Προορισμός ή Ατομική Εκλογή—Ποίο από τα Δύο;
«Δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.»—Πράξεις 10:34, 35.
1. Πώς η δικαιοσύνη και η αγάπη λειτουργούν μαζί, και πώς δεν λειτουργούν;
Ο ΙΕΧΩΒΑ είναι Θεός δικαιοσύνης και αγάπης. Εξασκώντας όμως την ιδιότητα της αγάπης δεν παραμελεί ποτέ τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης. Και οι δύο ιδιότητες λειτουργούν μαζί σε τελεία ισορροπία, χωρίς η μία να καταπνίγεται από την άλλη. Λόγω αμαρτωλότητος που κληρονομήθηκε από τον Αδάμ, όλοι οι άνθρωποι είναι δικαίως καταδικασμένοι να πεθάνουν, αλλά με τη θυσία του Χριστού προσφέρεται στοργικά σε όλους τους ανθρώπους η ευκαιρία να ζήσουν. «Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος· το δε χάρισμα του Θεού, ζωή αιώνιος δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» (Ρωμαίους 6:23) Η ευκαιρία για την λήψι του στοργικού δώρου της ζωής δεν περιορίζεται σε ολίγους εκλεκτούς, αφήνοντας τη δικαιολογημένη καταδίκη του θανάτου να είναι αμετάβλητα επιβεβλημένη στους υπολοίπους πολλούς. Ο Θεός δεν ξεχωρίζει μερικούς για ζωή άσχετα με την προσωπική τους διαγωγή για να επιδείξη απλώς την αγάπη του, ούτε καταδικάζει άλλους αυθαιρέτως σε καταστροφή για να εξυψώση απλώς τη δικαιοσύνη του. Μια τέτοια ενέργεια θα ήταν εκδήλωσις προσωποληψίας. Και ο Ιεχωβά ποτέ ‘δεν αποβλέπει εις πρόσωπον’, δεν υπάρχει σ’ αυτόν «προσωποληψία.» (Δευτερονόμιον 10:17· 2 Χρονικών 19:7) Η αγάπη του και η δικαιοσύνη του κατευθύνονται σοφά, και «η άνωθεν σοφία» είναι «αμερόληπτος»· Εμφατικά, «δεν είναι προσωποληψία παρά τω Θεώ.»—Ρωμαίους 2:11· Ιάκωβος 3:17.
2. Πώς η αστρολογία είναι συγγενής με τον προορισμό;
2 Πολλοί όμως θρησκευόμενοι λέγουν ότι ο Θεός είναι προσωπολήπτης, όταν κηρύττουν προορισμόν, όταν διδάσκουν ότι η τελική τύχη του ατόμου είναι θεόθεν καθωρισμένη πριν από τη γέννησι. Αντί να βασίζεται στη Γραφή, η δοξασία αυτή γεννήθηκε από την ειδωλολατρία και ετράφη από την παράδοσι. Ο προορισμός δείχνεται με μια έννοια στο Δευτερονόμιον 4:19, όταν ο Ιεχωβά προειδοποίησε τον υπό διαθήκην λαόν του: «Μήπως υψώσης τους οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, και ιδών τον ήλιον, και την σελήνην, και τα άστρα, πάσαν την στρατιάν του ουρανού, πλανηθής και προσκυνήσης αυτά, και λατρεύσης αυτά.» Ήταν κοινή συνήθεια για τις αρχαίες ειδωλολατρικές θρησκείες να θεοποιούν τα ουράνια σώματα και να τα λατρεύουν, και να ισχυρίζωνται ότι τα πεπρωμένα των ανθρώπων ωδηγούντο από αυτούς τους θεούς ή ουράνια σώματα. Αυτό δείχνεται χτυπητά από τα λόγια του Ιεχωβά προς τους αστρολόγους Βαβυλώνιους: «Απέκαμες εν τω πλήθει των βουλών σου. Ας σηκωθώσι τώρα οι ουρανοσκόποι, οι αστρολόγοι, οι μηνολόγοι προγνωστικοί, και ας σε σώσωσιν εκ των επερχομένων επί σε.» (Ησαΐας 47:13) Εσχεδίαζαν ή διαιρούσαν τους ουρανούς σε δώδεκα τμήματα, ένα για κάθε μήνα, και σύμφωνα με τον μήνα ή τη θέσι των άστρων κατά τον καιρό της γεννήσεως, καθωρίζετο η πορεία της ζωής ενός ανθρώπου. Επίστευαν ότι οι αστρικοί των θεοί λίγο ή πολύ προκαθώριζαν τη ζωή τους. Οι ειδωλολατρικές θρησκείες και των Ελλήνων και των Ρωμαίων είχαν θεοποιήσει τα ουράνια σώματα, και τα σημερινά ονόματα των πλανητών είναι από την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή μυθολογία.
3. Τι επίστευαν οι Φαρισαίοι, και σε ποιο ακανθώδες πρόβλημα τους εβύθισε αυτό;
3 Πριν από την αιχμαλωσία των στη Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι συχνά έπεφταν θύματα τέτοιας ειδωλολατρίας. (2 Βασιλέων 17:16· Ιερεμίας 44:17· Ιεζεκιήλ 8:16) Μετά την επιστροφή των στην Ιερουσαλήμ απέφευγαν τις πιο φανερές ειδωλολατρίες, πέφτοντας αντί τούτου σε πιο ύπουλες παγίδες. Άρχισαν να οικοδομούν μια μεγάλη μάζα παραδόσεων, και ανεφάνησαν μεταξύ τους θρησκευτικές αιρέσεις. Μια απ’ αυτές ήταν των Φαρισαίων. Αυτοί δεν επίστευαν σε προορισμό από τους αστρικούς θεούς των ειδωλολατρών, αλλά επίστευαν ότι ο Ιεχωβά καθώριζε έτσι τις ανθρώπινες ζωές. Με την παράδοσί τους μετέφεραν μια ειδωλολατρική διδασκαλία στον Ιεχωβά, και ακύρωσαν τον λόγον του ότι «καιρός και περίστασις συναντά εις πάντας αυτούς», αντί να είναι τα γεγονότα προκαθωρισμένα. (Εκκλησιαστής 9:11) Ο εξέχων Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος μάς λέγει: «Οι Φαρισαίοι . . . τα αποδίδουν όλα στο πεπρωμένον [ή, πρόνοια], και στον Θεό, και όμως παραδέχονται ότι απόκειται κυρίως στη δύναμι του ανθρώπου το να πράττη ό,τι είναι ορθόν, ή το αντίθετο, μολονότι το πεπρωμένον συνεργάζεται σε κάθε πράξι.» «Όταν καθορίζουν ότι όλα γίνονται σύμφωνα με το πεπρωμένον, δεν αφαιρούν την ελευθερία από τους ανθρώπους να ενεργούν όπως θεωρούν κατάλληλο, αφού η γνώμη των είναι, ότι ο Θεός ευηρεστήθη να κάμη ένα συγκερασμό, με τον οποίο γίνεται εκείνο που αυτός θέλει, αλλά έτσι ώστε η θέλησις του ανθρώπου να μπορή να ενεργή ενάρετα ή διεφθαρμένα.» (Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, Βιβλίο 2 κεφάλαιο Η΄ παραγρ. 14· Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίο ΙΗ΄, Κεφάλαιο Α΄, παράγρ. 3) Η πίστις σε προορισμό και συγχρόνως η διακράτησις της απόψεως ότι ο άνθρωπος είναι ένας ελεύθερος ηθικός παράγων, υπήρξε πάντοτε ένα ακανθώδες πρόβλημα στους αφωσιωμένους οπαδούς του δόγματος, αρχαίους και νεωτέρους. Κανείς δεν εναρμονίζει λογικά τους δύο παράγοντας. Πολλοί σήμερα παραδέχονται την υποτιθέμενη λύσι των Φαρισαίων, επειδή θέλουν κάτι το αισθητό. Το να πούμε ωστόσο ότι ένα πλάσμα κατέχει αληθινή ελευθέρα θέλησι που είναι εσκεμμένως δημιουργημένη με μια ιδιοσυγκρασία που την οδηγεί στον προκαθωρισμένο δρόμο του Θεού, είναι σαν να λέμε ότι μια μηχανή έχει ελευθέρα θέλησι, αλλά κινείται μόνο με τον τρόπο που ο κατασκευαστής της την έκαμε να κινήται.
4. Ποια καθολική στάσις ανεπτύχθη σχετικά με τον προορισμό;
4 Ακολουθώντας τα ίχνη των Φαρισαίων, ο εξέχων Ρωμαιοκαθολικός άγιος, ο Αυγουστίνος, «διακρατούσε ότι χάρις είναι μια εσωτερική ενέργεια του Θεού επάνω σ’ εκείνους που αυτός σχεδιάζει να σώση, η οποία μεταδίδει όχι μόνο τη δύναμι, αλλά και τη θέλησι να πράττουν το καλό. Το γεγονός ότι μερικοί σώζονται και άλλοι χάνονται το απέδιδε στη θέλησι του Θεού. Στην αντίληψι αυτή οφείλονται οι διδασκαλίες του για απόλυτο προορισμό, για ιδιαίτερη απολύτρωσι, και για ειδική και ακαταμάχητη χάρι. Παρεδέχετο ότι η κατάκρισις βασίζεται επάνω σε ενοχή που προεβλέφθη, αλλά μη έχοντας προφανώς συναίσθησι της ασυνεπείας, ηρνείτο ότι μπορεί να εφαρμοσθή η ίδια αρχή στην εκλογή. Στο 529 το σύστημα του Αυγουστίνου εγκαθιδρύθη ως δόγμα της Εκκλησίας από την Σύνοδον του Αραούζιο (Οράνζ), αλλά η αντίδρασις εναντίον της αυστηρά λογικής και όμως ουσιωδώς ανηθίκου φύσεως του δόγματός του, εξεδηλώθη πάντοτε.» «Επέρασαν ακόμη τετρακόσια χρόνια προτού μπορέση να βρεθή ένας άνθρωπος αρκετά τολμηρός για να συμπληρώση τη θεωρία του Αυγουστίνου δικηρύττοντας ότι, όπως ο Θεός έχει κυριαρχικά και αναλλοίωτα εκλέξει οποιονδήποτε ευηρεστήθη για ζωή, χωρίς κάποια πρόβλεψι πίστεως και υπακοής, έτσι έχει από δική του ευαρέσκεια προορίσει ελεύθερα και αμετάβλητα οποιονδήποτε θέλησε σε αιώνια αθλιότητα, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε προεγνωσμένη αμαρτία και ενοχή από μέρους των. Αυτός ο πρόδρομος του Καλβίνου ήταν ένας Σάξων μοναχός που ωνομάζετο Γκότσαλκ (Γκοττεσχάλκους). Η νεοφανής του άποψις επέφερε σ’ αυτόν όχι απλώς εκκλησιαστική επίκρισι, αλλά και καταδίωξι ακόμη.» Οι εκκλησιαστικές σύνοδοι του 848 και 849 τον κατεδίκασαν, και εμαστιγώθη και εφυλακίσθη σ’ ένα μοναστήρι ως τον θάνατό του που συνέβη είκοσι περίπου χρόνια αργότερα.—Μακ Κλίντοκ και Στρογκ Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 8ος, σελίδα 499.
