Μεταδίδοντας Αγαθά στους Άλλους
1. Εξηγήστε τη διαφορά μεταξύ κοσμικής και Χριστιανικής φιλοξενίας.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ φιλοξενία εκφράζει αγάπη· η κοσμική φιλοξενία εκφράζει υπερηφάνεια. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο. Η μία υποκινείται από αγάπη και καλωσύνη, η άλλη από υπερηφάνεια και ιδιοτέλεια. Οι κοσμικόφρονες κάνουν τη φιλοξενία ‘έμπροσθεν των ανθρώπων, δια να βλέπωνται υπ’ αυτών’. Συχνά περιμένουν από εκείνους που δέχονται τη φιλοξενία να κάμουν ανταπόδοσι. ‘Θα σας κάμω ένα γεύμα, αν μου κάμετε ένα γεύμα’ είναι η ουσία της φιλοξενίας του κόσμου, η οποία προέρχεται από απατηλή καρδιά. Αλλά πόσο διαφορετικός είναι ο Χριστιανός! Αυτός μεταδίδει αγαθά στους άλλους όχι λόγω υπερηφανείας ή επιθυμίας για ανταπόδοσι, αλλ’ από βαθιά αγάπη για τον Θεό και για τον άνθρωπο. Ενώ, λοιπόν, ο κοσμικός δίδει σ’ έναν άνθρωπο βάσει του ό,τι έχει, ο Χριστιανός δίδει σ’ έναν άνθρωπο βάσει του ό,τι είναι—δηλαδή ο πλησίον του, ο αδελφός του. Έρχεται γρήγορα ο καιρός που κάθε ζωντανός άνθρωπος θ’ ακολουθή αυτή τη Χριστιανική πορεία της φιλοξενίας και έτσι θα είναι όμοιος με τον Πατέρα του τον εν τοις ουρανοίς.—Ματθ. 6:1.
2, 3. (α) Ποιο αίσθημα εκδηλώνεται όταν λαμβάνη κανείς την αλήθεια; (β) Σε ποιον πλήρη βαθμό ανταποκρίνονται τα πρόβατα, σε αντίθεσι με τα ερίφια, στο άγγελμα των αδελφών του Βασιλέως;
2 Το άτομο που έχει ευθεία καρδιά, αφού έλαβε τις άφθονες πνευματικές προμήθειες του Ιεχωβά, αισθάνεται την παρόρμησι να είναι φιλόξενο και να μοιράζεται τα υλικά του πράγματα με άλλους—και τούτο για το τελικό αποτέλεσμα της μεταδόσεως των αγαθών νέων στους άλλους. Δεν ήσαν τα πρόβατα στην παραβολή του Ιησού εκείνα που εμοιράζοντο αγαθά με τον Βασιλέα; Ο Βασιλεύς είπε στα πρόβατα: «Επείνασα, και μοι εδώκατε να φάγω· εδίψησα, και με εποτίσατε· ξένος ήμην, και με εφιλοξενήσατε· γυμνός, και με ενεδύσατε· ησθένησα, και με επεσκέφθητε· εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς εμέ.» Πώς μπορούσαν τα πρόβατα να κάμουν όλα αυτά για έναν ουράνιο Βασιλέα; «Αληθώς σας λέγω», είπε ο Ιησούς, «καθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε.»—Ματθ. 25:35, 36, 40.
3 Στην εκπλήρωσι αυτής της παραβολής, κατά τη διάρκεια αυτού του καιρού του τέλους, πόσο αληθινό είναι αυτό! Για να κηρύξουν τα αγαθά νέα οι αδελφοί του Βασιλέως, το κεχρισμένο υπόλοιπο, υπέφεραν διωγμούς και ταλαιπωρίες. Ποιοι ήλθαν εις βοήθειάν των; Τα ερίφια; Ποτέ! Αυτά αρνούνται να συμμερισθούν κάτι, ούτε και συμπάθεια ή χρόνον, με τους αδελφούς του Βασιλέως. Δεν θα έδιναν βοήθεια και ανακούφισι στους πνευματικούς αδελφούς του Βασιλέως, όπως δεν θα έδιναν και στον Βασιλέα προσωπικώς αν ήταν επάνω στη γη. Αλλά τα πρόβατα, ευγνώμονα για τα πνευματικά πλούτη που φέρθηκαν σ’ αυτά, απαντούν όχι μόνο με φιλόξενη βοήθεια προς το υπόλοιπο των ακολούθων του Χριστού, αλλά και με κάτι περισσότερο: με εγκάρδια υποταγή στον Αδελφόν των, τον Βασιλέα. Και έτσι λόγω της βοηθείας και αρωγής που δίδεται στους αδελφούς του Βασιλέως, ο Βασιλεύς λέγει στα πρόβατα: «Έλθετε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου.»—Ματθ. 25:34.
4-6. Ενόσω υπάρχει ακόμη το σύστημα πραγμάτων του Διαβόλου, πώς μπορούμε να δείξωμε ότι έχομε την αληθινή αγάπη του Θεού;
4 Το να μοιραζώμεθα αγαθά με άλλους, ιδιαίτερα μ’ εκείνους που είναι αληθινοί Χριστιανοί, έχει προφανώς την επιδοκιμασία και τον έπαινο του Βασιλέως. Αφού η διακήρυξις του ευαγγελίου της Βασιλείας δεν έχει ακόμη τελειώσει, υπάρχει ακόμη ευκαιρία για μετάδοσι αγαθών στους άλλους, ώστε να βοηθηθούν, είτε από το υπόλοιπο είναι είτε από τα άλλα πρόβατα για να συνεχίσουν το έργον της Βασιλείας. «Άρα λοιπόν ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως.»—Γαλ. 6:10.
5 Ότι το να πράττωμε το καλό στους αδελφούς μας περιλαμβάνει και τη μετάδοσι υλικών προμηθειών, δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά αμφιβολία. Διότι περιγράφοντας την αληθινή αγάπη, ο απόστολος Ιωάννης είπε: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ; Τεκνία μου, μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.»—1 Ιωάν. 3:17, 18.
