Γιατί Δεν Περιφέρεται Δίσκος;
ΓΙΑΤΙ δεν περιφέρεται δίσκος; Είναι μια ερώτησις, που υποβάλλεται συχνά από άτομα που επισκέπτονται για πρώτη φορά μια Αίθουσα Βασιλείας μαρτύρων του Ιεχωβά. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που έλαβε χώραν σε μια πόλι της Νιγηρίας, στη Δυτική Αφρική, το περασμένο έτος. Στο τέλος μιας συναθροίσεως, ένας νεαρός, εξοικειωμένος με την περισυλλογή συνεισφορών κατά τις εκκλησιαστικές λειτουργίες, έρριψε έξη πέννες μέσα σ’ ένα πιάτο και το προσέφερε στον διάκονο που προΐστατο. Επειδή ο διάκονος το απεποιήθη, ανέκραξε: «Ουδέποτε προηγουμένως έχω ιδεί ένα τέτοιο πράγμα σε οποιαδήποτε εκκλησία—ένας πάστωρ ν’ αποποιήται μια εισφορά!»
Αυτό ήταν πράγματι ασυνήθιστο. Ευρίσκετο, βέβαια, σε ζωηρή αντίθεσι με την έμφασι που εδόθη στα οικονομικά ζητήματα από τις εκκλησίες γενικώς, όπως μάλιστα ανεφέρθη στο άρθρο «Οι Χρηματοσυλλέκται», που εδημοσιεύθη στο περιοδικό Τάιμ, στις 4 Σεπτεμβρίου 1964. Άρχιζε με τα εξής λόγια: «Οι εκκλησίες, εκεί όπου κάποτε περιωρίζοντο να περιφέρουν ένα δίσκο μεταξύ των παρόντων την Κυριακή, σήμερα συλλέγουν χρήματα με τρόπους που εκτείνονται από τα τυχερά παιγνίδια ως τις ομολογίες δανείων. Η συλλογή χρημάτων εγείρει ζητήματα προτιμήσεως, διακρίσεως, συνέσεως και ψυχολογίας δωρητού, που προκαλούν ζωηρές αμφισβητήσεις μέσα στη χώρα.» Εννοείται, όλ’ αυτά τα μέσα συλλογής χρημάτων χρησιμοποιούνται εκτός της συνεχιζόμενης περιφοράς δίσκων. Οι δίσκοι δεν επαρκούν πια για να πληρωθούν όλες οι δαπάνες.
Μήπως, όμως, παρετηρήσατε ότι το ζήτημα των Γραφικών αρχών παρουσιάζει την άποψι που είναι εναντίον της συλλογής των χρημάτων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο του Τάιμ; Αυτό πρέπει να είναι πράγματι ο «κόμβος» του ζητήματος για όλους τους καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς, εξηγεί δε το γιατί ο νεαρός Νιγηριανός εδοκίμασε μια τέτοια έκπληξι. Όπως και σε άλλα ζητήματα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά διέπονται από Γραφικές αρχές σχετικά με το να δίνουν και να λαμβάνουν.
Ένας λόγος, για τον οποίον δεν περιφέρουν ένα δίσκο ή κάνιστρο για να συλλέξουν χρήματα είναι ότι δεν υπάρχει Γραφικό προηγούμενο για μια τέτοια συνήθεια. Στον αρχαίο Ισραήλ, όταν εχρειάζοντο χρήματα σε ειδικές περιπτώσεις, όπως για την ανοικοδόμησι της σκηνής και αργότερα του ναού, εγίνετο μια απλή ανακοίνωσις και ο λαός ανταπεκρίνετο με τόσο γενναιόδωρο τρόπο ώστε κατά καιρούς μάλιστα έδιναν «πλειότερον παρά το ικανόν.» Είναι αλήθεια ότι οι Λευίται, που είχαν τη φροντίδα της ωργανωμένης λατρείας του Ιεχωβά Θεού για το έθνος, ελάμβαναν τα δέκατα, αλλ’ αυτό συνέβαινε απλώς επειδή δεν έλαβαν καμμιά κληρονομική μερίδα στη χώρα.—Έξοδ. 35:5· 36:4-7· 1 Χρον. 29:9.