5. (α) Από ποια άλλη πηγή βρήκε υποστήριξι η διδασκαλία αυτή; (β) Πώς η αστρολογία είναι περαιτέρω συνδεδεμένη μαζί της;
5 Στη διάρκεια αυτής της ίδιας γενικής χρονικής περιόδου, μια άλλη θρησκεία εδίδασκε τη μοιρολατρία και τον προορισμό, και είχε γραφές που τα υποστήριζαν αυτά: «Κανείς δεν μπορεί να πεθάνη εκτός με την άδεια του Θεού, σύμφωνα με το Βιβλίο που καθορίζει το όριον της ζωής.» «Υπήρχαν μερικοί απ’ αυτούς που τους ωδηγούσε ο Θεός, και υπήρχαν άλλοι που ήταν αποφασισμένο να πλανώνται . . . Ο Θεός δεν θα οδηγήση αυτόν που θέλει να τον κάμη να πλανάται.» «Κανένα δυστύχημα δεν συμβαίνει τυχαίως είτε επάνω στη γη είτε στο άτομό μας, αλλά, προτού «εμείς» το δημιουργήσωμε, ήταν στο Βιβλίο·—διότι αυτό είναι εύκολο στον Θεό.» «Αυτό είναι αληθινά μια προειδοποίησις: Και οποιοσδήποτε θέλει, παίρνει το δρόμο προς τον Κύριό του· αλλ’ αυτό δεν θα γίνη, εκτός αν ο Θεός το θέλει, επειδή ο Θεός γνωρίζει, είναι σοφός. Κάνει εκείνον που θέλει, να εισέλθη στο έλεός του.» (Σιουρά 3:139· 16:38, 39· 57:22· 76:29-31, Ρόντγουελ) Βέβαια, αυτά, δεν είναι θεόπνευστα εδάφια από τον λόγον του Θεού, την Αγία Γραφή, αλλά είναι από το άγιο βιβλίο των Μωαμεθανών, από το Κοράνιο. Η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, Τόμος 1ος, σελίδα 499, συνδέει τον προορισμό και την αστρολογία και δείχνει το ενδιαφέρον του Μωαμεθανισμού και για τα δύο, λέγοντας: «Με το τελευταίο [θεσπισμένη αστρολογία], υπήρχε ο ισχυρισμός ότι μπορούσαν να προλέγονται γεγονότα που εξηρτώντο από την ανθρώπινη θέλησι, όπως ιδιαίτερες πράξεις, ειρήνη, πόλεμος κλπ. Η αστρολογία συμφωνεί καλά με τις διδασκαλίες του Μωαμεθανισμού όσον αφορά τον προορισμό, και καλλιεργήθη συνεπώς με μεγάλη ζέσι από τους Άραβας από τον έβδομον έως τον δέκατον τρίτον αιώνα. Μερικοί από τους πρώτους Χριστιανούς πατέρας προέβαλαν επιχειρήματα εναντίον των διδασκαλιών της αστρολογίας· άλλοι τις εδέχθησαν με μια τροποποιημένη μορφή. Με τη δημοσία της ιδιότητα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πολλές φορές κατεδίκασε το σύστημα, αλλά πολλοί ζηλωταί εκκλησιαστικοί το εκαλλιέργησαν. Ο Καρδινάλιος Ντ’ Αγύ, ‘ο αετός των διδακτόρων της Γαλλίας’ (πέθανε στο 1420), λέγεται ότι υπελόγισε το ωροσκόπιον του Ιησού Χριστού, και διακρατούσε ότι ο Κατακλυσμός μπορούσε να προλεχθή από την αστρολογία.»
6. Σε ποιο βαθμό έγινε αισθητή η επιρροή του Καλβίνου, και πώς διεδόθη η διδασκαλία αυτή;
6 Μέσα στον βρασμό της μεταρρυθμίσεως ανεβίωσε το θέμα του προορισμού, και κατά το 1530 και τα επόμενα είκοσι έτη ο Ιωάννης Καλβίνος εκυριάρχησε στη σκηνή ως ο υπέρμαχος του απολύτου προορισμού όχι μόνο εκείνων που πρόκειται να σωθούν, αλλά και εκείνων που πρόκειται να απολεσθούν. Πάλιν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατεδίκασε αυτές τις απόψεις, όπως ακριβώς τις είχε καταδικάσει επτά αιώνες ενωρίτερα όταν ο Σάξων μοναχός Γκότσαλκ τις είχε υποστηρίξει. Εν τούτοις, έναν αιώνα αργότερα, από τη σύνοδο που είναι γνωστή ως η Συνέλευσις Θεολόγων του Ουεστμίνστερ, προήλθε η ευρεία Καλβινιστική Ομολογία Πίστεως, που υιοθετήθηκε το 1646 από τη Βρεττανική Βουλή, για να γίνη το «πιστεύω» τής Αγγλικής Εκκλησίας και η δογματική βάσις όλων σχεδόν των σημερινών Πρεσβυτεριανών εκκλησιών. Μέσω των Πουριτανών, η διδασκαλία του προορισμού διεδόθη σε όλη τη Νέα Αγγλία, και από το Μεταρρυθμισμένο Ολλανδικό και άλλα Πρεσβυτεριανά σώματα μετεφέρθη στις περισσότερες από τις Κεντρικές και Δυτικές πολιτείες της Αμερικής. Σήμερα οι κυριώτεροι συνήγοροι του δόγματος αυτού είναι οι Πρεσβυτεριανοί, μολονότι πολλά από τα σύγχρονα εκκλησιαστικά σώματα της ιδιαίτερης αυτής πίστεως, ετροποποίησαν τις απόψεις των και εμετρίασαν την τραχύτητα της διδασκαλίας των.
7. Τι αποκαλύπτει την Καθολική άποψι για τον προορισμό τώρα;
7 Τα προηγούμενα έδειξαν πόσο εκτεταμένα επιστεύετο και πιστεύεται η διδασκαλία αυτή, ότι είχαν προσκολληθή και είναι ακόμη προσκολλημένοι σ’ αυτήν, σε διαφόρους βαθμούς, οι αρχαίοι αστρολόγοι, οι ειδωλολάτραι θρησκευόμενοι, οι Φαρισαίοι, οι Μωαμεθανοί, οι Πρεσβυτεριανοί και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Το ότι περιλαμβάνομε και τους τελευταίους αυτούς μπορεί να έλθη σαν έκπληξις σε πολλούς και μπορεί μερικοί να το αρνηθούν· για τούτο παραθέτομε τα ακόλουθα από το τεύχος του Ιουλίου 1951 του φυλλαδίου Γιατί, που εκδίδεται από τον «Πατέρα» Ριχάρδον Φέλιξ, Ο.S.Β., και τα οποία εδημοσιεύθησαν με εκκλησιαστική έγκρισι από τους Βενεδικτίνους Πατέρας, Μπένετ Λαίικ της Ουισκόνσιν: «Ο Θεός προορίζει ωρισμένες ψυχές για τον ουρανό. Δεν προορίζει καμμιά ψυχή για τον Άδη. Η Σύνοδος του Τρεντ επισήμως κατεδίκασε την αίρεσι του Καλβίνου η οποία διακρατούσε ότι με μια απόλυτη απόφασι του Θεού, μέρος του ανθρωπίνου γένους είναι για τον Άδη. Ο προορισμός των εκλεκτών για τον Ουρανό είναι μια θετική πράξις του Θεού· η καταδίκη των πονηρών δεν είναι.» Αυτό επαναβεβαιώνει τις διδασκαλίες του Αυγουστίνου περί προορισμού όσον αφορά εκείνους που πρόκειται να σωθούν, και αυτομάτως αφήνει όλους τους άλλους απελπιστικά χαμένους, είτε είναι ειδικά προωρισμένοι για καταστροφή είτε όχι. Τελευταίως οι απόψεις του Καθολικισμού για τον προορισμό ανεφάνησαν στο δημόσιο τύπο, όταν ανέγραψε για την κηδεία ενός δεκαετούς κοριτσιού που είχε πέσει προσπαθώντας να διαφύγη μια πυρκαϊά. Με την ευκαιρία αυτή ένας Καθολικός ιερεύς μιας εκκλησίας του Μπρούκλιν εδήλωσε επισήμως: «Ο Θεός ήθελε άλλον έναν άγγελο και πήρε τη Δωροθέα· Η Δωροθέα είχε ορισθή από τον Θεό να παραμείνη με τους γονείς της αυτό μόνο το χρονικό διάστημα. Κατόπιν την εκάλεσε για να Τον υπηρετήση σ’ αυτόν τον καιρό των Χριστουγέννων.»—Νέα Υόρκη, Νταίηλυ Νιους, 19 Δεκεμβρίου 1952.
