Διαγωγή ‘Αξία των Αγαθών Νέων’
1. Ποια εξέχουσα αξία έχει η Γραφή για μας;
Η ΓΡΑΦΗ αποκαλύπτει ποιό είναι το θέλημα του Θεού για τα πλάσματά του. Μελετώντας την, ένας, που ήταν προηγουμένως χωρίς πείρα ή κατανόησι, μπορεί να γίνη σοφός· αυτή παρέχει έναν οδηγό για έναν καθαρό τρόπο ζωής, και φέρνει αγαθή συνείδησι και χαρά στην καρδιά. Γι’ αυτό ακριβώς η πληροφορία που βρίσκεται στη Γραφή όσον αφορά τους νόμους, τις εντολές και τις αρχές του Ιεχωβά είναι κάτι περισσότερο επιθυμητό από όλα τα υλικά πλούτη του κόσμου. «Ο νόμος του Ιεχωβά είναι άμωμος, επιστρέφων ψυχήν· η μαρτυρία του Ιεχωβά πιστή, σοφίζουσα τον απλούν· τα διατάγματα του Ιεχωβά ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή του Ιεχωβά λαμπρά, φωτίζουσα οφθαλμούς· ο φόβος του Ιεχωβά καθαρός, διαμένων εις τον αιώνα· αι κρίσεις του Ιεχωβά αληθιναί, δίκαιοι εν ταυτώ· πλέον επιθυμηταί παρά το χρυσίον, μάλιστα παρά πλήθος καθαρού χρυσίου, και γλυκύτεροι υπέρ το μέλι και τους σταλαγμούς της κηρήθρας. Ο δούλός σου μάλιστα νουθετείται δι’ αυτών· εις την τήρησιν αυτών η ανταμοιβή είναι μεγάλη.»—Ψαλμ. 19:7-11, ΜΝΚ.
2. Πώς ακριβής γνώσις της Γραφής μάς οδηγεί σε διαγωγή που είναι ‘αξία των αγαθών νέων’;
2 Μπορούμε, συνεπώς, να δούμε ότι για να είναι η διαγωγή μας ‘αξία των αγαθών νέων’ χρειαζόμεθα ως θεμέλιο ακριβή γνώσι του λόγου του Θεού, της Γραφής, και ειλικρινή εκτίμησι της πληροφορίας που αυτή περιέχει, μαζί μ’ έναν υγιεινό φόβο του Ιεχωβά. Με αυτό το κατάλληλο θεμέλιο θα έχωμε την κατάλληλη άποψι του ορθού και εσφαλμένου. Αυτό θα μας βοηθήση ν’ αποφύγωμε το λάθος τού να καλλιεργούμε αυτοδικαίωσι για να βλεπώμεθα από τους ανθρώπους. Για κείνους που ακολουθούν μια τέτοια πορεία ο απόστολος Παύλος έγραψε στην προς Ρωμαίους επιστολή 10:3: «Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού.» Ο ειλικρινής λάτρης του Θεού δεν θέλει να είναι σαν τους Φαρισαίους της εποχής του Ιησού, στους οποίους ο Ιησούς έλεγε: «Σεις έξωθεν μεν φαίνεσθε εις τους ανθρώπους δίκαιοι, έσωθεν όμως είσθε πλήρεις υποκρίσεως και ανομίας.» (Ματθ. 23:28) Μάλλον, με ειλικρινή και επιμελή μελέτη του λόγου του Θεού, ο δούλος του Θεού μαθαίνει να ‘αποστρέφετται το πονηρόν και να προσκολλάται εις το αγαθόν’.—Ρωμ. 12:9.
3, 4. (α) Σε ποιές δύο μεγάλες εντολές βασίζεται η ορθή διαγωγή; (β) Ποιες σχέσεις επηρεάζουν οι κανόνες και οι εντολές του Θεού, και ποια σχέσις είναι η πιο σπουδαία;
3 Διαγωγή ‘αξία των αγαθών νέων’ βασίζεται στις ίδιες δύο μεγάλες εντολές που αποτελούσαν τη βάσι της πολιτείας του Θεού με τους Ισραηλίτας, δηλαδή, ‘ν’ αγαπά κανείς τον Θεό με όλη του την καρδιά, την ψυχή, τη δύναμι και τη διάνοια και ν’ αγαπά τον πλησίον του σαν τον εαυτό του’. Έχοντας, λοιπόν, τις δύο αυτές εντολές υπ’ όψιν, ας εξετάσωμε μερικές από τις βασικές απαιτήσεις για δικαιοσύνη καθώς εκτίθενται στη Γραφή από τον Δημιουργό και ουράνιο Πατέρα μας. Καθώς ενεργούμε έτσι, θα ιδούμε ότι οι κανόνες ή οι εντολές του Θεού επηρεάζουν διάφορα μέρη της ζωής μας και της σχέσεώς μας με τους άλλους: της σχέσεώς μας με τον Θεό, με την οικογένειά μας και με τους συνανθρώπους μας. Και καθώς εξετάζομε αυτές τις εντολές του Θεού, δεν απαιτείται απλώς τυφλή υποταγή, αλλά, μάλλον, εκζήτησις ‘με όλη μας τη διάνοια και την καρδιά’ να κατανοήσωμε και εκτιμήσουμε γιατί ο Θεός μάς λέγει να πράξωμε τούτο ή εκείνο, ή να μην πράξωμε κάτι, έτσι ώστε να μπορούμε να τον υπηρετούμε με κατανόησι.—Φιλιππησ. 1:9· Ματθ. 22:37.