6 Όπως η αγάπη είναι κάτι περισσότερο από μια κίνησι της γλώσσης, έτσι υπάρχει και μια ενεργός εκδήλωσις αγάπης: η φιλοξενία. «Μη αρνηθής το καλόν προς εκείνους εις τους οποίους πρέπει, όταν ήναι εν τη χειρί σου να κάμνης αυτό. Μη είπης προς τον πλησίον σου, Ύπαγε και επανάστρεψον, και αύριον θέλω σοι δώσει· ενώ έχεις τούτο παρά σεαυτώ.» Επομένως, ένας που έχει αληθινή αγάπη, μεταδίδει αγαθά όταν υπάρχη ανάγκη βοηθείας· δεν ζυγίζει τα αγαθά επί τόσον καιρό ώστε να μη μεταδίδη ποτέ τίποτε ή, αν μεταδίδη, αυτό να είναι πολύ μικρό, πολύ καθυστερημένο. Επειδή, βρισκόμαστε ακόμη στον κόσμο του Διαβόλου, ενίοτε οι αδελφοί μας, όχι λόγω οκνηρίας ή δικού των σφάλματος, βρίσκονται σε απελπιστική ανάγκη. Η αιτία μπορεί να είναι θύελλα, πλημμύρα, φωτιά, δυστύχημα, ασθένεια ή διωγμός. Αν ένας βλέπη τον αδελφό του σε τέτοια ανάγκη και αρνήται βοήθεια, όταν μπορή να τη δώση, «πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;»—Παροιμ. 3:27, 28.
ΜΕΤΑΔΙΔΟΝΤΑΣ «ΕΙΣ ΤΑΣ ΧΡΕΙΑΣ ΤΩΝ»
7. Ποια είναι η Γραφική άποψις μεταδόσεως αγαθών; Για ν’ ακολουθήσωμε τη νουθεσία, τι πρέπει να υπερνικήσωμε;
7 Για να μεταδώσωμε αγαθά σε άλλους στον κατάλληλο καιρό και στην κατάλληλη ποσότητα, πρέπει να καταπολεμήσωμε και να υπερνικήσωμε την ανθρώπινη τάσι να είμεθα επιλήσμονες και αστόχαστοι. Κάθε άνθρωπος, απορροφημένος μέσα στη δική του σφαίρα ενεργείας, τείνει να γίνη απρόσεκτος και αδιάφορος στις ανάγκες των άλλων. Για τούτο οι Χριστιανοί νουθετούνται ως εξής: «Μη αποβλέπετε έκαστος τα εαυτού, αλλ’ έκαστος και τα των άλλων.» «Εις τας χρείας των αγίων μεταδίδοντες.» «Να ήναι ευμετάδοτοι, κοινωνικοί.» «Την δε αγαθοποιίαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε.»—Φιλιππησ. 2:4· Ρωμ. 12:13· 1 Τιμ. 6:18· Εβρ. 13:16.
8. Σε ποιους ιδιαίτερα μπορούμε να μεταδίδωμε ‘ανάλογα με τις ανάγκες των’; Γιατί αυτό δεν είναι μεροληψία;
8 Μερικοί αδελφοί, επειδή αφιερώνουν όλον τον χρόνον των στη διακήρυξι των αγαθών νέων, μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από άλλους. Αυτών ακριβώς τις ανάγκες υπάρχει συχνά ευκαιρία να εξυπηρετήσωμε. Αυτό δεν είναι μεροληψία. Είναι ο Γραφικός κανών, που διεφυλάχθη στο 1 Τιμόθεον 5:17, 18, για να τον γνωρίζωμε: «Οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιόνωνται διπλής τιμής,» ή, όπως προσθέτει η υποσημείωσις της μεταφράσεως Νέου Κόσμου «διπλής ανταμοιβής.» Ποιοι ειδικώς είναι άξιοι αυτής της «διπλής ανταμοιβής»; «Μάλιστα όσοι κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν. Διότι λέγει η γραφή, “Δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος·” και, “Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού”.» Γνωρίζετε εκείνους που εργάζονται σκληρά. Δεν είναι δύσκολο να το πούμε. Το να δείξωμε προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτούς και να μεταδίδωμε σ’ αυτούς ‘ανάλογα με τις ανάγκες’ των και ανάλογα ακόμη με τα δικά μας μέσα, είναι κατάλληλο και ευάρεστο στον Θεό. Δεν είναι προσωποληψία όταν παρέχωμε αυτή τη «διπλή» φιλοξενία σε υπηρέτας περιφερειών και περιοχών, σε ιεραποστόλους, σε σκαπανείς και άλλους, οι οποίοι «κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν» των αγαθών νέων. Είναι θέλημα του Θεού.
9, 10. (α) Τι είπε ο απόστολος, όταν έγραφε στην εκκλησία, όσον αφορά εκείνους που προΐστανται καλώς και που κοπιάζουν στο κήρυγμα του ευαγγελίου; (β) Ποιο προνόμιο παρουσιάζεται μπροστά μας σήμερα όπως και στους Χριστιανούς του πρώτου αιώνος;
9 Ο απόστολος συχνά συνιστούσε να γίνουν δεκτοί μερικοί, λόγω του έργου των, με γενναιόδωρη και γεμάτη κατανόησι φιλοξενία. «Συνιστώ δε εις εσάς Φοίβην την αδελφήν ημών, ήτις είναι διάκονος της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς· δια να δεχθήτε αυτήν εν Κυρίω αξίως των αγίων, και να παρασταθήτε εις αυτήν εις ό,τι πράγμα έχει χρείαν υμών· διότι και αύτη εστάθη προστάτις πολλών, και εμού αυτού.» Ο Παύλος εγνώριζε ότι η Φοίβη, «διάκονος» της εκκλησίας Κεγχρεών, ήταν μια κοπιάζουσα εργάτις και ότι συχνά εμοιράσθη τις προμήθειες της με άλλους, και με τον απόστολο τον ίδιο. Τώρα συνιστά να γίνη δεκτή από τους αδελφούς της Ρώμης με τον τρόπο που και αυτή εδέχθη άλλους, «αξίως των αγίων.»—Ρωμ. 16:1, 2.