ΠΡΟΩΡΙΣΜΕΝΟΙ ΩΣ ΤΑΞΙΣ
8. Ποια ακριβώς είναι η Πρεσβυτεριανή διδασκαλία;
8 Εν τούτοις, οι Πρεσβυτεριανές εκκλησίες είναι οι κυριώτεροι συνήγοροι της διδασκαλίας του προορισμού, και για τούτο συγκεντρώνομε την προσοχή μας στη στάσι των. Σύμφωνα με τα δικά των λόγια, διδάσκουν: «Εκείνους από το ανθρώπινο γένος που είναι προωρισμένοι για ζωή, ο Θεός, προτού τεθή το θεμέλιο του κόσμου, σύμφωνα με τον αιώνιο και αναλλοίωτο σκοπό του, και τη μυστική πρόθεσι και ευδοκία του θελήματός του, τους εξέλεξε εν Χριστώ, για παντοτινή δόξα, από την απλή δωρεάν χάρι του και αγάπη, χωρίς καμμιά πρόγνωσι πίστεως ή καλών έργων, ή καρτερικότητος σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς, ή κάποιου άλλου πράγματος στο πλάσμα, όπως συνθηκών, ή αιτίων που να το υποκινούν προς τούτο· και εντελώς προς έπαινον της ενδόξου του χάριτος. Τους υπολοίπους του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός ευηρεστήθη, σύμφωνα με την ανεξερεύνητη πρόθεσι του θελήματός του, με την οποίαν εξέτεινε ή κατεκράτησε έλεος κατά την ευαρέσκειά του, για τη δόξα της κυριάρχου του εξουσίας επάνω στα πλάσματά του, να τους αντιπαρέλθη και να τους ορίση για ατιμία και οργή λόγω της αμαρτίας των, προς έπαινον της ενδόξου δικαιοσύνης του.»a
9. Μπορούν ν’ ανιχνεύσουν τη διδασκαλία αυτή στον Παύλο, και πώς προσπαθούν να το κάμουν αυτό;
9 Οι Πρεσβυτεριανοί ισχυρίζονται ότι μπορούν ν’ ανιχνεύσουν αυτή τη διδασκαλία στον Παύλο. Πιθανόν να μπορούν να την ανιχνεύσουν στον Παύλο τον Φαρισαίο, αλλά όχι στον Παύλο τον απόστολο. Όταν ήταν Φαρισαίος και ήταν γνωστός ως Σαούλ ο εκ Ταρσού και ήταν ένας βίαιος διώκτης των Χριστιανών, ο Παύλος μπορεί να επίστευε στον προορισμό. Αλλά όταν εγκατέλειψε την αίρεσι αυτή, δεν ζητούσε να περισώση καμμιά από τις κατά παράδοσιν διδασκαλίες της, για τις οποίες ο Ιησούς έκαμε την εξής παρατήρησι σ’ εκείνους τους θρησκευομένους: «Ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσίν σας.» (Ματθαίος 15:6) Ο Παύλος δεν εμόλυνε τη Χριστιανική διδασκαλία με το Φαρισαϊκό δόγμα του προορισμού των ατόμων. Εν τούτοις, οι οπαδοί του προτεσταντισμού σήμερα θα προσπαθήσουν να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό των ότι ο Παύλος εδίδασκε προορισμό, παραθέτοντας τα λόγια του από το Ρωμαίους 8:29, 30: «Όσους προεγνώρισε, τούτους και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού, δια να ήναι αυτός πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών· όσους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσε· και όσους εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»
10. Γιατί το Ρωμαίους 8:29, 30 προορίζει μια τάξι αντί ατόμων;
10 Από τούτο μπορεί κανείς άραγε ορθά να ισχυρισθή ότι ωρισμένα άτομα ήσαν προωρισμένα να κληθούν και να δικαιωθούν και να δοξασθούν ως πνευματικά πλάσματα για να βασιλεύσουν με τον Χριστό στον ουρανό επί χίλια χρόνια; Παρατηρήστε σ’ αυτή την περικοπή ότι εκείνοι που καλούνται και δικαιώνονται, προορίζονται πρώτα, και αφού ο θείος προορισμός δεν θα μπορούσε ν’ αποτύχη, άτομα που άπαξ εκλήθησαν και εδικαιώθησαν, δεν θα μπορούσαν ν’ αποτύχουν να δοξασθούν τελικά με τον Χριστό. Αυτή είναι η άποψις που πρέπει να ληφθή, αν αυτό το εδάφιο έχη εφαρμογή σε άτομα. Εν τούτοις, άλλα εδάφια, που θα εξετασθούν αργότερα, δείχνουν ότι άτομα που άπαξ εκλήθησαν και εδικαιώθησαν ή ανεκηρύχθησαν δίκαια, μπορούν να εκπέσουν και να καταστραφούν. Εκείνο, λοιπόν, που ασφαλώς προορίζεται εις Ρωμαίους 8:29, 30 πρέπει να είναι μια τάξις, και όχι τα άτομα που αποτελούν την τάξι. Ο Ιεχωβά προώρισε ή προδιέταξε τις απαιτήσεις στις οποίες πρέπει ν’ ανταποκριθή αυτή η τάξις, τους κανόνας της συμπεριφοράς της, το έργον της όταν βρίσκεται στη γη, την υπηρεσία της με τον Χριστό στον ουρανό, τη θέσι της στη θεία διάταξι πραγμάτων, και ακόμη τον αριθμό των ατόμων που θα την αποτελέσουν.—Αποκάλυψις 14:1-4.
11. Μήπως η χρήσις αντωνυμιών στον πληθυντικό κάνει το εδάφιο να σημαίνη άτομα αντί μιας τάξεως;
11 Μερικοί μπορεί να πουν ότι αν εννοείτο μια τάξις, τότε θα εχρησιμοποιείτο στο κείμενο η αντωνυμία «ταύτην» στον ενικό αριθμό και όχι «τούτους» στον πληθυντικό. Όχι κατ’ ανάγκην. Συχνά χρησιμοποιούμε αντωνυμίες στον πληθυντικό για να αναφερθούμε σε μια τάξι μάλλον παρά στα άτομα που αποτελούν τον όμιλο. Παραδείγματος χάριν, δύο σχολεία συναντώνται σ’ ένα αθλητικόν αγώνα, και ένα κορίτσι από το σχολείο που νίκησε, λέγει: «Τους ενικήσαμε.» Το «ενικήσαμε» αναφέρεται στο σχολείο που νίκησε ως ομάς, και όχι σε όλους τους σπουδαστάς ατομικώς, διότι ως άτομα δεν ενίκησαν το άλλο σχολείο. Ασφαλώς το κορίτσι δεν το ενίκησε. Δεν έπαιξε καν. Μόνο εκείνοι που αποτελούσαν την ομάδα τους ενίκησαν. Και το «τους» δεν αναφέρεται επίσης σε όλους τους σπουδαστάς του σχολείου που έχασε, διότι δεν έπαιξαν όλοι και δεν υπέστησαν όλοι ως άτομα ήττα στο αθλητικό πεδίον. Το «τους» αναφέρεται στο σχολείο που έχασε, ως όμιλον και όχι ως άτομα. Ομοίως, το «τούτους» εις Ρωμαίους 8:30 αναφέρεται σε μια τάξι, όχι σε άτομα. Μόνο έτσι μπορεί η περικοπή αυτή να εναρμονισθή με άλλα εδάφια.
12. Πώς το Ματθαίος 22:14, διαγράφει τον προορισμό;
12 Αν ο Ιεχωβά Θεός προώρισε άτομα σε σωτηρία από πριν, θα καλούσε τάχα ή θα προσκαλούσε σε τέτοια σωτηρία εκείνους που δεν προωρίσθησαν γι’ αυτήν, εκείνους που δεν θα μπορούσαν πιθανώς να την επιτύχουν; Δεν θα ήταν μια τέτοια πρόσκλησις υποκριτική στο έπακρον, δεν θα ήταν ένας άκαρδος χλευασμός, ένας σκληρός εμπαιγμός εκείνων που αυτός προώρισε ν’ αποτύχουν; Θα ήταν σαδιστικός βασανισμός αδυνάτων και αβοηθήτων πλασμάτων στα χέρια ενός πανισχύρου Δημιουργού. Θα αποτελούσε άρνησιν των θείων ιδιοτήτων, και της δικαιοσύνης, και της αγάπης. Ο Ιεχωβά Θεός δεν είναι ένοχος τέτοιας άστοργης, άδικης, υποκριτικής, κακής διαγωγής. Εκχύνοντας το άγιό του πνεύμα ή ενεργό δύναμι επάνω σε άτομα, τα καλεί ή τα προσκαλεί να γίνουν μέλη της ουρανίας τάξεως, και τούτο χωρίς να προκαθορίζη την επιτυχία ή αποτυχία των να φθάσουν εκεί. Μερικά από τα άτομα που εκλήθησαν, γίνονται άπιστα και εκπίπτουν. Περισσότερα καλούνται να λάβουν τη θέσι τους. Καλούνται αρκετά, ώστε τελικά να εκλεγή οριστικώς ο προωρισμένος αριθμός, άσχετα με τους πολλούς που εκπίπτουν αφού κληθούν. Λόγω ακριβώς του γεγονότος αυτού ο Ιησούς είπε: «Πολλοί είναι οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί.» Αν ο προορισμός ήταν αληθινός, ο αριθμός των κεκλημένων θα ήταν ο ίδιος με τον αριθμό εκείνων που εκλέγονται τελικά.—Ματθαίος 22:14.
13. Ποιες ερωτήσεις εγείρονται από το Εφεσίους 1:4, 5, και πώς οι Πρεσβυτεριανοί απαντούν σ’ αυτές, και μάλιστα συγκεχυμένα;
13 Οι πιστοί του δόγματος αυτού εφιστούν την προσοχή στο Εφεσίους 1:4, 5: «Εξέλεξεν ημάς δι’ αυτού προ καταβολής κόσμου, δια να ήμεθα άγιοι και άμωμοι ενώπιον αυτού δια της αγάπης· προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις εαυτόν.» Αλλά και πάλι αυτά αναφέρονται σε μια τάξι, και η χρήσις της προσωπικής αντωνυμίας «ημάς» δεν επηρεάζει το γεγονός αυτό, όπως ετονίσθη προηγουμένως. Εν τούτοις, η περικοπή αυτή λέγει ότι η εν λόγω τάξις προωρίσθη ή προδιετάχθη «προ καταβολής κόσμου». Δεν δείχνει αυτό ότι ο Ιεχωβά ήξερε προτού δημιουργήση τον Αδάμ και την Εύα ότι θα έπεφταν σε αμαρτία, και θα γεννούσαν ατελείς, αμαρτωλούς απογόνους, καθιστώντας έτσι αναγκαίον όπως ο Χριστός ο Λυτρωτής και η προωρισμένη τάξις της Βασιλείας βασιλεύσουν μαζί επί χίλια χρόνια για ν’ αποκαταστήσουν το πεπτωκός ανθρώπινο γένος στην τελειότητα; Οι Πρεσβυτεριανοί απαντούν ναι, λέγοντας: «Η πανίσχυρη δύναμις, η ανεξερεύνητη σοφία, και η άπειρη αγαθότης του Θεού, εκδηλώνονται σε τέτοιο βαθμό στην πρόνοιά του, ώστε εκτείνονται ακόμη έως την πρώτη πτώσι, και όλες τις άλλες αμαρτίες αγγέλων και ανθρώπων, και τούτο όχι με μια απλή άδεια, αλλά έτσι ώστε να συνδέσουν μαζί της μια σοφώτατη και ισχυρότατη δέσμευσι, και αλλιώς να ορίζουν και διέπουν τις πτώσεις και αμαρτίες αυτές με μια πολλαπλή πολιτεία, για τους δικούς του αγίους σκοπούς.»b Επίσης, «Ο Θεός από όλη την αιωνιότητα, με την πιο σοφή και άγια πρόθεσι του θελήματός του, ώρισε ελεύθερα και αμετάβλητα ό,τιδήποτε συμβαίνει.»c Όμως ισχυρίζονται ότι, μολονότι ο Θεός αμετάβλητα ορίζει και διατάσσει και διέπει όλα όσα συμβαίνουν, το ανθρώπινο πλάσμα έχει τελεία ελευθερία και ανεξαρτησία θελήσεως, και ο Θεός δεν μπορεί να κατηγορηθή για ό,τι ακαταμάχητα ορίζει. Πολύ συγκεχυμένα αυτά.
