«Την Διακονίαν Σου Κάμε Πλήρη»
1. Ποια πρέπει να είναι η άποψις για τη διακονία του Χριστιανού;
Ο ΘΕΟΣ δεν άφησε ποτέ εκείνους που αποτελούν τον λαό του ως να μην έχουν τίποτε να κάμουν. Τους έδωσε έργο να κάμουν και αφού αυτό έρχεται ως ένας διορισμός από αυτόν, μπορεί κατάλληλα να ονομασθή διακονικό έργο, διότι είναι υπό μορφήν υπηρεσίας που προσφέρεται σ’ αυτόν. Ένα τέτοιο έργο, λοιπόν, δεν μπορεί ποτέ να το χειρισθή κανείς ελαφρά, αλλά θα το βλέπη ως οικονομίαν, επιστασίαν. Είναι ένα μεγάλο προνόμιο και φέρνει πολλή ευτυχία, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Τούτο δεν πρέπει να μας αναχαιτίση, διότι ο Θεός γνωρίζει καλά τις ατέλειες και αδυναμίες μας, και κατά την παρ’ αξίαν αγαθότητά του έκαμε άφθονες προμήθειες για μας.
2. Τι πνεύμα δείχνουν οι επιστολές του Παύλου προς τον Τιμόθεο, και ποιό θεμέλιο θέτουν για τη διακονία;
2 Προφανώς σκέψεις όπως αυτές υπήρχαν στη διάνοια του αποστόλου Παύλου, όταν έγραφε στον Τιμόθεο, καθώς τις βρίσκομε στις δύο επιστολές του, που αποτελούν μέρος των Αγίων Γραφών. Κάθε σελίδα αποπνέει το πνεύμα της ειλικρινούς προτροπής και ενθαρρύνσεως, συνοδευόμενο από επίκαιρες προειδοποιήσεις. Παραδείγματος χάριν, έγραψε: «Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ . . . κήρυξον τον λόγον· επίμενε εγκαίρως, ακαίρως· έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.» Έπειτα, αφού δίνει προειδοποίησι ότι πολλοί από «της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών», καταλήγει: «Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη.» Σημειώστε, εν τούτοις, ότι πριν από τα λόγια αυτά βρίσκομε μια παραπομπή σ’ εκείνο, το οποίον τονίζει ως απαραίτητο θεμέλιο για την εκπλήρωσι μιας τέτοιας διακονίας. Ποιο είναι αυτό; Ο Παύλος είπε στον Τιμόθεο: «Από βρέφους γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενα να σε σοφίσωσιν εις σωτηρίαν.» Κατόπιν προσθέτει: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης· δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.»—2 Τιμ. 4:1-5· 3:15-17.
3. Πώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά εξέχουν ως διακρινόμενοι, και μήπως αυτό σημαίνει καθόλου ότι είναι υπεράνθρωποι;
3 Δεν μπορούμε επαρκώς να τονίσωμε την ανάγκη να είμεθα στενά προσκολλημένοι στον λόγον του Θεού σε όλη τη διακονία μας, τόσο εντός της οργανώσεώς του όσο και έξω στο κήρυγμα και την επίδοσι μαρτυρίας σε άλλους. Αυτά τα πράγματα είναι εκείνα, που διακρίνουν τους μάρτυρας του Ιεχωβά από τις εκκλησίες του «Χριστιανικού κόσμου». Δεν αποβλέπομε σε παραδόσεις, ή σε σύμβολα πίστεως, ή σε δικές μας ιδέες. Σε όλες τις διευθετήσεις μας, στη διεξαγωγή των συναθροίσεων, σε ζητήματα πειθαρχίας και ελέγχου και οικονομικά, επίσης, σε ό,τι διδάσκομε και στις μεθόδους μας διδασκαλίας, το κάθε τι έχει μια Γραφική βάσι. Αν γίνη κάποια αλλαγή, αυτό οφείλεται σε καλύτερη κατανόησι των εδαφίων, τα οποία σχετίζονται με το ζήτημα. Η Γραφή, ο λόγος του Θεού, είναι το απαραίτητο θεμέλιο για μια επιτυχή διακονία. Πρέπει πρώτον να προηγηθή μια κατάλληλη κατανόησις των Γραφών, υποστηριζόμενη από μια ειλικρινή και αποφασιστική προσπάθεια να τεθούν τα πράγματα αυτά σ’ εφαρμογή, τόσο στη ζωή μας όσο και για να βοηθήσωμε άλλους που ανταποκρίνονται στον λόγο της αληθείας. Μην πήτε ότι είναι πάρα πολύ για σας. Πολλές χιλιάδες μαρτύρων του Ιεχωβά σε όλον τον κόσμο ανταποκρίνονται σ’ αυτές τις απαιτήσεις, και κανείς δεν ισχυρίζεται έστω και για μια στιγμή ότι είναι υπεράνθρωπος. Έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν και πώς να βασίζωνται στις προμήθειες του Ιεχωβά, παραμένοντας προσκολλημένοι σ’ αυτόν με προσευχή και παραμένοντας προσκολλημένοι στον λόγο του και την οργάνωσί του, που είναι οι κύριοι αγωγοί του αγίου του πνεύματος.—Φιλιππησ. 4:13.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