Φθάνοντας στον καιρό του Χριστού και των αποστόλων του, βρίσκομε ότι δεν υπάρχει περίπτωσις, που ενηργήθησαν συνεισφορές. Τουναντίον, ο Χριστός έδωσε την εξής οδηγία στους αποστόλους που εξαπέστειλε: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε.» Αυτό φαίνεται ότι είναι τόσο πιο πολύ αξιοσημείωτο, όταν παρατηρήσωμε ότι ο Ιησούς τούς έστειλε με τη δύναμι να ‘θεραπεύουν ασθενούντας, να καθαρίζουν λεπρούς, να εγείρουν νεκρούς, να εκβάλλουν δαιμόνια.’ Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να είχαν συλλέξει χρήματα μετά την εκτέλεσι τέτοιων θαυμάτων! Αλλά δεν το έκαμαν. Ούτε διαβάζομε, πράγματι, ότι μεταξύ των πρώτων Χριστιανών ενηργείτο κάποια εισφορά δεκάτων. Επαρκούσαν οι εκούσιες συνεισφορές.—Ματθ. 10:8· Λουκ. 8:3.
Ασφαλώς, αυτό βρίσκεται σε μεγάλη αντίθεσι με τη μέθοδο που περιεγράφη στο Σκότις Νταίηλυ Εξπρές της 30ής Νοεμβρίου 1960. Εδημοσίευσε σχετικά με μια εκκλησία, που περιελάμβανε περίπου 1.400 μέλη, ότι «διέγραψε» 235 μέλη επειδή παρέλειπαν να κάνουν συνεισφορές και έστειλε ειδοποιήσεις σε άλλους 239 ότι κι αυτοί, επίσης, θα διεγράφοντο από τους καταλόγους της εκκλησίας εάν δεν ηύξαναν τις συνεισφορές των στο μέλλον.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ
Το ν’ ασκηθή πίεσις επάνω σε μέλη μιας εκκλησίας μ’ ένα λεπτό τρόπο για να συνεισφέρουν χρήματα και με προσφυγή σε τεχνάσματα, που δεν έχουν προηγούμενο μέσα στη Γραφή ή την υποστήριξί της, όπως είναι η περιφορά δίσκου ενώπιον των ή η λειτουργία τυχηρών παιγνιδιών, η παράθεσις εκκλησιαστικών δείπνων, η οργάνωσις αγορών κοινών ή φιλανθρωπικών τοιούτων, η απόσπασις υποσχέσεων με θερμές παρακλήσεις, ισοδυναμεί με την παραδοχή μιας αδυναμίας. Υπάρχει κάτι το εσφαλμένο. Υπάρχει κάποια έλλειψις. Έλλειψις τίνος; Έλλειψις εκτιμήσεως. Δεν χρειάζονται τέτοια κολακευτικά ή πιεστικά τεχνάσματα εκεί όπου υπάρχει γνησία εκτίμησις. Μήπως θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε αυτή την έλλειψι εκτιμήσεως με το είδος της πνευματικής τροφής που προσφέρεται προς τους ανθρώπους σ’ αυτές τις εκκλησίες;
Το γεγονός είναι ότι, όταν οι άνθρωποι τρέφονται με την κατάλληλη πνευματική τροφή, εκείνη που βασίζεται εξ ολοκλήρου στον Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, μαθαίνουν να εκτιμούν αυτά που έχει κάμει ο Ιεχωβά Θεός γι’ αυτούς κι έτσι ανταποκρίνονται προσφέροντας εθελοντικά τόσο τις προσωπικές υπηρεσίες των όσο και τις χρηματικές συνεισφορές των. Καθώς μαθαίνουν για την αγαθότητα του Θεού, παρακινούνται στο να τον μιμούνται, όπως εδίδαξε ο Ιησούς: «Δια να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Έστε λοιπόν σεις τέλειοι, καθώς ο Πατήρ σας ο εν τοις ουρανοίς είναι τέλειος.»—Ματθ. 5:45, 48.
Περισσότερο απ’ αυτό, ως άνθρωποι με έντιμη καρδιά, βοηθούνται να ευθυγραμμίσουν την προσωπική ζωή τους, καθώς δοκιμάζουν τις χαρές τού να συνταυτίζονται με άλλους, ειλικρινείς άνδρες και γυναίκες που επιθυμούν να υπηρετούν τον Θεό, και, καθώς έχουν αυξήσει την πίστι των στον Θεό και στον Λόγο του κι έχουν ενισχύσει την ελπίδα των στη βασιλεία του Θεού και στην ερχόμενη νέα της τάξι δικαιοσύνης, αισθάνονται την υποχρέωσι να εκφράσουν την εκτίμησί των και από υλικής απόψεως, καθώς έκαμαν οι πρώτοι Χριστιανοί ακριβώς μετά την Πεντηκοστή.—Πράξ. 4:32-35.
