Ανεκτίμητος Θησαυρός σε Οστράκινα Σκεύη
ΣΤΟΥΣ αρχαίους χρόνους τα πήλινα αγγεία εχρησιμοποιούντο στις Βιβλικές χώρες ως θήκες για την ασφαλή φύλαξι πολυτίμων πραγμάτων. Στον Ιερεμία 32:14 αναγινώσκομε ότι ο προφήτης αυτός διέταξε τον Βαρούχ να θέση τα συμφωνητικά της αγοράς σ’ ένα πήλινο αγγείο, «δια να διαμένωσιν ημέρας πολλάς.» Ο απόστολος Παύλος μπορεί να είχε υπ’ όψιν αυτό το έθιμο, όταν έγραψε στην εκκλησία της Κορίνθου: «Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον εις οστράκινα [πήλινα, γήινα] σκεύη.» (2 Κορ. 4:7) Από τα συμφραζόμενα διασαφηνίζεται ότι με τα σκεύη, για τα οποία μιλούσε εδώ, εννοούσε τους ανθρωπίνους οργανισμούς των αφιερωμένων Χριστιανών, του εαυτού του και των αδελφών του, αυτό δε ενισχύεται περαιτέρω από τα εδάφια 2 Τιμόθεον 2:20, 21, όπου λέγει: «Εν μεγάλη δε οικία δεν είναι μόνον σκεύη χρυσά και αργυρά, αλλά και ξύλινα και οστράκινα· και άλλα μεν προς χρήσιν τιμίαν, άλλα δε προς άτιμον. Εάν λοιπόν καθαρίση τις εαυτόν από τούτων, θέλει είσθαι σκεύος τιμίας χρήσεως, ηγιασμένον, και εύχρηστον εις τον δεσπότην, ητοιμασμένον εις παν έργον αγαθόν.»
Τώρα ποιος είναι ο «θησαυρός» που είναι κρυμμένος μέσα σ’ αυτά τα ζώντα οστράκινα «σκεύη»; Από την επιχειρηματολογία του Παύλου διαπιστώνομε ότι είναι η διακονία που ανετέθη στους πιστούς δούλους του Ιεχωβά, ‘ο ένδοξος θησαυρός της υπηρεσίας.’ Είναι αληθές ότι τα μέλη του σώματος του Χριστού είναι δοχεία της αληθείας, αλλ’ αυτό μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επεξήγησι του αποστόλου. Διότι αναγινώσκομε: «Έχοντες λοιπόν τοιαύτην ελπίδα, πολλήν παρρησίαν μεταχειριζόμεθα· . . . έχοντες την διακονίαν ταύτην, καθώς ηλεήθημεν, δεν αποκάμνομεν· . . . αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων, ενώπιον του Θεού.» (2 Κορ. 3:12, 13· 4:1, 2) Ναι, το πολύτιμο προνόμιο υπηρεσίας είναι εκείνο που νοείται με τον θησαυρό. Και μήπως δεν είναι αληθές ότι ο μέγας Θεός του σύμπαντος παρεχώρησε το ανεκτίμητο προνόμιο υπηρεσίας ως μαρτύρων του σε ταπεινά ανθρώπινα πλάσματα, μολονότι οι άγγελοι θ’ απεδέχοντο έναν τέτοιο διορισμό με τη μεγαλύτερη χαρά; Είναι όπως ο Πέτρος λέγει στους αδελφούς του: «Εις τα οποία [αυτά που τώρα ανηγγέλθησαν σε σας] επιθυμούσιν οι άγγελοι να παρακύψωσι. Δια τούτο αναζωσθέντες τας οσφύας της διανοίας σας, εγκρατεύεσθε.» Και «είσθε . . . λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως.»—1 Πέτρ. 1:12, 13· 2:9.