4. Πώς εξεικονίσθη καλά η διακονία της τάξεως του αγιαστηρίου κατά την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντος;
4 Όταν σκεπτώμεθα ότι η Χριστιανική εκκλησία παρομοιάζεται με «ναόν άγιον δια τον Ιεχωβά . . . κατοικητήριον του Θεού δια του πνεύματος», και ότι όλοι οι όμοιοι με πρόβατα άνθρωποι καλούνται, όπως αποδώσουν στον Θεό αγία υπηρεσία σε στενή συνεργασία με το υπόλοιπο αυτής της τάξεως του αγιαστηρίου, που βρίσκεται ακόμη επάνω στη γη, βοηθούμεθα να οραματισθούμε την σοβαρότητα και την έκτασι του διακονικού έργου, το οποίον πρέπει να γίνη μέσα στην οργάνωσι του Θεού. Αυτό εξεικονίζεται καλά από μια μόνο άποψι σε ό,τι συνέβη, όταν ο Δαβίδ έκανε εντατικές προπαρασκευές για την οικοδόμησι του κατά γράμμα ναού και για τις υπηρεσίες του. Έκαμε λεπτομερείς διορισμούς Λευιτικής υπηρεσίας, στους οποίους περιελαμβάνοντο «τέσσαρες χιλιάδες υμνούντες τον Ιεχωβά, με τα όργανα, τα οποία έκαμα, (είπεν ο Δαβίδ,) δια να υμνώσι.» Αυτά ετέθησαν σε ενέργεια δεόντως από τον υιόν του Δαβίδ, τον Σολομώντα, ο οποίος έκαμε προμήθειες για κανονικές υπηρεσίες του ναού, που περιελάμβαναν «τους Λευίτας εις τας φυλακάς αυτών, δια να υμνώσι και να λειτουργώσι κατέναντι των ιερέων, κατά το απαιτούμενον εκάστης ημέρας.» Αυτή η διακονική υπηρεσία αίνου ώφειλε να εκτελήται σε στενή ενότητα, τόσο με ύμνους όσο και με έργα.—Εφεσ. 2:21, 22, ΜΝΚ· 1 Χρον. 23:5, ΜΝΚ· 2 Χρον. 8:14.
5. Ποια άλλη εξεικόνισι ανέπτυξε ο Παύλος σχετικά με τη διακονία;
5 Συζητώντας την ανάγκη για μια παρόμοια απαίτησι σχετικά με τον πνευματικό ναό, ο απόστολος, στην προς Εφεσίους επιστολή του, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ανθρωπίνου σώματος. Πρώτον, αφηγείται πώς ο Χριστός, αφού ανέβη εις ύψος, «έδωκε χαρίσματα εις τους ανθρώπους», περιλαμβανομένων αποστόλων, προφητών, ευαγγελιστών, ποιμένων και διδασκάλων, «προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού.» Κατά πρώτον, η Χριστιανική εκκλησία και τα μέλη της πληροφορούμεθα ότι ήσαν στη νηπιακή τους ηλικία, ωσάν βρέφη, αλλ’ ολόκληρος ο αντικειμενικός σκοπός ήταν ν’ αναπτυχθή και να προχωρήση σε ωριμότητα, τόσον συλλογικώς όσον και ατομικώς. Πώς γίνεται αυτό, κάτω από την Κεφαλήν τον Χριστόν, εκτίθεται πάρα πολύ κατάλληλα από τον Παύλο με αυτά τα λόγια: «Παν το σώμα συναρμολογούμενον και συνδεόμενον δια πάσης συναφείας των συνεργούντων μελών, κατά την ανάλογον ενέργειαν ενός εκάστου μέρους, κάμνει την αύξησιν του σώματος, προς οικοδομήν εαυτού, εν αγάπη.»—Εφέσ. 4:8-16.
6. Πώς η εξεικόνισις του ανθρωπίνου σώματος φαίνεται να εφαρμόζεται σήμερα;
6 Είναι σαφές ότι εδώ ο απόστολος είχε υπ’ όψι του το διακονικό έργο που πρέπει να γίνη εντός της οργανώσεως του Θεού, ‘την οικοδομήν εαυτής’. Οι αυτές αρχές και μέθοδοι οικονομίας εφαρμόζονται σήμερα, όπως ακριβώς και στην αρχική εκκλησία. Στο ανθρώπινο σώμα, οι αρθρώσεις, μεγάλες και μικρές, αποτελούν τους κυρίους κρίκους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την ομαλή, αρμονική συνεργασία ολοκλήρου του σώματος. Ομοίως και στην κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά ως σύνολον, και στο κυβερνών σώμα της, καθώς, επίσης, και σε κάθε μια από τις εκκλησίες της, η κυριώτερη ευθύνη για καλή συνεργασία βαρύνει τους διωρισμένους υπηρέτας, τα «χαρίσματα εις τους ανθρώπους.» Αυτοί είναι οι αρθρώσεις.—Εφεσ. 4:8.
