Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Τι σημαίνει η έκφρασις «ασέλγεια» [έκλυτη διαγωγή, ΜΝΚ] που βρίσκεται στην επιστολή προς Γαλάτας 5:19;—Η.Π.Α.
Θα μπορούσε κανείς να υπόθεση ότι αυτή η λέξις αναφέρεται σε διαγωγή που είναι ανήθικη αλλά σε μικρότερο ή όχι σε τόσο σοβαρό βαθμό. Αυτό όμως δεν συμβαίνει σύμφωνα με την ένδειξι που βρίσκεται στη Γραφή καθώς και στα αρχαία κοσμικά Ελληνικά συγγράμματα στα όποια εμφαίνεται αυτή η λέξις. Δεν περιορίζεται σε πράξεις σεξουαλικής ανηθικότητος. Και αντί να σχετίζεται με κακή διαγωγή κάποιας μικρής ή ελαφράς φύσεως, προφανώς περιγράφει πράξεις που αντανακλούν μια αναιδή στάσι, μια στάσι που προδίδει έλλειψι σεβασμού, αδιακρισία, ή και καταφρόνησι στους κανόνες, στους νόμους και στην εξουσία. Η ‘έκλυτη’ διαγωγή, επομένως, δεν οφείλεται κυρίως σε αδυναμία, αλλά προέρχεται από μια στάσι ελλείψεως σεβασμού, από αυθάδεια ή αναίδεια.
Προς υποστήριξιν τούτου βρίσκομε ότι τα λεξικά της Ελληνικής γλώσσης ορίζουν την λέξι ασέλγεια (και άλλες μορφές αυτής της λέξεως) ως να υπονοούν «αναιδείς πράξεις,» «ακολασία,» «βία με Θρασύτητα,» «αυθάδεια,» «χυδαία κατάχρησι,» «κτηνωδία» (Λίντελ και Σκότ)· «υπερβασία, ακράτεια, σε οτιδήποτε, λόγου χάριν, σε γλώσσα, σε διαγωγή, προπέτεια» (Ρόμπινσον)· «αχαλίνωτη λαγνεία,. . . προστυχιά, αναισχυντία» (Θάυγερ)· «φαύλη, άνομη αναίδεια» (Τρέντς). Ένα Λεξιλόγιο της Καινής Διαθήκης υπό Μπάρκλεϋ λέγει: «Η λέξις ασέλγεια χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα με την έννοια της ‘αναιδείας.’ . . . Ορίζεται ως ‘βιαιότης συνδεδεμένη με υβριστικότητα και θρασύτητα.’ .. . Περιγράφεται ως ‘το πνεύμα που δεν γνωρίζει περιορισμούς και που τολμά να εκδηλώνη οποιαδήποτε ιδιοτροπία φαύλη αυθάδεια’.»
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος, του πρώτου αιώνος μ.Χ., χρησιμοποίησε τη λέξι ασέλγεια όταν περιέγραψε το γεγονός ότι η ειδωλολάτρις Βασίλισσα Ιεζάβελ ανήγειρε ένα θυσιαστήριο του Βάαλ στην Ιερουσαλήμ. Αυτή η πράξις ήταν αληθινά μια συγκλονιστική ύβρις, μια πράξις που προσέβαλλε αναιδώς την κοινή γνώμη και την ευπρέπεια.
Η χρήσις της λέξεως ασέλγεια στα κοσμικά Ελληνικά συγγράμματα είναι παράλληλη με τη χρήσι της στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Ο απόστολος Παύλος, λόγου χάριν, μιλεί για τους λαούς των εθνών και λέγει ότι «διά την πώρωσιν της καρδίας αυτών,» «αναισθητούντες παρέδωκαν εαυτούς εις την ασέλγειαν διά να εργάζωνται πάσαν ακαθαρσίαν ακορέστως.» (Εφεσ. 4:17-19) Ο απόστολος Πέτρος συνδέει την ασέλγεια με πράξεις των εθνών όπως, είναι ‘επιθυμίες, οινοποσίες, κώμοι, συμπόσια, και αθέμιτες ειδωλολατρίες,’ πράγματα που συντελούν στην «εκχείλισιν της ασωτίας.» (1 Πέτρ. 4:3, 4) Περιγράφοντας τη στενοχώρια του Λωτ για τις πράξεις του λαού των Σοδόμων, ο απόστολος τονίζει την προκλητική κατά του νόμου στάσι των Σοδομιτών με τη χαλαρή διαγωγή των, και παραβάλλει ωρισμένους ανθρώπους της εποχής του μ’ εκείνους που είναι «τολμηταί, αυθάδεις,» ‘καταφρονούντας την εξουσίαν,’ δεν τρέμουσι «βλασφημούντες» τα αξιώματα, και λαλούν «υπερήφανα λόγια ματαιότητος.» (2 Πέτρ. 2:7-10, 18) Όλες αυτές οι εκφράσεις δίνουν ένα παράδειγμα του νοήματος της Ελληνικής λέξεως ασέλγεια που σχετίζεται με την αναίδεια και τη φαύλη διαγωγή.