14. Πως προσδιορίζεται Γραφικώς η ταυτότης του «κόσμου» εις Εφεσίους 1:4, 5;
14 Πραγματικά, δεν υπάρχει ούτε η ελαχίστη ένδειξις ότι ο Ιεχωβά προώρισε την πτώσι του Αδάμ και της Εύας. Γιατί, λοιπόν, προώρισε «προ καταβολής κόσμου» την προμήθεια του Χριστού και της τάξεως της Βασιλείας για ν’ ανυψώση τους ευπειθείς του ανθρωπίνου γένους από τα αποτελέσματα της πτώσεως του Αδάμ; Διότι ο κόσμος που άρχισε με τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας δεν είναι ο ίδιος μ’ εκείνον, πριν από τη θεμελίωσι του οποίου προωρίσθη η τάξις αυτή. Ο Πέτρος μιλεί για τρεις κόσμους: τον «τότε κόσμον», ο οποίος προέκυψε όταν ο Αδάμ αμάρτησε και αργότερα κατεστράφη με τον κατακλυσμό του Νώε, τον παρόντα πονηρόν κόσμον ο οποίος άρχισε μετά τον κατακλυσμό και θα τελειώση στην πύρινη καταστροφή του Αρμαγεδδώνος, και τον υποσχεμένον νέον κόσμον όπου θα κατοική δικαιοσύνη. Το θεμέλιο του νέου κόσμου κατετέθη στον καιρό του θανάτου του Ιησού, διότι ο θυσιαστικός του θάνατος είναι εκείνος που προμηθεύει τη βάσι για να διασωθούν ανθρώπινα πλάσματα από την αμαρτία και το θάνατο, καθιστώντας μερικούς ικανούς να βασιλεύσουν μαζί του ως μέρος των νέων ουρανών και άλλους να ζήσουν για πάντα επάνω σ’ αυτή τη σφαίρα ως μια ευπειθής νέα γη. Για τούτο ο Ιησούς αναφέρεται ως ‘το Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου’.—Εβραίους 9:25, 26· 2 Πέτρου 3:5-7, 13· Αποκάλυψις 13:8.
15. Γιατί ο προορισμός της τάξεως πριν από τη θεμελίωσι του κόσμου δεν σημαίνει ότι ο Θεός προεγνώρισε την πτώσι του Αδάμ;
15 Εσφάγη ο Ιησούς, εκαρφώθη στο ξύλο του μαρτυρίου, πριν από τη δημιουργία του Αδάμ; Ασφαλώς όχι, αλλά πάνω από τέσσερες χιλιάδες χρόνια αργότερα, στο 33 μ.Χ.! Πριν όμως τεθή το θεμέλιο αυτό του δικαίου νέου κόσμου με τον θάνατο, την ανάστασι και την ανάληψι του Χριστού για να παρουσιάση την αξία του χυθέντος αίματός του ενώπιον του Ιεχωβά, ο Χριστός και η τάξις της Βασιλείας είχαν προορισθή. Ο προορισμός, όμως, αυτός ήταν μετά τη διάπραξι της αμαρτίας από τον Αδάμ και την Εύα. Μετά την πτώσι των εδόθη η υπόσχεσις για τον Χριστό ως το Σπέρμα που θα έφερνε απολύτρωσι, και με το οποίο θα ενώνοντο πιστά ανθρώπινα πλάσματα για να γίνουν οι νέοι ουρανοί του νέου κόσμου. (Γένεσις 3:15· 22:17, 18· Ησαΐας 65:17· Γαλάτας 3:16, 29) Όταν λοιπόν κατανοηθή ότι ο νέος κόσμος είναι εκείνος που πριν από τη θεμελίωσί του (το 33 μ.Χ.) προωρίσθη η τάξις της Βασιλείας, η βάσις για τον ισχυρισμό ότι ο Θεός προώρισε την πτώσι του Αδάμ και την αθλία κατάστασι των απογόνων του, εκλείπει. Αν ο Ιεχωβά είχε από πριν ορίσει την πτώσι του Αδάμ, η δοκιμασία της υπακοής στην Εδέμ δεν θα ήταν καθόλου δικαία δοκιμασία, αλλά μια απάτη, μια φενάκη, μια φάρσα! Ο Ιεχωβά δεν θα σκηνοθετούσε μια τέτοια γελοία αποτυχία, με την αιώνια ζωή του ανθρώπου κρεμάμενη στην άδικη ζυγαριά!—Λευιτικόν 19:36· Δευτερονόμιον 25:13-16· Παροιμίαι 20:10.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
16. Ποια επιχειρήματα προβάλλουν οι οπαδοί του προορισμού σχετικά με το βιβλίο της ζωής, και πώς τα βλήματα αυτά επιστρέφουν στους ιδίους;
16 Ακόμη μια άλλη γραμμή επιχειρηματολογίας ακολουθείται από τους οπαδούς του προορισμού. Μερικά εδάφια μιλούν για ονόματα σ’ ένα βιβλίο ζωής, και υποστηρίζεται ότι τα ονόματα αυτών των ατόμων ανεγράφησαν έτσι προτού αρχίση ο κόσμος, και αυτό δείχνει ότι ήσαν προωρισμένα για σωτηρία. Καθώς κατεδείχθη, εν τούτοις, δεν μπορούν ορθώς να χρησιμοποιήσουν το Αποκάλυψις 13:8 ή 17:8 για να υποστηρίξουν ότι προτού αρχίση ο αρχικός κόσμος με τη δημιουργία του Αδάμ, μερικά ονόματα είχαν γραφή και άλλα είχαν αφέθη έξω από το βιβλίο της ζωής. Όσον αφορά άλλα εδάφια που χρησιμοποιούνται, όπως το Λουκάς 10:20 και Φιλιππησίους 4:3 και Αποκάλυψις 21:27, αυτά, με καμμιά επιδέξια διαστροφή των πραγμάτων, δεν μπορεί να τα κάμη κανείς να λέγουν ότι τα ονόματα ανεγράφησαν πριν από τη γέννησι των ατόμων. Πραγματικά, για τους οπαδούς του προορισμού, το να εξακοντίζουν το επιχείρημα του βιβλίου της ζωής στη συζήτησι, είναι σαν να ρίχνουν ένα βλήμα που επιστρέφει στους ίδιους. Πώς συμβαίνει αυτό; Επειδή αν το να βρίσκεται κανείς στο βιβλίο της ζωής σημαίνη ότι είναι προωρισμένος για σωτηρία, τότε μπορεί να δειχθή ότι ένας τέτοιος προορισμός αποτυγχάνει, και αν αποτυγχάνη, το ίδιο το θεμέλιο του δόγματος καταρρέει. Σ’ εκείνους που αποδεικνύονται πιστοί, ο Ιησούς υπόσχεται: «Δεν θέλω εξαλείψει το όνομα αυτού εκ του βιβλίου της ζωής.» (Αποκάλυψις 3:5) Πράγμα που δείχνει ότι τα ονόματα θα μπορούσαν να διαγραφούν. Αν μια τέτοια διαγραφή ήταν αδύνατη, η υπόσχεσις του Ιησού θα ήταν χωρίς σημασία. Ότι είναι δυνατή, το δείχνει ο Ψαλμός 69:28: «Ας εξαλειφθώσιν εκ βίβλου ζώντων.» Ότι είναι πρόθεσις του Ιεχωβά να διαγράψη εκείνους που γίνονται άπιστοι, εδείχθη όταν ο Ισραήλ ελάτρευσε τον χρυσούν μόσχον στο Σινά. Αφού παρεκάλεσε τον Θεό να συγχωρήση τον Ισραήλ, ο Μωυσής είπε: «Ει δε μη, εξάλειψόν με, δέομαι, εκ της βίβλου σου.» Η απάντησις του Ιεχωβά ήταν: «Όστις ημάρτησεν εναντίον εμού, τούτον θέλω εξαλείψει εκ της βίβλου μου.»—Έξοδος 32:32, 33.
17. Ποιες παρατηρήσεις όσον αφορά τα ονόματα είναι κατάλληλες εδώ;
17 Το να πούμε ότι τα ονόματα αυτά είναι κατά γράμμα ονόματα αναγεγραμμένα προτού τα άτομα γεννηθούν, είναι σαν να λέμε ότι ο Ιεχωβά έδωσε όνομα σ’ όλα αυτά τα βρέφη, και όχι οι γονείς. Μερικά ονόματα είναι αντιγραφή των ονομάτων δαιμονικών θεών. Μήπως ο Ιεχωβά έδωσε τέτοια απεχθή ονόματα σε προωρισμένους δούλους του; Πρέπει να εγκαταλείψωμε τη στενή άποψι και να δούμε ότι τα ονόματα αυτά περιλαμβάνουν πολύ περισσότερα από τους απλούς κατά γράμμα προσδιορισμούς προσώπων. Στη Γραφή τα ονόματα είναι γεμάτα σημασία και φανερώνουν τις περιστάσεις ή τη δράσι ή τις ιδιότητες ενός ατόμου, και συχνά αλλάσσονται στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, για να λάβουν περισσότερη σημασία, για να δίνουν ακριβέστερη περιγραφή του ιδίου ατόμου, καθώς αυτό ή οι περιστάσεις του αλλάσσουν. Μ’ αυτή την ευρεία σημασία, τα ονόματα αντιπροσωπεύουν μερικές ιδιότητες ή αρχές ή ενέργειες, και με βάσι αυτά τα πράγματα, τα ονόματα μπορεί να είναι καλά ή κακά, φοβερά ή σεβαστά, περίφημα ή κακόφημα. Τα ονόματα μάλλον αυτά, που άτομα δημιουργούν για τον εαυτό τους στη διάρκεια της ζωής, είναι εκείνα που καθορίζουν αν βρίσκωνται αναγεγραμμένα στο Θείο βιβλίο της ζωής ή όχι, παρά οι από στενή άποψι κατά γράμμα προσδιορισμοί που τους δίδονται κατά τη γέννησι.
18. Τι είδους ονόματα είναι στο βιβλίο της ζωής;
18 Στο βιβλίο της ζωής είναι αναγεγραμμένες οι δίκαιες απαιτήσεις για την απόκτησι ζωής. Εκεί περιγράφονται οι επιδοκιμαζόμενες ιδιότητες της πραότητος και της ταπεινοφροσύνης, της δικαιοσύνης και της ευθύτητος, της αγάπης και του ελέους, του ζήλου και της πιστότητος, της υπομονητικής εγκαρτερήσεως και της ευπειθούς υπηρεσίας. Αν κάνωμε ονόματα για τους εαυτούς μας ως ηθικές προσωπικότητες, ως τηρηταί της ακεραιότητος, ως ζηλωταί κήρυκες και ως αγαπώντες τον πλησίον, θα είμεθα στο Θείο βιβλίο της ζωής, διότι εκεί τα πράγματα αυτά κατονομάζονται με επιδοκιμασία. Το βιβλίο της ζωής περιέχει τα ονόματα και πρότυπα σύμφωνα με τα οποία πρέπει να ζούμε αν πρόκειται να περιληφθούμε σ’ αυτό, αν βρίσκωμε τους εαυτούς μας να περιγράφωνται σ’ αυτό. Αν με τη διαγωγή μας εκάμαμε ονόματα που αντιπροσωπεύουν και ανταποκρίνονται στις θείες απαιτήσεις που ο αναλλοίωτος Ιεχωβά καθώρισε από την αρχή και κατέγραψε ως εκείνο που επιδοκιμάζει, τότε τα ονόματά μας αυτά βρίσκονται σε αρμονία με το Θείο βιβλίο της ζωής και αντανακλώνται σ’ αυτό. Αν τα ονόματά μας αντιπροσωπεύουν τα ίδια πράγματα που αντιπροσωπεύει το Θείο βιβλίο της ζωής, τότε τα ονόματά μας υπάρχουν σ’ αυτό. Το βιβλίο της ζωής δεν είναι ένα κατά γράμμα βιβλίο σαν εκείνα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι και γράφουν σ’ αυτά, όπως και τα ονόματα που βρίσκονται σ’ αυτό δεν είναι κατά γράμμα ονόματα ανθρώπων δοσμένα κατά τη γέννησί τους. Το βιβλίο της ζωής είναι οι δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά, προς τις οποίες πρέπει ν’ ανταποκριθούν τα πλάσματα για να ζήσουν, και τα ονόματα που υπάρχουν σ’ αυτό είναι ονόματα που αντιπροσωπεύουν αυτές τις απαιτήσεις και βρίσκονται στο ύψος των.