7. Ποια ενθάρρυνσι εξυπηρετεί το γεγονός ότι ‘κάθε σχετικό μέλος’ παίζει το μέρος του;
7 Αλλά ο απόστολος δεν εγκαταλείπει το ζήτημα εκεί. Ως ένα επιπρόσθετον παράγοντα αναφέρει την εργασία ή «ανάλογον ενέργειαν ενός εκάστου μέρους.» (Εφεσ. 4:16) Αυτό φέρνει μέσα κάθε άτομο, άρρεν και θήλυ, οσοδήποτε νέο και ανώριμο ή οσοδήποτε ηλικιωμένο και αδύνατο. Μην πήτε ότι σεις είσθε εκτός υπολογισμού. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Πραγματικά, μόλις έλθετε σ’ επαφή με μάρτυρας του Ιεχωβά δεν μπορείτε ν’ αστοχήσετε να είσθε ένα μέσον ενθαρρύνσεως, αν γίνεται εκ μέρους σας καλή πρόοδος. Το να εύρωμε κάποιον, ο οποίος ανταποκρίνεται καλά σε μια οικιακή Γραφική μελέτη, ή το να βλέπωμε νέα πρόσωπα στις συναθροίσεις μας, όχι μόνο μια φορά, αλλά ερχόμενα τακτικά, είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό για όλους τους άλλους και είναι μια απόδειξις της ευλογίας και του πνεύματος του Ιεχωβά επάνω στη διακονία μας. Είναι, επίσης, πολύ εποικοδομητικό να βλέπωμε εκείνους, οι οποίοι έχουν φθάσει σε γεροντική ηλικία και αναπηρία, να καταβάλλουν προσπάθειες, που τους στοιχίζουν ακριβά, για να παρευρεθούν στις συναθροίσεις και να έχουν κάποιο μέρος, οσοδήποτε μικρό, δίνοντας μαρτυρία σε άλλους. Όπως συμβαίνει με το ανθρώπινο σώμα, το μικρότερο μέλος παίζει το μέρος του κατά το ανάλογο μέτρον. Πιθανόν να μη το έχωμε αντιληφθή όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, αλλά αν πάη κάτι άσχημα, έστω και σ’ ένα από τα μικρότερα μέλη, ίσως ένα νύχι στραφή μέσα στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού, τότε αμέσως μαθαίνομε γι’ αυτό! Είναι ορθό ν’ αντιμετωπίσωμε το γεγονός ότι ο καθένας από μας μπορεί να συμμετάσχη σε ανάλογο μέτρο στη διακονία, η οποία πρέπει να γίνη εντός της οργανώσεως του Θεού ή της τοπικής εκκλησίας, στην οποία ανήκομε, «προς οικοδομήν . . . εν αγάπη.» Υπάρχουν πολλά να γίνουν και πάντοτε μεγαλύτερη πρόοδος να σημειωθή. Και στις δύο εξεικονίσεις εκείνο που τονίζεται είναι η αύξησις: Η ‘αύξησις του σώματος’, και «αυξάνεται εις ναόν άγιον δια τον Ιεχωβά.»—Εφεσ. 4:16· 2:21, ΜΝΚ.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
8. Πώς οι Χριστιανοί αναφέρονται Γραφικώς ως φορείς φωτός;
8 Σε στενό σύνδεσμο με την εξεικόνισι ενός αγίου ναού, η Γραφή μιλεί, επίσης, για τη Χριστιανική εκκλησία των 144.000 κληρονόμων της Βασιλείας ως για ένα «ιεράτευμα άγιον». Ο απόστολος Πέτρος τα συνδέει μαζί, όταν γράφη: «Και σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον.» Ποιόν σκοπό εξυπηρετεί αυτό το ιεράτευμα; Ο απόστολος απαντά: «Είσθε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως.» Ο ίδιος ο Ιησούς έκαμε μια έξοχη μνεία των αληθινών ακολούθων του ως φορέων φωτός. Είπε τα εξής: «Σεις είσθε το φως του κόσμου. Πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή . . . ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, δια να ίδωσι τα καλά σας έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς.» Αυτό συνδέεται στενά με την ένδοξη εικόνα της προφητείας του Ησαΐα, που εκπληρώθηκε στις ημέρες μας, οπότε στη Σιών, την οργάνωσι του Θεού, ομοίαν με πόλι επάνω σε όρος, λέγεται «Σηκώθητι, φωτίζου»! Και με ποιο αποτέλεσμα; «Και τα έθνη θέλουσιν ελθεί εις το φως σου, και οι βασιλείς εις την λάμψιν της ανατολής σου. Ύψωσον κύκλω τους οφθαλμούς σου, και ιδέ· πάντες ούτοι συναθροίζονται, έρχονται προς σε.» Τούτο, εξ άλλου, συμφωνεί ακριβώς με την θεόπνευστη δήλωσι σχετικά με την «οικονομίαν [του Θεού] . . . να συγκεφαλαιώση [ή συλλέξη] τα πάντα εν τω Χριστώ.»—1 Πέτρ. 2:5, 9· Ματθ. 5:14-16· Ησ. 60:1-4· Εφεσ. 1:10.