Δεν πρέπει, επίσης, να παραβλέψωμε το παράδειγμα που έθεσαν εκείνοι οι οποίοι ανέλαβαν την ηγεσία στη Χριστιανική λατρεία. Αναμφιβόλως, τα ωραία παραδείγματα του Μωυσέως, του Δαβίδ, του Ιησού Χριστού και των αποστόλων του είχαν καλό αποτέλεσμα επάνω σ’ εκείνους στους οποίους είχαν διορισθή ή τους οποίους υπηρετούσαν. Στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία δεν υπήρχαν πράγματι μισθοδοτούμενοι κληρικοί, ούτε διάκρισις μεταξύ κληρικών και λαϊκών· όλοι εκήρυτταν καθ’ όσον είχαν ευκαιρία και σύμφωνα με τις ικανότητες των. Μακράν από το να υπηρετούνται και να πληρώνωνται, εκείνοι που ανελάμβαναν την ηγεσία εβάσταζαν τα μεγαλύτερα φορτία, καθώς ο Ιησούς έδειξε ότι έπρεπε να συμβαίνη: «Όστις θέλη να γείνη μέγας εν υμίν, ας ήναι υπηρέτης υμών και όστις θέλη να ήναι πρώτος εν υμίν, ας ήναι δούλος υμών.» Όταν, λόγω ανωριμότητος, οι Κορίνθιοι Χριστιανοί δεν εξετίμησαν το προνόμιό των να συνεισφέρουν εκουσίως για να καλύψουν τις δαπάνες του Παύλου, αυτός δεν ανέλαβε να συλλέξη χρήματα αλλ’ επρομήθευσε τ’ αναγκαία για τον εαυτό του κατασκευάζοντας σκηνές!—Ματθ. 20:25-27· Πράξ. 18:3· 1 Κορ. 4:11, 12· 9:11, 12.
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Εκείνο, που συντείνει, επίσης, στο να γίνουν περιττές οι περιφορές δίσκων είναι μια κατανόησις των Γραφικών αρχών που διέπουν την προσφορά. Μια απ’ αυτές είναι ότι η προσφορά πρέπει να είναι ανιδιοτελής, για να ευαρεστήση τον Θεό. Ο Ιησούς κατεδίκασε εκείνους που διεφήμιζαν τις αγαθοεργίες των και συνεβούλευσε: Όταν δε συ κάμνης ελεημοσύνην, ας μη γνωρίση η αριστερά σου τι κάμνει η δεξιά σου· δια να ήναι η ελεημοσύνη σου εν τω κρυπτώ· και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αυτός θέλει σοι ανταποδώσει.» Ο Παύλος ετόνισε το ίδιο σημείο, ότι, αν κάποιος κάνη προσφορά όχι προθύμως και εξ αγάπης, ‘ουδέν ωφελείται’. Μόνον η ανιδιοτελής προσφορά υπολογίζεται από τον Θεό, διότι αυτή δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον εαυτό μας αλλά για τους άλλους και δεν ερωτά, Πόσο πρέπει να δώσω, αλλά, Πόσο μπορώ να δώσω;—Ματθ. 6:2-4· 1 Κορ. 13:3.
Μια άλλη Γραφική αρχή που διέπει τις προσφορές είναι ότι ο Θεός κρίνει το δώρον, όχι από το μέγεθός του, αλλ’ από τη σχέσι του προς ό,τι έχει ένας. Ναι, από ένα δώρο είναι ένας «ευπρόσδεκτος καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.» Πόσο δίκαιο! Πόσο λογικό! Πόσο διακριτικό! Ο Ιησούς διευκρίνισε αυτή την αρχή, όταν επέστησε την προσοχή στη χήρα, που έβαλε δύο λεπτά στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Είπε ότι αυτή είχε δώσει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον, διότι αυτοί έδωσαν από το περίσσευμά των, ενώ εκείνη «εκ του υστερήματος αυτής έβαλεν όλην την περιουσίαν όσην είχε.» Η αρχή αυτή περικλείει μεγάλη ενθάρρυνσι σε όλους εκείνους που λίγα μόνο μπορούν να δώσουν, εφόσον αυτά είναι πολλά στα όμματα του Θεού, και συγχρόνως ενθαρρύνει προς γενναιοδωρίαν εκ μέρους εκείνων που έχουν πολλά, ώστε να παρουσιάσουν κάποια αναλογία με ό,τι έχουν!—2 Κορ. 8:12· Λουκ. 21:1-4.