Ομοίως και ο μαθητής Ιούδας γράφει για τους ασεβείς που μεταστρέφουν τη χάρι του Θεού «εις ασέλγειαν,» και τονίζει την ασεβή, περιφρονητική και βλάσφημη στάσι στη δίκαιη εξουσία. Όχι μόνον ‘εμίαιναν τη σάρκα’ με σεξουαλική και άλλη ανηθικότητα, αλλά και η καταφρόνησις της εξουσίας και η βλασφημία κατά των αξιωμάτων, όλα αυτά αποτελούσαν «έκλυτη διαγωγή.» Αυτοί ήσαν «ζωώδεις, πνεύμα μη έχοντες.»—Ιούδ. 4-8, 19.
Σήμερα η στάσις που περιγράφεται με τη λέξι ασέλγεια είναι πολύ εξέχουσα στον κόσμο. Πολλοί νεαροί παραμερίζουν κάθε περιορισμό, δεν διστάζουν να προσβάλουν κάθε δημόσια ευπρέπεια, χλευάζουν αυθαδώς την εξουσία και μιλούν αναιδώς στους γονείς και στους άλλους. Αλλά δεν το κάνουν μόνον οι νεαροί αυτό. Τα θέατρα και οι κινηματογράφοι και τα περιοδικά δημοσία παρουσιάζουν πράξεις που εμφανίζουν όχι μόνον δημοσία γυμνότητα και σεξουαλική επιμιξία, αλλά και σαδιστική κτηνωδία μαζί με ρυπαρή και ακάθαρτη γλώσσα. Όλ’ αυτά προδίδουν «έκλυτη διαγωγή» με τη Γραφική έννοια της λέξεως.
Μπορούμε όμως να σημειώσωμε ότι η «έκλυτη διαγωγή» (ασέλγεια) μερικές φορές μνημονεύεται σε συνδυασμό με την «πορνεία» και την «ακαθαρσίαν.» (2 Κορ. 12:21· Γαλ. 5:19· παράβαλε Ρωμαίους 13:13.) Κατά τι διαφέρουν αυτές οι λέξεις;
Από τις τρεις αυτές λέξεις, η λέξις «ακαθαρσία» είναι η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη. Ανόμοια με την πορνεία, λόγου χάριν, εμπερικλείει όχι μόνον σεξουαλική ανηθικότητα αλλά και ακαθαρσία οποιουδήποτε είδους, σε λόγια, σε πράξεις ή σε πνευματική σχέσι. (Παράβαλε 1 Θεσσαλονικείς 2:3· 1 Κορινθίους 7:14· 2 Κορινθίους 6:17.) Και ανόμοια με την ασέλγεια, η εφαρμογή της λέξεως δεν εξαρτάται από το κίνητρο ή τη στάσι εκείνου που είναι ένοχος ακαθαρσίας. Η «ακαθαρσία» επιτρέπει επίσης μια ευρεία σειρά βαθμών σοβαρότητος ή βαρύτητος. Ακριβώς όπως ένα ένδυμα μπορεί να έχη μια ελαφρά κηλίδα ή μπορεί να είναι τελείως ακάθαρτο, έτσι και η ακαθαρσία ενός ατόμου μπορεί να είναι μικρή ή σοβαρή. Αυτή η λέξις διακρίνεται βασικά κατά το ότι τονίζει την ηθικώς αποκρουστική φύσι της κακής διαγωγής η καταστάσεως.
Η «πορνεία» εξ άλλου, είναι πιο περιορισμένη, περιγράφοντας χονδροειδείς ανήθικες πράξεις αυστηρώς σεξουαλικής φύσεως. Μολονότι κάθε πορνεία, φυσικά, είναι ακάθαρτη, η ιδιαίτερη αυτή λέξις τονίζει την αθέμιτη και αισχρή φύσι της διαγωγής, την οποία μπορεί κανείς να βρη σ’ ένα οίκο πορνείας έστω και αν δεν διαπράττεται κατ’ ανάγκην σ’ εκείνο το μέρος.