9. Ποιο επιχείρημα αναπτύσσει ο Παύλος σχετικά με τη νέα διαθήκη και τη διακονία της;
9 Παρατηρήστε τώρα πώς ο Παύλος συζητεί ότι το να είμεθα φορείς του φωτός αποτελεί μέρος της διακονίας μας. Γράφοντας στους Κορινθίους, λέγει ότι ο Θεός «έκαμεν ημάς ικανούς να ήμεθα διάκονοι της καινής διαθήκης.» Κατόπιν αντιπαραβάλλει τη νέα αυτή διαθήκη, η οποία έγινε με τη Χριστιανική εκκλησία μέσω του Χριστού ως μεσίτου, με την παλαιά διαθήκη του Νόμου που είχε γίνει με το έθνος του Ισραήλ μέσω του Μωυσέως ως μεσίτου. Δείχνει ότι, η «διακονία του πνεύματος» κάτω από τη νέα διαθήκη είναι περισσότερον ένδοξος κατά πάντα τρόπον παραβαλλομένη με την δόξα που είχε η «διακονία του θανάτου, η εν γράμμασιν εντετυπωμένη εις λίθους.» Όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το όρος Σινά με τις δύο πλάκες του Μαρτυρίου, το πρόσωπό του έλαμπε, «ώστε οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ενατενίσωσιν εις το πρόσωπον του Μωυσέως.» Εξηγεί, όμως, ο Παύλος κατόπιν ότι η πραγματική δυσκολία προήρχετο από τους υιούς Ισραήλ τους ιδίους. «Ετυφλώθησαν αι διάνοιαι αυτών . . . . Αλλ’ έως σήμερον, όταν αναγινώσκηται ο Μωυσής, κάλυμμα κείται επί της καρδίας αυτών. Όταν όμως», συνεχίζει, «επιστρέψη προς τον Ιεχωβά [με ολόψυχη υποταγή και αφοσίωσι], θέλει αφαιρεθή το κάλυμμα.» Κατόπιν, αναφερόμενος στη διακονία, η οποία εδόθη σ’ εκείνους της νέας διαθήκης, ή σε όσους βρίσκονται σε στενή σχέσι μ’ αυτήν, όπως συμβαίνει με τα «άλλα πρόβατα», ο απόστολος λέγει ότι ‘ημείς πάντες αντανακλώμεν ως εν κατόπτρω την δόξαν του Ιεχωβά με ανακεκαλυμμένον πρόσωπον.’—2 Κορ. 3:6-8, 14-18, ΜΝΚ· Έξοδ. 34:29-35· Εβρ. 9:15.
10. Κατά ποιον τρόπο μπορούμε να ‘αντανακλώμεν ως εν κατόπτρω την δόξαν του Ιεχωβά’;
10 Ίσως ν’ απορήσετε πώς αδύνατα, θνητά πλάσματα μπορούν ν’ αντανακλούν τη δόξα του Ιεχωβά, όταν άνθρωπος δεν μπορή να ιδή το πρόσωπό του και να ζήση. (Έξοδ. 33:20 παράβαλε, επίσης, 1 Τιμόθεον 6:16) Αλλά, εκτός από την προσωπική δόξα του Ιεχωβά, υπάρχει, επίσης, η μεγαλοπρεπής δόξα της βουλής του, που συγκεντρώνεται στην βασιλεία του κάτω από τον αγαπητό του Υιό. Αυτή η βασιλεία, η κεντρική αλήθεια της Γραφής, και οι αλήθειες που συνδέονται στενά μ’ αυτήν—αυτές αποτελούσαν τα «μεγαλεία του Θεού», τα οποία είχαν αρχίσει να διακηρύσσωνται από εκείνους, πάνω στους οποίους είχε εκχυθή το άγιον πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, κάνοντας έτσι έναρξι της εξωτερικής διακονίας των. (Πράξ. 2:11) Σε αρμονία με αυτό, ο Παύλος λέγει σχετικά με «την διακονίαν ταύτην», ότι δεν ‘δολόνομεν τον λόγον του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της αληθείας συνιστώμεν εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων, ενώπιον του Θεού’.—2 Κορ. 4:1, 2.
11. Τι μπορούμε ν’ αναμένωμε ως αποτελέσματα και καρποφορία της διακονίας μας;
11 Ναι, αυτή είναι η αποστολή μας, να φανερώνωμε την αλήθεια. Δεν αποθαρρυνόμεθα, όταν βλέπωμε ότι ο Σατανάς ‘ο θεός του παρόντος συστήματος πραγμάτων ετύφλωσε τον νουν των απίστων’ και επομένως στις διάνοιες και τις καρδιές των υπάρχει βαρύ κάλυμμα. Δεν είναι, όμως, όλοι άπιστοι. Πολλοί, πάρα πολλοί, κρατούνται ακόμη άθελά των αιχμάλωτοι του Σατανά. Είναι οι ‘στενάζοντες και βοώντες δια πάντα τα βδελύγματα τα γινόμενα’ στο Σατανικό σύστημα πραγμάτων, και αποτελεί μέρος της αποστολής μας να ‘κηρύξωμεν προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν’.—2 Κορ. 4:4, ΜΝΚ· Ιεζ. 9:4· Λουκ. 4:18.
12. Πώς σήμερα κάνει ο Θεός το φως να λάμψη εκ του σκότους;
12 Πόσο ευτυχής είναι η αποστολή μας και πόσο τρομερή η ευθύνη μας, ειδικώς στην εποχή αυτή της εγκαταστάσεως της Βασιλείας! Στην προφητεία του για την συντέλεια αυτού του συστήματος πραγμάτων ο Ιησούς είπε: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Όλες οι υποσχέσεις και προφητείες του Θεού πρέπει να εκπληρωθούν και θα εκπληρωθούν δίχως εξαίρεσι. Κάποτε εκπληρώνονται κατά γράμμα και κάποτε με ένα μεταφορικό ή πνευματικό τρόπο. Αυτό εννοεί ο Παύλος, όταν παραθέτη την πρώτη εντολή που έχει καταγραφή: «Να λάμψη φως εκ του σκότους.» Αυτό εξεπληρώθη κατά γράμμα. Έπειτα δείχνει πώς το αυτό αληθεύει κατά ένα πνευματικό τρόπο, όταν προσθέτη: «Όστις έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού δια του προσώπου του Ιησού Χριστού.»—2 Κορ. 4:6.