4 Καθώς έχομε ιδεί, η σχέσις μας με τον Θεό είναι ζωτικής σπουδαιότητος. Η λατρεία μας προς αυτόν πρέπει να είναι καθαρή και αγνή και αδιαίρετη. Ζητεί σταθερή πίστι στον λόγον του, να φοβούμεθα αυτόν μόνο ως Θεό, να δίδωμε σ’ αυτόν αποκλειστική αφοσίωσι.
5. (α) Ποια πράγματα πρέπει ν’ αποβάλη κανείς από τη ζωή του αν πρόκειται να είναι αληθινός λάτρης του Θεού; (β) Αν ένας καθ’ ομολογίαν Χριστιανός ακολουθούσε δεισιδαιμονικές μορφές λατρείας, τι θα έδειχνε αυτό;
5 Για να δώσωμε αυτό το είδος της λατρείας στον Ιεχωβά και έτσι να έλθωμε σε κατάλληλη σχέσι μαζί του, πρέπει ν’ αποβάλωμε από τη ζωή μας κάθε ψευδή εκδήλωσι λατρείας που βασίζεται σε εσφαλμένη διδασκαλία, σε ειδωλολατρία ή σε δεισιδαιμονία. Λόγω δεισιδαιμονίας μερικοί βρίσκουν δύσκολο ν’ απαλλαγούν από επιβλαβείς φόβους. Ένας κοινός φόβος, που είναι φανερός σε πολλές χώρες, είναι ο φόβος των «πνευμάτων» των νεκρών, ή ο φόβος εκείνων (που μερικές φορές ονομάζονται «μάγισσες»), που ισχυρίζονται ότι έχουν υπερφυσικές δυνάμεις. Για να προστατευθούν από τέτοιους, οι δεισιδαίμονες άνθρωποι φορούν φυλαχτά γύρω στο λαιμό ή στο χέρι ή σε άλλα μέρη του σώματος, τα φυλαχτά δε αυτά κατασκευάζονται από διάφορες ουσίες, όπως, παραδείγματος χάριν, από οστά ενός νεκρού παιδιού, με τη σκέψι ότι το πνεύμα του παιδιού θα παρείχε προστασία. Ομοίως περίτεχνες τελετουργίες κηδείας ακολουθούνται για να κατευνάζεται το «πνεύμα του αποθανόντος». Ολονύκτιες «αγρυπνίες» γίνονται έπειτα από ένα θάνατο, με πληρωμένους θρηνωδούς που κάνουν πολύν θόρυβο έτσι ώστε το «πνεύμα» του νεκρού να μην αισθάνεται ότι είναι λησμονημένο ή ατιμασμένο, και επιστρέψη και επιφέρη κάποιο κακό στην οικογένεια. Όλες αυτές οι ιδέες βασίζονται στο ψευδές δόγμα ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και εξακολουθεί να ζη μετά θάνατον. Η Γραφή καθιστά σαφές ότι δεν συμβαίνει αυτό. (Βλέπε Εκκλησιαστής 9:5, 10· Ψαλμός 146:3, 4) Το ν’ ακολουθή, κανείς τέτοιες εκδηλώσεις λατρείας δείχνει έλλειψι πίστεως και κατανοήσεως αν αυτό γίνεται από ένα καθ’ ομολογίαν Χριστιανόν, και θα κατεδείκνυε ότι αυτός δεν εξετίμησε την κατάλληλη σχέσι του προς τον Ιεχωβά. Η αληθινή λατρεία απαιτεί όχι μόνο γνώσι του τι λέγει η Γραφή, αλλά και πίστι σ’ αυτό και υποστήριξι αυτής της πίστεως με πράξεις σε αρμονία με τον λόγον του Θεού. Ενώ είναι φυσικό να αισθάνεται κανείς γνησία θλίψι όταν χάνη έναν αγαπημένο στον θάνατο, ο Χριστιανός αποφεύγει κάποια υποκριτική εξωτερική επίδειξι θλίψεως με μόνο σκοπό να ικανοποίηση ειδωλολατρικά έθιμα ή παραδόσεις.—Ιάκ. 1:22-25.
6. Ποιοι είναι τα «κακά πνεύματα», και πώς οι Χριστιανοί προστατεύονται εναντίον αυτών;
6 Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν «κακά πνεύματα», αλλ’ αυτά δεν είναι τα πνεύματα ανθρώπων που απέθαναν κάποιον καιρό στο παρελθόν. Πραγματικά, αυτά ήσαν κάποτε αγγελικοί υιοί του Θεού, οι οποίοι εστασίασαν μαζί με τον Σατανά και είναι τώρα γνωστοί ως δαίμονες ή πονηρά πνεύματα. (Ιάκ. 2:19· Αποκάλ. 16:14· Εφεσ. 6:12) Αλλ’ ο αληθινός Χριστιανός εφοδιάζεται με κατάλληλη πανοπλία για να υπερασπίζη τον εαυτό του από τις μεθοδείες αυτών των πονηρών. Εκείνοι που στέκουν στερεοί στην αλήθεια του λόγου του Θεού, που είναι δραστήριοι στο να διακηρύττουν ‘το ευαγγέλιον της ειρήνης’, που έχουν την πίστι των ισχυρή σαν μεγάλη ασπίδα και θέτουν την ελπίδα των και την εμπιστοσύνη των στον Ιεχωβά για σωτηρία, βεβαιώνονται για προστασία εναντίον οποιωνδήποτε επιθέσεων αυτών των πονηρών. (Εφεσ. 6:14-18) Ο Χριστιανός, επομένως, δεν θα κατέφευγε ποτέ στον δαιμονισμό ή στη μαγεία για προστασία ή για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο αφιερωμένος Χριστιανός διατάσσεται από τον Θεό να θέτη πίστι σ’ Αυτόν.
ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ
7. (α) Τι μπορεί να κάμη ένας Χριστιανός, όταν αρρωσταίνη, αλλά τι δεν κάνει; (β) Γιατί ο νόμος του Θεού για την απαγόρευσι στη χρήσι αίματος εφαρμόζεται ακόμη σ’ εμάς σήμερα;
7 Αυτό δεν σημαίνει ότι, όταν ένας Χριστιανός ασθενή σωματικώς, απορρίπτει ανόητα την κατάλληλη ιατρική βοήθεια. Δεν αναμένει ιδιοτελώς να κάμη ο Θεός ένα θαύμα θεραπείας προς χάριν του. Μάλλον, ο Χριστιανός χρησιμοποιεί ορθή κρίσι, λαμβάνοντας λογική και κατάλληλη φροντίδα για το σώμα του, και, αν ασθενήση, δέχεται με ευγνωμοσύνη οποιαδήποτε ιατρική περίθαλψι που μπορεί να τον βοηθήση. Αλλά δεν προσφεύγει στη «θεραπεία δια πίστεως», αφού η θαυματουργική ίασις και άλλα τέτοια χαρίσματα που ήσαν παρόντα στην πρώτη εκκλησία στον καιρό των αποστόλων έχουν ήδη παρέλθει προ πολλού. (1 Κορ. 13:8) Ούτε προσφεύγει στη μαγεία. Συγχρόνως είναι επίσης άγρυπνος να δη ότι το είδος ιατρικής περιθάλψεως που λαμβάνει δεν παραβιάζει τον νόμον του Θεού όσον αφορά το αίμα. Ο Θείος νόμος όσον αφορά το αίμα εφαρμόζεται στους Χριστιανούς σήμερα όπως ακριβώς και στο έθνος Ισραήλ. Αν και η διαθήκη του νόμου με τον Ισραήλ δεν ισχύει πια, ο νόμος του Θεού που εμπόδιζε τη λήψι αίματος στο ανθρώπινο σώμα εφαρμόζεται ακόμη. Αυτό συμβαίνει επειδή αρχικά εδόθη στον κοινόν προπάτορα τού ανθρωπίνου γένους, τον Νώε, αμέσως αφού εξήλθε από την κιβωτό μετά τον παγγήινο κατακλυσμό. Σ’ αυτή την περίπτωσι ο Θεός καθαρά εδήλωσε στον Νώε: «Κρέας όμως με την ψυχήν αυτού—με το αίμα αυτού—δεν θέλετε φάγει.»—Γέν. 9:3-6, ΜΝΚ.
8. Πώς η απαγόρευσις αυτή στη χρήσι αίματος διεσαφηνίσθη σε μια ειδική συνάθροισι των αποστόλων και των πρεσβυτέρων στην Ιερουσαλήμ;
8 Η απαγόρευσις στη χρήσι αίματος διεσαφηνίσθη πολύ στη Χριστιανική εκκλησία σε μια ειδική συνάθροισι των αποστόλων και των πρεσβυτέρων αδελφών στην Ιερουσαλήμ μερικά χρόνια μετά τον θάνατο και την ανάστασι του Ιησού Χριστού. Η θεόπνευστη απόφασις ήταν: «Εφάνη εύλογον εις τα άγιον πνεύμα και εις ημάς, να μη επιβάλλωμεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων, και αίματος, και πνικτού, και πορνείας· από των οποίων φυλάττοντες εαυτούς, θέλετε πράξει καλώς· Έρρωσθε.» (Πράξ. 15:28, 29) Θα παρατηρήσετε ότι η αποχή από αίμα εθεωρείτο εξίσου αναγκαία όσο και η αποχή από πορνεία.