Ακόμη μια άλλη σχετική εδώ Γραφική αρχή είναι ότι «τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός»· είναι μια αρχή, θα μπορούσε να λεχθή επιπροσθέτως, που δεν περιορίζεται καθόλου στην προσφορά χρημάτων, αλλ’ εφαρμόζεται σε κάθε είδους προσφορά, περιλαμβανομένης και της προσφοράς συγχωρήσεως προς εκείνους που αμαρτάνουν εναντίον μας: «Ο ελεών, ας ελεή εν ιλαρότητι.» Η προσφορά με ιλαρότητα συντελεί στη γενναιοδωρία!—2 Κορ. 9:7· Ρωμ. 12:8.
Επειδή οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά αφήνουν τις Γραφικές αρχές να διέπουν τις προσφορές των, το νόμιμον όργανό των, η Εταιρία Σκοπιά, είναι σε θέσι να χρηματοδοτή ένα παγκόσμιο έργο κηρύγματος ως και ιεραποστολικό, η δαπάνη των οποίων ανέρχεται ετησίως σε εκατομμύρια δολλαρίων. Εκείνοι που ενδιαφέρονται για να γίνη το κήρυγμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού σε όλον τον κόσμο προς εκπλήρωσιν του εδαφίου Ματθαίος 24:14, όχι μόνον συνεισφέρουν τοπικώς στην δική τους Αίθουσα Βασιλείας, όπου λαμβάνεται πρόνοια για ένα κουτί συνεισφορών για τον σκοπό αυτό, αλλ’ επίσης, καθ’ όσον δύνανται, κάνουν συνεισφορές προς τα γραφεία των τμημάτων της Εταιρίας που είναι στη χώρα τους. Για να μπορή η Εταιρία αυτή να σχεδιάζη το έργο της, ενθαρρύνει όλους εκείνους, που θέλουν να συνεισφέρουν τακτικά, να γράψουν μια επιστολή μια φορά το έτος, δίνοντας πληροφορία για το ποσόν που ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να συνεισφέρουν κατά τη διάρκεια του επομένου έτους. Τούτο με καμμιά έννοια δεν αποτελεί λόγον υποσχέσεως, αλλ’ απλώς μια «προοπτική συνεισφοράς», εφόσον σε κανένα δεν γίνεται ποτέ υπόμνησις περί του ποσού που εδήλωσε και ουδείς έλεγχος γίνεται για να διαπιστωθή αν συνεισφέρη. Απλώς αποστέλλετε μια επιστολή ή ένα δελτάριο, δηλώνοντας μόνο ότι ελπίζετε να συνεισφέρετε κατά το προσεχές έτος. Εκείνοι που διαμένουν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν ν’ αποστέλλουν τέτοιες προοπτικές εισφορών στη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας, 124 Κολόμπια Χάιτς, Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης, 11201.
Αυτό δεν αποτελεί παράκλησι για συνεισφορές ούτε υποχρεώνει πράγματι εκείνους που επιθυμούν να δώσουν. Εκτός του ότι αυτό καθιστά ικανή την Εταιρία να σχεδιάζη αποτελεσματικά το έργο της, υπενθυμίζει σ’ εκείνους, που επιθυμούν να την υποστηρίξουν, να εκφράσουν απλώς κάποια σκέψι για το ποσόν που νομίζουν ότι μπορούν να δώσουν και έπειτα να προσπαθούν να την πραγματοποιήσουν τηρώντας την αποστολική εντολή: «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης», αλλά όπως η αγάπη ενός προς τον Θεόν και τον πλησίον τον παρακινεί και όπως οι περιστάσεις ενός επιτρέπουν. Το πρακτικό δε αυτό σχέδιο τυγχάνει καλής Γραφικής υποστηρίξεως, διότι στους πρώτους Χριστιανούς εδόθη η συμβουλή: «Κατά την πρώτην της εβδομάδος έκαστος υμών ας εναποθέτη παρ’ εαυτώ, θησαυρίζων ό,τι αν ευπορή· ώστε όταν έλθω, να μη συνάγωνται τότε συνεισφοραί.» Και ο απόστολος Παύλος, επίσης, δεν ευνοούσε τη σύναξι συνεισφορών!—2 Κορ. 9:7· 1 Κορ. 16:2.