10 Όταν το κυβερνών σώμα των Χριστιανών του πρώτου αιώνος απέστειλε ειδικούς υπηρέτας στις εκκλησίες για να εξυπηρετήσουν τις πνευματικές των ανάγκες, ήταν προνόμιο των ενδιαφερομένων αδελφών να εκδηλώσουν φιλοξενία. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Το κυβερνών σώμα αποστέλλει ειδικούς υπηρέτας, όπως περιφερειακούς υπηρέτας, υπηρέτας περιοχής και αδελφούς του Μπέθελ για να βοηθήσουν πνευματικώς τις εκκλησίες. Είναι προνόμιο των εκκλησιών να δεχθούν αυτούς τους ειδικούς υπηρέτας «αξίως των αγίων», ‘μεταδίδοντες εις τας χρείας των’.
11. (α) Τι σημαίνει να ‘μεταδίδωμεν εις τας χρείας των’; (β) Όταν μεταδίδωμε αγαθά, τι κερδίζει πραγματικά την εύνοια του Θεού;
11 Αφού η Χριστιανική φιλοξενία είναι ‘μετάδοσις εις τας χρείας των’, είναι γενναιόδωρη και όμως «μετρημένη». Πρέπει να είμεθα έτοιμοι να μεταδώσωμε, αλλά λογικοί στη μετάδοσι. (Τίτον 3:2) Να είσθε «νηφάλιοι». Μολονότι η γενναιοδωρία είναι Γραφικός κανών, η σπατάλη δεν είναι. Κανείς δεν πρέπει να κάνη πτωχόν τον εαυτό του, έστω και προσωρινώς μόνο. Μερικές φορές αδελφοί δεν προσφέρονται να μοιρασθούν αγαθά με άλλους επειδή φρονούν ότι εκείνο που έχουν να προσφέρουν δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, δεν είναι «μόσχος σιτευτός». Αυτοί δεν έχουν το ορθό φρόνημα. Κανείς αδελφός δεν πρέπει ν’ απέχη από το να φιλοξενή έναν ειδικόν υπηρέτην επειδή εκείνο που έχει να προσφέρη είναι συνήθης τροφή. Όταν ο Υιός του Θεού έκανε φιλοξενία, μήπως φρονούσε ότι η συνήθης τροφή δεν ήταν αρκετά καλή; Βέβαια, το φαγητό που επρομήθευσε θαυματουργικά για τους 5.000 δεν απετελείτο από τον «σιτευτόν μόσχον», αλλ’ από ψωμί και ψάρια. Μολονότι ο Ιησούς, με τη δύναμι του Θεού, θα μπορούσε να έχη προμηθεύσει ένα συμπόσιο εξίσου πολυτελές όσο και των πλουσίων Ρωμαίων, επροτίμησε να τους θρέψη ‘ανάλογα με τας ανάγκας των’. Ποτέ, λοιπόν, μη φρονείτε ότι πρέπει να παρουσιάσετε καλύτερες συνθήκες από εκείνες που είναι πραγματικά οι δικές σας· αυτό δεν θα εσήμαινε ότι ακολουθείτε την πορεία της φιλοξενίας, αλλά την πορεία της υπερηφανείας. Η Χριστιανική μας γενναιοδωρία πρέπει να είναι ίση με τη διάθεσί μας να κάνωμε οικονομίες χάριν των αγαθών νέων. Τότε η γενναιοδωρία μας δεν θα μετατραπή ποτέ σε σπατάλη και η οικονομία μας δεν θα μετατραπή ποτέ σε φιλαργυρία. Όταν μεταδίδετε, εκείνο που υπολογίζεται ενώπιον του Θεού δεν είναι το τι μεταδίδετε, αλλά γιατί το μεταδίδετε: «Εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναι τις ευπρόσδεκτος, καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.»—1 Τιμ. 3:2, Κείμενον· 2 Κορ. 8:12.
12. (α) Εξηγήστε τον Χριστιανικό τρόπο αποδοχής αγαθών. (β) Ποιος κίνδυνος υπάρχει στην αχαλίνωτη ιδιοτέλεια;
12 Όπως ακριβώς πρέπει να είμεθα λογικοί όταν δίδωμε, έτσι πρέπει να είμεθα και όταν λαμβάνωμε. Αφού δίδομε «αξίως των αγίων», πρέπει, με όμοιο τρόπο, να λαμβάνωμε. Να είσθε λογικοί όταν δέχεσθε εκείνο που προσφέρεται. Παραδείγματος χάριν, αν έχετε προσκληθή να μοιρασθήτε μ’ έναν άλλον την τροφή του, να είσθε μετρημένοι, να είσθε ανιδιοτελείς. Αν υπάρχουν πέντε άτομα για να μοιρασθούν ένα φαγητό και υπάρχουν πέντε μόνο τεμάχια κρέατος στο τραπέζι, εκείνο που είναι ευγενικό, εκείνο που είναι ανιδιοτελές, είναι να πάρωμε μόνο ένα τεμάχιο, μολονότι η όρεξίς μας μπορεί να επιθυμή περισσότερα. Ο Ιεχωβά μισεί τους ιδιοτελείς ανθρώπους. Κανείς πλεονέκτης, λοιπόν, δεν θα κληρονομήση τη βασιλεία του Θεού. (1 Κορ. 6:10) Θυμηθήτε, ότι στο τέλος της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού θα γίνη μια εκδήλωσις ιδιοτελείας που θα κάμη αναριθμήτους ανθρώπους να συμμερισθούν την τύχη του Διαβόλου. Αρχίστε τώρα να ξερριζώνετε όλες τις μορφές της ιδιοτελείας. Όσο περισσότερη πρόοδο κάνομε προς αυτή την κατεύθυνσι τώρα, τόσο καλύτερα θα είναι για μας όταν θα έλθη η τελική δοκιμασία. Όπως, λοιπόν, το να δίδωμε απαιτεί άγρυπνη καλωσύνη και περίσκεψι, έτσι και το να λαμβάνωμε.
ΜΕΤΑΔΙΔΟΝΤΑΣ «ΧΩΡΙΣ ΓΟΓΓΥΣΜΩΝ»
13. Για να υπολογίζεται ενώπιον του Θεού, πώς πρέπει να γίνεται η φιλοξενία;
13 Το ανιδιοτελές άτομο δίνει αγόγγυστα. «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.» Θα εφαίνετο περιττό το να νουθετήσωμε οποιονδήποτε να δίνη αγόγγυστα. Εν τούτοις, ο Πέτρος εθεώρησε αναγκαίο να πη: «Γίνεσθε φιλόξενοι εις αλλήλους, χωρίς γογγυσμών.»—2 Κορ. 9:7· 1 Πέτρ. 4:9.