13. Γιατί ο Θεός ανέθεσε σε ατελή πλάσματα μια τέτοια διακονία;
13 Όταν παρατηρούμε τον εαυτό μας, πιθανόν να αισθανώμεθα, πολύ ορθά, ότι ως καθρέπται είμεθα πολύ ελλιπείς. Αλλά, για παρηγορία μας και για να δείξη ο Παύλος ότι δεν στηριζόμεθα στη δική μας ανθρωπίνη δύναμι και σοφία για να εκπληρώσωμε την αποστολή μας, εξηγεί ότι «έχομεν . . . τον θησαυρόν τούτον [της διακονίας] εις οστράκινα [γήινα, ΜΝΚ] σκεύη, δια να ήναι η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού, και ουχί εξ ημών.» Ο Θεός έχει κάμει προμήθεια με την οποία δυνάμεθα να προσφέρωμε ευπρόσδεκτη υπηρεσία, μολονότι κατά τρόπον ατελή. Εν τούτοις, αυτό δεν μας απαλλάσσει, από την υποχρέωσι να τηρούμε τους εαυτούς μας ως καθρέπτας σε όσο το δυνατόν καθαρή και καλή κατάστασι.—2 Κορ. 4:7· βλέπε, επίσης, 1 Κορινθίους 1:26-31.
Η ΕΝΟΤΗΣ ΟΥΣΙΩΔΗΣ
14. Τι είδους ενότης παρατηρείται στον κόσμο, και από ποιά ελατήρια παρακινείται;
14 Σε όλη τη διακονία μας η ενότης είναι ουσιώδης. Είναι γεγονός ότι στον κόσμο συχνά παρουσιάζεται ένα ενωμένο μέτωπο, είτε από ένα πολιτικό κόμμα είτε εν καιρώ πολέμου. Στον θρησκευτικό κόσμο, επίσης, καταβάλλονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνσι, μολονότι συγκριτικά φαίνονται βραδείες και δυσκίνητες. Γενικά, εν τούτοις, δεν αληθεύει μήπως ότι το ελατήριο που κινεί το ενωμένο μέτωπο είναι συχνά ο φόβος, φόβος ένας κοινού εχθρού; Μόλις παρέλθη ο κίνδυνος, τότε πολύ συχνά οι παλαιές διχόνοιες εμφανίζονται πάλι. Ενότης, η οποία κινείται από ένα τέτοιο ελατήριο, είναι καταδικασμένη να ραγίση και να σπάση. Δεν είναι η αγάπη που τους κρατεί ενωμένους· η αγάπη, όμως, η Θεοειδής αγάπη, είναι εκείνη, η οποία μόνον θα εγκαταστήση και θα διατηρήση μονίμως μια πραγματική, γνησία ενότητα. Ας ιδούμε πώς αυτή ενεργεί μεταξύ όλων εκείνων οι οποίοι συνάγονται κάτω από την οικονομίαν του Χριστού.
15. Ποια αρχικά βήματα απαιτούνται για να έλθη κανείς σε ενότητα με τον Θεό;
15 Η ενότης σε οποιονδήποτε όμιλο ανθρώπων πρέπει ν’ αρχίζη από το άτομο. Σ’ αυτή την περίπτωσι ενδιαφερόμεθα για Χριστιανούς, ή για εκείνους που έχουν γίνει Χριστιανοί. Για να γίνουν τέτοιοι, το πρώτο ζωτικό βήμα είναι να έλθουν σε ενότητα με τον Θεό. Συχνά αυτό το βλέπουν ως μία συγκινητική πείρα, μία αιφνίδια μεταστροφή. Αλλά, η πραγματική ενότης απαιτεί ένα πιο στερεό θεμέλιο. Για να έλθη σε ενότητα με τον Θεό ένα άτομο πρέπει να φθάση να γνωρίζη τον νουν του Θεού σε όλα τα ζητήματα, που κατάλληλα τον αφορούν. Αυτό είναι μια από τις κυριώτερες αιτίες που ο Θεός μάς έχει δώσει τον λόγο του, την Αγία Γραφή. Αυτή εκφράζει τις σκέψεις και το θέλημα του Υψίστου. Καθώς την μελετούμε και αποκτούμε την κατανόησί της, οι διάνοιές μας επηρεάζονται από τις δίκαιες σκέψεις και, με τη σειρά μας, κινούμεθα να κάνωμε δίκαια έργα, εκείνα «τα οποία προητοίμασεν ο Θεός, δια να περιπατήσωμεν εν αυτοίς.»—Εφεσ. 2:10.