9. Πώς οι Χριστιανοί δείχνουν σεβασμό για την ιερότητα του αίματος εν σχέσει με τη βρώσι κρέατος;
9 Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι αληθινοί Χριστιανοί απαιτείται να δείχνουν σεβασμό για την ιερότητα του αίματος, διότι αυτό παριστάνει τη ζωή. (Λευιτ. 17:11) Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δείχνουν αυτόν τον σεβασμό με το να είναι προσεκτικοί ν’ αποφεύγουν κάθε παραβίασι αυτού του νόμου. Ο νόμος για το αίμα εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε είδος αίματος, ζώου ή ανθρώπου. Ένας Χριστιανός είναι κάτω από την υποχρέωσι να μην τρώγη κάτι «πνικτόν», επειδή δεν έχει αφαιμαχθή. Η αρχή πάνω σ’ αυτό το ζήτημα εκτίθεται στο Λευιτικόν 17:13: «Και όστις άνθρωπος . . . κυνηγήση και πιάση ζώον, ή πτηνόν, το οποίον τρώγεται, θέλει χύσει το αίμα αυτού, και θέλει σκεπάσει αυτό με χώμα.» Για τον ίδιο λόγο ένα ζώο, που βρέθηκε νεκρό λόγω του ότι συνελήφθη σε παγίδα ή διεσπαράχθη από άλλο ζώο, δεν θα ήταν κατάλληλο ως τροφή για ένα Χριστιανό, αφού δεν αφηρέθη το αίμα του στον καιρό του θανάτου. Ομοίως, όταν ένας Χριστιανός αγοράζη κρέας, είτε σε μια αγορά είτε από έναν κυνηγό, πρέπει επαρκώς να βεβαιωθή ότι το ζώο έχει κατάλληλα αφαιμαχθή, έτσι ώστε αυτός δεν ριψοκινδυνεύει παραβίασι αυτού του νόμου του Θεού. Ενώ σε πλείστες χώρες αδειούχα σφαγεία ή κρεοπώλαι αφαιμάσσουν το κρέας και έτσι είναι γενικώς ασφαλές να τρώγη κανείς, αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε και ειδικά όταν αγοράζωμε από έναν κυνηγό που πωλεί ο ίδιος το θήραμά του. Επίσης, ο Χριστιανός δεν θα έτρωγε σάλτσες στις οποίες έχει αναμιχθή αίμα. Φυσικά, λίγο αίμα παραμένει στο ίδιο το κρέας και αν ακόμη ένα ζώο έχη αφαιμαχθή· αυτό δεν μπορεί ν’ απαφευχθή. Το αίμα που ρέει μέσα από τις φλέβες είναι εκείνο που πρέπει να στραγγισθή για ν’ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του νόμου του Θεού.
10. Γιατί οι μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται ιατρικές μεταγγίσεις αίματος;
10 Μια πολύ κοινή συνήθεια στα νοσοκομεία σε όλο τον κόσμο σήμερα είναι οι μεταγγίσεις αίματος σε περιπτώσεις που ο ασθενής έχασε πολύ αίμα λόγω δυστυχήματος ή εγχειρήσεως, ή διότι, όπως λέγουν, απαιτείται αίμα για να αναλάβη δυνάμεις. Σε αρμονία με τα Γραφικά εδάφια που παρετέθησαιν πιο πάνω, οι μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζουν ότι λήψις αίματος στο σώμα μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν ομοίως παραβίασις του νόμου του Θεού. Αυτό εκτίθεται σαφέστατα από τους αποστόλους: «Να απέχητε από . . . αίματος.» Αυτή η άρνησις των μαρτύρων του Ιεχωβά να λάβουν αίμα στο σώμα των με ιατρική μετάγγισι δεν οφείλεται σε ανόητη ισχυρογνωμοσύνη, αλλά στο ότι σέβονται τον νόμον του Θεού· σέβονται την απόφασί Του για το πώς μπορεί να χρησιμοποιήται το αίμα, αφού το αίμα παριστάνει τη ζωή, η οποία είναι δώρο από τον Θεό. Συγχρόνως οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα δεχθούν οποιαδήποτε άλλη ιατρική θεραπεία που δεν παραβιάζει τον νόμον του Θεού, όπως μεταγγίσεις διαλύσεως άλατος ή άλλων παρασκευασμάτων αντί αίματος.
11. Ποια αρχή που ετέθη από τον Ιησού και εκτίθεται στο κατά Ματθαίον 10:39 εφαρμόζεται σε τέτοιες περιστάσεις;
11 Ο καθένας θέλει να ζήση, και είναι φυσικό να ζητή οποιοδήποτε φάρμακο για να παρατείνη τη ζωή του ή τη ζωή εκείνων που αγαπά. Εν τούτοις, ένας αφιερωμένος Χριστιανός δεν θα επιζητή να σώση τη ζωή του μ’ έναν τρόπο που θα παρεβίαζε τον νόμον του Θεού. Εκτιμά ότι η αιωνία του ζωή διακυβεύεται. Φέρνει στο νου τα λόγια του Ιησού όταν είπε: «Όστις εύρη την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν και όστις απολέση την ζωήν αυτού δι’ εμέ, θέλει ευρεί αυτήν.» (Ματθ. 10:39) Χρειάζεται πίστις για να εμμείνωμε στον νόμον του Θεού σε τέτοιες ώρες, αλλά ενεργώντας έτσι ο Χριστιανός δείχνει ότι πραγματικά υπακούει στην πρώτη μεγάλη εντολή, ν’ αγαπά τον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά, την ψυχή, τη δύναμι και τη διάνοια. Εκτιμά ότι η αφιερωμένη του σχέσις προς τον Ιεχωβά είναι εκείνη που πρέπει να την φυλάττη με κάθε θυσία.
ΕΝΤΙΜΗ ΔΙΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ
12. (α) Γιατί ο Ιεχωβά έχει το δικαίωμα να καθορίση ποια είναι η κατάλληλη διαγωγή μεταξύ των φύλων; (β) Ποιας μεταχειρίσεως, λοιπόν, πρέπει να τυγχάνη ο γάμος;
12 Ο άνθρωπος δεν επρόκειτο να ζη μόνος. Ήταν σκοπός του Ιεχωβά να γεμίση η γη από ανθρώπινα πλάσματα, και έκαμε διευθέτησι να γίνη αυτό με άνδρες και γυναίκες που θα συνήρχοντο σε γάμο και θα συγκροτούσαν οικογένειες. Γι’ αυτόν τον λόγο εδημιούργησε δύο φύλα, «άρσεν και θήλυ», και στο πρώτο ζεύγος ο Θεός έδωσε την εντολή: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην.» Αφού ο Ιεχωβά Θεός είναι εκείνος που εδημιούργησε τα διαφορετικά φύλα μαζί με τα όργανά των αναπαραγωγής, αυτός έχει το δικαίωμα να καθορίση ποια είναι η κατάλληλη διαγωγή μεταξύ ανδρός και γυναικός. Ορθά, ο γάμος πρέπει να τυγχάνη μεταχειρίσεως με τιμή και σεβασμό.—Γέν. 1:27, 28.