14. (α) Γιατί μερικοί μπορεί να είναι γογγύζοντες δόται; (β) Πώς μπορεί κανείς να ανακαλύψη εκείνους που καταχρώνται της φιλοξενίας, και ποιος Γραφικός κανών πρέπει να εφαρμόζεται σ’ αυτούς;
14 Μερικοί από τους πρώτους Χριστιανούς ασφαλώς εγόγγυζαν όταν παρείχαν φιλοξενία. Μπορεί να ήσαν ιδιοτελείς, φιλάργυροι, φειδωλοί. Ή πιθανώς είχαν μια πείρα μ’ έναν που κατεχράτο της φιλοξενίας, κάνοντάς τους να αισθάνωνται δυσαρέσκεια. Μερικοί στη Θεσσαλονίκη περιπατούσαν «ατάκτως» «μη εργαζόμενοι μηδέν». Κάποιοι απ’ αυτούς μπορεί να ήσαν παράσιτοι, αποζώντας από τη φιλοξενία των αδελφών. Μπορεί να είχαν πάει σε διάφορα σπίτια, ζώντας σαν παράσιτα εις βάρος των αδελφών. Οπωσδήποτε ο Παύλος εθεώρησε σοφό να ορίση τον κανόνα: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.» Εφαρμόζοντας αυτή τη Γραφική αρχή, κανείς αδελφός δεν πρέπει να φρονή ότι είναι επικίνδυνο να παρέχη φιλοξενία. Γιατί; Διότι αν έχη κάποια ικανότητα διακρίσεως, μπορεί να επισημάνη εκείνον που καταχράται της φιλοξενίας. Διότι ο παράσιτος δεν έχει πνευματικό φρόνημα· η συνομιλία του δεν είναι γνησίως θεοκρατική. Η έλλειψις πνευματικού φρονήματος ανακαλύπτεται εύκολα. Αλλά, επάνω απ’ όλα, υπάρχει το θετικό σημείο της εργασίας. Ένας εργάτης που μοχθεί δεν έχει καιρό να ζη ως παράσιτος επειδή απασχολείται πολύ στο να προμηθευθή τα χρειώδη της ζωής του και να κηρύξη τα αγαθά νέα. Ένας παράσιτος έχει καιρό να ζη ως τοιούτος επειδή δεν εργάζεται σκληρά. Υπάρχουν, λοιπόν, εύκολοι τρόποι να προσδιορίσωμε εκείνους που είναι άξιοι της φιλοξενίας μας. Σ’ αυτούς πρέπει να μεταδίδωμε «χωρίς γογγυσμών».—2 Κορ. 9:7· 2 Θεσ. 3:10, 11.
15. Ποιον έπαινο και ενθάρρυνσι έδωσε ο απόστολος Ιωάννης στον αγαπητό του φίλο Γάιο;
15 Πολλοί είναι εκείνοι που κατονομάζονται στην Αγία Γραφή επειδή εκτιμούσαν τη φιλοξενία ως μεγάλο προνόμιο και έδιναν «χωρίς γογγυσμών». Στον Γάιο, ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Αγαπητέ, έργον άξιον πιστού πράττεις, ό,τι κάμης εις τους αδελφούς και εις τους ξένους, οίτινες εμαρτύρησαν περί της αγάπης σου ενώπιον της εκκλησίας· τους οποίους καλώς θέλεις πράξει προπέμψας αξίως του Θεού. Διότι υπέρ του ονόματος αυτού εξήλθον, χωρίς να λαμβάνωσι μηδέν από των εθνών. Ημείς λοιπόν χρεωστούμεν να υποδεχώμεθα τους τοιούτους, δια να γινώμεθα συνεργοί εις την αλήθειαν.» Ο Γάιος είχε δείξει φιλοξενία σε μοχθούντας εργάτας και τώρα ο Ιωάννης, που είχε ακούσει για το θαυμάσιο πνεύμα του, τον επαινεί διότι έπραττε «έργον άξιον πιστού». Ενθαρρύνει τον Γάιο περαιτέρω λέγοντάς του να εξακολουθήση να υποδέχεται τους αδελφούς «αξίως του Θεού» του ιδίου.—3 Ιωάν. 5-8.
16-18. (α) Ποια ήταν η Λυδία, και γιατί πρέπει να είμεθα όμοιοι με αυτήν; (β) Πώς έβλεπε ο απόστολος Παύλος τη φιλοξενία; Γιατί πρέπει να είμεθα όμοιοι με αυτόν;
16 Μια άλλη που έδειξε το ορθό πνεύμα ήταν η Λυδία. Ο Παύλος τη συνήντησε στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Αυτή εδέχθη την αλήθεια και εβαπτίσθη. «Αφού δε εβαπτίσθη αυτή και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα, Εάν με εκρίνατε ότι είμαι πιστή εις τον Ιεχωβά, εισέλθετε εις τον οίκον μου, και μείνατε· και μας εβίασεν.»—Πράξ. 16:15.
17 Η Λυδία αληθινά ακολούθησε την πορεία της φιλοξενίας. Ο Παύλος επίσης έδειξε το ορθό πνεύμα. Η Λυδία εθεώρησε ότι θα ήταν μεγάλο προνόμιο το να φιλοξενήση αυτούς τους δούλους του Ιεχωβά. Και ο Παύλος δεν ήταν υπερβολικά ανυπόμονος· ποτέ δεν ενήργησε ωσάν η Λυδία να ήταν υποχρεωμένη να τον δεχθή. Ποτέ δεν έδειξε ο Παύλος κάποια εκβιαστική ή επιτακτική στάσι. Δεν ανέφερε τίποτε για τροφή και στέγη. Η Λυδία η ίδια έκαμε την πρότασι. Πόσο άγρυπνη ήταν! Ήξερε ότι ο Παύλος εχρειάζετο να φάγη και ότι εχρειάζετο ένα μέρος για να κοιμηθή τη νύχτα. Και ο Παύλος, μη θέλοντας να είναι βάρος κανενός, αδιάφορο πόσο άφθονα μέσα το άτομο αυτό διέθετε, εδέχθη μόνο αφού εκείνη τον παρότρυνε έντονα. Η έκφρασις του Λουκά—«Και μας εβίασεν»—δείχνει τι διακριτικό και θερμό άτομο ήταν η Λυδία. Να είσθε όμοιοι μ’ αυτήν.