16. Πώς αναμιγνύεται και η καρδιά και σε ποια ευλογητή καρποφορία οδηγεί τούτο;
16 Αλλά και η καρδιά, επίσης, όπως η διάνοια, περιλαμβάνεται. Καθώς μαθαίνομε και αυξάνομε σε γνώσι, έτσι πρέπει, επίσης, ν’ αυξάνη και η εκτίμησίς μας για τον Θεό, την Πηγή πάσης γνώσεως και σοφίας. Οι καρδιές μας ελκύονται προς αυτόν μ’ ευγνωμοσύνη και λατρεία, οδηγώντας μας να κάνωμε το βήμα της αφιερώσεως και του βαπτίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα μια προσωπική και ενοποιημένη σχέσι με τον Ιεχωβά. Για να διατηρήσωμε αυτή τη σχέσι και ταυτότητα σκέψεων, είναι ανάγκη να συνεχίσωμε τη μελέτη του Λόγου του. Αυτή είναι μια συνεχής ανάγκη, όπως υπέροχα διετυπώθη στους Ψαλμούς: «Μακάριος ο άνθρωπος, . . . [του οποίου] εν τω νόμω του Ιεχωβά είναι το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετά ημέραν και νύκτα.» Με ποιο αποτέλεσμα; «Θέλει είσθαι ως δένδρον πεφυτευμένον παρά τους ρύακας των υδάτων, το οποίον δίδει τον καρπόν αυτού εν τω καιρώ αυτού, και το φύλλον αυτού δεν μαραίνεται· και πάντα, όσα αν πράττη, θέλουσιν ευοδωθή.» Ποιες πλουσιώτερες ευλογίες θα μπορούσατε να επιθυμήσετε;—Ψαλμ. 1:1-3, ΜΝΚ.
17. Εν όψει όλων των παθημάτων του, πώς μπορούσε ο Ιησούς να λέγη ότι έχαιρε να εκτελή το θέλημα του Θεού;
17 Προς επιβεβαίωσιν τούτου, ενθυμούμεθα, επίσης, τους προφητικούς λόγους των Ψαλμών, οι οποίοι εφαρμόζονται στον Ιησού την ώρα του βαπτίσματός του, όταν είπε: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.» (Ψαλμ. 40:8· βλέπε Εβραίους 10:5-7) Πώς μπορούσε ο Ιησούς να πη ότι έχαιρε να εκτελή το θέλημα του Θεού, όταν εγνώριζε από μερικές γραφές, όπως το 53 κεφάλαιο του Ησαΐα, ότι η αφιερωμένη πορεία του θα επέφερε την πιο σκληρή ταλαιπωρία και ονειδισμό, διότι επρόκειτο να καταφρονηθή και να λογχισθή και να συνθλιβή και να ‘παραδώση την ψυχήν αυτού εις θάνατον’; (Ησ. 53:3, 5, 12) Διότι ο Λόγος και ο νόμος του Πατρός του ήσαν στο μέσον της καρδιάς του. Από την τελεία γνώσι και ενθύμησι του λόγου του Θεού, που είχε, εγνώριζε τον νουν του Πατρός του σε όλα αυτά τα πράγματα, και αυτό τον ωδηγούσε και τον υπεστήριζε συνεχώς. Εγνώριζε ότι ο θάνατός του ήταν «πολύτιμος ενώπιον του Ιεχωβά», γι’ αυτό μπορούσε να πη, όπως προελέχθη: «Εις σε [Ιεχωβά] θέλω θυσιάσει θυσίαν αινέσεως . . . Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Ιεχωβά.» Ο Ιησούς είναι το τέλειο παράδειγμα ενός, ο οποίος βρίσκεται σε ενότητα με τον Ιεχωβά.»—Ψαλμ. 116:15-18, ΜΝΚ· βλέπε, επίσης, Ιωάννην 5:19, 30.
18. Ποια σημεία τονίζονται ιδιαιτέρως στη συμβουλή, που δίδεται στις συζύγους;
18 Υπάρχει, επίσης, προς εξέτασιν το ζήτημα της οικογενειακής ενότητος, διότι η κοινωνία του Νέου Κόσμου αποτελείται από οικογένειες, κατά μέγα μέρος. Το κλειδί σε τούτο βρίσκεται στους λόγους που απευθύνονται κατ’ ευθείαν στον σύζυγο, την κεφαλή της οικογενείας. Αυτό είναι ενδιαφέρον. Βρίσκεται στη λεπτομερή συμβουλή που δίδεται από τον Παύλο τόσο στις συζύγους όσο και στους συζύγους. Αναφέρομε πρώτα τις συζύγους, διότι τόσο ο Παύλος όσο και ο Πέτρος αυτό κάνουν, όταν δίδουν λεπτομερή συμβουλή. (Εφεσ. 5:22-33· 1 Πέτρ. 3:1-7) Σε κάθε περίπτωσι τονίζουν την ανάγκη υποταγής των γυναικών στους συζύγους των, όπως δίχως αντίρρησι «η εκκλησία υποτάσσεται εις τον Χριστόν», κατά πάντα. Αυτό γίνεται έκδηλο από το «κεκοσμημένος με την αφθαρσίαν του πράου και ησυχίου πνεύματος.» Αυτό είναι ουσιώδες για την οικογενειακή ενότητα. Αλλά μήπως, στην περίπτωσι του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους, δεν ήταν η σύζυγος, η οποία πρώτη ενήργησε εσφαλμένα και επέφερε το πρώτο κτύπημα στην οικογενειακή ενότητα με το ότι επέδειξε πνεύμα ανεξαρτησίας;—Εφεσ. 5:24· 1 Πέτρ. 3:4.