13. (α) Ποιος μόνο μπορεί κατάλληλα ν’ απολαμβάνη σεξουαλικές σχέσεις; (β) Επιτρέπεται η πολυγαμία στους Χριστιανούς, ή ποιος είναι ο κανών γι’ αυτούς;
13 Ευθύς από την αρχή ο Θεός κατέστησε σαφείς ωρισμένες αρχές αναφορικά μ’ αυτή τη σχέσι. Το προνόμιο της σεξουαλικής σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός επρόκειτο να επιτραπή μόνο στην έγγαμη κατάστασι. Επομένως, αφού ο Θεός εδημιούργησε την πρώτη γυναίκα, την έφερε στον άνδρα και την έδωσε σ’ αυτόν ως σύζυγό του. (Γέν. 2:21-24) Αν και αργότερα επέτρεψε ο Ιεχωβά την πολυγαμία στο έθνος Ισραήλ, δεν ήταν αυτός ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός καθίδρυσε το υπόδειγμα στην Εδέμ, και δεν επιτρέπει τώρα πολυγαμία στους Χριστιανούς. Μέσω του Χριστού Ιησού αποκατέστησε τη βασική αρχή του γάμου, ότι ο άνδρας πρέπει να έχη μόνο μια γυναίκα. Αυτή η αρχή σαφώς κατενοείτο από την πρώτη εκκλησία, και έτσι βρίσκομε την απαίτησι για έναν επίσκοπο της εκκλησίας, όπως αναγράφεται στην 1η προς Τιμόθεον επιστολή, κεφάλαιο 3, εδάφιο 2, ότι πρέπει να είναι «μιας γυναικός ανήρ.»
14. Ποια απόφασις πρέπει να ληφθή από έναν πολύγαμο προτού μπορέση να γίνη δεκτός ως αφιερωμένος σύντροφος στην κοινωνία Νέου Κόσμου;
14 Σε χώρες όπου το έθιμο είναι να έχουν οι άνδρες περισσότερες από μια γυναίκα, η Γραφική αυτή αρχή μπορεί να παρουσιάζη δυσκολίες για μερικούς. Ένας άνδρας μπορεί να έχη περισσότερες από μια γυναίκα, αλλά ακούει τα «αγαθά νέα», τα εκτιμά και επιθυμεί να ενωθή με την κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά η έγγαμη κατάστασίς του δεν συμφωνεί με τις αρχές που εκτίθενται στην Αγία Γραφή για τους Χριστιανούς· τι πρέπει, λοιπόν, να κάμη; Ναι, τα «αγαθά νέα» από αυτή την άποψι είναι μια πρόκλησις γι’ αυτόν. Θα σημαίνουν μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, το ν’ απομακρύνη όλες τις δευτερεύουσες συζύγους του και να κρατήση μόνο τη μία σύζυγο που του επιτρέπεται Γραφικώς να έχη. Αυτή είναι μια απόφασις που πρέπει να την λάβη μόνος του, αλλά πρέπει να την λάβη αν πρόκειται να γίνη δεκτός ως αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά σε συναναστροφή με τον λαόν του Θεού.