19. Πώς μπορούμε να κάμωμε να τεθούν τα ονόματά μας στο βιβλίο, ή να κάμωμε να διαγραφούν;
19 Μπορούμε να κάμωμε να τεθούν τα ονόματα μας σ’ αυτό το βιβλίο, ή να κάμωμε να διαγραφούν. Όλοι έχομε γεννηθή κάτω από οργή, όχι γραμμένοι στο βιβλίο. (Ιωάννης 3:36) Μπορούμε να συνεχίσωμε σ’ αυτόν τον αμαρτωλό δρόμο επί χρόνια, και κατόπιν ν’ αλλάξωμε πορεία ώστε να εκτελούμε αγαθά πράγματα, πράγματα που επιδοκιμάζονται ως άξια ζωής, πράγματα που περιγράφονται στο βιβλίο της ζωής, συνδεόμενοι δε μ’ αυτά τα πράγματα, μπαίνομε στο βιβλίο της ζωής. Αυτό μιλεί για μας κατά το ότι αναφέρει με επιδοκιμασία τα καλά έργα που τώρα πράττομε. Τα πράγματα αυτά ήσαν πάντοτε καθωρισμένα εκεί, από την αρχή· αλλά δεν συνεμορφούμεθα μ’ αυτά. Τα ονόματά μας, η φήμη μας, δεν ανταπεκρίνοντο· αλλά όταν αλλάζωμε πορεία και κάνωμε όνομα που αντιπροσωπεύει αυτά τα καλά πράγματα, τότε ερχόμεθα στις τάξεις ή κατηγορίες που έχουν ήδη κατονομασθή με επιδοκιμασία στο βιβλίο της ζωής. Και τι συμβαίνει αν κατόπιν γίνωμε άπιστοι, παύσωμε να ζούμε σύμφωνα με το καλό όνομα, χάσωμε το καλό μας όνομα, και κάμωμε ένα κακό όνομα, ένα όνομα που αντικροσωπεύει ανηθικότητα, ή νωθρότητα, ή σπερμολογία, ή γογγυσμό, ή κακολογία, ή αλαζονεία; Αν κάμωμε ένα όνομα που αντιπροσωπεύει τέτοια πράγματα, δεν θα βρεθούμε πια αναγεγραμμένοι στο βιβλίο της ζωής, διότι τέτοια πράγματα δεν κατονομάζονται εκεί, δεν περιγράφονται εκεί ως απαιτήσεις, και επομένως τα έργα μας δεν μας προσδιορίζουν πια ως ευρισκομένους σ’ αυτό το βιβλίο. Το καλό όνομα που είχαμε κάποτε εξηλείφθη, και το κακό όνομα που μπορεί να εκάμαμε κατόπιν, δεν βρίσκεται στο βιβλίο της ζωής. Τέτοια πονηρά ονόματα διαγράφονται από τη μνήμη του Θεού καθ’ όσον αφορά κάποια ανάστασι ή σωτηρία σε ζωή, και το προηγούμενο όνομα που αντιπροσώπευε δικαιοσύνη λησμονείται όταν η πονηρία το αντικαταστήση μ’ ένα κακό όνομα.—Παροιμίαι 10:7· Ιεζεκιήλ 33:12-16.
20. Τι περιλαμβάνεται στην ομολογία του ονόματος ενός ατόμου, και πώς πρέπει να ζούμε σύμφωνα με τα ονόματα;
20 Ομολογία του ονόματος του Ιησού έμπροσθεν των ανθρώπων σημαίνει πολύ περισσότερα από απλή επανάληψι του κατά γράμμα ονόματός του, όπως αυτός είπε. (Ματθαίος 7:21) Για να το ομολογήσωμε κατάλληλα ή να δείξωμε πίστι σ’ αυτό, πρέπει να διακηρύξωμε το νόημά του, τη σημασία του, τη φήμη του, το τι αντιπροσωπεύει, και να ζούμε σύμφωνα μ’ αυτό ως υπόδειγμά μας. (Ματθαίος 10:32· Μάρκος 8:38· Λουκάς 12:8) Ομοίως, όταν ο Χριστός ομολογή τα ονόματα των ακολούθων του στον Θεό στον ουρανό, αυτό δεν είναι απλή μνεία των κατά γράμμα ονομάτων των αλλά μαρτυρία των ονομάτων της ακεραιότητος που οικοδομήθηκαν με την πιστή των υπηρεσία. (Αποκάλυψις 3:5· 14:13) Ούτε ο Ιεχωβά ούτε ο Χριστός μάς δίδουν τα προσωπικά μας ονόματα κατά τη γέννησί μας, αλλά προσδιορίζουν ονόματα για μερικές πιστές τάξεις δούλων. Οι τάξεις αυτές πρέπει να ζουν σύμφωνα με αυτά τα ονόματα. (Ησαΐας 43:10-12· 62:2-4· Αποκάλυψις 2:17· 3:12) Δεν πρόκειται, λοιπόν, για εγγραφή ακριβώς κατά γράμμα ονομάτων σ’ ένα κατά γράμμα βιβλίο στον ουρανό, αλλά για οικοδομή ενός προτύπου ζωής που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του Ιεχωβά. Η ταυτότης μας προσδιορίζεται από τους καρπούς μας. (Ματθαίος 7:20) Αν οι καρποί μας είναι οι ίδιοι μ’ εκείνους που προσδιορίζονται στο βιβλίο της ζωής, τότε το βιβλίο προσδιορίζει την ταυτότητά μας, μας αναγνωρίζει, μας περιλαμβάνει μέσα στα περιεχόμενά του. Η διαγωγή μας, που δημιουργεί ένα όνομα για μας, ας είναι όμοια με τη διαγωγή που περιγράφεται στο βιβλίο της ζωής. Έτσι θα βρεθούμε εκεί.
21. Πώς ο Ιησούς κατονομάζεται στις Εβραϊκές Γραφές, μολονότι το προσωπικό του όνομα δεν βρίσκεται εκεί;
21 Αυτή δεν είναι μια αυθαίρετη άποψις που λαμβάνομε σχετικά με τα ονόματα του βιβλίου της ζωής, αλλά βρίσκει μια επιβεβαιωτική αναλογία στην ίδια την Γραφή. Προσδιορίζουν οι Εβραϊκές Γραφές την ταυτότητα του Μεσσία; Βεβαίως. Με το προσωπικό του όνομα; Όχι· το όνομα του Ιησού δεν συνδέεται εκεί με τον Μεσσία. Αλλά επειδή και μόνο το προσωπικό όνομα του Ιησού δεν αναγράφεται στις Εβραϊκές Γραφές, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσδιορίζουν τον Ιησούν ως τον Μεσσία. Πολλά περιγραφικά ονόματα του Μεσσία δίδονται, ονόματα που περιγράφουν τις ιδιότητές του, τη διαγωγή του, την υπηρεσία του, τη θέσι του. Ονομάζεται Εμμανουήλ, και ο Ιησούς ήταν εκείνος που έζησε σύμφωνα με το όνομα αυτό. (Ησαΐας 7:14. Ματθαίος 1:22, 23) Καλείται Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός Ισχυρός, Αιώνιος Πατήρ και Άρχων Ειρήνης, και ο Ιησούς προσαρμόζεται σε όλα αυτά. (Ησαΐας 9:6) Ο Μεσσίας καλείται με πολλά αλλά ονόματα τα οποία εξεπλήρωσε ο Ιησούς, όπως Σπέρμα της γυναικός και Σπέρμα του Αβραάμ (Γένεσις 3:15· 22:17, 18· Γαλάτας 3:16· Εβραίους 2:14), Δούλος και Φως των Εθνών (Ησαΐας 42:1, 6· Ματθαίος 12:18· Λουκάς 2:32· Πράξεις 26:23), Άρχων και Μάρτυς (Ησαΐας 55:4· Ματθαίος 23:10· Αποκάλυψις 3:14), Λυτρωτής (Ησαΐας 59:20· Ρωμαίους 11:26) Εκλεκτός Λίθος, Ακρογωνιαίος Λίθος και Θεμέλιον Ασφαλές (Ψαλμός 118:22· Ησαΐας 28:16· Ματθαίος 21:42· Εφεσίους 2:20· 1 Πέτρου 2:4, 6-8). Εκατοντάδες άλλων περιγραφικών λεπτομερειών για τον Μεσσία υπάρχουν στις Εβραϊκές Γραφές, και όλες αυτές βρίσκουν την εκπλήρωσί των στον Ιησούν και τον αποδεικνύουν ως τον υποσχεμένον Μεσσία. Ο Ιησούς τέτοια απόδειξι έδωσε στους μαθητάς του. (Λουκάς 24:27, 44, 45) Ο Ιησούς ανταπεκρίθη σε όλα τα περιγραφικά ονόματα που οι Εβραϊκές Γραφές έδωσαν στον Μεσσία. Αν όλα αυτά τα περιγραφικά ονόματα εφαρμόζωνται στον Ιησούν, τότε πώς μπορούμε λογικά να υποστηρίξωμε ότι αυτός δεν κατονομάζεται στις Εβραϊκές Γραφές επειδή απλώς το προσωπικό όνομα Ιησούς δεν δίδεται εν σχέσει με τον Μεσσία; Δεν μπορούμε!