Η «έκλυτη διαγωγή» (ασέλγεια) είναι όπως η «ακαθαρσία» κατά το ότι δεν περιορίζεται σε σεξουαλική ανηθικότητα, αλλά διαφέρει κατά το ότι τονίζει τη φαυλότητα και την αναίσχυντη αυθάδεια της διαγωγής. Βλέπομε, λοιπόν, ότι—μολονότι όλες αυτές οι λέξεις σχετίζονται με την αδικοπραγία και μπορεί κατά καιρούς να την ξεπερνούν—κάθε λέξις έχει τη δική της διακριτική έννοια, δύναμι ή έμφασι.
Τονίζοντας τούτο, το Λεξιλόγιο της Νέας Διαθήκης του Μπάρκλεϋ παραθέτει τον Βιβλικό και Ελληνιστή αρχαιολόγο Λάιτφουτ που λέγει ότι «ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ‘ακάθαρτος’ και ν’ αποκρύπτη το αμάρτημά του, αλλά εκείνος που είναι ασελγής προσβάλλει τη δημοσία ευπρέπεια. Αυτό είναι το ακριβές νόημα της ασέλγειας· ο άνθρωπος στου οποίου την ψυχή ενοικεί η ασέλγεια. . . δεν ενδιαφέρεται τι θα πη ή τι θα σκεφθή ο κόσμος ενόσω μπορεί αυτός να ικανοποιήση την κακή του επιθυμία. . . . Πολλοί άνθρωποι έχουν αρκετή ευπρέπεια ώστε να ζητούν να κρύψουν το αμάρτημα των, αλλά ο ασελγής πολύ το ξεπερνά αυτό.»
Ας το παραστήσωμε αυτό μ’ ένα πρακτικό τρόπο: Ένα αρραβωνιασμένο Χριστιανικό ζεύγος θα μπορούσε, σε μια περίπτωσι επιδείξεως στοργής του ενός προς τον άλλον, αθέλητα να υπερβούν το σημείο του τι είναι καθαρό και ευπρεπές. Μολονότι δεν διαπράττουν αυτό που η Γραφή ονομάζει πορνεία (χονδροειδή σεξουαλική ανηθικότητα), το μνηστευμένο ζεύγος θα μπορούσε ωστόσο να γίνη ένοχο ενός βαθμού ακαθαρσίας, όπως είναι ο εναγκαλισμός με πολύ εμπαθή τρόπο, ή να κατευθύνουν τα χέρια των στ’ απόκρυφα μέρη του σώματος. Μπορεί να εντρέπωνται γι’ αυτό και ν’ αποφασίσουν να μη το ξανακάμουν. Είναι όμως ένοχοι ασελγούς διαγωγής;
Όχι με την πλήρη Γραφική έννοια της λέξεως διότι αυτοί δεν κατεφρόνησαν εσκεμμένα και επιδεικτικά τους δικαίους κανόνας. Φυσικά, αν έκαναν εθελουσίως συνήθειά των μια τέτοια ακάθαρτη διαγωγή, αυτό θα έδειχνε μια απρόσεκτη περιφρόνησι σε ό,τι είναι καθαρό, την αναιδή αυθάδεια που περιγράφεται με τη λέξι ασέλγεια. Έτσι επίσης και ένας νεαρός ο οποίος, μολονότι δεν έχει έντιμες προθέσεις να νυμφευθή, επιδίδεται ιδιοτελώς σε ερωτοτροπία και περιπτύξεις μ’ ένα κορίτσι—ή ίσως αφήνει το ένα κορίτσι και πιάνει το άλλο—εκδηλώνει τη φαύλη απληστία που χαρακτηρίζεται Γραφικώς ως «έκλυτη διαγωγή.» Δεν ενδιαφέρεται για το πόση βλάβη ή προσβολή προξενεί. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθή και για ένα κορίτσι που ακολουθεί παρόμοια πορεία.
Εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με την πνευματική επίβλεψι των Χριστιανικών εκκλησιών καλά θα κάνουν λοιπόν να κάνουν διάκρισι μεταξύ αυτών των Γραφικών λέξεων. Η απόφασις των Χριστιανών πρεσβυτέρων για τον τρόπο χειρισμού περιπτώσεων αδικοπραγίας μπορεί να επηρεασθή από μια τέτοια κατανόησι. Μπορεί να τους βοηθήση να συλλάβουν σαφέστερα τον συγκριτικό βαθμό της σοβαρότητος των πράξεων για τις οποίες πρόκειται. Η ανάγκη να χρησιμοποιούν ορθή κρίσι, να σταθμίζουν τις περιστάσεις, τις καταστάσεις και τις στάσεις, καταδεικνύεται επίσης ότι έχει μεγάλη σπουδαιότητα.