15. (α) Πώς πρέπει να θεωρήται ο δεσμός του γάμου; (β) Τι μπορεί να λεχθή για την πορνεία και τον «δοκιμαστικό γάμο»; (γ) Τι πρέπει να γίνη πρώτα για να μπη ένα ζεύγος σε έντιμο γάμο;
15 Ο γάμος ενός ανδρός και μιας γυναικός, δίνοντάς τους το δικαίωμα ν’ απολαμβάνουν τη συζυγική σχέσι μαζί, υπήρχε πρόθεσις να είναι ένας συνδετικός δεσμός, όχι ένας δεσμός προωρισμένος να διασπασθή για οποιαδήποτε αιτία. Ο Ιησούς, αφού μίλησε για τον πρώτο γάμο που έγινε στον κήπο της Εδέμ, επροχώρησε και είπε: «Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.» (Ματθ. 19:6) Με αυτά τα λόγια ο Ιησούς έδειξε τη σοβαρότητα του γάμου για τον Χριστιανό, ότι δεν ήταν κάτι για να το μεταχειρισθή ελαφρά. Οτιδήποτε, λοιπόν, που θα παρεβίαζε τη θεία διάταξι του γάμου, θα ήταν άδικο, και επομένως θ’ αποτελούσε απείθεια και θα ήταν δυσάρεστο στον Δημιουργό του ανθρώπου, τον Ιεχωβά. Αφού τη συζυγική σχέσι πρέπει να την απολαμβάνουν μόνο στην κατάστασι του γάμου, ο άνδρας με τη νόμιμη σύζυγό του και η γυναίκα με τον νόμιμο σύζυγό της, η πορνεία απαγορεύεται. Θα ήταν, λοιπόν, ακατάλληλο και θ’ αποτελούσε παραβίασι των εντολών του Θεού για οποιονδήποτε άγαμον άνδρα να έχη σεξουαλικές σχέσεις με οποιαδήποτε γυναίκα νυμφευμένη ή άγαμη. Ομοίως, θα ήταν εσφαλμένο μια άγαμη γυναίκα να έχη σεξουαλικές σχέσεις με οποιονδήποτε άνδρα. Αυτό θ’ απέκλειε οποιονδήποτε «δοκιμαστικό γάμο» που συνηθίζεται σε μερικές χώρες, δηλαδή, το να συζή ένα νεαρό ζεύγος για να δουν απλώς αν είναι ταιριαστοί, αλλά χωρίς να μπουν σε μόνιμο και δεσμευτικό γάμο. Αντιθέτως, είναι ανάγκη να υπάρξη εκεί κατάλληλος γάμος ανεγνωρισμένος και από τον άνδρα και από τη γυναίκα ως δεσμευτικός και μόνιμος, και μάλιστα κατάλληλα καταχωρισμένος στα ληξιαρχικά βιβλία ως μαρτυρία των εντίμων προθέσεων των, προτού εισέλθουν στο γαμήλιο προνόμιο της συζυγικής σχέσεως. Αν και αυτό μπορεί μερικές φορές να χρειασθή ολίγους μήνες για να διευθετηθή, όμως ο νέος άνδρας και η γυναίκα ετοιμαζόμενοι για τον γάμο πρέπει να τηρούνται ηθικώς καθαροί απέχοντας από σεξουαλική επικοινωνία ώσπου να καταχωρισθή ο γάμος. Κάνοντας τούτο δείχνουν τον δέοντα σεβασμό για τη θεία προμήθεια του γάμου, με το να τον μεταχειρίζονται σαν κάτι έντιμο.
16, 17. Πώς πρέπει ένα γαμήλιο ζεύγος να δείχνη σεβασμό για τη διάταξι του γάμου, και ποια ιδιότης θα τους βοηθήση να το πράττουν αυτό;
16 Το ζεύγος, αφού εισέλθη στον γάμο, πρέπει να εξακολουθήση να δείχνη σεβασμό για τη διάταξι του γάμου. Η Γραφή αναφέρει σχετικά με τον Χριστιανικό γάμο: «Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας, και η κοίτη αμίαντος· τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός.» (Εβρ. 13:4) Το να έχουν υπ’ όψι ότι ο Ιεχωβά είναι ο κριτής και ότι όλες οι πράξεις μας είναι φανερές ενώπιόν του, θα βοηθήση τους νυμφευμένους, άνδρα και γυναίκα, ν’ αποφύγουν οποιαδήποτε απιστία στον γαμήλιο σύντροφό των. Επίσης, η αγάπη του ενός προς τον άλλον ενισχύει την πιστότητα του ενός προς τον άλλον και συμβάλλει στην αποφυγή απιστίας. «Ούτω χρεωστούσιν οι άνδρες να αγαπώσι τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα. Όστις αγαπά την εαυτού γυναίκα, εαυτόν αγαπά· διότι ουδείς εμίσησε ποτέ την εαυτού σάρκα, αλλ’ εκτρέφει και περιθάλπει αυτήν, καθώς και ο Κύριος την εκκλησίαν. Επειδή μέλη είμεθα του σώματος αυτού . . . “Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν”.» Βέβαια ο σύζυγος δεν θα αγαπούσε τη σύζυγό του αν αυτός διέπραττε μοιχεία με άλλη γυναίκα. Ούτε θα αγαπούσε την άλλη γυναίκα, αφού θα την έκανε να αμαρτήση επίσης και να υποβληθή στην κρίση του Θεού.—Εφεσ. 5:28-31.
17 Ο άνδρας και η γυναίκα σκοπός ήταν να ‘προσκολληθούν’ ο ένας στον άλλον. Αυτό σημαίνει να εξακολουθήσουν σταθερά ενωμένοι, με την επιθυμία εκ μέρους και των δύο να κάμουν τον γάμο να διαρκή. Πώς μπορεί αυτό να γίνη; Μόνο αν υπάρχη η ιδιότης της αγάπης. Σε πολλούς γάμους η ιδιότης αυτή λείπει συχνά. Σε μερικές χώρες υπάρχει λίγη μόνο ή καθόλου επικοινωνία μεταξύ ανδρός και γυναικός στον γάμο· δεν συμμερίζονται τις σκέψεις των ούτε δαπανούν χρόνον στη συντροφιά τού ενός με τον άλλον, ούτε ακόμη στο να τρώγουν τα γεύματα των μαζί. Συχνά η γυναίκα θεωρείται περισσότερο ως υπηρέτης στο σπίτι παρά ως σύντροφος και μέτοχος στο συμβόλαιο του γάμου.