22. Ομοίως, πώς οι πιστοί κατονομάζονται στο βιβλίο της ζωής;
22 Το ίδιο συμβαίνει μ’ εκείνους που προσδιορίζονται σ’ ένα άλλο βιβλίο, το βιβλίο της ζωής. Οι συμβολικές σελίδες του έχουν περιγραφές εκείνων που κάνουν ονόματα για ζήλο, πιστότητα, αγνότητα, ακεραιότητα και ούτω καθ’ εξής. Αν προσαρμοζώμεθα σ’ αυτά τα περιγραφικά ονόματα, βρισκόμαστε στο βιβλίο της ζωής. Όπως ακριβώς ο Ιησούς βρίσκεται στις Εβραϊκές Γραφές ως ο Μεσσίας, μολονότι το προσωπικό του όνομα δεν μνημονεύεται εκεί, έτσι κι εμείς μπορούμε να είμεθα στο βιβλίο της ζωής ως εκείνοι που έχομε τα προσόντα, μολονότι τα προσωπικά, επίγεια ονόματά μας δεν είναι εγγεγραμμένα σε κάποιο κατά γράμμα βιβλίο στον ουρανό. Και όπως ακριβώς ο Ιησούς θα είχε χάσει την ταυτότητά του ως Μεσσία αν είχε αποτύχη να ζήση σύμφωνα με τα περιγραφικά Μεσσιανικά ονόματα που αναγράφονται στις Εβραϊκές Γραφές, έτσι κι εμείς θα χάσωμε τα καλά μας ονόματα ως Χριστιανών και θα διαγραφούμε από το βιβλίο της ζωής αν αποτύχωμε να διατηρήσωμε ονόματα που ανταποκρίνονται στις θείες απαιτήσεις. Κατονομαζόμενα περιγραφικά στο βιβλίο της ζωής μόνον εφ’ όσον συμμορφωνόμεθα διαρκώς προς τα περιγραφικά ονόματα που δίδονται εκεί σχετικά με τους σωζομένους, κάνοντας δικά μας τα ονόματα αυτά.
ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ, ΔΙΚΑΙΩΜΕΝΟΙ, ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΙ, ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ Ν’ ΑΠΟΤΥΧΟΥΝ
23. Ποια τροποποιητική λέξι εισάγουν οι Πρεσβυτεριανοί για να εξαλείψουν τη δύναμι του Ματθαίος 22:14, και τι λέγουν για τους λυτρωμένους;
23 Συνεχίζοντας την αναίρεσι περαιτέρω επιχειρημάτων που προβάλλουν οι πιστοί του προορισμού, αντιμετωπίζομε τον ισχυρισμό των ότι εκείνοι που άπαξ ελευθερώθηκαν ή ελυτρώθηκαν από τον Χριστό, δεν μπορούν κατόπιν ν’ αποτύχουν. Κατεδείχθη προηγουμένως ότι οι κλητοί μπορούν να πέσουν, παρετέθησαν δε τα λόγια του Ιησού εις Ματθαίον 22:14, που τονίζουν ότι πολλοί είναι κλητοί αλλά ολίγοι τελικά εκλεκτοί. Το εδάφιο αυτό είναι ένα ερημωτικό χτύπημα κατά του δόγματός των, και προσπαθούν να το αποφύγουν λέγοντας ότι οι κλητοί που πίπτουν δεν ήσαν αποτελεσματικά κλητοί. Καμμιά Γραφική αυθεντία δεν τους παρέχει την άδεια να προσθέσουν αυτή την τροποποίησι, αλλά η επιβίωσις του δόγματός των το απαιτεί. Ο σκοπός που το αναφέρομε αυτό εδώ είναι να βεβαιώσωμε τη βαρύτητα που αποδίδουν στη λέξι «αποτελεσματικά». Όταν την χρησιμοποιούν, αποκλείουν την δυνατότητα της αποτυχίας. Την χρησιμοποιούν εν σχέσει με τους λυτρωμένους από τον Χριστό: «Σε όλους εκείνους για τους οποίους επραγματοποίησε απολύτρωσι, ο Χριστός βέβαια και αποτελεσματικά εφαρμόζει και μεταδίδει τα ίδια πράγματα· μεσιτεύει γι’ αυτούς, και αποκαλύπτει σ’ αυτούς, μέσα στον Λόγον και μέσω αυτού, τα μυστήρια της σωτηρίας· τους καταπείθει αποτελεσματικά με το Πνεύμα του να πιστεύουν και να υπακούουν· και κυβερνά τις καρδιές των με τον Λόγον του και με το Πνεύμα του· καταβάλλει όλους τους εχθρούς των με την πανίσχυρη δύναμί του και σοφία του, με τον τρόπο και τις κατευθύνσεις εκείνες που είναι πιο σύμφωνες προς τη θαυμαστή και ανεξερεύνητη πολιτεία του.»d
24. Πώς το 2 Πέτρου 2:1-3 είναι ένα χτύπημα κατά του προορισμού;
24 Τα προηγούμενα δείχνουν ότι αυτοί διδάσκουν ότι εκείνοι για τους οποίους επραγματοποιήθη απολύτρωσις, δεν μπορούν ν’ αποτύχουν, ότι η απολύτρωσις εφαρμόζεται αποτελεσματικά σ’ αυτούς, ότι αποτελεσματικά καταπείθονται, και όλοι οι εχθροί καταβάλλονται. Με ποιο μέσον λυτρώνονται ή ελευθερώνονται; Ο Πέτρος απαντά: «Εξεύροντες ότι δεν ελυτρώθητε από της ματαίας πατροπαραδότου διαγωγής υμών δια φθαρτών, αργυρίου ή χρυσίου, αλλά δια του τιμίου αίματος του Χριστού, ως αμνού αμώμου και ασπίλου.» (1 Πέτρου 1:18, 19· Εφεσίους 1:7· Κολοσσαείς 1:14· Εβραίους 9:12· Αποκάλυψις 5:9) Με το αίμα του ο Χριστός τούς αγοράζει και γίνονται δικοί του. Είναι ο ιδιοκτήτης των. Γι’ αυτούς είναι γραμμένο: «Δεν είσθε κύριοι εαυτών· διότι ηγοράσθητε δια τιμής.» (1 Κορινθίους 6:19, 20· 7:23, ΜΝΚ) Σύμφωνα με την διδασκαλία τού προορισμού, αν ο Χριστός τούς απελύτρωσε, τους ελευθέρωσε, τους εξηγόρασε, έγινε ο ιδιοκτήτης των, δεν μπορούν ποτέ να εκπέσουν. Η Γραφή όμως λέγει ότι μπορούν, και μερικοί εκπίπτουν. «Οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς Δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν. Και πολλοί θέλουσιν εξακολουθήσει εις τας απωλείας αυτών.» «Των οποίων η καταδίκη έκπαλαι δεν μένει αργή, και η απώλεια αυτών δεν νυστάζει.»—2 Πέτρου 2:1-3.
25. Τι περαιτέρω δείχνει ότι οι λυτρωμένοι μπορούν να εκπέσουν;
25 Συνεχίζοντας την εξέτασι των ηγορασμένων αυτών οι οποίοι αργότερα αρνούνται τον δεσπότην των Ιησούν Χριστόν, ο απόστολος Πέτρος λέγει: «Επειδή, εάν αφού απέφυγον τα μολύσματα του κόσμου δια της επιγνώσεως του Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού, ενεπλέχθησαν πάλιν εις ταύτα και νικώνται, έγειναν εις αυτούς τα έσχατα χειρότερα των πρώτων. Επειδή καλήτερον ήτο εις αυτούς να μη γνωρίσωσι την οδόν της δικαιοσύνης, παρά αφού εγνώρισαν να επιστρέψωσιν εκ της παραδοθείσης εις αυτούς αγίας εντολής. Συνέβη δε εις αυτούς το της αληθινής παροιμίας, “Ο κύων επέστρεψεν εις το ίδιον αυτού εξέραμα·” και, Ο χοίρος λουσθείς επέστρεψεν εις το κύλισμα του βορβόρου.» (2 Πέτρου 2:20-22) Αφού εκαθαρίσθησαν με το ύδωρ της αληθείας και με το αίμα του Ιησού, επιστρέφουν στις αμαρτίες της προηγουμένης ακαθαρσίας των. Η καταστροφή των δεν νυστάζει, αλλά έρχεται στον ωρισμένο καιρό του Θεού.
26. Πώς ο Παύλος δείχνει ότι οι λυτρωμένοι μπορούν να πέσουν, και τι αποκλείει οιαδήποτε ανόρθωσι γι’ αυτούς;
26 Ο απόστολος Παύλος γράφει με όμοια διάθεσι: «Αδύνατον είναι οι άπαξ φωτισθέντες, και γευθέντες της επουρανίου δωρεάς, και γενόμενοι μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, και γευθέντες τον καλόν λόγον του Θεού, και τας δυνάμεις του μέλλοντος αιώνος, και έπειτα παραπεσόντες, αδύνατον να ανακαινισθώσι πάλιν εις μετάνοιαν, ανασταυρούντες εις εαυτούς τον Υιόν του Θεού, και καταισχύνοντες.» (Εβραίους 6:4-6) Σ’ αυτούς που αναφέρονται εδώ, οι οποίοι εξέπεσαν χωρίς δυνατότητα ανορθώσεως, εφηρμόσθησαν τα ευεργετήματα του αντιλύτρου και αυτοί ηγοράσθησαν με το αίμα του Ιησού. Αν δεν είχε συμβή αυτό, θα μπορούσαν να επωφεληθούν του αντιλύτρου για σωτηρία. Εν τούτοις, αυτοί είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τα ευεργετήματα της θυσίας και κατόπιν εξέπεσαν. Τώρα εσκεμμένως ‘ανασταυρούν εις εαυτούς’ τον Χριστόν απορρίπτοντάς τον προσωπικώς, μη αποδίδοντας περισσότερη αξία στη θυσία του από τον θάνατο ενός εγκληματίου. Ο Χριστός απέθανε μια φορά γι’ αυτούς· δεν θα έλθη στη γη για να πεθάνη γι’ αυτούς εκ νέου. «Άπαξ έκαμε τούτο.» «Ουδέ δια να προσφέρη πολλάκις εαυτόν, καθώς ο αρχιερεύς εισέρχεται εις τα άγια κατ’ ενιαυτόν με ξένον αίμα· (διότι έπρεπε τότε πολλάκις να πάθη από καταβολής κόσμου·) τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, δια να αθετήση την αμαρτίαν δια της θυσίας εαυτού.»—Εβραίους 7:27· 9:25, 26.