«ΝΑ ΜΗ ΚΑΥΧΗΘΗ ΟΥΔΕΜΙΑ ΣΑΡΞ»
Και γιατί ο παντοδύναμος Ιεχωβά εξέλεξε τέτοια εύθραυστα πήλινα σκεύη, που είναι καθ’ εαυτά απολύτως ανάξια τέτοιας τιμής και στερούνται δυνάμεως για ν’ ανθέξουν στην πίεσι, που ασκείται σ’ αυτά από τον εχθρό; Ο απόστολος απαντά: «Δια να ήναι η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού, και ουχί εξ ημών· . . . Δια να μη καυχηθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού.» (2 Κορ. 4:7· 1 Κορ. 1:28, 29) Ασφαλώς δε Θεία δύναμις χρειάζεται για να καταστήση αυτά τα σκεύη ανθεκτικά στη βαριά πίεσι, κι αυτή, επίσης, δίδεται σε αρκετό μέτρον. Ας αναγνώσωμε την περιγραφή του Παύλου στα επόμενα εδάφια (8-12) εδώ στην επιστολή 2 Κορινθίους, κεφάλαιον 4: «Κατά πάντα θλιβόμενοι, αλλ’ ουχί στεναχωρούμενοι απορούμενοι, αλλ’ ουχί απελπιζόμενοι· διωκόμενοι, αλλ’ ουχί εγκαταλειπόμενοι· καταβαλλόμενοι, αλλ’ ουχί απολλύμενοι· πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού περιφέροντες εν τω σώματι, δια να φανερωθή . . . και η ζωή του Ιησού . . . εν τη θνητή ημών σαρκί. Ώστε ο μεν θάνατος ενεργείται εν ημίν, η δε ζωή εν υμίν.»
«Ο μεν θάνατος ενεργείται εν ημίν, η δε ζωή εν υμίν»! Όταν ο απόστολος έγραφε αυτά τα λόγια ανεφέρετο στον εαυτό του και στους συναποστόλους του και σε άλλους συνεργάτας εν συγκρίσει με τα μέλη των νεοσυστάτων εκκλησιών των πιστών εν Ελλάδι. Αλλά πόσο καλά η έκφρασις αυτή εκθέτει τη σχέσι των θησαυροφόρων σκευών του κεχρισμένου υπολοίπου στην εποχή μας απέναντι των «άλλων προβάτων» του, των οποίων υπήρξε και είναι γλυκύ προνόμιο να διακονούν τη ζωοπάροχη αλήθεια και οι οποίοι με ζήλο και πίστι μετέχουν στη μεγαλειώδη υπηρεσία της διακηρύξεως της Βασιλείας που τώρα ιδρύθη! Στην Αποκάλυψι 22:17 λέγει: «Και το πνεύμα, και η νύμφη λέγουσιν, Ελθέ· και όστις ακούει, ας είπη, Ελθέ· και, Όστις διψά, ας έλθη· και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής.» Αυτά τα λόγια δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η διακονία στον παρόντα καιρό γίνεται με συμμετοχή αυτών των δύο τάξεων. Η ιερή αυτή υπηρεσία θα συνεχισθή ως τη μάχη του Αρμαγεδδώνος και στη διάρκεια αυτής, όπως ετονίσθη από την απάντησι που εδόθη στον Ησαΐα, όταν ερώτησε τον Ιεχωβά επί πόσον καιρό έπρεπε να εξακολουθήση να λέγη το άγγελμα στον λαό: «Εωσού ερημωθώσιν οι πόλεις, ώστε να μη υπάρχη κάτοικος, και αι οικίαι, ώστε να μη υπάρχη άνθρωπος, και η γη να ερημωθή παντάπασιν.» (Ησ. 6:8-12) Μετά την πτώσι του «Χριστιανικού κόσμου» θα δοθή μαρτυρία εναντίον του αθέου στοιχείου που θα είναι τότε στην εξουσία, ώσπου ‘ο πόλεμος της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος’ τούς καταστρέψη και διεκδικηθή για πάντα η παγκόσμια κυριαρχία του.