18. (α) Ποιο παράδειγμα έδωσε ο Ιησούς για τους Χριστιανούς συζύγους; (β) Με ποιους πρακτικούς τρόπους δείχνει ένας σύζυγος αγάπη για τη σύζυγό του;
18 Ποια, λοιπόν, πρέπει να είναι η διάθεσις του Χριστιανού ανδρός προς τη σύζυγο του; Αυτό καλά διευκρινίζεται στην προς Εφεσίους επιστολή 5:25 και 28, που λέγει: «Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας σας, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν, και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής. Ούτω χρεωστούσιν οι άνδρες να αγαπώσι τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα.» Ο Ιησούς ήταν μακρόθυμος, υπομονητικός και φιλάγαθος προς τους Χριστιανούς αδελφούς του της εκκλησίας. Ήταν ευτυχής να βρίσκεται μαζί τους και να μιλή μαζί τους για τα θαυμάσια της βασιλείας του Θεού. Εκτός του ότι διεκήρυττε το «ευαγγέλιον» γενικά στο κοινόν στην Παλαιστίνη, εδαπανούσε πολλές ώρες με τους πιστούς μαθητάς του εξηγώντας τους την αλήθεια. Έδειξε τη βαθιά ιδιότητα της αγάπης του δίδοντας τελικά την επίγεια ζωή του ως θυσία για να σωθή η εκκλησία σε αιώνια ζωή. Αυτό είναι το είδος της αγάπης που ένας σύζυγος πρέπει να έχη για τη σύζυγό του. Μαθαίνει ν’ απολαμβάνη τη συντροφιά της. Επειδή αυτός θέλει ν’ αποκτήση και η σύζυγός του αιώνια ζωή, με χαρά αναζητεί ευκαιρίες για να μιλήση μαζί της για τη θαυμάσια ελπίδα ζωής σ’ ένα νέο κόσμο, που έμαθε μέσω των «αγαθών νέων». Ακόμη και αν και οι δύο, άνδρας και γυναίκα, έχουν δεχθή τα «αγαθά νέα», θα εξακολουθούσαν να μιλούν μαζί γι’ αυτά τα πράγματα, για να οικοδομήσουν ο ένας τον άλλον στην πίστι.
19. Με ποιους δύο τρόπους υπόκειται ένας Χριστιανός στην υποχρέωσι να προνοή για την οικογένειά του;
19 Είναι αλήθεια ότι ένας σύζυγος έχει καθήκον και υποχρέωσι να φροντίζη για τη σύζυγό του και για τα τέκνα του από μια υλική άποψι. Η Γραφή αναφέρει καθαρά: «Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (1 Τιμ. 5:8) Αλλά εκτός από το να φροντίζη υλικώς, πρέπει να φροντίζη ακόμη περισσότερο για τις πνευματικές ανάγκες της οικογενείας του, όπως ο Χριστός εφρόντιζε για την εκκλησία.
20. Τι είδους προετοιμασία θα κάμουν οι Χριστιανοί γονείς για τα τέκνα των, και σε τι θα καταλήξη αυτό;
20 Έχετε τέκνα; Αν ναι, τι είδους προετοιμασία κάνετε για το μέλλον των; Μια καλή εκπαίδευσι στον κόσμο, ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική των θέσι; Δεν είναι αυτά τα πιο σπουδαία πράγματα. Εκτιμώντας ότι ο γάμος είναι από τον Ιεχωβά, και ότι ο καρπός του γάμου, τα τέκνα, είναι επίσης δώρο του Ιεχωβά, οι γονείς που αγαπούν τον Ιεχωβά θα θέλουν τα τέκνα των ν’ αναπτυχθούν για να Τον υπηρετούν. (Ψαλμ. 127:3) Γι’ αυτό το λόγο, οι Χριστιανοί γονείς θα εκπαιδεύσουν τα τέκνα των από μικρή ηλικία σε υγιεινή διαγωγή, σε μελέτη της Γραφής και στη διακήρυξι των «αγαθών νέων» στους άλλους, όλα για τη δόξα του Θεού. «Και οι πατέρες, μη παροργίζετε τα τέκνα σας, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Ιεχωβά.» Αν ακολουθήται αυτή η εντολή, τα τέκνα θα γίνουν ισχυρά πνευματικώς και θα μπορούν ν’ αντισταθούν στους πειρασμούς του κόσμου, η δε πίστις των και τα καλά έργα των θα είναι δόξα στους γονείς των καθώς και στον Ιεχωβά.—Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ.
21. Πώς η Χριστιανή σύζυγος δείχνει άριστα την αγάπη της για τον σύζυγό της;
21 Σε όλα αυτά τα πράγματα η σύζυγος θα δίνη στοργική υποστήριξι στον σύζυγο και κεφαλή της. Η σύζυγος δείχνει άριστα την αγάπη της για τον σύζυγό της με τον τρόπο που συνεργάζεται μαζί του, ταπεινά αποδεχόμενη τη διάταξι του Ιεχωβά ότι ‘κεφαλή της γυναικός είναι ο ανήρ’. (1 Κορ. 11:3) Συμμετέχοντας ως σύντροφοι σε μια μελέτη της Γραφής, παρακολουθώντας τις συναθροίσεις με τον λαόν του Θεού, διακηρύττοντας τα «αγαθά νέα» στους άλλους και με κάθε άλλη δράσι στο σπίτι, η οικογένεια, άνδρας, γυναίκα και παιδιά, θ’ αυξήσουν μαζί σε αγάπη και σε χαρά. Εκτίμησις για το «ευαγγέλιον της βασιλείας [του Θεού]» θα υποκινήση κάθε ειλικρινές άτομο να εργασθή για να έχη την οικογενειακή του ζωή σε αρμονία με αυτές τις έξοχες Βιβλικές αρχές.