27. Τι λέγουν οι Πρεσβυτεριανοί για εκείνους που εδικαιώθησαν, αλλά τι λέγει η Γραφή;
27 Για εκείνους που εδικαιώθησαν ή ανεκηρύχθησαν δίκαιοι, οι Πρεσβυτεριανοί διδάσκουν: «Αυτοί ποτέ δεν μπορούν να πέσουν από την κατάστασι της δικαιώσεως.»e Με ποιο μέσον δικαιώνονται οι άνθρωποι; «Δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού, δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού.» Ή, ‘δικαιούνται δια του αίματος αυτού’. (Ρωμαίους 3:24· 5:9) Αλλά στις προηγούμενες παραγράφους παρετέθησαν εδάφια που δείχνουν συμπερασματικά ότι άτομα μπορούν να εκπέσουν και εκπίπτουν αφού απελυτρώθησαν και ηγοράσθησαν με το αίμα του Χριστού, και ότι η αναβίωσίς των δεν είναι δυνατή. Και αφού η απολύτρωσις ή ελευθέρωσις αυτή είναι εκείνη που φέρνει δικαίωσι, όταν χάνεται η απολύτρωσις αυτή, και η δικαίωσις χάνεται μαζί της. Οι Πρεσβυτεριανοί αναγνωρίζουν ότι εκείνοι που εδικαιώθησαν μπορούν να αμαρτήσουν και να έλθουν κάτω από θεία δυσαρέσκεια, αλλά προσθέτουν ότι με ταπεινή εξομολόγησι και ικεσία για συγχώρησι, μπορούν να «ανανεώσουν την πίστιν και μετάνοιάν των».f Μια περικοπή όμως που παρετέθη προηγουμένως, έλεγε ότι αυτό είναι αδύνατον: «Παραπεσόντες, αδύνατον να ανακαινισθώσι πάλιν εις μετάνοιαν.»—Εβραίους 6:4-6.
28. Πώς οι Πρεσβυτεριανοί συγκρούονται με τη Γραφή σχετικά με τους ηγιασμένους;
28 Οι ηγιασμένοι είναι ασφαλείς, λέγουν οι Πρεσβυτεριανοί: «Εκείνοι που ο Θεός τούς εδέχθη εν τω Ηγαπημένω του, που εκλήθησαν και ηγιάσθησαν αποτελεσματικά με το Πνεύμα του, δεν μπορούν ούτε ολοκληρωτικά ούτε οριστικά να εκπέσουν από την κατάστασι της χάριτος· αλλ’ ασφαλώς θα εγκαρτερήσουν σ’ αυτήν ως το τέλος, και θα σωθούν αιωνίως»·g Για την ίδια τάξι που εξετάζεται εις Εβραίους 6:4-6 και 2 Πέτρου 2:20-22, δίδονται πάλιν σχόλια εις Εβραίους 10:26-29: «Εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών· αλλά φοβερά της απεκδοχή κρίσεως, και έξαψις πυρός, το οποίον μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους. Εάν τις αθετήση τον νόμον του Μωυσέως, επί δύο ή τριών μαρτύρων αποθνήσκει χωρίς έλεος· πόσον, στοχάζεσθε, χειροτέρας τιμωρίας θέλει κριθή άξιος ο καταπατήσας τον Υιόν του Θεού, και νομίσας κοινόν το αίμα της διαθήκης με το οποίον ηγιάσθη, και υβρίσας το πνεύμα της χάριτος;» Αυτοί καταφρονούν το αίμα του Ιησού που κατέστησε έγκυρον την νέα διαθήκη στην οποίαν είχαν φερθή. Συνεπώς καταναλίσκονται, αλλά με μια αιωνία καταστροφή που συνεπιφέρει πολύ δριμύτερο όνειδος και περιφρόνησι από εκείνα που υπέφεραν όσοι εθανατώνοντο υπό την διαθήκην του νόμου του Μωυσέως. Αλλά το ζωτικό σημείο που πρέπει να τονίσωμε εδώ είναι ότι οι εναντίοι αυτοί είχαν κάποτε αγιασθή. Εν τούτοις, εξέπεσαν.
29. Τι δείχνει ότι οι εκλεκτοί μπορούν να πέσουν, αντίθετα με τις απόψεις του προορισμού;
29 Εκείνοι που οδεύουν για να συμβασιλεύσουν με τον Χριστό, ονομάζονται οι «εκλεκτοί». Οι πιστοί του προορισμού λέγουν ότι αυτοί δεν μπορούν ν’ αποτύχουν. Το Μάρκος 13:22 αναφέρει: «Θέλουσιν εγερθή ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται· και θέλουσι δείξει σημεία και τέρατα, δια να αποπλανώσιν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.» Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποπλάνησις των εκλεκτών είναι κάτι αδύνατο, όπως θέλουν να το κάμουν να σημαίνη μερικές κακές μεταφράσεις. Το «ει δυνατόν» του κειμένου και η ορθή απόδοσίς του δείχνουν ότι μερικοί μπορεί ν’ αποπλανηθούν, μερικοί όχι. Ο Παύλος υπέμεινε ωρισμένα πράγματα χάριν των εκλεκτών, για να τους βοηθήση ν’ αποκτήσουν σωτηρία. (2 Τιμόθεον 2:10) Αυτό θα ήταν περιττό αν οι εκλεκτοί δεν μπορούσαν να πέσουν. Αν ο Θεός είχε ορίσει ως βεβαία την εκλογή, δεν θα υπήρχε ανάγκη να νουθετηθούν οι εκλεκτοί να την καταστήσουν βεβαία. Εν τούτοις, ο Πέτρος είπε: «Επιμελήθητε περισσότερον να κάμητε βεβαίαν την κλήσιν και την εκλογήν σας· διότι ταύτα κάμνοντες, δεν θέλετε πταίσει ποτέ.» (2 Πέτρου 1:10) Προφανώς, ο Πέτρος τούς λέγει ότι θα πέσουν αν δεν κάμουν την εκλογή των βεβαία με τις δικές των επιμελείς προσπάθειες. Και αν δεν μπορούν να απολεσθούν, γιατί έπρεπε να συντμηθούν οι ημέρες της θλίψεως για να σωθούν αυτοί;—Ματθαίος 24:22.
30. Τι περαιτέρω αποδεικνύει ότι είναι δυνατή η πτώσις της πιστής προωρισμένης τάξεως;
30 Το δόγμα του προορισμού διδάσκει ότι εκείνοι που έχουν λυτρωθή, δικαιωθή, αγιασθή και εκλεγή δεν μπορούν ποτέ να εκπέσουν· τα εδάφια όμως που εξετάσαμε αποδεικνύουν σαφώς το αντίθετο· Άπαξ σωσμένοι δεν σημαίνει πάντοτε σωσμένοι. Οι νικηταί μαζί με τον Χριστό πρέπει να είναι όχι μόνο κλητοί και εκλεκτοί, αλλά «κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί». Πιστοί επί πόσον καιρό; «Γίνου πιστός μέχρι θανάτου, και θέλω σοι δώσει τον στέφανον της ζωής.» Αυτόν, πρέπει όχι μόνον να τον έχη κανείς αλλά και να τον κρατή: «Κράτει εκείνο το οποίον έχεις, δια να μη λάβη μηδείς τον στέφανόν σου.» Για να παραμείνουν σε ενότητα με τον Χριστό, οι κεχρισμένοι δεν μπορούν να γίνουν αδιάφοροι, διότι στους τέτοιους χλιαρούς αυτός λέγει: «Μέλλω να σε εξεμέσω εκ του στόματός μου.» (Αποκάλυψις 2:10· 3:11, 16· 17:14) Για να συμμετάσχουν στην ουράνια βασιλεία με τον Χριστό, πρέπει να υπομείνουν ως το τέλος: «Μέτοχοι εγείναμεν του Χριστού, εάν κρατήσωμεν μέχρι τέλους βεβαίαν την αρχήν της πεποιθήσεως.» (Εβραίους 3:14) Για να κερδηθή η νίκη, ο αγών δρόμου πρέπει να διανυθή ως το τέρμα, η μάχη να διεξαχθή ως το τέλος. (Ματθαίος 10:22· 24:13· 2 Τιμόθεον 4:7, 8) Βέβαια ο απόστολος Παύλος ήταν ένας από την προωρισμένη τάξι, εκλεκτός, κλητός, λυτρωμένος, δικαιωμένος και ηγιασμένος, όταν έγραψε την πρώτη θεόπνευστη επιστολή του στους Κορινθίους· εν τούτοις ήταν δυνατόν γι’ αυτόν να γίνη αδόκιμος και ν’ απορριφθή: «Δαμάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας, εγώ γείνω αδόκιμος.» (1 Κορινθίους 9:27) Ασφαλώς δεν φρονούσε ότι ήταν ατομικώς προωρισμένος, πέρα από τη δυνατότητα πτώσεως. Μόνο όταν ο θάνατος ήταν κοντά και ο αγών είχε τελειώσει, μίλησε με πεποίθησι για τον στέφανον.—2 Τιμόθεον 4:6-8.
ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΕΚΛΕΓΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ
31. Ποιες περικοπές αναιρούν τον προορισμό και δείχνουν ατομική εκλογή;
31 Η άποψις του προορισμού είναι ότι ο Θεός καθώρισε την τελική τύχη όλων των ατόμων πριν από τη γέννησί τους, προώρισε μερικούς για σωτηρία και μερικούς ώρισε για θεία οργή, και τούτο χωρίς κάποια πρόγνωσι του πώς τα άτομα θα ενεργούσαν. (Παράγρ. 8) Αν ο Ιεχωβά έχη έτσι εκλέξει την τελική τύχη του ανθρώπου πριν γεννηθή, καθιστώντας κενόν εμπαιγμό οποιαδήποτε μελλοντική εκλογή από τον άνθρωπο, ο Μωυσής δεν θα είχε ποτέ εμπνευσθή να πη στον Ισραήλ: «Διαμαρτύρομαι προς εσάς σήμερον τον ουρανόν και την γην, ότι έθεσα ενώπιόν σας την ζωήν και τον θάνατον, την ευλογίαν και την κατάραν· δια τούτο εκλέξατε την ζωήν, δια να ζήτε, συ και το σπέρμα σου· δια να αγαπάς Κύριον τον Θεόν σου, δια να υπακούης εις την φωνήν αυτού, και δια να ήσαι προσηλομένος εις αυτόν· διότι τούτο είναι η ζωή σου.» (Δευτερονόμιον 30:19, 20) Ούτε ο Ιησούς του Ναυή θα είχε ειπεί: «Εάν δεν αρέσκη εις εσάς να λατρεύητε τον Κύριον, εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε· ή τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, ή τους θεούς των Αμορραίων, εις των οποίων την γην κατοικείτε· εγώ όμως και ο οίκος μου, θέλομεν λατρεύει τον Κύριον.» (Ιησούς του Ναυή 24:15) Πάλιν, «Πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.» (Ιωήλ 2:32· Ρωμαίους 10:13, ΜΝΚ) Χωρίς να εμποδίζεται από προορισμό, οποιοσδήποτε επιθυμεί, μπορεί ν’ αποκτήση ζωή: «Το πνεύμα, και η νύμφη λέγουσιν, Ελθέ· και όστις ακούει, ας είπη, Ελθέ· και, όστις διψά, ας έλθη· και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής.» (Ησαΐας 55:1· Αποκάλυψις 22:17) Ο Ιεχωβά λέγει: ‘Νουθέτησον αυτούς παρ’ εμού. Ο ακούων, ας ακούη· και ο απειθών ας απειθή. Μήπως εγώ θέλω τωόντι τον θάνατον του ανόμου, και ουχί το να επιστρέψη από των οδών αυτού και να ζήση; Δια τι να αποθάνητε; Εγώ δεν θέλω τον θάνατον του αποθνήσκοντος. Δια τούτο επιστρέψατε, και ζήσατε.’—Ιεζεκιήλ 3:27· 18:23, 31, 32· 33:7, 11-15.