Ο ήδη «πολύς» όχλος των «άλλων προβάτων» του Κυρίου θα εξακολουθήση ν’ αυξάνη σε αριθμό, ενώ το υπόλοιπο των κεχρισμένων μελών του σώματος του Χριστού ελαττούται από έτος σε έτος καθόσον τα μέλη αυτού τελειώνουν τη σταδιοδρομία των στον θάνατο, πιστοί ως το τέλος. Γι’ αυτούς, όμως, διακρατείται η γλυκεία υπόσχεσις ότι «τα έργα αυτών ακολουθούσι με αυτούς.» Έχουν μια στιγμιαία ανάστασι και εισέρχονται κατ’ ευθείαν στη μερίδα των στο έργον του ανάσσοντος Βασιλέως των και Νυμφίου. Δεν είναι λοιπόν παράδοξον ότι η Αποκάλυψις τους αποκαλεί ‘μακαρίους’!—Αποκάλ. 14:13.
ΟΣΜΗ ΖΩΗΣ, ΟΣΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Στην Αποκάλυψι 22:17 το άγγελμα που κηρύττεται παρομοιώνεται με ζωοπάροχον ύδωρ, το οποίον οι διψασμένοι μπορούν να έλθουν και να λάβουν «άνευ αργυρίου και άνευ τιμής,» όπως το διετύπωσε ο Ησαΐας, (55:1-3) Στην επιστολή του προς Κορινθίους ο Παύλος χρησιμοποιεί ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει το διάφορο αποτέλεσμα που έχει αυτή η διακονία στους ανθρώπους καλής θελήσεως αφ’ ενός, και στους κακής διαθέσεως για τη Βασιλεία, αφ’ ετέρου. Λέγει: «Χάρις εις τον Θεόν όστις πάντοτε κάμνει ημάς να θριαμβεύωμεν δια του Χριστού, και φανερόνει εν παντί τόπω δι’ ημών την οσμήν της γνώσεως αυτού. Διότι του Χριστού ευωδία είμεθα προς τον Θεόν εις τους σωζόμενους και εις τους απολλυμένους· εις τούτους μεν, οσμή θανάτου δια θάνατον· εις εκείνους δε, οσμή ζωής δια ζωήν. Και προς ταύτα τις είναι ικανός;»—2 Κορ. 2:14-16.
Ο απόστολος ενταύθα ανεφέρετο στο έθιμον της εποχής εκείνης να καίουν ευώδες θυμίαμα καθ’ όλον το μήκος της οδού, όταν η θριαμβευτική πομπή ενός στρατιωτικού νικητού παρήλαυνε δια των οδών της υποδεχομένης αυτόν πρωτευούσης. Έτσι, τα σκεύη του που φέρουν την αλήθεια, διαδίδοντας ευρέως σήμερα παντού το ‘θριαμβευτικό άγγελμα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Ιεχωβά’, διαχέουν και κάνουν έκδηλο το γλυκύ άρωμα του αγγέλματος αυτού. Τα ειλικρινή άτομα καλής θελήσεως προς τον Θεό και τη θεοκρατική του κυβέρνησι οσφραίνονται τη γλυκύτητα της γνώσεως που διαχέεται έτσι, και σ’ αυτούς το έργον της μαρτυρίας έχει την οσμή της υγείας και της ζωής. Αναπνέουν μέσα στην ατμόσφαιρα της αληθείας της Βασιλείας, που είναι μια οσμή ζωής που οδηγεί στη ζωή. Το άγγελμα κατάγει νίκες, διότι μεταβάλλει πολλούς, οι οποίοι άλλοτε ήσαν εχθροί του Θεού δια των έργων της πονηρίας, σε μάρτυρας του Ιεχωβά και κήρυκας των αγαθών νέων της θεοκρατικής του βασιλείας. Αναπέμπουν ευχαριστίες στον Ιεχωβά Θεό και στον Βασιλέα του, στου οποίου τη θριαμβευτική πομπή προστίθενται με χαρά, ανακράζοντας μεγαλοφώνως: «Η σωτηρία είναι του Θεού ημών του καθήμενου επί του θρόνου, και του Αρνίου.» (Αποκάλ. 7:10) Αφ’ ετέρου, σ’ εκείνους που αγαπούν τα πράγματα του παλαιού αυτού κόσμου το άγγελμα της Βασιλείας είναι μια δυσωδία στους μυκτήρας των, μια ‘οσμή θανάτου’ που οδηγεί στον θάνατο.