18 Πρέπει επίσης να είμεθα όμοιοι με τον Παύλο. Αυτός ποτέ δεν έκαμε κανένα να αισθάνεται ότι ήταν υποχρεωμένος στον απόστολο. Ποτέ, λοιπόν, μη θεωρείτε τη φιλοξενία σαν κάτι οφειλόμενο σε σας. Ποτέ μη νομίζετε ότι οι αδελφοί σας την οφείλουν. Παραδείγματος χάριν, αν ένας αδελφός χρησιμοποιήση το αυτοκίνητό του για να σας φέρη σε μια συνάθροισι, ποτέ μη νομίζετε ότι από τότε και στο εξής είναι υποχρεωμένος να το κάνη αυτό κάθε εβδομάδα. Η κατάλληλη, ανιδιοτελής στάσις πρέπει να είναι: ‘Αληθινά, θα πάω πεζός στη συνάθροισι μάλλον παρά να γίνω βάρος σε οποιονδήποτε. Αν ένας αδελφός μου δείχνη καλωσύνη παίρνοντάς με στη συνάθροισι με το αυτοκίνητό του, θα ευχαριστήσω τον Ιεχωβά για τη στοργική αγαθότητά του· και αν δεν το κάνη αυτό ξανά, δεν θα δυσαρεστηθώ’. Με το να τηρούμε αυτή την ανιδιοτελή στάσι, οι αδελφοί που δίνουν θα αισθάνωνται ότι εκείνο που προσφέρουν είναι «ως ευλογία και μη ως πλεονεξία.»—2 Κορ. 9:5, Κείμενον.
ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
19. Όταν καταβάλλωμε την προσπάθεια να είμεθα φιλόξενοι, τι πρέπει να έχωμε υπ’ όψι;
19 Αν επιθυμούμε να μεταδίδωμε αγαθά στους άλλους, πρέπει να καταβάλωμε την προσπάθεια. Αυτή η προσπάθεια δεν πρέπει να φέρνη σε αμηχανία τους άλλους και πρέπει να είναι εύκολα δεκτή. Έτσι, αν προσκαλήτε έναν μοχθούντα συνεργάτη στο γεύμα, αντί να πήτε, «Θα ήθελες να γευματίσης μαζί μας;» ειπέτε, «Έλα στο γεύμα μαζί μας.» Αν το επιθυμήτε, ειπέτε το θετικά. Επαναφέροντας στο νου τη διάθεσι του αποστόλου Παύλου να ‘φυλάττη τον εαυτό του αβαρή’, μπορείτε να φαντασθήτε πώς θα απαντούσε σε μια ερώτησι σαν κι αυτή, «Θα ήθελες να γευματίσης μαζί μας;» Η Λυδία εχρησιμοποίησε μια θετική πρόσκλησι, και ακόμη και τότε ‘τον εβίασεν’.
20, 21. (α) Αναφέρατε Γραφικά παραδείγματα εκείνων που βγήκαν έξω από τη συνήθη τους πορεία για να μεταδώσουν αγαθά. (β) Ποια εγκάρδια ανταπόκρισι ενέπνευσε η φιλοξενία τους;
20 Το να καταβάλωμε την προσπάθεια, ενίοτε, απαιτεί ν’ αλλάξωμε την κατεύθυνσί μας. Όταν ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, εμνημόνευσε πώς ο Ονησιφόρος τον ανεζήτησε και επεσκέφθη τον απόστολο στη φυλακή για να του δώση αναψυχή. «Είθε ο Κύριος να δώση έλεος εις τον οίκον του Ονησιφόρου· διότι πολλάκις με παρηγόρησε, και δεν επησχύνθη την άλυσίν μου, αλλ’ ότε ήλθεν εις την Ρώμην, μ’ εζήτησε μετά σπουδής πολλής, και με εύρεν.» Σε μια μεγάλη πόλι σαν τη Ρώμη εχρειάζετο ‘αναζήτησις μετά πολλής σπουδής’ για να βρη κανείς τον Παύλο. Αλλ’ ο Ονησιφόρος κατέβαλε την προσπάθεια. Έφερε στον φυλακισμένο απόστολο τρόφιμα, όχι μία ή δύο φορές, αλλά «πολλάκις». Τόσο βαθιά συνεκίνησε αυτή η φιλοξενία την καρδιά του Παύλου, ώστε να αναφωνήση: «Είθε ο Κύριος να δώση εις αυτόν να εξεύρη έλεος παρά του Ιεχωβά εν εκείνη τη ημέρα.»—2 Τιμ. 1:16-18, ΜΝΚ.
21 Μια άλλη που βγήκε έξω από τη συνήθη της πορεία για να κάμη δυνατή τη φιλοξενία ήταν η Σουναμίτις. Αυτή παρετήρησε ότι ο Ελισσαιέ υπηρετούσε τον Ιεχωβά. Όταν περνούσε, αυτή κατέβαλλε την προσπάθεια να τον παρακαλή να εισέλθη για αναψυχή. Μια μέρα έκρινε ότι θα μπορούσε να κάμη περισσότερα. Είπε, λοιπόν, στον σύζυγό της: «Ιδού τώρα, γνωρίζω ότι είναι άγιος άνθρωπος του Θεού ούτος, όστις πάντοτε διαβαίνει προς ημάς· ας κάμωμεν, παρακαλώ, μικρόν υπερώον επί του τοίχου· και ας βάλωμεν εκεί δι’ αυτόν κλίνην, και τράπεζαν, και καθέδραν, και λύχνον, δια να στρέψη εκεί, όταν έρχηται προς ημάς.» Μια μέρα που ο Ελισσαιέ ανεπαύετο σ’ αυτό το δωμάτιο, ερώτησε την οικοδέσποινα αν μπορούσε να της κάμη κάποια καλωσύνη για ανταπόδοσι. Αυτή δεν εζήτησε τίποτε. Αλλά μέσω του δούλου του ο Ελισσαιέ έμαθε ότι η Σουναμίτις δεν είχε τέκνα και ότι ο σύζυγός της ήταν προχωρημένης ηλικίας. Κατενόησε τι μεγάλη ευλογία θα ήταν γι’ αυτή τη γυναίκα να έχη ένα γυιό. Ο προφήτης την εκάλεσε και της είπε ότι το επόμενο έτος θα είχε ένα γυιό στην αγκάλη της. Τι μακάριος ήταν ο κλήρος της! Η πιο μύχια ελπίδα της επραγματοποιήθη—επειδή ακριβώς κατέστησε δυνατόν για έναν από τους δούλους του Ιεχωβά να μοιρασθή μαζί της τη στέγη της.—2 Βασ. 4:9, 10.