22. (α) Για ποιόν λόγο και μόνο επιτρέπει η Γραφή διαζύγιο που πραγματικά τερματίζει τον γάμο; (β) Λόγω της σοβαρότητος του γάμου, ποια σοφή συμβουλή πρέπει ν’ ακολουθήται στην εκλογή συντρόφου;
22 Αλλά τι μπορεί να γίνη εκεί που ο γάμος δεν είναι ευτυχής, εκεί που υπάρχουν διαφωνίες για τη θρησκεία ή για άλλα ζητήματα; Υπάρχουν άρα γε κάποιοι λόγοι, βάσει των οποίων ένας τέτοιος γάμος θα μπορούσε να τερματισθή με διαζύγιο, ώστε να επιτραπή στον άνδρα ή στη γυναίκα να νυμφευθούν μ’ έναν άλλον σύντροφο, με τον οποίο φρονούν ότι θα μπορούσαν να συζούν καλύτερα; Η Γραφή δεν επιτρέπει διαζύγιο για οποιονδήποτε λόγο. Ενώ ο νόμος της χώρας μπορεί να επιτρέπη διαζύγιο απλώς επειδή ένας άνδρας και μια γυναίκα δεν μπορούν να ζήσουν μαζί και θέλουν να είναι ελεύθεροι να νυμφευθούν με κάποιον άλλον, η Γραφή αναφέρει ένα μόνο λόγο, που επιτρέπει διαζύγιο, το οποίο πραγματικά τερματίζει τον γάμο, δηλαδή, τη μοιχεία. Ο Ιησούς το κατέστησε αυτό σαφές όταν είπε: «Σας λέγω δε, ότι όστις χωρισθή την γυναίκα αυτού, εκτός δια πορνείαν [δηλαδή, μοιχείαν], και νυμφευθή άλλην, γίνεται μοιχός.» (Ματθ. 19:9) Με την πράξι της μοιχείας ο άπιστος σύντροφος πραγματικά γίνεται μία σαρξ με κάποιον άλλον παρά με τον νόμιμο γαμήλιο σύντροφό του. Φυσικά, ο πιστός μέτοχος μπορεί να προτιμήση να συγχωρήση αυτή την πράξι και να εξακολουθήση να ζη με τον σύντροφο του, αλλ’ αν προτιμήση να τον διαζευχθή λόγω της μοιχείας του, τότε θα είναι ελεύθερος να νυμφευθή κάποιο άλλο άτομο, αφού το συμβόλαιο του γάμου έχει έτσι και Γραφικώς και νομικώς διαλυθή. Λόγω της ανάγκης κατανοήσεως και αγάπης για να διαρκέση ένας γάμος, ο αφιερωμένος Χριστιανός προσέχει τη σοφή συμβουλή των Γραφών να νυμφευθή «μόνον εν Κυρίω», δηλαδή, να νυμφευθή έναν που είναι, όπως αυτός, αφιερωμένος Χριστιανός.—1 Κορ. 7:39.
23. Εκεί που υπάρχει διαίρεσις στον οίκον, τι θα προσπαθή να κάμη ο Χριστιανός σύντροφος;
23 Εκεί που ο οίκος είναι διηρημένος σε ζητήματα όπως η θρησκεία, ο Χριστιανός σύντροφος, που αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του γάμου, θα κάμη κάθε τι που μπορεί και θα προσπαθήση να θεραπεύση τις διαφορές που υπάρχουν στο σπίτι. Δεν θα ζητή να εγκαταλείψη τον άπιστο σύντροφό του, αλλά, μάλλον, με υπομονή και αγαθότητα, θα εργάζεται για τη σωτηρία του συντρόφου του αν είναι οπωσδήποτε δυνατόν.—1 Κορ. 7:10-16.
24. Πώς μπορεί τα «αγαθά νέα» να παρουσιάσουν μια πρόκλησι στον οικογενειακό κύκλο, και σε τι οδηγεί η απάντησις σ’ αυτή την πρόκλησι με τον ορθό τρόπο;
24 Διαγωγή ‘αξία των αγαθών νέων’ σημαίνει, λοιπόν, κάτι περισσότερο από το να μιλούμε απλώς γι’ αυτά στους άλλους και να κάνωμε ομολογία ότι υπηρετούμε τον Θεό. Πρέπει να είναι διαγωγή, που προέρχεται από το να ενδυθούμε τον «νέον άνθρωπον», η οποία εκδηλώνεται πάντοτε και βέβαια μέσα στον οικογενειακό κύκλο—του συζύγου προς τη σύζυγό του, της συζύγου προς τον σύζυγό της, των γονέων προς τα τέκνα και των τέκνων προς τους γονείς των. Αν η οικογενειακή σας ζωή, λόγω εθίμου ή για κάποια άλλη αιτία, υστερή από αυτές τις Γραφικές απαιτήσεις, τότε ασφαλώς το ν’ ακούσετε αυτή την έξοχη συμβουλή από τη Γραφή σάς παρουσιάζει μια πρόκληση, θα κάμετε την αναγκαία αλλαγή; Αν ναι, μπορείτε να είσθε βέβαιοι για μια πλούσια ευλογία του Ιεχωβά, του Πρωτουργού του γάμου, και Εκείνου που θα χορηγήση αιώνια ζωή σ’ ένα νέο κόσμο σε όλες τις ευπειθείς οικογένειες του ανθρωπίνου γένους.