19. Ποια είναι η κυρία ευθύνη που επικάθηται στον σύζυγο, και σε ποια αποτελέσματα οδηγεί;
19 Το κλειδί, όμως, για το πρόβλημα δεν είχε δοθή στις συζύγους. Θέτοντας την ευθύνη κυρίως στους συζύγους, ο Παύλος τούς λέγει: «Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας σας, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν, και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής.» (Εφεσ. 5:25) Το να εκτιμήση κανείς πλήρως και να μάθη πώς να εφαρμόση αυτή τη Χριστοειδή αγάπη σε όλη τη γνησία της θέρμη και αγνότητα και άκρα ανιδιοτέλεια είναι ένα έργον ολοκλήρου ζωής. Αυτή είναι μια επί πλέον αιτία για να βρίσκεται κανείς σε στενή επαφή με το Ιερόν Υπόμνημα με όλες τις πληροφορίες του πάνω σ’ αυτό το θέμα. Όπως ο σύζυγος μαθαίνει ολοένα περισσότερο πώς να εκδηλώνη την αγάπη του, έτσι και η σύζυγος, ως ένα μέρος της συζυγικής της υποταγής, μαθαίνει πώς ν’ ανταποκρίνεται στο ίδιο κλειδί, και έτσι οικοδομείται μεταξύ των μια ενότης, η οποία είναι μια αμοιβαία πηγή δυνάμεως και ειρήνης και μεγάλης ευτυχίας. Με τη σειρά τους, τα παιδιά ανατρέφονται στην ίδια ατμόσφαιρα και πάνω στις ίδιες αρχές, πράγμα που καταλήγει σε μια ευτυχή, ενωμένη οικογένεια, η οποία φέρει τιμή στην κοινωνία Νέου Κόσμου και, υπεράνω όλων, στον Ιεχωβά. Η κατάστασις είναι πολύ διάφορη, βέβαια, σε μια διηρημένη οικογένεια, αλλά και πάλι ο αφιερωμένος γονεύς, είτε ο σύζυγος είτε η σύζυγος, πρέπει να έχη ως σκοπό την οικογενειακή ενότητα κατά ένα τρόπο συνεπή προς τις Γραφικές αρχές, ζητώντας την καθοδήγησι του Θεού και αφήνοντας τα τελικά αποτελέσματα σ’ αυτόν.
20. Γιατί είναι σπουδαίο για τους υπηρέτας να ‘ταπεινώσουν εαυτούς ως το παιδίον’, κι εξαιτίας ποιών κινδύνων;
20 Τώρα στρέφομε την προσοχή μας προς τους διωρισμένους υπηρέτας στην εκκλησία, οι οποίοι αντιστοιχούν προς τις αρθρώσεις του ανθρωπίνου σώματος. Εκείνο, που είναι μερικές φορές δύσκολο ν’ αντιληφθούν αυτοί οι υπηρέται, είναι ότι ενότης και ταπεινοφροσύνη συμβαδίζουν. Γιατί είναι δύσκολο; Διότι παρεμβάλλεται το ζήτημα της θέσεως. Το ‘κεχρισμένον χερούβ’ είχε μια θαυμαστή θέσι «εν τω όρει τω αγίω του Θεού» και είχε την επίβλεψι «εν Εδέμ τω παραδείσω του Θεού», αλλά δεν ήταν ευχαριστημένο. Εσχεδίασε ν’ ανέβη υψηλότερα και, στην εποχή της Βαβυλώνος, να ‘γίνη όμοιος του Υψίστου’. (Ιεζ. 28:13-15· Ησ. 14:14) Οι δώδεκα μαθηταί του Ιησού, όταν ήσαν μαζί του, έδειχναν, για το ζήτημα της θέσεως, πάρα πολύ ενδιαφέρον, που κάποτε ελάμβανε μορφή ‘φιλονεικίας’, ακόμη και προτού καν τους δοθή οποιαδήποτε θέσις. Πόσο όμοιο με την ανθρώπινη φύσι! Ο Ιησούς τούς είπε ότι ώφειλαν να ‘ταπεινώσουν εαυτούς ως το παιδίον’. Μερικές φορές μια γυναίκα προβάλλει επί της σκηνής, όπως η «μήτηρ των υιών του Ζεβεδαίου», η οποία εζήτησε από τον Κύριο ειδικές θέσεις για τους γυιούς της. Γι’ αυτό φαίνεται κατάλληλο, όπως οι υπηρέται και οι γυναίκες των και όλοι οι άλλοι προσέξουν τη συμβουλή του Πέτρου: «Πάντες δε υποτασσόμενοι εις αλλήλους, ενδύθητε την ταπεινοφροσύνην· διότι “ο Θεός αντιτάσσεται εις τους υπερηφάνους, εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν”.»—Λουκ. 22:24· Ματθ. 18:1-4· 20:20-28· 1 Πέτρ. 5:5· βλέπε Ιωάννην 13:14, 15.