22-25. (α) Ποια μπορεί να είναι η αιτία της αποτυχίας να είμεθα «ευμετάδοτοι»; (β) Όταν ο απόστολος Παύλος αισθανόταν τον εαυτό του σε ανάγκη, ποιοι ήσαν «ευμετάδοτοι» και ποιοι δεν ήσαν; (γ) Γιατί ο απόστολος Παύλος είπε ότι «εγύμνωσε» τις εκκλησίες της Μακεδονίας με το να δεχθή την υποστήριξί τους;
22 Όταν οι αδελφοί αστοχούν να είναι άγρυπνα διακριτικοί και «ευμετάδοτοι», όπως η Σουναμίτις και ο Ονησιφόρος, ενώ έχουν τα μέσα, μήπως αυτό συμβαίνει επειδή είναι φιλάργυροι; Πιθανώτερο είναι ότι αυτό οφείλεται σε τελεία απερισκεψία ή ίσως σε έλλειψι ωριμότητος. Σχετικά ενθυμούμεθα τους Κορινθίους, όταν ο Παύλος τούς υπηρέτησε για πρώτη φορά. Παρά την εργασία του που τον απασχολούσε μέρος του χρόνου του, ο Παύλος ήλθε σε στέρησι. Τώρα οι Κορίνθιοι δεν ήσαν «ευμετάδοτοι». Δεν κατέβαλαν προσπάθεια να προμηθεύσουν τα χρειώδη στον Παύλο. Αργότερα, όταν ήταν μακριά απ’ αυτούς, ο Παύλος αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρη το γεγονός ότι τους είχε υπηρετήσει χωρίς να ζητήση απολύτως τίποτε:
23 «Ή έπραξα αμαρτίαν, ταπεινόνων εμαυτόν δια να υψωθήτε σεις, διότι σας εκήρυξα δωρεάν το ευαγγέλιον του Θεού; Άλλας εκκλησίας εγύμνωσα, λαβών τα αναγκαία δια την υπηρεσίαν σας· και ότε ήμην παρών εις εσάς και εστερήθην, δεν κατεβάρυνα ουδένα· διότι την στέρησίν μου προσανεπλήρωσαν οι αδελφοί ελθόντες από Μακεδονίας.»—2 Κορ. 11:7-9.
24 Τα λόγια αυτά πρέπει να μας κάμουν να σκεφθούμε. Οι Κορίνθιοι παρέλειψαν να σκεφθούν. Ο Παύλος τους υπηρέτησε επί ένα έτος και πλέον, αλλ’ αυτοί δεν μετέδωσαν ποτέ ‘εις τας χρείας του’. Όταν ήλθε σε στέρησι, οι αδελφοί της Μακεδονίας τού επρομήθευσαν τα χρειώδη και μάλιστα με αφθονία. Η πολύ χτυπητή δήλωσις ότι ο Παύλος «εγύμνωσε» άλλες εκκλησίες με το να δεχθή την υποστήριξί των για να υπηρετήση τους Κορινθίους, δείχνει πόσο βαθιά ταραγμένος ήταν ο απόστολος. Γιατί; Όχι για τον εαυτό του. «Έμαθον να ήμαι αυτάρκης εις όσα έχω. Εξεύρω να ταπεινόνωμαι.»—Φιλιππησ. 4:11, 12.
25 Ιδού που ενέκειτο το ζήτημα: Οι αδελφοί της Κορίνθου προφανώς είχαν τα υλικά μέσα για να μεταδώσουν αγαθά. Πράγματι, τόσο εφημίζετο ο πλούτος της Κορίνθου, ώστε να είναι παροιμιώδης. Αλλά οι Μακεδονικές εκκλησίες—αυτές ήσαν πτωχές, πολύ πτωχές, τόσο πτωχές, ώστε ο Παύλος μίλησε για την «βαθείαν πτωχείαν» των, η οποία ανέδειξεν εκ περισσού τον πλούτον της ελευθερότητός αυτών. Όμως παρά την εσχάτη αυτή πτωχεία, οι Μακεδόνες ζητούσαν το προνόμιο να μεταδίδουν αγαθά· συχνά έδιναν πέρα από τα πραγματικά των μέσα. Εκτός τούτου, οι Μακεδονικές εκκλησίες εχρειάζοντο εκείνο το ολίγο που είχαν, για να προαγάγουν τα αγαθά νέα στη δική τους εδαφική περιοχή, στην περίπτωσι δε αυτή υπεστήριζαν τον Παύλο σε μια πόλι φημισμένη για τον πλούτο της. Οι Κορίνθιοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Αλλά ο Παύλος, ο οποίος πάντοτε ήθελε να είναι το ευαγγέλιον δωρεάν χάρισμα, ποτέ δεν τους εζήτησε, και αυτοί ποτέ δεν προσέφεραν για να βοηθήσουν.—2 Κορ. 8:1-4.