Όχι μόνον το άγγελμα που κηρύττουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι μια οσμή, αλλά κι αυτοί οι ίδιοι, επίσης, είναι οσμή. Έτσι ετερμάτισε κι ο απόστολος τη δήλωσί του περί θριαμβευτικής πομπής, λέγοντας: «Και προς ταύτα τις είναι ικανός;» Κατόπιν απαντά στην ίδια του ερώτησι μ’ αυτά τα λόγια: «Διότι ημείς, καθώς οι πολλοί, δεν καπηλεύομεν τον λόγον του Θεού, αλλ’ ως από ειλικρινείας, αλλ’ ως από Θεού, κατενώπιον του Θεού, λαλούμεν εν Χριστώ.»—2 Κορ. 2:17.
Εκείνοι που εναντιώνονται στο άγγελμα της Βασιλείας κατηγορούν τους μάρτυρας για κάθε είδους «αδικήματα», και συχνά οι αρχές τούς διώκουν ως «γυρολόγους,» με την προσπάθεια να σταματήσουν το κήρυγμά των ή τουλάχιστον να κάμουν τη δράσι των να φαίνεται υπό ένα κακό φως. Ο Παύλος εδώ δίνει μια συγκεκριμένη απάντησι σ’ αυτές τις κατηγορίες· μολονότι δε μερικοί κακώς πληροφορημένοι άνθρωποι μπορεί να σκέπτωνται διαφορετικά, κάθε πραγματικός μάρτυς κατανοεί ότι κάνει το έργον του κηρύγματός του ‘ως από Θεού, κατενώπιον του Θεού, λαλών εν Χριστώ,’ και ως τοιούτος κατανοείται κι εκτιμάται, επίσης, απ’ εκείνους που είναι καλής θελήσεως.
ΕΘΕΛΟΝΤΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΦΩΤΟΣ
Σχετικά με τούτο, είναι άξιον προσοχής ότι αυτό το έργον της μαρτυρίας απαιτεί εθελοντάς, ανθρώπους που λέγουν, όπως άλλοτε ο Ησαΐας: «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Ποτέ, λοιπόν, δεν πρέπει να γίνη προσπάθεια να εξαναγκασθούν άνθρωποι να λάβουν μέρος σ’ αυτό το έργον. Εκείνο, που πρέπει να κάμουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, όταν οι άνθρωποι δείχνουν ενδιαφέρον για το άγγελμα, είναι να μελετούν τη Γραφή μαζί τους κι έτσι να τους παρέχουν την απαιτούμενη γνώσι για τους σκοπούς και το θέλημα του Θεού, για να ενεργή σ’ αυτούς το πνεύμα του Ιεχωβά· και κατόπιν να τους υποδεικνύουν πώς να συμμερισθούν τη νεοαπόκτητη αυτή ανεκτίμητη γνώσι και χαρά με άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο όλοι όσοι είναι αφιερωμένοι στον Ιεχωβά Θεό μπορούν να είναι φορείς φωτός σ’ αυτόν τον μαύρο και σκοτεινό κόσμο.