21. Πώς ο Παύλος εφαρμόζει την εξεικόνισι του φυτεύματος και ποτίσματος στους υπηρέτας;
21 Ο Παύλος, επίσης, έδωσε έξοχη συμβουλή στους διακονικούς υπηρέτας και στην εκκλησία της Κορίνθου, όπου υπήρχε «φθόνος και έρις». Τους υπενθυμίζει ότι οι υπηρέται, που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη, οι οποίοι κάνουν έργο όπως το πνευματικό φύτευμα και πότισμα, είναι απλώς τίποτε δίχως τον Θεό, ο οποίος μόνον μπορεί πραγματικά να κάμη μια εκκλησία, όπως ένα φυτό, να μεγαλώση και να επιτελέση αύξησι. Εμείς δεν μπορούμε να κάμωμε κανένα να δη και να πιστεύση την αλήθεια. Μόνον, όπως ‘ο Κύριος δίνει εις έκαστον’, μπορεί ένας να γίνη πιστός και να προστεθή στις τάξεις των Χριστιανών. Τονίζοντας την ενότητα, προσθέτει: «Ο φυτεύων . . . και ο ποτίζων είναι έν.» Γιατί; Διότι όλο αυτό αποτελεί μια ενέργεια· «του Θεού είμεθα συνεργοί.» Αυτό δεν μας απαλλάσσει, όμως, από την προσωπική ευθύνη, διότι «έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού.»—1 Κορ. 3:3-9.
22. (α) Γιατί οι Ισραηλίται απέτυχαν ενώπιον του Ιεχωβά, και ποια εξεικόνισι τους έδωσε; (β) Πώς ο Ιεχωβά εφήρμοσε την εξεικόνισι;
22 Καθώς γνωρίζομε από τον Λόγο του Θεού, βεβαιωμένον από τα γεγονότα και την πείρα, το θέλημα και ο σκοπός του Υπερτάτου είναι προωρισμένα να επιτύχουν. Υπόσχεται επιτυχία στο άτομο, που παραμένει σε ενότητα μ’ αυτόν με το να έχη προσκολληθή στον Λόγο του. (Ψαλμ. 1:1-3) Υπόσχεται, επίσης, επιτυχία σε όλη την ομάδα των πιστών, που συνάγονται σε ενότητα με τον Χριστό τώρα στο ‘πλήρωμα των καιρών’. (Εφεσ. 1:10) Το κατά σάρκα έθνος Ισραήλ επροτίμησε ν’ ακολουθήση τον δικό του δρόμο με το πνεύμα της ανεξαρτησίας, και ο Ιεχωβά τούς είπε ότι οι δικές του σκέψεις και οδοί ήσαν κατά πολύ υψηλότερες και, πραγματικά, πολύ διαφορετικές, από τις δικές των σκέψεις και οδούς. Ο Ισραήλ απέτυχε ενώπιον του Ιεχωβά, αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι απέτυχε ο σκοπός του Ιεχωβά; Αυτός έδωσε την εξεικόνισι της βροχής και της χιόνος, που καταβαίνουν εκ του ουρανού και δεν επιστρέφουν (ως ατμός), αλλά πρώτα ποτίζουν την γην και κάνουν αυτήν να δώση «σπόρον εις τον σπείροντα, και άρτον εις τον εσθίοντα.» Εφαρμόζοντας την εξεικόνισι, ο Ιεχωβά λέγει με έμφασι: «Ούτω θέλει είσθαι ο λόγος μου ο εξερχόμενος εκ του στόματός μου· δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει το θέλημά μου, και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω.» Για ποιον σκοπό απέστειλε ο Θεός τον λόγο του, με τη βεβαιότητα ότι «θέλει ευοδωθή»; Μιλώντας τώρα για τον πνευματικό Ισραήλ, τη Χριστιανική εκκλησία, μαζί με τους ομοίους με πρόβατα συντρόφους των, η προφητεία συνεχίζει: «Διότι θέλετε εξέλθει εν χαρά, και οδηγηθή εν ειρήνη.» Κατόπιν ακολουθεί μια πολύ τερπνή περιγραφική σκηνή σε συγκινητική, μεταφορική γλώσσα για τις συνθήκες του αποκαταστημένου και ευτυχισμένου παραδείσου, από πνευματική άποψι, του αφιερωμένου λαού του Θεού, που συνάγεται σε ενότητα κάτω από την οικονομία του, η οποία είναι υπό τον Χριστόν. «Θέλει είσθαι εις τον Ιεχωβά δια όνομα, δια σημείον αιώνιον, το οποίον δεν θέλει εκλείψει.»—Ησ. 55:8-13, ΜΝΚ.
23. Ποια παρηγορία και ενθάρρυνσι μας έδωσε ο Ιεχωβά για την εποχή μας;
23 Τι αντίθεσις είναι αυτή αν παραβληθή με την αντιφατική σκηνή αυτού του συγχρόνου κόσμου, ο οποίος είναι σε ασυμφωνία με τον εαυτό του και τις βασιλείες του που βρίσκονται σε διαίρεσι μεταξύ των. Ο Ιεχωβά σήμερα έχει στείλει τον λόγο του και μας έχει δώσει φιλάγαθα την κατανόησί του, το αγνό άγγελμα της αληθείας. Με τον πλούτον της παρ’ αξίαν αγαθότητός του δεν θα σημειώσωμε αποτυχία ενώπιόν του, αλλά θα κάμωμε την διακονία μας πλήρη σε στενή ενότητα ο ένας με τον άλλον. Καθώς ο Ιεχωβά προείπε αναφορικά με την εποχή μας: «Διότι τότε θέλω αποκαταστήσει εις τους λαούς γλώσσαν καθαράν, δια να επικαλώνται πάντες το όνομα του Ιεχωβά, να δουλεύωσιν αυτόν υπό ένα ζυγόν.»—Σοφον. 3:9, ΜΝΚ.