26. Πώς μπορούν οι Χριστιανικές εκκλησίες σήμερα να δείξουν ένα «Μακεδονικό» πνεύμα μεταδόσεως;
26 Τι αντίθεσις! Οι Κορίνθιοι πολύ απερίσκεπτοι και πολύ ανώριμοι για να σκεφθούν να μεταδώσουν αγαθά, οι δε Μακεδόνες τόσο στοχαστικοί και τόσο ώριμοι, ώστε μετέδιδαν αγαθά πέρα από την πραγματική τους ικανότητα. Οι Χριστιανικές εκκλησίες σήμερα πρέπει να είναι όμοιες με τους Μακεδόνας, στοχαστικές και άγρυπνες να μεταδίδουν αγαθά. Μερικοί αδελφοί με αυτοκίνητα, πρόθυμα αλλάζουν κατεύθυνσι για να φέρουν καλής θελήσεως άτομα στις συναθροίσεις. Αυτό είναι ωραίο. Όμως μερικές φορές εκείνοι που είναι κάτοχοι αυτοκινήτων λησμονούν ότι μπορούν να μοιρασθούν τη μεταφορά μαζί με τους αδελφούς των. Πόσο θαυμαστό είναι όταν αδελφοί χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά των για να βοηθήσουν αναπήρους ή ηλικιωμένους και εκείνους που ζουν σε απόμερους τόπους! Μερικοί, που παραμελούν το μεταδοτικό πνεύμα, λέγουν: ‘Αληθινά, αν ωδηγούσα το αυτοκίνητο ως την άκρη της πόλεως για να πάω μια ηλικιωμένη αδελφή στο σπίτι της μετά τη συνάθροισι, θα έχανα μισή ώρα! Πράγματι, η μετάδοσις αγαθών μπορεί να παίρνη μέρος του χρόνου σας. Αλλά όταν παρεκκλίνωμε από τη συνήθη μας πορεία για να βοηθήσωμε αδελφούς μας και χρησιμοποιούμε ολίγα λεπτά του χρόνου, ο χρόνος αυτός δεν είναι χαμένος: «Την δε αγαθοποιίαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε· διότι εις τοιαύτας θυσίας ευαρεστείται ο Θεός.»—Εβρ. 13:16.
27. Ποιες ερωτήσεις όσον αφορά τη μετάδοσι αγαθών στους άλλους πρέπει να θέσωμε στον εαυτό μας;
27 Ερωτήστε τον εαυτό σας τώρα: Μεταδίδω ποτέ αγαθά στους άλλους; Θα μπορούσα; Παρεκκλίνω ποτέ από τη συνήθη μου πορεία για να δείξω καλωσύνη στους αδελφούς μου; Σκεφθήτε επάνω σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Και αν έχετε ένα αυτοκίνητο και βρέχη μετά τη συνάθροισι, προτού αναχωρήσετε, καταβάλλετε μήπως μια ειδική προσπάθεια να εξετάσετε αν μπορήτε να δείξετε καλωσύνη με το να πάρετε κάποιον στο αυτοκίνητό σας; Αν έχετε ένα γεύμα και έχετε πλεόνασμα, σκέπτεσθε ποτέ να παρακαλέσετε ένα σκαπανέα να το μοιρασθή μαζί σας; Αν έχετε περίσσια ενδύματα, ερωτάτε ποτέ έναν ενδεή αδελφό αν μπορή να τα χρησιμοποιήση; Ή λησμονείτε να μεταδίδετε αγαθά στους άλλους; Ο απόστολος του Χριστού είπε: «Μη λησμονείτε.»
28. Σε τι πρέπει να είναι άγρυπνοι οι υπηρέται εκκλησιών;
28 Αν είσθε ένας υπηρέτης εκκλησίας και προσκαλήτε έναν αδελφό από μια γειτονική εκκλησία να μιλήση, μήπως αφήνετε στην τύχη το αν θα γίνη φιλόξενα δεκτός από τους αδελφούς; Ή τους πληροφορείτε για το προνόμιό τους; Μπορείτε να φαντασθήτε τους Μακεδόνας αδελφούς, παρά την πτωχεία τους, ν’ αφήνουν ποτέ έναν επισκέπτη διάκονο στο δρόμο με αδειανό στομάχι;
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
29. (α) Μολονότι οι αδελφοί μοιράζονται μαζί μας αγαθά χάριν του ευαγγελίου, ποια υποχρέωσίς μας δεν ακυρώνεται; (β) Πώς μπορεί η ευγνωμοσύνη, παρόμοια με την αγάπη, να εκφρασθή και με λόγο και έργο;
29 Όταν οι αδελφοί μάς δείχνουν φιλοξενία ανάλογα με τις ανάγκες μας, γνωρίζομε ότι το πράττουν αυτό με την υψηλή έννοια, χάριν του ευαγγελίου. Το ότι το γνωρίζομε αυτό δεν εκμηδενίζει την υποχρέωσί μας να είμεθα ευγνώμονες· πράγματι, πρέπει να είμεθα ακόμη περισσότερο άγρυπνοι στο να είμεθα ευγνώμονες. Όταν αδελφοί μοιράζωνται μαζί σας αγαθά, μη λησμονείτε να εκφράσετε την εκτίμησί σας με λόγια. Προελέχθη γι’ αυτές τις «έσχατες ημέρες» ότι οι άνθρωποι θα ήσαν «αχάριστοι», και τέτοιοι είναι. (2 Τιμ. 3:1, 2) Αλλά ποτέ δεν πρέπει εκείνοι που ανήκουν στην κοινωνία του Νέου Κόσμου να κοιμώνται ως προς την ευγνωμοσύνη! Μερικές φορές μπορούμε να εκφράσωμε εκτίμησι όχι μόνο με λόγο, αλλά και με έργο. Έτσι, όταν πηγαίνετε με το αυτοκίνητο ενός που ξέρετε ότι έχει περιωρισμένα υλικά μέσα, όπως ενός σκαπανέως, μια λογική συνεισφορά βενζίνης και λαδιού αντανακλά ένα ευγνώμον πνεύμα. Πάντοτε να θυμάσθε ότι αν ένας άνθρωπος δείχνη εκτίμησι για μικρά, ακόμη και μηδαμινά οφέλη, αυτό δείχνει ότι ζυγίζει τις καρδιές των ανθρώπων και όχι τα αγαθά τους, ότι εκτιμά έναν άνθρωπο για ό,τι είναι και όχι για ό,τι έχει. Επομένως, η ευγνωμοσύνη μπορεί να μας βοηθήση να γίνωμε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα μας, ο οποίος βλέπει την καρδιά.