Στην επιστολή 2 Κορινθίους ο Παύλος χρησιμοποιεί ένα άλλο παράδειγμα που τονίζει αυτή την ενέργειά τους ως φορέων φωτός, συγχρόνως δε εξηγεί τον λόγο για τον οποίον πολλοί άνθρωποι δεν βλέπουν το φως που ακτινοβολείται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Αναφέρεται στο γεγονός ότι το πρόσωπον του Μωυσέως ακτινοβολούσε λόγω της δόξης του Ιεχωβά, την οποίαν είχε ιδεί στο Όρος Σινά. Την αντανακλώμενη αυτή δόξα δεν μπορούσαν ν’ ατενίσουν οι Ισραηλίται, και γι’ αυτό ο Μωυσής έβαλε ένα πέπλον στο πρόσωπό του όταν τους μιλούσε. Ο δε Παύλος εξηγεί τη σημασία του γεγονότος αυτού και το εφαρμόζει στη διακονία μας ως εξής: «Ο Μωυσής έβαλλε κάλυμμα επί το πρόσωπον αυτού, δια να μη ατενίσωσιν οι υιοί Ισραήλ εις το τέλος του μέλλοντος να καταργηθή· αλλ’ ετυφλώθησαν αι διάνοιαι αυτών· . . . Όταν όμως επιστρέψη προς τον Ιεχωβά, θέλει αφαιρεθή το κάλυμμα. Εάν δε και ήναι το ευαγγέλιον ημών κεκαλυμμένον, εις τους απολλυμένους είναι κεκαλυμμένον· των οποίων, απίστων όντων, ο Θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον νουν, δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός τού ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού. Διότι ο Θεός, ο ειπών να λάμψη φως εκ του σκότους, είναι όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού.»—2 Κορ. 3:12-14, 16· 4:3, 4, 6, ΜΝΚ.
Το ένδοξο αυτό φως, το οποίον έλαβαν από τον Θεό δια του Χριστού, το αντανακλούν πιστά οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Και για να παραθέσωμεν περαιτέρω το επιχείρημα του αποστόλου, «απηρνήθημεν τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία, μηδέ δολόνοντες τον λόγον του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων, ενώπιον του Θεού.» (2 Κορ. 4:2) Αν, λοιπόν, υπάρχουν άτομα που έχουν το φως της αληθείας κεκαλυμμένον από την όρασί των, ασφαλώς δεν αποτελεί αυτό ευθύνην των μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δική των ευθύνη.
Ιδιαίτερα συμβαίνει αυτό ένεκα της δηλώσεως που γίνεται στην Αποκάλυψι 18:1: «Είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, όστις είχεν εξουσίαν μεγάλην· και η γη εφωτίσθη εκ της δόξης αυτού.» Όταν αυτή η προφητεία άρχισε να εκπληρώνεται με την ανάληψι βασιλικής εξουσίας από τον Κύριον Ιησούν, επραγματοποιήθη η προφητική εντολή που αναγράφεται στον Ησαΐα 60:1, 2 (ΜΝΚ): «Σηκώθητι, φωτίζου· διότι το φως σου ήλθε, και η δόξα του Ιεχωβά ανέτειλεν επί σε. Διότι, ιδού, σκότος θέλει σκεπάσει την γην και ζόφος τα έθνη· επί σε όμως θέλει ανατείλει ο Ιεχωβά, και η δόξα αυτού θέλει φανερωθή επί σε.» Από το έτος 1919 τα οστράκινα σκεύη του Ιεχωβά είναι σε δράσι, με το αποτέλεσμα που προλέγεται στο εδάφιον 3: «Και τα έθνη θέλουσιν ελθεί εις το φως σου και οι βασιλείς εις την λαμπρότητα της ανατολής σου.»—ΑΣ.
Ο καθένας λοιπόν από το υπόλοιπον κι από τα «άλλα πρόβατα» ας εξακολουθή να λάμπη ως φωστήρ στον κόσμο (Φιλιππησ. 2:15), σε ευγνώμονα εκτίμησι του μεγαλειώδους και μοναδικού προνομίου του υπηρεσίας, του ανεκτιμήτου θησαυρού που έχουν στα οστράκινα σκεύη των.