32. Τι εκθέτει τη μωρία του προορισμού;
32 Τι υποκριτική έκκλησις θα ήταν αυτή, αν εκείνοι στους οποίους απευθύνεται ήσαν ανίσχυροι να εκλέξουν! Θα προώριζε ο Ιεχωβά μερικούς για θάνατο, και κατόπιν θα έλεγε ότι θα ήταν ευχαρίστησίς του το να επιστρέψουν από αυτόν τον θείο προορισμό και να ζήσουν; Τι μωρία να σκέπτεται κανείς έτσι! Και θα είχε ειπεί ο Χριστός ότι ήταν ένθερμη επιθυμία του να συνάξη τα τέκνα της Ιερουσαλήμ αν είχαν θεόθεν προορισθή για εγκατάλειψι; Βέβαια όχι, και το θείο υπόμνημα δείχνει ότι τα άτομα εκείνα ήθελαν να εγκαταλειφθούν, αντίθετα προς την επιθυμία του Ιησού: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας, και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε; Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο οίκος σας έρημος.»—Ματθαίος 23:37, 38.
33. Ποιοι μπορούν ν’ αποκτήσουν σωτηρία, και πώς;
33 Δεν έρχεται η αιώνιος ζωή με κάποιον ανθρωπίνως ανεξέλεγκτο προορισμό, αλλά με το να λάβη κανείς γνώσιν του Ιεχωβά και του Χριστού, με το ν’ αγωνίζεται να είναι ένας δόκιμος εργάτης που χειρίζεται ορθά την αλήθεια, με το να εργαζώμεθα τη σωτηρία μας με φόβο και τρόμο, με το να κηρύττωμε για να σώσωμε άλλους καθώς και τους εαυτούς μας, με το να είμεθα εκτελεσταί του λόγου και όχι μόνο ακροαταί, με το να πράττωμε το θέλημα του Θεού και όχι να προσφέρωμε υπηρεσίαν χειλέων μόνο. (Ματθαίος 7:21· Ιωάννης 17:3· Φιλιππησίους 2:12· 1 Τιμόθεον 4:16· 2 Τιμόθεον 2:15· Ιάκωβος 1:22) Ο Ιησούς δεν επρομήθευσε το αντίλυτρον για ένα περιωρισμένο μόνο αριθμό ατόμων που προωρίσθησαν για σωτηρία, αλλά «κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν». (Εβραίους 5:9) Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκλέξουν να υπηρετούν εκείνον που θέλουν, και να ενεργούν όπως επιθυμούν, και έτσι να καθορίζουν την τελική των τύχη είτε ως ζωή είτε ως θάνατο.—Ρωμαίους 6:16.
34. Από ποιες απόψεις ο προορισμός είναι ασυνεπής προς τις μεθόδους του Ιεχωβά, και επάνω σε ποια βάσι ο άνθρωπος θερίζει;
34 Αν ο προορισμός ήταν αληθινός, γιατί θα έδινε ο Ιεχωβά τον νόμον του στον Ισραήλ ή θα κατηύθυνε να κηρυχθή το ευαγγέλιο της Βασιλείας στα έθνη; Γιατί θα είχε περιόδους κρίσεως για τον καθορισμό της τελικής τύχης ανθρώπων με βάσι τη διαγωγή των, κρίνοντάς τους ‘έκαστον κατά τα έργα αυτών’ αποδίδοντας «εις έκαστον κατά τα έργα αυτού», και λέγοντας «κατά τας οδούς αυτών θέλω κάμει εις αυτούς, και κατά τας κρίσεις αυτών θέλω κρίνει αυτούς»; (Ιεζεκιήλ 7:27· Ρωμαίους 2:6· Αποκάλυψις 20:13) Γιατί να κάμη τον χωρισμό προβάτων και εριφίων με βάσι την αντίδρασί των στο άγγελμα και τους αγγελιαφόρους του Χριστού; (Ματθαίος 25:40, 45) Γιατί όλα αυτά, αν η τελική τύχη των ανθρώπων είναι καθωρισμένη πριν από τη γέννησι; Όχι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την τελική τύχη του ανθρώπου. Όχι όπως προορίζει ο Θεός, αλλά όπως σπείρει ο άνθρωπος, θερίζει ο άνθρωπος. Για να θερίση ζωή ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ ν’ αποκάμη να σπείρη το καλό: «Έκαστος το εαυτού φορτίον θέλει βαστάσει. Μη πλανάσθε· ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει· διότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού, θέλει θερίσει εκ της σαρκός φθοράν· αλλ’ ο σπείρων εις το Πνεύμα, θέλει θερίσει εκ του Πνεύματος ζωήν αιώνιον. Ας μη αποκάμνωμεν δε πράττοντες το καλόν, διότι εάν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ.» (Γαλάτας 6:5, 7-9) Ο Θεός δεν δείχνει μεροληψία για μερικούς, προορίζοντάς τους για ζωή, και δυσμενή διάκρισι εναντίον άλλων, προορίζοντάς τους για θάνατο ή βασανισμό. Οι αποδείξεις επιβάλλουν το συμπέρασμα: «Δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν, και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.»—Πράξεις 10:34, 35.
35. Τι πρέπει όμως να ενθυμούμεθα όσον αφορά τα έργα;
35 Από τα προηγούμενα κανείς δεν πρέπει να συμπεράνη ότι μπορούμε να σωθούμε με τα έργα μας. Αν μπορούσαμε, θ’ αποκτούσαμε σωτηρία ως δικαίωμά μας, αλλά δεν μπορούμε. Αυτή έρχεται μέσω της παρ’ αξίαν αγαθότητος ή χάριτος του Θεού. (Ρωμαίους 11:6· Εφεσίους 2:8, 9· 2 Τιμόθεον 1:9) Εν τούτοις, με τη μελέτη αποκτούμε πίστι, και με έργα σύμφωνα με τη γνώσι μας, αποδεικνύομε την πίστι μας και υπακοή. (Ρωμαίους 10:14, 17· Ιάκωβος 2:18-26). Πρέπει να κάμωμε αυτά τα έργα για να δείξωμε υπακοή, διότι στους ευπειθείς εφαρμόζεται ή θα εφαρμοσθή το αντίλυτρον. Χωρίς αυτά τα έργα η σωτηρία είναι αδύνατη.
36. Πώς οι Πρεσβυτεριανοί προσπαθούν ν’ απαλλαγούν από δυσκολίες, και με ποια αποτελέσματα;
36 Πρέπει επίσης να σημειωθή ότι στο 1902-1903 η Πρεσβυτεριανή Εκκλησία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προσέθεσε δύο κεφάλαια στην Ομολογία Πίστεως, μαζί με μια Δηλωτική Έκθεσι. Οι προσθήκες αυτές έγιναν προφανώς για να μαλακώσουν την τραχύτητα της δοξασίας του προορισμού, και να την εναρμονίσουν με εδάφια που δείχνουν την ατομική εκλογή και την ανάγκη καλών έργων. Αλλά τείνοντας να κάμουν αυτό, οι προσθήκες αντιφάσκουν πραγματικά με την προηγούμενη ύλη. Αν αυτοί προσθέτουν αυτά τα κεφάλαια, πρέπει να εξαλείψουν τα προηγούμενα για ν’ αποφύγουν συγκρούσεις. Αν όμως έκαναν τις αναγκαίες διαγραφές, θα εξήλειφαν ολοσχερώς τα διδάγματα του προορισμού. Μέσα στην αβεβαιότητά τους, λοιπόν, τα κρατούν και τα δύο και αντιφάσκουν, και με τον εαυτό τους, και με τη Γραφή. Βρίσκονται στο κέρας ενός διλήμματος που το κατεσκεύασαν οι ίδιοι. Η νέα ύλη δεν εναρμονίζει τον προορισμό με τη Γραφή, προσπαθώντας όμως να ευθυγραμμισθή με τη Γραφή, αντιλέγει στον προορισμό. Μετριάζει το δόγμα ώσπου τελείως το εξαφανίζει. Επί πλέον, το συμβιβάζουν στον θάνατο, Παραδείγματος χάριν, το Κεφάλαιον Ι΄, Άρθρον 3, σελίδα 45, λέγει: «Εκλεκτά βρέφη, πεθαίνοντας στη βρεφική ηλικία, αναγεννώνται και σώζονται από τον Χριστό μέσω του Πνεύματος.» Αλλά η Δηλωτική Έκθεσις, σελίδα 125, λέγει ότι αυτό «δεν πρέπει να θεωρηθή πως διδάσκει ότι κάποιοι που πεθαίνουν στη βρεφική ηλικία είναι χαμένοι. Πιστεύομε ότι όλοι όσοι πεθαίνουν στη βρεφική ηλικία, περιλαμβάνονται στην εκλογή». Η Γραφή δεν τους υποστηρίζει σε τούτο.—Ιεζεκιήλ 9:6.
37. Ποια προκλητικά ερωτήματα απομένουν, αλλά σε τι μπορούμε να αποβλέπωμε.
37 Το θέμα δεν μπορεί να τελειώση σ’ αυτό το σημείο, διότι σπουδαία ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Οι πιστοί του προορισμού δεν εναρμονίζουν το δόγμα των με την ελευθέρα θέλησι του ανθρώπου; Και τι θα πούμε για τον Ησαύ και τον Ιακώβ, και τον Φαραώ, τον Σαμψών, τον Ιερεμία, τον Ιούδα, και ακόμη τον Ιησούν; Δεν δείχνει η Γραφή ότι και άλλοι ακόμη ήσαν προωρισμένοι; Προκλητικά ερωτήματα αυτά, αλλά ο χώρος δεν επιτρέπει τίποτε περισσότερο από το να τεθούν αυτά τα ερωτήματα εδώ. Πρέπει να αναβάλωμε την απάντησί των στο επόμενο τεύχος μας.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Καταστατικός Χάρτης της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, έκδοσις 1952. Παράθεσις από την Ομολογίαν Πίστεως, Κεφάλαιον Γ΄, Άρθρα 5, 7, σελίδες 15-17.
b Αυτόθι, Κεφάλαιον Ε΄, Άρθρον 4, σελίδα 22.
c Αυτόθι, Κεφάλαιον Γ΄, Άρθρον 1, σελίδα 13.
d Αυτόθι, Κεφάλαιον Η΄, Άρθρον 8, σελίδα 40.
e Αυτόθι, Κεφάλαιον ΙΑ΄, Άρθρον 5, σελίδα 50.
f Αυτόθι, Κεφάλαιον ΙΑ΄, Άρθρον 5, σελίδα 50.
g Αυτόθι, Κεφάλαιον ΙΖ΄, Άρθρον 1, σελίδα 65.