρτυρήσει εναντίον τινός, ώστε να θανατωθή. ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΕΤΕ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΟΥΔΕΜΙΑΝ ΕΞΑΓΟΡΑΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΦΟΝΕΩΣ, ΟΣΤΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ· αλλά εξάπαντος θέλει θανατωθή. Και δεν θέλετε λαμβάνει εξαγοράν υπέρ [του ακουσίου φονέως] του φυγόντος εις την πόλιν του καταφυγίου αυτού, δια να επιστρέψη να κατοική εν τω τόπω αυτού, μέχρι του θανάτου του ιερέως.»—Αριθμ. 35:18-21, 30-32.
45. Πώς πρέπει να βλέπωμε την άρνησι του Ιεχωβά να δεχθή αντίλυτρο για τον εκούσιο φονέα;
45 Ο Ιεχωβά Θεός ο Δοτήρ κάθε ζωής είχε το δικαίωμα και ήταν εντός των ορίων της δικαιοσύνης ν’ αρνηθή την αποδοχή αντιλύτρου για τον εκούσιο φονέα καθώς και ν’ αρνηθή να του επιτρέψη να συνεχίση να ζη κάτω από την προστατευτική σκιά του Ιουδαίου αρχιερέως.
46, 47. (α) Σχετικά με τον Αδάμ ως τον υπεύθυνο, τι λέγουν τα εδάφια Ρωμαίους 5:12-14 και 1 Τιμόθεον 2:14; (β) Εκτός από το να λάβη καταδίκη, τι άλλο θα μπορούσε να έχη φονεύσει ο Αδάμ με την αμαρτία του;
46 Ομοίως και στην περίπτωσι της πολιτείας του Θεού προς τον Αδάμ και την Εύα. Σχετικά με τον Αδάμ ως τον κύριο υπεύθυνο, τα εδάφια Ρωμαίους 5:12-14 λέγουν: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον· . . . Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ.»
47 Μέσω του Αδάμ η αμαρτία και η ποινή της ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους. Έτσι ο Αδάμ κατέστη υπεύθυνος για την αμαρτωλότητα και τον θάνατο όλων των απογόνων του, με όλη τη μομφή που επέφερε αυτό επάνω στο άγιον όνομα του Πλάστου του, Ιεχωβά Θεού. Αυτό δεν ήταν ακούσιο από μέρους του Αδάμ· «Ο Αδάμ δεν ηπατήθη.» (1 Τιμ. 2:14) Εγνώριζε ότι παρέβαινε τον νόμο του Θεού περί βρώσεως από τον καρπό του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού. Εγνώριζε ότι ελάμβανε την πορεία που ωδηγούσε σε θάνατό του στα χέρια του Θεού, και μπορούσε ν’ αναμένη ότι ο θάνατός του δι’ εκτελέσεως θα ελάμβανε χώραν σ’ αυτή την ίδια εικοσιτετράωρη ημέρα προτού να έχη την ευκαιρία να γίνη πατέρας. Θα μπορούσε έτσι να έχη φονεύσει κάθε ευκαιρία ζωής, ή ακόμη και ενάρξεως ζωής, για όλους τους απογόνους του. Όταν, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού, ο Αδάμ άρχισε την οικογένειά του, τους εισήγαγε όλους σε αμαρτία και κάτω από την καταδίκη του θανάτου και με κανένα δικαίωμα ζωής.
48. (α) Τι μπορεί να λεχθή για την άρνησι του Θεού να δεχθή οποιοδήποτε αντίλυτρο υπέρ του Αδάμ; (β) Τι μπορεί να λεχθή γι’ αυτό σχετικά με τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας;
48 Επειδή ο Αδάμ, παρά τη σαφή προειδοποίησι του Θεού, εκουσίως επέφερε θάνατο επάνω σε όλους τους απογόνους του, ήταν ένας εκούσιος φονεύς, και η Εύα συμμετέσχε μαζί του στην εκούσια παράβασι. Έτσι ο Ιεχωβά, ενεργώντας σε αρμονία με τον μεταγενέστερο νόμο του σχετικά με τις Ισραηλιτικές «πόλεις καταφυγίου», αρνήθηκε να δεχθή οποιοδήποτε αντίλυτρο υπέρ του Αδάμ και υπέρ της Εύας και δεν επέτρεψε να έλθουν κάτω από τη διακονία του Αρχιερέως του Ιησού Χριστού. Όσον αφορά, όμως, την ανθρώπινη οικογένεια που προήλθε από αυτούς, ο Θεός μπορούσε δικαίως να δεχθή υπέρ αυτών την απολυτρωτική θυσία του Αρχιερέως του Ιησού Χριστού, διότι η αμαρτωλότης των, η οποία ήταν αξία θανάτου, ήταν μόνον τυχαία, χωρίς να την έχουν θελήσει οι ίδιοι, αλλά οφειλομένη μόνο στο ότι ήσαν απόγονοι του Αδάμ.
49. Τι μπορεί να λεχθή σχετικά με τα οφέλη του αντιλύτρου και τον Κάιν τον γυιό του Αδάμ;
49 Στην περίπτωσι του Κάιν, του πρώτου γυιού του Αδάμ, ο Θεός δικαίως αρνείται τα οφέλη του αντιλύτρου τού Χριστού για τον Κάιν διότι ο Ιεχωβά Θεός απ’ ευθείας ειδοποίησε τον Κάιν κι εν τούτοις αυτός από κακία εδολοφόνησε τον ευσεβή αδελφό του Άβελ. Για τον Κάιν καθώς και για τους γονείς του Αδάμ και Εύα λογικώς δεν αναμένομε ανάστασι εκ νεκρών.
[Εικόνα στη σελίδα 393]
Ο Αδάμ και η Εύα εκδιωκόμενοι από την Εδέμ