30. Ποιες ευλογίες πηγάζουν από το να μεταδίδωμε αγαθά στους άλλους χάριν του ευαγγελίου;
30 Πραγματικά, η φιλοξενία που παρέχεται χάριν του ευαγγελίου παράγει πλούσιες ευλογίες. Διότι διεγείρεται όχι μόνο ένα πνεύμα ευγνωμοσύνης στον άνθρωπο, αλλά, προπάντων, στον Θεό. Όσο πιο ευγνώμονες είμεθα στον Θεό, τόσο η καρδιά μας ευρύνεται, τόσο πλουσιώτεροι γινόμεθα σε πνευματική διάκρισι. Ο Παύλος είπε: «Πλουτιζόμενοι κατά πάντα εις πάσαν ελευθεριότητα, ήτις εργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν εις τον Θεόν. Διότι η διακονία της υπηρεσίας ταύτης ουχί μόνον προσαναπληροί τας στερήσεις των αγίων, αλλά και περισσεύει δια πολλών ευχαριστιών προς τον Θεόν.» Η φιλοξενία, λοιπόν, και όταν δίδεται και όταν λαμβάνεται, βαθύνει την αγάπη μας για Εκείνον που έθεσε το φιλόξενο πνεύμα στην καρδιά των αδελφών μας, τον Θεόν του ελέους, τον Ιεχωβά.—2 Κορ. 9:11, 12.
31. Γιατί η μετάδοσις υλικών πραγμάτων δεν είναι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός του αληθινού Χριστιανού; Ποιο είναι το πρωταρχικό μέλημά του;
31 Αν είμεθα πρόθυμοι να μεταδίδωμε υλικά πράγματα χάριν των αγαθών νέων, είναι απίστευτο ότι θα μπορούσαμε να παραμελούμε τη μετάδοσι αυτών τούτων των αγαθών νέων! Πολλοί είναι ακόμη οι άνθρωποι που νομίζουν ότι όλο εκείνο που απαιτεί ο Θεός είναι το να είμεθα φιλόφρονες και να κάνωμε το καλό μ’ ένα φυσικό τρόπο. Αλλά στην πραγματικότητα η μετάδοσις στους άλλους των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού είναι εκείνη με την οποία «και σεαυτόν θέλεις σώσει και τους ακούοντάς σε». Υπάρχει κάτι το ελαττωματικό και ατελές στην αγάπη εκείνων που είναι πρόθυμοι να μεταδίδουν φυσικά πράγματα, αλλά όχι πνευματικά, διότι δεν ακολουθούν αληθινά τον Χριστό. (Ματθ. 19:21 ) Η εξυπηρέτησις, λοιπόν, των σωματικών αναγκών μόνο, δεν είναι αρκετή: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, . . . αγάπην δε μη έχω [ώστε ν’ ακολουθώ τον Χριστό μεταδίδοντας ζωοπάροχα πνευματικά πράγματα], ουδέν ωφελούμαι.» Αν αγαπούμε πραγματικά τον Θεό και τον πλησίον μας, τότε, θα κάμωμε το παν, περιλαμβανομένης της μεταδόσεως υλικών πραγμάτων στους άλλους, χάριν της προαγωγής των αγαθών νέων και έτσι θα ενωθούμε με τον απόστολο στη διαβεβαίωσι: «Κάμνω δε τούτο δια το ευαγγέλιον, δια να γείνω συγκοινωνός αυτού.»—1 Τιμ. 4:16· 1 Κορ. 13:3· 9:23.
32, 33. Από τι αυξάνουν, ένα φιλόξενο πνεύμα και μια προθυμία μεταδόσεως, αλλά τι αποτέλεσμα έχουν; Με ποιους, λοιπόν, πρέπει να είμεθα όμοιοι;
32 Πόσο πλουτίζει η φιλοξενία και το πνεύμα της μεταδόσεως! Δείχνοντας φιλοξενία στους ξένους ‘συνιστώμεν εαυτούς ως υπηρέτας του Θεού, . . . εν χρηστότητι’. Μεταδίδοντας αγαθά στους αδελφούς μας, δείχνομε αγάπη και ευγνωμοσύνη και εργαζόμεθα για την προαγωγή του ευαγγελίου. Πράγματι, ‘πλουτίζεσθε κατά πάντα εις πάσαν ελευθεριότητα’. Με λίγα λόγια, αποκτάτε τη μεγαλύτερη ευτυχία: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» Αποκτάτε μια απερίγραπτη ανταμοιβή ενδόμυχης χαράς. Πλουτίζετε την αγάπη των άλλων για σας. Προπάντων, πλουτίζετε την αγάπη μας για τον Ιεχωβά με το να εμπνέετε πολλές ‘ευχαριστίες προς τον Θεόν’. Ναι, με το να δίδη κανείς, πλουτίζει ο ίδιος. Ο Σολομών διεκήρυξε: «Οι μεν σκορπίζουσι, και όμως περισσεύονται· οι δε παρά το δέον φείδονται, και όμως έρχονται εις ένδειαν. Η αγαθοποιός ψυχή θέλει παχυνθή.» Μολονότι, λοιπόν, η φιλοξενία και η μεταδοτικότης αυξάνουν από τη γνώσι των αναγκών των άλλων, έχουν ως αποτέλεσμα να πλουτίζουν τη ζωή εκείνων που τις εξασκούν.—2 Κορ. 6:4-6· 9:11· Πράξ. 20:35· Παροιμ. 11:24, 25.
33 Γιατί, λοιπόν, να βρισκόμαστε σε ένδεια; Γιατί να μην πλουτισθούμε κατά πάντα; Να είσθε «ευμετάδοτοι, κοινωνικοί». «Γίνεσθε φιλόξενοι εις αλλήλους, χωρίς γογγυσμών.» (1 Τιμ. 6:18· 1 Πέτρ. 4:9). Να είσθε όμοιοι με τον Αβραάμ που ήταν φιλόξενος προς τους ξένους και εφιλοξένησε αγγέλους. Να είσθε όμοιοι με τη Λυδία που θεωρούσε μεγάλο προνόμιο τη φιλοξενία. Να είσθε όμοιοι με τον Ονησιφόρον, ο οποίος άνοιξε πλατιά την καρδιά ενός αποστόλου εξαιτίας της καλωσύνης του. Να είσθε όμοιοι με την Σουναμίτιν, η οποία βγήκε έξω από τη συνήθη της πορεία για να είναι φιλόξενη και έτσι επλούτισε τον εαυτό της μ’ ένα γυιό. Να είσθε όμοιοι με τους Μακεδόνας, οι οποίοι, παρά τη βαθιά πτωχεία τους, ήσαν τόσο άγρυπνοι και τόσο προσεκτικοί να μεταδίδουν αγαθά στους άλλους. Ναι, να είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ!
[Εικόνα στη σελίδα 144]
«Συνιστώ δε εις εσάς Φοίβην την αδελφήν ημών, . . .